Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Η ιστορία της Μίρας - Ημερολόγια VIII

Σαν τη φλόγα ενός αδύναμου κεριού, κι ανέλπιδου η ζωή μου, κι έτσι έσβησε. Το ίδιο και του αγαπημένου. Όταν τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και του είπα, τον παρακάλεσα να μου πάρει τη ζωή, τον είδα να τρέμει και να τα χάνει. λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όχι, ούτε και για μια στιγμή δεν το πήρε γι’ αστείο. Με ξέρει καλά, γνωρίζει καλύτερα απ’ τον καθένα πως όταν λέω κάτι το εννοώ, ό,τι κι αν είναι αυτό. Κάναμε έρωτα παθιασμένα, ακόρεστα, δίχως αύριο, του χάρισα του κορμιού μου τις ηδονές και της αγάπης μου το αμίλητο φορτίο, προτού του ζητήσω το μοιραίο αντάλλαγμα. Σε λίγες ώρες θα φύγω από τούτη τη γη, θ’ αφήσω για πάντα πίσω μου αυτή τη ζωή, που μου πρόσφερε τόσο λίγα και μου πήρε τα πάντα. Θα κάνει αυτό που του ζητώ ο Δημήτρης. Δεν έχει κι άλλη επιλογή. Με αγαπάει τόσο πολύ που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ωστόσο, λυπάμαι… Όχι, δεν τον λυπάμαι. Λυπάμαι επειδή τον πλήγωσα. το είδα αυτό στο ραγισμένο του βλέμμα. Σαν του ζήτησα να με σκοτώσει, είδα και τον ίδιο να κατεβαίνει στον Άδη. Αλλά… Αλλά, θέλω να πεθάνω, πολύ. Ίσως να μη θέλησα τίποτ’ άλλο στη ζωή μου όσο αποζητάω τώρα το θάνατο, τον άγγελο του ελέους. Θέλω να πεθάνω προτού χάσω και τη στερνή χαρά μου. Και θέλω να συναντήσω το τέλος μέσα από τα χέρια της μοναδικής μου αγάπης, του μόνου άνθρωπου τον οποίο μπορώ ακόμη να πιστεύω και να εμπιστεύομαι. Θα το κάνουμε να μοιάζει σαν αυτοκτονία. θ’ αφήσω ακόμη και σημείωμα για τους πλήθιους λόγους που με οδήγησαν σ’ αυτήν. Θα στήσω μια ολόκληρη παράσταση σε αλλόκοτο σκηνικό, με δύο μόλις πρωταγωνιστές και τους ίδιους θεατές. Και της ζωής μου το παράλογο έργο θα φτάσει στο αποκορύφωμά του στην τελευταία πράξη. Πάντα ήμουνα κακός ηθοποιός στην ταινία της ζήσης, σαν σκηνοθέτης ίσως πετύχω. Ίσως καταφέρω να δώσω ένα επιτυχημένο, αλλά όχι ευτυχισμένο τέλος, στη φάρσα που υπήρξε η ζωή μου. Όσο για το Δημήτρη, ελπίζω να αντέξει, ο καλός μου, και να μη σπάσει. Ελπίζω να βρει το κουράγιο να συνεχίσει να ζει. Το ξέρω ότι είναι πολύ αυτό που του ζητάω, και άλλο τόσο εγωιστικό, αλλά είμαι δειλή. Δειλή! Δεν μπορώ να βάλω τέλος στη ζωή μου από μόνη μου, τον χρειάζομαι. Αν έμενα μαζί του δε θα ήμουνα παρά μια ζωντανή-νεκρή, που δε θα μπορούσε να του προσφέρει άλλο τίποτα παρά περισσότερο πόνο. Φεύγοντας του αφήνω τουλάχιστον ένα ροκανίδι ζωής, την ελπίδα να αγαπήσει ξανά. Το κορμί του θα είναι το τελευταίο πράγμα που αυτά, τα πρόωρα γερασμένα μου δάχτυλα, θ’ αγγίξουν, κι η ανάσα του θα είναι ο στερνός ήχος που θα φτάσει στ’ αυτιά μου. Θα πεθάνω μες στη ζεστασιά της αγάπης του, θα φύγω, φαντάζομαι, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο στα χείλη. νιώθοντας πως ναι, η δόλια μου μικρή ζωή άξιζε για κάποιον κάτι. Θα τον αφήσω μ’ ένα φιλί και τα στερνά της αγάπης λόγια. λόγια αληθινά, όσο και ο πόνος που για χρόνια και χρόνια ποτίζει το κορμί και την ψυχή μου. μα και με μια σιωπηλή ευτυχία για το πολύ, που για τόσο λίγο ζήσαμε. Μακάρι να γινόταν μέσα από τις στάχτες μου να ξεπηδούσε η φλόγα μιας καινούριας ζωής…

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Η ιστορία της Μίρας - Το λάθος πάθος

Πήγε, της χτύπησε την πόρτα, κι η Χριστίνα του άνοιξε, απλά του άνοιξε. Τώρα δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το έκανε αυτό. Ίσως να έφταιγε η θλίψη που ένιωθε, ίσως και η μοναξιά που της τυραννούσε την ψυχή και που φόρτωνε με πόθους το κορμί. Ίσως… Μα είναι αργά πια για ίσως. Ό,τι έγινε έγινε. Το θέμα είναι να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά. Όχι πως δεν της άρεσε, της άρεσε πολύ, αλλά δεν της αρέσουν οι ενοχές, αυτές που νιώθει τώρα, κι ας ξέρει πως είναι αναίτιες. Νιώθει ένοχη επειδή έκανε έρωτα με τον πρώην φίλο της – αν είναι αυτό ποτέ δυνατόν! Αλλά, να που είναι, αφού τώρα το μέσα της φωνάζει ότι πρόδωσε, και τους δύο: τον Γιάννη επειδή έκανε έρωτα μαζί του ενώ ποθούσε τον Δημήτρη, τον Δημήτρη επειδή τον απάτησε με τον Γιάννη. Το πώς ποτέ δεν ήταν πριν και μάλλον δε θα είναι ποτέ με τον Δημήτρη, μάλλον καθόλου δε μετρά, για της καρδιάς της τον αμείλικτο δικαστή.
Κι όμως, εκείνες τις στιγμές ένιωθε τόσο ωραία. Τόσο ωραία, που τώρα δεν ξέρει κατά πόσο θα έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Να γελάσει με τον εαυτό της κι εκείνον, να κλάψει για τους ίδιους. Ο Γιάννης πήγε στο σπίτι της σαν κατακτητής, σαν ιππότης καβάλα στ’ άλογο. με ένα μπουκέτο λουλούδια, με καλό κρασί και φαγητό αγορασμένο από κάποια ταβέρνα. Πάνω στον καμβά του κορμιού της θριάμβευσε, αλλά στο τέλος-τέλος έφυγε σα δαρμένο σκυλί.
Μα τι σκεφτόμουνα όταν τον άφησα να μπει μέσα; Η αλήθεια είναι πως δεν σκεφτότανε, τίποτα. Απλά άνοιξε την πόρτα και τον υποδέχτηκε στο καταφύγιό της, λες παραδομένη, ή σαν από συνήθεια. Δεν ήταν ξένος εκεί άλλωστε, κι ας μην ήτανε πια μαζί. Και δεν της έφταιξε ποτέ σε κάτι, εκείνη έφταιγε για όλα. Αν τον κάκιζε για κάτι ήταν για την ωραιοπάθειά του, για τη δίχως τέλος αυταρέσκεια. Είχε εκείνο το χαμόγελο, εκείνη την πόζα, που φώναζε είμαι ωραίος και το ξέρω. Ναι, ήταν ωραίος, πολύ πιο όμορφος απ’ τον Δημήτρη, αλλά και τι μ’ αυτό; Δεν έσμιξε μαζί του για το παρουσιαστικό του αλλά… Αλλά, γιατί; Τώρα που το σκέφτεται δεν μπορεί να θυμηθεί πώς και γιατί έγιναν ζευγάρι οι δυο τους; Μάλλον εκείνος θα την παρέσυρε, εκείνος θα την έριξε στην παγίδα ενός αδιέξοδου έρωτα, με τα γλυκανάλατά του λόγια. Εκείνος, αφού η ίδια σπάνια μιλούσε, καθόλου δε φλέρταρε, ερωτευόταν σιωπηλά και περίμενε κάποιο από μηχανής θεός να κάνει το θαύμα του και να της χαρίσει το αντικείμενο του πόθου της.
Μα είσαι εντελώς τρελή εσύ, λέει με μια μικρή δόση θαυμασμού και μια μεγαλύτερη αυτοσαρκασμού στον εαυτό της. Τρελή είναι, δεν εξηγούνται αλλιώς αυτά που κάνει, η αδυναμία της να ζήσει αυτά που έχει, η προθυμία να τα παρατήσει όλα για κάποια που μάλλον ποτέ δε θα πραγματοποιηθούν.
«Δε θέλω να ’ρθεις ξανά εδώ, Γιάννη», του είπε μετά από τις στιγμές του πάθους που έζησαν, κι εκείνος έμεινε να την κοιτάει μ’ ανοικτό το στόμα, αδυνατώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε.
«Προσπαθείς να με τρελάνεις, Χριστίνα; Αφού δε με ήθελες εδώ γιατί δε μ’ έδιωχνες απ’ την αρχή. Γιατί μετά απ’ όλ’ αυτά…»
«Δεν ξέρω. Ό,τι και να σου πω θα ’ναι ψέμα. Δεν ξέρω τον εαυτό μου πια, δεν τον καταλαβαίνω. Μη με παρεξηγείς, δεν ακυρώνω αυτά που ζήσαμε, απλά δεν μπορώ πια να είμαι μαζί σου. Όσο για το αποψινό…»
«Όσο για το αποψινό τι;»
Χαμογέλασε εκείνη, αμήχανα, κι έσκυψε το κεφάλι, και πήρε να κοιτά τα χέρια της σαν ένα μικρό παιδί που μόλις έκανε κάποια σκανδαλιά και περιμένει να το μαλώσουν. Κι ύστερα σιγά-σιγά το ξανασήκωσε και τον κοίταξε στα μάτια, μ’ ένα βλέμμα που έμοιαζε βαθιά λυπημένο.
«Η αλήθεια είναι ότι το απόλαυσα. Το κορμί μου το είχε μεγάλη ανάγκη. Αλλά, δε θέλω να συμβεί ξανά. Πρέπει να σε ξεπεράσω κι αυτό δε θα είναι καθόλου εύκολο».
«Μα γιατί, Χριστίνα; Γιατί; Γιατί θέλεις να χωρίσουμε οριστικά; Μια χαρά δεν ήμασταν; Τι περισσότερο έψαχνες δηλαδή; Τι ζητάς; Αν μπορώ θα στο δώσω».
«Τίποτα απολύτως δε ζητάω από σένα, σε παρακαλώ μονάχα να μ’ αφήσεις να φύγω, να προχωρήσω».
«Για να πας πού; Και γιατί δε με θέλεις κοντά σου;»
«Ζούσαμε ένα ψέμα, Γιάννη, το ξέρεις και το ξέρω κι εγώ. Απλά αποφάσισα να βάλω ένα τέλος. Και μη νομίζεις ότι είναι και τόσο εύκολο για μένα να το κάνω αυτό, κάθε άλλο. Το σώμα μου μού φωνάζει να σου πω μείνε, η ψυχή μου φύγε. Κι εγώ, τώρα πια, ακούω μόνο την τελευταία».
«Ξέρεις πώς ακούγεσαι;»
«Σαν τρελή».
Πήρε να γελά δυνατά, ακόρεστα, νευρικά. Να γελά με τον εαυτό της, με τη συμπεριφορά της, μ’ εκείνον που την κοιτούσε με τέτοια απορία στο πρόσωπο, που έλεγες ότι από στιγμή σε στιγμή θα παραμορφωνόταν και σαν κερί θα έλιωνε.
«Μη μου δίνεις σημασία, Γιάννη» του είπε σαν ξαναβρήκε τις ανάσες της.
«Και πώς να το κάνω αυτό;»
«Όπως τα κάνεις όλα: εύκολα κι απλά».
«Κι ακόμη δε μου εξηγείς το γιατί…»
Άρχισε να την εκνευρίζει, να της την σπάει αυτός ο άντρας που συμπεριφερόταν σαν παιδί, που του κλέψαν το αγαπημένο παιχνίδι, που του πλήγωσαν τον εγωισμό.
«Απλά φύγε. Φύγε. Τι δεν μπορείς να καταλάβεις σ’ αυτή τη λέξη; Φύγε, Γιάννη, και άσε με πίσω σου, είμαι το παρελθόν. Φύγε και μη γυρίσεις ποτέ ξανά».
Αναψοκοκκίνισε το πρόσωπό του, τα μάτια του πήραν μια λάμψη οργής σχεδόν απόκοσμη. Έσφιξε τις γροθιές για να συγκρατήσει τον εαυτό του, για να μην παρεκτραπεί και να κάνει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνε μετά. Και σηκώθηκε κι έφυγε, βροντώντας την πόρτα πίσω του. Κι εκείνη παρέμεινε εκεί σιωπηλή, χαμογελαστή και με δάκρυα στα μάτια να τον σκέφτεται. Τώρα ένιωθε σαν να ήταν κλεισμένη σε μια καταπακτή, σ’ ένα υπόγειο σκοτεινό, ανύπαρκτό στα μάτια των άλλων. Η αλήθεια είναι ότι θα της έλειπε. Η εικόνα του θα της έλειπε. Ήταν ψηλός άντρας και γεροδεμένος, έμοιαζε λίγο με φωτομοντέλο, απ’ αυτά που βλέπει κανείς στα περιοδικά να διαφημίζουν αντρικά εσώρουχα. Των μαλλιών του το βαμμένο ξανθό σε συνδυασμό με το ματιών το απέραντο, μα λίγο ξεβαμμένο πράσινο, κάποτε την είχαν πολύ συνεπάρει. Αλλά τώρα… Τώρα δε θέλει και δεν μπορεί να βλέπει μόνο την εικόνα. Ζητάει κάτι άλλο, πιο απλό, αλλά και πιο μεγάλο.
Είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ντυμένη πια μ’ ένα ζευγάρι πιζάμες που μοιάζουν παιδικές, κι αγκαλιάζει τον εαυτό της. Νιώθει τη μυρωδιά του ακόμη να πλημμυρίζει το δωμάτιο, να το γεμίζει με την ουσία του ερωτικού σμιξίματος. Πότε θα είναι η επόμενη φορά; Τον εαυτό της ρωτά, αλλά δεν περιμένει απάντηση. Θ’ αργήσει η επόμενη φορά, θ’ αργήσει πολύ. Ελπίζει μόνο μέχρι τότε να μη μαραζώσει το νεανικό κορμί, να μη χάσει την ορμή και τη λαχτάρα του.
Κρύβει το πρόσωπό της με το μαξιλάρι και μυρίζει εκείνον. και σκέφτεται τον άλλο.

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Η ιστορία της Μίρας - Ημερολόγια VI

Τι ήταν αυτό που ζήσαμε ψες; Πώς να το περιγράψει κανείς, χωρίς να το αδικήσει; Τι λέξεις να χρησιμοποιήσει για να μιλήσει για όλη αυτή τη μαγεία; Αν υπάρχει αυτό που αποκαλούν παράδεισος είναι εκεί που πήγαμε οι δυο μας μαζί. Αν υπάρχει ένα αληθινό τραγούδι είναι αυτό που σαν ψίθυρος διέτρεξε τα σώματά μας όταν γίνονταν για ακόμη μία φορά ένα. Αν υπάρχει μουσική είναι η μελωδία της ανάσας του άντρα, του άντρα μου, που σαν λάβα με πυράκτωσε. Αν υπάρχει μία και μοναδική ομορφιά είν’ αυτή που ζήσαμε… Δε θέλω να ζήσω άλλο… Τι άλλο να ζήσω; Αλήθεια, τι; Έφτασα επιτέλους στα όρια της χαράς, ξεπέρασα με πόθο ανήκουστο τα όρια της ηδονής, και στο τέλος-τέλος έχασα τον κόσμο όλο για να τον ξαναβρώ στα μάτια του, που ούτε στιγμή δεν έπαψαν να με κοιτούν με λατρεία. Ό,τι ποτέ πόθησα, ό,τι μυστικά ονειρεύτηκα, όλα. όλα τα έζησα μαζί του, μέσα στη ζεστή του αγκάλη. Σαν ανάσταση και σαν μια νέα γέννηση, σαν λυτρωμός και αποκάλυψη φαντάζουν τώρα στα μάτια μου οι στιγμές που περάσαμε μαζί.
Άρχισα από σήμερα το πρωί να μεταφράζω το ημερολόγιό μου στα αγγλικά, αλλά και να καταγράφω πια όλα όσα ζω εδώ, με τον Δημήτρη. Θα του δώσω την ευκαιρία, σαν ευλογία και σαν κατάρα, να μάθει πια την ιστορία μου για τα καλά, ως την τελευταία της πονεμένη λεπτομέρεια. Ελπίζω μοναχά να μην τρομάξει και να μου φύγει, αλλά δεν το νομίζω.
Αν και μου άρεσε πάντα να γράφω, δεν τα πολυκαταφέρνω με τα λόγια όταν μιλώ με τους άλλους. Ακούγομαι κάπως άτσαλη, ίσως κι αμόρφωτη. Έπειτα απ’ αυτό που συνέβηκε στη μάνα μου και τη Νατάσα, είπα ότι δε θα έγραφα ποτέ ξανά. Να, όμως, που μία ακόμη βεβαιότητά μου όμορφα κατέρρευσε! Τώρα που τον γνώρισα, τώρα που γνώρισα την απόλυτη, την ολοκληρωτική αγάπη, τώρα που νιώθω για πρώτη φορά πλήρης, τώρα που ακόμη και μέσα στον πόνο και την αγωνία μου για την ψυχή της ψυχής μου, τη Ράνια, είμαι ευτυχισμένη. τώρα νιώθω ότι οφείλω να γράψω, πως αποτελεί καθήκον μου και χρέος ιερό να διηγηθώ την άγνωστη ιστορία μου. χρέος προς τον υπέροχο αυτό άνθρωπο, που κατάφερε να με κάνει ν’ αγαπήσω και πάλι τη ζωή, ν’ αντικρίσω τα χρώματά της, αλλά και προς τη Ράνια. που πρέπει να μάθει τι έζησε, από πόσες φουρτούνες πέρασε, αλλά άντεξε, η μανούλα της. Θέλω να πω την ιστορία μου, τώρα που υπάρχουν αυτιά για να την ακούσουν, μάτια για να τη διαβάσουν, ψυχές για να τη νιώσουν. Η ιστορία μου. η ουσία μου! Σ’ ένα χαρτί θα γραφτεί για να διαβαστεί από έναν ή κι από κανέναν. Σε δυο αυτιά θα ειπωθεί για να αποκτήσει υπόσταση.
Καθώς γυρνάνε πίσω στη σκέψη μου η μία μετά την άλλη οι εικόνες από το παρελθόν, πονάω αφάνταστα, από μέσα μου κρυφά αιμορραγώ. Με τυραννάνε οι αναμνήσεις. σαν μαχαίρι είναι σε πληγή ανοικτή, που κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος αόρατος εχθρός όλο και πιο πολύ στρίβει. Σαν αποκόμματα ασύνδετα, σαν μια ταινία τρόμου, στριφογυρνάνε όλα στο μυαλό μου. Βλέπω. βλέπω τις αγαπημένες που για πάντα έφυγαν. ρίχνω κλεφτές ματιές στη φρίκη που έζησα, κι απ’ την οποία επέζησα. οργίζομαι, ακριβώς όπως και τότε, για την απανθρωπιά που έγινε της ζωής μας ο κανόνας.
Το ημερολόγιό μου -αυτές οι απλές καταγραφές- δε δίνει παρά μία πολύ μικρή εικόνα του προσωπικού μου δράματος. Μού έχουν συμβεί και άλλα, πολλά, και τραγικά πολύ. πράγματα για τα οποία δε μίλησα ποτέ, σε κανένα, ή μάλλον σχεδόν σε κανένα. Ο Δημήτρης, ο γλυκός μου, αυτός μονάχα ξέρει κάποια απ’ αυτά. Τώρα, δεν έχω άλλη επιλογή και άλλο πρέπει από το να του διηγηθώ εκείνα τα λίγα και μεγάλα, για τον ίδιο άγνωστα, που για χρόνια πολλά μου ματώνουν την καρδιά. Θα του τα πω για να τα ξεφορτωθώ, για να εξαγνιστώ από τα κρίματα που οι άλλοι μού φόρτωσαν. που ποτέ δεν υπήρξαν δικά μου, κι ας τα κουβαλούσα λες από πάντα. Θα καταλάβει, θα με καταλάβει, και για μία ακόμη φορά δε θα μου χαρίσει οίκτο, αλλά εκείνο που μόνο αυτός μοιάζει να έχει μέσα του σε περίσσευμα. αγάπη! Την ίδια εκείνη αγάπη που με σκλάβωσε, που με έκανε δική του. Δική του! Ποια; Εμένα, τη Μίρα. εμένα που ποτέ δεν υποτάχτηκα σε τίποτα και σε κανέναν.
Ο ήλιος πάει να δύσει και η ζωή στην πόλη μοιάζει μόλις τώρα ν’ αρχίζει. Θα είναι όμορφη ετούτη η νύχτα, δίχως βροχή και αγέρα, μια στάλα ζεστή. Οι σκέψεις, όπως στ’ αστέρια σ’ αυτό τον γαλήνιο ουρανό, ταξιδεύουν μακριά, στην πόλη που έγινε για μένα μια δεύτερη πατρίδα, το Βελιγράδι. Ράνια, μωρό μου, ακούς τη σκέψη μου; Νιώθεις τους παλμούς μου; Καταλαβαίνεις άραγε πόσο σε αγαπώ; Θα είμαι πάντα εδώ για σένα, κόρη μου, θα είμαι πάντα εδώ. κι ας είμαι μακριά. Ό,τι κι αν συμβεί η μαμά δε θα σε αφήσει ποτέ μόνη, δε θα σε εγκαταλείψει ποτέ, κι ας μην μπορεί ετούτη τη στιγμή να είναι δίπλα σου. Ράνια μου…
Μα να που τα δάκρυα βρέχουν και πάλι τα μάτια μου, που τα πλημμυρίζουν μ’ αλμύρα. Πρέπει να τα σβήσω. Πρέπει να συνέλθω. Για κείνον. Δε θέλω να έρθει ξαφνικά και να με βρει να κλαίω. Όχι. Θα φορέσω το πιο καλό, το πιο λαμπρό μου χαμόγελο για χάρη του. Και θα κρατήσω τις ανάσες μου για τον έρωτά του. Θα γίνω και πάλι δική του – ξανά και ξανά και ξανά. Και σαν κοιμηθούμε αγκαλιά, και σαν ξυπνήσουμε παρέα, τότε θα του πω την ιστορία μου. Ας γίνουν λοιπόν οι σκέψεις φλόγα και πάθος, κι ύστερα πόθος, προτού μεταμορφωθούν σε λέξεις. Ας κάνω κι απόψε μαζί του έρωτα, κτητικά, απεγνωσμένα. Κι ας πετάξω μαζί του στους ουρανούς της χαράς, προτού προσγειωθώ και πάλι, για στερνή ελπίζω φορά, στη γη της πίκρας.
Άντρα μου και αδελφέ, άκουσε προσεκτικά αυτή την ιστορία…

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Μια κριτική για την Αγγελική

Από το Μεγαλείο των τεχνών:

Παίρνοντας στα χέρια μου το "Αγγελική. Το Ημερολόγιο Μιας Πόρνης", η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα τίποτα το εντυπωσιακό. Ίσως να με επηρέασε ως έναν βαθμό ο όγκος του βιβλίου ο οποίος και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μεγάλες εξελίξεις. Και πραγματικά, οι εξελίξεις δεν ήταν μεγάλες. Ήταν όμως πραγματικές αφού, η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας είναι βασισμένη σε μια άλλη, αληθινή ιστορία. Είναι βασισμένη στην ιστορία μιας γυναίκας με άγια καρδιά κι αισθήματα που οι συνθήκες την ανάγκασαν να ακολουθήσει έναν δρόμο που της άφηνε μοναχά δύο επιλογές. Να μείνει για πάντα εκεί ακολουθώντας τον ως το τέλος του ή να μείνει όσο οι δυσκολίες απαιτούσαν. Εκείνη, διάλεξε το δεύτερο βγαίνοντας από 'κει όχι βρώμικη αλλά, καθαρή και αμόλυντη.

Η ιστορία της Αγγελικής δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Ξεκινάει από την ελλαδική επαρχία εξιστορώντας μας την τύχη μιας κοπέλας, όπως τόσες και τόσες της παλαιάς εποχής είχαν. Εξαναγκασμένη σε έναν γάμο που ποτέ δεν θέλησε, ζώντας υπό το καθεστώς της τρομοκρατίας του φαινομενικά καλού νοικοκύρη, μέσα στον οποίο ζούσε και θέριευε ένα τέρας χωρίς αναστολές. Και εκείνη εκεί, σιωπηλός μάρτυρας να αντέχει και να υπομένει μέχρι να μπορέσει να ξεφύγει, όχι για να σώσει την δικιά της ζωή αλλά, για να μπορέσει το δικό της παιδί να δεχτεί όλη την αγάπη και την στοργή που εκείνη στερήθηκε από την δικιά της μάνα και που η έλλειψη των αισθημάτων αυτών την καταδίκασε στο μέλλον που ακολούθησε. Ένα μέλλον που ο βιασμός της ψυχής της ήταν πιο επώδυνος από εκείνον της σάρκας και η απόφαση να ακολουθήσει μια ζωή πορνείας πιο εύκολη από το να καταδικάσει την κόρη της.

Η γραφή του Λάκη Φουρουκλά κελαρυστή, σε παρασύρει στο να διαβάσεις την ιστορία της Αγγελικής χωρίς να πάρεις ανάσα, αντιμετωπίζοντάς την, όχι με αντρικό κυνισμό και κριτική αλλά, με κατανόηση και την γυναικεία ευαισθησία που της αξίζει. Όπως άλλωστε ο ίδιος την χαρακτηρίζει, η Αγγελική είναι μια αγία εν αναμονή και διαβάζοντας την ιστορία της, δεν αμφιβάλουμε λεπτό γι' αυτό. Δεν έγινε κατ' επιλογήν πόρνη αλλά κατ' ανάγκην. Το γεγονός ότι δεν έμεινε στον δρόμο αυτό αλλά τον εγκατέλειψε αμέσως μόλις μπόρεσε πιστοποιεί το γεγονός αυτό. Παράλληλα όμως το πιστοποιεί και η πρόοδος της ζωής της από 'κει και μετά. Μπορεί αν μην ήταν εύκολη όμως, μπόρεσε να παλέψει για χάρη της και να την διεκδικήσει, να την ζήσει όπως ακριβώς λαχταρούσε και όπως ακριβώς άξιζε.

Το δράμα, το χιούμορ και η ευαισθησία, συνδυάζονται εξαίσια σε μια ιστορία υπομονής και προσμονής. Και αν μέχρι στιγμής μόνο καλά λόγια έχω να πω για το βιβλίο αυτό, ήρθε η ώρα να εκφράσω το μοναδικό του αρνητικό στοιχείο. Γιατί μπορεί η πλοκή να εξελίσεται ομαλά και αβίαστα ωστόσο, θα ήθελα να είναι λίγο μεγαλύτερη. Θα ήθελα να μάθω και άλλα πράγματα για την Αγγελική, να ανακαλύψω ακόμα περισσότερα για όσα διαδραματίστηκαν στην ζωή της, θα ήθελα να αντλήσω ακόμα περισσότερα από τις σκέψεις της. Δεν πειράζει όμως. Οι εξομολογήσεις κρύβουν την αξία τους όχι στο μέγεθος αλλά στο μεγαλείο τους και η Αγγελική, παρά τον βίο της, κρύβει τεράστιο μεγαλείο μέσα της.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Η ιστορία της Μίρας - Τρεις

Τρεις

Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για το καλύτερο και το χειρότερο. Μπορεί να κάνει θαύματα και καταστροφές, να μεγαλουργεί και να διαλύει, να χαρίζει και να κλέβει, να ξοδεύεται και να αρπάζει, να γεννά και να σκοτώνει. Ο άνθρωπος είναι παντοδύναμος μέσα στην ολοκληρωτική του άγνοια, κι ο Δημήτρης έτσι ένιωσε όταν κατάκτησε τη Μίρα. παντοδύναμος! Παντοδύναμος επειδή πίστεψε πώς για πρώτη φορά στη ζωή του βρήκε ό,τι ακριβώς ζητούσε, αυτήν που πάντα δίχως να γνωρίζει ποθούσε. Σαν μια αστραπή ήτανε η γυναίκα αυτή, και σαν τέτοια έριξε στη ζωή του ένα φως εκτυφλωτικό, που ήταν όμως στιγμιαίο, διαβατικό. Του πρόσφερε αγάπης φως και μετά έφυγε, την έδιωξε, σκληρά τον εγκατέλειψε, την έστειλ’ αλλού. Όλα! Όλα μέσα από κείνη τα έμαθε, όλα μέσα από κείνη τα κατάλαβε, τα συνέλαβε στις πραγματικές τους διαστάσεις, τον κόσμο όλο μέσα από κείνη τον ανακάλυψε. Κι ύστερα σκότωσε τη μάνα και την αδελφή, τη σύντροφο και την ερωμένη, που υπήρξε για κείνον. Ποιος να καταλάβει; Ποιος; Ποιος να καταλάβει πόσο απόλυτα την είχε αγαπήσει; Ποιος να καταλάβει πόσο ακαριαία την είχε νιώσει; Όσο ήτανε μαζί της ήθελε να πεθάνει από ευτυχία. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Τι άλλο, πιο σημαντικό; Κοιμήθηκε μαζί της και ξύπνησε κάποιος άλλος, πιο σοφός, πιο μικρός, πιο μεγάλος. Το κορμί της, το κουρσεμένο και άσπιλο, το λατρεμένο και κατακρεουργημένο, ήταν θεία αποκάλυψη για κείνον, η ψυχή της ζωοδότρα πηγή, τα λόγια της, που έσταζαν αίμα και παράπονο, ήταν σαν ένα ποτάμι φτιαγμένο από της αγάπης και του πόνου το χρυσό, και καθώς έρεαν ορμητικά στη διψασμένη του ύπαρξη, έμοιαζαν να τον ξυπνούν απ’ τον προαιώνιο της βολής λήθαργο. Είναι, λένε κάποιοι, αμαρτία ν’ αγαπάς το σώμα, μα τι ξέρουν αυτοί; Στ’ αλήθεια, τι; Είναι αμαρτία ν’ αγαπάς το ναό που κλείνει μέσα του τη ψυχή σου, που κρατάει ασφαλή την ψυχή της αγαπημένης; Ω, οι άνθρωποι… Οι άνθρωποι, οι φτωχοί και πλούσιοι, οι ηλίθιοι, που προσπαθούν να αντικρίζουν την αγάπη μέσα από τα διαστρεβλωμένα κάτοπτρα των πρέπει τους. οι άνθρωποι, που σαν τους λες ότι η αγάπη δε χωράει σε πλαίσια και κανόνες σε βλέπουν σαν τρελή. Λες και η καρδιά είναι ένα πουλί, ντυμένο ουράνιο τόξο, που της αρέσει να μένει κλεισμένη στο κλουβί, και δεν ονειρεύεται, δε σκιρτάει, δεν επιθυμεί. Είπε στους φίλους το μυστικό της η Χριστίνα, τους είπε πόσο πολύ αγάπησε, πόσο αγαπά τον Δημήτρη, και παρέμειναν να την κοιτάνε άφωνοι, σαν τρελή. ειδικά ο πρώην της, που μπόρεσε επιτέλους να καταλάβει γιατί τον παράτησε: για τα μάτια ενός φονιά! Κι ύστερα άρχισαν τα ψόφια, τις αναλύσεις. Είναι που μπήκε στη φυλακή, της είπαν. Είναι που της λείπει. Είναι που δεν έχει χωνέψει ακόμη, που δεν το έχει καταλάβει πώς έκαν’ έγκλημα. Ο κακός τους ο καιρός είναι. Δε θα της πουν αυτής ποιον να αγαπά -αρκετά τους άκουσε- δε θα της πουν τι να κάνει και πώς να νιώσει. Μια και μοναδική φορά είπε ν’ ακολουθήσει τη λογική και όχι την καρδιά και τώρα το πληρώνει. Και θα συνεχίσει να το πληρώνει για χρόνια ακόμη. Ε, όχι λοιπόν, όχι! Χεσμένες έχει πια τις συμβουλές και τη φιλία τους. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι σόι φιλία είν’ αυτή, αν δεν τη δέχονται όπως ακριβώς είναι, αν δεν την στηρίζουν και δεν την καταλαβαίνουν; Έχει ανοικτούς λογαριασμούς με τη ζωή, η Χριστίνα, κι αυτή τη φορά είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε αποφασισμένη ν’ αγωνιστεί και να τους εξοφλήσει. Δε θ’ αφήσει να την πάρει και πάλι από κάτω η άτιμη. Ίσως ο αγώνας της ν’ αποδειχτεί τελικά μάταιος, αλλά θα είναι τουλάχιστον ο δικός της αγώνας, αυτός που επέλεξε. Μπορεί να πέσει, να ματώσει, να πονέσει, αλλά επιτέλους θα κάνει αυτό που βαθιά μέσα της πιστεύει σα σωστό. Βαρέθηκε πια. Τα βαρέθηκε όλα, τους βαρέθηκε όλους. Ο Δημήτρης υπήρξε ο πιο αληθινός. έκανε ακριβώς αυτό που του έλεγε η καρδιά του, κι ας ήτανε φονικό. Δεν μπορεί, κάποιο λόγο θα είχε. Είτε έτσι, όμως, είτε αλλιώς, ποτέ δε θα τον δει σαν φονιά. Δεν ξέρει τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι και την ψυχή του, δεν ξέρει τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε στη μοιραία πράξη, αλλά για δυο πράγματα είναι σίγουρη: πόνεσε πολύ, και ποτέ δε θα συγχωρέσει τον εαυτό του γι’ αυτό που έκανε. Και ξέρει επίσης ότι εκείνη, αυτή την ώρα που όλοι τον έχουν εγκαταλείψει, οφείλει να σταθεί στο πλευρό του. Πρέπει να του χαρίσει τη φιλία της και την αγάπη. Και να του πει την αλήθεια, για τα συναισθήματα που τρέφει μέσα της για κείνον. Να του πει πόσο τον αγάπησε, πώς φτερουγίζει η ψυχή μέσα της όταν τον σκέφτεται. Να του πει ότι θα είναι πάντα δίπλα του, να του υποσχεθεί πώς δε θα τον εγκαταλείψει κι αυτή όπως οι άθλιοι φίλοι τους. Κάποια πράγματα όμως δε θα του τα πει ακόμη, ίσως και να μην του τα πει ποτέ, για να μην κάνει τα πράγματα χειρότερα, για να μην ανοίξει πιότερο με λόγια απαλά τις πληγές του που ακόμη αιμορραγούν. Δε θα του πει, λοιπόν, πόσες φορές ονειρεύτηκε ότι βρισκότανε στην αγκαλιά του, πως τη γέμιζε με φιλιά, ότι μαζί ανάβανε τη λαμπάδα του πόθου και ρίχνανε φως σε ένα μέλλον υπέροχο, ότι… Μαζί του ένιωσε για πρώτη φορά ότι έκανε έρωτα με κάποιον που την αγαπά, η Μίρα. Ήτανε ζεστά και δροσιστικά τα φιλιά του, απαλά, σχεδόν δίχως αφή, τα χάδια του, αρμονικό υπήρξε των κορμιών τους το δέσιμο – λες και βούλιαξε ο ένας μέσα στον άλλο, σ’ ένα κόσμο άγνωστο, αλλά μαγικό, ανέγγιχτο, μα γεμάτο αισθήσεις. Η ένωσή τους ήταν σαν μια ιεροτελεστία, σαν απότιση φόρου τιμής στον από καιρό έκπτωτο και φαινομενικά ξεχασμένο θεό του έρωτα. Τη μάγεψε, ο άτιμος. Τη μάγεψε! Με την καυτή του ανάσα, με τα γεμάτα πάθος και πειθώ λόγια του, με τη φλόγα που έβλεπε να καίει στα μάτια του, αντανάκλαση εκείνης που πυρπολούσε τα σωθικά της. Πώς να περιγράψει, αναρωτιέται, εκείνο το υπέροχο συναίσθημα; Με τι λόγια να μιλήσει; Ποιες λέξεις να χρησιμοποιήσει που να μη μοιάζουν φτωχές μπροστά στο μεγαλείο εκείνου που έζησε; Τη μέθυσε με τον έρωτά του, αυτή είν’ η αλήθεια. Κι έτσι, ενώ λίγες μόλις μέρες πριν δεν ήταν παρά ένας ακόμη άγνωστος, ένα πρόσωπο απρόσωπο, σιγά-σιγά, αλλά πολύ γρήγορα, καταιγιστικά, κατάφερε να την παρασύρει. Κι αυτή του παραδόθηκε. Απλά του παραδόθηκε, αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Άφησε τις άμυνες που για τόσο καιρό έκτιζε να γκρεμιστούν δίχως δεύτερη σκέψη, κάτω από τα χάδια του. Λες και όλα τα άσχημα που πέρασε στη ζωή της, τα πέρασε απλά και μόνο για να τη φέρει ο δρόμος της σ’ αυτό το νησί, σ’ ετούτη την πόλη, σ’ αυτό το κρεβάτι μαζί του. Είναι η μοίρα, Μίρα, της λέει και χαμογελά. Και, τι παράξενο, χαμογελά κι αυτή μαζί του. Ναι, έχει μάθει και πάλι να χαμογελά πλατιά, από καρδιάς, αληθινά. Χαμογελά κάθε πρωί, ή μάλλον μεσημέρι, που ξυπνά και τον βλέπει και τον νιώθει δίπλα της, χαμογελά όταν δεν είναι μαζί της και απλά τον σκέφτεται, χαμογελά ακόμη και σαν συμπεριφέρεται σαν ένα κακομαθημένο πιτσιρίκι, αλλά και σαν τη φροντίζει λες κι είναι εκείνη μωρό-παιδί. Κι έτσι ακριβώς νιώθει όταν κρύβεται στην αγκαλιά του: ένα παιδί που βρήκε το σπίτι του, ένα αποδημητικό πουλί που επέστρεψε στη φωλιά του. Όχι πώς η ζωή της έτσι στα ξαφνικά έχει γίνει ρόδινη, αλλά να, δεν περιμένει πια ανά πάσα στιγμή να συμβεί το χειρότερο. η μαυρίλα μέσα της πήρε ν’ αποκτά μια γκρίζα απόχρωση, να γίνεται ένα φύσημα πιο φωτεινή. Τα προβλήματα πίσω στην πατρίδα δε μοιάζουν να έχουν τελειωμό, αλλά εκείνος καταφέρνει με κάποιον τρόπο και την κάνει να τα ξεχνά πού και πού, και προσπαθεί να την πείσει ότι κάποτε τα πράγματα θ’ αλλάξουν, πως η ζωή θα γίνει λίγο πιο χαρωπή! Always look at the bright side of life, της τραγουδά με τη φάλτσα φωνή του και το τραγούδι του της δίνει δύναμη. Κι ο έρωτάς του της δίνει λαχτάρα. λαχτάρα για τη ζωή. Όσα όμως κι αν της χαρίζει η αγάπη του, όσο κι αν ρουφάει λαίμαργα τους χυμούς της χαράς που της προσφέρει, είναι στιγμές που ξυπνά και πάλι μέσα της ο φόβος. ο φόβος ότι η κακοτυχία θα της χτυπήσει και πάλι την πόρτα, ότι οι μοχθηροί θεοί της ζήσης της δε θα την αφήσουν επιτέλους να ξαποστάσει. Αγαπά, και φοβάται…

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Η ιστορία της Μίρας - 1

Μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσης του "Όλα αυτά που χάσαμε" αποφάσισα να ανεβάσω εδώ και το πλήρες κείμενο του μυθιστορήματος "Μίρα, το λουλούδι του πολέμου". Ο πιο πάνω ήταν ο τίτλος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, αυτός που αναφέρεται σ' αυτή την ανάρτηση ο νέος και μάλλον προσωρινός. Πρωτοκυκλοφόρησε το 2003, γράφτηκε ξανά από την αρχή το 2009. Τα σχόλιά σας πάντα ευπρόσδεκτα...

«Εγώ τη σκότωσα», τους είπε, κι αρχικά παγώσανε, και ύστερα γελάσανε, το πήρανε γι’ αστείο.
«Τι λες ρε συ; Ποια σκότωσες και δεν το πήραμε χαμπάρι; Τη γάτα του Αργύρη, του παπλωματά;»
«Τη Μίρα σκότωσα, το κορίτσι απ’ τη Σερβία».
Η έκπληξη έγινε αμηχανία. Κι η αμηχανία σιωπή. Ο ένας κοιτούσε τον άλλο και δεν ήξερε τι να πει, πώς να αντιδράσει. Σίγουρα τους κορόιδευε. Σίγουρα! Αποκλείεται να σκότωσε κάποιον ο Μήτσος, ο Δημήτρης, αποκλείεται. Αυτός δεν πείραζε ούτε μυρμήγκι. Κι όμως, άλλα τους λέγανε τα μάτια και η στάση του. Όχι, δεν έμοιαζε να αστειεύεται. Αλλά…
«Έλα ρε συ, κόψε την πλάκα και μας κοψοχόλιασες».
Έκοψε την πλάκα, σηκώθηκε, πλήρωσε τον καφέ του και πήγε και παραδόθηκε στην αστυνομία. Για ένα φόνο που είχε διαπράξει ενάμισι χρόνο πριν.

Δεν το περίμεναν αυτό απ’ τον Δημήτρη οι φίλοι του, ποτέ! Αλλά απ’ ό,τι φάνηκε δεν τον ήξεραν κιόλας, τουλάχιστον όσο νόμιζαν. Ή ίσως και να τον ήξεραν, αλλά τα γεγονότα να τον άλλαξαν, να του χάρισαν μια τρομακτική δύναμη, που τα απλά λόγια δε θα μπορούσαν να εξηγήσουν, δίχως να παρεξηγήσουν. Πάντοτε ήταν ήπιος, γαλήνιος, χαμογελαστός, ένα παιδί-μάλαμα που λένε, κι όμως, να που σκότωσε μια γυναίκα! Όταν τους το είπε, μόλις τους το εξομολογήθηκε έτσι απλά κι αβίαστα, το πήρανε γι’ αστείο. ένα αστείο μακάβριο, αλλά αστείο. Δεν το χωρούσε το στενό τους το μυαλό ότι αυτό που τους είπε ήταν η πικρή αλήθεια. Φονιάς; Ο Δημήτρης; Εδώ γελάμε. Και γέλασαν. Και το μετάνιωσαν. Όσοι μιλάνε για την ψυχή του ανθρώπου και τη δύναμη της αγάπης, δε γνωρίζουν τίποτα, όχι στ’ αλήθεια, αφού μιλάνε για πράγματα που δεν έζησαν, που δεν ένιωσαν. Ψυχή και αγάπη, αυτό πρόσφερε ο φίλος τους, κι ας οι πλείστοι απ’ αυτούς δεν το κατάλαβαν ποτέ, κι ας όλοι σχεδόν τον έφτυσαν όταν έγινε γνωστό το έγκλημά του.

Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα στοίχημα, Μάρτη μήνα. Μόλις είχε ξεμπερδέψει με τις εξετάσεις του εξαμήνου και είχε πάει στην πόλη του, τα Χανιά, για διακοπές, αλλά και για να συναντήσει αυτούς, τα πάλαι πότε αγαπημένα του φιλαράκια. Είχανε, ως συνήθως άλλωστε, πολλά να πουν, πολλά νέα και παλιά καλαμπούρια να μοιραστούνε. Όσο για τα μυστικά, ε, αυτά για κάποιο λόγο ποτέ δε λέγονταν!
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην αγαπημένη τους καφετέρια, κοντά στο άγριο κύμα, εκεί στο παλιό λιμανάκι. Αγκαλιές, φιλιά, πειράγματα, τι έγινες, τι έγινα, τα συνηθισμένα. Ο Μάρκος, ο Γιάννης, η Μαρία, η Χριστίνα, οι τέσσερις φίλοι, τα δύο ζευγαράκια, κι εκείνος, ο μόνιμα μονάχος από επιλογή, ή από δειλία, όπως του έλεγαν οι προηγούμενοι. Κι όμως, από επιλογή ήτανε μόνος, αφού μέχρι τότε δε συνάντησε ποτέ, την κατάλληλη για κείνον γυναίκα, κάποια που δε θα του προκαλούσε την πλήξη, αλλά που θα τον προκαλούσε.
Οι πρώτες ημέρες πέρασαν γρήγορα, μες στην τρελή χαρά, που δεν ήταν και τόσο τρελή, αλλά ούτε και διέθετε τόση χαρά κιόλας. Σε επισκέψεις, ποτά, μουσικές, γλέντια και ξενύχτια ξοδεύτηκαν εκείνα τα μερόνυχτα. Είμαστε νέοι, τα θέλουμε όλα, και τα θέλουμε τώρα, τραγουδούσανε μέσα στην όμορφη παραζάλη τους. Ωραία περνούσαν: εκείνοι με τα ταίρια τους, κι αυτός με το δικό του, τη μοναξιά. Ήτανε, όμως, φορές που δεν ένιωθε και τόσο καλά στην παρέα. Λες και μια αδιόρατη θλίψη, κάποια πικρά μυστικά, πλανιόνταν στο χώρο κλέβοντας την αληθινή χαρά. Κάτι τέτοιες στιγμές πίστευε ότι δεν ανήκε εκεί, μαζί τους, αλλά κάπου αλλού, με κάποιους άλλους ανθρώπους. Κι αυτό μόνο η Χριστίνα το πρόσεξε, και μια-δυο φορές κάθισε δίπλα του απρόσκλητη, προσπαθώντας να μάθει τι τον απασχολούσε. Ωστόσο, δεν ήξερε τι να της πει, αφού κι εκείνος ο ίδιος καλά-καλά δε γνώριζε. Απλά του φαίνονταν όλα τόσο ψεύτικα, τόσο μικρά, τόσο ασήμαντα.
Το μόνο που τους έλεγε πού και πού, λιγότερο στους άλλους περισσότερο στη Χριστίνα, ήταν ότι:
«Είμαστε ανίδεοι, δεν ξέρουμε τίποτα απ’ τη ζωή!»
Είχε δίκιο, απόλυτο, κρυφά όλοι το παραδέχονταν, αλλά στα ανοικτά κανείς δε θα ομολογούσε την άγνοια και το τρωτό της νιότης. Ίσως να έφταιγε το ότι δεν έμαθαν ποτέ αληθινά να μιλάνε ο ένας στον άλλο, να εμπιστεύεται ο ένας στον άλλο τα μυστικά και τα συναισθήματά του. Εμείς είμαστε μόνοι, παρέα με κάποιους άλλους, ενώ εσύ είσαι μόνος με τον εαυτό σου, αλλά ίσως σε καλύτερη μοίρα, μια και δε χρειάζεσαι να μοιράζεις ψεύτικα λόγια και μεγάλες υποσχέσεις, που ποτέ δεν πρόκειται να τηρήσεις, σκέφτονταν η Χριστίνα, μα δεν του το είπε ποτέ. Και τώρα μετανιώνει. Τώρα, που είναι κάπου άλλου, που δεν μπορεί πια να μοιράσει τα γενναιόδωρα πλατιά χαμόγελα και τις μεγάλες αγκαλιές του, τώρα, που δεν υπάρχει πλέον η δυνατότητα να πλήξει με τις ανούσιες συζητήσεις τους, τώρα της λείπει όσο ποτέ άλλοτε. Κι αυτό επειδή ήταν ο μοναδικός αληθινός μες στην παρέα. κοντινός κι απρόσιτος, απόμακρος και ζεστός, ολάκερος μια της αγάπης αγκάλη, που ποτέ δεν εκτιμήσανε όπως της έπρεπε, ή που -ακόμη χειρότερα- κάποιοι όντως εκτίμησαν, αλλά χωρίς ποτέ να το εκφράσουν. Κάποιοι σαν κι εκείνη.
Είναι αστείο και θλιβερό συνάμα όταν διαπιστώνει κανείς πόσο ασήμαντοι, πόσο αδύναμοι, πόσο κατά βάθος τιποτένιοι είναι οι περισσότεροι άνθρωποι. Νομίζουν ότι ξέρουν τα πάντα, πιστεύουν ακλόνητα ότι έχουν πάντα δίκιο, νιώθουν στ’ αλήθεια ν’ αγαπάνε και χαμογελάνε συχνά-πυκνά στον εαυτό τους με περισσή αυτοπεποίθηση, κι όμως στο τέλος δεν είναι παρά μηδενικά – μηδενικά που προσπαθούν να ενωθούν και να φτιάξουν κάτι. Κοιτάνε την εικόνα, το στρεβλό αυτό είδωλο, και χάνουν την ουσία. Ζούνε για να ζούνε, αναπνέουνε απλά και μόνο για να μην πεθάνουν. Και σκαρφαλώνουνε σε ένα δέντρο, το μεγάλο της ζωής, σχεδόν αδιάφορα, χωρίς να βλέπουν και να μυρίζουν τα φύλλα και τα κλαδιά, δίχως να νιώθουν το αεράκι που το δροσίζει και το αναδεύει, που το χαϊδεύει και το αναγεννά.
Παράξενη η ζωή, πολύ παράξενη, σκέφτεται η Χριστίνα καθώς κάθεται στην αυλούλα της και ταξιδεύει με μάτια κλειστά και υγρά στη μορφή του. Τα μάτια του! Πόσο θα της λείψουνε τα μελένια του μάτια, τα διεισδυτικά! Πόσο θα της λείψει η γαλήνια του μορφή! Πόσο η αγκαλιά του, μέσα στην οποία δεν την κράτησε παρά μόνο με αγάπη φιλική! Πόσο θα της λείψει το κορμί του, που ποτέ δεν έκανε δικό της - εκείνο το συνηθισμένο κορμί, το ούτε κοντό, ούτε ψηλό, που όμως έκρυβε μέσα την ψυχή του. Πόσο θα της λείψει η υφή των καστανών του μαλλιών, τα οποία χάιδευε σχεδόν μυστικά πότε πότε! Πώς φτάσαμε ως εδώ ρε φίλε, αναρωτιέται. Πώς έφτασαν, αλήθεια, ως εδώ; Εκείνος στη φυλακή κι αυτή ν’ αναπολεί όσα δεν έζησε. να βιώνει μια νέα κοσμογονία και να τη νιώθει να διατρέχει ολόκληρη την ύπαρξή της. να είναι τόσο μόνη όσο ποτέ άλλοτε, κι όμως να είναι για πρώτη φορά στη ζωή της σίγουρη ότι επιτέλους κάπου πάει, πως βρήκε το νήμα που θα την οδηγήσει έξω απ’ το λαβύρινθο. Τελικά ίσως όλα να μην είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα στοίχημα. ένα στοίχημα με τον εαυτό μας…

Ήταν πολύ αργά το βράδυ και ήταν λιώμα στο ποτό, ενώ έξω έβρεχε και βροντούσε, όταν έβαλαν το μοιραίο στοίχημα. Βρίσκονταν σ’ ένα μπαράκι, κάπου στην ακροθαλασσιά, έπιναν, καλαμπούριζαν και άκουγαν παλιά καλά ροκ κομμάτια, όταν εκείνοι, οι φίλοι του -οι πρώην φίλοι του- μεταξύ σοβαρού κι αστείου θέλησαν να τον προκαλέσουν. Κι εκείνος δάγκωσε το δόλωμα.
«Μητσάρα, μεγάλε, είσαι για ένα στοίχημα;» τον ρώτησε με λόγια μεθυσμένα και γελοίες κινήσεις ο Γιάννης, που δεν ήξερε που στέκονταν και που πατούσε.
«Είμαι», απάντησε εκείνος αμέσως, ακαριαία, μονολεκτικά, σαν από μια παρόρμηση, δίχως να μπει καν στον κόπο να ρωτήσει ποιο θα ήταν αυτό το στοίχημα. Του είπε ότι έπρεπε να τα ρίξει στην κοπελιά που βρισκόταν πίσω από τη μπάρα και σέρβιρε τα ποτά, τη δεσποινίς-πάγος, όπως την αποκαλούσαν.
Δεν την είχε προσέξει καθόλου ως εκείνη την ώρα, αλλά ρίχνοντάς της μια πρώτη κλεφτή ματιά, το πρώτο πράγμα που ήρθε να χαρακώσει τη σκέψη του ήταν η απορία: Μα τι γυρεύει αυτή εδώ μέσα; Είχε μαύρα μαλλιά πολύ κοντά, που δεν έκρυβαν καν το όμορφο ψηλό της σβέρκο, μαύρα θλιμμένα μα διαπεραστικά μάτια, μαύρα ρούχα, και -ήταν σίγουρος- πως μια μαύρη ψυχή θα έκρυβε κιόλας μέσα της.
Όπως του είπαν οι άλλοι κανείς δεν κατάφερε ποτέ να την πλησιάσει, να της κλέψει κάτι περισσότερο από ένα ψυχρό επαγγελματικό χαμόγελο, κι ας της τα έριχναν πολλοί κάθε βράδυ. Όμορφη και θλιμμένη καθώς ήταν, τους απέκρουε όλους χωρίς καν να προσπαθεί, τους έκοβε τα φτερά προτού καλά-καλά ανοίξουν. Όλοι έλεγαν πως ήταν άλλου, αλλά πόσο αλλού δεν είχαν ιδέα, αφού κανείς τους δεν την ήξερε, κανένας δε γνώρισε τις πικρές και σκληρές της αλήθειες.
Μετάνιωσε. Τους είπε ν’ αλλάξουν το στοίχημα, να το ακυρώσουν, αφού δεν το θεωρούσε σωστό, αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι. Η Χριστίνα μοναχά προσπάθησε να τον υποστηρίξει χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, κάπου μέσα του ένιωθε να τον προκαλεί η ιδέα. Και όλο και πιο πολύ σκέφτονταν ότι ναι, θα ήθελε να ανακαλύψει τα μυστήρια που κρύβονταν πίσω από εκείνο το βλέμμα, το οποίο, καθώς παρατηρούσε πότε-πότε έντονα, το έβλεπε ν’ αλλάζει όψη: να γίνεται κάθε τόσο σκοτεινό, άλλοτε παγερό, και μερικές φορές -έστω και φευγαλέα- να φωτίζεται. Πίστευε όσο τίποτα άλλο ότι τα μάτια της ήταν ο καθρέφτης της ζωής της. Εκείνοι τον προκάλεσαν ν’ αλώσει το σώμα της, αλλά αυτός ήθελε να κουρνιάσει στην ψυχή της. Κι έτσι, δέχτηκε το στοίχημα.
Τ’ όνομά της ήταν Μίρα. Μοίρα!

Όλοι έχουνε γραμμένο, που το λένε πεπρωμένο, λέει ο ποιητής, και το πεπρωμένο του Δημήτρη αποδείχτηκε σκληρό, σχεδόν απάνθρωπο. Ξέρει ότι το διάλεξε η Χριστίνα, πως ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, αλλά… Αλλά, πώς να το πει; Πώς να του το πει; Εκείνοι έπρεπε να είναι στη φυλακή τώρα, και όχι αυτός. Εκείνοι, που ήταν οι ηθικοί αυτουργοί, που οπλίσανε το χέρι της μοίρας, που προκάλεσαν τη ζωή. Τις δικές τους και όχι τις δικές του αμαρτίες νιώθει ότι πληρώνει εκείνος τώρα.
Από τότε που παραδέχτηκε το κρίμα του, που ομολόγησε το έγκλημά του και τον κλείσαν στη στενή, σπάνια κοιμάται πια τα βράδια η κοπέλα. Κι αν πού και πού καταφέρνει να κλείσει μάτι, ξυπνά αμέσως μετά τρομαγμένη, από ένα εφιάλτη που ποτέ δεν είδε. Στα όνειρα του ξύπνιου της τον βλέπει να τριγυρνά πάντα και να της χαμογελά. Μα κι αυτό το χαμόγελο της φαντάζει παράξενο πολύ, παράταιρο, φωτεινό και λυπημένο μαζί. λες και παίρνει μορφή απλά και μόνο για να δώσει παρηγοριά σ’ αυτούς, τους απέξω, τους αληθινά ένοχους. Δεν ξέρει πια τι να σκεφτεί. Δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν ξέρει, δεν μπορεί να μαντέψει αν η ζωή θα γίνει ξανά όπως και πρώτα, μια ανάσα όμορφη. Και δεν έχει ιδέα γιατί κάθεται τώρα και γράφει ετούτες τις σκέψεις. Ίσως επειδή νιώθει ότι τον αδίκησε, ότι προσωπικά του έχει κάνει μεγάλο κακό. Ίσως γι’ αυτό. Θα μπορέσει άραγε να τη συγχωρέσει ποτέ; Θα της προσφέρει ξανά ένα από εκείνα τα πλατιά σπάνια χαμόγελά του; Θα την πιστέψει; Θα καταλάβει ότι η Χριστίνα ό,τι κι αν συμβεί, όσες καταιγίδες κι αν τον βρούνε, θα είναι πάντα εδώ για κείνον, δε θα τον εγκαταλείψει ποτέ; Η Χριστίνα! Αυτή η όμορφη. Ναι, είναι όμορφη και το ξέρει. Στο ίδιο ύψος μ’ εκείνον, μ’ ένα σφριγηλό καλοσχηματισμένο νεανικό κορμί, με μάτια της θάλασσας γαλάζια και με μαλλιά που μοιάζουν ν’ αλλάζουν χρώματα ανάλογα με τον καιρό: πού και πού ανοικτά καστανά, άλλοτε λίγο πιο σκοτεινά, στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου σχεδόν ξανθά. Είναι όμορφη!
Κι αυτή η όμορφη είναι που βρέχει με δάκρυα μετάνοιας και πόνου τώρα το χαρτί, καθώς τον σκέφτεται, που το λούζει αλμύρα, καθώς η εικόνα του της παραλύει το μυαλό. Άδικη πολύ του στάθηκε η μοίρα!

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 25

Πέρασαν σαν τίποτα οι μέρες. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που το μόνο που είχαμε να κάνουμε οι δυο μας ήταν να απολαύσουμε τις στιγμές γαλήνης, που μας χάριζε η φύση που απλωνόταν γύρω μας. Η Μάριαν ζωγράφιζε συνήθως σε χαλαρούς ρυθμούς ενώ εγώ έκανα βόλτες, έβγαζα φωτογραφίες, πήγαινα στη Ρόντα και την άκουα να μου αφηγείται ξανά και ξανά ιστορίες από το μακρινό της παρελθόν. Όλα τα έκανε να φαντάζουν σαν ένα παραμύθι αυτή η γυναίκα: τη ζωή, τα προβλήματά της, το θάνατο. Μού μίλησε για πρώτη φορά για τον άντρα της. Για τα όνειρά του να πιάσουν την καλή όταν κατέφθασαν εδώ εξήντα χρόνια πριν. Για τον καρκίνο που τον σκότωσε. Για το σήμερα. Είναι όλα νέα περασμένα έμοιαζε να θέλει να μου πει. Κι η ζωή είναι απλά αυτή που είναι. Μάλλον είχε περισσότερα κοινά με τη Μάριαν παρά με μένα, ίσως γι’ αυτό δε μιλούσαν μεταξύ τους τόσο πολύ κιόλας. Έζησαν διαφορετικά, έμαθαν διαφορετικά, αλλά σιωπηλά συμφωνούσαν σε όλα.
«Είναι η καλύτερή σας, ξέρεις», μού είπε μια φορά, ξαφνιάζοντάς με.
«Ποια;»
«Η Μάριαν. Γι’ αυτό και δε θα ευτυχήσει ποτέ. Είναι μια απ’ αυτές τις ευλογημένες, ή μάλλον καταραμένες ψυχές, που δεν αντέχουν να βλέπουν την αδικία αυτού του κόσμου. Συμπάσχει με όλους, υποφέρει την κάθε στιγμή, και σας σκέφτεται τόσο πολύ, που δε θέλει να σας φορτώνεται με τα δικά της. Ο Άντι, σαν πετύχαινε τους στόχους του, κάποια μέρα λίγο ή πολύ θα τα παρατούσε, αυτή ποτέ. Αυτή όλο θα ψάχνεται. Και όλο θα φεύγει. Όσο κι αν σας αγαπά δε νομίζω να μείνει μαζί σας για πολύ ακόμη».
«Αυτό ακριβώς φοβάμαι. Πολλές φορές, όταν είμαστε στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη, μας λέει: Δεν ανήκω εδώ! Και την πιστεύω. Και έπαψα να προσπαθώ να την καταλάβω. Είναι η μόνη από μας που βγάζει ένα σωρό λεφτά, που θα μπορούσε να στ’ αλήθεια κάποια, κι όμως το μόνο πράγμα που τη νοιάζει είναι η δουλειά της και να προσφέρει στους άλλους. Μόνο για φαγητό και για το σχολείο δέχεται να βγαίνει απ’ το σπίτι. Ακόμη και στα εγκαίνια της έκθεσής της με το ζόρι την πήγαμε. Όλοι ήταν καλοντυμένοι, κι εκείνη μ’ ένα τζιν, πουκαμίσα και σακάκι, και μια μπύρα στο χέρι. Έμοιαζε να πνίγεται. Στο τέλος τη λυπηθήκαμε και την πήραμε και φύγαμε».
«Μη στεναχωριέστε γι’ αυτή, κάποια πλάσματα απλά γεννιούνται λυπημένα. Κάποια πιο νωρίς από την ώρα τους και κάποια πιο αργά. Τουλάχιστον είναι δυνατή, κι αυτό θαρρώ μετράει πιο πολύ απ’ όλα».
«Ναι, αλλά για πόσο ακόμη θα μπορεί να ζει μ’ αυτό τον τρόπο;»
«Ποιος ξέρει; Και στο τέλος της ημέρας δε μας αφορά. Απλά να είσαι εκεί αν σε χρειαστεί, όπως θα είμαι κι εγώ, η γερόντισσα, όπως μπορώ. και για τις τρεις σας. Αλλά αρκετά μ’ αυτήν. Εσύ, τι σκέφτεσαι να κάνεις μετά;»
«Δεν έχω ιδέα. Όσο κρατάει η υπόθεση θα είμαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απασχολημένη εκεί στην πόλη. Όταν τελειώσει, θα έχω -αν δεν τραβήξει σε μάκρος- ακόμη το σχολείο και τις σπουδές μου. Αλλά, όταν τελειώσω και με τις τελευταίες… Δεν ξέρω. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω. Το σχολείο και τα κορίτσια είναι αυτά που με δένουν μ’ εκείνον, αλλά σκέφτομαι ότι, αν θέλω να προχωρήσω με τη ζωή μου, κάποια στιγμή θα πρέπει να αποχωρήσω. Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω στη σκιά του».
«Ε, θα βρεις κι εσύ το δρόμο σου, κόρη μου, όλοι τον βρίσκουν. Φτάνει να κάνεις κάτι που αγαπάς. Ρώτα και τις φίλες σου: αν δεν έκαναν αυτά που κάνουν, τι θα ήταν; Τίποτα!»
«Τίποτα». Πήρα το φλιτζάνι και ήπια μια γουλιά από το κρύο τσάι μου. Και μετά της μίλησα για ένα προαίσθημα.
«Κάτι κακό θα συμβεί, Ρόντα, το νιώθω έντονα, μέσα στα κόκαλά μου. Κάτι πολύ κακό. Ίσως όχι εδώ, αφού οι περισσότεροι πια μας φέρονται ευγενικά και με αγάπη, αλλά πολύ πιθανόν όταν γυρίσουμε πίσω στην πόλη. Εδώ και μέρες φοβάμαι, το μέσα μου τρέμει, και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί».
«Ίσως εκείνος ο εφιάλτης να σ’ έχει επηρεάσει πιο πολύ απ’ ό,τι θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς».
Ίσως! Της είχα μιλήσει για τον εφιάλτη μου, για τη συνάντησή μου με το θάνατο. Δεισιδαιμονίες, μου είπε τότε, αλλά δεν ακουγόταν και τόσο σίγουρη. Είχα βλέπετε αγγίξει το νεκρό αγαπημένο, κι αυτό, σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις αποτελεί κακό οιωνό. Άλλαξα κουβέντα.
«Τέλος πάντων, ας το αφήσουμε εκεί. Λυπάμαι πολύ που θα φύγω και πάλι, καλή μου Ρόντα. Εδώ νιώθω περισσότερο στο σπίτι μου, παρά στην πόλη. Εδώ απλά είμαι… Απλά είμαι! Αυτό ήθελα να πω».
«Σε καταλαβαίνω, κόρη μου. Αλλά, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχεις άλλη επιλογή. Ας πας λοιπόν με την ευχή μου, και ίσως κάποια μέρα με το καλό γυρίσεις. Το σπίτι σου θα είναι πάντα εδώ και θα σε περιμένει».
Σηκώθηκα και πήγα και χώθηκα στην πλατιά αγκαλιά της. Άνοιξη μύριζε και πάλι ο κόρφος της. Κι ύστερα, αμίλητα, άνοιξα την πόρτα και έφυγα. Ήτανε νωρίς το απόγευμα. Θα βοηθούσα τη Μάριαν να πακετάρουμε τα υπάρχοντά μας, αφού θα φεύγαμε το επόμενο πρωί.
Το βράδυ παρέθεσαν για μας δείπνο στην ταβέρνα, όλοι οι άνθρωποι, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε. Ο καθένας έβαλε το κατιτί του, ώστε να οργανώσουν για μας μια βραδιά ευχάριστη, σα μουσική θεία κοινωνία. Όλα τα τραπέζια ενώθηκαν σ’ ένα, φαφούτηδες γέρο-μουσικοί, και άλλοι πιο νέοι στήθηκαν σε μια αυτοσχέδια εξέδρα, και το πανηγύρι άρχισε. Το γλέντι ήθελα να πω. Τα πιάτα πήγαιναν κι έρχονταν, η μπύρα και το κρασί έρεαν άφθονα, όλοι χαίρονταν τις ξεχωριστές εκείνες στιγμές. Ακόμη και η Μάριαν. Αν και στη αρχή έδειχνε εμφανώς σοκαρισμένη από την πολυκοσμία και το σχετικό πανικό που επικρατούσε, σιγά-σιγά άρχισε να μπαίνει στο πνεύμα της βραδιάς. Χαμογελούσε, πού και πού σιγοτραγουδούσε κάποιους στίχους, γέμιζε τα ποτήρια με ποτό, μας αγκάλιαζε, έμοιαζε επιτέλους να έχει ξεχάσει τη θλίψη της έξω απ’ την πόρτα. Τη μεγάλη έκπληξη ωστόσο την κράτησε για το τέλος της βραδιάς. Όταν φάγαμε και ήπιαμε μέχρι σκασμού, τότε που πια τα κορμιά μας τσάκισαν απ’ το χορό κι οι φωνές βράχνιασαν απ’ το τραγούδι, καθώς ετοιμαζόμασταν να πούμε τις καληνύχτες μας, τότε σηκώθηκε και ανακοίνωσε ότι θα έλεγε ένα τραγούδι. Νόμιζα ότι ήταν μεθυσμένη, αφού δεν την είχα ακούσει να τραγουδάει ποτέ ξανά. Έτσι, όταν πήρε το μικρόφωνο στα χέρια της και άρχισε να μας τραγουδάει, δίχως τη συνοδεία μουσικής, ένα άγνωστο σκοπό σε μια παράξενη γλώσσα, τα έχασα πια για τα καλά. Η φωνή της δεν ήταν απλά καλή, ήταν εξαιρετική. Κι έτσι όπως στεκόταν αγέρωχη, με κλειστά τα ματιά, και μας τραγουδούσε, για μια στιγμή τη φαντάστηκα σε μια νεραϊδοπριγκίπισσα. Μια πριγκίπισσα πανέμορφη, με βραχνή, βαθιά υπνωτική φωνή, που θα μπορούσε να μας ταξιδέψει παντού με το τραγούδι της. Σαν τέλειωσε, παρέμειναν όλοι να κοιτούν προς το μέρος της για λίγο σαστισμένοι, προτού της χαρίσουν ένα εκκωφαντικό χειροκρότημα. Είδα κάποιες μαύρες γριές να δακρύζουν και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Ήταν φανερό ότι η ερμηνεία της τους άγγιξε όλους, αλλά εκείνες περισσότερο. Στο τέλος υποκλίθηκε ελαφρά και χαμογελώντας παιχνιδιάρικα, ήρθε προς το μέρος μας. Παρέα με τη Ρόντα αρχίσαμε ν’ αποχαιρετούμε τον ένα μετά τον άλλο τους παρευρισκομένους. Οι μαύρες γριές που ανέφερα πιο πάνω έκλεισαν για ώρα στην αγκαλιά τους τη Μάριαν, λες και δεν ήθελαν να την αφήσουν να φύγει ποτέ – αλλά κάποτε την άφησαν. Μπήκαμε στη σεβρολέτ και κινήσαμε επιτέλους για τα σπίτια μας, κάτω από ένα απερίγραπτα αστρολουσμένο ουρανό. Κάπου στο μέσο της διαδρομής, κι αφού είχα αντιληφθεί ότι η μανούλα μας από πίσω είχε αποκοιμηθεί, τη ρώτησα σε τι γλώσσα ήταν το τραγούδι της. Στα σουαχίλι, μου είπε, και ήταν νανούρισμα. ό,τι έπρεπε δηλαδή για καληνύχτα. Κοιτώντας με το ένα μάτι το δρόμο, και με το άλλο εκείνη που έμοιαζε να λαμποκοπά στο σκοτάδι, παρέμεινα σιωπηλή ν’ αναρωτιέμαι: Στα σουαχίλι; Απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, γιατί διάλεξε να πει ένα τραγούδι σ’ αυτή; Ύστερα θυμήθηκα τις μαύρες γριές και κατάλαβα. Χαμογέλασα. Μάλλον παραδοσιακό θα ήτανε το τραγούδι, απ’ αυτά που περνάνε από γενιά σε γενιά, ρίχνουν γροθιές με το χρόνο και τον νικάνε. Κι εμείς γροθιές με το χρόνο ρίχναμε, εδώ και καιρό, αλλά ποιος θα ήταν ο νικητής, κανείς δε θα μπορούσε να το προβλέψει.

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 14

Το καλοκαίρι κατέφθασε στα μπαγκάζια του με μια έκπληξη. Ευχάριστη; Δυσάρεστη; Τότε δεν μπορούσα με σιγουριά να πω.
Ήταν αργά το απόγευμα, σχεδόν βράδυ, όταν φθάνοντας στο κτήριο όπου στεγαζόταν το σχολείο μας, βρήκα απέξω τον πατέρα μου να με περιμένει. Τα έχασα. Πώς με βρήκε; Πώς; Μάλλον δε θα δυσκολεύτηκε, αποφάσισα, αφού αυτός πάντα είχε τον τρόπο να μαθαίνει πράγματα, τίποτα δεν του ξέφευγε. Μόλις τον είδα συνοφρυώθηκα, κι ετοιμάστηκα για μια λεκτική επίθεση που δεν ήρθε ποτέ.
«Γεια σου, Χοπ», μου είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν λυπημένα.
«Γεια σου, πατέρα». Πώς από δω; ήθελα να τον ρωτήσω αλλά δεν το έκανα.
«Είσαι καλά, βλέπω».
«Μια χαρά είμαι. Εσύ; Η μάνα;»
«Καλά είμαστε. Για τη μάνα σου ήρθα. Είναι τα γενέθλιά της το Σάββατο και…». Ναι, ήταν τα γενέθλιά της. Το ξέχασα εντελώς, αφού πίστευα ότι αυτή ποτέ δε γερνούσε, ότι τα χρόνια δεν την άγγιζαν, κρυμμένο καθώς ήταν το πραγματικό της πρόσωπο κάτω από τόνους από αλοιφές και προσαρμοσμένο σε μια αλλοτινή ηλικία από τις ενέσεις.
«Και;» Δεν το είπα επιθετικά. Χαμηλόφωνα το είπα. Έτσι κι αλλιώς ήξερα τι θα μου ζητούσε. Και δε θα μπορούσα να του το αρνηθώ.
«Θα σ’ ευγνωμονούσα, αν ερχόσουνα στη δεξίωση». Δεξιώσεις έδιναν αυτοί, δεν έκαναν πάρτι. Θα πήγαινα; Θα πήγαινα.
«Τι ώρα;»
«Στις οκτώ».
«Θα είμαι εκεί».
«Σ’ ευχαριστώ, Χοπ. Μου επιτρέπεις να περάσω μέσα; Θέλω να δω το σχολείο;» Το σχολείο; Τι διάολο ήξερε αυτός για το σχολείο; Και, του επιτρέπω να περάσει μέσα; Τι μύγα τον τσίμπησε; Δεν ακουγόταν σαν τον πατέρα μου αυτός, αλλά σαν κάποιο ευγενικό ξένο. Του επέτρεψα.
Του άνοιξα την πόρτα και τον ακολούθησα. Δεν είχα καμία διάθεση να κόντρες σήμερα. Μπήκαμε σιωπηλοί στον ανελκυστήρα, που σ’ αυτό το κτήριο, παρά την παλαιότητά του, λειτουργούσε κι ανεβήκαμε στον έβδομο όροφο.
Όλες οι αίθουσες είχαν κόσμο μέσα. Η Μάριαν με τα παιδιά της, η Σάρα με κάποια άλλα, ενώ ήταν και κάποιοι που απλά σκότωναν το χρόνο τους συζητώντας χαμηλόφωνα παρέες-παρέες σε κάποιες γωνιές. Είδα πολλά ζευγάρια μάτια να καρφώνονται πάνω μας κι αμέσως μετά να κινάνε γι’ αλλού. Μάλλον διάβασαν την αμηχανία μου και δεν ήθελαν να με κάνουν να νιώσω ακόμη χειρότερα. Τον οδήγησα λοιπόν σ’ όλες τις τάξεις, απάντησα σε κάποιες ερωτήσεις του, και τον συνόδεψα και πάλι έξω.
«Ώστε εδώ πήγαν τα λεφτά απ’ τ’ αμάξι σου;» με ρώτησε, καθώς περιμέναμε τον αργοκίνητο ανελκυστήρα να καταφθάσει.
«Εδώ». Δεν είχα τίποτα να κρύψω πια. Εξάλλου για να ’ρθει και να με βρει, τα ήξερε ήδη όλα. Τότε ήταν που μου έριξε και τη βόμβα.
«Είμαι περήφανος για σένα, Χοπ! Ξέρω. Ξέρω, παράξενο ακούγεται απ’ τα χείλη μου αυτό, αλλά το εννοώ. Νόμιζα ότι όλ’ αυτά που έκανες ήταν μια ακόμη νεανική τρέλα, αλλά όπως βλέπω έπεσα έξω. Είναι όμορφο αυτό που φτιάξατε εδώ. Λίγο επικίνδυνο, λόγω της γειτονιάς, αλλά παρ’ όλ’ αυτά όμορφο. Αν μου το έλεγες από την αρχή…».
«Αν σου το έλεγα δε θα με πίστευες. Και θα προσπαθούσες να μου αλλάξεις μυαλά». Ήρεμη ακόμη. Λες και τίποτα δεν μπορούσε να με ταράξει πια, να με κάνει να χάσω την αυτοκυριαρχία μου.
«Μισώ που το παραδέχομαι, αλλά έχεις δίκιο. Συγχώρα με, Χοπ, απλά εγώ έμαθα αλλιώς. Είχα άλλα όνειρα για σένα και ξέχασα ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι το να είσαι εσύ ευτυχισμένη».
Ευτυχώς που ήρθε επιτέλους ο ανελκυστήρας και μ’ έσωσε. Με έπιασε εντελώς εξ’ απροόπτου αυτή η επίθεση ζεστασιάς απ’ τον πατέρα μου, ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Θα δάκρυζα αν το μπορούσα. Αλλά, όχι εκείνη την ώρα, και σίγουρα όχι μπροστά του. Το ταξίδι με το κλουβί προς το ισόγειο κύλησε μέσα στη σιωπή. Αλλά όταν φτάσαμε κάτω, δεν άντεξα και τον ρώτησα:
«Πώς με βρήκες;»
«Πάντα ήξερα που ήσουνα. Ξέρω και που ζεις. Νόμιζες ότι φεύγοντας απ’ το σπίτι χάθηκαν τα ίχνη σου. Νοιαζόμαστε για σένα, Χοπ, κι ας μην είμαστε πολύ καλοί στο να το δείχνουμε. Τώρα τελευταία, με τις πράξεις σου, μ’ έβγαλες πολλές φορές ψεύτη. Νόμιζα ότι όταν...». Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός να με κοιτάει βαθιά στα μάτια, προσπαθώντας λες να διαβάσει σ’ αυτά τη δύναμή μου, να δει τις αντοχές μου. Συνέχισε. «Νόμιζα ότι όταν έφυγε ο Άντι θα τα παρατούσες. Ότι θα χανόσουν. Αλλά όπως βλέπω βγήκες πιο δυνατή απ’ αυτή την τραγωδία. Και λυπούμαι που δεν ήμουνα εκεί όταν με χρειαζόσουνα πιο πολύ. Λυπόμαστε πολύ κι οι δυο».
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Ένιωθα ότι πρωταγωνιστούσα σε κάποια ταινία ή πώς απλά έβλεπα ένα παράξενο όνειρο, σχεδόν σουρεαλιστικό. Ο πατέρας μου να απολογείται ξανά και ξανά. Ο πατέρας μου ν’ αναγνωρίζει το δίκιο μου. Αυτός, να ζητά από μένα να τον συγχωρέσω. Ξυπνήστε με, ήθελα να φωνάξω. Ξυπνήστε με, αποκλείεται να συμβαίνει αυτό. Κι όμως συνέβαινε. Κι είχα ξεμείνει από λόγια. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν μπορούσα να κινηθώ. Εκείνος έδειχνε να έχει καταλάβει τι συνέβαινε μέσα μου και δε θέλησε να φουντώσει περισσότερο τη φουρτούνα της σύγχυσης. Έκανε να με αγκαλιάσει, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Με άγγιξε απλά στους ώμους, απαλά, πατρικά, μου είπε ότι θα με περιμένουν, χαιρέτισε κι έφυγε. Καθώς τον έβλεπα ν’ απομακρύνεται ένιωθα ότι σα να έφευγε το χθες μου, σα να ερχόταν το αύριο. Το μόνο που το δικό μου αύριο είχε από καιρό αφιχθεί. Από τη μέρα που γνώρισα τον Άντι.
Μπήκα μέσα και κάθισα στα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο. Σε λίγο άκουσα τον ανελκυστήρα να τίθεται σε λειτουργία. Μια στιγμή αργότερα είδα τη Μάριαν να κάθεται δίπλα μου. Δε μου είπε τίποτα. Απλά έμεινε για λίγο εκεί κοιτώντας με, μετά με άγγιξε απαλά στο δεξί πόδι και σηκώθηκε κι έφυγε. Μ’ άφησε μόνη, αφού το ήξερε πολύ καλά ότι εκείνη τη στιγμή αυτό ακριβώς χρειαζόμουνα.

Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου εκείνη τη νύχτα. Σκεφτόμουνα συνεχώς εκείνη τη συνάντηση με τον πατέρα μου και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έκλεινα τα μάτια, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν. Έβλεπα μοναχά το πρόσωπο του τελευταίου και αναρωτιόμουνα τι τον οδήγησε σ’ αυτή την ξαφνική στροφή. Ήταν η μάνα μου; Ή μήπως μου έστηνε καμιά παγίδα; Μετάνιωσε στ’ αλήθεια γι’ αυτά που έγιναν μεταξύ μας ή απλά έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να με φέρει στα νερά του; Κι όμως έμοιαζε ειλικρινής. Τόσο ειλικρινής όσο έδειχνε κι όταν ήταν θυμωμένος. Σκεφτόμουνα την πρότασή του να πάω στο σπίτι για τα γενέθλια της μάνας μου, και παρά την υπόσχεση που του είχα δώσει, ένιωθα να ταλαντεύομαι κατά πόσο θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Ο κόσμος τους δεν ήταν πια ο κόσμος μου, αυτό ήταν ξεκάθαρο, αλλά από την άλλη εκείνη εξακολουθούσε να είναι η μάνα μου, όσο κι αν δεν άντεχα τους τρόπους της, όσο κι αν μισούσα την επιμονή της να ζει με τους κανόνες που της επέβαλαν το χρήμα και η καταγωγή της. Θα είμαι ξένη εκεί, σκεφτόμουνα, όσο περνούσε η ώρα. Μόνη και ξένη. Ήταν λίγο προτού ξημερώσει όταν πήρα επιτέλους την οριστική μου απόφαση: θα πάω κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, είπα στον εαυτό μου, κι ησύχασα. Στο κάτω-κάτω της γραφής αν είναι όλα τόσο βαρετά όσο τα περιμένω, πάντα μπορώ να σηκωθώ και να φύγω.
Το επόμενο τριήμερο πέρασε όπως όλ’ τ’ άλλα, με πολλή δουλειά, καλή παρέα, συζητήσεις και σιωπές, και όλο και πιο πολλή γέλιο. Όσο πιο πολύ μαθαίναμε τη Σάρα, όσο πιο πολύ μας γνώριζε κι αυτή, τόσο περισσότερο μας έκανε να γελούμε. Εγώ κι η Μάριαν, οι συνήθως σοβαρές και βαθυστόχαστες, οι αφόρητα πληκτικές μες στην αιώνια θλίψη τους, αρχίσαμε σιγά-σιγά να υιοθετούμε τους δικούς της ιλιγγιώδεις ρυθμούς, να κάνουμε όλο και περισσότερα πράγματα, να χαιρόμαστε τη ζωή όπως δεν τη χαρήκαμε ποτέ.
Μέσα στην αγωνία με βρήκε το Σάββατο, ή μάλλον μέσα στην αμηχανία. Με αναστάτωνε πολύ η προοπτική της, έστω προσωρινής, επανασύνδεσης με τους γονείς μου. Η Σάρα μου έλεγε να χαλαρώσω, επέμενε ότι όλα θα πάνε μια χαρά, ενώ η Μάριαν σιωπηλά συμφωνούσε. Θα πήγαιναν όλα όντως καλά; Δεν ήμουνα και τόσο σίγουρη.
Στις οκτώ ήταν η δεξίωση, στις έξι πήγα εκεί. Κι αυτό επειδή δεν είχα τι να φορέσω. Όλα τα επίσημα, τα ακριβά μου ρούχα, τα είχα αφήσει πίσω μου φεύγοντας απ’ το σπίτι, αλλά γνωρίζοντας τη μάνα μου ήμουνα σίγουρη ότι θα τα συντηρούσε σε άριστη κατάσταση. Όχι εκείνη η ίδια δηλαδή, αλλά κάποια απ’ τις οικιακές βοηθούς. Κι όντως έτσι ήταν. Πήγα, κτύπησα το κουδούνι -αν και είχα ακόμη τα κλειδιά- μου άνοιξαν, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και τα βρήκα όλα όπως ακριβώς τα είχα αφήσει. Μπήκα στο μπάνιο, λούστηκα, έφτιαξα τα μαλλιά μου μάλλον βιαστικά, αλλά όχι και τόσο πρόχειρα και πήγα στη ντουλάπα, που κάλυπτε ένα σχεδόν τοίχο, για να διαλέξω τα ρούχα μου για το βράδυ. Τότε ακριβώς άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα και είπα ότι ήταν ανοιχτή. Μπήκε η μάνα μου. Ήταν ντυμένη ήδη, έτοιμη από ώρα, μ’ ένα λευκό συνολάκι που έμοιαζε να της χαϊδεύει το κορμί, τα μαλλιά πιασμένα σ’ ένα περίτεχνο κότσο απ’ τον οποίο θα ήταν αδύνατο να ξεφύγει τρίχα και ψηλά τακούνια, που ταίριαζαν απόλυτα με τα ρούχα της. Ό,τι και να φορούσα, μπροστά της θα εξακολουθούσα να μοιάζω μ’ αλητάκι. Με πλησίασε, άπλωσε τα χέρια της και έπιασε τα δικά μου, μου έδωσε ένα φιλί στον αέρα για να μη χαλάσει το μέικ απ στα μάγουλα και το κοκκινάδι στα χείλη της.
«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες», μου είπε. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μένα». Χαμογέλασα. Αν ήταν κάποιες άλλες μέρες, κάποιες άλλες εποχές, ίσως να τη ρωτούσα να μου πει τι σήμαινε όντως αυτό για κείνη, αλλά τώρα πια δεν μπορούσα να το κάνω.
«Ευχαρίστησή μου», της απάντησα, και με μια μικρή δόση έκπληξης αντιλήφθηκα ότι όντως το εννοούσα. Ναι, ήμουνα χαρούμενη για την παρουσία μου εκεί εκείνη τη μέρα. Ίσως ο χρόνος να με μαλάκωσε. Ή ίσως και να θέριεψε την ανάγκη μου για επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
«Τι θα φορέσεις;»
«Δεν ξέρω. Έχει περάσει τόσο πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα σε τέτοια περίσταση, που πραγματικά δεν ξέρω τι θα μου πηγαίνει πιο πολύ. Έχεις καμία εισήγηση;»
«Το κόκκινο», απάντησε δίχως δισταγμό.
Το κόκκινο! Έστρεψα και πάλι το βλέμμα μου στη ντουλάπα και δε δυσκολεύτηκα καθόλου να το βρω. Ξεχώριζε εύκολα. Το πήρα στα χέρια μου, έκλεισα τη ντουλάπα και το κράτησα για λίγο μπροστά μου, κοιτώντας την αντανάκλασή μας στον ολόσωμο καθρέφτη. Μου πήγαινε πολύ. Κι ήταν από πάντα το αγαπημένο μου. Αυτό και τα κόκκινα γοβάκια. Όμορφο φουστάνι, έξωμο, στενό, με σκισίματα και στις δύο πλευρές, σέξι, αλλά όχι προκλητικό. Το δοκίμασα. Και μου ταίριαζε γάντι, όπως πάντα. Ίσως όλα στη ζωή μου να άλλαξαν, αλλά το σώμα μου παρέμεινε το ίδιο, κι αυτό το ρούχο το κολάκευε. Φόρεσα και τα χαμηλοτάκουνα γοβάκια. Τέλεια! Έμοιαζα με κάποια άλλη. Κάποια που μου άρεσε να κοιτώ στον καθρέφτη συχνά παλιά, αλλά όχι και τόσο τώρα πια. Αλλά αυτή ήταν, όπως είπα, μια ξεχωριστή περίσταση.
«Κούκλα είσαι, όπως πάντα», είπε η μάνα μου, μ’ έβαλε να καθίσω στο κρεβάτι, κι άρχισε να μου φτιάχνει τα μαλλιά.
«Μου αρέσουν έτσι όπως είναι», έκανα να αντισταθώ αδύναμα, αλλά δε σήκωνε κουβέντα. Δεν της άρεσαν οι μισές δουλειές είπε. Τι να έκανα; Παραδόθηκα. Ωστόσο δεν έγινε το χειρότερο. Δεν προσπάθησε να με κάνει κάποιο αντίγραφο του εαυτού της, απλά τα έβαλε σε μια τάξη, κι ύστερα με διέταξε να σηκωθώ και να πάω να δω και πάλι τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Το έκανα, και χαμογέλασα πλατιά. Πρώτη φορά από τότε που πέθανε ο Άντι έβλεπα τον εαυτό μου τόσο όμορφο. Ψηλή, μ’ ένα κορμί λίγο πιο λεπτό απ’ το κανονικό, αλλά παρ’ όλ’ αυτά συμμετρικό, με καστανόξανθα κυματιστά μαλλιά που τώρα δεν έκοβαν βόλτες από δω κι από κει, κι ένα ζευγάρι μάτια που ήταν σα χρυσά, κι έμοιαζαν να λάμπουν από χαρά. Χαιρόμουνα και τα είχα χαμένα την ίδια ώρα.
Ένιωσα το χέρι της μάνας μου ν’ αγγίζει απαλά το δεξί δικό μου και το άρωμα της να μου χαϊδεύει τις αισθήσεις.
«Σε μισή ώρα να είσαι κάτω», μου είπε και έφυγε κλείνοντας πίσω της απαλά την πόρτα.

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 10

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν με διαφορά το ομορφότερο της ζωής μου – ούτε στα παιδικά μου χρόνια δε θυμάμαι να είχα περάσει ποτέ τόσο καλά και για τόσο πολύ. Δε θυμάμαι ποτέ άλλοτε να γέλασα τόσο και να δούλεψα μέχρι που δε με σήκωναν πια τα πόδια μου. Φτιάχναμε το νέο στέκι μας, το δημιουργούσαμε κομμάτι-κομμάτι, με τα ίδια μας τα χέρια, το νέο ανοικτό σε όλους σχολείο. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Άντι, τις αιτήσεις, τις εκκλήσεις και τα ένδικα μέσα, μας έκαναν τελικά έξωση από το παλιό εκείνο κτήριο, που στέγαζε τα όνειρα τόσων ανθρώπων. Θα το γκρέμιζαν λέει και θα έκτιζαν στη θέση του ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, που θα χάριζε νέα ζωή στην υποβαθμισμένη περιοχή. Το κάνει πάντα αυτό το χρήμα: χαρίζει νέες ζωές και τις παίρνει. Η μάχη ανάμεσα στο χρήμα και την εκπαίδευση, αποδείχτηκε άνιση, κι ας μέχρι την τελευταία στιγμή τρέφαμε μέσα μας την κρυφή ελπίδα της ανατροπής. Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής μας στήριξαν, αλλά όταν απευθυνθήκαμε στις αρχές το μόνο που συναντήσαμε ήταν την αδιαφορία. Κανείς δεν έδινε μία για τους μετανάστες και τη μόρφωσή τους, αυτοί μάλλον δεν άξιζαν μια ευκαιρία στη ζωή. Έπρεπε να κάνουμε κάτι. Δεν μπορούσαμε ν’ αφήσουμε τους μαθητές μας ξεκρέμαστους. Αλλά τι; Τελικά τη λύση την έδωσε ο ίδιος ο εχθρός: το χρήμα! Το χρήμα που πήρα πουλώντας το αυτοκίνητό μου, που κέρδισε η Μάριαν εκθέτοντας και πουλώντας μαζικά τα έργα της, που μάζεψε ο Άντι απ’ τους μαθητές και κάποιους σιωπηλούς συμπαθούντες. Βρήκαμε λοιπόν ένα άλλο παλιό κτήριο, σε κάποια άλλη υποβαθμισμένη περιοχή -το οποίο ωστόσο βρισκόταν κοντά σ’ ένα σταθμό του υπόγειου σιδηρόδρομου- νοικιάσαμε ένα όροφο, κι αρχίσαμε όλοι μαζί, στην ουσία να τον ανακατασκευάζουμε. Για μια εποχή ξυπνούσαμε ξυλουργοί, γινόμασταν αρχιτέκτονες, συνεχίζαμε σα διακοσμητές και φτάναμε στο τέλος της μέρας σαν μπογιατζήδες. Και ήταν όλα τόσο, μα τόσο υπέροχα! Δεν έβλεπα τον Άντι όσο θα ήθελα -όσο ονειρευόμουνα ότι θα τον έβλεπα όταν θα ερχότανε το καλοκαίρι- αφού έτρεχε, στην κυριολεξία, συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο, αναζητώντας λεφτά και υλικά, κάνοντας αιτήσεις και εξασφαλίζοντας την καθημερινή μας σίτιση, αλλά ένιωθα πολύ και βαθιά ευτυχισμένη. Επιτέλους, κάνω κάτι, σκεφτόμουνα. Κι εκείνο το κάτι δεν ήταν καθόλου λίγο.
Σιγά-σιγά ο χώρος άρχισε να παίρνει τη μορφή που στο μυαλό μας σχεδιάζαμε, που συζητούσαμε, κι απ’ την πρώτη στιγμή ονειρευόμασταν. Πέντε ολόκληρες αίθουσες είχαμε στη διάθεσή μας και ήμασταν σίγουροι ότι μέσα εκεί θα μπορούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να φιλοξενηθούν πέντε διαφορετικοί κόσμοι. Αλλιώτικοι μεταξύ τους, ωστόσο κατά βάθος ίδιοι. Με την πολύτιμη βοήθεια και συμπαράσταση των κάθε ηλικίας παιδιών, αδελφών και γονιών μας, τις φτιάξαμε όλες με μεράκι, αλλά με την καθεμιά να έχει τη δική της ξεχωριστή προσωπικότητα. Οι τέσσερις ήταν μπογιατισμένες σε ισάριθμα χρώματα: πράσινο, γαλάζιο, τουρκουάζ, πορτοκαλί, ενώ η πέμπτη ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη ζωγραφισμένη. Έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο καμβά, γιγαντογραφία εκείνων που θ’ άρχιζαν σύντομα να μουντζουρώνουν και πάλι οι μαθητές της Μάριαν. Το μόνο που αυτός δεν περιείχε μουντζούρες αλλά στιγμές ζωής. Αναμνήσεις μεταναστών, γεννήσεις και κηδείες, απόμακρες θάλασσες και μοναχικά βουνά, που υπό τις οδηγίες της ακούραστης δασκάλας τους οι μαθητές κατόρθωσαν να δέσουν σε μια σύνθεση, των καταγωγών και των ζωών τους.
«Είμαι ευτυχισμένη», έλεγα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και μάτια που έλαμπαν στον Άντι, στο τέλος κάθε μέρας, όπως χωνόμουνα γεμάτη μπογιές, βρωμιά και άλλες λογής-λογής μυρωδιές στην αγκαλιά του. «Είμαι ευτυχισμένη!»
«Τώρα καταλαβαίνεις», μου είπε την πρώτη φορά που μ’ άκουσε να το λέω αυτό. «Τώρα με καταλαβαίνεις». Δεν είπε τίποτ’ άλλο. Δε χρειαζόταν άλλωστε.
Λίγο προτού η εποχή ξεψυχήσει -και τα φύλλα αρχίσουν να πέφτουν στους δρόμους και στα πάρκα προμηνύοντας το φθινόπωρο- κι αφού όλα είχαν πια μπει στη θέση τους και το νερό ήταν έτοιμο να κυλήσει στ’ αυλάκι, ξεκλέψαμε λίγες μέρες και κινήσαμε με τη σαρακάκα του για το Σοβέτο. Ανυπομονούσα πολύ, αγωνιούσα σχεδόν, να βρεθώ και πάλι εκεί, να δω την κυρά Ρόντα, να γίνω ξανά ένα με τη φύση, να χαρώ πια μοναχή τις λίγες και μοναδικές στιγμές της συντροφιάς του. Τις λίγες, αφού όταν ήμασταν μαζί ποτέ δεν ήταν αρκετές.
Δε μιλήσαμε παρά ελάχιστα στη διάρκεια εκείνης της υπέροχης ατελείωτης διαδρομής. Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσουμε περισσότερο άλλωστε. Μαζί του είχα μάθει να σιωπώ υπέροχα και να του μεταδίδω δίχως λόγια περιττά τις σκέψεις μου. Πού και πού σήκωνε το ιδρωμένο χέρι του απ’ το λεβιέ των ταχυτήτων και χάιδευε το δικό μου, κάθε τόσο έπαιρνε απαλά τα μαλλιά μου, τα οποία παρέσερνε ο αέρας που έμπαινε απ’ τα ορθάνοικτα παράθυρα στ’ αμάξι, και τα στερέωνε πίσω απ’ τ’ αυτί, συχνά-πυκνά τον έβλεπα απλά να κοιτάει το δρόμο, να σκέφτεται κάτι και χαμογελάει. Το βλέμμα του έδειχνε την ίδια ώρα συγκεντρωμένο και φευγαλέο, έμοιαζε να καταπίνει τα τοπία, να τους κλέβει τις πιο μαγικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα να ταξιδεύει σε κάποιες άλλες γειτονιές, στις πόλεις του μυαλού του. Έμοιαζε τόσο ικανοποιημένος από τη ζωή, τόσο χαρούμενος απλά και μόνο επειδή ήταν ζωντανός. Εγώ όταν έμαθα ότι θα χάναμε το σχολείο μας οργίστηκα, άρχισα να βρίζω δικαίους και αδίκους, ν’ απειλώ όλους τους ορατούς κι αόρατους εχθρούς, να ορκίζομαι ότι θα πάρω εκδίκηση, ενώ εκείνος απλά χαμογελούσε. Όχι πλατιά, με μια δόση πίκρας ίσως, αλλά χαμογελούσε. Σα να προσπαθούσε να μου πει ότι όλα θα πάνε μια χαρά -κάθε εμπόδιο για καλό- πώς δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ανησυχίας. Μα, δεν τον πίστευα. Δεν τον πίστεψα. Θεωρούσα αδύνατον ότι θα μπορούσε να γίνει μια νέα αρχή. Να όμως που στο τέλος έγινε. Όλα πήγαν όντως καλά. Κι ας χρειάστηκε να πουλήσω τ’ αμάξι μου, το οποίο έτσι κι αλλιώς τώρα πια σχεδόν καθόλου δε χρησιμοποιούσα. Κι ας χρειάστηκε κι η Μάριαν να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, ή μάλλον να ξεπουλήσει σε κατώτερη αξία από την κανονική τους πίνακες της – θα ζωγραφίσω άλλους, μου είπε απλά, όταν τη ρώτησα γιατί το έκανε αυτό. Ήταν σα να μου μιλούσε με το βλέμμα εκείνες τις ώρες, σα να μου έλεγε ότι τώρα θα έβλεπα την πιο απλή αλήθεια, το φως των αληθινών ψυχών. Και το είδα: στα μάτια και στις πράξεις εκείνων που προσέφεραν από το υστέρημά τους χρόνο και χρήμα για να γίνει ο εφιάλτης όνειρο ξανά. που πήραν και ήταν πρόθυμοι να δώσουν, μ’ εκείνη τη μεγαλοψυχία που μόνο οι φτωχοί άνθρωποι διαθέτουν. Τον δικαίωσαν και δικαίωσαν την τυφλή μου εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, που ίσως για μια στιγμή τρεμοέσβησε, αλλά δε χάθηκε.

Το δεύτερο εκείνο ταξίδι ήταν σχεδόν το ίδιο μαγικό με το πρώτο, ή ίσως κι ακόμη περισσότερο. Το δεύτερο εκείνο ταξίδι ήταν το τελευταίο, αφού δε θα επιστρέφαμε εκεί μαζί ποτέ ξανά. Ή μάλλον, θα το κάναμε, αλλά όχι όπως ονειρευόμασταν, κάτω από συνθήκες που κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να προβλέψει. Τώρα τα θυμάμαι όλα θαμπά, μισοκρυμμένα, παραμορφωμένα λες απ’ την αιώνια και πολλές φορές αδιαπέραστη ομίχλη, που σκεπάζει τις αναμνήσεις του χθες. Εικόνες. Αποκόμματα. Το σπίτι, η φύση, η σιγαλιά της νύχτας, η Ρόντα, οι συζητήσεις και οι απόκοσμες σαν όνειρο στιγμές του έρωτά μας. Εκείνος πάντα να χαμογελά. Κι εγώ πάντα να απορώ και να γνωρίζω. Εκείνος πάντα να κοιτά το μέλλον μ’ αισιοδοξία. Κι εγώ πάντα να χαίρομαι δίπλα του και μόνη να ανησυχώ.

Συνεχίζεται

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 6

Μπήκαμε σ’ ένα βαγόνι σαν όλ’ τ’ άλλα και σταθήκαμε σε μια γωνιά, κολλημένοι σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο, κοιτώντας τα σκοτεινά τοπία των τούνελ και τους σταθμούς να περνούν σχεδόν αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μας. Κόσμος ερχόταν και έφευγε, τα πρόσωπα άλλαζαν, αλλά η παράσταση παρέμενε η ίδια. Όσο απομακρυνόμασταν από το κέντρο οι φυλές άρχισαν να διαδέχονται η μια την άλλη. Οι λευκοί γίνονταν όλο και λιγότεροι, οι λατίνοι και οι μαύροι όλο και περισσότεροι. Σα να πλησιάζαμε τα σύνορα, έτοιμοι να περάσουμε σε μια ξένη γη.
Όταν βγήκαμε επιτέλους έξω, στο φως, λες και δε βρισκόμασταν πια στη Νέα Υόρκη, αλλά σε μια πόλη παρείσακτη, τριτοκοσμική, που έμοιαζε να έχει ξεφυτρώσει στα μέρη μας από το πουθενά. Παλιά κτήρια κτυπημένα από την υγρασία και μια ζώσα εγκατάλειψη, ακόμη πιο παλιά μουχλιασμένα αυτοκίνητα στους δρόμους, νέοι να περιφέρονται σε ομάδες από δω κι από κει, περιπολικά να διασχίζουν πού και πού με χαμηλή ταχύτητα τις σχεδόν έρημες γειτονιές, πολύχρωμες μπουγάδες απλωμένες στα μπαλκόνια και ήχοι παράταιροι να φτάνουν στ’ αυτιά μας από τα σπίτια, από τηλεοράσεις που διαφήμιζαν μια ζωή που ήταν αλλού, σε ανθρώπους που ίσως να μην είχαν αύριο. Η όψη πίσω από τη φωτεινή βιτρίνα της σύγχρονης πόλης.
Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα να φοβάμαι τόσο πολύ, κι ας είχα τον Άντι δίπλα μου, να μου κρατά το χέρι, να με καθησυχάζει και δίχως λόγια να με καθοδηγεί σ’ ένα προορισμό για μένα άγνωστο ακόμη. Κάποτε φτάσαμε σ’ ένα παλιό κτήριο, σαν όλα τ’ άλλα, μα κάπου διαφορετικό, αφού αυτό, για κάποιο αδιανόητο στην κοινή μου λογική λόγο, έμοιαζε να ξεχειλίζει από ζωή. Ήταν φρεσκομπογιατισμένο τουρκουάζ και όλα τα παλιά, σαν κι εκείνο το ίδιο, παράθυρα κάλυπταν λευκές διάφανες κουρτίνες. Μπήκαμε μέσα απρόσκλητοι, λες και μας ανήκε ο χώρος, σπρώχνοντας μια πόρτα που έτριζε και ήταν κλειστή, αλλά όχι κλειδωμένη. Είδα μια χοντρή αφροαμερικανή να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, παριστάνοντας ή μη τη θυρωρό. Με το που σήκωσε το βλέμμα και μας αντίκρισε είδα να σχηματίζεται στα χείλη της ένα τόσο πλατύ χαμόγελο, που έμοιαζε σε μια στιγμή να έχει ανακτήσει πέντε από τα χαμένα χρόνια της ζωής της. Όταν μίλησε η φωνή της ακούστηκε παράταιρα λεπτή, λίγο τσιριχτή, σαν ενός κοριτσιού που αρνιότανε πεισματικά να μεγαλώσει.
«Άντι, αγόρι μου», είπε και σηκώθηκε για να τον αγκαλιάσει. Εκείνος για μια στιγμή φάνηκε να χάνεται μέσα στην τεράστια αγκαλιά της, αλλά αμέσως μετά τον άκουσα να κρυφογελάει.
«Μυρίζεις απολυμαντικό σαπούνι, Τάμπιθα», της είπε με που τον άφησε.
«Κι εσύ σαν άπλυτος ασπρουλιάρης κώλος, εξυπνάκια», του απάντησε γελώντας εκείνη. Και μετά έστρεψε το βλέμμα της σε μένα. Έμεινε να με παρατηρεί για λίγο σαν ένα παιχνίδι, σαν κάτι αξιοπερίεργο, δεν ξέρω τι. «Κι η δεσποινίς;» ρώτησε τελικά τον Άντι δείχνοντάς με με μια κίνηση του κεφαλιού.
«Το κορίτσι μου», απάντησε εκείνος, σχεδόν με περηφάνια, προκαλώντας μια έκρηξη γέλιου στη γυναίκα. Γελούσε, σταματούσε, τον κοιτούσε και ξαναγελούσε. Στο τέλος δεν άντεξα, άρχισα να γελώ κι εγώ μαζί της. Τρελό σκηνικό, αλλά όμορφο.
«Για δες τον βρε. Βρήκε κι αυτός ένα κορίτσι και το ’φερε για να μας το επιδείξει, και να περηφανευτεί σαν το κοκόρι που είναι. Κι εσύ;» Στράφηκε σε μένα, κοιτώντας με με μάτια που έσταζαν τρυφερότητα και ειρωνεία. «Εσύ τι του βρήκες αυτού του μπουνταλά, γλύκα;»
«Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα», της απάντησα, προσπαθώντας να μη γελάσω, αλλά χωρίς να μπορέσω να αποτρέψω εκείνην από το να το κάνει. Μάλλον αυτή είχε πάντα έτοιμο το γέλιο, έτοιμο να ξεχυθεί απ’ το πλούσιο μπούστο της, και καλά έκανε δηλαδή.
«Σε περιμένουν», είπε γυρνώντας προς τον Άντι, και το πρόσωπό της αμέσως σοβάρεψε, δίχως να χάσει όμως ίχνος απ’ την ευθυμία του, η οποία μετατοπίστηκε στο βλέμμα.
«Πάμε». Με πήρε απ’ το χέρι και πάλι, καθώς αρχίζαμε ν’ ανεβαίνουμε μια παλιά μα πεντακάθαρη, αλλά εμφανώς φθαρμένη στο πέρασμα του χρόνου σκάλα. Από κάτω και στα δεξιά διέκρινα έναν ανελκυστήρα με σιδερόφρακτη πόρτα, που είχε μάλλον φάει εδώ και καιρό τα ψωμιά του.
Με το που φτάσαμε στον πρώτο όροφο ακούσαμε πολλή θόρυβο και κάποιες χαρούμενες φωνές και γέλια να δονούν το χώρο. Με το που μπήκαμε μέσα όμως μας υποδέχτηκε μια αναμενόμενη αμήχανη σιωπή, που δεν κράτησε και τόσο πολύ. Μετά από μια στιγμή όλοι άρχισαν να χαιρετούν τον Άντι, να του δίνουν το χέρι, να τον ρωτάνε:
«Τι χαμπάρια, μάγκα;» Εκείνος, ζεστός και χαμογελαστός, τους απαντούσε πώς ήταν καλά, όλα πήγαιναν μια χαρά, ότι κρατιόταν απ’ τη ζωή εκεί έξω.
«Αυτή είναι η Χοπ», με σύστησε, και όλοι με καλωσόρισαν με δυνατές φωνές και πειρακτικά χαμόγελα, σαν να κοιτούσαν εμένα και έβλεπαν τον Άντι. Κάποιος, που ήταν κάπου στο βάθος μάλλον, έδωσε το σύνθημα και σε λίγο, όσοι ήξεραν το τραγούδι, άρχισαν να τραγουδούν ακαπέλα ένα κομμάτι που γράφτηκε για το όνομα μιας άλλης γυναίκας, αλλά τι σημασία είχε αυτό. Hope, Joanna gimme hope, τραγουδούσαν οι περισσότεροι και γελούσαν, ενώ ένας κύριος μιας κάποιας ηλικίας θυμήθηκε κάποιαν άλλη Χοπ, που πρωταγωνιστούσε σ’ ένα μπλουζ. Καθώς έκαναν όλο αυτό το σαματά, εγώ απλά τους παρατηρούσα, ευτυχισμένη κι άφωνη, μη μπορώντας να πιστέψω αυτά που έβλεπα να συμβαίνουν μπρος στα μάτια μου. Μαύροι, νοτιαμερικανοί, ασιάτες, ακόμη και κάποιοι λευκοί κάθονταν ή μάλλον περιφέρονταν εκεί, σα μια συντροφιά, μια παλιά καλή παρέα, και μιλούσαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, μεγάλοι και μικροί, νέοι και γέροι.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» ρώτησα ψιθυριστά τον Άντι, χωρίς να προσπαθήσω να κρύψω την ταραχή μου.
«Θα έλεγα ότι είναι ένα κοινοτικό κέντρο, αλλά όχι ακριβώς. Είναι πολύ περισσότερα. Θα στα εξηγήσω όλα αργότερα, όταν μας το επιτρέπει ο χώρος και ο χρόνος». Μου υπέδειξε μια γωνία στο βάθος της αίθουσας, όπου θα μπορούσα να πάω και να καθίσω.
«Για να κάνω τι;»
«Μα για να παρακολουθήσεις το μάθημα φυσικά, κουτό!» Με αποστόμωσε. Υπάκουσα, ακριβώς όπως υπακούει μια καλή μαθήτρια το δάσκαλό της. Πήγα και κάθισα πάνω σε μια άσπρη πλαστική καρέκλα, που σε κάθε μου κίνηση έτριζε, και αμέσως μετά τον είδα με μια κίνηση του χεριού του, η οποία έμοιαζε μ’ επίσημο χαιρετισμό, να επιβάλλει την τάξη, δίχως να σβήνει τα χαμόγελα. Μονάχα οι ασιάτες έδειχναν λίγο συνοφρυωμένοι, αλλά αυτό μάλλον θα οφειλόταν από την τεράστια σημασία που έδιναν σε θέματα πειθαρχίας και τη φυσική τους συστολή.
Σε λίγο έκαναν την εμφάνισή τους τετράδια και βιβλία, που όπως είδα ήταν κρυμμένα σε μικρές τσάντες ώμου, κωλότσεπες, ακόμη και χαρτοφύλακες. Έμοιαζε τόσο ετερόκλητο εκείνο το πλήθος, τόσο ξεχωριστό και αταίριαστο, που η έκπληξη, την οποία ένιωσα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Ξεκίνησα, ασυναίσθητα, να τους παρατηρώ αδιάκριτα, μέχρι που κάποια στιγμή το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του και το ’κοψα, αν κι εκείνοι δεν έδειχναν να νοιάζονται.
Μη ξέροντας τι άλλο να κάνω, έστρεψα την προσοχή μου στο χώρο που μας φιλοξενούσε. Ήταν μια μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα, στην οποία έμπαινε άπλετο φως από τα πολλά παράθυρα και τους φεγγίτες. Οι τοίχοι όλοι έμοιαζαν καλυμμένοι πέρα ως πέρα με ζωγραφιές -άλλες άτεχνες, κι άλλες περίτεχνες- γκράφιτι κι ατάκες. Σε μια γωνιά στεκόταν ένα γερασμένο πιάνο, ενώ από πίσω του υπήρχαν διάσπαρτα διάφορα άλλα μουσικά όργανα: κιθάρες, τρομπόνια, φλάουτα, φυσαρμόνικες, κι ένα μπάσο που έμοιαζε καινούριο. Στο βάθος αριστερά, όπως καθόμουνα, ανάμεσα στα δύο φύλλα μιας ψηλής πόρτας, μπορούσα να διακρίνω μια κοπέλα να κάθεται στο πάτωμα με κάποια μικρά παιδιά και να τους δείχνει πώς να ζωγραφίζουν. Η φωνή της δεν έφτανε στ’ αυτιά μου, ίσως και να ψιθύριζε για να μην ενοχλεί αυτή την τάξη, και όσο κι αν τεντωνόμουνα, όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να διακρίνω το χρώμα των ματιών της, τις θύρες της ψυχής. Τα μόνα πράγματα που μπορούσα να παρατηρήσω ήταν οι αβίαστες κινήσεις της, οι σχεδόν αέρινες, κι η ευγένεια των τρόπων της. Είχε σγουρά μαύρα μαλλιά, κομμένα στο ύψος του ώμου, και όπως την έβλεπα να κάθεται εκεί χάμω, δεν ήξερα να πω αν ήτανε κοντή ή ψηλή. Πρέπει να ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της, αφού κάποια στιγμή στράφηκε προς το μέρος μου, αλλά δεν έμοιαζε να με έχει δει. Έδειχνε ολότελα φευγάτη, και δίχως να μπορώ να εξηγήσω το γιατί ένιωθα ότι ήταν βαθιά λυπημένη. Εντελώς αφοσιωμένη σ’ αυτό που έκανε, αλλά και χωμένη στο μέσα της. Κάθε τόσο την έβλεπα να χαϊδεύει τα μαλλιά ενός παιδιού, να του λέει κάτι και να χαμογελά. Το πρόσωπό της τότε φωτίζονταν. Και τότε ασυναίσθητα χαμογελούσα κι εγώ. Και μετά σκοτείνιαζε. Κι από μακριά λυπόμουνα κι εγώ. Απλή παράνοια!
«Πού ταξιδεύεις εσύ;» Άκουσα τη φωνή του ξαφνικά στ’ αυτί μου, απαλά να με ξυπνάει, να με βγάζει από εκείνο το όνειρο, ή μάλλον την οπτασία, της μέρας.
Στεκόταν από πίσω μου. Του έδειξα με μια ελαφριά κλίση της κεφαλής και ένα βλέμμα, που ήταν αδύνατον να δει, τη γυναίκα. Ένιωσα το χαμόγελό του να μου τρυπά το κρανίο, όσο κουφό κι αν ακούγεται αυτό. Έσκυψε και πάλι στ’ αυτί μου.
«Η Μάριαν», ψιθύρισε. «Θα σας συστήσω αργότερα». Έγνεψα καταφατικά, με μια κρυφή ικανοποίηση, αφού η περιέργειά μου θα έβρισκε τη δικαίωσή της, καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Πήγαινε από τον ένα μαθητή στον άλλο, κοιτούσε αυτά που έγραφαν και τους έλεγε κάτι χαμηλόφωνα. Τον έβλεπα να κάνει διορθώσεις και παρατηρήσεις, να μοιράζει υποσχέσεις και ζεστασιά. Του ταίριαζε πολύ ο ρόλος του δασκάλου. Είχε την απαραίτητη ηρεμία και ήξερε πώς να δείχνει κατανόηση. Και προφανώς έκανε ό,τι έκανε απλά και μόνο επειδή το αγαπούσε. Έτσι όπως τον παρατηρούσα, αδιάκριτα, έμοιαζε απόλυτα σοβαρός, αλλά έδειχνε κιόλας έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γελάσει. Και γέλασε.
«Τελείωσα, ασπρουλιάρη», του είπε ένας μαύρος μεσήλικας άντρας, κουνώντας πέρα-δώθε ένα μάτσο άδετες σελίδες, και προκαλώντας τη γενική ευθυμία. Στη στιγμή όμως σοβάρεψαν όλοι και πάλι. Έσκυψαν στα τετράδιά τους και συνέχισαν να γράφουν. Μια έκθεση, μια ιστορία, ένα δοκίμιο, ένα στιγμιότυπο της μνήμης; Δεν έχω ιδέα. Ποτέ δεν έμαθα.
Απ’ ό,τι κατάλαβα όμως δεν ήταν και πολύ δύσκολα τα μαθήματα που δίδασκε. Μάθαινε στα παιδιά τα πρώτα τους γράμματα και τους βασικούς κανόνες της αριθμητικής, στους μετανάστες τις πρώτες τους βασικές λέξεις στη νέα γλώσσα, έδινε στους γηραιότερους μια καινούρια ευκαιρία στη ζωή. Τόσο απλά.
Μιάμιση ώρα περίπου κράτησε η παράσταση -ναι, έτσι ακριβώς φάνταζε στο βλέμμα μου- και πέρασε σαν τίποτα, σαν λίγα δευτερόλεπτα στην απεραντοσύνη του χρόνου. Μετά, άρχισε το σώου. Πήγε ένας ψηλός μαύρος άντρας, που θύμιζε πρωταγωνιστή γκανγκστερικής ταινίας, κάθισε στο πιάνο, σήκωσε τα μανίκια του και άρχισε να παίζει. Οι νότες ξεχύνονταν σε εξωφρενικούς ρυθμούς κάτω από τα χέρια του, δονώντας το χώρο πέρα ως πέρα, αναγκάζοντάς τους όλους να σηκωθούν και ν’ αρχίσουν να χορεύουν. Τα παιδιά, όπως ήταν φυσικό, το γλεντούσαν από όλους πιο πολύ. Έκαναν απίθανες φιγούρες και κωλότουμπες, φώναζαν και γελούσαν, ενώ οι μεγαλύτεροι απλά προσπαθούσαν ν’ ακολουθήσουν το ρυθμό. Η μουσική, σα γλώσσα του σώματος παγκόσμια, τους ένωνε. Στο άκουσμά της έσβηναν μεμιάς χώρες, πρόσωπα, αναστολές, συνήθειες, καταγωγές και χρώματα, όλοι και όλα γίνονταν ένα. Δεν άντεξα για πολύ, σύντομα μπήκα κι εγώ στον τρελό χορό. Γελούσα μαζί τους, στροβιλιζόμουν, χοροπηδούσα κι έπεφτα, ένιωθα κάθε στιγμή που περνούσε, όλο και πιο πολύ, την ευτυχία να ξεχειλίζει από μέσα μου, να με τυλίγει, και μαζί με μένα να τυλίγει κι όλους αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω μου, τα μέλη της άγνωστης οικογένειάς μου. Επιτέλους ζω, σκεφτόμουνα. Επιτέλους ζω, ξεφώνιζε όλο μου το είναι. Επιτέλους ζω!
Όσο για κείνον, όλη αυτή την ώρα στεκότανε σε μια γωνιά, με κοιτούσε και χαμογελούσε πλατιά, το πρόσωπό του φώτιζε μια ικανοποίηση, που δε θέλησε ούτε στιγμή να κρύψει. Ναι, μου φώναζαν τα μάτια του. Ναι, μου κραύγαζαν άηχα τα χείλη του. Ναι!

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 2

Μέσα σε έξι μήνες είχα μεταμορφωθεί -εκείνος με μεταμόρφωσε- με έκανε κάποια άλλη. Ή, όπως εκείνος επέμενε, απλά έγινα αυτή που πάντα κατά βάθος ήθελα να είμαι: μια απλή νέα γυναίκα. Είχα άλλωστε μπουχτίσει με τους πάντες και τα πάντα. Είχα από καιρό βαρεθεί να είμαι σαν ένα παιχνίδι στα χέρια των γονιών μου και το τρόπαιο ανύπαρκτων ερώτων, το οποίο τους άρεσε να περιφέρουν από τη μια δεξίωση στην άλλη, από το ένα πάρτι στο επόμενο, και να το επιδεικνύουν.
Τους ξένισε όλους εκείνη η ξαφνική αλλαγή, ακόμη κι εμένα την ίδια. Ποτέ δε θεωρούσα τον εαυτό μου ικανό να κάνει κάτι τέτοιο: ν’ αφήσει πίσω του όλα όσα ήξερε, να παρατήσει τα λούσα και τη δήθεν καλή ζωή, και να δοθεί με ψυχή και με σώμα σ’ ένα φτωχό φοιτητή, που στον κόσμο που ζούσε μέχρι τότε δε θα μπορούσε τίποτα να προσθέσει. Κι όμως, μου τα πρόσφερε όλα. Όλα όσα χρειαζόμουνα, όλα τα αληθινά, δίχως να μπορώ καν να τα ονοματίσω. Καθόταν με τις ώρες και με άκουγε και μου μιλούσε. Πάντα χαμογελούσε, εκτός όταν θυμόταν τους νεκρούς του γονείς, οπότε το βλέμμα του λίγο συννέφιαζε. Και πάντα είχε ένα καλό λόγο για μένα, προσπαθούσε να με βοηθήσει να ξεπεράσω τον εαυτό μου και τα δεσμά του πλούτου μου, να μου δώσει το κουράγιο ν’ αντικρίσω τη ζωή όπως ακριβώς είναι. Χάρη σ’ αυτόν έμαθα να ζητώ όλο και πιο λίγα, ενώ οι εξίσου πλούσιες με μένα πρώην κολλητές μου συνέχιζαν να παραπονιούνται πως δεν είχαν αρκετά. Άλλαξε την οπτική μου ο Άντι, μου άνοιξε τα μάτια, με δίδαξε πώς να αγαπώ αληθινά, με έμαθε να κάνω έρωτα από την αρχή. Καθαγίασε τον έρωτα.
Όλα σε σένα τα χρωστώ, του ψιθυρίζω κάθε τόσο, τώρα που δεν είναι πια εδώ, και από μέσα μου πολύ τον ευχαριστώ. Και τότε μου φαίνεται ν’ ακούω τη φωνή του στο κεφάλι μου απαλά να με αποπαίρνει, να μου λέει ότι δε χρωστώ τίποτα και σε κανένα, εκτός… από εκείνους που με έχουν ανάγκη. Αχ ρε Άντι! Ίσως εξαιτίας του τώρα να ζω μια σχετικά δύσκολη και φτωχική ζωή, αλλά τουλάχιστον έχει επιτέλους κάποιο σκοπό, ξεχειλίζει ουσία.
Κάθε φόρα που τον σκέφτομαι δακρύζω, κι ας από τότε έχουν περάσει πολλά φεγγάρια, χρόνια, εποχές. Δακρύζω και μετά χαμογελώ. Πιο έντονα από καθετί άλλο στη σχέση μας, στην κοινή μας ζωή, θυμάμαι εκείνο το πρώτο ταξίδι στη γενέθλια πόλη του, τριακόσια πενήντα μίλια μακριά, μ’ ένα κόκκινο παλιό σεβρολέτ. Εμείς, ο ήλιος και τα σύννεφα του δειλινού, το φεγγάρι και τ’ αστέρια της πρωίμης νύχτας, ο ατέλειωτος δρόμος και στο ραδιόφωνο τραγούδια νέγρικα, τώρα πια και για μένα αγαπημένα. Σαν όνειρο. Σαν της ζωής τη μαγεία.
«Εδώ ξεκίνησαν όλα», μου είπε, σχεδόν με περηφάνια, όταν φτάσαμε σ’ εκείνο το μέρος, που έμοιαζε να είχε ξεφυτρώσει απ’ το τίποτα στη μέση του πουθενά – ένα απομεινάρι του χθες που έκλεινε το μάτι στο σήμερα. Ένας μακρύς φιδωτός δρόμος και διάφορα στενά δρομάκια έμοιαζε να είναι όλη κι όλη η πόλη. Το Σοβέτο, στη Βιρτζίνια. Τα μόνα κτήρια που ξεχώριζαν, τόσο για την αρχιτεκτονική τους όσο και επειδή δεν ήταν φτιαγμένα από ξύλο, ήταν το δημαρχιακό μέγαρο, στην κορυφή του οποίου κυμάτιζε η αστερόεσσα, και το εμπορικό κέντρο, που έμοιαζε μια μικρογραφία αυτών των μεγαλουπόλεων, χωρίς φυσικά τις υπερβολές των τελευταίων. Όπως θα αντιλαμβανόμουνα πολύ σύντομα η πόλη δεν ήτανε τόσο μικρή όσο φανταζόμουνα, καθώς τα όριά της επεκτείνονταν για μίλια και μίλια μακριά, προς κάθε κατεύθυνση, όπου υπήρχαν εγκατεστημένες φάρμες εκτροφής ζώων, αλλά και παραγωγής γεωργικών προϊόντων. Σε μια ακριβώς απ’ αυτές τις φάρμες, τη μικρότερη ίσως, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Άντι.
Το σπίτι δεν ήταν μικρό, αλλά ούτε και μεγάλο. Κτισμένο ολάκερο από ξύλο, όπως όλα τ’ άλλα, κάλυπτε ένα απόμερο, αλλά όχι ολότελα απομονωμένο κομμάτι γης, το οποίο περιέβαλλε ένας μεγάλος, όπως φαίνονταν, αλλά παραμελημένος στο πέρασμα του χρόνου κήπος.
«Σα να βρίσκομαι σε μια παλιά ταινία, ή μάλλον σε κάποια τηλεοπτική σειρά, στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι», του είπα, αναθυμώμενη τα παιδικά μου χρόνια, κι εκείνος χαμογέλασε τη συμφωνία του.
Δε μας πήρε και πολύ να ξεφορτώσουμε τα μπαγκάζια μας και τα τρόφιμα που είχαμε αγοράσει από το εμπορικό της πόλης. Αμέσως μετά άρχισε να με ξεναγεί στα δωμάτια και να μου αφηγείται ιστορίες και αναμνήσεις από την εκεί ζωή του.
«Αυτό είναι το δωμάτιο των γονιών μου».
Μου άνοιξε την παλιά πόρτα για να μπω σ’ ένα χώρο που έμοιαζε ανέγγιχτος απ’ το χρόνο, που κάπου θύμιζε μια παλιά λιθογραφία. Μπήκα μέσα σιγοπατώντας, σχεδόν επιφυλακτικά, λες κι έκανα ένα βήμα στα μονοπάτια του χθες και δεν ήθελα με τίποτα να ξυπνήσω τα φαντάσματα που κοιμούνταν εκεί. Εκείνος με ακολούθησε σιωπηλός, στεγνός από εξηγήσεις, καθώς άρχιζα να περιεργάζομαι τα πάντα, ορατά και αόρατα, να προσπαθώ να δω το παρελθόν μέσα από τα γνωστικά του μάτια. Τους τοίχους στόλιζαν κεντήματα, παιδικές ζωγραφιές, παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Στάθηκα μπροστά σε μια απ’ αυτές και παρέμεινα να την κοιτώ για ώρα -με είχε μαγνητίσει- προσπαθώντας να μαντέψω τα μυστικά που μου έκρυβε – γιατί ναι, ήμουνα απόλυτα σίγουρη ότι αυτή είχε τη δική της ιστορία να πει, το δικό της κρυφό ν’ αποκαλύψει.
«Δε μου είπες ότι έχεις αδελφή», παρατήρησα τελικά μ’ ένα παράπονο.
«Δεν είναι αδελφή μου», απάντησε και πήγε και κάθισε στο παλιό ξύλινο διπλό κρεβάτι. Έσκυψε για λίγο το κεφάλι, το σήκωσε, κοίταξε το τοπίο της φύσης που απλωνόταν έξω απ’ το παράθυρο, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό, λίγο χαμογέλασε, και συνέχισε. «Η δική της είναι μία ακόμη πονεμένη ιστορία, απ’ αυτές που θα ακούσεις όπου σταθείς κι όπου βρεθείς σ’ αυτή την πόλη. Η μάνα της Σάρας πέθανε στη γέννα, μόνη και αβοήθητη, κι ο πατέρας της δέκα χρόνια μετά στα μεταλλεία. Δεν είχε άλλο κανένα στον κόσμο, κι έτσι η οικογένειά μου ανέλαβε την ευθύνη της, αφού οι δικοί μου ήταν πολύ καλοί φίλοι με τον μακαρίτη. Την υιοθέτησαν λοιπόν και την έκαναν κόρη τους, και την έκαναν αδελφή μου. Τότε δεν περνούσε από κανενός το μυαλό η ιδέα ότι σύντομα θ’ ακολουθούσε ο πατέρας μου το φίλο του στον κάτω κόσμο. Έτσι μείναμε πίσω εγώ, στα δεκαπέντε μου χρόνια, η κακόμοιρη η μάνα μου, που ήδη πάλευε απεγνωσμένα με την αρρώστια, και η μικρή, που έγινε τρεις φορές ορφανή και σύντομα θα γίνονταν και τέταρτη».
Η φωνή του μόλις και ακουγόταν. Πήγα και κάθισα δίπλα του. Τον αγκάλιασα. Το κορμί του έμοιαζε σφιγμένο, λες και περνούσαν από μέσα εκεί τα κύματα του πόνου, ψάχνοντας εσπευσμένα κάποιο διέξοδο. Τα μάτια ωστόσο παρέμεναν στεγνά, κανένας λυγμός δεν του τάραζε το σώμα. Του χάιδεψα το μάγουλο, τον φίλησα στα μαλλιά. Έπρεπε να συνεχίσει να μου μιλά. Έπρεπε. Το χρωστούσε σε μένα, επειδή ήθελα να μάθω. Το χρωστούσε στον εαυτό του, αφού το είχε ανάγκη να ξαλαφρώσει.
«Τη μεγάλωσες εσύ λοιπόν;»
«Εγώ και όλη η πόλη, λιγότερο ή περισσότερο. Οι φίλες της μάνας μου, οι συνάδελφοι του πατέρα μου, η κυρία Ρόντα – αυτήν σίγουρα θα τη γνωρίσεις. Αν είναι ένα πράγμα για το οποίο είμαι περήφανος για τούτη την πόλη, Χοπ, είναι οι άνθρωποί της. Εδώ η αλληλεγγύη αποτελεί τον κανόνα, όχι την εξαίρεση. Αν δε βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, αν δεν του στέκονταν στα δύσκολα, θα είχε σίγουρα σβηστεί απ’ το χάρτη».
«Δηλαδή, σου έδιναν και λεφτά; Πώς τα έβγαζες πέρα;»
«Όχι, δε μου έδιναν λεφτά. Πού να τα έβρισκαν κι αυτοί; Πώς να τους περισσέψουν, σε μια πόλη γεμάτη χήρες και ορφανά; Απλά δούλευα, όπως πάντα, αλλά λίγο περισσότερο. Αυτά που έβγαζα όμως ποτέ δεν ήταν αρκετά -αφού πήγαινα και στο σχολείο, το οποίο δεν ήθελα με τίποτα να παρατήσω- έτσι έπρεπε να ψάχνω συνεχώς καινούριους τρόπους για να τα φέρνω βόλτα. Ευτυχώς η Σάρα δεν ήταν ποτέ ιδιότροπο παιδί, ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλωσε με στερήσεις και ορφανή, και βοηθούσε όσο μπορούσε. Δε θα ήταν υπερβολή να σου πω ότι ίσως αυτή ήταν η στερνή χαρά στη ζωή της μάνας μου. Πάντα τα κατάφερνε και την έκανε να χαμογελά, ακόμη και όταν ο πόνος της κατέτρωγε τα σωθικά, και στο τέλος της συμπεριφέρθηκε καλύτερα από κάθε κόρη. Λίγο προτού ξεψυχήσει παράτησε ακόμη και το σχολείο, στο οποίο ήταν η καλύτερη μαθήτρια, για να μη λείψει στιγμή απ’ το πλευρό της, για να μην την αφήσει να πεθάνει μόνη, όπως πέθανε κι η δική της μάνα. Καθόταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι όταν πέθανε. Εκείνη της έκλεισε τα μάτια. Πρώτη την έκλαψε και από τη μια μέρα στην άλλη μεταμορφώθηκε από ένα μικρό κορίτσι, σε μια ώριμη γυναίκα. Ήταν δώδεκα χρονών όταν συνέβηκε αυτό. Χρωστώ πολλά στη Σάρα…».

Συνεχίζεται

υ.γ. Θα ανεβάζω τα νέα κεφάλαια κάθε Δευτέρα και Πέμπτη

Τρίτη 22 Ιουνίου 2010

Όλα αυτά που χάσαμε - Κεφάλαιο 1

Όλα άρχισαν απ’ τον καιρό που ήμουνα μικρή, μια στάλα στον ωκεανό της ανθρωπότητας, όλα τέλειωσαν την εποχή που αρνιόμουνα πεισματικά να μεγαλώσω. Έτσι απλά, πάντα σαν παιδί ένιωθα. Παρά τα ποτά, την υψηλή μας τάχα κοινωνία, τις αναγκαίες λυκοφιλίες, τις ψευδαισθήσεις ευτυχίας και τα ναρκωτικά που διακινούνταν ελεύθερα στους κύκλους μας, χαρίζοντάς μας παροδικές στιγμές ευχαρίστησης και γεμίζοντας τις τσέπες των έμπορων και τα ταμεία των πολυτελών κλινικών αποτοξίνωσης με χρήμα. Τότε ακριβώς, που βούλιαζα ανατέλλοντας, ήταν που τον γνώρισα.
Ο Άντι δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους γνωστούς μου -φίλους δεν είχα τότε- αφού ήταν σα να μην ανήκε εκεί. Εκεί που ήμασταν εμείς δηλαδή. Σ’ εκείνο το μεγάλο πανεπιστήμιο όπου τα καλομαθημένα πλουσιόπαιδα ήταν η πλειοψηφία, κι αυτά που όριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτουνού, του μετεωρίτη στη δική μας πραγματικότητα, δεν ήτανε το χρήμα και οι αόρατοι γονείς-προστάτες που του άνοιξαν το δρόμο, αλλά η σκληρή δουλειά κι η θέληση για μάθηση, η αφοσίωση σ’ ένα όνειρο που απαιτούσε μεγάλες κι ατελείωτες θυσίες για να βγει αληθινό, οι σχεδόν απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε, οι οποίες τον έκαναν περισσότερο άνθρωπο απ’ τον καθένα μας. Όπως θα μου έλεγε στο σύντομο μέλλον η λειψή υποτροφία που διέθετε δεν ήταν αρκετή για να τον κρατήσει εκεί, έτσι για να τα φέρει βόλτα έκανε δουλειές του ποδαριού εφτά μέρες τη βδομάδα – τρέχοντας ουσιαστικά απ’ τη σχολή στη δουλειά, κι απ’ τη δουλειά στη σχολή ξανά και ξανά, χωρίς καμία ανάσα. Κι όμως πάντα χαμογελούσε. Αυτό ακριβώς, το χαμόγελό του, ήταν που με προσέλκυσε σ’ εκείνον, που μ’ έκανε δίχως τύψεις κι ενοχές να ξεφύγω απ’ τη συνεχή πολιορκία και το δίχως τέλος μουρμουρητό των δήθεν φιλενάδων μου. Αλλά και το βλέμμα του. Ένα βλέμμα που έσταζε, κατά κάποιο παράξενο τρόπο, θλίψη και χαρά την ίδια ώρα, ειρωνεία και ζεστασιά, οργή και ευτυχία – ένα βλέμμα που έμοιαζε, όπως αποφάσισα, να είναι αποκλειστικά στραμμένο στο μέλλον. Αυτός ο άνθρωπος έχει ένα σκοπό στη ζωή του, θυμάμαι σκέφτηκα, την πρώτη φορά που τον πρόσεξα, και μελαγχόλησα. Ένα σκοπό που εγώ δεν είχα ποτέ, αφού το δικό μου μέλλον ήταν προ πολλού αποφασισμένο, ίσως από τότε που πήρα την πρώτη ανάσα μου στον αποστειρωμένο αέρα της κλινικής. Ένιωσα να τον ζηλεύω, έτσι στα ξαφνικά, δίχως να ξέρω τα τι και τα γιατί του, χωρίς να έχω ιδέα ακόμη για τα όσα περνούσε. Ίσως όλα στη ζωή μου να συνέβησαν τελικά βάσει σχεδίου, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: για να βρεθώ εκεί εκείνη τη στιγμή, για να τον δω, για να μου κινήσει την περιέργεια, για ν’ αναρωτηθώ επιτέλους για της δικής μου ζωής την ουσία.
Δεν του μίλησα εκείνη την ημέρα -έτσι όπως τον έβλεπα να κάθεται απέναντί μου στην καφετέρια και να διαβάζει, να σηκώνει το βλέμμα και να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο- αλλά ούτε και τις επόμενες. Τι να του έλεγα άλλωστε; Τίποτα! Δεν είχα τι να του πω, δεν ήξερα πώς να του μιλήσω. Εξάλλου, όσο κι αν συχνά-πυκνά σαχλαμάριζα με τ’ άλλα κορίτσια, γλυκές παρενέργειες της νιότης, ήμουν κατά βάθος ντροπαλή, δε θα τολμούσα ποτέ να τον πλησιάσω. Εκτός κι αν παίζαμε Αλήθεια ή Τόλμη. Τότε ίσως και να το έκανα. Δεν παίζαμε όμως έτσι, συνέχισα να τον παρατηρώ, προσπαθούσα να μαντέψω τι σκέφτεται, νοιαζόμουνα να μάθω ποιος είναι, δίχως ποτέ να δείξω ότι ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν. Αλλά, όπως είπα, ήταν διαφορετικός, ένας ξένος στον κόσμο μας, πώς θα μπορούσα εγώ να εισβάλω στο δικό του; Αν δεν έπαιρνε εκείνος την κατάσταση στα χέρια του, αν δε μου μιλούσε, ίσως να μην τον γνώριζα ποτέ, ίσως να παρέμενε ένα όνειρο της μέρας. Κι αν δεν τον γνώριζα ίσως κι εγώ τώρα να ήμουνα κάποια άλλη, ίσως να ταίριαζα απόλυτα στο καλούπι που είχαν φτιάξει για μένα. Ίσως, λέω.
«Γιατί είσαι πάντα τόσο λυπημένη;» με ρώτησε, ξαφνιάζοντάς με, βγάζοντάς με λες μέσα από ένα όνειρο. Αυτό πρέπει να συνέβηκε δυο βδομάδες μετά. Μετά από την ημέρα που τον πρωτοείδα. Καθόμουνα, όπως και τότε, μόνη σ’ ένα τραπέζι στην καφετερία του πανεπιστημίου και κοιτούσα ένα βιβλίο. Απλά το κοιτούσα, απόλυτα αφημένη και αφηρημένη, δεν το διάβαζα. Στην αρχή πήγα να θυμώσω -ποιος στο διάολο ήταν αυτός και ποιος του έδωσε το δικαίωμα να μου μιλήσει;- αλλά όταν σήκωσα το βλέμμα και τον είδα, άθελά μου χαμογέλασα. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη φωνή του και μπορώ να πω ότι του ταίριαζε απόλυτα! Τα γκρίζα μάτια του συνέχισαν να με κοιτάνε ερωτηματικά, αλλά όχι πιεστικά, με μια κρυφή λες κατανόηση.
«Δεν ξέρω τι να σου πω», του απάντησα και του πρότεινα καθίσει, αφού ήμουνα σίγουρη ότι αν δεν το έκανα δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα να το ζητήσει ο ίδιος. Κάθισε αμίλητος και άρχισε να με παρατηρεί αδιάκριτα, ακριβώς άλλωστε όπως τον παρατηρούσα κι εγώ. Έμοιαζε λίγο με αγροτόπαιδο, ξέρετε, όπως ο Κλαρκ Κεντ παύλα Σούπερμαν στο Smallville: λίγο εύθραυστος, με μάτια υγρά και φωτεινά και μια μικρούλα ρυτίδα στο μέτωπο, ψηλός και πολύ γεροδεμένος. Φορούσε ένα κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι από το οποίο ξεπρόβαλλαν δύο μπράτσα δυνατά -που σίγουρα δεν ήταν κατασκευασμένα από τους ειδικούς σε κάποιο γυμναστήριο- αδιάψευστοι μάρτυρες μιας δύσκολης ζωής.
«Είμαι ο Άντι», μου συστήθηκε πρώτος.
«Είμαι η Χοπ και είμαι χόπλες», του απάντησα αποτολμώντας ένα αστείο, και χαμογελώντας σχεδόν με συστολή. Γέλασε λίγο. Αλλά αντί να με κάνει να χαλαρώσω το γέλιο του μ’ έκανε να νιώσω αμήχανα, και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Εκείνος όμως μάλλον μπορούσε -ίσως να ήταν το βλέμμα του, το οποίο ένιωθα να με διαπερνάει- και βιάστηκε να μου προσφέρει με μια ερώτηση φαινομενικά αδιάφορη, το διέξοδο που αναζητούσα.
«Τι σπουδάζεις;»
«Διοίκηση επιχειρήσεων. Εσύ;»
«Νομικά. Επιλογή της μαμάς ή του μπαμπά;» Σα να μου φάνηκε λίγο ειρωνική η φωνή του, αλλά το χαμόγελο που τη συνόδευε, κι εκείνα τα μάτια του που έμοιαζαν να στάζουν καλοσύνη, δε μου επέτρεψαν να του κακιώσω.
«Του μπαμπά». Χαμογέλασα σχεδόν ντροπιασμένη, σαν μικρό παιδί, ίσως και να κοκκίνισα κιόλας. Αλλά δεν άργησα να συνέλθω και να τον ρωτήσω: «Η δική σου;»
«Δική μου!»
«Απόλυτα;»
«Απόλυτα. Θέλω κάποια μέρα να το παίξω Ρομπέν των Πολυκατοικιών, αλλά χωρίς τις κλεψιές. Αν δε με καταπιεί το σύστημα δηλαδή. Όπως τόσους άλλους». Έμοιαζε να αυτοσαρκάζεται, αλλά όχι, σοβαρά μιλούσε. Το έβλεπα στα μάτια του που για λίγο σκοτείνιασαν. Εννοούσε αυτά που έλεγε, στο μυαλό μου δε χωρούσε αμφιβολία καμιά.
«Κι οι δικοί σου; Τι λένε αυτοί; Σίγουρα θα προτιμούν να σε δουν ένα πετυχημένο δικηγόρο σε μεγάλη εταιρεία παρά σαν ένα μοναχικό καβαλάρη». Του χαμογέλασα. Και το χαμόγελό μου αμέσως έσβησε.
«Πέθαναν. Ο πατέρας θάφτηκε κάτω από τα πετρώματα ενός μεταλλείου που κατέρρευσε στα Απαλάχια, ενώ η μάνα μου, πέθανε κι αυτή πολύ νέα, από καρκίνο». Τα είπε πολύ απλά αυτά, δίχως να κομπιάσει καθόλου, ίσως και με κάποιου είδους απάθεια. Ή είχε ήδη ξεπεράσει εντελώς τον πόνο, ή απλά ήθελε να τον κρατήσει αποκλειστικά για τον εαυτό του. Ή, ίσως, να ήταν, στο τέλος της μέρας, πολύ καλός υποκριτής, οπότε κάποτε στο μέλλον θα γίνονταν ένας λαμπρός δικηγόρος.
Του είπα τις σκέψεις μου και γέλασε δυνατά, με την καρδιά του.
«Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι», παραδέχτηκε αμέσως μετά, «αλλά μάλλον δίκιο έχεις. Δεν είναι ότι δεν πονώ πια -πώς θα μπορούσα άλλωστε να σβήσω τελείως, από μέσα μου, τον πόνο της απώλειάς τους;- αλλά, όπως και να το κάνουμε, δεν μπορείς να ξοδεύεις μια ζωή θρηνώντας για τα περασμένα. Εξάλλου το χρέος μου…».
Το χρέος του! Άφησε την πρόταση στη μέση -σαν ένα μυστικό που αρνιέται πεισματικά να βγει στο φως- να πλανιέται στον αέρα. Μια αμήχανη σιωπή ήρθε να πάρει τη θέση της, ανάμεσα στα κενά των σκέψεων και τις ανείπωτες λέξεις, αλλά δεν κράτησε για πολύ. Σε λίγο σηκώθηκε, κάπως σκεφτικός και λυπημένος, για να φύγει λέγοντάς μου ότι είχε δουλειά, αλλά παράλληλα δίνοντάς μου μια υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούμε.
Τι παράξενος άνθρωπος, σκεφτόμουνα καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται. Στ’ αλήθεια, τι παράξενος! Αλλά μου έδωσε τόση χαρά, με την παρουσία του και μόνο, με τα χαρούμενα και θλιμμένα χαμόγελά του. Το αντιλήφθηκα με έκπληξη αυτό, με μια μικρή δυσκολία το ομολόγησα στον εμβρόντητο εαυτό μου. Ναι, χάρηκα που τον γνώρισα. Χάρηκα πολύ, που μίλησα μαζί του και τον άκουσα, έστω και για τόσο λίγο. Ήταν αλλιώς κι αλλιώτικος αυτός. Ήτανε… Δεν ήξερα τι ήτανε, αλλά θα το μάθαινα σιγά-σιγά, τις επόμενες μέρες, τους επόμενους μήνες, αφού θα μ’ έπαιρνε απ’ το χέρι απαλά και -κάτω από τα απεγνωσμένα μάτια των γνωστών μου- θα μου έδειχνε μια άλλη όψη της ζωής. Εκείνη που τα κανάλια που έβλεπαν οι γονείς μου στην τηλεόραση ποτέ δε μας έδειχναν. Εκείνη που κρυβόταν πίσω από τις φωτεινές διαφημίσεις, τις μεγαλοπρεπείς βιτρίνες και τις πλατιές λεωφόρους της πόλης μας. Της κάθε πόλης.

Συνεχίζεται

Η φωτογραφία κλεμμένη από εδώ

υ.γ. Χάθηκα τον τελευταίο καιρό, αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή. Τα γραπτά προηγούνται των μπλογκς και θα συνεχίσουν να το κάνουν μάλλον για πολύ καιρό ακόμη. Μου έχουν λείψει κάποιοι από τους φίλους και η επαφή εδώ μέσα, αλλά αυτά έχει η ζωή. Εύχομαι να είστε πάντα καλά.