Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Πριν το ταξίδι



Τι είναι αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη;
Φταίει το ότι ψάχνουμε παρηγοριά στο οικείο ή κάτι άλλο πιο βαθύ;
Και πόσα αγαπημένα μέρη μπορεί να έχει κανείς;
Με ποιες αναμνήσεις είναι συνδεδεμένα;
Καθώς ετοιμάζομαι για ένα ακόμη ταξίδι, που προέκυψε σχεδόν από το πουθενά,
αυτές είναι οι σκέψεις που μου τριβελίζουν το μυαλό.
Σκέφτομαι. Και θυμάμαι.
Το πρώτο ταξίδι μου ταξίδι εκεί. Το 1990.
Το πρώτο ταξίδι που πραγματοποίησα μοναχός εκτός Κύπρου.
Και το δεύτερο το 1995, με παρέα αυτό.
Θυμάμαι ξενύχτια. Θυμάμαι νευράκια. Θυμάμαι μακρινές βόλτες.
Και παρτίδες σκάκι θυμάμαι.
Τις επισκέψεις στη μοναξιά του Καζαντζάκη.
Και μια συναυλία στον Κήπο.
Οι αναμνήσεις συγχέονται.
Ακολούθησαν κι άλλες επισκέψεις στο Ηράκλειο τα επόμενα πέντε χρόνια,
αλλά ήμουνα πια πάντα περαστικός, καθοδόν προς τα Χανιά,
μιαν από τις πόλεις που ερωτεύτηκα.
Τι θα μου φέρει άραγε το νέο ταξίδι;
Θα θυμηθώ τα σοκάκια, θ' αναγνωρίσω τους δρόμους από το παρελθόν;
Θα μου χαρίσει άραγε κάτι που τώρα μού λείπει ό,τι κι αν είναι αυτό;
Σε τρεις ημέρες θα πάρω τις πρώτες απαντήσεις.
Μέχρι τότε θα αναπολώ κάτι που λίγο πολύ μου ξεφεύγει.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Κέιτ Τέμπεστ - Το πρωί μετά από την πρεμιέρα



Ώστε αυτό ήταν όλο. Και τώρα τέλειωσε,
και τώρα ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεχίσει το δρόμο του.
Πίσω του, ό,τι έχει επιτύχει
τον ακολουθεί σκυφτό. Σκυθρωπό, λυπημένο.

Τις περισσότερες μέρες δεν αντέχει τη δουλειά,
σα να τον φτύνει από κάθε μεριά.
Τις περισσότερες νύχτες, τον καθιστά μισότρελο
και μεταμορφώνει τη σάρκα του σε κρέας.

Μια νύχτα πρεμιέρας. Μια δημόσια έκθεση,
ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ένα ολοκληρωμένο ποίημα.
Σα να αποθέτει άρωμα στο δέρμα
όλου εκείνου του χάους που ζει μέσα του.

Οι ιδέες είναι τόσο τέλεια πράγματα.
Αλλά σύντομα, σαν αποκτούν ζωή
γίνονται έρποντα, ογκώδη, πομπώδη πράγματα
τόσο δύσκολα να διαχειριστούν.

Αυτό είναι όμως που τον κάνει να προσπαθεί˙
θα κοιτάζει μέχρι να μισοτυφλωθεί.
Είναι η αναζήτηση που τον καθορίζει,
όχι το πράγμα που προσπαθεί να βρει.

Αναζητεί ένα μυστικό στο
φως, τη βροχή, την τροχαία κίνηση.
Ένα πράγμα που τον κάνει λιγότερο μόνο.
Μια ξαφνική, κτηνώδη μαγεία˙
έναν άγγελο στο φαστφουτάδικο
που πλημμυρίζει τις φλέβες του με ήλιο.
Τις προτάσεις που λένε οι άγνωστοι.
Ένα παιδί που διασκεδάζει.

Το φως της μέρας σ' έναν άντρα που λαγοκοιμάται.
Μια υγρή κηλίδα στο ταβάνι.
Κάτι που μπορεί να του σφίξει τα χέρια
και να γεμίσει την ψυχή του με συναίσθημα.

Κι αξίζει όλη αυτή την αγωνία
η επιθυμία του να είναι κάτι παραπάνω
για εκείνη την άστατη έκσταση και μόνο
της γνώσης του γιατί υπάρχει.

Για τη φλεγόμενη γροθιά, απ' τον παράδεισο,
την αιώνια της στιγμής.
Όταν κάτι είναι καλό είναι πολύ καλό,
όλ' τ' άλλα είναι απλά εξιλέωση.

Σε δική μου, πρώτη, μετάφραση.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Η ιστορία μιας άλλης ιστορίας…

"Σ' αγαπώ απελπισμένα", κάποτε σου είχα πει, κι αυτές οι λέξεις με στοιχειώνουν ακόμη.

Ωστόσο δεν τις είπα σε κάποια γυναίκα, αλλά μέσα από τις σελίδες μια ιστορίας - μιας από εκείνες τις ιστορίες που δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου την ιστορία αυτή την είχα πρωτογράψει γύρω στο 2000. Τότε ήταν ένα απλό διήγημα. Ένα χρόνο αργότερα, και μετά τη γνωριμία μου με μια νεαρή ηθοποιό, που θα γινόταν διάσημη κάποια μέρα, τη μετέτρεψα σε μονόλογο, και τελικά το 2008, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου για λίγους μήνες στην Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης, σε νουβέλα.

Παρένθεση: η νουβέλα είναι το λογοτεχνικό είδος που μου ταιριάζει περισσότερο απ' το καθένα. Ουσιαστικά το πρώτο μου βιβλίο ήταν νουβέλα -το Λάθος Πάθος- όπως και ένα από τα πλέον αγαπημένα απ' αυτά που έχω γράψει - Η στιγμή. Κλείνει η παρένθεση.

Εκείνο που παρατηρώ καθώς ρίχνω, αραιά και που, ματιές στις πρώτες γραφές, είναι το πόσο διαφοροποιούνται τα κείμενα κι οι χαρακτήρες στο πέρασμα του χρόνου. Κάποιες νέες γνωριμίες φέρνουν νέα ζωή σ' αυτά. Και κάποιοι χαρακτήρες αλλάζουν, γίνονται πιο ώριμοι, πιο τρελοί, πιο επαναστάτες ή συντηρητικοί.

Κάτι που μου άρεσε να κάνω από πάντα, υποθέτω, ήταν το να ταξιδεύω τους ήρωές μου από τη μια στην άλλη ιστορία. Έτσι ο ήρωας αυτού του βιβλίου ταξιδεύει από τη Λευκωσία στα Χανιά, όπου γνωρίζει τους πρωταγωνιστές της Μίρας και αυτούς από τις Γυναίκες της Συγνώμης. Κάποιος άλλος, που είναι βασικός πρωταγωνιστής στο τελευταίο, γίνεται δευτερεύον ήρωας στο Αγγελική, το ημερολόγιο μιας πόρνης. Και όλοι αυτοί, σε κάποιο κείμενο που δεν έχει εκδοθεί ακόμη, θα συναντηθούν στην Αθήνα.

Τροχός είναι όντως η ζωή κι όλο γυρίζει. Κι αλλάζει. Και μας αλλάζει. Μα αφήνει πάντα πίσω του ένα καράβι από αναμνήσεις, γλυκές και πικρές, κι αφήνει πληγές και γιατρειές επίσης.

Οι βασικοί ήρωες του Σ' αγαπώ απελπισμένα είναι δύο άνθρωποι νέοι, πολύ διαφορετικοί ο ένας απ' τον άλλο, μα βαθιά ερωτευμένοι. Οι διαφορές τους είναι μεγάλες, μα τους ενώνουν. Στο τέλος όμως αποδεικνύονται τόσο βαθιές που τους οδηγούν σε διαφορετικά μονοπάτια. Ωστόσο, ως συνήθως, η μοίρα έχει τον τελευταίο λόγο, κι αυτής τα σχέδια δεν είναι και τόσο εύκολο να τα μαντέψει κανείς.

Θα βρουν την ευτυχία; Θα ανακαλύψουν τις αλήθειες τους; Θα…;

Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν και μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ. Στις σελίδες του θα βρείτε όλες τις απαντήσεις. Η περίληψή του είναι εδώ.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Η κοντή καμηλοπάρδαλη



"Γιατί εγώ, ε; Γιατί εγώ; Γιατί να γεννηθώ τόσο κοντή;" Αυτή ήταν από πάντα η απορία μου και το παράπονό μου. Κι ήμουν θυμωμένη. Κι ήμουν μουτρωμένη. Καταλαβαίνετε το γιατί, έτσι;

Και να φανταστείτε ότι ήμουν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη όταν γεννήθηκα. Βγήκα, ζουμ, σαν βεγγαλικό απ' την κοιλιά της μάνας μου, έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο, μέχρι που την άκουσα να λέει: "Πολύ εύκολα βγήκε αυτό".

"Αυτό!" Αυτό νόμιζα ότι ήταν το όνομά μου, όμως εκείνη εννοούσε "αυτό το παιδί", το οποίο μόλις κοίταξε από εκεί ψηλά ψηλά ψηλάάάά και το είδε, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει.

Πέρασε λίγος καιρός μέχρι να καταλάβω το γιατί. Ήμουν πολύ κοντή, μόλις μισό μέτρο, ενώ τα άλλα νεογέννητα ήταν, δεν ξέρω πόσο μεγάλα ακριβώς, αλλά πολύ μεγάλα, ψηλά εννοώ - ίσως δύο μέτρα, ή εφτά.

Μου έδωσαν το όνομα Νάντι που σημαίνει γλυκιά, αλλά σύντομα αυτό ξεχάστηκε, αφού όλοι μ' αποκαλούσαν Κοντούλα.

Και με πείραζαν. "Πού είναι η κοντούλα;" ρωτούσαν δήθεν αθώα, κι ας ήμουν εκεί, μες στα πόδια τους.

"Θα σας δείξω μια μέρα εγώ", τους απειλούσα από μέσα μου, "θα σας δείξω ποια είμαι".

Το μόνο που δεν είναι και τόσο εύκολο να δείξεις στους άλλους ποια είσαι όταν είσαι τόσο κοντή. Κι είμαι και λεπτή από πάνω, σε σύγκριση μ' αυτούς, σαν κλαδάκι.

Το μισώ. Το γεγονός ότι, μήνες μετά από τη γέννησή μου, η μάνα μου εξακολουθεί να με φροντίζει - να με ταΐζει εννοώ. Είναι καλή η μάνα μου. Ψηλή. Όμορφη. Τρυφερή. Την ξεχωρίζω από τις βούλες -βούλες τις λένε αυτές;- στο δέρμα της. Όπως και τις άλλες καμηλοπαρδάλεις. Ίδιες μα διαφορετικές, όλες βουλωτές είμαστε.

Ρωτώ τη μάνα γιατί και μού λέει ότι αυτές -οι βούλες δηλαδή- μας προστατεύουν από την υπερβολική ζέστη. "Από τη βολική δεν μας προστατεύουν;" τη ρωτώ κι αυτή γελάει και μού λέει ότι είμαι κουτό.

"Θέλω δουλειά", της λέω αμέσως μετά κι αυτή το σκέφτεται για λίγο και μετά μού ανακοινώνει ότι από σήμερα θα κρατάω τσίλιες. Δηλαδή θα φυλάω τις άλλες καμηλοπαρδάλεις καθώς κοιμούνται, από τους εχθρούς μας.

(Παρένθεση: Γιατί μας λένε έτσι; Επειδή είμαστε πιο παρδαλές απ' τις καμήλες;)

Οι εχθροί μας είναι τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις (πιο παρδαλές απ' τα λιοντάρια), οι γατόπορδοι, ουπς, συγγνώμη, οι γατόπαρδοι εννοώ -τα πιο γρήγορα ζώα στη γη, σύμφωνα με τη μαμά- και οι τίγρεις. Ψέματα λέω, χιχι. Δεν έχει τίγρεις στην Αφρική.

Τέλος πάντων, ευτυχώς εμείς κοιμόμαστε λίγο, μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα, κι αυτό σε δόσεις, οπότε οι βάρδιες μου δεν κρατάνε και πολύ. Βασικά ξοδεύουμε τον περισσότερό μας χρόνο τρώγοντας. Τρώμε και τρώμε. Καθαρίζουμε τα δέντρα απ' τα βάρη τους.

Δεν πίνουμε πολύ συχνά όμως. Νερό εννοώ. Αφού η φυλή μας είναι φυλή της ερήμου. Δηλαδή όταν δεν βρέχει ψάχνουμε το νερό απεγνωσμένα. Μα όταν το βρίσκουμε πίνουμε τόσο πολύ που μας κρατά για μήνες.

Αλλά αρκετά για μας. Από δω και μπρος θα μιλώ μόνο για μένα, αφού έτσι κι αλλιώς εγώ είμαι η ηρωίδα αυτής της ιστορίας.

Εγώ, λοιπόν, τώρα φυλώ σκοπιά κάθε μέρα. Επιτέλους είμαι χρήσιμη. Στέκομαι με γυρισμένη την πλάτη σε τρεις άλλους συναδέλφους και μαζί παρατηρούμε με άγρυπνο μάτι τις τέσσερις γραμμές των οριζόντων. Αυτοί κοιτούν από ψηλά, εγώ από χαμηλά, αλλά…

Αλλά εγώ μπορώ και κοιτώ πιο μακριά. Το ανακάλυψα τις προάλλες. Είδα ένα ελέφαντα που ήταν τόσο μακριά, μα τόσο μακριά, που οι άλλοι δεν τον έβλεπαν. Τους τον έδειξα μα δεν τον έβλεπαν. "Μη λες βλακείες, κοντούλα", διέταξε ο αρχιφύλακας κι εγώ σιώπησα. Κι είπα πάλι από μέσα μου: "Θα σας δείξω εγώ".

Δεν νομίζω να τους τρόμαζε η σιωπή μου αφού αυτοί ήταν τόσο μεγάλοι που ζύγιζαν ίσα μ' ένα τόνο, ενώ εγώ ζύγιζα όσο ένας τόνος… στο κουτί.

Ο χρόνος κυλούσε και κυλά αργά εδώ - σαν χελώνα που δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Κι εγώ πού και πού βαριέμαι. Έτσι αναλαμβάνω όλο και περισσότερες σκοπιές. Όταν δεν τρώω και δεν κοιμάμαι σκοπεύω, μα δεν μεγαλώνω. Ουφ.

Σήμερα, μετά από μέρες και μέρες περιπλάνησης στην έρημο βρήκαμε νερό. Αλλά οι ελέφαντες το βρήκαν πρώτοι. Καθίσαμε και τους περιμέναμε να φύγουν. Τους φοβόμαστε, αφού μπορεί να είμαστε πιο ψηλές (εκτός από μένα φυσικά), αλλά είναι πιο δυνατοί. Είναι δυνατοί σαν… ελέφαντες.

Μόλις ξεδίψασαν και άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν τρέξαμε στην πηγή, αλλά…

Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα μια κίνηση. Κάτι υπήρχε πίσω από κάποιους θάμνους, ήμουνα σίγουρη. Το είπα στους άλλους, αλλά εκείνοι είχαν ήδη πέσει με τα μούτρα στο νερό και δεν μου έδιναν σημασία. Ακόμη κι η μαμά δεν με πίστεψε.

Αλλά εγώ επέμενα. Τους φώναζα. Τους κουτουλούσα. Μα φωνές και κουτουλιές πήγαιναν χαμένες. Μέχρι που είδα κάτι. Και σκέφτηκα κάτι.

"Δέστε τη σκόνη", τους είπα. Πρώτα η μαμά και μετά κάποιοι άλλοι γύρισαν προς το μέρος που τους έδειχνα. Είδαν την σκόνη. Άρχισαν να με πιστεύουν. Τους έδειξα και μια ουρά λιονταριού, που μόλις και φαίνονταν πίσω από 'να θάμνο και τότε, από φύγει φύγει.

Τους έσωσα. Όλους τους έσωσα. Τη φυλή μου. Κι από εκείνη τη στιγμή έπαψαν να με αποκαλούν Κοντούλα. Τώρα με λένε Αετομάτισσα και κάποιοι λίγοι Ηρωίδα.

Κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενη γι' αυτό, αφού τελικά, ό,τι και να λένε οι άλλοι, το μέγεθος δεν μετράει. Εκείνα που μετράνε είναι το πείσμα κι η ψυχή. Α, και το φαΐ. Πείνασα πάλι.

υ.γ. Η ιδέα γι' αυτή την ιστορία μού ήρθε καθώς παρακολουθούσα ένα ντοκιμαντέρ τις προάλλες. Μα μετά σκέφτηκα: Είναι δυνατόν να μην την είχε κανείς άλλος μέχρι τώρα; Το έψαξα το θέμα και βρήκα ένα σχετικό παιδικό βιβλίο στα αγγλικά, αλλά η ιστορία του ήταν πολύ διαφορετική απ' αυτήν που σκέφτηκα οπότε προχώρησα και την έγραψα.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Μιλώντας για... Όλα αυτά που χάσαμε



Σαν ένας άσημος συγγραφέας μια από τις προτάσεις που ακούω πιο συχνά είναι: "Να γράψεις την ιστορία της ζωής μου". Κάποιοι άλλοι απλά μού λένε μια ιδέα και περιμένουν να την ακολουθήσω. Λες και η έμπνευση λειτουργεί μ' αυτό τον τρόπο!

Στην πραγματικότητα η τύχη είναι που παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στη συγγραφή των ιστοριών μου. Μια κουβέντα που άκουσα κάπου, κάποιες τυχαίες συναντήσεις. Μια κοπέλα που συνάντησα μια και μοναδική φορά στο Πάι της Ταϊλάνδης μού χάρισε με τη σιωπή της μια από τις ιστορίες του "Άγιου Πότη. Κάποια που συνάντησα λίγες φορές στα Χανιά μού έδωσε δύο έντυπα βιβλία μέχρι τώρα. Δυο μάτια δακρυσμένα με βοήθησαν να αντιληφθώ τη ματαιότητα ενός εγχειρήματος και η Χοπ…

Η Χοπ είναι ένα πρόσωπο εμπνευσμένο από μια κοπέλα που τη λέγαν Λίζα και νε την οποία συνομίλησα μία και μοναδική φορά στην Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης. Είχε φτιάξει ένα σχολείο για τα φτωχά παιδιά εκεί. Και πριν απ' αυτό είχε φτιάξει ένα στο Νεπάλ. Ήταν δασκάλα, οργανώτρια, δημιουργός, μα πάνω απ' όλα ήταν ένα πλάσμα λυπημένο. Τη σκότωνε καθημερινά η κακία του κόσμου. Το κατάλαβα απ' τα μισόλογά της.

Πήρα, λοιπόν, αυτά τα ελάχιστα στοιχεία από το βιογραφικό της, και όταν έφτασε ο καιρός κάθισα και έγραψα μια ιστορία που διαδραματίζεται στις ΗΠΑ - πιο συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη και σε μια πολίχνη στα Απαλάχια όρη.

Η Χοπ, στην αρχή, είναι ένα πλουσιοκόριτσο που τα έχει όλα, μα που της λείπουν τα πάντα. Μέχρι που γνωρίζει κάποιον που της αλλάζει την οπτική γωνία. Κάποιον που είναι φτωχός σε χρήμα, μα πλούσιος σε ουσία, που δίνει τα δεκαπλάσια απ' αυτά που παίρνει. Μαζί του έρχεται κι η ανακάλυψη ενός καινούριου κόσμου, ενός που δεν μπορούσε να δει μέσα από τις παρωπίδες των προνομιών της.

Κι έτσι, στα ξαφνικά, το βλέμμα της φωτίζει, η πορεία της αλλάζει, βρίσκει στα μάτια του αγαπημένου και των πράξεών του όλα αυτά που της λείπουν. Και βρίσκει και μια φίλη κάπως φευγάτη, αντισυμβατική, που λατρεύει να διδάσκει τα παιδιά πώς να ζωγραφίζουν, αλλά και που είναι καταπληκτική ζωγράφος η ίδια. Η Μάριαν γεννήθηκε λυπημένη, αλλά την ίδια ώρα είναι γεμάτη από ζωή (στο σπίτι της έχει δυο δωμάτια καλυμμένα ολάκερα από ζωγραφιές: το ένα φωτεινό, το άλλο σκοτεινό - εκεί είναι τα όνειρα κι οι εφιάλτες της).

Οι τρεις τους θα ζήσουν λίγα μαζί. Η κακία του κόσμου θα τους χτυπήσει αλύπητα. Θα χάσουν κάποιον στο δρόμο, αλλά δεν θα χαθούν. Η Χοπ θα ακολουθήσει ένα δρόμο. Η Μάριαν άλλο, παρόμοιο. Μα προτού χαθούν θα φάνε και θα πιουν, θα τραγουδήσουν και θα θρηνήσουν μαζί. Θα δουν το θάνατο κατάματα και θα τον φτύσουν κατάμουτρα.

Στο τέλος αυτού του ανέκδοτου ακόμη, σε έντυπη μορφή, βιβλίου η ιστορία της Χοπ θα φτάσει σε μια κατάληξη. Της Μάριαν όμως όχι, αφού θα δραπετεύσει απ' τις σελίδες του για να κάνει μια βόλτα μέχρι τη Ρουάντα, όπου θα συναντήσει τον Μαλάικα (την ιστορία του οποίου έχω πει σ' ένα παιδικό βιβλίο που έχει εκδοθεί), ένα παιδί δίχως πόδια, που σπάνια χάνει το χαμόγελό του και που την αγαπά πολύ, τόσο πολύ όσο τη μαμά και τις ζωγραφιές του.

Κι η περιπέτεια της ζωής και των αναμνήσεων συνεχίζεται…

Μπορείτε να κατεβάσετε το βιβλίο δωρεάν από εδώ.

Η ζωγραφιά του εξωφύλλου είναι της Έλενας Σιούφτα.