Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Στιλέτο - Κεφάλαιο 15

Είναι έξι και τέταρτο το πρωί. Κάθεται στο γραφείο του Σωτηρίου και τον περιμένει. Στα χέρια του κρατά μερικές σελίδες σχήματος Α4, τις οποίες μοιάζει να μελετά, αν και έχει ήδη αποστηθίσει το περιεχόμενό τους. Μέχρι τις πέντε το πρωί δούλευαν για να βάλουν μια τάξη στον όγκο του υλικού που είχαν στα χέρια τους και να το συνοψίσουν σε λίγες σελίδες. Ονόματα, γεγονότα, υποψίες, κατηγορίες. Έστειλε τους υπόλοιπους για ύπνο κι αυτός μετά από ένα ντους και τον πρώτο καφέ της ημέρας ήρθε κατ’ ευθείαν στο σταθμό. Οι νέοι συνεργάτες του θα τον ακολουθούσαν το πολύ μέχρι τις δέκα, αφού όσο κι αν χρειάζονταν λίγη ξεκούραση, τα γεγονότα έτρεχαν. Αφού έφυγαν η Ντίνα του είπε ότι, θα έχει αρκετό χρόνο για να κοιμηθεί όταν πεθάνει, και με το έτσι θέλω ήρθε μαζί του. Ήταν ωστόσο τόσο κουρασμένη, που με το που έφτασαν εδώ με το Χόντα της, σωριάστηκε στην καρέκλα του κι αποκοιμήθηκε. Την άφησε στην ησυχία της. Και τώρα κάθεται εδώ και περιμένει. Είναι σίγουρος ότι δε θα αργήσει να φανεί ο αρχηγός, αφού πάντα έφτανε πρώτος στη δουλειά.
     «Ελπίζω να μου φέρνεις καλά νέα», άκουσε τη φωνή του από την πόρτα.
     «Ίσως να είναι καλά, ίσως και κακά. Εξαρτάται από την οπτική σου γωνία…»
     «Κοιμήθηκες καθόλου;»
     «Όχι».
     «Ούτε εγώ. Καφέ;»
     «Νομίζω ότι σήμερα θα έχει την τιμητική του».
     Πήγε στην κουζινούλα του σταθμού, έφτιαξε δύο φραπέ και επέστρεψε με βήμα αργό, σα να προσπαθούσε να καθυστερήσει την ώρα των αποκαλύψεων.
     «Οι υπόλοιποι πού είναι;»
     «Η Ντίνα κοιμάται στο γραφείο μου. Τους άλλους τους έστειλα να ξεκουραστούν λίγο. Τρεις-τέσσερις ώρες ύπνου θα τους κάνουν καλό».
     «Νέα για τον Κακογιάννη…»
     «Τίποτα που δεν περιμέναμε».
     «Τότε…»
     «Νέα από τον Κακογιάννη».
     Του έδωσε τις σελίδες, σκόρπιες όπως ήταν, μαζί με τον αδειανό φάκελο και πήρε στα χέρια του το φραπέ. Η πρώτη ρουφηξιά του φάνηκε πικρή. Η δεύτερη έμοιαζε να τον αναζωογονεί. Ευλογημένο πράγμα ο καφές, σκέφτηκε. Σήκωσε το βλέμμα στον Σωτηρίου. Ασυνήθιστα ήρεμος. Μελετούσε και σκέφτονταν, μάλλον κατέστρωνε ήδη ένα σχέδιο στο μυαλό του. Μόνο μια στιγμή έδειξε να τα χάνει, όταν αντίκρισε μάλλον το όνομα του κύριου Καθαρά Χέρια. Αυτό σίγουρα δεν το περίμενε. Όταν τελείωσε με την ανάγνωση παρέμεινε για λίγο σιωπηλός να κοιτάει το κενό ή ίσως και το αύριό του, που παρόλες τις μέχρι τώρα αναποδιές έμοιαζε πια λίγο πιο φωτεινό.
     «Οι φάκελοι που είναι;»
     «Ασφαλείς στο γραφείο μου. Αλλά βγάλαμε και αντίγραφα, ενώ ο Ιακώβου θα αρχίσει από σήμερα κιόλας να τους ψηφιοποιεί. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
     «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τώρα. Πρέπει να καθαρίσει πρώτα το μυαλό και μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν που καιρός… Αλλά με έσωσες. Σ’ ευχαριστώ…»
     «Την Ντίνα να ευχαριστήσεις. Και τον εαυτό σου που δεν έχει τα κολλήματα που έχουν οι άλλοι…»
     «Καθώς οδηγούσα προς τα εδώ, ένιωθα τελειωμένος. Τώρα νιώθω σα να υπάρχει ακόμη ζωή μέσα σ’ αυτό το γέρικο κορμί».
     «Σ’ έπιασαν τα μέλια…»
     «Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό, Πέτρο. Κι αν χρειαστείς κάτι, οτιδήποτε, οποτεδήποτε, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις και να είσαι σίγουρος ότι εφόσον περνά από τα χέρια μου θα το έχεις».
     «Τώρα που το λες…». Χαμογέλασε αινιγματικά. «Βασικά θα στο ζητούσα όταν θα ξεμπερδεύαμε με τις δολοφονίες, αλλά υποθέτω ότι δεν υπάρχει πια λόγος να περιμένω. Θέλω τους Ιακώβου και Χρυσοστόμου μόνιμα στην ομάδα μου».
     «Μόνο αυτό;»
     «Μόνο. Αυτοί θα κάνουν τη δουλειά κι εγώ θα παίρνω τα εύσημα. Μπορείς να σκεφτείς τίποτα καλύτερο;»
     «Α, ρε Πέτρο».
     Τίποτα άλλο δεν είπε εκείνη τη στιγμή. Α, ρε Πέτρο, αν δεν ήσουν αυτός που είσαι θα μπορούσες να ανέβεις πολύ ψηλά, ήθελε να του πει. Αλλά δεν τον ένοιαζαν τα αξιώματα. Και δεν ήταν και πολιτικάντης. Θα έβαζε φωτιά σε πολλά μπατζάκια αν αναλάμβανε κάποια σημαντική θέση στην ιεραρχία, κι αυτό κανείς δεν το ήθελε. Ήταν ο Ιωάννου, ο χοντρός, απλά ένας μπάτσος.
     «Θα τους έχεις λοιπόν. Όταν έρθει η ώρα δε θα μπορούν να μου αρνηθούν τίποτα. Το θέμα είναι να παίξω σωστά τα χαρτιά μου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν, εκτός από σένα φυσικά, αυτή την ώρα…»
     «Θα θελήσουν να το συγκαλύψουν».
     «Γι’ αυτό δεν έχω καμιά απολύτως αμφιβολία. Και όπως ξέρεις τα μεγάλα κεφάλια είναι που αποφασίζουν…»
     «Κι αν δεν χρειαστεί να κάνεις απολύτως τίποτα μέχρι να ξεσπάσει η μπόρα;»
     «Τι σκέφτηκες; Για να προσπαθείς να στρίψεις το ανύπαρκτο μουστάκι σου μάλλον κάποια ιδέα τρύπωσε στο μυαλό σου».
     «Έχω έναν γνωστό δημοσιογράφο…»
     Του εξήγησε το σχέδιό του.
     «Και τον εμπιστεύεσαι;»
     «Ναι. Είναι ντόμπρος. Και με βοήθησε παλιά σε μια-δυο υποθέσεις. Ξέρει να κρατά το λόγο του. Εξάλλου, δε θα του τα σερβίρω όλα στο πιάτο. Απλά θα του δείξω προς τα πού να κινηθεί. Μέχρι να βρει το δρόμο του, θα βρούμε κι εμείς το δικό μας. Φτάνει να πείσεις τον φίλο μας να σου αναθέσει τη διερεύνηση των καταγγελιών που θα προκύψουν…»
     Ο φίλος τους! Ο υπουργός. Καινούριος στο αξίωμα, ίσως όχι και τόσο ικανός, αλλά με καλές προθέσεις. Γι’ αυτό και δε χάνει ευκαιρία να μιλάει για τους φίλους του τους αστυνομικούς.
     «Τον ξέρω από παλιά. Από τότε που ανακατευόμουνα με το κόμμα. Δεν είναι συνηθισμένος πολιτικός. Είναι ένας απ’ αυτούς που κάθε τόσο λένε την αλήθεια. Θα τον πάρω τηλέφωνο σε καμιά ώρα, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Νομίζω ότι θα θέλει να ανακατευτεί προσωπικά μ’ αυτή την υπόθεση και πιστεύω ότι όταν έρθει η ώρα θα κάνει το σωστό. Αυτό που θα του ζητήσουμε δηλαδή. Με τις δολοφονίες πώς τα πάμε;»
     «Με εξαίρεση τον εκτελεστή δε βρήκαμε τι είναι αυτός συνδέει τους τρεις τους, αλλά σίγουρα κάτι υπάρχει. Ο μοναδικός μας ύποπτος, όπως ξέρεις ήδη, έχει άλλοθι, αλλά και οι πηγές μου μού λένε ότι τα χτυπήματα δεν έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους της νύχτας».
     «Και πόσο αξιόπιστες είναι αυτές οι πηγές;»
     «Για μένα αρκετά».
     «Είσαι σίγουρος ότι δε χρειάζεσαι άλλα άτομα στην ομάδα. Όσο πληθαίνουν τα πτώματα…»
     «Τα πτώματα πληθαίνουν, αλλά εκτός από τον αριθμό τους και την πίεση που αντιμετωπίζεις τίποτα δεν αλλάζει. Πρόλαβες να διαβάσεις εφημερίδες σήμερα;»
     «Όχι. Ούτε που το σκέφτηκα κιόλας. Είδα τις τελευταίες ειδήσεις ψες στην τηλεόραση και μου μαύρισε η καρδιά».
     «Μια στιγμή», του είπε και σηκώθηκε. Πήγε στο γραφείο του, μπήκε μέσα σιγοπατώντας για να μην ξυπνήσει την Ντίνα, σήκωσε τη μικρή στοίβα με τις εφημερίδες και τη μετέφερε στον αρχηγό. «Διάβασε τίτλους να χορτάσουν τα μάτια σου…»
   
     Διάβασε:

     «Στιλέτο… στην καρδιά της αστυνομίας»
     «Πού το πάει ο Στιλέτο;»
     «Αυτός Στιλέτο κι αυτοί το χαβά τους»
     «Το Στιλέτο της οργής;»
     «Η κυβέρνηση αιμορραγεί… Πληγή από Στιλέτο!»
     «Στιλέτο που τους χρειάζεται!»

     Τώρα δεν ξέρει κατά πόσο πρέπει να γελάσει ή να κλάψει. Απλά χαμογελά με κόπο. Και αφήνει τις φυλλάδες να αναπαυτούν σε μια γωνιά του γραφείου του.
     «Δεν γράφουν κάτι χρήσιμο υποθέτω…»
     Ξέρει ότι ο Ιωάννου διαβάζει μετά μανίας τις εφημερίδες.
     «Όχι βέβαια. Αλλά τουλάχιστον αυτοί δε λειτουργούν όπως τα κανάλια. Βάζουν χτυπητούς τίτλους για να πουλήσουν φύλλα, αλλά δεν προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Πάντως όλοι σχεδόν υιοθετούν την άποψη ότι πίσω από τις δολοφονίες κρύβεται ο υπόκοσμος…»
     «Σχεδόν;»
     «Η λέξη κλειδί. Ο δημοσιογράφος που σου έλεγα, υποστηρίζει ότι μάλλον αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες. Εκτός κι αν άλλαξε η κοινωνία μας τόσο πολύ μέσα σε τρεις μέρες…»
     «Τρεις μέρες;»
     Μοιάζει πραγματικά απορημένος εκείνος. Λες κι αυτό το κυνήγι φαντασμάτων κρατάει μια ζωή. Αλλά δεν παραμένει και πολύ εγκλωβισμένος στις σκέψεις του.
     «Ποιο είναι το σχέδιο για σήμερα;»
     «Εγώ θα συνεχίσω να κοιτάω τα χαρτιά και τις φωτογραφίες και θα σκέφτομαι, μέχρι να ξυπνήσει η Ντίνα και να έρθουν και τα παιδιά. Μετά θα δώσω τις οδηγίες μου σ’ αυτήν και τον Ιακώβου, ενώ εγώ με την Χρυσοστόμου θα πάμε στον Κάθηκα…»
     «Η κηδεία. Διάολε. Την είχα ξεχάσει. Πρέπει να στείλουμε κάποιον αξιωματικό. Εγώ δεν μπορώ να πάω, όχι στην κατάσταση που είμαι. Κάποιον θα βρω. Δε θα σε υπέβαλα στο μαρτύριο του εκφωνήσεις τον επικήδειο στην κηδεία ενός ένστολου καθάρματος…»
     «Σαν παρατηρητής θα πάω. Και θα την μαγνητοσκοπήσουμε κι αυτή. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να προκύψει».
     «Ναι».
     Κοιτάζει το ρολόι του ο Ιωάννου. Εφτά και είκοσι. Σηκώνεται, παίρνει στο δεξί του χέρι το ποτήρι με το φραπέ, με το αριστερό αποχαιρετά τον αρχηγό και βάζει πλώρη για το γραφείο του. Ο κόσμος στους διαδρόμους αρχίζει να πληθαίνει, το τμήμα μοιάζει να βγαίνει απ’ το λήθαργο της νύχτας και να υποδέχεται με χασμουρητά και φωνές τον ερχομό της νέας μέρας. Εκείνος πολύ φοβάται ότι αυτή δε θα είναι καθόλου καλύτερη από τις προηγούμενες.


Συνεχίζεται


Η εικόνα κλεμμένη από εδώ