Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Μόνος και προδομένος

Τον παρατηρώ προσεκτικά, μα αδιόρατα, καθώς κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι μοναχός, σκυφτός και σκεφτικός και λυπημένος, παρέα με τη μοναξιά και το πικρό παράπονό του. Πίστευε ο δόλιος ότι είχε φίλους, αλλά όλοι μεμιάς τον παράτησαν. Η αλήθεια είναι πώς νόμιζε ότι είχε αγοράσει φίλους, φίλους καλούς και χρήσιμους, για κάθε ώρα και στιγμή, αλλά έκανε μεγάλο λάθος. Δεν πρόλαβε να μάθει ο κακόμοιρος ότι η φιλία ποτέ δεν αγοράζεται, ο οίκτος ίσως ναι.
Τώρα το βλέμμα του μοιάζει κρυστάλλινο, σχεδόν παγωμένο, θλιβερά μαρτυριάρικο, διόλου αδιαπέραστο, καθώς κάποια δάκρυα ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το δρόμο τους προς τον έξω κόσμο.
Θυμάται με σφιχτά σφαλιστά τα χείλη, με μια νυσταλέα οργή, το προηγούμενο βράδυ, τότε που ένιωθε ότι ήταν ο βασιλιάς του κόσμου, τότε που ήταν τόσο ανεβασμένος στους εφτά ουρανούς των γλυκών του ψευδαισθήσεων, που δεν είχε καν αντίληψη τι συνέβαινε γύρω του. τότε που πίστευε ότι όλα αγοράζονται και πωλούνται, φτάνει να έχει κανείς τα σωστά κίνητρα, τις σωστές δόσεις. Για ώρες πολλές και με πλατιά χαμόγελα, μοίραζε γύρω του, σε όλους, γνωστούς και άγνωστους, γενναιόδωρα τις άσπρες χήρες. Για ώρες πολλές έτρεφε με χόρτο τα ψεύτικα πιστεύω του. Για ώρες πολλές ένιωθε βαθιά μέσα του, στο τριπαρισμένο μέσα του, πώς ανήκε σε μια μεγάλη ανοιχτόκαρδη παρέα. Κι όταν ήρθε το τέλος της βραδιάς ένιωθε υπέροχα, ένιωθε να ταξιδεύει με μια συντροφιά εκλεκτή, σε κόσμους που ποτέ του δε φαντάστηκε. Ένιωθε, επίσης, ο δόλιος πώς βρήκε κάποιους στους οποίους θα μπορούσε να πουλήσει τα ψεύτικα όνειρά του, αλλά κι ό,τι ανακάλυψε επιτέλους μια γυναίκα για να γεμίσει, για να δώσει ζωή, στο μοναχικό του το κρεβάτι.
Κάποτε, ωστόσο, ξημέρωσε η επόμενη μέρα, και καθώς τα σουρεαλιστικά χρώματα κι οι σκοτοδίνες του μυαλού άρχισαν να υποχωρούν και να διαλύονται, καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι χθεσινοί φίλοι στην κραιπάλη αρνούνταν να τον ακολουθήσουν σε μία ακόμη περιπέτεια, καθώς μια μαυρίλα ανείπωτη άρχισε να του πλακώνει τη μοναχική ψυχή, πήρε να καταρρέει.

Κάθεται μόνος, σιωπηλός, παραπονεμένος, μ’ ένα αγκάθι στην καρδιά να τον ματώνει, ενώ η ζωή γύρω του είναι πολύχρωμη. Το μάτι γυάλινο, το κορμί να ιδρώνει, η ανάγκη να γίνεται οδυνηρή, αβάστακτη. Πού να στραφεί; Σε ποιον; Να πει τι; Αφού, είναι πια και σ’ εκείνον φανερό, ότι στον κόσμο ετούτο δεν είναι παρά ένα άθλιο της ζωής κλοτσοσκούφι.
Πού και πού στο βλέμμα του πάει ν’ ανάψει μια σπίθα οργής, αλλά δε φαίνεται να τα πολυκαταφέρνει, αφού είναι αδύναμος. κάθε λεπτό που περνά όλο και πιο πολύ. Πρέπει να βρει οπωσδήποτε τη δόση του, μια οποιαδήποτε δόση, τη δόση που θα τον λυτρώσει. Πρέπει… Πρέπει να φύγει από κει. Τώρα! Ρωτά τον ένα μετά τον άλλο τους χθεσινούς φίλους αν μπορούν να τον πάνε κάπου με τ’ αμάξι τους – ο ίδιος δεν οδηγά. Όλοι αρνούνται. σήμερα έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν. Τελικά, φεύγει με τα πόδια. Περπατάει αργά, τρεκλίζει και παραμιλά. Και πέφτει, πέφτει, πέφτει. Χάνει τις αισθήσεις του και τις ξαναβρίσκει. Προσπαθεί να δραπετεύσει σ’ ένα όνειρο, που δεν μπορεί, ωστόσο, να εντοπίσει. Πέφτει. Και κανείς δεν είναι εκεί για να του δώσει ένα χέρι βοήθειας, για να τον σηκώσει. Κείτεται λιπόθυμος στη νυχτερινή άσφαλτο, μόνος και προδομένος, απ’ τον εαυτό του.

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Ιστορία μιας ζωής

Της πέθανε! Ο άντρας της, της ζωής το άλλο -το καλύτερο- μισό, πήγε και της πέθανε. Ο μοναδικός άντρας που γνώρισε στη μεγάλη, τη μακρόχρονη ζωή της. Ο άντρας που τη γνώρισε κορίτσι και που την έκανε γυναίκα. Πώς να ζήσει τώρα πια;
Εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια έζησαν μαζί. Για εξήντα έξι χρόνια μοιράζονταν τις ίδιες χαρές, τα ίδια βάσανα, τις ίδιες γιορτές, τις ίδιες λαχτάρες, τις ίδιες λύπες κι αγωνίες. Ήταν στ’ αλήθεια ο ένας για τον άλλο ο καλύτερος φίλος, ο σύντροφος ο ιδανικός. Μαζί γέννησαν και μεγάλωσαν πέντε παιδιά κι έθαψαν δύο, κι απέκτησαν και μια ντουζίνα εγγόνια, που τους έκαναν πολύ-πολύ ευτυχισμένους. Πάντα μαζί ήτανε οι δυο τους, όλα μαζί τα κάνανε. τα σωστά τους και τα λάθη τους.
Όταν τον είδε για πρώτη φορά, όταν τον πρωτογνώρισε, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μ’ εκείνο τον άνθρωπο θα ζούσε τόσα πολλά, τόσα καλά, όμορφα και δύσκολα χρόνια. Σαν παράξενος και νεραϊδοπαρμένος φάνταζε στ’ αθώα, τότε, μάτια της ο Γιώτης. Ήταν ένας νέος όμορφος και γεροδεμένος, που έμοιαζε ανέμελος και του κεφιού πολύ. η αλήθεια είναι ότι ούτε και της μάνας της δεν της πολυγέμιζε το μάτι, αλλά ο κύρης της, άντρας βαρύς και λιγομίλητος, από εκείνους που δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους κι αντίρρηση καμία, επέμενε ότι μ’ αυτόνανε θα ευτυχήσει.
Έτσι, θέλοντας και μη, τον παντρεύτηκε. Και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά λέμε, έγινε ευτυχισμένη, καθώς έπαιρνε κέφι απ’ το κέφι του, ενέργεια απ’ την ενέργειά του, πάθος απ’ το πάθος του. Ο Γιώτης ένιωθε κι έδειχνε πάντα κεφάτος και γιομάτος ζωή, ποτέ μαγκούφης και λυπημένος, και άρχισε σιγά σιγά και η Μαριώ να μπαίνει στους ρυθμούς του. Κάθε μέρα που περνούσε έμοιαζε να μεγαλώνει κι η αγάπη της για κείνον, μέχρι που κάποτε έφτασε να τον λατρεύει. Ήτανε δουλευταράς και ντόμπρος, κι άνθρωπος καλός, από τους λίγους. Ένας χεροδύναμος μικρός θεός. Ο θεός του κρεβατιού, του σπιτιού και της ψυχής της.
Κάποια μέρα καλοκαιρινή, που η άσφαλτος της πόλης έζεχνε κι ο αγέρας έμοιαζε κάπου στις αναμνήσεις του χαμένος, της ομολόγησε ότι βαρέθηκε τη ζωή τους εκεί, σαν πολύ αγχωτική του φάνταζε, και τη ρώτησε αν θα συμφωνούσε να πάνε να ζήσουνε κάπου μακριά, σ’ ένα μικρό νησί. Μαζί σου και στα πέρατα του κόσμου, Γιώτη μου, αποκρίθηκε, κι έτσι ξεκίνησαν, εκείνοι κι ο πρώτος τους γιος ο Βαγγέλης, για τη νέα ζωή.
Βρήκαν ένα μικρό και εγκατελημμένο από χρόνια πολλά στη μοίρα του και στα στοιχεία της φύσης σπιτάκι, το επιδιόρθωσε ο Γιώτης κι εγκαταστάθηκαν. Δουλειές δεν υπήρχαν καθόλου εκεί, αφού ήταν ελάχιστοι οι κάτοικοι, και τότε τουρίστες δεν υπήρχαν, αλλά αυτό καθόλου δεν τους αποθάρρυνε. Ο Γιώτης πότε ψάρευε, πότε ασχολιόνταν με τις καλλιέργειες, έφτιαξαν κι ένα μικρό κήπο στη μεγάλη τους αυλή, και ζούσανε πολύ απλά κι ευτυχισμένοι. Όσο για τους νησιώτες στην αρχή τους υποδέχτηκαν λίγο ψυχρά, επιφυλακτικά, αλλά κι αυτούς δεν άργησαν πολύ να τους κερδίσουν η ζεστασιά, το κέφι, κι οι ανυπόκριτοι τρόποι των νιοφερμένων.
Εκεί ανάστησαν άλλα τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες.
Όλα πήγαιναν καλά, η ζωή ένα όνειρο στο μικρό τους παράδεισο, μέχρι που ήρθε ο καταραμένος ο πόλεμος και τους χτύπησε την πόρτα. Δυο γιους έστειλαν στο μέτωπο, δεν επέστρεψε κανένας. Η Μαριώ θα τρελαινόταν απ’ τον καημό της, απ’ το φαρμάκι που την πότισε η ζωή, αν δεν είχε το Γιώτη και τ’ άλλα της παιδιά, με μισή καρδιά κι αυτά, να τη συμπαραστέκουν.
Το τέλος της βίας βρήκε την οικογένεια λυπημένη, λειψή, αλλά όσο ποτέ ενωμένη. Ο χρόνος γρήγορα πέρασε, σαν όλα – όπως τίποτα, τα παιδιά που τους απέμειναν μεγάλωσαν κι αυτά και φύγαν για την πόλη, για να σπουδάσουν και να βρουν την τύχη τους. Ο Γιώτης κι η Μαριώ εξακολούθησαν να ζουν μοναχοί, μαζί κι ευτυχισμένοι. Και δε βαριόνταν ποτέ, αφού είχαν ο ένας τον άλλο.
Έζησαν πολλούς γκρίζους κρύους χειμώνες και πολλά εκτυφλωτικά φωτεινά και ζεστά καλοκαίρια. Απέκτησαν εγγόνια, κι έφτασαν να νιώθουν στ’ αλήθεια περήφανοι, για τη φτωχή μα ολόλαμπρη ζωή τους.
Κάποιο απόμακρο πρωινό, στη δύση της ζωής τους, ξύπνησε η Μαριώ και βρήκε το Γιώτη δίπλα της, στο κρεβάτι, νεκρό. Στην αρχή νόμισε ότι την περιπαίζει, μια κι ο μπαγαπόντης έμοιαζε να χαμογελά. Ωστόσο, όντως είχε πεθάνει και σε λίγο έπιασε η κακόμοιρη το θρήνο: Όι, όι, Γιώτη μου, γιατί μου τόκανες αυτό;
Τον θάψανε την ίδια μέρα στου σπιτιού τους την πίσω την αυλή, αφού στο νησί δεν υπήρχε παπάς για να τον εψάλλει; Η Μαριώ τον ξεπροβόδισε με κλάμα γοερό όλη μέρα κι όλη νύχτα, μέχρι που το επόμενο πρωί ξεψύχησε κι εκείνη. Πήγε τον Γιώτη της να βρει!

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Τ’ όνειρο που (δε) βγήκε αληθινό

Πάντα ήθελες, λέει, να τα φτιάξεις με μια τραγουδίστρια με θεϊκή, ταξιδιάρικη, ονειρική φωνή. Όχι με κάποια διάσημη, προς θεού, αλλά να, κάποια που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πάρει στα χέρια της την κιθάρα και να σου φτιάξει το κέφι -όταν είσαι πεσμένος και στις μαύρες σου- ή, και να σε ταξιδέψει με στίχους γνωστούς και άγνωστους και μουσικές μαγικές, κάθε φορά που θα σε πιάνουν οι τάσεις φυγής.
Ποιος ξέρει, ίσως να σου ’χει μείνει απωθημένο από τότε που η Έλενα, η τρελή που κάποτε πολύ αγάπησες, έδωσε για σένα εκείνο το μοναδικό κονσέρτο στη βεράντα της, κι ας μην υπήρξατε οι δυο σας ποτέ ζευγάρι. Το επιθυμούσες κάποτε (θυμάσαι;), σε κάποια χρόνια μακρινά κι ασυγχώρητα περασμένα, σε μια άλλη πιο απλή κι ουσιαστική ζωή, να ήσουνα μαζί της, αλλά όχι τώρα πια. Την ξεπέρασες, αλλά δεν την ξέχασες. Ο έρωτας για κείνη στα μάτια σου έσβησε από καιρό, κι ας εξακολουθεί να είναι η μόνη με την οποία μπορείς να μιλήσεις με το βλέμμα. Τώρα, ψάχνεις κάποια άλλη, κάποια διαφορετική, μα που λίγο να της μοιάζει, κάποια πιο τρελή – αλλά όχι πολύ.

Τη Μαρί τη γνώρισες, ένα μπλε πανέμορφο -σαν παλιά ελαιογραφία- δειλινό, στο ορεινό Φούμπαρ, στο Πάι. Καθόταν μοναχή, μα καθόλου λυπημένη, σ’ ένα ξύλινο παλιό παγκάκι, έπαιζε την κιθάρα της και τραγουδούσε What’s going on…, καθώς ο κρυμμένος πίσω από τα αντικριστά βουνά ήλιος χρωμάτιζε τα αλλοπρόσαλλα σύννεφα, γαλήνευε τη φύση, κινούσε για κάποιους άλλους ουρανούς. Εσύ, καθόσουν όπως πάντα στο μπαρ και την παρακολουθούσες από μια απόσταση αχρείαστης ασφαλείας. Μακριά κοκκινόξανθα μαλλιά, πρόσωπο λευκό σχεδόν χλωμό -που μάλλον δεν πολυέβλεπε ο πυρπολητής ήλιος- μάτια αχνογάλαζα εκφραστικά, και κορμί λεπτό, σχεδόν ανεμικό. Πλάσμα της νύχτας, βιάστηκες να βγάλεις το πόρισμά σου.
Μετά από καμπόση ώρα, κι αφού κανείς άλλος δεν την πλησίασε, αγόρασες ένα μεγάλο μπουκάλι απ’ τη μπύρα που έπινε και πήγες και της το προσέφερες, χωρίς να τη ρωτήσεις. Σήκωσε το βλέμμα απ’ την κιθάρα, καθόλου έκπληκτη, σε κοίταξε βαθιά κι επίμονα στα μάτια, χαμογέλασε ερωτηματικά, σ’ ευχαρίστησε χαμηλόφωνα και άρχισε ξανά να παίζει και να σιγοτραγουδά. Ήταν ένα παλιό αγαπημένο σου τραγούδι, που είχες ν’ ακούσεις χρόνια, το A Spaceman Came Travelling του Κρις ντε Μπεργκ. Αν είναι δυνατόν! λίγο έλειψες ν’ αναφωνήσεις, προτού καθίσεις δίπλα της σιωπηλός.
Συνέχισε τη μικρή της σόλο, μα τόσο θαυμάσια, συναυλία για ώρα πολλή. Και είπε αρκετά από τα πιο λατρεμένα σου τραγούδια, τραγούδια που σου θύμισαν το μακρινό χθες, το ποιος ήσουν κάποτε, το ποιος έχει γίνει. Ένιωθες τυχερός πολύ, που ήσουν εκεί, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ακούγοντάς την σχεδόν ασθματικά να τραγουδά, νιώθοντας σα θείο χάδι την ξεθωριασμένη ανάσα της να σου χαϊδεύει τις αισθήσεις. Κι όταν τελικά παράτησε την κιθάρα και τις μουσικές της και υποκλίθηκε, έτσι για πλάκα, στο μικρό της κοινό, έσκυψες και της ψιθύρισες στ’ αυτί ένα μικρό Ευχαριστώ.
Μετά, πιάσατε την κουβέντα. Σου μίλησε με λόγια απλά και συγκεκριμένα για τη ζωή της, για το πως τα παράτησε όλα στην Αγγλία και ήρθε στην Ασία με ανοικτή καρδιά κι ελεύθερο μυαλό, για να δοκιμάσει κάποιες νέες γεύσεις, για να μάθει κάποια άλλα πράγματα. Όσο σου μιλούσε, τόσο πιο κοντά της ένιωθες. Αυτή είναι, σκεφτόσουν και μέσα σου χαμογελούσες. Αυτή είναι! επέμενες, και το βλέμμα σου έπαιρνε να φωτίζει. Αν δεν κουβαλούσες τόσα χρόνια στην πλάτη σου, αν τα πολλά και μεγάλα στραπάτσα της ζωής δε σε είχαν κάνει λίγο πιο σοφό, αν δεν ήσουν και ένα κάπως δειλό ανθρωπάκι, θα την είχες ερωτευτεί στη στιγμή, αλλά κάτι βαθιά μέσα σου σου έλεγε να κρατήσεις μια πισινή.
Σαν τέλειωσε με την αφήγησή της, όταν απάντησε σε όλες σου τις ερωτήσεις, θέλησε να μάθει κάτι και για τη δική σου ζωή, σου ζήτησε να της πεις τη δική σου ιστορία. Μα, ποιος νοιάζεται για μένα; απάντησες με ερώτηση. I’m just a nobody, in no man’s land. Θέλω να μάθω κάτι για τη ζωή σου, εγώ σου μίλησα για τη δική μου, και σου είπα πολλά, επίμεινε εκείνη. Ναι, μου μίλησες πολύ, είν’ αλήθεια, αλλά νιώθω ότι κάτι μου κρύβεις, κάτι σημαντικό, αποκρίθηκες, κοιτώντας την διαπεραστικά. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα της στο δικό σου και είδες να διαπερνούν τις λίμνες των ματιών της δίδυμες φλόγες γνώριμες, εκείνες του έρωτα. Δίκιο έχεις, παραδέχτηκε τελικά μ’ ένα μικρό, σχεδόν ντροπαλό, χαμόγελο, όντως δε σου έχω πει κάτι, ότι είμαι ερωτευμένη -ερωτευμένη και ευτυχισμένη- και να η σύντροφός μου, η Κέιτ. Ακολούθησες το βλέμμα της και είδες ένα ψηλό κορίτσι με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά, μάτια καφέ κι ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη να σας πλησιάζει. Κάθισε στο τραπέζι σας, συστηθήκατε και πιάσατε την κουβέντα. Συνεχίσατε να συζητάτε μεθοκοπώντας για τα όνειρα, τις επιθυμίες και τις ζωές σας, τις ομορφιές και τ’ αδιέξοδά τους, μέχρι που άρχισε να γλυκοχαράζει. Περπατήσατε για λίγη ώρα παρέα, στα μονοπάτια της πρωινής καταχνιάς, προτού οι δρόμοι σας δισταχτικά χωρίσουν. Δώσατε, ωστόσο, ραντεβού για το ίδιο βράδυ. Για να βγείτε και να τα πιείτε, για να μιλήσετε και να μεθύσετε λίγο ακόμη.Ίσως, τελικά, η Μαρί να ήταν ένα όνειρο άπιαστο, που σαν τέτοιο δε βγήκε αληθινό, αλλά αυτό καθόλου δε σε στεναχώρησε, αφού στο τέλος της ημέρας απέκτησες δυο φίλες, μια δίδυμη ευλογία.

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Κάτι που να την εκφράζει

Ήθελε να κάνει κάτι, κάτι μικρό αλλά συνάμα συνταρακτικό, κάτι που λίγο πολύ να την εκφράζει, αλλά τι; Ήταν τόσο πολλά εκείνα που μιλούσαν για την ψυχή της, για το ποια στ’ αλήθεια ήταν ή και δεν ήταν, που δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Ω, μέσα της επικρατούσε σύγχυση, μια σύγχυση γλυκιά. Την περίμενε τόσο πολλή καιρό και με τόση αγωνία ετούτη τη μέρα και τώρα, που επιτέλους έφτασε, απλά δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει. Ν’ αποφασίσει τι μορφή θα είχε, τι μορφή θα έπαιρνε το δώρο, το ακριβό, που θα έκανε στον εαυτό της.
Οι επιλογές οδυνηρά κι ευχάριστα πολλές, όπως κι εκείνες της ζωής άλλωστε, κι εκείνη να στέκεται εκεί και να τις παρατηρεί, να τις μελετά προσεκτικά τη μια μετά την άλλη και να μην μπορεί να κατασταλάξει. Μα, πάντα έτσι ήτανε αυτή, από μικρό παιδί, αναποφάσιστη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και φοβητσιάρα. Ό,τι και να έκανε στη ζωή της, το έκανε με προσοχή περισσή και βαθιά περίσκεψη, πάντα έχοντας κατά νου το τι θα πούνε οι άλλοι. Οι άλλοι: το μέτρο σύγκρισης, η δυστυχία της. Ήθελε να κάνει έρωτα στα δεκάξι, έκανε στα δεκαεννιά. Ήθελε να ταξιδέψει πολύ, ταξίδεψε λίγο. Ήθελε να κάνει μεγάλα πράγματα, αλλά τα τριάντα χρόνια της ζωής της τα ξόδεψε όλα σε μια σχεδόν απαράλλακτη ρουτίνα καθημερινού θανάτου. Ήθελε να κάνει όνειρα και -όπως της έλεγε ένας φίλος- έκανε μπουγάδα. Δεν ήταν αυτή που ήθελε. Δεν έγινε αυτή που ήθελε να γίνει.
Και τώρα, τη μέρα αυτή, την καταραμένη και ευλογημένη των γενεθλίων της, τη μέρα που το είχε πάρει απόφαση ότι θα κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της, ένιωθε τον παλιό και μόνιμο φόβο να της τρώει τα σωθικά. Φοβόταν ότι δε θα μπορούσε να κολυμπήσει σε άγνωστα νερά, φοβόταν ότι αν ξέφευγε απ’ τη ρουτίνα της θα χανόταν, φοβόταν ότι θα ήταν αδύνατον να περπατήσει σε μη καλά χαραγμένα μονοπάτια, να σκαρφαλώσει σε αχαρτογράφητους ουρανούς, φοβόταν πώς δεν είχε τις δυνάμεις να κάνει τα όνειρά της, τα δειλά της όνειρα, πραγματικότητα.
Στεκόταν μπροστά από τη βιτρίνα σχεδόν ακίνητη, σαν άγαλμα, χάζευε τα σχέδια και τ’ αντικείμενα, και ταξίδευε με ασταθείς ταχύτητες στο μέσα της κόσμο, και τα έβαζε με τους προαιώνιους δαίμονές της, αυτούς που δεν την άφηναν ποτέ να ευτυχήσει, που δεν της επέτρεπαν να βρει τη δική της ρώτα στη ζωή. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, κάποιοι την σκουντούσαν σκόπιμα ή τυχαία, κάποιοι την παρατηρούσαν με χαμόγελα ειρωνικά κι άλλοι της θλίψης, αλλά αυτή τίποτα δεν καταλάβαινε, η μάχη μέσα της λεπτό το λεπτό γίνονταν όλο και πιο σκληρή, ωδή στην ψυχολογική βία.
Κάπου-κάπου έκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε, σχεδόν απεγνωσμένα, να δει την εικόνα που τόση ώρα αναζητούσε να υλοποιείται στο μέσα της βλέμμα, αλλά εκείνη δεν της έκανε το χατίρι. Το ήξερε! Το ήξερε καλά πώς σήμερα έπρεπε να κάνει το μεγάλο βήμα, αλλιώς δε θα το έκανε ποτέ, μία ακόμη ευκαιρία θα πήγαινε χαμένη, κι ίσως να ήταν η στερνή. Ένιωθε ότι το μέλλον της όλο κρεμόταν από μια απόφαση της στιγμής, εκείνης της στιγμής.
Άνοιγε τα μάτια και οι απροσκάλεστες κι ανεπιθύμητες εικόνες της πραγματικής ζωής επέστρεφαν εκρηκτικές. Η λύση, σε όλα τα ερωτήματα, σε όλα τα προβλήματα, βρισκόταν εκεί, μπροστά της, στη μορφή που αποκτούσε μπρος στα μάτια της οντότητα στη βιτρίνα, αλλά που η ίδια πεισματικά έδιωχνε, αφού δεν της άρεσε. Όχι, δεν είναι έτσι ο κόσμος μου, δεν είμαι έτσι εγώ, ψιθύριζε, μονολογούσε.
Εκείνη, ωστόσο, η εικόνα συνέχισε να επιστρέφει ξανά και ξανά, όλο και πιο επιδειχτικά επίμονα, στα μάτια του μυαλού της, μέχρι που έκαμψε τις αντιστάσεις της, μέχρι που την έκανε να πιστέψει στ’ αλήθεια ότι άλλη καμία δε θα μπορούσε να μιλήσει με καλύτερο και πιο άμεσο τρόπο για το ποια ήταν.
Κάποτε, λοιπόν, το πήρε απόφαση και με βήμα ταχύ και σίγουρο μπήκε στο μαγαζί, που τόσο ώρα έβλεπε μα δεν παρατηρούσε, κάθισε πάνω σε μια παλιά ψάθινη καρέκλα, και πήρε να περιμένει με υπομονή πολλή τη σειρά της, που δε θ’ αργούσε να ’ρθει, αφού όλα κι όλα δύο ακόμη άτομα βρίσκονταν στο μικρό χώρο αναμονής.
Καθώς περίμενε, άρχισε σιγά-σιγά να ζωγραφίζεται στα χείλη της ένα δειλό χαμόγελο. Και όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο έφτιαχναν τα κέφια της, με αποτέλεσμα ύστερα από λίγο να επιτρέψει στον εαυτό της να παραδοθεί σ’ ένα δυνατό λυτρωτικό γέλιο, ένα γέλιο συνταρακτικό που της έφερε για πρώτη φορά μετά από χρόνια δάκρυα στα μάτια. Θα τρελαθούν όταν δούνε τι δώρο αποφάσισα να κάνω στον εαυτό μου, σκεφτόταν και χαμογελούσε, και θα με πουν τρελή, συμπλήρωνε και γελούσε με την ψυχή της. Οι άλλοι δύο θαμώνες, θέλοντας και μη, και χωρίς να έχουν καμία απολύτως ιδέα τι ήταν τόσο αστείο, δεν μπορούσαν παρά πρόθυμα να συμβαδίσουν μαζί της στο παραλήρημα εκείνο της ευτυχίας, τραντάζοντας τα ντουβάρια με την ξεκαρδιστική εκκωφαντική τους συμφωνία.Όταν ήρθε επιτέλους η σειρά της, κάθισε σ’ ένα χαμηλό σκαμπό κι αφέθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια της ειδικού. Τρεις ώρες αργότερα, λίγο πονεμένη μα και πολύ χαρούμενη, βγήκε στον έξω κόσμο, το μισητό, τον πραγματικό, κάποια άλλη. Ολόκληρη την ωμοπλάτη της κάλυπτε ένα τεράστιο τατουάζ. Με τα φτερά της νυχτερίδας θ’ απογειωνόταν για τη νέα ζωή.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Τα δικά της γιατί

Γιατί; Γιατί να την κατατρέχει η μοίρα; Γιατί να μην μπορεί να δει κι αυτή μια άσπρη -έτσι δε λένε;- μέρα; Γιατί όλα να της πηγαίνουν στραβά; Όχι όλα δηλαδή, αλλά να, τα περισσότερα. Εκείνα που μετράνε. Τα πιο σημαντικά. Λες και είναι καταραμένη. Λες... Α, σίγουρα την έχουν καταραστεί! Πώς αλλιώς... Δεν εξηγούνται διαφορετικά αυτά που της συμβαίνουν. Αλλά, ποιος την καταράστηκε; Γιατί; Αφού δεν έκανε ποτέ κακό σε κανένα. Ή έκανε; Την τρώνε οι σκέψεις, την ψυχή της καταναλώνουν τα ερωτήματα. Κι αυτή η παλιόζεστη! Χαμογελά μόνη, δακρύζει μόνη, και μοναχή αναρωτιέται: Ως πότε θα τα κάνω όλα σκατά στη ζωή μου; Όλα. Σκατά. Ως πότε;
Βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, που κάποιος φωτισμένος ηλίθιος βάφτισε καφετέρια, και πίνει ένα άθλιο κόκκινο κρασί, το οποίο ανταγωνίζεται στα ίσα κάθε ξινό μαγειρικό. Στην ίδια αίθουσα που θα βρισκόταν την προηγούμενη μέρα την ίδια ακριβώς ώρα αν... Αν δεν ήταν αυτή που είναι. Έκανε λάθος, μάλλον ξέχασε την ώρα αναχώρησης, έχασε την πτήση της για Άμστερνταμ, έκανε νέα κράτηση για την επομένη, δηλαδή σήμερα, και...
Το βράδυ το πέρασε με μια φίλη, που δεν ήξερε και τόσο καλά, της οποίας κατάφερε να φρικάρει τους γονείς απλά και μόνο με το να είναι ο εαυτός της... Το βράδυ το πέρασε με μια φίλη, που δεν ήταν στ’ αλήθεια φίλη... Το βράδυ το πέρασε με μια φίλη, που δεν ήταν στ’ αλήθεια φίλη, πίνοντας σφηνάκια βότκας και μπύρες, θέλοντας να ξεχάσει το ταξίδι που καθυστέρησε μια μέρα... Το βράδυ το πέρασε με μια φίλη, με την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει... Το βράδυ το πέρασε με μια φίλη, με την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει, σ’ ένα μπαράκι, όπου φεύγοντας ξέχασε το τσαντάκι της που είχε μέσα όλα της τα λεφτά... Σε μια μέρα έχασε ένα αεροπλάνο, ένα μηνιάτικο, και μια φίλη που δεν ήταν στ’ αλήθεια τέτοια...
Και τώρα κάθεται στο αεροδρόμιο κι αναρωτιέται: Ως πότε θα τα κάνω όλα σκατά; Μοναχά αναρωτιέται. Ίσως από τύψεις, ίσως από κεκτημένη ταχύτητα, ίσως επειδή δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει. Έτσι κι αλλιώς, γνωρίζει τον εαυτό της, ξέρει πολύ καλά ότι ποτέ της δε θα μπορέσει να τον βάλει στον ίσιο δρόμο – σ’ αυτόν που οι άλλοι αποκαλούν ίσιο δρόμο, ή σωστό, ή τι άλλο σκατά το χαρακτηρίζουν. Ξέρει ότι μόνο μέσα στο βούρκο, μόνο μέσα στον πόνο και τη φευγαλέα γιατρειά του, μόνο μέσα στη φυγή που της χαρίζουν οι διάφορες -αισθησιογόνες, όπως της αρέσει να τις λέει- ουσίες μπορεί να υπάρξει. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τις κόψει. Γι’ αυτό και τις κόβει και τις ξαναρχίζει. Χωρίς αυτές: φοβάται πώς θα στερηθεί τις πιο όμορφες ψευδαισθήσεις, φοβάται ότι οι εφιάλτες θα της χτυπήσουν και πάλι την πόρτα, φοβάται πώς θα ξυπνήσει σ’ ένα κόσμο μουντό και δίχως χρώματα, και φοβάται ότι θα μείνει μόνη, απόλυτα μόνη.
Μα, είσαι μόνη, μαλάκα! τα βάζει με τον άθλιο εαυτούλη της. Σβήνει το στριφτό τσιγάρο με οργή σχεδόν στο τασάκι, πίνει μια ακόμη γουλιά από το άνοστο κρασί και αρχίζει να παρατηρεί τον κόσμο γύρω της. Τους ζηλεύει κάπου -αλλά αυτό δε θα τολμούσε ποτέ να το παραδεχτεί- αφού αυτούς τίποτα δεν τους τρώει τα σωθικά, κι απ’ αυτούς κανείς δε θα μπορούσε να βιώσει ούτε στο ελάχιστο το δικό της πόνο, να νιώσει, να καταλάβει το μαρτύριο το οποίο περνά. Τους ζηλεύει και τους απεχθάνεται, όλους, ακριβώς όπως και το χειρότερό της εχθρό, τον εαυτό της.
Η ώρα της αναχώρησης μ’ αργόσυρτα βήματα, σχεδόν αθέλητα, επιτέλους πλησιάζει. Σέρνει τα μουδιασμένα της πόδια κι ένα μικρό σακίδιο προς την έξοδο – ένα πολύ βαριεστημένο και ντυμένο στα μαύρα ξωτικό. Ξαφνικά κάτι θυμάται και στα χλωμά της χείλη αρχίζει να σχηματίζεται ένα μικρό χαμόγελο. Βγάζει το κινητό της απ’ την τσέπη και τηλεφωνεί σε κάποιον που πολύ συμπαθεί, μα λίγο αντέχει. Κάποιον που την αγαπά και την αποφεύγει. Κάποιον που... Του λέει όλη την ιστορία, την κωμικοτραγική. Την ακούει με προσοχή. Την ειρωνεύεται ασύστολα. Συζητάνε για λίγο στα σοβαρά. Κι ύστερα την πειράζει, φανερά την κοροϊδεύει. Δεν την ενοχλεί αυτό. Καθόλου δεν την ενοχλεί. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι ο μόνος που τη δέχεται όπως ακριβώς είναι, ο μόνος που δεν την επικρίνει ποτέ, αλλά που δε διστάζει να πει την άποψή του, ο μόνος που κάθεται και συζητά μαζί της, δίχως να βαρυγκωμεί, το καθετί που την απασχολεί, χωρίς να γυρίζει τη συζήτηση αμέσως στα δικά του, ο μόνος που όταν τη βρήκε σε μια απ’ τις πολλές στιγμές αδυναμίας της...
Μιλούν ως το τελευταίο λεπτό, κι αυτό την ανακουφίζει, πολύ. Χαμογελά στο είδωλό της στο τζάμι του λεωφορείου, που την οδηγεί προς το αεροπλάνο. Ναι, θα προσπαθήσω ν’ αλλάξω, σκέφτεται φωναχτά. Αν είσαι έτοιμη θ’ αλλάξεις, της λέει. Πρέπει να κλείσουν. Σ’ ευχαριστώ, πάει να πει. Άντε και παράτα μας, έρχεται η απάντηση. Και για τις προάλλες που δε, ξέρεις, που δε με εκμεταλλεύτηκες, η φωνή της ραγίζει. Καλό ταξίδι. Της το κλείνει προτού προλάβει να πει άλλη λέξη.Σε λίγο ανεβαίνει στο αεροπλάνο... Σε λίγο ανεβαίνει στο αεροπλάνο κι ετοιμάζεται ν’ απογειωθεί... Σε λίγο ανεβαίνει στο αεροπλάνο κι ετοιμάζεται ν’ απογειωθεί, όπως ακράδαντα πιστεύει η ίδια, για μια νέα ζωή... Όμορφη ψευδαίσθηση!

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Πάντα κάποιον ξεχνούν

Από τον καιρό που κυκλοφόρησε ο Κώδικας ΝταΒίντσι, που για μένα είναι ένα εξαιρετικό θρίλερ κι ας το θάβουν οι κριτικοί από κεκτημένη μαλακία, όλο και περισσότεροι άνθρωποι πήραν να ασχολούνται με το θέμα: Ιησούς, Μαρία Μαγδαληνή, Γάμος. Και πολλοί δηλώνουν έκπληκτοι για τις απόψεις διαφόρων, επιστημόνων και μη, που υποστηρίζουν ότι όντως ο Ιησούς και η Μαγδαληνή ήταν παντρεμένοι. Ένα σχετικό άρθρο με τίτλους βιβλίων που μελετούν αυτό το "μύθο" δημοσιεύει σήμερα και η Ελευθεροτυπία. Κι εγώ, σαν καθώς πρέπει αδαής που είμαι ρωτώ: "Μα, καλά που βρήκαν το νέο;" Όλα όσα αναφέρουν τα νέα βιβλία έχουν ειπωθεί εδώ και δεκαετίες, από -εδώ σας θέλω- τον Νίκο Καζαντζάκη, που και γνώσεις απεριόριστες είχε και πρόσβαση σε αρχεία που οι περισσότεροι από τους καιροσκόπους ερευνητές του σήμερα δε θα μπορούσαν καν να πλησιάσουν. Προς τι, λοιπόν, αυτή η δήθεν έκπληξη, αλλά και η πεισματική αποσιώπηση του γεγονότος; Θαρρούν άραγε, οι ηλίθιοι ειδικοί, ότι επειδή ο Καζαντζάκης ήταν έλληνας δεν ήξερε τι έλεγε;

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Ένα σημάδι στο δρόμο

Την έβλεπαν όλοι έτσι όπως ήταν, λυπημένη, σκυθρωπή, καταρρακωμένη, και τη συμπονούσαν με όλο της ψυχής τους το περίσσευμα. Την προηγούμενη μόλις ημέρα είχε χάσει τον άντρα της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και τώρα στην κηδεία, στο στερνό του τον αποχαιρετισμό, έμοιαζε να τα ’χει τελείως χαμένα. Όχι, δεν έκλαιγε με λυγμούς, όπως συνήθως κάνουν οι χήρες, αλλά ούτε και κτυπιόταν φωνάζοντας το νεκρό να επιστρέψει πάλι πίσω κοντά της. Απλά, είχε υιοθετήσει μια στάση ψυχρής, θα έλεγε κανείς, αξιοπρέπειας. Κάθε τόσο κάποιο μικρό δάκρυ επιχειρούσε να βρει διέξοδο στους χλωμούς διαδρόμους του προσώπου της, αλλά στο τέλος πάντα κατάφερνε να το εμποδίσει, να το καταπιέσει. Ούτε καν ένα ξεφύσημα αναστεναγμού δεν άφησε να ξεφύγει απ’ τα πονεμένα της στήθια. Δημόσια, τουλάχιστον, θα αντιμετώπιζε τον πόνο της, το προσωπικό της δράμα, με περήφανη αξιοπρέπεια.
Η πιο καλή της φίλη, η κολλητή της από τότε που ήταν μικρές, κάποια με την οποία πέρασαν τα μύρια όσα μαζί, η Δήμητρα, την κοιτούσε και σιωπηλά μαράζωνε. Αχ, καλή μου, μονολογούσε από μέσα της, σε χτύπησε σκληρά πολύ, η μοίρα. Ναι, την ήξερε πολύ καλά τη Βάσω, διάβαζε την ψυχή της σαν ένα φανερό χαρτί στην τράπουλα της ζωής, μάντευε την κάθε της σκέψη, κι ας εκείνη υποστήριζε το αντίθετο: Δεν είμαι αυτή που νομίζεις, φιλενάδα, της έλεγε κάθε φορά που συναντιόνταν, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά να την ακούσει. Και τώρα σκεφτόταν: Το καλό είναι ότι με το φευγιό του Αντρέα, ο θεός ας αναπάψει την ψυχή του, θα έρθουμε και πάλι κοντά, όπως παλιά, όπως τότε που δεν υπήρχαν άντρες μέσα στη μέση για να μας χωρίζουν.
Δεν ήξερε, δε ρώταγε; Η Βάσω είχε άλλα, δικά της σχέδια, για το μέλλον, και όσο κι αν της κόστισε ο χαμός του άντρα της, εκείνη ήταν αποφασισμένη να ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή, να φύγει για άλλους τόπους, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, να μάθει νέα, πιο συναρπαστικά κόλπα. Αυτές οι σκέψεις τριβέλιζαν το σκοτισμένο της μυαλό στη διάρκεια της κηδείας, και το πρόσωπό της, αν και την περισσότερη ώρα σκυθρωπό, για κάποιες φευγαλέες στιγμές έμοιαζε παράξενα να λάμπει.
Σαν τέλειωσε το τελετουργικό, όταν απέθεσαν το νεκρό κορμί στη γη και το κάλυψαν με τη μυρωδιά του φρεσκοσκαμμένου χώματος, φίλοι και γνωστοί, συγγενείς και άγνωστοι, την ακολούθησαν στο σπίτι για τον καφέ, τα ούζα και τα μεζεδάκια της παρηγοριάς. Τι να έκανε κι αυτή η καημένη; Θα υπέμενε κι ετούτο το μαρτύριο. Ως συνήθως όλοι, με τη σειρά, πήραν να την παρηγορούν. Της έλεγαν να έχει πίστη και κουράγιο, να βάλει τα δυνατά της και όλα θα πάνε καλά. Εκείνη τους άκουγε υπομονετικά, με σκυμμένο το κεφάλι, με χαμηλωμένο το βλέμμα, και τους ευχαριστούσε ψιθυριστά, σχεδόν άηχα, ραγισμένα.
Ύστερα από δυο-τρεις ώρες το σαλόνι του σπιτιού της πήρε να αδειάζει. Τελευταίοι έμειναν κάποιοι αργόσχολοι, από κείνους που περιμένουν να γίνει κάνας γάμος, καμιά κηδεία ή βάφτιση για να κλέψουν λίγες ανάσες ζωής, και η Δήμητρα, που δεν το έκανε το μεγαλείο της ψυχής της να φύγει και να εγκαταλείψει τη φιλενάδα της, στην πιο δύσκολή της ώρα. Αφού είδε κι απόειδε και λυτρωμό απ’ αυτούς δε βρήκε, η νια χήρα επικαλέστηκε ένα φοβερό πονοκέφαλο, μήπως μπορέσει και τους ξεφορτωθεί. Επιτέλους, έφεξε, έπιασαν το εμφανές υπονοούμενο και με αεροφιλήματα και λίγες τελευταίες κουβέντες παρηγοριάς, σηκώθηκαν και φύγαν. Μόνο η Δήμητρα παρέμεινε, η οποία πίστευε ακράδαντα ότι δεν είχε ακόμη φέρει σε πέρας το ιερό της καθήκον.
Όχου, μάνα μου, που μπλέξαμε! Ετούτη δω δε θα μου αδειάσει με τίποτα τη γωνιά, σκέφτονταν με σιωπηλή οργή, η Βάσω.
Πριν περάσει πολλή ώρα η φιλενάδα άρχισε να την πυροβολεί με ερωτήσεις σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του μακαρίτη, ο οποίος χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο σε κάποια διασταύρωση, για να εγκαταλειφθεί αιμόφυρτος στο δρόμο και να ξεψυχήσει καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.
Τον είδες, καλή μου, τον άντρα σου προτού ξεψυχήσει; Τον είδες; Πώς όταν;
Ήταν... Ήταν... Ήταν σαν ένα σημάδι στο δρόμο, απάντησε εκείνη, και μη μπορώντας άλλο πια να καταπιέζει μέσα της όλα εκείνα τα συναισθήματα, που για ώρες ατέλειωτες αμείλικτα την τυραννούσαν, έτρεξε στο υπνοδωμάτιό της, κλειδαμπάρωσε την πόρτα, ρίχτηκε μπρούμυτα, ακριβώς έτσι όπως ήταν ντυμένη, στο κρεβάτι κι άρχισε να γελά με την ψυχή της. Γελούσε τόσο πολύ, τόσο τρανταχτά, τόσο από καρδιάς, που ώρες-ώρες ένιωθε να της κόβεται η ανάσα.Η Δήμητρα, που με κάποια μικρή καθυστέρηση την ακολούθησε και βρήκε την πόρτα κλειστή, έστησε για λίγο αυτί απ’ έξω και την άκουσε, έλεγε μετά στους κοινούς τους γνωστούς, να κλαίει με λυγμούς, σπαρακτικά πολύ, τόσο πολύ που έμοιαζε να πνιγόταν!

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Η πόρνη της Καλκούτας

Τη συνάντησα πριν μερικά χρόνια, μια αφόρητα υγρή βραδιά του Δεκέμβρη, μπροστά από το Μουσείο στην Καλκούτα. Στεκόταν εκεί σχεδόν ακίνητη, καρτερική, με μια άνεση παράδοξη, περιμένοντας προφανώς κάποιο πελάτη. Όταν με είδε κάποια στιγμή να πλησιάζω, με το αργόσυρτο περιπατητικό μου βήμα, χαμογέλασε, αλλά δε μου μίλησε. Αυτό μου φάνηκε παράξενο πολύ, μου κίνησε την περιέργεια. Τι σκατά πόρνη ήταν αυτή που βλέποντας κάποιον υποψήφιο πελάτη να πλησιάζει, δεν κάνει καμιά απολύτως κίνηση προς το μέρος του και δεν του απευθύνει καν το λόγο;
Με την απορία ζωγραφισμένη βαθιά στο πρόσωπό μου την προσπέρασα και συνέχισα τη δίχως προορισμό βόλτα μου στους άγνωστους δρόμους της νύχτας. Πολύ ασφαλής, αν και χαώδης πόλη, μου φάνηκε η Καλκούτα. Γειτονιές με τη μυρωδιά της εγκατάλειψης, παιδιά άστεγα που κοιμόνταν στα πεζούλια, ανθρώπινα υποζύγια και καντίνες με τα αρώματα όλα των μπαχαρικών, πλατείες γεμάτες μ’ ένα πολύχρωμο πλήθος που έρχονταν από και πήγαινε στο πουθενά.
Όσο κι αν περπάτησα, όσα κι αν είδα, ό,τι κι αν άκουσα και ένιωσα και μυρίστηκα, τίποτα δεν κατάφερε να διώξει απ’ το παραλογισμένο μου μυαλό τη μυστηριώδη εικόνα εκείνης της πόρνης. Δεν ήξερα πώς, δεν ήξερα γιατί, αλλά η μυστηριώδης μορφή της, η στάση της όλη, μου είχε κάνει βαθιά εντύπωση, κι έτσι τα βήματά μου, λες από μόνα τους, με οδήγησαν και πάλι προς το μέρος όπου έκανε πιάτσα. Όμως, δεν ήταν εκεί. Μάλλον στη διάρκεια της μακράς, μα τόσο σύντομης, απουσίας μου βρήκε κάποιο πελάτη.
Πίσω στο δωμάτιό μου, μέσα σ’ ένα υγρό, άχρωμο και υπό κατάρρευση κτήριο, που διαφήμιζε εαυτόν σαν ξενοδοχείο, ξάπλωσα στο κρεβάτι που πήρε να τρίζει κάτω από το βάρος μου, έκλεισα τα μάτια και άφησα το πρόσωπό της να πάρει σχήμα μέσα στο μουδιασμένο μου μυαλό. Μια συνηθισμένη Ινδή, αυτό μου θύμιζε. Το σκούρο καφέ του δέρματος, τα μαύρα πλούσια μαλλιά που κάλυπταν το πίσω μέρος ενός κάπως χοντρού λαιμού, η μαύρη τζιν και όχι πολύ κοντή φούσκα, η πολύχρωμη μπλούζα, το μαύρο των ματιών της που έμοιαζε να φέγγει στο σκοτάδι. Καθώς η εικόνα της έπαιρνε σιγά-σιγά υπόσταση μέσα μου, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται με σιγουριά πώς, αυτή αποκλείεται να είναι πόρνη! Ένιωσα στ’ αλήθεια σίγουρος, πέρα από κάθε αμφιβολία.
Την είχα στην σκέψη μου, τη ζωγράφιζα στης φαντασίας τον καμβά, και προσπαθούσα να φτιάξω την ιστορία της με υλικά δικά μου μέσα στο μυαλό, όταν καταβεβλημένος από την κούραση της μεγάλης εκείνης μέρας, παραδόθηκα τελικά σ’ ένα βαθύ, ατάραχο και δίχως όνειρα ύπνο.
Το επόμενο βράδυ ξεκίνησα και πάλι με κατεύθυνση το Μουσείο αποφασισμένος, αν ήταν εκεί, να της μιλήσω.
Την είδα από μακριά. Μιλούσε με μια γριά μικροσκοπική και με καμπούρα και το πρόσωπό της, το τόσο εκφραστικό, φώτιζε ένα πλατύ χαμόγελο. Όταν με είδε να πλησιάζω αντάλλαξε, μου φάνηκε κάπως βιαστικά, λίγες ακόμη λέξεις με τη γυναίκα, της έδωσε κάτι και την αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά κι ένα ζεστό φιλί.
Hello, με υποδέχτηκε έτσι απλά, μονολεκτικά. Τη χαιρέτησα κι εγώ μ’ ένα βιαστικό χαμόγελο και μπήκα αμέσως στο ψητό. Η ανυπομονησία είναι η ευλογία κι η κατάρα μου. Δεν είσαι πόρνη, έτσι; τη ρώτησα, δεν ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος με τι ύφος! Μου χαμογέλασε τρυφερά. Εξαρτάται τι εννοείς όταν λες Πόρνη, απάντησε. Κάποια που πληρώνεται για να κάνει σεξ, διευκρίνισα. Ε, τότε ναι, είμαι πόρνη μερικής απασχόλησης! αποκρίθηκε δεικτικά μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη. Μου άρεσε η απάντησή της. Η ωμή της ειλικρίνεια. Έχεις χρόνο; έσπευσα να ρωτήσω. Χρόνο για τι; Για σεξ ή για κουβέντα; Για κουβέντα. Το ήξερα ότι θα το έλεγες αυτό! Θα σε πληρώσω. Δεν υπάρχει λόγος. Εδώ; Εδώ.
Καθίσαμε στα βρώμικα, κι ακόμη ζεστά από τον καύσωνα της ημέρας, σκαλοπάτια μπροστά από το Μουσείο και πιάσαμε την κουβέντα. Μάλλον κάτι από συνέντευξη παρά από συζήτηση θύμιζε αυτό που συνέβαινε εκείνη την ώρα. Ήθελα όσο οτιδήποτε άλλο στον κόσμο να επιβεβαιώσω το προαίσθημα που είχα γι’ αυτήν. Και το έκανα. Και ένιωσα μια βαθιά ικανοποίηση μέσα μου, επειδή δεν έπεσα έξω. Με τα τέλεια αγγλικά της και άψογη προφορά απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις μου. Όχι, δεν ήταν πόρνη από ανάγκη, δε χρειαζόταν καθόλου τα λεφτά. Κατ’ ακρίβειαν ό,τι έκανε το έκανε για το κέφι της, για της ψυχής της τη χαρά, αλλά και για να δώσει παρηγοριά σε κάποιους συνανθρώπους της. Με τους φτωχούς πήγαινε εντελώς δωρεάν, ποτέ δε τους έπαιρνε λεφτά, ενώ κάποιες φορές τους έδινε κιόλας, κι όσο για τους πλούσιους ή τους αγνοούσε εντελώς, αφού μπορούσε να καταλάβει από απόσταση τι κουμάσια ήταν, ή όταν πήγαινε μαζί τους τούς χρέωνε εξωφρενικά μεγάλα ποσά και με τα λεφτά αυτά φρόντιζε μια λεγεώνα από ορφανά και άστεγα παιδιά.
Δηλαδή, με δυο λόγια θέλεις να μου πεις ότι είσαι μια πόρνη πρόσκοπος; την πείραξα τρυφερά εγώ. Συ είπας! μου απάντησε μ’ ένα χαμόγελο που έσταζε καλοσύνη.
Την πίστεψα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά απλά την πίστεψα. Ίσως επειδή ήμουνα ήδη προδιαθετημένος να το κάνω, ή ίσως και γιατί τα μάτια της -τα μεγάλα σα φεγγάρια τρυφερά της μάτια, τα οποία ακόμη κόβουν βόλτες στα δύσβατα μονοπάτια του μυαλού μου- που δεν έπαψα στιγμή να παρατηρώ, μου φώναζαν ότι λέει την αλήθεια.
Στο τέλος-τέλος μιλήσαμε λίγο και για την αφεντιά μου. Της είπα κάποια μυστικά, από εκείνα που μόνο μια πόρνη-μάνα μπορεί να καταλάβει, της φόρτωσα και τα όνειρά μου. Προτού αποχαιρετιστούμε, έβγαλα απ’ την τσέπη πεντακόσιες ρούπιες για να της δώσω. Στην αρχή πήγε πεισματικά να αρνηθεί, αλλά όταν της είπα, είναι για τα ορφανά σου, τις δέχτηκε με χαρά και δίχως δεύτερες σκέψεις.
Αν κάποιος κάποτε με ρωτήσει, τι έμεινε πιο ζωντανό στη μνήμη μου από το ταξίδι στην Ινδία, δε θα του μιλήσω ούτε για το Ταζ Μαχάλ, ούτε για το Μνημείο της Βικτορίας, ούτε για τους μεγαλοπρεπείς ναούς, ούτε για τους πολύχρωμους ανθρώπους και τη θανατηφόρα κίνηση στους δρόμους. Θα του διηγηθώ μονάχα την ιστορία μιας πόρνης, που στέκεται μπροστά από το Μουσείο στην Καλκούτα, και κάνει το κορμί της κάθε βράδυ ναό ανθρωπιάς, στον οποίο όλοι εμείς, άξιοι και ανάξιοι, πρέπει να προσκυνάμε.

David Baldacci: Total Control

Αν και σχετικά παλιό βιβλίο, ο Απόλυτος Έλεγχος, διαβάζεται λες και γράφτηκε μόλις χθες και αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, πόσο εξαιρετικός συγγραφέας θα γινόταν κάποια μέρα ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι.
Ναι, το ξέρω ότι σας έχω πρήξει με τα βιβλία «αγωνίας» ή, αν προτιμάτε, «αστυνομικής λογοτεχνίας», αλλά αυτά μονάχα διαβάζω τους τελευταίους μήνες, έτσι δεν έχω και άλλη επιλογή.
Το ανά χείρας βιβλίο είναι μια ιστορία παρεξηγήσεων, εξηγήσεων, μυστικών και ψεμάτων, καταιγιστικής δράσης και μεγάλων ανατροπών. Όλα αρχίζουν με την πτώση ενός αεροπλάνου και το θάνατο, μεταξύ άλλων, του διοικητή της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για δολιοφθορά, αλλά ποιος κρύβεται πίσω από την εγκληματική ετούτη πράξη; Οι υποψίες πέφτουν στον Τζέισον Άρτσερ, ένα υπάλληλο εταιρείας υψηλής τεχνολογίας, που ενώ επρόκειτο να ταξιδεύσει με τη συγκεκριμένη πτήση, τελικά δεν το έκανε, αλλά απλά εξαφανίστηκε. Τα ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του γίνονται σχεδόν αποδείξεις όταν κάνει την εμφάνισή της και μια βιντεοκασέτα που τον παρουσιάζει να παραδίδει κάποια στοιχεία σε δύο άγνωστους άντρες. Όλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για εκπροσώπους αντίπαλης εταιρείας στους οποίους παραχωρεί, έναντι παχυλής προφανώς αμοιβής, επιχειρηματικά μυστικά. Για τα μέσα ενημέρωσης, τα αφεντικά του και την αστυνομία, δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι πίσω από την αεροπορική τραγωδία κρύβεται αυτός. Οι μόνοι που διαφωνούν, ο καθένας για το δικό του λόγο, είναι η γυναίκα του Τζέισον, Σίντνι και ο ντετέκτιβ Λη Σώγερ, ο οποίος πιστεύει ότι τα στοιχεία εναντίον του Άρτσερ είναι τόσα πολλά και εκκωφαντικά, που, δεν μπορεί, κάποιο λάκκο θα έχει η φάβα.
Ο Σώγερ, που θυμίζει σε κάποια σημεία τον επίσης πεισματάρη ντετέκτιβ-δημιούργημα του Μάικλ Κόνελι, Χάρι Μπος, μαζί με την Σίντνι θα επιδοθεί σ’ ένα αγώνα δρόμου και επιβίωσης ενάντια σε αόρατες απειλές και αδίστακτους ανθρώπους, που δε θα δίσταζαν μπροστά σε κανένα εμπόδιο στην προσπάθεια να πετύχουν τα σχέδιά τους.
Η πυκνή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι συνεχείς ανατροπές, οι βεβαιότητες που κτίζονται και γκρεμίζονται και το απροσδόκητο, αλλά όχι και τόσο «αμερικάνικο», τέλος της ιστορίας, καθιστούν τον Απόλυτο Έλεγχο ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο αντιλήφθηκα με πόσο γερές βάσεις ξεκίνησε ο Μπαλτάτσι για να φτάσει κάποια μέρα να γράφει «απίστευτα» μυθιστορήματα όπως το Κάμελ Κλαμπ και τους Συλλέκτες. Ένα μικρό διαμάντι για τους φίλους των βιβλίων θρίλερ.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Ο Παλιάτσος του Καθενός ΙΙ

Θα τον δείτε να κάθεται στην άκρη του μπαρ, να πίνει μπύρα ή κρασί, και να παρακολουθεί ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, ή απλά να κοιτά με απόλυτη συγκέντρωση τον απέναντι τοίχο. Μακριά ατημέλητα μαλλιά, άγρια μούσια που παίρνουν να γκριζάρουν, αεικίνητες αργές κινήσεις, στην καρακοσμάρα του. Στην αρχή θα σας προκαλέσει την αίσθηση ότι δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον, ότι στ’ αλήθεια δεν αντιλαμβάνεται τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω του, αλλά σύντομα θα καταλάβετε ότι πέσατε έξω. Απόλυτα, ασυγχώρητα, έξω! Όχι μόνο τα βλέπει όλα, χωρίς να κοιτά, αλλά τα καταλαβαίνει κιόλας, δίχως ν’ ακούει. Αν τον ρωτήσει κάποιος τι κάνει, Μελετώ τους ανθρώπους, θ’ απαντήσει, ακόμη κι αν δεν ξεκολλά ούτε στιγμή τη ματιά του απ’ το χαζοκούτι.
Όλοι οι τακτικοί θαμώνες τον ξέρουν από παλιά, άλλοι οπτικά, άλλοι προσωπικά. Μπορεί να κάθεται εκεί μονάχος για ώρες και ώρες, αλλά δε νιώθει μόνος. Ποτέ! Κάθε τόσο τον πλησιάζει σιγά-σιγά, σχεδόν με συστολή, κάποιος για ν’ ανταλλάξουν λίγα λόγια, ενώ κάποιες φορές ξοδεύει χρόνο πολλή συζητώντας χαμηλόφωνα με διάφορα άτομα, που όταν τον πλησιάζουν μοιάζουν βουτηγμένα βαθιά μέσα στα βρώμικα νερά της απελπισίας, τα οποία, ωστόσο, όταν τελικά απομακρύνονται από κοντά του, έχουν χαραγμένο στα χείλη ένα πλατύ χαμόγελο – λες και κάποιος τους χάρισε ένα δώρο ακριβό και βαρυσήμαντο.
Κανείς δεν ξέρει την προσωπική του ιστορία. Μόνο κάποιοι γνωρίζουν διάφορα μικρά διάσπαρτα αποκόμματά της. Ξέρουν ότι πάντοτε κάνει του κεφαλιού του, ότι δε νευριάζει ποτέ, ότι πίνει και τρώει πολύ, πώς κοιμάται λίγο και γελάει δυνατά. Α, κι ότι αν κάποτε τον χρειαστείς θα είναι εκεί για να σ’ ακούσει.
Θα ’πρεπε να γίνω δάσκαλος, μονολογεί πού και πού, για να μαθαίνω στα παιδιά να ζούνε τη δική τους ζωή, κι όχι εκείνη των γονιών τους.
Η καθημερινή του ζωή μοιάζει να κυλά συνεχώς στα ίδια μονοπάτια, ν’ ακολουθεί τα ίδια προδιαγεγραμμένα δρομολόγια – όλοι οι άλλοι, οι ξερόλες, τη θεωρούν πληκτική και μονότονη. Οι αχρείοι! Λες και ξέρουν στ’ αλήθεια τη ζωή του, λες και ξέρουν τι σκέφτεται και πώς ενεργά. Τίποτα δεν ξέρουν για κείνον. Τίποτα!
Κλέφτη στιγμών, θεωρεί τον εαυτό του, και αυτό ακριβώς είναι αφού, κλέβει στιγμές από τις ζωές των άλλων και τις κάνει ιστορίες. Ιστορίες για τη χαρά και τον πόνο, τα πάθη και τα λάθη, για τους αγνούς ανθρώπους και τα φαντεζί προσωπεία, για τις μεγάλες αλήθειες και τα τεράστια ψέματα του καθημερινού βίου.
Κάποιες απ’ αυτές της παραδίδει κιόλας γραπτώς και με μια ειρωνική επισημότητα σ’ αυτούς που τον ενέπνευσαν, και τους τρομάζει. Τους τρομάζει το πόσο καλά τους διάβασε, το πώς μάντεψε ακόμη και τις πιο μύχιες σκέψεις τους, τους τρομάζει επειδή διαβάζοντάς τις βλέπουν τους δαίμονες και τις ενοχές τους αποτυπωμένα στο χαρτί. Τους τρομάζει, αλλά τους ανακουφίζει κιόλας αφού, τώρα πια, ξέρουν στα σίγουρα ποιοι είναι, τι έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, τι αγώνες να δώσουν, ποιο Γολγοθά ν’ ανέβουν.

Θα τον δείτε να κάθεται στην άκρη κάποιου μπαρ και να παρακολουθεί ανέμελος ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Θα σας κινήσει λίγο την περιέργεια η ατημέλητη εμφάνιση και η απόκοσμη γαλήνη του προσώπου του. Ίσως να νιώσετε κάποια συμπάθεια, ή ίσως και κάποιου είδους οίκτο γι’ αυτόν, και όχι άδικα, αφού στο κάτω-κάτω της γραφής δε μοιάζει με κάποιον άνθρωπο παρά με ένα παλιάτσο, τον παλιάτσο του καθενός.
Όλες οι ιστορίες που ανεβάζω τις τελευταίες ημέρες είναι παλιές και ξαναδουλεμένες. Κάτι καινούριο δεν υπάρχει προς το παρόν, αλλά όλο και κάτι "ψήνεται"

Κυριακή 20 Απριλίου 2008

Ο Παλιάτσος του Καθενός

Από μικρό παιδί θυμόταν τον εαυτό του να είναι παντού και πάντοτε λυπημένο. Η θλίψη ήταν το Α και το Ω στη ζωή του, κι ήταν μια θλίψη παράξενη, αφού έμοιαζε να μην έχει λόγο ύπαρξης, καμία αιτία. Αν δεν ήταν συνεχώς κι αδιαλείπτως τόσο λυπημένος θα μπορούσε να είναι απόλυτα ευτυχισμένος αφού δε στερήθηκε τίποτα, ούτε στα παιδικά χρόνια ούτε και στην εφηβεία του. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι πολύ, κι έτσι ό,τι ποθούσε, ό,τι ζητούσε, μπορούσε έτσι απλά να τ’ αποκτήσει. Το χρήμα, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό, αφού αυτό δεν μπορούσε να του αγοράσει ούτε μια στάλα προσωπικής εσώτερης ευτυχίας, που είχε τόσο ανάγκη.
Τον πήγαν, λοιπόν, σε γιατρούς και τσαρλατάνους προσπαθώντας να βρουν μια γιατρειά για τη μέσα του αρρώστια, αλλά κανείς απ’ όλους αυτούς τους ειδήμονες και αδαείς δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει ποιο ήταν το σαράκι που του μάτωνε την ψυχή, που του έκλεβε τα χαμόγελα. Ούτε κι ο ίδιος εξάλλου μπορούσε να εξηγήσει αυτό που του συνέβαινε. Όταν συχνά πυκνά τον σφυροκοπούσαν με τις ερωτήσεις τους, Απλά είμαι λυπημένος, τους έλεγε, και σηκωνόταν και πήγαινε στο δωμάτιό του.
Τα χρόνια, αργόσυρτα, λειψά και λυπημένα, πέρασαν, κι οι γονείς του, που άλλοτε έκαναν όνειρα μεγάλα και φαντασμαγορικά για πάρτη του, σιγά-σιγά τον παράτησαν στη μοίρα του και έπεσαν με τα μούτρα στην ανατροφή του δεύτερού τους παιδιού, εκείνου που τους βγήκε φυσιολογικό.
Αυτό δα το γεγονός, δεν τον ενόχλησε καθόλου. Έδειχνε, μάλιστα, να τον ανακουφίζει. Σα να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω του. Επιτέλους, θα τον άφηναν ύστερα από τόσα χρόνια στην ησυχία του. Ίσως έτσι, να έβρισκε κι εκείνος το δικό του δρόμο στη ζωή. Και τον βρήκε! Μια ανοιξιάτικη κι ηλιοφώτιστη μέρα, καθώς καθόταν μοναχός σ’ ένα παγκάκι στο μεγάλο πάρκο, είδε ένα παιδάκι να κάθεται χάμω και να κλαίει με λυγμούς, και καλόψυχος καθώς ήταν πήγε κοντά του για να το παρηγορήσει. Το αγόρι, ωστόσο, που προφανώς πονούσε πολύ, δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι, αφού είδε κι απόειδε και λύση δε βρήκε, άρχισε να του κάνει ξεκαρδιστικές γκριμάτσες με το πρόσωπο και να βγάζει άναρθρες κι ακαταλαβίστικες κραυγές απ’ τα χείλη, μέχρι που το είδε να χαμογελά και σε λίγο να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Θα έπρεπε να γίνεις παλιάτσος , του είπε λίγη ώρα μετά ο μικρός, καθώς απομακρυνόταν. Παλιάτσος; Του άρεσε η ιδέα.
Απ’ το επόμενο κιόλας πρωί πήγε κι αγόρασε και φόρεσε την γνώριμη πολύχρωμη φορεσιά και το θλιμμένο χαμόγελο του παλιάτσου και άρχισε να περιφέρεται, με κάθε μέσο, σ’ ολόκληρη την πόλη, προσπαθώντας να προσφέρει στα στίφη των βιαστικών και κατσούφηδων ανθρώπων, λίγη χαρά. Και με μερικούς τα κατάφερε. Και την επόμενη μ’ ακόμη περισσότερους. Και την επόμενη... Και πάει λέγοντας.
Στο πέρασμα του γητευτή χρόνου έγινε μια από τις πλέον αγαπημένες φιγούρες, ένα σημείο αναφοράς για την πόλη. Τα παιδιά, όλα σχεδόν τα παιδιά, πήγαιναν και έπαιζαν με το θλιμμένο παλιάτσο -που γεννοβολούσε αγάπη- στο πάρκο, εκεί όπου ξαπόσταινε στο τέλος μιας κουραστικής μέρας, ενώ και κάποιοι μεγάλοι κάθονταν πού και πού και συζητούσαν μαζί του. Ως δια μαγείας κατάφερνε να χαρίσει σε όλους ένα χαμόγελο. Ο ίδιος, όμως, εξακολουθούσε να μη χαμογελάει ποτέ.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, σαν ένα μικρό τίποτα μέσα στον κυκεώνα της αιωνιότητας, κι η πόλη άλλαξε. Τα παιδιά έγιναν μεσήλικες κι οι μεσήλικες γεροντάκια. Γέρασε κι ο θλιμμένος παλιάτσος. Ήταν ένα κρύο πρωινό του χειμώνα όταν τον βρήκανε νεκρό πάνω σ’ ένα παγκάκι στη μικρή πλατεία. Κάποιος ειδοποίησε τον μικρότερό του αδελφό για να αναλάβει τα της ταφής, αφού αν και είχε φίλους αμέτρητους -που δε γνώριζαν, ωστόσο, ούτε το πρόσωπο, ούτε το όνομά του- δεν είχε άλλον κανένα τόσο κοντινό του στον κόσμο.
Εκατοντάδες άνθρωποι, παιδιά και μαμάδες και παππούδες και γιαγιάδες έσπευσαν μαζικά στην κηδεία για να του πούνε το στερνό αντίο. Και όλοι είπαν μετά ότι, όταν τον είδαν μέσα στο φέρετρό του, έμοιαζε να τους χαμογελά. Έδειχνε ικανοποιημένος, ευτυχισμένος. Λες και πέτυχε το μεγάλο του στόχο στη ζωή, σα να απόκτησε εκείνο που πάντοτε επιθυμούσε.
Γεννήθηκε και έζησε λυπημένος, στο θάνατο βρήκε τη χαρά. Τη χαρά του να είσαι ο παλιάτσος του καθενός!

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Το δώρο που δεν περίμενε

Συνέχεια από το προηγούμενο:
Αυτή θα ήταν μια από τις πιο σημαντικές μέρες της ζωής του, αν όχι η πλέον σημαντική. Αυτό το πίστευε με όλη του την ψυχή. Σήμερα θα ζητούσε από την αγαπημένη του, από τη νέα του αγαπημένη, να γίνει η γυναίκα του, αυτή με την οποία θα μοιραστεί της ζωής του το υπόλοιπο, κι ας μην την ξέρει και τόσο καλά. Το έχει πια πάρει οριστικά απόφαση ότι έφτασε, επιτέλους, η μέρα να νοικοκυρευτεί. Δε θα το έκανε ίσως ποτέ αυτό, αν δεν έτρωγε πρώτα μια μεγάλη χυλόπιτα. Αν κι εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ακριβώς χυλόπιτα. Απλά το κορίτσι του, το πανέμορφο εκείνο κι αισθησιακό κορίτσι, το καλύτερο που γνώρισε ποτέ, τον παράτησε στα κρύα του λουτρού – κι αυτό ποτέ του δεν περίμενε να συμβεί. Αν δεν ήταν εκείνος ο καταραμένος, αν δεν τους τα χαλούσε όλ’ αυτός, θα ήταν ακόμη μια χαρά μεταξύ τους. Αλλά, είναι πια πολύ αργά για δάκρια. Πρέπει να συνεχίσει με τη ζωή του και θα το κάνει. Θα γίνει και πάλι πολύ ευτυχισμένος, όπως όταν ήταν μαζί της.
Τώρα, είναι στο γραφείο του και περπατάει πάνω κάτω, λίγο ανήσυχος και μυστικά αναστατωμένος. Ανυπομονεί! Πότε θα περάσει η ώρα... Πότε θα βρεθεί κοντά της... Πότε θα της ζητήσει να τον παντρευτεί... Απορεί! Απορεί κι αγωνιά για το πώς θα αντιδράσει εκείνη. Αν και κατά βάθος ξέρει, μέσα του το νιώθει, θα δεχτεί αμέσως. Που να βρει, άλλωστε, καλύτερο από εκείνον, που και πλούσιος πολύ, και όμορφος, και πανέξυπνος είναι.
Είναι αργά το απόγευμα. Ο ουρανός συννεφιασμένος, αλλά όχι της βροχής. Σε λίγο θα πάρει να βραδιάζει και τ’ αστέρια θ’ αγωνιστούν, αλλά δε θα καταφέρουν να πάρουν τη θέση που τους αναλογεί στο στερέωμα. Ο κόσμος στο γραφείο παίρνει να αραιώνει. Κάθε τόσο η γραμματέας του, και περιστασιακή ερωμένη, εμφανίζεται στην πόρτα και τον ρωτά κάτι, του υπενθυμίζει κάτι, του λέει να σχολάσει, αφού δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να βρίσκεται ακόμη εκεί. Εκείνος, την ακούει δεν την ακούει, αφού το μυαλό του ταξιδεύει στο αύριο, στο ξεχωριστό κι ονειρικό του αύριο, που όλο και πιο πολύ, ανάσα την ανάσα, λεπτό το λεπτό, πλησιάζει. Όχι, δε θέλει να φύγει τώρα από κει. Δε θέλει να πάει στο σπίτι του. Δε θέλει να μείνει ούτε στιγμή απόλυτα μόνος. Αν το κάνει, τότε ο χρόνος θ’ αρχίσει να περνά ακόμη πιο αργά, οι σκέψεις πιο σκληρά θα τον στοιχειώνουν, η αγωνία πιο άγρια θα θεριεύει στο μέσα του.
Σκέφτεται το χθες. Το χθες που στα μάτια του φαντάζει τόσο απτό όσο κι απόμακρο. Μετανιώνω, άραγε, γι’ αυτό που έγινε; αναρωτιέται. Μετανιώνει; Μα, αυτός δε μετάνιωσε ποτέ και για τίποτα, μέχρι τώρα, στην άθλια μικρή ζωή του. Αλλά, να, όσο νάναι, το πρώην κορίτσι του λείπει -αφάνταστα, απροσδόκητα- πολύ. Αν μη τι άλλο εκείνη είχε κότσια, κανένα δε φοβόταν, και απέδειξε περίτρανα ότι δεν τον ήθελε για τα λεφτά του, αλλά γι’ αυτό που νόμιζε πώς ήταν. Μέχρι που ανακάλυψε την αλήθεια, το καλά κρυμμένο μυστικό του. Αλλά, τάχατες, φταίει αυτός ο δόλιος γι’ αυτό που έγινε, γι’ αυτό που κατάντησε; Όχι, καθόλου! Οι γονείς του φταίνε, αυτοί φταίνε για όλα. Που τον κακομάθανε. Που του μάθανε καλά τους τρόπους της δόλιας της κοινωνίας και όχι της αλήθειας. Που του είπανε ότι το χρήμα είναι το μόνο που μετράει σε τούτη τη ζωή – το χρήμα κι η εικόνα.
Έξω σκοτεινιάζει. Τα φώτα της πόλης φέγγουν χλωμά, τα αυτοκίνητα σκίζουν ορμητικά τα σκοτάδια της ασφάλτου κι οι περαστικοί κινούν βιαστικά για το άγνωστο νυχτερινό τους πεπρωμένο. Το κτήριο μοιάζει να είναι τώρα εντελώς άδειο από σώματα και ταλαίπωρες ψυχές, παραδομένο στη σιωπή. Μόνο εκείνος και η πιστή του -όσο παίρνει- γραμματέας είναι εκεί, σαν τα απομεινάρια μίας ακόμη ανούσιας μέρας. Κοιτώντας από το διαφανή γυάλινο τοίχο του γραφείου του, βλέπει ένα υπάλληλο εταιρείας μεταφορών να κάνει την εμφάνισή του από τον ανελκυστήρα και να κατευθύνεται προς την κοπέλα. Της δίνει ένα δέμα, παίρνει την υπογραφή της και βαριεστημένα αποχωρεί. Κι εκείνη, σηκώνεται απ’ το γραφείο της, έρχεται και του παραδίδει, μ’ ένα ερωτηματικό να της ζωγραφίζει το πρόσωπο. Δεν ξέρει τι να της πει, αφού δεν περιμένει τίποτα, από κανένα. Το κοιτάει για λίγο απορημένος. Τι να είναι άραγε; Μάλλον κάτι ασήμαντο. Αφού, έτσι κι αλλιώς, το πιο σημαντικό δέμα, κουτάκι μάλλον, της ζωής του, βρίσκεται στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του. Καθώς το ανοίγει σιγά-σιγά και πολύ προσεκτικά, αρχίζει να χαμογελάει, μια σκέψη όμορφη του χαϊδεύει το μυαλό. Θα είναι μάλλον ένα δώρο απ’ την αγαπημένη. Αλλά, δεν είναι. Βλέποντας το περιεχόμενο, αφήνει μια σπαρακτική κραυγή αγωνίας να του ξεφύγει απ’ τα στήθια και νιώθει να του κόβεται η ανάσα. Μετά βίας στέκεται στα πόδια του και δε λιποθυμάει. Αδύνατον! αναφωνεί. Αδύνατον! Στα χέρια του κρατά τα παπούτσια που του έχεσε ο Μανόλης.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Η ατελής μνήμη της Μαρίας

Συνέχεια από το προηγούμενο:

Κάθεται, μοναχή και ήσυχη, σ’ ένα παγκάκι στο μικρό και λίγο βρώμικο πάρκο, και κοιτά ίσια μπροστά της. Κάτι φαίνεται να της έχει τραβήξει την προσοχή. Ένας άνθρωπος, ένα φυτό, ένα αντικείμενο, ή, ίσως μία ανάμνηση; Κανείς στα σίγουρα δεν μπορεί να πει.
Είναι είκοσι χρονών η Μαρία και μόλις πρόσφατα βγήκε από ένα δεσμό, που κάπως το μέσα της το ταλαιπώρησε πολύ και λίγο, ανώδυνα κι οδυνηρά, κι ας μην κράτησε και τόσο. Πώς μπόρεσε να πέσει τόσο έξω μ’ εκείνον τον άντρα; Πώς και δεν κατάλαβε με τι κουμάσι είχε να κάνει; Πώς και δε διέκρινε την κακία που κρύβονταν πίσω από τα δολερά, τα όμορφά του μάτια; Πώς και πίστεψε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα του; Ποιος ξέρει; Αν δεν της χαμογελούσε μ’ ένα παράξενο τρόπο η τύχη, ίσως να τον παντρευόταν κιόλας τον μαλάκα. Αλλά, τέλος καλό, όλα καλά, όπως λένε.
Καθώς κάθεται εκεί, απολαμβάνοντας τη νεόκοπη ελευθερία της, το ζεστό ετούτο καλοκαιρινό δειλινό, σκέφτεται το σωτήρα της και θέλει να γελάσει, να γελάσει δυνατά, αλλά συγκρατιέται. Απλά, πλατιά χαμογελά. Ναι, κάποιος άλλος της άνοιξε τα μάτια. Κάποιος άλλος την έκανε να καταλάβει τι κάλπης και υποκριτής ήταν ο καλός της. Κάποιος άλλος έγινε για κείνη από μηχανής θεός, την πήρε απαλά απ’ το χέρι και την οδήγησε έξω απ’ τις ατραπούς της μεγάλης της πλάνης. Ω, πόσο λίγο τον ήξερε στ’ αλήθεια τον ακατονόμαστο, και πόσο εύκολα τον διάβασε, μόλις άφησε να ξεγλιστρήσει κάτω απ’ το φτιαχτό προσωπείο ο πραγματικός του εαυτός! Ένας εαυτός κακόβουλος, νευρικός, εκκεντρικός στα όρια της παραφροσύνης, με καμία αίσθηση του χιούμορ. Ένα απλό, αλλά και συνάμα πολύ-πολύ αστείο περιστατικό ήταν αυτό που τον ξεμπρόστιασε, εκείνο που γκρέμισε με πάταγο και θρυμμάτισε σε αμέτρητα κομμάτια την εικόνα, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει για πάρτη του, σαν κάστρο στη βρεγμένη άμμο.
Τώρα, κοιτά μπροστά της και βλέπει μέσα της, και σκέφτεται πόσο τυχερή φάνηκε μες στην ατυχία της, αφού όλα τέλειωσαν έγκαιρα, νωρίς. Θα ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή, σκέφτεται, απλά, θα ξεκινήσει απ’ την αρχή. Απλά, επειδή αυτός ο χωρισμός δεν της κόστισε και πολύ, καθόλου δεν της κόστισε, μάλλον καλό της έκανε. Αλλά...
Αλλά, γιατί όταν βγαίνει πού και πού απ’ το μέσα της κόσμο, κοιτάει ξανά και ξανά προς το μέρος του κουρελή απέναντι; Τον έχει δει πολλές φορές να τριγυρνά στο πάρκο, μιλώντας μόνος του, σε μια γλώσσα ακατάληπτη, αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν του έδωσε κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο σήμερα, κάτι πάνω του, κάτι της θυμίζει. Τι, όμως; Παράξενα τα παιχνίδια του μυαλού.
Η ώρα περνά γοργά, χοροπηδώντας στο κενό, ο ορίζοντας αρχίζει να ροδίζει, η φύση να δροσίζει, στον αέρα πλανάται μια μυρωδιά από σούρουπο και προσμονή. Σε λίγο θα πάει να βρει το φιλαράκο της, το μοναδικό της φιλαράκο, εκείνον που την έσωσε.
Σιγά-σιγά ο κόσμος στο πάρκο αρχίζει ν’ αραιώνει, αφού σε λίγο θα κλείσει τις πύλες του. Σηκώνεται κι ο κουρελής, λίγο κουρασμένος – λίγο λυπημένος, απ’ το πόστο του και κινάει κι εκείνος να βρει τη νέα θέση του, ανάμεσα στις φυλές της νύχτας. Καθώς περνά από μπροστά της βλέπει τα πόδια του, καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που της τράβηξε την προσοχή κι αρχίζει να γελάει με την ψυχή της. Ο άνθρωπος φοράει τα παπούτσια που έχεσε ο Μανόλης. Ενώ εκείνη χτυπιέται ακόμη απ’ τα γέλια, ο κουρελής της ρίχνει μια απορημένη ματιά, χαμογελά για το αστείο του θεάματος, κι αρχίζει να απομακρύνεται. Σε λίγο την ακούει να τρέχει ξοπίσω του...

Συνεχίζεται...

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Τα κουράδια της οργής

Κάποια μέρα θα τον εκδικηθώ. Δεν πάει άλλο η κατάσταση. Δεν αντέχω πια να μου συμπεριφέρεται τόσο άσχημα, λες και δεν είμαι κι εγώ άνθρωπος. Θα τον χτυπήσω σκληρά. Θα του βγάλω το μάτι. Θα του σκίσω το κεφάλι. Θα... Θα τον εκδικηθώ με όποιο τρόπο μπορώ. Θα τον... Θα του...
Αυτά σκεφτόταν κάθε φορά που τον έβλεπε, τον εχθρό του, ο Μανόλης. Δεν τον άντεχε τον τύπο. Καθόλου! Όχι μόνο δεν τον άντεχε, αλλά τον μισούσε κιόλας. Αυτόν μονάχα. Κανέναν άλλο στον κόσμο. Μισούσε μ’ όλο το πάθος της νεαρής του καρδιάς το καθετί απάνω του: την εξεζητημένη εμφάνισή του (έτσι δεν την είπε η μαμά;), τη μελιστάλαχτη φωνή και το ειρωνικό του χαμόγελο, μα πάνω απ’ όλα μισούσε την καλά μεταμφιεσμένη κακία του, που κανείς εκτός απ’ τον ίδιο δε φαίνονταν να διακρίνει.
Κάθε φορά που ερχόταν για επίσκεψη στο σπίτι τους, συνήθως απρόσκλητος, άναβαν τα λαμπάκια του Μανόλη – ναι, έτσι ακριβώς σαν του φίλου του τού Κύρου Γρανάζη, αλλά όχι ακριβώς. από τα νεύρα άναβαν. Μπροστά απ’ τη μαμά και τον μπαμπά του τού συμπεριφερόταν καλά, όλο έλεγε, τι χαριτωμένος που είναι!, αλλά αν τύχαινε και έμεναν για μια στιγμή μόνοι τον αποκαλούσε ηλίθιο και μυξιάρικο και κατουρλή, και τον τσιμπούσε δυνατά, με κακία. Φυσικά, δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτά που συνέβαιναν, ο καημένος ο μικρός. Δυο χρονών μωρό-παιδί, τι να πει; Τι να πει για να καταλάβει ο μπαμπάς κι η μαμά, κι ο κόσμος όλος, πόσο κακός ήταν αυτός ο κύριος;
Υπέμενε, λοιπόν, καρτερικά το μαρτύριο που του ’λαχε τόσο νωρίς στη ζωή. Υπέμενε και μέσα του σιωπηλά ορκιζόταν -αν και δεν ήξερε τι ακριβώς σημαίνει αυτό- ότι κάποτε θα έπαιρνε την εκδίκησή του – κι ας μην ήξερε ούτε κι αυτή τι σημαίνει.
Ήταν μια ζεστή καθάρια καλοκαιρινή μέρα, -μάλλον Κυριακή, αφού ο μπαμπάς κι η μαμά δεν πήγαν δουλειά- και όλη η οικογένεια, οι τρεις τους δηλαδή, βρισκόταν στον μικρό όμορφό κήπο, όταν άκουσε τον ήχο από το κουδούνι. Η μαμά έσπευσε ν’ ανοίξει την πόρτα, αφού ο μπαμπάς ήταν απασχολημένος πίνοντας μπίρα και ψήνοντας κάτι στη σχάρα, ενώ ο ίδιος δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να καλωσορίσει τους ξένους – αν ήταν τέτοιοι, δηλαδή.
Ω, δεν μπορείτε να φανταστείτε -προσπαθήστε, αν θέλετε, αλλά δε θα τα καταφέρετε- πόσο οργισμένος ένιωσε όταν είδε να ξεπροβάλλει από την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο, στον παράδεισό του, ο καταραμένος ο εχθρός. Μην μπορώντας να αντέξει τη θέα του, έριξε μια θυμωμένη ματιά στη μαμά και τον μπαμπά, κι έτρεξε αμέσως για να κρυφτεί στο δωμάτιό του. Ξάφνου, όμως, άλλαξε γνώμη και πάτησε απότομα φρένο, στο μικροβήματο χοροπηδητό τρεχαλητό του, αφού είδε ένα πανέμορφο κορίτσι να κάνει την εμφάνισή του πίσω από τον ακατονόμαστο. Ήταν όμορφο πολύ, σαν τις νεράιδες που του λέγανε στα παραμύθια. Μια ο-πτα-σί-α! Την αγάπησε με την πρώτη ματιά κι εκείνη του ανταπόδωσε μεμιάς την αγάπη, αφού μετά από το πρώτο ξάφνιασμα, έτρεξε βιαστικά και τον αγκάλιασε και τον σήκωσε, να, ψηλά, μ’ ένα πλατύ και φωτεινό χαμόγελο στα χείλη. Για όσο θα κρατούσε εκείνη η ευτυχισμένη μέρα θα ήταν συνέχεια κοντά του, παίζοντας μαζί του, ταΐζοντάς τον, γελώντας με τα παράξενα καμώματά του – προς φρίκη του δόλιου του εχθρού, που κάθε λίγο και λιγάκι την πλησίαζε απειλητικά και της έλεγε να πάψει να σαλιαρίζει με το ηλίθιο μυξιάρικο. Σιγά να μην τον άκουγε!
Όσο για τον Μανόλη, ήταν πολύ-πολύ ευτυχισμένος. Περισσότερο απ’ ό,τι υπήρξε ποτέ στην τόσο σύντομη ζωή του. Έτρεχε ξυπόλυτος -όλοι ξυπόλυτοι ήταν- στο γρασίδι, πλατσούριζε με τα νερά μες στη μικρή πολύχρωμη παιδική πισίνα, γελούσε με την ψυχή του. Αλλά δεν ξέχασε ούτε για μια στιγμή τον εχθρό και την εκδίκηση που ορκίστηκε
Ήταν αργά πολύ το απόγευμα, όταν ένιωσε μια ακατανίκητη ανάγκη να πάει στην τουαλέτα. Κίνησε, λοιπόν, με μικρά αργόσυρτα βήματα, για τον προορισμό του, αφού πρώτα αρνήθηκε την προσφορά του κοριτσιού να τον συνοδέψει -Μόνο του... Μόνο του... της είπε- αλλά δεν έφθασε ποτέ εκεί. Κοντοστάθηκε, βλέπετε, στην είσοδο, όπου είδε αφημένα τα παπούτσια του εχθρού και της αγάπης του. Στο πρόσωπό του πήρε να ζωγραφίζεται ένα ηλιόλουστο πονηρό χαμόγελο.
Σαν πήρε να βραδιάζει, και το φεγγάρι αμόλυντο μισό άρχισε να κόβει τις βόλτες του στον μακρινό ουρανό, η συντροφιά εγκατέλειψε μαζικά τον κήπο και κίνησε για το σπίτι. Όταν έφτασαν, όμως, στην είσοδο, σταμάτησαν όλοι μαζί, σαν έκπληκτοι, σαν στ’ αλήθεια τρομαγμένοι. Την αθέλητη σιγή και τη στιγμιαία αμηχανία, ήρθε να σπάσει το αυθόρμητο κι εκκωφαντικό γέλιο του κοριτσιού, που προφανώς βρήκε το θέαμα πολύ αστείο: τα παπούτσια του εχθρού ήταν ξέχειλα από φρεσκοκαμωμένα κουράδια, ενώ απ’ τα δικά της είδε να ξεπροβάλλουν κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ο Μανόλης, που καθότανε σε μια γωνιά, κτυπούσε με χαρά μεγάλη τα χεράκια του και γελούσε μοναχός, είχε, επιτέλους, πάρει την εκδίκησή του.

Συνεχίζεται
Παλιό και ξαναδουλεμένο

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Πρωτοχρονιά στην Ταϊλάνδη


Από χθες βρίσκομαι στην αγαπημένη μου πόλη, την Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης. Με το που έφθασα εδώ με καλωσόρισαν με νεροπίστολα και κουβάδες, αφού αυτές τις μέρες γιορτάζουν το δικό τους "κατακλυσμό" που σηματοδοτεί τον ερχομό του νέου χρόνου (σήμερα είναι η πρωτοχρονιά, για να είμαστε ακριβείς).
Περισσότερες λεπτομέρειες για το ταξίδι μέχρι εδώ και τη γιορτή θα αναρτήσω τις επόμενες μέρες. Προς το παρόν απολαύστε δυο φωτογραφικά "ντοκουμέντα"

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Οι "μικρές" λίστες των βραβείων του Διαβάζω

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Γιώργος Γώτης, Χρονογραφία, εκδόσεις Στιγμή
Ντίνα Λιλή, Η ενηλικίωση των παραμυθιών, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, εκδόσεις Καστανιώτη
Αντώνης Μακρυδημήτρης, Νάες άναες, εκδόσεις Ίκαρος
Ελένη Μαρινάκη, Εδώ στο λίγο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Χάρης Μιχαλόπουλος, Πιο νύχτα, εκδόσεις Μανδραγόρας
Αγγελική Σιδηρά, Αμείλικτα γαλάζιο, εκδόσεις Καστανιώτη
Τηλέμαχος Τσαρδάκας, Το σκοτεινό αγγελάκι και το δέντρο, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Θανάσης Χατζόπουλος, Μετόπη, εκδόσεις Ύψιλον
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, Αναπαραστάσεις του γυναικείου στη λογοτεχνία,
εκδόσεις Πατάκη
Ευριπίδης Γαραντούδης, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση: 1930-2006,
εκδόσεις Καστανιώτη
Αλέξανδρος Ίσαρης, Κάτω από τόσα βλέφαρα: Σημειώσεις για τον Ρίλκε, εκδόσεις Ίκαρος
Τάκης Καγιαλής, Η επιθυμία για το μοντέρνο, Δεσμεύσεις και αξιώσεις της λογοτεχνικής διανόησης στην Ελλάδα του 1930, εκδόσεις Βιβλιόραμα
Τάκης Καρβέλης, Πολύτροπος αρμονία: Η κατά Κάλβον πολύτροπος αρμονία της ποίησης του Ελύτη: Από τους «Προσανατολισμούς» ως το «Άξιον Εστί», εκδόσεις Σοκόλη
Ξενοφών Α. Κοκόλης, Ο κόσμος του καθρέφτη στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Καστανιώτη
Μαίρη Μικέ, Έρως (αντ)εθνικός: Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, εκδόσεις Πόλις
Παναγιώτης Μουλλάς, Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα, εκδόσεις Σοκόλη
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ιδαλγός της ιδέας: Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Πόλις
Άννα Τζούμα, Εκατό χρόνια νοσταλγίας: Το αυτοβιογραφικό αφήγημα Έθνος, εκδόσεις Μεταίχμιο

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Χάρτες: Εβδομήντα ιστορίες, εκδόσεις Πατάκη
Φώτης Θαλασσινός, Λούπα, εκδόσεις Καστανιώτη
Ευτυχία Καλλιτεράκη, Οι κουμπότρυπες: 13 ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι
Μάκης Καραγιάννης, Ο καθρέφτης και το πρίσμα, εκδόσεις Νεφέλη
Ζέτα Κουντούρη, Όμορφη ζωή, εκδόσεις Κέδρος
Μαρία Κωτίδου, Επαφές, εκδόσεις Κέδρος
Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, εκδόσεις Μελάνι
Δημήτρης Πετσετίδης, Λυσσασμένες αλεπούδες, εκδόσεις Κέδρος
Ασημένια Σαράφη, Φεγγαράδα στο δέρμα, εκδόσεις Πατάκη
Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδόσεις Εξάντας
Βαγγέλης Αυδίκος, Η κίτρινη ομπρέλα, εκδόσεις Μεταίχμιο
Νένη Ευθυμιάδη, Ο γιος του Μπίλυ Μπλου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης, εκδόσεις Ωκεανίδα
Δημήτρης Καπετανάκης, Η συμμορία της συγκίνησης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανδρέας Μήτσου, Ο κύριος Επισκοπάκης: η εξομολόγηση ενός δειλού, εκδόσεις Καστανιώτη
Μάριος Μιχαηλίδης, Ο Οστεοφύλαξ, εκδόσεις Μεταίχμιο
Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;, εκδόσεις Καστανιώτη
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ερώτων και αοράτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
Δημήτρης Σωτάκης, Ο άνθρωπος καλαμπόκι, εκδόσεις Κέδρος

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ο κύριος Ταυ, εκδόσεις Μελάνι
Ελένη Κεφάλα, Μνήμη και παραλλαγές, εκδόσεις Πλανόδιον
Πατρίτσια Κολαΐτη, Σελέστεια, εκδόσεις Νεφέλη
Σοφία Κολοτούρου, Αν-επίκαιρα ποιήματα, εκδόσεις Τυπωθήτω
Αγορίτσα Μπακοδήμου, Εγχειρίδιο του καλού ταξιδιώτη, εκδόσεις Λιβάνη
Γιάννης Παλαβός, Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Introbooks
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Έκαστος εφ’ ω ετάφη, εκδόσεις Γαβριηλίδης
Μαρία Φακίνου, Το καπρίτσιο της κυρίας Ν., εκδόσεις Καστανιώτη

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Φραντζέσκα Αλεξοπούλου-Πετράκη (κείμενο), Ναταλία Καπατσούλια (εικονογράφηση),
Θέλω να γίνω ήρωας, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μελίνα Καρακώστα (κείμενο), Σόλης Μπάρκης (εικονογράφηση), Η μαύρη λίμνη,
εκδόσεις Πατάκη
Κώστας Μάγος (κείμενο), Μυρτώ Δεληβοριά (εικονογράφηση),Το δάσος της ξύλινης ξύστρας, εκδόσεις Πατάκη
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Φωτεινή Στεφανίδη (εικονογράφηση), Ο γάτος της οδού Σμολένσκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Χρήστος Μπουλώτης (κείμενο), Βασίλης Παπατσαρούχας (εικονογράφηση),
Οι 12 κοκκινοσκουφίτσες και ο κουρδιστός λύκος, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Βασιλική Νευροκοπλή (κείμενο), Νικόλας Ανδρικόπουλος (εικονογράφηση), Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, εκδόσεις Λιβάνη
Ντορίνα Παπαλιού (κείμενο), Μάρια Μπαχά (εικονογράφηση), Όταν ο Ζορό έφαγε την έκθεσή μου, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Μάρω Σφακιανοπούλου (κείμενο), Ίρις Σαμαρτζή (εικονογράφηση) Το ξύπνημα των κούκων, εκδόσεις Ταξιδευτής
Ευγένιος Τριβιζάς (κείμενο), Αντώνης Ασπρόμουργος (εικονογράφηση) Ο πόλεμος της Ωμεγαβήτας, εκδόσεις Μίνωας

ΜΙΚΡΗ ΛΙΣΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ

Μαρία Αβρααμίδου, Το σπίτι του άγγλου συνταγματάρχη, εκδόσεις Πατάκη
Άλκη Ζέη, Ο ψεύτης παππούς, εκδόσεις Κέδρος
Μάρω Λοΐζου, Το τσίμπημα της σφήκας, εκδόσεις Πατάκη
Φίλιππος Μανδηλαράς, Τα μπανανόψαρα, εκδόσεις Πατάκη
Βασίλης Παπαθεοδώρου, Χνότα στο τζάμι, εκδόσεις Κέδρος
Γιάννης Ρεμούνδος, Όνειρο είναι, θα περάσει, εκδόσεις Ψυχογιός
Κώστας Χαραλάς, Όλα έχουν μόνο μια πλευρά!, εκδόσεις Παπαδόπουλος
Πάνος Χριστοδούλου, Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές, εκδόσεις Κέδρος
Λίτσα Ψαραύτη, Η σπηλιά της γοργόνας, εκδόσεις Πατάκη

υ.γ. να ευχηθώ καλή τύχη στη φίλη Σοφία Κολοτούρου

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Εκπληκτική φωνή...

διαθέτει αυτό το αυτοκαταστροφικό κορίτσι η Έιμι Κρασόσπιτου, που εδώ παραδέχεται: You know i'm no good.

Άργησα λίγο να την ανακαλύψω επειδή τον τελευταίο χρόνο ήμουνα σε μια κελτο-ιρλανδο-αφρικανο-παγκόσμια φάση, αλλά από την στιγμή που την άκουσα ερωτεύτηκα τη φωνή της.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Roddy Doyle: Oh, Play That Thing

Δεν το κρύβω ότι ο Ρόντι Ντόιλ είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους συγγραφείς. Τα βιβλία του με συναρπάζουν με την απλότητά τους, αλλά και για το ιδιόρρυθμο των χαρακτήρων που παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτά.
Η αρχή της γνωριμίας μου με το έργο του έγινε με το The Barrytown Trilogy, μια σειρά μυθιστορημάτων, που βγάζει άφθονο γέλιο και μιλά, όπως σχεδόν πάντα, για τη μουσική, τα ανθρώπινα πάθη και την ιρλανδική ψυχή. Τα The Van, The Commitments και The Snaper, με βοήθησαν να μάθω περισσότερα για την Ιρλανδία απ’ ό,τι οποιοδήποτε ιστορικό βιβλίο.
Το ανά χείρας μυθιστόρημα είναι η συνέχεια του A Star Called Henry, ή, να προτιμάτε, το δεύτερο μέρος της ιστορίας του Χένρι Σμαρτ. Εδώ μαθαίνουμε για την άφιξη του δαιμόνιου ιρλανδού πατριώτη (βλέπε ΙΡΑ) στην Αμερική και τις κάποιες φορές απέλπιδες, αλλά συναρπαστικές και συνάμα ξεκαρδιστικές προσπάθειές του, να πιάσει την καλή στη νέα γη.
Ο Χένρι, με την έμφυτη γοητεία, το ακονισμένο του μυαλό, και την ανεπανάληπτη ατυχία του, θα κατορθώσει να σκαρφαλώσει πολλές μικρές κορυφές και να γκρεμιστεί με πάταγο, να μπλέξει με μαφιόζους και δολοφόνους, ν’ αλλάξει πολλές δουλειές και να κοιμηθεί με πολλές γυναίκες. Α, και να βάλει το λιθαράκι του στο μεγάλο οικοδόμημα της τζαζ.
Καθώς το παρελθόν του, ακόμη και στη μακρινή Αμερική, εξακολουθεί να τον κατατρέχει, παρακολουθούμε με μια δόση αγωνίας της ζωής του το μακρινό ταξίδι, που ώρες-ώρες μοιάζει εξωπραγματικό και αγγίζει τα όρια του μύθου. Όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και συγκεκριμένα, αφού ο μεγάλος συμπρωταγωνιστής του σε τούτη την περιπέτεια δεν είναι άλλος από τον Λούις Άρμστρονγκ. Ο τελευταίος, σπάζοντας κάθε κανόνα της τότε κοινής λογικής, προσλαμβάνει τον Χένρι σαν μάνατζερ, αλλά και σαν μπράβο του. Τον κάνει το λευκό του αγόρι για όλες τις δουλειές.
Ο Ντόιλ μας ταξιδεύει μέσα από τις αναμνήσεις και τις περιπέτειες του Χένρι στην μακρινή Ιρλανδία του ματωβαμένου χθες, αλλά και στις αμερικανικές πόλεις την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ζωντανεύει στα μάτια μας, με ζωηρά χρώματα, αλλοτινές εποχές, με πολλές δόσεις δράματος και ανατρεπτικού χιούμορ.
Ο Χένρι Σμαρτ -μαζί με την Πώλα Σπένσερ του ομώνυμου μυθιστορήματος, αλλά και του The Woman Who Walked Into Doors- είναι ο πλέον αξιομνημόνευτος χαρακτήρας του.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Ερωτική Ψύχωση


Όχι, δε θα την αφήσει να του φύγει. Δε θα την αφήσει να τον εγκαταλείψει. Ποτέ! Είναι η γυναίκα της ζωής του. Η μοναδική. Ένα θείο δώρο που δε χορταίνει να απολαμβάνει, που τον κάνει να νιώθει όμορφα, που τον ανυψώνει, που του δίνει στα μάτια του κόσμου ανυπολόγιστη αξία. Σαν κι εκείνη καμιά άλλη δεν τον καταλαβαίνει, καμιά δεν τον νιώθει, καμιά δεν τον κάνει να ονειρεύεται. Κι όμως την ξέρει από πάντα.
Μεγάλωσαν μαζί με την Τερέζα, την όμορφή του. Έπαιξαν τα ίδια ανούσια, αλλά πολύ συναρπαστικά παιχνίδια, κάθισαν στα ίδια θρανία της πλήξης, είδε ο ένας τον άλλο να μεταμορφώνεται μαγικά στο πέρασμα του χρόνου, μοιράστηκαν για χρόνια πολλά κοινά μυστικά. Κάτι σαν δίδυμοι, Διόσκουροι, ήταν άλλοτε, στις εποχές των πιο γλυκών του αναμνήσεων. Και είναι ακόμη. Ή μάλλον νομίζει πως είναι, αφού τώρα πια για τίποτα δεν είναι σίγουρος.
Άλλαξε η Τερέζα μου. Άλλαξε! σκέφτεται μ’ ένα παράπονο πικρό ο Γιάννης, κι αναπολεί μ’ ένα φύσημα πόνου στην καρδιά, τις παλιές καλές μέρες, τότε που ήταν μικροί, τότε που η καλή του δεν έφευγε στιγμή απ’ το πλευρό του. Τώρα, νιώθει προδομένος και μόνος -με παράτησε- και παίρνει να φτιάχνει στο θολωμένο απ’ τον αιώνιο έρωτα μυαλό του, διάφορα σενάρια εκδίκησης, αν και στ’ αλήθεια δεν έκανε ποτέ κάτι για να τον βλάψει. Το μόνο κρίμα της, η μοναδική της αμαρτία είναι ότι απλά αποφάσισε να ακολουθήσει το δικό της δρόμο στη ζωή.
Γελά τώρα. Είναι ευτυχισμένη, αναλογίζεται με παράπονο πικρό, κι έμενα μ’ έχει πια ολότελα ξεχάσει. Τα έχει διαγράψει όλα, η άκαρδη. Όλα όσα ζήσαμε, όλα όσα κάναμε και μοιραστήκαμε.
Μα, είναι τυφλή; Στ’ αλήθεια τυφλή; Δεν βλέπει, δεν καταλαβαίνει, πόσο πολύ την αγαπάει; Δεν αντιλαμβάνεται πόσα σημαίνει για κείνον; Αν της μιλήσει, ίσως... Αλλά, όχι. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Ξέρει πολύ καλά ποια θα είναι η άμεση αντίδρασή της. Θα τον αποπάρει. Θα του κόψει μεμιάς το βήχα και θα τον κοιτάξει έντονα, μ’ εκείνο το πολύ λυπημένο της το βλέμμα, που τόσο μισεί. Τα απεχθάνεται τα μάτια της. Τα λατρεύει τα μάτια της. Μια ολόκληρη ζωή τα κουβαλεί μέσα του, σα δίδυμους ήλιους που του φωτίζουν το δρόμο. Λατρεύει και τα χαμόγελά της. Τα χαμόγελα των αναμνήσεών του, δηλαδή, αφού τώρα πια όταν είναι μαζί δε χαμογελά, παρά μόνο πικρά δακρύζει.
Πάει καιρός πολύς που έπαψε να του μιλά και ας τη βλέπει, σιγοσβήνοντας από τον πόθο, κάθε μέρα. Σίγουρα βρήκε κάποιον. Σίγουρα βρήκε κάποιον άλλο. Γιατί; Γιατί είναι έτσι; Πώς μπορεί να σκέφτεται μόνο τον εαυτό της; Γιατί δε νοιάζεται λίγο και για κείνον;
Να ’την! Να ’την που προβάλλει στη χωματένια αυλή. Δείχνει χαρούμενη σα φρέσκια αμαρτία. Το πρόσωπό της λάμπει. Μιμείται λες το φως του ήλιου. Νιώθει το πυρωμένο βλέμμα του απάνω της, τον βλέπει που παραφυλά και τα χαρακτηριστικά της σκληραίνουν, τα μάτια της συννεφιάζουν. Προσπαθεί να μην του δώσει καμία σημασία, θέλει να του δείξει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο πώς δεν τον έχει συγχωρέσει γι’ αυτό που έκανε τις προάλλες. Αλλά, τι έκανε κι αυτός ο κακομοίρης; Τίποτα το τραγικό. Απλά την ακολούθησε για να δει που θα πάει – η τρέλα του έρωτα τον οδηγούσε. Κι εκείνη τον είδε. Και του έβαλε τις φωνές. Και τον έβρισε. Τον έβρισε άγρια. Ασύστολα. Και μετά του γρατσούνισε με τα νύχια και του μάτωσε τα μάγουλα. Η ζωή είναι δική μου, παλιομαλάκα, του πέταξε με περισσή οργή, όπως στέκονταν εκεί, στη μέση του δρόμου. Παλιομαλάκα! Ναι, έτσι τον αποκάλεσε. Και του άξιζε. Απλά εκείνος δεν το ήξερε. Τίποτα δεν ήξερε εκείνος. Τίποτα πέρα από την ψύχωσή του. Την αγαπούσε, κι αυτό του έφτανε. Την αγαπούσε, κι η αγάπη του αυτή δικαιολογούσε τα πάντα.
Και τώρα; Τώρα που τη βλέπει να περνά σαν οργισμένο αερικό από μπροστά του και να τον αγνοεί επιδεικτικά, νιώθει κάτι μέσα του άξαφνα να σπάει και να γίνεται χίλια αόρατα, μα οδυνηρά, κομμάτια. Μια οργή ακατάληπτη αρχίζει να πυρπολεί όλο του το είναι. Δε θα σε αφήσω να μου φύγεις, ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του. Τη θέλει τόσο. Τον σκοτώνει τόσο. Το ξέρει, το νιώθει μέσα του βαθιά, ότι θα φθάσει στ’ άκρα για το χατίρι της, κι ότι ο δρόμος που θα πάρει θα ’ναι επικίνδυνος, δίχως επιστροφή, αλλά δεν τον νοιάζει.
Μια σκέψη άνομη τριβελίζει το μυαλό του, σαν πληγή, σαν προσδοκία. Μια σκέψη βάφει με μπογιά μαύρη, σκοτεινή, τον κόσμο του και το γεμίζει ελπίδα. Ξέρει τι να κάνει! Ξέρει τι πρέπει να κάνει για να την κερδίσει ξανά. Για να γίνει και πάλι δική του. Δική του; Μα, ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια δική του, σε κανέναν δεν ανήκε. Πάντα ανεξάρτητη, ελεύθερη, κι απόλυτο αφεντικό του εαυτού της ήταν η Τερέζα, κι ας μην το κατάλαβε ποτέ αυτός.
Βάζει το νου του να δουλέψει. Καταστρώνει ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο σατανικό.

Άλλαξε! Άλλαξε βαθμιαία, αλλά πολύ, τον τελευταίο καιρό ο Γιάννης. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται λίγο πιο καλός, λίγο πιο ανεκτικός, λίγο πιο χαμογελαστός και ανοικτόκαρδος. Κι η Τερέζα ευγνωμονεί την τύχη της γι’ αυτό, αφού την είχε κουράσει πολύ με τα καμώματά του τους προηγούμενους μήνες. Την είχε εκνευρίσει πολύ. Γι’ αυτό και έκανε καιρό να του μιλήσει. Για να τον πληγώσει, έστω λίγο, και να τον κάνει να αντιληφθεί το λάθος του. Για να καταλάβει ότι τη ζωή της την ορίζει η ίδια και πως δεν του πέφτει κανένας λόγος στις επιλογές της. Ναι, τον αγαπά -πώς θα μπορούσε να μην τον αγαπά, άλλωστε- αλλά, μέχρι εκεί. Τίποτα περισσότερο. Απ’ ό,τι φαίνεται το έμαθε το μάθημά του. Γι’ αυτό άλλαξε. Γι’ αυτό σταμάτησε να την ενοχλεί. Επειδή δεν ήθελε να τη χάσει ολότελα. Ποιος ξέρει; Ίσως να μπορέσουν και πάλι να γίνουν όπως παλιά, οι καλύτεροι φίλοι, δύο άτομα που μοιράζονται όλες τους τις λαχτάρες, όλα τα ένοχα μικρά μυστικά, που δεν έχουν τίποτα να κρύψουν ο ένας απ’ τον άλλο.
Είναι χαρούμενη, ευτυχισμένη, τώρα η Τερέζα. Επιτέλους, σκέφτεται, αγαπώ και αγαπιέμαι διπλά. Ναι, αγαπιέται διπλά. Από τον Γιάννη, αλλά -και κυρίως- κι από τον ερωτικό της σύντροφο, τον γλυκό της τον Μιχάλη. Τους θέλει να είναι φίλοι. Τους θέλει να γίνουν φίλοι οι δύο άντρες της ζωής της. Ωστόσο, κάτι προς το παρόν της λέει, να κρατήσει μια πισινή. Κάτι την αποτρέπει να μιλήσει σ’ εκείνον για το μεγάλο της ζωής της έρωτα. Όχι ακόμη, σκέφτεται. Δεν είναι έτοιμος να δεχτεί κάτι τέτοιο!
Ο Γιάννης τη διαβάζει, πολύ καλά, σαν ένα βιβλίο που έγραψε λες ο ίδιος. Μαντεύει την κάθε της σκέψη, προφητεύει την κάθε της κίνηση και χαμογελά. Από μέσα του, κρυφά και υποχθόνια, χαμογελά. Όλα πηγαίνουν καλά. Σύμφωνα με το σχέδιο που έχει βάλει σ’ εφαρμογή κι ακολουθεί πιστά. Άρχισε και πάλι να τον εμπιστεύεται. Άρχισε και πάλι λίγο να τον αγαπά. Τίποτα και κανείς πια δε θα σταθεί εμπόδιο στον καλά χαραγμένο δρόμο του, θα γίνει δικιά του ξανά, όπως ήταν πάντα, αλλά αυτή τη φορά ολοκληρωτικά. Κλείνει τα μάτια και φέρνει στη σκέψη του, μ’ ένα ρίγος συγκίνησης, το αρμονικό σχήμα του κορμιού της. Το βλέπει εκεί γυμνό, αμόλυντο, αφημένο με πίστη στην αγκαλιά του. Το βλέπει να γίνεται ένα με το δικό του για πρώτη φορά, να γίνεται δικό του παντοτινά. Την ύπαρξή του πλημμυρίζει τώρα μια απερίγραπτη, μοναδική, αίσθηση ευδαιμονίας. Έτσι είναι, άραγε, η ευτυχία; ρωτά το μέσα του απορημένος, αλλά φυσικά δεν περιμένει να πάρει καμία απάντηση. Έτσι κι αλλιώς σύντομα θα ξέρει.
Την ακολουθεί προσεκτικά, από απόσταση. Την παρακολουθεί στενά κάθε βράδυ. Μαθαίνει σιγά-σιγά όλα τα στέκια της, ποιες είναι οι φίλες της, βλέπει εκείνον τον άθλιο, τον εραστή της. Αλλά, δεν οργίζεται καθόλου. Παραμένει ήρεμος και συνεσταλμένος και περιμένει την ευκαιρία που, δεν μπορεί, κάποια στιγμή σίγουρα θα του δοθεί, χρυσή ανταμοιβή για την υπομονή του.

Κάθεται έξω απ’ το παράθυρο του υπνοδωματίου της και την κρυφακούει καθώς μιλά μ’ εκείνον στο τηλέφωνο. Γλυκόλογα, γέλια και χαζοχαρούμενες υποσχέσεις. Και το ραντεβού! Θα τα πούμε απόψε, αγάπη μου... Απόψε, λοιπόν!

Τους περιμένει. Για ώρες. Δίχως να βιάζεται. Χωρίς να βαρυγκωμεί. Τους περιμένει να φύγουν απ’ το μπαράκι και, προσεκτικά όπως πάντα, τους ακολουθεί. Πηγαίνουν στο σπίτι του. Μια παλιά, σχεδόν αρχοντική, τετραώροφη πολυκατοικία. Βλέπει ν’ ανάβει το φως στο ρετιρέ. Λεφτάς ο τύπος, σκέφτεται και χαμογελά ειρωνικά στο είδωλό του στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Περιμένει. Ο χρόνος κυλά αργόσυρτα και η πόλη βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη σιγή. Περιμένει. Βαριέται. Θέλει να φύγει. Δεν το κουνάει ρούπι. Περιμένει. Τους βλέπει, επιτέλους, να βγαίνουν απ’ την είσοδο αγκαλιασμένοι -τα πιτσουνάκια μου- να μπαίνουν στο αυτοκίνητό του και να φεύγουν. Περιμένει. Παίρνει να γλυκοχαράζει και βλέπει μια ροζ απόχρωση ν’ απλώνει τα πλοκάμια της στον ελαφρά συννεφιασμένο ουρανό. Το κρύο γίνεται πια αφόρητο. Νυστάζει. Περιμένει. Τον βλέπει να καταφθάνει και να σταθμεύει το αυτοκίνητό του. Τώρα πια δεν περιμένει. Βάζει μπρος το δικό του κι αρχίζει να το οδηγεί αργά πολύ προς το μέρος του. Καθώς τον βλέπει να διασταυρώνει το δρόμο πατάει τέρμα το γκάζι.

Την κρατά σφικτά, τρυφερά, με στοργή στην αγκαλιά του και την παρηγορεί. Την παρηγορεί με την αγάπη που ξεχειλίζει απ’ την καρδιά του για κείνη. Μόλις έχασε τον άνθρωπό της. Τον χρειάζεται τώρα πολύ. Δεν έχει άλλον κανένα στον κόσμο. Είναι, επιτέλους, δικιά του. Όχι απόλυτα, όχι ακόμη, αλλά δικιά του. Η Τερέζα. Ο μεγάλος του έρωτας. Η ετεροθαλής αδελφή του.

υ.γ. Η δεύτερη γραφή ενός διηγήματος που είχε πρωτοδημοσιευθεί σε ένα άλλο μπλογκ μου

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Γαλανή και Λεύκιος

«Άγγελος γιά ξωτικό, βλοημένο απ’ το Θεό ή το διάολο είν’ τούτο το κορίτσι;». Τούτο ρωτούσαν φωναχτά, μα απάντηση δεν παίρναν, γυναίκες κι άντρες, χωριανοί κι αλλομερήτες.
Τέτοιο μωρό, σα ζωγραφιά, δεν είχαν ξαναδεί ποτές τους. «Διαόλου έργο είν’ το παιδί», έλεε ο παπάς και προσεύχονταν σε Χριστοπαναγίες για να γλιτώσει το χωριό απ’ το κακό που παραμονεύει. Αλλά, κανείς δεν άκουε τον παπά κι όλοι τρέχαν μια και δυο να δούνε το παιδάκι. Ένα ξανθό μωρό και γελαστό, που δεν το άκουσαν ποτές να κλαίει.
Πέρφανη μάνα η Ειρηνιώ υποδέχονταν τους ξένους μ’ ένα χαμόγελο ζεστό και με αγάπη. «Ω, τι παιδάκι είν’ αυτό;», «Τύχη μεγάλη Ειρηνιώ», «Αγαπημένη των θεών», τέτοια της λέγαν όλοι. Κι η μάνα έχοντας με το παιδί κι εκείνη ξαναγεννηθεί, γλυκά ευχαριστούσε. Αλλά, ο κύρης του, ο Μιχαλιός, άντρας γερός, βαρύς κι ασήκωτος, καθότανε πίσω απ’ το σπίτι σκεφτικός και μονολοούσε: «Ευλογία γιά κατάρα είν’ το μωρό; Πως βγήκε έτσι τρυφερό; Σαν αμαρτία!»
Σαν κλείσαν οι μήνες οι εννιά πήγαν να το βαφτίσουν. Ο παπάς με το στανιό ήθελε να το βαφτίσει Βαγγελιώ ή Μαριγώ, να τιμηθεί η Παναγία. Άλλη σκέψη είχ’ όμως η Ειρηνιώ και είπε πως το μωρό θα το ’νομάσουν Γαλανή, σαν και το χρώμα των ματιών της. Ταράχτηκαν οι χωριανοί και κοίταξαν το Μιχαλιό να δούνε τι θα ειπεί. «Δουλειά με τ’ όνομα δεν έχω εγώ. Ό,τι η γυναίκα πει, αυτό θα γίνει».
Έτσι, το βαφτίσαν Γαλανή, μα άλλοι το φωνάζαν Γαλανιώ κι άλλοι Γαληνιώ, καταπώς στο χωριό το συνηθίζαν. Όλοι αγαπούσαν το μωρό, που μεγαλώνοντας όλο και πιότερη ομορφάδα αποχτούσε. Έφτασε ως και δυο χρονών και δεν είχε δακρύσει. Τα πρώτα λογάκια σαν νερό γλυκό έρεαν απ’ τα χείλη.

Δεν είναι αυτή η ζωή μου. Δεν ανήκω εδώ. Σαν παραπεταμένος νιώθω. Σαν ένα της τύχης κλοτσοσκούφι. Είναι η μοναξιά που με σκοτώνει, είναι αυτή που μου παίρνει τις πνοές, αλλά ξέρω ότι αυτή είναι που θα μου τις φέρει κιόλας πίσω. Γεννήθηκα σε λάθος τόπο ή σε λάθος εποχή; Γιατί πιστεύω ότι όλα είναι μάταια; Τι είναι εκείνο μέσα μου που με σπρώχνει όλο και πιο συχνά, όλο και πιο μακριά απ’ τον κόσμο; «Δεν είσαι άνθρωπος εσύ, μονάχα ψάρι είσαι» μου είπε τις προάλλες ο γέρο Φώτης. Τι να ξέρει αυτός; Η αλήθεια είναι ότι μόνο στη θάλασσα και στις σπηλιές που εξερευνώ νιώθω ζωντανός. Εκεί βρίσκεται η ουσία μου. Αλλά, ποια ουσία είν’ αυτή; Και θα μπορέσει τάχα να με βγάλει απ’ το λαβύρινθο της μοναξιάς όπου χρόνια τώρα τριγυρίζω;
Πολλά τα ρωτήματα, λίγες οι απαντήσεις. Δε νομίζω να τις μάθω απ’ τους ανθρώπους. Πιο πιθανόν είναι να τις βρω ψάχνοντας στ’ αστέρια, ή ίσως να μου τις ψιθυρίσει μια βραδιά στα ανοικτά κάποια σειρήνα, ή - ποιος ξέρει; - ίσως και να τις δω στις ζωγραφιές κάποιας σπηλιάς προτού χαράξει.
Μα, ας αφήσω πια τις σκέψεις. Ας πάω να βρω το Φώτη να πιούμε κάνα τσίπουρο, να μου διηγηθεί καμιά ιστορία.

Ο καιρός περνούσε σα νερό, απαλά αφήνοντας πίσω του σημάδια. Η Γαλανή μεγάλωνε σαν η πριγκηπέσα του χωριού, κι ολονών δεχότανε τα χάδια. Και των ματιών της το χρώμα γίνονταν όλο και πιο γαλανό, «σαν του διαόλου» επέμενε ο παπάς, μα όλοι τον αγνοούσαν. Σαν πήγε πια και στο σκολειό ο κόσμος όλος φαίνονταν γύρω της να γυρίζει. Αγόρια, κορίτσια, δάσκαλοι, όλοι την αγαπούσαν. Πρώτη στα μαθήματα, πρώτη στη χαρά, με ένα βλέμμα, μια καρδιά, που στάζαν καλοσύνη.
Η μάνα της δόξαζε το θεό για το όμορφο εκείνο δώρο, αλλά ο Μιχαλιός κάπου φοβότανε για το τι μ’ αυτή τη μορφονιά τους περιμένει. Χαιρόταν για το βλαστάρι του και το αγαπούσε, μα ήξερε πως την εμορφιά πολλές φορές ακλουθεί η ασκήμια.
Κάποια μέρα μια φήμη διέτρεξε όλο το χωριό πως κάποιος είδε τη Γαλανή στην ακροθαλασσιά να μιλάει με τα ψάρια, και κάποιος άλλος πως μαζί με ένα δελφίνι την έκοψε το μάτι του να κολυμπά ως τα βαθιά. Οι πιότεροι γελάσανε μ’ αυτές τις ιστορίες, ο παπάς είπε πάλι τα δικά του, κι ο κύρης με το που ο ήλιος κρύφτηκε κίνησε για τα βράχια ν’ αφουγκραστεί τους βρουχηθμούς της θάλασσας, και να προσευχηθεί μην και τους έρτει το κακό που μέσα του καρτερούσε.

Παραμύθια αλλόκοτα ακούω απ’ το Φώτη. Τη μια μου λέει για μάγισσες και ξωτικά, την άλλη για ψάρια που μιλάνε. Και επιμένει: «Δεν είναι παραμύθια αυτά, είν’ θρύλοι, είν’ αλήθεια»! Χθες το βράδυ μου διηγήθηκε την ιστορία κάποιας Γαλανής, που έζησε, λέει, κάποτε σ’ αυτά τα μέρη. Ήτανε όμορφη σα ζωγραφιά, γλυκιά σαν Παναγία. Κάποια μέρα εξαφανίστηκε δίχως ν’ αφήσει ίχνη. Μονάχα ο κύρης της έλεγε πως γνώριζε που ήταν, αλλά όλοι πιστεύαν πως απ’ τον πόνο είχε τρελαθεί και κανείς καμιά δεν του ’δινε σημασία.
Μόλις τέλειωσε την αφήγηση άρχισα να γελώ, αλλά μετά καθώς κίνησα για το σπίτι, κι αυτά που λίγο πριν άκουσα σκεφτόμουνα, ένιωσα να με λούζει ολόκληρο κρύος ιδρώτας. Θυμήθηκα ένα όνειρο που είδα κάποτε, που μ’ είχε συνταράξει. Βρισκόμουνα σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι και στεκόμουνα ακίνητος θαυμάζοντας τη γύρω φύση, όταν είδα ένα κορίτσι ψηλό, ξανθό και στα λευκά ντυμένο να προβάλλει ξαφνικά απ’ το πουθενά και να με πλησιάζει. Έμοιαζε σχεδόν διάφανο το πανέμορφο εκείνο πλάσμα, και σαν κοντά μου έφτασε είδα τα μάτια της δυο φλόγες γαλανές να με τυλίγουν. Μες στο γαλάζιο των ματιών της χάθηκα σα μέσα σε μια δίνη, και όταν ξύπνησα άκουσα μια φωνή, μες στο μυαλό σα φύσημα του αέρα απαλό να ψιθυρίζει: «Έλα μαζί να κολυμπήσουμε».

Στα δεκάξι της η Γαλανή ήταν στ’ αλήθεια μία καλλονή, που κι ας ήταν αγνή σαν κρίνο ολάνθιστο, άναβε τα πάθη. Όλοι οι νιοι του χωριού, μα κι όλης της περιοχής τη θέλανε δικιά τους. Στο σκολειό όλοι οι συμμαθητές τηνε κυνηγούσαν, αλλά κι οι δάσκαλοι σαν την αντίκριζαν δεν μπόρααν να κρύψουν την ταραχή τους.
Ήτανε ξύπνια, ξύπνια πολύ, κι όσο κι αν όλους τους έδιωχνε, όλοι την αγαπούσαν. Ποτέ δεν άκουσε κανείς άσκημο απ’ τα χείλη της λόγο να βγει για κάποιον. Σε όλους την αγάπη της τη μοίραζε, σε όποιον τη χρειαζότανε ένα χέρι έδινε βοήθειας. Ακόμη κι ο παπάς που μέσα της έβλεπε το διάολο κρυφά τη συμπαθούσε. Μονάχα μια γριά καρακάξα η Φραγκώ κάποια φορά ανακοίνωσε πως, φως φανάρι, η μικρή μαζί της κάποια κουβάλαε κατάρα.
Ίσως να ήταν όντως καταραμένη. Καταδικασμένη να μη γνωρίσει ποτέ τον έρωτα κι ας οι νιοι όλοι τηνε ποθούσαν.

Τι μου συμβαίνει; Μήπως στ’ αλήθεια τρελαίνομαι, ή με πείραξε η αϋπνία; Πώς να το εξηγήσω αλλιώς; Ν’ ακούω φωνές στον ύπνο μου, εντάξει. αλλά και στον ξύπνιο μου πια; και μάλιστα μέρα μεσημέρι! Και να βλέπω και… Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ ούτε λεπτό ψες. Μάλλον με τάραξε υπερβολικά η ιστορία του Φώτη. Σκεφτόμουνα συνέχεια τη Γαλανή, και μόλις ένιωθα τον ύπνο να με παίρνει, τότε με τα μάτια κλειστά την έβλεπα, την ένιωθα κοντά μου. Κάποια στιγμή κιόλας ένιωσα το χέρι της να χαϊδεύει το δικό μου, και τινάχτηκα τρομαγμένος. Άγγιξα την παλάμη μου και μου φάνηκε απαλή, τη μύρισα κι ήταν αρωματισμένη. Μύριζε αλμύρα και αγριολούλουδα και το δικό μου φόβο.
Μόλις ξημέρωσε πήγα να εξερευνήσω μια θαλάσσια σπηλιά, λίγο έξω απ’ το μικρό λιμάνι. Μπήκα μέσα με το φανό κι έψαχνα στα τοιχώματα να βρω κάποια σχέδια και σχηματισμούς. Όλο και πιο βαθιά σιγά σιγά σκυφτός επροχωρούσα. Το νερό δεν ήτανε βαθύ. Σε λίγο, όμως, βρέθηκα σε αδιέξοδο κι έτσι αναγκαστικά, κίνησα πίσω για να γυρίσω. Με το που φτάνω όμως λίγο πριν την έξοδο μου κόπηκαν τα πόδια κι η ανάσα. Ένα φως λευκό, εκτυφλωτικό, κάλυπτε το στόμιο της σπηλιάς και στο κέντρο του μου φάνηκε πως διέκρινα μια γυναικεία φιγούρα. Τότε άκουσα μια απαλή φωνή να με καλεί: «Λεύκιε, Λεύκιε…». Έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, και όταν τα ξανάνοιξα, είχαν όλα πια τελειώσει. Το φως είχε χαθεί, μα η φωνή συνέχισε να διατρέχει το είναι μου όλο. Όπως και τώρα.

Η φήμη για την ομορφιά της Γαλανής είχε εξαπλωθεί παντού, έως τη μακρινή πολιτεία, και κάποια μέρα ήρτε στο χωριό κάποιος πλούσιος έμπορος για να τηνε δει κι αν του άρεσε σε γάμο να τη ζητήσει. Το κορίτσι είχε πια μπει στα δεκαοκτώ δίχως τον έρωτα να γνωρίσει. Μόλις την είδε ο έμπορας, απ’ την ομορφάδα την πολλή εθαμπώθη, και χωρίς να χάσει ούτε λεπτό το χέρι της ζήτησε απ’ το Μιχαλιό, τάζοντας πλούτη μεγάλα. «Ας τη ρωτήσουμε», είπε εκείνος, «κι ό,τι ποθεί θα γίνει».
Μα, η Γαλανή αρνήθηκε. Δεν ήτανε εμπόρευμα για να την αγοράσουν, αλλά ούτε και πίστευε πως θα μπορούσε ποτέ τον έρωτα να βρει στον άντρα αυτό που η αύρα του ανάβλυζε κακία. Ο έμπορος, μαθημένος καθώς ήτανε ό,τι ζητούσε να το παίρνει, άσκημα πήρε την απόρριψη, κι είπε βρίζοντας δαιμόνους και θεούς, πως θα την έκανε δική του. Μπροστά σε τούτη την εξέλιξη ο Μιχαλιός τον άρπαξε απ’ το γιακά και τον πέταξε όξω. Δε βρέθηκε ακόμη εκείνος που θα μπόραε μες στο δικό του σπιτικό τον μέγα νταή να κάνει. Μα, κι αν τον ξεφορτώθηκε μέσα του ένιωθε πως: «Άσκημα ξεμπερδέματα θα έχουμε μ’ αυτόνε». Θα ήτανε, όμως, αυτός εκεί, ασπίδα για τη Γαλανή, για όσο κρατάν οι πνοές του.

Είπα στο Φώτη για τη φωνή εκείνη που με συντάραξε, αλλά αντί να με κοροϊδέψει όπως περίμενα, έσκυψε το κεφάλι σκεφτικός δίχως να πει μια λέξη. Μετά από ώρα πολλή όταν το σήκωσε, αλλάζοντας κουβέντα, μου είπε ότι κάποιοι ψαράδες είδανε, να τριγυρνά στα ανοικτά ένα παράξενο δελφίνι. Λέγαν πως όπου βρισκότανε αυτό η θάλασσα ήταν ημερεμένη, και τα ψάρια μαζεύονταν σωρό για να το συντροφέψουν.
Το επόμενο πρωί πήγα και πάλι στη σπηλιά θέλοντας να διώξω τους μέσα μου δαιμόνους. Μα, πάλι συνέβηκε το ίδιο: λευκό φως, απαλή φωνή, να με καλεί. Τ’ όνομά μου απ’ τα χείλη της έβγαινε σαν ζεστή πνοή και έφτανε σε με σα χάδι. Σε λίγο χάθηκε και πάλι. Αλλά, αυτή τη φορά αντί να τρομάξω γι’ αυτό που μου συνέβαινε, ένιωσα παράξενα, κάτι πρωτόγνωρο, για λίγο ένιωσα πλήρης. Δεν ξέρω πως αλλιώς να περιγράψω εκείνο το συναίσθημα.

Κάποια νυχτιά αφέγγαρη ενώ όλο το χωριό είχε βυθιστεί στον ύπνο, κάποιες σκιές γλιστρήσανε αθόρυβα προς του Μιχαλιού το σπίτι, που σε λίγο τραντάχτηκε από δυο τουφεκιές και μια σπαρακτική κραυγή: «Όχιιιιι». Ξυπνήσανε οι χωριανοί και τρέξανε να δούνε τι συμβαίνει. Σαν έφτασαν εκεί αντίκρισαν τη φρίκη. Η μάνα, η Ειρηνιώ, κείτονταν νεκρή από μια σφαίρα φονική που δέχτηκε στο στήθος, ενώ ο Μιχαλιός, πνιμένος μες στα αίματα, ψυχορραούσε. Ψάξαν να βρουν τη Γαλανή, μα ήταν εξαφανισμένη.
Τρόμαξε όλο το χωριό απ’ το κακό, κι όλοι αναρωτιόνταν «Γιατί; Γιατί ετούτο το κακό;», καθώς ο θρήνος απλωνόταν. Ο Μιχαλιός επέζησε τελικά για να πιει το φαρμάκι όλο του πόνου. Σε μια μονάχα νύχτα έχασε αυτές που πιότερο αγαπούσε. αν και η Γαλανή, μέσα του βαθιά, πίστευε πως ζούσε.

Τα έχω παρατήσει όλα: τη δουλειά μου, το σπίτι μου, τη ζωή μου. δηλαδή αυτό που αποκαλώ ζωή μου. Το μόνο που με νοιάζει πια είναι να πηγαίνω στη σπηλιά και ν’ ακούω τη φωνή της άγνωστης αγαπημένης. Ω, πόσο με γεμίζει! Πόσο με κάνει ζωντανό. Κάθε πρωί είναι εκεί. Κάθε πρωί με φωνάζει. «Λεύκιε, Λεύκιε… έλα», μου ψιθύρισε σήμερα. Ναι, μου ζήτησε να πάω κοντά της, αλλά μέχρι να την πλησιάσω χάθηκε. Μονάχα απ’ έξω άκουσα μια φωνή: «Είναι κανείς εκεί;» Ήταν ο Φώτης, που χαμογέλασε σαν με είδε να βγαίνω απ’ τη σπηλιά. «Ήμουνα σίγουρος πως θα σε βρω εδώ. Ήρθα να σου πω το τέλος εκείνης της ιστορίας. Της ιστορίας της Γαλανής»!

Λίγο καιρό μετά ξεβράστηκε στην παραλία του νησιού η σκισμένη νυχτικιά της Γαλανής, κι όλοι είχαν πια πειστεί πως σαν τη μάνα της κι αυτή, είχε πεθάνει. Μονάχα ο Μιχαλιός επέμενε πως είναι ακόμα ζωντανή. «Έγινε δελφίνι» έλεε, «και όλο ταξιδεύει». «Τρελάθηκε απ’ τον καημό» σκέφτονταν οι χωριανοί, και τον αντίκριζαν με οίκτο. «Ίσως να μην είναι τρελός», είπε μια μέρα φωναχτά, η καρακάξα η Φραγκώ, αλλά κανείς δε θέλησε να τηνε ακούσει. Κι όμως, πολλοί ψαράδες και κολυμπητές λέγαν πως τον τελευταίο καιρό, βλέπαν συχνά ένα δελφίνι παράξενο να σκίζει τα νερά της θάλασσάς τους.

Πολύ με τάραξε το τέλος αυτής της ιστορίας, αλλά μέσα μου πιστεύω πως κάτι ακόμη της λείπει. Είτε για μύθο πρόκειται, είτε για μια αλλόκοτη αλήθεια, δεν μπορεί να τελειώνει έτσι. Δεν ακούγεται σωστό στο μέσα αυτί μου. Αλλά, ας κινήσω τώρα, γλυκιά μου νύχτα πάλι, κάτω απ’ την εξαίσια τούτη της ψυχής μου φεγγαράδα, για τη σπηλιά όπου κρύβεται το μισό καλύτερό μου, που και σκιά να είναι εγώ το αγαπώ.

Κάποιοι λεν πως σ’ ετούτη τη σπηλιά ένας νιος, ο Λεύκιος, γνώρισε μια γοργόνα, που στην ψυχή του γέννησε τον έρωτα και γι’ αυτό στην αγκαλιά της επαραδόθη. Μα κάποιοι άλλοι υποστηρίζουνε πως δεν ήτανε γοργόνα, παρά μια άστεγη ψυχή που έψαχνε να βρει κορμί για να φωλιάσει, και διάλεξε το δικό του. Είναι και ένας εκατοχρονίτης γέροντας, ο Μιχαλιός, που ζει σε μια καλύβα φτωχική κι όλο μονολοάει: «Βρήκες την αγάπη Γαλανή, τον έρωτα τον ήβρες!» και καθώς με τη γέρικη ματιά τη θάλασσα γρικάει, δυο δελφίνια έρχονται απ’ τα βαθιά για να τον χαιρετίσουν. Τόνα έχει φωτεινά βαθιά γαλάζια μάτια, ενώ το άλλο λάμπει παράξενα, σκορπίζοντας τριγύρω του απόκοσμη γαλήνη.

υ.γ. προς το παρόν ανεβάζω μόνο παλιές ιστορίες μια και αυτές τις μέρες είμαι απασχολημένος με τη δεύτερη γραφή μιας σειράς διηγημάτων. Χρόνου επιτρέποντος και έμπνευσης παρούσης ίσως ν' αρχίσω κάτι καινούριο σε δυο βδομάδες...