Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Η δημιουργία του κόσμου

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε κάπου στην Περσία ένας σπουδαίος και διάσημος παλαιστής. Μια ημέρα, κάποιος που επέστρεψε στη χώρα μετά από ένα ταξίδι στην Ινδία, του αποκάλυψε ότι στο Ινδουστάν υπήρχε ένας παλαιστής πιο δυνατός από κείνον. Ο άντρας ένιωσε την περηφάνια και τον εγωισμό του να πληγώνονται, κι έτσι αποφάσισε να φύγει αμέσως και να πάει να βρει εκείνον τον ινδό και να τον προκαλέσει. Πήγε λοιπόν στην αγορά, αγόρασε τετρακόσια πενήντα κιλά αλεύρι, το έβαλε σ’ ένα τεράστιο μπόγο, το οποίο τοποθέτησε στο κεφάλι του και ξεκίνησε.
     Περπατώντας γοργά και ακούραστα είχε φτάσει μέχρι το βράδυ στις όχθες μιας λίμνης στα σύνορα του Ινδουστάν, νιώθοντας την πείνα και τη δίψα να τον τσιγκλάνε. Έτσι, έσκυψε δίπλα από τη λίμνη και βουτώντας το κεφάλι του σ’ αυτή, τη μισοάδειασε από το νερό με μια μόνο γουλιά. Μεγάλη δίψα, λέμε. Με το υπόλοιπο νερό έφτιαξε χυλό, χρησιμοποιώντας μια μεγάλη ποσότητα από το αλεύρι του. Μ’ αυτά κι αυτά ικανοποίησε και την πείνα του, κι έτσι πήγε ευχαριστημένος για ύπνο.
     Τώρα, ένας ελέφαντας συνήθιζε να πηγαίνει και να πίνει νερό κάθε πρωί σ’ αυτή τη λίμνη. Αλλά όταν έφτασε εκεί την επόμενη μέρα πρωί πρωί τη βρήκε αποξηραμένη. «Τι να κάνω;» αναρωτήθηκε, «δεν υπάρχει άλλο νερό πουθενά, σε μια αχτίνα χιλίων μιλίων…» Ξεκίνησε να φύγει προβληματισμένος και γεμάτος απογοήτευση όταν το μάτι του έπεσε πάνω στον παλαιστή, που κοιμόταν του καλού καιρού στις όχθες της λίμνης. Ατσίδας όπως ήταν, κατάλαβε αμέσως από το μέγεθος του κορμιού του άντρα, ότι αυτός ήταν που ήπιε όλο το νερό. Έτσι, έτρεξε οργισμένος, κουνώντας σαν φτερούγες σχεδόν τα τεράστια αυτιά του, και τον πάτησε με δύναμη πάνω στο κεφάλι. Αλλά ο παλαιστής, άλλαξε μοναχά πλευρό και του είπε: «Όχι τόσο απαλά. Ο πονοκέφαλος δεν θα μου περάσει με τόσο απαλά χτυπήματα στο κεφάλι. Αν θες να συνθλίψεις το κεφάλι μου, βάλε περισσότερη δύναμη».
     Ο ελέφαντας πισωπάτησε οργισμένος όταν είδε ότι τα βίαια χτυπήματά του δεν έφεραν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Τότε σκέφτηκε: «Θα διδάξω ένα μάθημα σ’ αυτόν τον άγριο. Θα τον φάω». (Άσχετα από το γεγονός ότι οι ελέφαντες είναι χορτοφάγοι). Προτού προλάβει όμως να το κάνει αυτό, ο παλαιστής που σηκώθηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του, τον άρπαξε σαν παιχνιδάκι από την μέση και, τυλίγοντάς τον στην τεράστια κουβέρτα του, τον έριξε πάνω τους ώμους του και κίνησε για την Ινδία, που για κάποιον του δικού του μεγέθους δεν ήταν παρά λίγο πιο κάτω.
     Έκανε λοιπόν λίγες μόνο δρασκελιές και βρέθηκε, έτσι απλά, στο σπίτι του αντιπάλου του. «Ραστούμ, Ινδέ, έλα έξω βρε συ. Έλα έξω και ρίξε με κάτω», του φώναξε.
     «Δεν είναι στο σπίτι», αποκρίθηκε η γυναίκα του ινδού ντροπαλά. «Πήγε να φέρει καυσόξυλα από τη ζούγκλα»
     «Καλά. Θα τον περιμένω τότε. Αλλά σε παρακαλώ δέξου αυτό το δώρο που έφερα για κείνον». Προτού καν αποσώσει την κουβέντα του πέταξε τον μπόγο με τον ελέφαντα πάνω από τον τοίχο του λασπόσπιτου, μέσα στην αυλή.
     «Ω μητέρα, μητερούλα μου», ξεφώνισε η γυναίκα του άλλου παλαιστή, «κοίτα τι έκανε αυτός ο ξεδιάντροπος αντίπαλος του γιου σου: πέταξε μια νυφίτσα μέσα στο σπίτι μας».
     «Έγνοια σου, παιδί μου», απάντησε η ηλικιωμένη, «έγνοια σου. Ο γιος μου θα γυρίσει σύντομα και θα του μάθει καλύτερους τρόπους αυτού του άξεστου. Εσύ απλά βάλε μια παγίδα και πιάσε τη νυφίτσα. Θα την πετάξουμε στα σκουπίδια».
     Ο πέρσης, που τα άκουσε όλ’ αυτά, σκέφτηκε: Αν το τεράστιο σώμα του ελέφαντα φαντάζει σαν νυφίτσα στα μάτια της γυναίκας του ινδού, τότε αναρωτιέμαι πόσο μικρός θα μοιάζω εγώ. Ωστόσο δεν ήταν δειλός, έτσι ξεκίνησε αμέσως και πήγε ν’ αναζητήσει τον αντίπαλό του στη ζούγκλα. Δεν έκανε, όπως θα περίμενε κανείς, παρά λίγα μόλις βήματα προτού συναντήσει τον ινδό να επιστρέφει στο σπίτι του, με χίλια φορτία καυσόξυλων πάνω στο κεφάλι. Να στ’ αλήθεια ένας άξιος αντίπαλος, σκέφτηκε εκείνος και του είπε: «Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη, ρε φίλε; Έφτασε μέχρι και τα μέρη μου η φήμη σου και ήρθα για να παλέψω μαζί σου. Τι λες; Δέχεσαι;»
     «Σε καλωσορίζω με όλη μου την καρδιά», απάντησε ο άλλος άντρας. «Θα παλέψω μετά χαράς μαζί σου. Αλλά, ας δώσουμε τον αγώνα μας στο αμφιθέατρο της πόλης, μπροστά στο κοινό, αφού η πάλη δεν έχει καμία αξία χωρίς τους θεατές και τα χειροκροτήματα».
     «Δυστυχώς βιάζομαι να γυρίσω πίσω στην πατρίδα μου», αποκρίθηκε εκείνος. «Γι’ αυτό έλα, ας παλέψουμε εδώ και τώρα. Κι αν θες κοινό, κοίτα εκεί, να μια ψηλή γριά που κόβει βόλτες. Θα πάω και θα την παρακαλέσω να παρακολουθήσει τον αγώνα». Φώναξε λοιπόν στη γριά: «Μητέρα! Ω, μητέρα! Μπορείς να σταματήσεις για λίγο και να έρθεις να δεις την πάλη μας;»
     «Δεν μπορώ, γιε μου, δεν προλαβαίνω», απάντησε η γυναίκα, «αφού η άτιμη η κόρη μου έκλεψε τις καμήλες μου και τρέχω για να την πιάσω. Αλλά, αν θέλετε να έρθετε και να παλέψετε μέσα στην παλάμη μου, είμαι πρόθυμη να κρίνω τον αγώνα καθώς θα προχωρώ».
     Μη έχοντας άλλη επιλογή οι παλαιστές πήδηξαν στη δεξιά παλάμη του χεριού της γριάς και άρχισαν τον αγώνα τους, καθώς αυτή διάσχιζε με ταχύτητα μεγάλη, ψηλά βουνά και πλατιές πεδιάδες.
     Όταν η κόρη της γυναίκας τη διέκρινε από απόσταση μεγάλη να τρέχει προς το μέρος της, με δυο σπουδαίους πολεμιστές μάλιστα να προσπαθούν ν’ ανατρέψουν ο ένας τον άλλο μέσα στην παλάμη της, τρομοκρατήθηκε. Σκέφτηκε ότι οι δυο τους ήταν στρατιώτες, που έφερε η μητέρα της για να τη συλλάβουν. Όταν την πλησίασαν όμως πολύ, είδε ότι δεν ήταν παρά δυο απλοί παλαιστές, έτσι γράπωσε κι εκείνους και τη μητέρα της και τους έκλεισε μέσα σ’ ένα μεγάλο μπόγο, μαζί με τις εκατόν εξήντα καμήλες που έκλεψε. Μετά, τοποθετώντας χωρίς κανένα κόπο, τον μπόγο στο κεφάλι της, συνέχισε το δρόμο της.
     Προτού προχωρήσει και πολύ ωστόσο, μια από τις καμήλες ένιωσε μάλλον να πεινά και, βγάζοντας το κεφάλι της έξω από τον μπόγο, άρχισε να κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. Η γυναίκα για να την κάνει να σιωπήσει, ξερίζωσε δυο δέντρα και της τα έβαλε στο στόμα για να φάει.
     Ο γεωργός όμως, που ήταν δικό του το χωράφι, κήρυξε γενικό συναγερμό φωνάζοντας: «Κλέφτης. Κλέφτης. Σταματήστε τον κλέφτη».
     Στη γυναίκα, όπως ήταν φυσικό, δεν άρεσε όλο αυτός ο σαματάς. Έτσι, έκανε ακόμη μεγαλύτερο τον μπόγο της ρίχνοντας μέσα τον γεωργό, το χωράφι του, το βόδι, το αλέτρι και το άλογό του. Αφού ξεμπέρδεψε μ’ αυτά άρχισε να τρέχει. Σύντομα έφτασε σε μια πόλη και ένιωσε την πείνα μέσα της να φουντώνει. Έτσι, περιμάζεψε πρώτα ένα φουρνάρικο για να χορτάσει, και μετά, έτσι για πλάκα πήρε στα χέρια της ολόκληρη την πόλη και την έριξε κι αυτή μέσα στον μπόγο. Και συνέχισε το δρόμο της.
     Τελικά έφτασε σ’ ένα χωράφι, όπου είδε να μεγαλώνει ένα τεράστιο, ακόμη και για το δικό της μέγεθος καρπούζι. Μια και ήταν διψασμένη, το έσπασε στα δύο και έφαγε στο πι και φι το μεδούλι του. Ύστερα, έβαλε τον μπόγο της μέσα στη φλούδα, και φτιάχνοντας ένα πρόχειρο μαξιλάρι, ξάπλωσε για να κοιμηθεί.
     Καθώς κοιμόταν όμως άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού με βία, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μια μεγάλη πλημμύρα. Όπως θα περίμενε κανείς, τα νερά παρέσυραν ορμητικά την καρπουζόφλουδα, μέχρι που έφτασε στην όχθη της θάλασσας. Τότε το πάνω μέρος της φλούδας άνοιξε, κι από μέσα βγήκαν η γριά, η κόρη της, οι παλαιστές, οι καμήλες, τα δέντρα, ο γεωργός, το βόδι, το αλέτρι, το άλογο, ο φούρναρης, και όλα τα άλλα πράγματα και πλάσματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, στο περίπου δηλαδή, δημιουργήθηκε ο κόσμος που όλοι μας τώρα γνωρίζουμε.

Ένα παραδοσιακό παραμύθι από την Ινδία, μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Η Κατάρα

Αιωνία σας η μνήμη Άγιοι Πατέρες του Ψέματος.
Ευλογημένοι να ’στε εσείς που μας
διδάξατε την αξία
του χρήματος, του κρίματος, της δικής σας - επειδή έτσι τη λέτε εσείς - αλήθειας,
του λάθους που είναι σωστό,
του σωστού που είναι λάθος.
Ω, ευλογημένοι να ’στε εσείς
που μας ρίξατε στο λάκκο με τα μαυλιστικά φίδια,
που μας διδάξατε την αρετή των αδίκων,
που μας είπατε: «Πιστεύω εις έναν Θεό μεγάλον παντοκράτορα»,
μα δεν εξηγήσατε ότι αυτός είναι
το χρήμα.
Αιωνία σας η μνήμη Άγιοι Πατέρες του Ψέματος
κι ευλογημένοι να ’στε
εσείς,
που κάνατε το φόνο αρετή και τον έρωτα αμαρτία,
που κρύψατε την υποκρισία σας πίσω από ένα μαύρο σκούφο, ένα ράσο, μια γενειάδα,
που στείλατε ερίφια στη σφαγή, ενώ ήσασταν λέγατε, ποιμένες.
Τρισευλογημένοι να ’στε για όλα τα καλά που κάνατε,
για τις αδελφοκτόνες σταυροφορίες σας,
για τους μεγαλοπρεπείς ναούς που κτίσατε και για κείνους που αφήσατε πεινασμένους,
για τα χρυσά σας πετραχήλια και τις αδαμάντινες εικόνες σας,
για τις σάπιες ψυχές που κουβαλάτε,
ρασοφορεμένα της κόλασης κουφάρια.
Αιωνία σας η μνήμη Άγιοι Πατέρες του Ψέματος
κι ευλογημένοι να ’στε
εσείς,
που ευλογείτε εκείνους που σκοτώνουν και καταριέστε εκείνους που δεν το κάνουν,
που βγάζετε στεντόρεια κραυγή διδάσκοντας «Αγαπάτε Αλλήλους»,
σιωπηλά διατάζοντας «Σφάξτε τα άπιστα σκυλιά»,
που γεμίζετε με μπόλικη τροφή των χοίρων την κοιλιά, μα έχετε απελπιστικά άδεια την ψυχή.
Ω, ευλογημένοι να ’στε
εσείς,
που μας καθοδηγείτε προς την κόλαση,
που φυτεύετε το μίσος που πριν δε γνωρίζαμε στις ψυχές μας,
που μας φορτώνετε μόλις γεννηθούμε μ’ ένα - προπατορικό το λέτε - αμάρτημα,
που μας γεμίζετε με ενοχές για τις οποίες, λέτε, πρέπει να μετανοούμε.
Αιωνία σας η μνήμη Άγιοι Πατέρες του Ψέματος
κι ευλογημένοι - θα εύχεστε - να ’στε,
γιατί όλα κάποτε πληρώνονται,
γιατί ο Άδης περιμένει και εσάς,
γιατί θα κληθείτε κάποτε να πληρώσετε τη νύφη του θανάτου,
γιατί οι αμαρτίες που μας φορτώσατε πίσω σε σας θα γυρίσουν,
γιατί οι ενοχές μας θα γίνουν οι κρεμάλες σας,
γιατί οι ναοί σας θα γκρεμιστούν και οι πεινασμένοι θα χορτάσουν,
γιατί η ψεύτικη αρετή σας θα γίνει η αληθινή καταδίκη σας,
γιατί θα πέσουν τα ράσα και θα φανούν τα σκουλήκια που σας τρώνε τα σωθικά,
γιατί θα σας ζώσουν τα φίδια
και οι φλόγες της κόλασης
που εσείς φτιάξατε,
και θα σας κάνουν ανάμνηση φτιαγμένη
από στάχτες,
αίμα,
δάκρυ.
Και τότε θα ζητάτε συγχώρεση,
και τότε θα μετανοείτε αληθινά,
και τότε
θα ξεσκίζετε τις σάρκες σας,
θα καρφώνετε ένα μαχαίρι στην καρδιά σας αλλά δε θα πεθαίνετε,
θα βγάζετε τα μάτια σας αλλά θα εξακολουθείτε να βλέπετε τα πάντα,
θα αφήνετε κραυγές απόγνωσης,
θα επικαλείστε το ψεύτικο Θεό που φτιάξατε όπως εσείς θέλατε,
μα δε θα είναι κανείς εκεί
για να σας ακούσει,
για να σας λυπηθεί,
για να σας ανακουφίσει.
Και τότε,
πιστέψτε με,
ευλογημένοι θα θέλατε να ήσασταν,
όσο ευλογημένη θα μπορούσε ποτέ να ’ναι
του θανάτου η στάχτη.
Αιωνία σας η μνήμη Άγιοι του Ψέματος Πατέρες.

Η ζωγραφιά είναι του Ουίλιαμ Μπλέικ

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Εφιάλτης

Ακούω να αλυχτούν και πάλι τα σκυλιά του πολέμου
Βλέπω χιλιάδες ανθρώπους να κινούν για τη μάχη
Ακούω κανονιοβολισμούς, πυροβολισμούς και εκρήξεις
Βλέπω τ’ αδέλφια να σκοτώνουν και πάλι αδέλφια
Ακούω διαόλων φωνές να διατάζουν «σκοτώστε»
Βλέπω τα χωράφια σπαρμένα με κουφάρια
Ακούω αεροπλάνα να σφυρίζουν το θάνατο
Βλέπω τα ποτάμια να πλημμυρίζουν με αίμα
Ακούω μια κόρη να θρηνεί τον κύρη
Βλέπω μιας μάνας τα σωθικά να ξεσκίζει μαχαίρι
Ακούω των νεκρών τις ψυχές να ουρλιάζουν τριγύρω
Βλέπω τα κοράκια να στήνουν χορό για των ανθρώπων την τρέλα
Ακούω τις ανάσες αφηνιασμένων αλόγων
Βλέπω τέσσερις καβαλάρηδες που στάζουνε αίμα
Ακούω κάποιον να μου κτυπάει την πόρτα
Βλέπω το χάρο την αγκαλιά του ν’ ανοίγει για μένα
«Πάρε με μαζί σου γέροντα. Το χρέος μου έχει τελέψει»
Του λέω και σβήνω.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Αντιφάσεις

Άκουσα κάποιον να λέει «Έχω ένα όνειρο»
κι είδα μια σφαίρα να κόβει το όνειρο στα δύο.
Άκουσα κάποιον να τραγουδά «Δώστε μια ευκαιρία στην ειρήνη»
κι είδα μια σφαίρα να βάφει την ειρήνη με αίμα.
Άκουσα κάποιον να διδάσκει «Αγαπάτε αλλήλους»
κι είδα φίλους να σκοτώνουνε φίλους.
Άκουσα κάποιον να παραληρεί «Ειρήνη αδελφοί»
κι είδα σταυροφόρους να φονεύουν γι’ αυτήν.
Άκουσα να μιλάνε για χίλια μύρια πράγματα
κι είδα να σκοτώνουν και να πεθαίνουν γι’ αυτά.
Άκουσα μια μάνα να κλαίει
είδα ένα παιδί να πεθαίνει
άκουσα κάποιον να προσεύχεται
είδα κάποιον να αμαρταίνει
άκουσα ν’ αλυχτούν τα σκυλιά του πολέμου
είδα τα χείλια τους να στάζουνε αίμα
άκουσα μια κατάρα
είδα την πραγματοποίησή της
Άκουσα να μιλάνε για χίλια μύρια πράγματα
κι είδα να σκοτώνουν και να πεθαίνουν γι’ αυτά
Άκουσα να μιλούν για την πατρίδα
είδα να πεθαίνουν για την πατρίδα.
Άκουσα να κηρύττουν για τη θρησκεία
είδα να σκοτώνουν για τη θρησκεία.
Άκουσα να μιλούν για το δίκιο
είδα να πασχίζουν για το άδικο.
Άκουσα να μιλούν για το Θεό
είδα να σφάζουν γι’ αυτόν το Θεό.
Άκουσα να μιλάνε για χίλια μύρια πράγματα
κι είδα να σκοτώνουν και να πεθαίνουν γι’ αυτά.
Άκουσα ένα ύμνο
είδα ένα θρήνο
άκουσα ένα τραγούδι
είδα ένα μοιρολόι
άκουσα μια ψυχή.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Τι και αν...;

Τι και αν μας κορόιδεψαν;
και δεν υπάρχει παράδεισος
και δεν υπάρχει κόλαση
και δεν υπάρχει θεός
και δεν υπάρχει διάβολος
κι η ψυχή πεθαίνει με το σώμα
κι η ψυχή σαπίζει με το σώμα
κι όλοι οι πόνοι
κι όλες οι θυσίες
κι όλες οι στερήσεις
κι όλες οι προσευχές
κι όλες οι θρησκείες
όλα είναι μάταια.
Τότε τι;

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ