Και τώρα; Και τώρα τι θα κάνει; Αχ, η μοίρα, η κακιά η μοίρα, πώς του την έφερε έτσι; Και γιατί; Γιατί δεν του έδειξε τον πρέποντα σεβασμό; Τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια ζει, τόσα χρόνια υπάρχει σε τούτη την πόλη, κι όμως ποτέ του δεν έβλαψε κανένα, ποτέ δεν έβαλε στο μυαλό του σκέψη κακιά. Κι όμως τώρα -ώ, τώρα- να που έγινε φονιάς. Δεν φταίει, αλλά και τι μ’ αυτό; Σκότωσε κάποιον και πρέπει να πληρώσει το τίμημα το βαρύ – σίγουρα βαρύ θα ’ναι, μα δεν έχει ιδέα τι.
Βρίσκεται στο δρόμο ετούτη την ώρα, λίγο προτού να ξημερώσει, έχει το πρόσωπο κρυμμένο πίσω απ’ τις παλάμες του και μοιάζει να κλαίει. Μάλλον θα κλαίει, κι ας μην διακρίνονται δάκρυα στα χρονοφαγωμένα του μάγουλα. Πολύ έζησες, πολύ, ψιθυρίζει στον εαυτό του, λες και οι λέξεις αυτές θα απαλύνουν τον πόνο του, λες και θα του χαρίσουν την εξιλέωση. Αλλά, καμιά παρηγοριά.
Ο άνεμος του φθινοπώρου φυσάει κρύος και απαλός προσπαθώντας να ξυπνήσει μέσα του, έστω φευγαλέα, τη χαρά της ζωής. Τα φύλλα, ξερά και πολύχρωμα, στήνουν γύρω του τρελό χορό, κι ένα ψιλόβροχο αρχίζει να πέφτει άηχα, ξεπλένοντάς του το γερασμένο κορμί. Τίποτα, ωστόσο, πέρα από τη θλίψη δεν μοιάζει να αγγίζει την ύπαρξή του.
Γιατί; Γιατί; Γιατί; Μαστιγώνει συνεχώς τον εαυτό του αλύπητα μ’ ετούτο το μονολεκτικό ερώτημα, αλλά απάντηση δεν περιμένει. Τίποτα, απολύτως τίποτα, δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που συνέβηκε, αφού όλες… αφού όλες οι πιθανότητες ήταν εναντίον. Αφού… αφού…
Αχχχ! Για όλα θα φταίει τελικά το πεπρωμένο για το οποίο τόσο συχνά μιλάνε οι άνθρωποι. Ναι, αυτό θα φταίει! Πώς άλλως βρέθηκε εκεί, εκείνη ακριβώς την ώρα, ετούτος ο άντρας, αν δεν του ήτανε γραφτό να πεθάνει; Ήρθε η ώρα του. Και τώρα… Και τώρα τι θα γίνω εγώ, αναρωτιέται. Μάλλον η ζωή του κι η καριέρα του θα φτάσουν στο τέλος τους. Κανείς δεν θέλει να βλέπει καθημερινά μπροστά του ένα δολοφόνο. Ή θέλει; Ίσως και να θέλει. Πολύ παράξενοι είναι οι άνθρωποι και παράλογη φαντάζει στα μάτια του πολλές φορές η λογική τους. Λες; Λες να του δώσουν τη συγχώρεση που τόσο έχει ανάγκη; Λες να του επιτρέψουν να συνεχίσει να ζει και να χαρίζει την ομορφιά και τις συγκινήσεις του στους κάτοικους αυτής της πόλης; Ω, ναι, μακάρι να γίνει αυτό. Αν γινόταν θα ήταν τέλεια. Όσο τέλεια, δηλαδή, μπορεί να μοιάζουν τα πράγματα μετά από ένα φόνο. Αλλά… Μην έχεις ψευδαισθήσεις βρε, κακίζει τον εαυτό του, το μέλλον σου είναι προκαθορισμένο και διόλου φωτεινό.
Νιώθει κάτι μέσα του να ραγίζει. Ολόκληρος νιώθει να ραγίζει. Θέλει να εκραγεί. Απλά να εκραγεί και να πάψει να υπάρχει. Μα δεν πιστεύει στα θαύματα και στις εύκολες λύσεις.
Παίρνει να ξημερώνει. Πόση ώρα πέρασε απ’ τη στιγμή που έγινε το κακό; Όχι πολλή. Ίσως λίγα λεπτά μόνο. Στ’ αυτιά του φτάνουν οι φωνές των ανθρώπων και οι σειρήνες απ’ τα περιπολικά. Σε λίγο θα φτάσει και το ασθενοφόρο για να πάρει τον νεκρό, το θύμα του. Τετέλεσται, θέλει να πει μα δεν του βγαίνουν οι λέξεις.
Γύρω του αρχίζει σιγά-σιγά να μαζεύεται κόσμος. Κοιτούν τη σκηνή με φανερή περιέργεια ετούτοι οι θανατολάγνοι, που όλως παραδόξως φοβούνται όλοι τους πολύ το θάνατο. Τους ακούει να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, βλέπει μερικούς να κάνουν το σταυρό τους και κάποιους άλλους να προσπαθούν μετά βίας να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Μα πού βρίσκουν το αστείο τέλος πάντων; Θέλει να τους βάλει τις φωνές, να τους βρίσει, μα δεν έχει φωνή. Έτσι συνεχίζει να κρύβει το πρόσωπό του πίσω από παλάμες κρύες και να θρηνεί μοναχός την πτώση του.
Νιώθει κάποιους να στέκονται από πάνω του και χέρια-μέγγενες να γραπώνουν το κορμί του. Ωραία ήταν, αντίο, ψιθυρίζει άηχα, αποχαιρετώντας μ’ αυτό τον τρόπο τη λίγο πληκτική αλλοτινή του ζωή. Ο δρόμος του πια θ’ ακολουθήσει μια πορεία διαφορετική.
Αλλά… Αλλά, δεν γίνεται αυτό που περιμένει. Μα γιατί; Γιατί; Πώς μπορούν να του δείξουν επιείκεια μετά από αυτό που έκανε; Πώς μπορούν να τον αφήσουν ατιμώρητο για το έγκλημά του. Δεν φταίει... Τι να φταίει;… Η κακιά η ώρα... Ποιος να το ’λεγε;… Εγώ το έλεγα αλλά κανείς δεν μ’ άκουγε… Σιγά τώρα… Λόγια παράξενα, λέξεις ακατάληπτες, μα που βγάζουν νόημα, φτάνουν στ’ αυτιά του από παντού -διάσπαρτες σαν κύματα- και του γεμίζουν το είναι με ελπίδες χαράς, ζωής προσδοκίες. Με συγχωρούν, λοιπόν, σκέφτεται με θαυμασμό και απορία, με συγχωρούν! Θέλει ν’ ανοίξει τις αγκάλες του πλατιά, ν’ αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους με αγάπη, μέσα τους να κλείσει όλο τον κόσμο, αλλά δεν μπορεί. Έτσι αρκείται στο να τους ευχαριστεί σιωπηλά για την κατανόησή τους, να υπόσχεται ότι θα συνεχίσει να τους δίνει την σιωπηλή του ομορφιά, που τώρα πια είναι σίγουρος ότι τους αξίζει.
Ένα ζευγάρι μάτια τον καρφώνει διερευνητικά, ένα σκληρό χέρι διατρέχει το δεξί δικό του κι ύστερα το κορμί του ολόκληρο, αναζητώντας λες τις πληγές του. Σε λίγο διατάζει τέσσερις άντρες να το σηκώσουν και να το κουβαλήσουν σ’ εκείνο το ημιφορτηγό, που περιμένει στην άκρη του δρόμου, με προσοχή περίσσια. Θα το μεταφέρει στο εργαστήριό του και θα το φροντίσει. Θα το κάνει σαν καινούριο ετούτο το άγαλμα-δολοφόνο, το ένα και μοναδικό στην ιστορία της πόλης του.