Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Με ρωτάνε...

Δυο-τρεις, από τους τέσσερις-πέντε, επισκέπτες αυτής της σελίδας, γιατί δε γράφω εδώ.
Επειδή γράφω εκεί τους απαντάω...

Ελπίζω να βρω σύντομα το χρόνο να παρουσιάσω κάποια από τα πολλά βιβλία που διάβασα πρόσφατα

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

David Baldacci: The Collectors

Ο Ντέιβιντ Μπαλτάτσι είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς αστυνομικών θρίλερ και το αποδεικνύει και σε αυτό το βιβλίο του.
Οι «Συλλέκτες» είναι μια ιστορία κατασκοπείας με πολλές παραμέτρους, που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο απ’ τη αρχή μέχρι το τέλος, αν και τα ονόματα και τις θέσεις που κατέχουν στην κοινωνική ζωή οι ένοχοι, τα γνωρίζουμε από την αρχή.
Ο συγγραφέας το πρώτο μισό του βιβλίου το ξοδεύει σε δύο παράλληλες αφηγήσεις που φαινομενικά η μια δεν έχει καμία σχέση με την άλλη. Κάποτε, όμως, τα δύο νήματα ενώνονται και τότε είναι που η αφήγηση παίρνει φωτιά.
Η πρώτη ιστορία καταπιάνεται με το θάνατο από ανακοπή καρδίας ενός υψηλόβαθμου υπαλλήλου στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και η δεύτερη με τις προσπάθειες μιας πανέξυπνης γυναίκας να ξαλαφρώσει κάποιο ιδιοκτήτη καζίνου από αρκετά εκατομμύρια δολάρια.
Ως εδώ όλα καλά, αλλά μετά τι; Μετά αρχίζει η καταιγιστική δράση.
Όπως αποδεικνύεται, από τα μέλη του Κάμελ Κλαμπ -που κρατούσαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο προηγούμενο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα- ο βιβλιοθηκάριος είχε πέσει τελικά θύμα δολοφονίας, αλλά δεν έχουν καμία απόδειξη γι’ αυτό. Έτσι, αφού δεν μπορούν να πάνε στην αστυνομία, αναλαμβάνουν να λύσουν το μυστήριο μοναχοί τους. Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρουν ένα αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της Άναμπελ, της μαφιόζας που λέγαμε πιο πάνω, η οποία ήταν η πρώην σύζυγος του αποθανόντα. Η τελευταία μετά το μεγάλο της κόλπο που την έκανε εκατομμυριούχο θα έπρεπε να φύγει για να σώσει τη ζωή της, αλλά δεν το έκανε. Και τώρα είναι αναγκασμένη να παίξει με τη φωτιά για το χατίρι ενός άντρα, τον οποίο χώρισε πριν από χρόνια.
Κλειδιά στην υπόθεση αποδεικνύονται τελικά όχι εκείνοι οι οποίοι μοιάζουν ύποπτοι, αλλά αυτοί που φαίνονται απολύτως αθώοι, αφού σχεδόν κανείς δεν είναι αυτός που δείχνει να είναι.
Ο συγγραφέας παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι με τους ήρωές του, χαρίζοντάς μας ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται απνευστί.
Το τέλος μένει ανοικτό, αφού η μία από τις δύο ιστορίες, εκείνη της Άναμπελ, δεν ολοκληρώνεται. Μάλλον τα μέλη του Κάμελ Κλαμπ και η όμορφη μαφιόζα θα δώσουν το παρόν τους και σε κάποιο επόμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

Υ.Γ. Οφείλω να ομολογήσω ότι το πρώτο βιβλίο του Μπαλτάτσι που διάβασα το “Hour Game” μου άρεσε περισσότερο.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Jeffery Deaver: Twisted & More Twisted

Τον τελευταίο καιρό, για κάποιο όχι ανεξήγητο λόγο, το έχει ρίξει και πάλι στη σύγχρονη αμερικάνικη αστυνομική λογοτεχνία. Όπως ανέφερα, αν θυμάμαι καλά, και σε κάποιο προηγούμενο σημείωμα, αγαπημένος μου συγγραφέας του είδους είναι ο κύριος που έγραψε το «Συλλέκτη Οστών», Τζέφρι Ντίβερ.
Τα βιβλία Twisted και More Twisted είναι οι μοναδικές συλλογές διηγημάτων που έχει κυκλοφορήσει και μπορώ να πω ότι με έχουν εκπλήξει ευχάριστα. Όχι τόσο με τη θεματολογία τους όσο με το ότι εδώ νικούν σχεδόν πάντα, κατά κράτος, οι «κακοί».
Δεν ξέρω, ίσως, λέω ίσως, μ’ αυτές τις ιστορίες ο Ντίβερ να βγάζει κατά κάποιο τρόπο τα απωθημένα του, αφού στη σύγχρονη αμερικανική αγορά λογοτεχνίας, όπως και στον κινηματογράφο άλλωστε, οφείλει σχεδόν πάντα να επικρατεί το καλό.
Τα διηγήματα που απαρτίζουν τα δύο βιβλία μοιάζουν να κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη. Είναι αστυνομικές ιστορίες, αλλά δίχως την αγωνία και τις συνεχείς ανατροπές που παρατηρούμε στα μυθιστορήματα του Ντίβερ. Φυσικά σχεδόν ποτέ αυτό που φαίνεται δεν είναι αυτό που είναι, αλλά και οι χαρακτήρες που αναπτύσσονται εδώ δε μένουν για πολύ στη σκέψη του αναγνώστη, καθώς βιάζεται να προχωρήσει στην επόμενη ιστορία.

Προσπαθώντας να θυμηθούμε τις καλύτερες στιγμές αυτών των βιβλίων το μυαλό μας ταξιδεύει στις δύο ιστορίες με τον αγαπημένο πρωταγωνιστή του συγγραφέα, τον τετραπληγικό Λίνκολν Ράιμ, καθώς και στο διήγημα που ανοίγει την πρώτη συλλογή, όπου μια γυναίκα προσλαμβάνει ένα επαγγελματία δολοφόνο για να σκοτώσει τον άντρα της που την απατά. Η καλύτερη ιστορία όμως, θα λέγαμε πως είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί ο διάσημος Σέρλοκ Χολμς, όπου για πρώτη φορά, ίσως, στα χρονικά, βρίσκει το μάστορά του στο πρόσωπο ενός παλαιοπώλη. Ωστόσο και τα δύο βιβλία, από την αρχή μέχρι το τέλος, διαβάζονται γρήγορα και ευχάριστα.
Δεν ξέρω ποια έργα του συγγραφέα κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά -εκτός από το Συλλέκτη Οστών, φυσικά- αλλά, αν δε με απατά η μνήμη μου είναι ελάχιστα, κι αυτό είναι κρίμα, ειδικά για τους φίλους της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Υ.Γ. Το επόμενο βιβλίο που θα παρουσιάσω θα είναι το The Collectors του εξαιρετικού David Baldacci και στη συνέχεια θα ακολουθήσει πάλι, ξανά και ξανά, ο Τζέφρι Ντίβερ

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Η Σώτη Τριανταφύλλου στους Χάρτες...

την ερχόμενη Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου, στις 9 το βράδυ, σε πάρτυ-παρουσίαση (αν κατάλαβα καλά) του βιβλίου Λος Άντζελες.
Στις μουσικές θα είναι ο Κώστας Αρβανίτης.
Καλά να περάσετε...

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΔΙΑΒΑΖΩ 2008

Μά'στα κύριε. Ακόμη κι εδώ στην Ταϊλάνδη δε μας αφήνουν στην ησυχία μας. Ας είναι. Αφού πήρα την ανακοίνωση την αναμεταδίδω:

Το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ ετοιμάζεται να απονείμει τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2008. Η τελετή απονομής θα πραγματοποιηθεί στις 12 Μαΐου 2008, στο Νέο Μουσείο Μπενάκη (οδός Πειραιώς 138).
Τα βραβεία που θα δοθούν είναι:
Βραβείο Μυθιστορήματος,
Βραβείο Διηγήματος,
Βραβείο Ποίησης,
Βραβείο Δοκιμίου,
Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (αφορά σε όλες τις κατηγορίες βιβλίων),
Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου,
Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για μεγάλα παιδιά,
Βραβείο Προσφοράς στο Βιβλίο (τιμητικό βραβείο που απονέμεται κυρίως σε ανθρώπους του εκδοτικού χώρου, οι οποίοι βοήθησαν διαχρονικά το βιβλίο και τη διάδοσή του).
Τα βραβεία θα ανακοινωθούν ύστερα από μυστική ψηφοφορία στο χώρο της απονομής.

Οι Κριτικές Επιτροπές των Βραβείων

Κριτική επιτροπή για τα Βραβεία Μυθιστορήματος, Διηγήματος, Ποίησης, Δοκιμίου και Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα:
Γιώργος Αράγης, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ποιητής βιβλιογράφος, Αλέξης Ζήρας, κριτικός λογοτεχνίας, Αγγέλα Καστρινάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, συγγραφέας, Κώστας Κατσουλάρης, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, Λευτέρης Παπαλεοντίου, Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Νικήτας Παρίσης, φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας,
Κριτική επιτροπή για τα Βραβεία Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου και Λογοτεχνικού Βιβλίου για μεγάλα παιδιά:
Μένη Κανατσούλη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σούλα Οικονομίδου, επιστημονική συνεργάτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Παπαντωνάκης, Επίκουρος Καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Δημήτρης Πολίτης, εκπαιδευτικός, διδάσκων στο ΤΕΕΑΠΗ του Πανεπιστημίου Πατρών.
Οι επιτροπές έχουν ήδη αρχίσει τις συνεδριάσεις και με το νέο έτος θα αρχίσουν τις αξιολογήσεις.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Στα καμένα

Πήγα τις προάλλες μια βόλτα για φωτογραφίες στα βουνά του Τροόδους και μου μαύρισε η ψυχή. Δέντρα καμένα, βουνοπλαγιές ξερές, ο πλούτος της χώρας ολοκαύτωμα από τη μεγάλη πυρκαγιά του καλοκαιριού.
Θλίψη, ατέλειωτη θλίψη...

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Η Σώτη στο FNAC

Πήρα την πιο πάνω πρόσκληση από τη Σώτη Τριανταφύλλου και την "αναμεταδίδω".
Κάντε διπλό κλικ στην εικόνα για να διαβάσετε τις πληροφορίες, μια και εδώ δεν διακρίνονται καθαρά.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Τσαντισμένη Ντόρις

Η Ντόρις Λέσινγκ τώρα που πήρε το Νόμπελ είπε να ξεσπαθώσει, κι έτσι με κάθε ευκαιρία παίρνει το λεκτικό της τουφέκι και πυροβολεί. Αντιγράφω από την Καθημερινή:

ΑΙΣΘΗΣΗ έχουν προκαλέσει οι δηλώσεις της πρόσφατα βραβευθείσας με Νόμπελ Βρετανίδας συγγραφέως, Ντόρις Λέσινγκ, στην εφημερίδα «El Pais», όπου συνέκρινε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου με τις επιθέσεις του ΙΡΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν τρομερή, όμως αν αναλογιστεί κανείς την ιστορία του ΙΡΑ, αυτό που συνέβη στους Αμερικανούς δεν ήταν τόσο τραγικό», ανέφερε η κ. Λέσινγκ στην ισπανική εφημερίδα. Δήλωσε μάλιστα πως «ορισμένοι Αμερικανοί θα με θεωρήσουν τρελή. Πέθαναν πολλοί άνθρωποι, δύο διάσημα κτίρια κατέρρευσαν, όμως δεν ήταν τόσο τραγικό ή τόσο ξεχωριστό όσο νομίζουν. Είναι αφελής άνθρωποι, ή προσποιούνται ότι είναι».

Στη συνέχεια είπε επίσης: «Ξέρετε τι ξεχνούν οι άνθρωποι; Ότι ο ΙΡΑ επιτέθηκε με βόμβες κατά της κυβέρνησής μας. Σκότωσε πολλούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου των Συντηρητικών, στο οποίο συμμετείχε και η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι άνθρωποι ξεχνούν».
Ωστόσο, στη συνέχεια υπήρξε ιδιαίτερα επικριτική για την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. «Πάντα μισούσα τον Τόνι Μπλαιρ, από την αρχή» δήλωσε στην El Pais η Λέσινγκ και συνέχισε: «Πολλοί από εμάς μισούσαμε τον Τόνι Μπλαιρ, νομίζω ότι ήταν μια σκέτη καταστροφή για τη Βρετανία και υποφέραμε για πολλά χρόνια. Το είχα πει και όταν είχε εκλεγεί: Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας μικρός showman, ο οποίος θα μας προκαλέσει πολλά προβλήματα και το έκανε».
"Όσο για τον Μπους, είναι η συμφορά του κόσμου», πρόσθεσε η Βρετανίδα συγγραφέας. «Όλοι έχουν κουραστεί από αυτόν τον άνθρωπο. Είτε είναι ηλίθιος, είτε πολύ έξυπνος, παρότι θα πρέπει να θυμάστε ότι είναι μέλος μίας κοινωνικής τάξης, η οποία κέρδισε από τον πόλεμο».
Από την κριτική της Λέσινγκ δεν γλύτωσε και το Ιράν, στο οποίο έμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι γονείς της. «Μισώ το Ιράν, μισώ την ιρανική κυβέρνηση. Είναι μία σκληρή και διαβολική κυβέρνηση», δήλωσε κατηγορηματικά.
"Κοιτάξτε τι συνέβη στον πρόεδρό τους στη Νέα Υόρκη, τον αποκάλεσαν διαβολικό και σκληρό στο Πανεπιστήμιο Columbia. Φανταστικό! Έπρεπε να του πουν περισσότερα! Κανείς δεν του ασκεί κριτική, εξαιτίας του πετρελαίου», κατέληξε η κάτοχος του Νόμπελ.

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Το ζόρι

Όπως αντιλήφθηκα σήμερα, για μια ακόμη αφορά -δε βγαίνει νόημα, αλλά ας είναι- το πιο δύσκολο δεν είναι να γράψεις ένα βιβλίο, αλλά να το μεταφράσεις ή ακόμη και να το επιμεληθείς.
Η συγγραφή μπορεί πολλές φορές να σου έρχεται εύκολα, αβίαστα, μπορεί ένα βιβλίο να γράφεται σχεδόν από μόνο του και να μη σε κουράζει, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με τη μετάφραση, όπου είσαι υποχρεωμένος να δίνεις πάντα το καλύτερό σου εαυτό, σαν διαμεσολαβητής ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη. Μια βιαστική και κακή μετάφραση μπορεί να καταστρέψει ένα βιβλίο, ενώ ένα μέτριο βιβλίο μπορεί να ωφεληθεί από μία καλή μετάφραση.
Το ίδιο, αλλά σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και σε ό,τι αφορά την επιμέλεια ή/ και τη διόρθωση ενός χειρόγραφου. Εδώ και δυο-τρεις μέρες ασχολούμαι με κάτι σχετικό -το βιβλίο είναι γνωστής ελληνίδος συγγραφέως και θα κυκλοφορήσει σύντομα στη Λευκωσία- και δεν μπορώ να πω ότι περνώ και πολύ καλά. Όχι πως υπάρχουν αρκετά λάθη στο χειρόγραφο –για να πω την αλήθεια ελάχιστα είναι- αλλά να, όταν είσαι τελειομανής δεν είναι καθόλου εύκολο να τα βγάλεις πέρα με τέτοιο έργο. Όλο και κάποιο πως -με τόνο ή χωρίς- σου ξεφεύγει, όλο και κάποιο ό,τι αντί ότι, όλο και κάποια παύλα, και πάει λέγοντας. Στην ουσία πρόκειται για μια λίγο ψυχοφθόρα, αλλά εξαιρετικά χρήσιμη διεργασία, αφού σου παρέχει τις βάσεις για να γίνεις καλύτερος στο (συγγραφικό σου, αν υπάρχει) μέλλον.
Με λίγα λόγια, εκείνο που θέλω να πω είναι πως, έχω αρχίσει να κοιτώ μ’ ένα μάτι συμπάθειας και θαυμασμού τους αφανείς εκείνους ήρωες, που κρύβονται πίσω από τα βιβλία που διαβάζουμε, αφού πονοκεφαλιάζουν καθημερινά, ώστε εμείς να έχουμε ήσυχα τα πεινασμένα μας για καλή λογοτεχνία μυαλά.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Αδιέξοδα

Θα ’βγαινε μόνη ετούτη τη νύχτα, αυτή με τον εαυτό της. Βάφει λίγο τα χείλη, βάζει μολύβι πάνω στους κύκλους των χαραγμένων ματιών.
Ελπίζει να βρει κι απόψε κάποιον. Κάποιον για να περάσει καλά, ε, κι αν προκύψει κι ένα καλό κρεβάτι μετά, αυτό καθόλου δε θα τη χαλάσει. Δε το επιδιώκει ποτέ άλλωστε, απλά αφήνει τα πράγματα να συμβούν.
Όσο για αγάπες κι έρωτες δεν έχει χώρο στη ζωή της. Όχι πως δε νιώθει την ανάγκη να ερωτευτεί, ν’ αγαπήσει αληθινά, αλλά να, οι άντρες στο τέλος τέλος τη χαλούν. με τις ζήλιες τους, τις απαιτήσεις και τις ιδιοτροπίες τους, με τους εγωισμούς τους. Έτσι κι αυτή κάποτε είπε: Ως εδώ και μη παρέκει!

Πέρασαν δύο σχεδόν χρόνια που είναι μόνη, χωρίς δηλαδή μόνιμο σύντροφο στη ζωή της και η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθει και τόσο άσχημα γι’ αυτό. Της αρέσει να φλερτάρει ασύστολα, να κάνει έρωτα δίχως σκέψεις για το αύριο. Μια ζωή την έχουμε.
Συνήθως βγαίνει με μεγάλες αντροπαρέες απ’ τη δουλειά και όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Όχι, δε θα λέγαμε ότι είναι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά είναι ευγενική και πρόσχαρη και γι’ αυτό ελκυστική. Την ίδια ώρα, όμως, τρομάζει τους άντρες, αφού δε μοιάζει καθόλου με μία συνηθισμένη γυναίκα. Δεν μπορούν να εισβάλουν στο μυαλό της και να δουν τι σκέφτεται. Πολλές φορές την παρατηρούν να χάνεται κάπου μέσα της και δεν ξέρουν πως να το ερμηνεύσουν αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι όπου κι αν πάει είναι κάπου αλλού. Ζει μονάχα μέσα στο κεφάλι της και δεν πολυβλέπει, δεν ενδιαφέρεται να δει, τι συμβαίνει γύρω της. Δεν αντιλαμβάνεται ότι ένας στους δυο άντρες που συναντά τη βλέπει σαν κάτι περισσότερο από μια πιθανή ερωμένη. Πορεύεται στη ζωή τυφλή.

Θα βγει μόνη, λοιπόν, απόψε. Θα πάει κάπου, θα πιει, θα τραγουδήσει και θα γελάσει, κι αν όλα πάνε πρίμα θα συνεχίσει το γλέντι στο σπίτι της. Με ποιον δεν ξέρει. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να περάσει καλά, χωρίς πιέσεις και δίχως υποχρεώσεις. Κι ό,τι θέλει ας ξημερώσει η επόμενη μέρα. Τι θα γίνει όμως με το μικρό δειλό ανθρωπάκο που την παρακολουθεί στενά και που δεν τόλμησε ποτέ να της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του;

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007

Στην Αν Ενράιτ το Μπούκερ

ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ Μπούκερ, ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία του κόσμου, απονεμήθηκε στην ιρλανδέζα συγγραφέα Αν Ενράιτ για το μυθιστόρημά της «The Gathering».«Θεωρήσαμε ότι το βιβλίο αυτό είναι πολυ δυνατό, αλλά και δυσάρεστο και αρκετές φορές οργισμένο», τόνισε ο πρόεδρος της επιτροπής των βραβείων Χάουαρντ Ντέιβις, μετά την επιλογή ενός από τα αουτσάιντερ από τη βραχεία λίστα των υποψηφίων, πού περιελάμβανε το φαβορί Ιαν Μακ Γιούαν (Στην Ακτή) και τους Νίκολα Μπάρκερ, Μοχσίν Χαμίντ, Λόιντ Τζόουνς και Ιντρα Σίνχα.
«Η επιλογή ήταν πολύ δύσκολη», επισήμανε.«Το βιβλίο ρίχνει μια αυστηρή ματιά στα δεινά μιας ταλαιπωρημένης οικογένειας χρησιμοποιώντας σκληρή και ενδιαφέρουσα γλώσσα», πρόσθεσε ο Ντέιβις μετά τη δίωρη συνεδριάση της επιτροπής για το ποιός θα είναι ο νικητής που θα λάβει και το χρηματικό βραβείο των 50.000 στερλίνων.
Η 45χρονη συγγραφέας τόνισε πως το πνευματικό της έργο αντιστοιχεί με μια δακρύβρεχτη ταινία του Χόλιγουντ. «Οταν οι αναγνώστες παίρνουν το βιβλίο μου ίσως να θέλουν μια χαρούμενη ιστορία που θα τους διασκεδάσει. Σε αυτήν την περίπτωση δεν πρέπει να το διαβάσουν», είπε χαρακτηριστικά.
Το βιβλίο διηγείται την ιστορία εννιά παιδών της οικογένειας Χέγκαρτι που μαζεύονται στο Δουβλίνο για την κηδεία του αδελφού τους Λίαμ για να ξαναζήσουν ένα σκοτεινό μυστικό της παιδικής του ηλικίας.Ο θεσμός των βραβείων Μπούκερ ιδρύθηκε το 1969 και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο μυθιστόρημα συγγραφέα από τη Βρετανία, την Ιρλανδία και τις χώρες της Κοινοπολιτείας.

Από την Καθημερινή
Για περισσότερα κοιτάξτε στην ιστοσελίδα του Μπούκερ

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

"Καλοφαγάς" Συγγραφέας

Αντιγράφω από την Καθημερινή:
ΕΝΑΣ Μεξικανός συγγραφέας, ο οποίος ασχολείτο με τη Μαγεία κι έγραφε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Καννιβαλικά Ένστικτα», τηγάνισε κι έφαγε κομμάτια από την πρώην φίλη του, την οποία είχε πρώτα στραγγαλίσει, ανακοίνωσαν χθες οι διωκτικέ αρχές.Η αστυνομία εισέβαλε στην κατοικία του Χοσέ Λούις Κάλβα την περασμένη εβδομάδα κι ανακάλυψε ένα πιάτο με τηγανιτή ανθρώπινη σάρκα πάνω στο στρωμένο τραπέζι. Επίσης ανακάλυψαν κι άλλα ανθρώπινα τμήματα μέσα στο ψυγείο, καθώς κι ένα κουτί από δημητριακά γεμάτο ανθρώπινα οστά.
Το ακρωτηριασμένο σώμα της 32χρονης Αλεχάνδρα Γκαλεάνα βρέθηκε σε μία ντουλάπα της κρεββατοκάμαρας, τόνισε η εισαγγελία, που πιστεύει πως «είναι απολύτως δικαιολογημένο να υποθέτουμε πως κατανάλωσε ανθρώπινο κρέας».Ο Κάλβα τραυματίσθηκε, πέφτοντας από το μπαλκόνι του, στην προσπάθεια να διαφύγει την σύλληψη, όταν η αστυνομία εισέβαλε διά της βίας στο διαμέρισμά του. Η μητέρα της Γκαλεάνα είχε καταγγείλει την εξαφάνισή της προ δύο εβδομάδες και υποπτευόταν ότι ο σύντροφος της κόρης της εμπλεκόταν σ' αυτήν.
Η αστυνομία υποπτεύεται πως ο Κάλβα εμπλέκεται στον στραγγαλισμό και τον ακρωτηριασμό άλλων δύο γυναικών την τελευταία διετία, τονίζουν οι αρχές. Το ένα από τα δύο θύματα, η Βερόνικα Μαρτίνες, είχε συζήσει με τον Κάλβα πριν τον θάνατό της. Ο Κάλβα, που νοσηλεύεται τραυματισμένος στο νοσοκομείο, έγραφε βιβλία ποίησης και κέρδιζε τα προς το ζειν πουλώντας τα έργα του στον δρόμο. Ένα ανολοκλήρωτο βιβλίο του, που χειρόγραφά του βρέθηκαν στο διαμέρισμα, έφερε τον τίτλο «Καννιβαλικά Ένστικτα». Το εξώφυλλο έφερε τη φωτογραφία ενός άνδρα που έμοιαζε στον Κάλβα και φορούσε μία μάσκα, ανάλογη μ' εκείνη του Άντονι Χόπκινς στην ταινία «Η σιωπή των Αμνών».
Στο διαμέρισμα, η αστυνομία εντόπισε βιβλία μαύρης μαγείας, και αντίγραφα από ταινίες με ήρωα τον Χάνιμπαλ Λέκτερ, έναν ιδιοφυή κατ' εξακολούθηση δολοφόνο που έτρωγε τα θύματά του.Μία πρώην σύντροφός του δήλωσε πως ο Κάλβα ήταν ζηλότυπος, κτητικός, πίστευε τυφλά στη μαγεία και πραγματοποιούσε τελετές, καρφώνοντας γλώσσες βοδινού σε ξύλα.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Η Φυγή

Η αναχώρηση.
Μόνο αυτή τελικά έχει σημασία.
Το να φεύγεις.
Αυτό είναι ένα άλλο είδος μαγείας.
Η αναζήτηση.
Ίσως η δικαίωση της ύπαρξης…
Κάποια μέρα φόρεσε ένα σακίδιο στον ώμο
κι έφυγε προς αναζήτηση
των ονείρων της.
Είχε λίγα λεφτά, πολλές σκέψεις και
μια λαχτάρα για την αληθινή ζωή.
Δεν ήξερε τι έψαχνε αλλά,
ούτε κι αν θα το βρει.
Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η φυγή,
η απόδραση από τη συνήθεια,
απ’ τον ευατό της.
Μετά από αμέτρητα χρόνια περιπλανήσεων
έφθασε σε μια πράσινη χώρα,
κάθησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο
για να ξαποστάσει και έκλεισε
τα μάτια για πάντα.
Χαμογελούσε.
Το δέντρο εκείνο το αποκάλεσαν:
της Ζωής.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Ουίλλιαμ Μπλέηκ: Ω Ζωή

«Ω ζωή της ιδικής μας άνοιξης! Γιατί μαραίνεται ο λωτός του νερού;
Γιατί μαραίνονται και πέφτουν τα χαμογελαστά παιδιά της άνοιξης;
Α! η Θελ είναι σαν τόξο δροσερό, σα σύννεφο περαστικό,
Ανταύγεια, σκιά μες στον καθρέφτη του νερού,
Κάτι σαν όνειρο παιδιού και σα χαμόγελο μωρού
Φωνή περιστεριού, μέρα φευγάτη και μουσική αέρινη.
Α! ήσυχα θα ξαπλωθώ και ήσυχα θ’ αναπαυτώ
Και ήσυχα θα κοιμηθώ τον ύπνο του θανάτου και ήσυχα θ’ ακούσω τη φωνή
Εκείνου που σεργιάνισε στον κήπο το βραδάκι».
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Στη Ντόρις Λέσινγκ το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Τελικά το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν το πήρε το μεγάλο φαβορί, ο Φίλιπ Ροθ, αλλά η Ντόρις Λέσιγνκ. Αντιγράφω από την Καθημερινή:

ΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ντόρις Λέσινγκ από τη Βρετανία απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2007. Η ακαδημία που απένειμε το βραβείο δήλωσε ότι η Λέσινγκ υπήρξε μια «επική συγγραφέας της θυληκότητας, η οποία με σκεπτικισμό, φλόγα και οραματική δύναμη υπέβαλε ένα διχασμένο πολιτισμό σε αυστηρό έλεγχο».
Η απονομή του Νόμπελ συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 1,54 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι το τέταρτο που απονέμεται για φέτος, μετά τα αντίστοιχα της Ιατρικής, Φυσικής και Χημείας. Την Παρασκευή θα απονεμηθεί το Νόμπελ Ειρήνης.
Στα βιβλία της η Λέσινγκ έχει καλύψει πολλά θέματα και παρά το ότι «Το Χρυσό Ημερολόγιο» την καθιέρωσε ως φεμινίστρια, η ίδια αρνείται επίμονα τον χαρακτηρισμό λέγοντας ότι η γραφή της δε διαδραματίζει πολιτικό ρόλο.
Γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1919, σε περιοχή του σημερινού Ιράν αλλά μεγάλωσε στη Νότια Ροδεσία, τη σημερινή Ζιμπάμπουε, όπου μετακόμισαν οι γονείς της το 1927.Το 1939 παντρεύτηκε τον Φρανκ Γουίσντομ με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, αλλά χώρισε το 1943.
Οι ακραίες πολιτικές της πεποιθήσεις την τράβηξαν στο Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα από το οποίο παραιτήθηκε το 1956, την εποχή της εξέγερσης των Ούγγρων. Η σειρά μυθιστορημάτων «Τα Παιδιά της Βίας» που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1952-1969 την καθιέρωσαν ως συγγραφέα και φεμινίστρια στη συνείδηση των αναγνωστών.
Τη δεκαετία του '80, με τη δημοτικότητα της σε πτώση, αποφάσισε να εκδώσει ένα βιβλίο χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, το οποίο όμως απορρίφθηκε αρχικά και εκδόθηκε αργότερα με το κανονικό της όνομα. Άσκησε ευρεία κριτική στην Αφρική, ειδικά σε θέματα διαφθοράς των κυβερνήσεων, ενώ επισκέφτηκε τη Νότια Αφρική το 1995, μετά την πτώση του Άπαρτχαιντ.
Το βιβλίο της «Ο Καλός Τρομοκράτης» θεωρείται από τα πιο αντιπροσωπευτικά της έργα από άποψη αναγνωσιμότητας. Τα τελευταία χρόνια έγραψε αρκετά βιβλία επιστημονικής φαντασίας, ενώ διεκδικεί τον τίτλο του γηραιότερου ανθρώπου που διατηρεί δική της σελίδα στο MySpace.

Επισκεφθείτε την προσωπική της ιστοσελίδα

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

Το Νόμπελ, ο Ροθ κι ο φλύαρος Ρούσντι

Θα ανακοινωθεί αύριο το μεσημέρι το όνομα του συγγραφέα/ ποιητή, που θα τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Απ’ ό,τι διαβάζω ανάμεσα στα φαβορί βρίσκεται και ο Φίλιπ Ροθ, ένας από τους καλύτερους αμερικανούς συγγραφείς.
Τον Ροθ τον πρωτογνώρισα μέσα από ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο του, το Human Stain, αν και πριν απ’ αυτό είχα προλάβει να διαβάσω και μια νουβέλα, που ουσιαστικά «δολοφονήθηκε» στην ελληνική μετάφραση. Η μετάφραση αυτή λίγο έλειψε να σταθεί... μοιραία στη σχέση μου με το συγγραφέα, αφού μετά που τη διάβασα σκεφτόμουνα ότι αυτός δεν «ήταν παρά ένας πολυδιαφημισμένος αμερικανός» και τίποτ’ άλλο.
Κάποιες ευτυχείς συγκυρίες, ωστόσο, έφεραν στα χέρια μου το Ανθρώπινο Στίγμα στα αγγλικά, κι από τότε ερωτεύτηκα τον κόσμο του Ροθ, που δεν είναι και τόσο ανάλαφρος.
Οι εμμονές του είναι λίγο πολύ γνωστές και δεν είμαι εγώ προσωπικά ο αρμόδιος για να τις αναλύσω. Απλά θέλω να πω, έχοντας πια διαβάσει καμιά δεκαριά βιβλία του, πως απολαμβάνω όσο οτιδήποτε άλλο το ισοπεδωτικό του χιούμορ, αλλά και την πυκνή σκιαγράφηση των χαρακτήρων του, που με όλα τα πάθη και τα λάθη τους είναι στην πλειοψηφία τους συμπαθείς και ανθρώπινοι.
Αυτά για το Ροθ.
Ετούτες τις μέρες διαβάζω το Shalimar the Clown του διάσημου κύριου Σαλμάν Ρούσντι και... τρώω τα νύχια μου. Όχι από την αγωνία, αλλά από την ακινησία. Νομίζω ότι ο εν λόγω συγγραφέας, όσο καλός κι αν είναι, στο συγκεκριμένο βιβλίο, κτυπά τα ρέστα του στη φλυαρία. Ό,τι μπορεί να πει με εκατό λέξεις το λέει με χίλιες, και... όποιον πάρει ο χάρος. Είναι άλλο να διαβάζεις έναν Ντοστογιέφσκι που μπορεί σε μια σκηνή να μιλά για ένα βάζο, που θα σπάσει πολύ μετά, και άλλο να διαβάζεις ένα Ρούσντι, που γράφει για μια δολοφονία, την οποία στο τέλος-τέλος φτάνεις να ξεχάσεις μέσα σ’ ένα λαβύρινθο φλυαρίας. Προφανώς τα γραπτά του τελευταίου δεν τα αγγίζει κανένας επιμελητής.
Τώρα, γιατί το αποθεώνουν οι κριτικοί; Ίσως να μάθω όταν φτάσω, αν τα καταφέρω, στο τέλος του βιβλίου.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Ένα υπέροχο μίλι

Από το Άλφαμπετ Σίτυ της Σώτης Τριανταφύλλου

You are my whole estate
H.D.


Ήρθε μια υπέροχη χρονιά όπου κάθε στιγμή φοβόμουν πως θα γίνει ανάμνηση. Το παρόν κυλούσε στο παρελθόν πριν προλάβω να δω τα θραύσματα, πριν προλάβω να τα εγκαταλείψω. Θυμόμουν τότε που δεν είχα δέρμα, τότε που ανήκα στο πλήθος του Άλφαμπετ Σίτυ, τότε που ανταποκρινόμουν εκεί που έλειπαν οι άλλοι. Έπειτα, οι μέρες έγιναν χρήσιμες, οι νύχτες ακίνητες: όλοι νόμιζαν πως είχα αρχίσει να πιστεύω σε κάτι, πως είχα επιτέλους αποφασίσει να ζήσω μέσα στον κόσμο. Ήμουν ευγενική αλλά ήθελα να φωνάξω, κάθεστε εκεί, με τα μεγάλα σας κεφάλια, περιμένετε πότε θα γίνουν όλοι ίδιοι με σας, πότε θα μάθουν να πίνουν μπουγαδόνερα, ποτέ θα βυθιστούν στην υπεροψία που θεωρείται σοβαρότητα: όλη εκείνη τη χρονιά, έβλεπαν σε μένα ένα ομοίωμα, όχι αυτό που ήμουν. Λογική έχετε, σκεφτόμουν – φαντασία δεν έχετε: σήμερα με θεωρείτε μάγισσα που ανένηψε, αλλά, αν με βρίσκατε τη νύχτα στο δάσος θα με καίγατε. Μου χαμογελάτε γιατί είμαι καλή, δεν κάνω φασαρίες, δεν βρίζω, δεν φτύνω, δεν γρυλίζω: και, παρ’ όλ’ αυτά, δε μας ενώνει τίποτα – έτσι γλυκά κι ανούσια που είναι όλα, κινδυνεύετε να πάτε στον παράδεισο και να βαρεθείτε θανάσιμα. Ναι, ήταν μια υπέροχη χρονιά που έφυγε χωρίς αλλαγή γεωγραφικού πλάτους, σαν ένα όνειρο που διαρκεί περισσότερο απ’ τη νύχτα. Έπειτα, τα κοσμικά συμβάντα παραμορφώθηκαν κι εγώ έφυγα, είπα, θα γυρίσω την άνοιξη – αλλά δεν γύρισα. Δεν γύρισα. Ούτε έμεινα κάπου συγκεκριμένα: γιόρταζα το μεγάλο μαύρο κενό – θυμόμουν που έλεγα στο Γιώργο, Ζούμε σαν τους ήρωες του Φιτζέραλντ, βάφουμε τις πόλεις κόκκινες, ξενυχτάμε μέσα σ’ αυτά τα κατάφωτα, θορυβώδη σπίτια, πίσω απ’ τους ήχους μας περιμένει η σιωπή και το σκοτάδι. Κι είμαστε το ίδιο χαμένοι γιατί γεννηθήκαμε πολύ αργά και μάθαμε ό,τι μάθαμε από διηγήσεις.Ήταν λοιπόν μια υπέροχη χρονιά που έλαμπε μέσα στους νεκρούς καθρέφτες. Ήταν σαν το ποίημα του Πόε στην Άνναμπελ Λη, σαν το πιο μεθυστικό κοκτέιλ φωτός, σαν την αρμονία ενός αιώνιου νότου. Κι όταν έφυγα, αναρωτιόμουν – Ποιος θα μου πληρώνει τα δωμάτια στα ξενοδοχεία, σε ποιον θα τηλεφωνώ με αντίστροφη χρέωση, σε ποιον θα διηγούμαι να ολισθηρά μου όνειρα – κι όμως, επέστρεψα στις βίαιες τελετουργίες, στις εικόνες τις μεταλλαγμένες, επέστρεψα στις μεταβατικές εκείνες ώρες όπου σκουπίζουν το Παρίσι, όπου ανοίγει το Σώστε τα Ρομπότ στην Ανατολική 3η οδό, όπου ανάβουν οι υπέργειες στοές. Θα τη θυμάμαι πάντα αυτή τη χρονιά – σαν το Υπέροχο Μίλι: έγινε αυτό που φοβόμουν – όπου ανοίγει το Σώστε τα Ρομπότ στην Ανατολική 3η οδό έγινε ανάμνηση. Κι εγώ που περίμενα πως οι σκιές θα σκουρύνουν, πως οι νόμοι θ’ ανατραπούν και πως ο χρόνος θα μας καταβροχθίσει, βρέθηκα πάλι κάτω απ’ την πραότητα των ουρανών. Δεν απελπίστηκα – αφού ποτέ δεν είχα ελπίσει.

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Όφις και κρίνο


Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη

Έλα... κάποια νοσταλγία μυστική λυγίζει την ψυχή μου κι’ ένας πόθος λευκός φωληάζει στα μεγάλα μάρμαρα και με σέρνει. Έλα μαζί μου. Θα ξαπλωθούμε κάτω από τη μαρμαρωμένη αρμονία, θα σμίξομε τα χέρια μας και θάναι κάτω μπροστά μας η πόλη η αμαρτωλή και πέρ’ απάνω στα νερά θα βλέπομε πως μαδιούνται οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα.
Μαδιούνται οι μενεξέδες στο ηλιόγερμα και τα χρώματα γιορτάζουν εκεί κάτω. Ω Πολυαγαπημένη! λυγίζουν τα γόνατά μου από τον πόθο και στα χείλη μου γιορτάζουν τα φιλιά. Παντοδύναμη η χαρά της ζωής κυλιέται στα στήθη μου. Και την ψυχή μου κερνά η Αγάπη με το μυστικό κρασί των ανοίξεων και των παραληρημάτων.
Ω Πολυαγαπημένη, γιορτάζει η αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κύτταξε, ανεβαίνει κι έρχεται η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης – σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτευμένο τους ώμορφους βράχους.
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είνε τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είνε τα όνειρά μου ντυμένα στα γιορτάσιμα που εξεκίνησαν από το νεκροταφείο κι εδιάβησαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον Ιερό. Κρατούν στα χέρια των ώμορφο και πολύτιμο και τεχνικά υφαμένο τον Πέπλο τον Ιερό. Μέρες και νύχτες έγερναν οι σκέψεις μου, - εργαστίνες ερωτεμένες, - απάνω του και τον κεντούσαν. Κάτω από τα μάγια του φεγγαριού τη νύχτα, μέσα στη φλογερήν αγάπη του ήλιου την ημέρα, έγερναν και τον κεντούσαν.
Ω Αγαπημένη και ω Θεά σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Η Νίκη κάθεται απάνω στο χέρι Σου. Το κορμί Σου είνε φιλντίσι και λαμποκοπά μέσα στη νύχτα. Και κάτω στα πόδια Σου σωρειάζεται ο μεγάλος όφις – ο υποχθόνιος Θεός που σκορπίζει τ’ αγαθά από τα βάθη της γης. Οι στήλες ανορθώνονται περήφανες και ζωντανεύει η πάλλευκη άνθιση των μαρμάρων κι έρχονται πάλι στο διάζωμα όλοι οι Θεοί και κηρύσσεται πάλι απάνω στις μετόπες ο πόλεμος των Λαπιθών και των Κενταύρων.
Ω χαμογέλασε, ω Ζωή και ω Αγάπη, στο ορφανεμένο αέτωμα και θα γυρίσουν πάλιν οι μαρμαρένιες σκέψεις του Φειδία και η Παρθένα Θεά θα γεννάται πάνοπλη και θάναι γύρω οι Θεοί και θα χαμογελούν...
Διαβάστε το σημερινό αφιέρωμα της Ελευθεροτυπίας στο μεγάλο κρητικό συγγραφέα...

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Έρωτας: Το γελοίο και το δέος

Από το ομώνυμο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη

Ο ξαφνικός άνεμος που σηκώνεται από την αμμουδερή ακτή κουνάει δυνατά τα κλώστινα κλαδιά της ιτιάς. Ρυτιδώνει το νερό και τους κάνει να σφίγγονται περισσότερο ο ένας πάνω στον άλλο. Ευχόσουν να έρθει το φθινόπωρο, να σε γλιτώσει από τριών-τεσσάρων μηνών κάψα. Και ξαφνικά ήρθε. Απόψε με τον άνεμο ήρθε. Σε λίγο θα αρχίσεις να δυσανασχετείς με την ψύχρα. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα λησμονείς, το πόσο σύντομα γίνεσαι αχάριστος.
Φταίει ίσως που τα φθινοπωρινά φύλλα θα σκεπάσουν απόψε την πανσέληνο. Όμως, όσες φορές την εμφανίσουν πίσω από τα μαύρα ξέφτια τους θα τους προσφέρουν θέαμα εξαίσιο. Αποπνιχτικά ωραίο.
- Είσαι η γυναίκα που θα με οδηγήσει να μάθω ποιος είμαι, θα της πει.
- Μην ελπίζεις σ’ αυτό, θα του απαντήσει. Δεν μπορώ...
- Γιατί δεν μπορείς; Εγώ ξέρω.
- Γιατί δεν γνωρίζω ποια είμαι.
- Θα αλληλοβοηθηθούμε, θα της αποκριθεί με σιγουριά.
Ποτέ δεν είπε στη ζωή του κάτι τέτοιο σε γυναίκα άλλη. Με κάθε άλλη, για ένα διάστημα αντάλλασσε αντανακλάσεις ψευδαισθήσεων, κι ύστερα τίποτα. Σκοτάδι, θλίψη, ανία. Για ένα διάστημα ζούσανε την έξαρση των ειδώλων, κι ύστερα τίποτα. Ο χωρισμός. Του έγινε ξανά και ξανά αυτό, με διάφορες γυναίκες. Μονάχα αυτή, στην ακτή, στην ξένη πόλη, με τα μάτια πηγάδια. Πότε ξεχειλίζουν, πότε λιγοστεύουν το νερό, κι εκείνος σκύβει να καθρεφτιστεί στον υγρό τους πυθμένα με ειλικρίνεια. Θα πουν βέβαια κάποια μέρα πως δε θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Κι όμως... Όταν θα λέει πως είναι μόνος, θα σημαίνει πως είναι μαζί της.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Θέλω να γράψω...

Θέλω να γράψω…
για ένα πρόσωπο θλιμμένο
χαμένο στον κόσμο του
… για τα χίλια δυο πράγματα που
με σκοτώνουν και μου δίνουν ζωή
… για τη χαρά του να είσαι και τη
λύπη του να μην είσαι εσύ
… για κείνο το τραγούδι που
έκλεψε κάποιο βράδυ την ψυχή μου
… για τους αλλοτινούς φίλους που
γίναν αναμνήσεις στο ποτάμι του χρόνου
… κι ακόμη
για το όμορφο κορίτσι που έψαχνε να
βρει την άνοιξη στο βλέμμα των άλλων
… για το καναρίνι που σταμάτησε να
τραγουδά μόλις το βάλαν στο κλουβί
… για όσα έχασα και δε θα ξαναβρώ
… και για όσα δεν τόλμησα να κάνω.
Μα το μελάνι τελειώνει και τα
φαντάσματα μένουν φαντάσματα.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Νέα Αρχή

Έγραφα στο προηγούμενο κείμενο για την Κ. που μου μάλλον μου στέρησε την Ε.
Για την καφεϊνη δηλαδή, που δίχως αυτή, όπως υποστήριζα, δεν μπορούσα να λειτουργήσω.
Ίσως, όμως, να έκανα λάθος, αφού σήμερα το δόλιο το μυαλό μου πήρε μπρος και άρχισα και πάλι να γράφω.
Για να γίνει ωστόσο αυτό, χρειάστηκε να παρατήσω στη μέση το παλιό μου πόνημα και να πιάσω ένα νέο.
Ελπίζω ετούτο να μου βγει, αλλά, για να πω την αλήθεια, καθόλου δεν ανησυχώ.
Έτσι κι αλλιώς όλα είναι χρήσιμα, όλα με βοηθάνε. Με βοηθάνε να γίνω καλύτερος.
Δεν έχω, λοιπόν, παρά να τα βλέπω σαν ασκήσεις γραφής.
Περάστε, αν θέλετε, μια βόλτα από τα Διηγήματά μου...

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Η Κ.

Τη γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, πριν από μια ζωή, και από την αρχή ήξερα πως αυτή ήταν η Μία, η μοναδική.
Και δεν έκανα λάθος.
Η Κ. είναι κοντά μου από τότε. Με συντροφεύει, πηγαίνει παντού μαζί μου, με ενθαρρύνει, με παρηγορεί.
Χωρίς αυτήν οι μέρες μου θα ήταν αλλιώτικες, δίχως χρώματα κι αρώματα, άγευστες και μονότονες.
Εκείνη τους δίνει ζωή, σ’ εκείνη χρωστώ τα πάντα.
Αν κάποιος μου έλεγε ότι κάποτε θα ερχότανε μια μέρα που θα χωρίζαμε, θα τον έβγαζα τρελό, θα τον καταδίκαζα στο πυρ της επίγειας κόλασης.
Όχι, εγώ ποτέ δε θα παρατούσα την Κ., την αγάπη μου, αλλά ούτε κι εκείνη θα με παρατούσε ποτέ. Πάντα θα ήταν εκεί για μένα και πάντα θα ήμουν εκεί για κείνη.
Ήταν η έμπνευσή μου.
Ναι, αυτό υποστήριζα, κι ας ήξερα καλύτερα.
Ήξερα καλύτερα αφού τίποτα δεν κρατά στη ζωή μου για πάντα: συνήθειες αλλάζουν, σπίτια αλλάζω, άνθρωποι πάνε κι έρχονται.
Τίποτα! Τίποτα δεν κρατά.
Και να που τώρα έφτασε η μέρα ν’ αποχαιρετήσω την Κ. μου.
Το μόνο που δε θα τρέξουν δάκρια απ’ τα μάτια,
δε θα ακουστεί κανένας σπαραγμός.
Όσα ζήσαμε μαζί ήταν υπέροχα αλλά είναι καιρός πια να πάμε γι’ άλλα.
Πάντα θα κρατώ στην ψυχή μου μια ξεχωριστή γωνιά για την παλιά αγαπημένη.
Πάντα θα τη θυμάμαι με γλυκιά νοσταλγία.
Και πάντα θα την αγαπώ, της το είπα αυτό:
«Κ. καρδούλα μου, πάντα θα σε σκέφτομαι και θα σε αγαπώ.
Πάντα θα είσαι η Μία, η μοναδική για μένα.
Πάντα θα είσαι η... Καφεΐνη μου».

Πάει μια βδομάδα που έκοψα τον καφέ και δυσλειτουργώ. Λες και το μυαλό δεν μπορεί να πάρει μπρος δίχως μια γερή δόση καφεΐνης. Τα στερητικά σύνδρομα καραδοκούν.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Η Θαλασσινή

Στεκόταν στην παλιά αποβάθρα
και κοιτούσε προς του ήλιου την ανατολή.
Το πρωινό αγιάζι της χάιδευε το πρόσωπο
τα κύματα που έσπαζαν μελωδικά κάτω
από τα πόδια της τής ξυπνούσαν τις αισθήσεις.
Στη ζωή της όλη ίσως να μην αγάπησε
τίποτ’ άλλο περισσότερο απ’ τη θάλασσα,
“μάνα” την αποκαλούσε.
Την κοιτούσε για ώρες μέρες χρόνια
και σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να
γεννηθεί ψάρι για να είναι συνέχεια μέσα της
πουλί για να την κοιτά από ψηλά.
Ρομαντική; Ναι, ήταν! Σε μια εποχή
που οι λέξεις είχαν χάσει τη σημασία τους
που οι άνθρωποι έχασαν τα χρώματα
εκείνη επέμενε να κοιτά το απέραντο γαλάζιο
να πιάνει τους αλμυρούς σφιγμούς του
να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει
να διασχίζει θάλασσες ονείρων
ουρανούς αισθημάτων
ανάσες ελευθερίας!

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Σκισμένο Ψαθάκι ΙΙ

Απόσπασμα από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη

(Από το ημερολόγιο της Ρόζυ)

«Όταν συμβεί να με κλωτσήσει κανένα βρωμοπόδαρο και με ρίξει στο πηγάδι, λέω:
Ψυχραιμία, Ρόζυ. Πιάσαμε πάτο. Πιο κάτω από δω δεν έχει. Τώρα;.. Τι κάνουμε;.. Και ξαφνικά, λες και γίνεται μια έκρηξη μέσα μου. Έρχεται η γεύση της ζωής και με λιγώνει. Έρχεται η μυρουδιά της και μου σπάει τα ρουθούνια. Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει. Και να ’μαι πάλι εντός ολίγου να τινάζω τα μαλλιά μου στον ήλιο και να σκορπώ τις καλημέρες μου στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Είναι περίεργο, αλλά μέσα εκεί, στην μπόχα της απόγνωσης, στον πάτο της κόλασης, ένιωσα τη μεγαλύτερη δίψα, το μεγαλύτερο πόθο για τη ζωή. Κι ήταν αυτό τελικά που μ’ έσωσε και με σώνει.
Ο αγαπημένος μου Λεό δε σώθηκε. Δε σώθηκε, γιατί δεν είδε ποτέ. Δεν άγγιξε. Δε γεύτηκε. Εκεί, στα κατακάθια του πηγαδιού, προσπάθησε να χρωματίσει τη λάσπη με νερομπογιές. Προσπάθησε να φανταστεί τον ήλιο μέσα στα σκοτάδια. Να μυρίσει την άνοιξη, βουτώντας τη μύτη του στα βαλτονέρια. Δεν έσφιξε ποτέ στην αγκαλιά του τα στάχυα του καλοκαιριού. Δεν άφησε την ψυχή του να παλαβώσει από το χρώμα που παίρνει το φεγγάρι, όταν έχει ξεχαστεί στον ουρανό και το ’χει βρει το ξημέρωμα να κρέμεται σ’ ένα κλαδί αγριοσυκιάς.
Τίποτα δεν ένιωσε απ’ αυτά ο αγαπημένος μου Λεό. Και χάθηκε.
Ξέχασε τη ζωή του, που ήταν μούσκεμα στο δάκρυ, απλωμένη στα σκοινιά. Την τσίμπησαν λαίμαργα τα πουλιά. Τράβηξαν τα κομμάτια της τα μυρμήγκια στις φωλιές τους. Την αποτέλειωσαν οι ακρίδες με τα σουβλερά τους πόδια.
Όταν ήμουν μικρή, του πήγαινα κομμάτια από εφημερίδες και μου ’φτιαχνε καραβάκια.
- Μπορούμε να ταξιδέψουμε μ’ αυτά; τον ρωτούσα.
- Αμέ! Πως δεν μπορούμε!
- Πού θα πάμε;
- Μακριά... Πολύ μακριά... Θα ταξιδέψουμε στα όνειρα.
- Εγώ θέλω να πάω στον Ινδικό Ωκεανό.
- Όπου θέλεις. Σε λίγο σαλπάρουμε. Είσ’ έτοιμη;
Όταν μεγάλωσα και κάναμε παρέα σαν δυο καλοί φίλοι, κάθε φορά που μ’ έβλεπε, μου φώναζε από μακριά, γεμάτος αγωνία:
«Ρόζυ! Είσαι καλά; Ανησυχούσα για σένα».
Ανησυχούσε για μένα! Κι αυτός ας ήτανε μια ξέμπαρκη σκιά, που την είχαν κουρελιάσει οι κωλοσύριγγες.
Πώς τον αγαπούσα το Λεό μου!
Δεν κατάφερα ποτέ να του μάθω πόσο όμορφος είναι ο κόσμος. Δεν μπόρεσα να του δείξω δυο χρυσόμυγες την ώρα που κάνουν έρωτα στον αέρα.
Δεν μπόρεσα να του χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, την ώρα που βάφει τους πόθους της βερυκοκιάς...»

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Σκισμένο Ψαθάκι

Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη

(Από το ημερολόγιο της Ρόζυ)

«Βαρέθηκα ν’ ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ.
Να μοιράζομαι στην καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός κι εγώ να κουλουριάζομαι στο πάτωμα.
Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μάγουλά μου και να κάνουν κρούστα.
Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους. Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε, ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας. Ξημερώνει.
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι με τα λάθη μου.
Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά.
Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί.
Να μουλιάζω στη βροχή γιατί άνοιξα την ομπρέλα μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες.

Κι όμως! Όσες φορές είπα «από Δευτέρα, Ρόζυ, αλλάζεις ταχτική», γέλασε κάθε πικραμένος.
Δε βαριέσαι.
Εκείνοι που πίστεψαν πως το «δις εξαμαρτάνειν κλπ.», είναι, το λιγότερο, ξενέρωτοι. Γιατί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τη γλύκα που έχεις το «δις». Κι ακόμη περισσότερη το «τρις».
Το κακό είναι πως όλ’ αυτά γίνονται, επειδή στο βάθος είμαι δειλή. Τα κάνω για να πιστέψω, έστω και για λίγο, πως είμαι κι εγώ εδώ. Πως παίζω κι εγώ σ’ αυτό το ντέρμπυ.
Πάντως, όπως και να ’χει το ζήτημα, ένα πράγμα ξέρω καλά. Πως γουστάρω πολύ.
Γουστάρω τη φάση και περισσότερο την αντίφαση.
Γουστάρω την τρέλα μου και περισσότερο την τρέλα των άλλων.
Γουστάρω να μυρίζομαι την ανθρωπίλα.
Γουστάρω τ’ αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες.
Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μ’ ένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια.

Μπορεί να είμαι μια δειλή, μια φευγάτη, μια επικίνδυνη Ρόζυ. Αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος μ’ έσπειρε σ’ αυτή τη γη.

Στο Ημίφως

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Rien ne va plus

Της Μαργαρίτας Καραπάνου

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΜΟΥ.
Έχει νυχτώσει. Ανάβουμε το φως, καπνίζουμε σιωπηλά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο γάτος ο Καίσαρας παίρνει φόρα, πηδάει στις πολυθρόνες και στον καναπέ, τις γδέρνει με τα νύχια του, ο Άλκης γελάει.
-Μ’ αρέσουν αυτές οι νυχιές που αφήνει ο Καίσαρας πάνω στα έπιπλα. Καμιά φορά, όταν κοιμάται κρυμμένος κάτω απ’ το κρεβάτι, κοιτάζω αυτά τα σημάδια, και σκέφτομαι πως ο Καίσαρας τα κάνει επίτηδες, για να τον σκέφτομαι κι όταν δεν τον βλέπω. Είναι πολύ περήφανος για τα νύχια του και με λατρεύει. Με τις νυχιές του, θέλει να μου κάνει μια επίδειξη δυνάμεως, που να είναι συγχρόνως και μια πράξη αγάπης.
-Άλκη, οι άνθρωποι είναι μίζεροι και τσιγγούνηδες με τα αισθήματά τους. Θέλουν να παίρνουν αγάπη, αλλά χωρίς τίποτα να ταράζει τη ζωή τους, το πρόγραμμά τους, τα καθαρά τους έπιπλα. Ξέρεις πολλούς ανθρώπους που θ’ αφήνανε το γάτο τους να γδέρνει τις πολυθρόνες τους;
-Μένουνε τότε μόνο με τις πολυθρόνες. Γιατί κι οι άνθρωποι που μας αγαπούν μας γδέρνουνε, σαν τον Καίσαρα. Πρέπει ν’ αφήνουμε στον άλλο την ελευθερία να μας δείχνει την αγάπη του όπως θέλει, όπως ξέρει, όπως μπορεί, αρκεί να μη μας καταστρέφει. Κι ο έρωτας τι είναι; Νυχιές αγάπης είναι, σημάδια, ίχνη που αφήνει ο άλλος μέσα σου.
Εγώ, αυτό που φοβάμαι πάνω απ’ όλα είναι η ησυχία, η σιωπή. Θέλω ανεξίτηλα σημάδια, ζωή. Για σένα, τι είναι ο έρωτας;
-Για μένα, ο έρωτας είναι λευκή μαγεία.

Ο Καίσαρας ξύπνησε, βγήκε κάτω απ’ το κρεβάτι, πήδηξε στα γόνατα του Άλκη, άρχισε να βυθίζει τα νύχια του μέσα στο πουλόβερ του γουργουρίζοντας.
Κοιταζόμασταν κι οι τρεις μας, μέσα σε μια απόλυτη αρμονία, σαν ένα ον.

Η Μαργαρίτα Καραπάνου είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, μια από τις καλύτερες ελληνίδες συγγραφείς όλων των εποχών και αξίζει της προσοχής μας.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Εξωτικό Μύρο

Του Μποντλέρ

Τα μάτια ως κλείνω σε ζεστή φθινοπωριού βραδιά,
μυρίζοντας του ολόθερμου του στήθους σου τα μύρα,
βλέπω να ξετυλίγεται φαιδρή μια ακρογιαλιά,
που ενός ήλιου μονότονου τηνε θαμπώνει πύρα.

Ένα νωχελικό νησί που η γης του εκείνη βγάζει
κάτι δεντριά παράξενα μ’ ολόγλυκους καρπούς,
γυναίκες που τ’ αθώο τους το βλέμμα σε ξαφνιάζει,
κι άντρες με σώματα λεπτά, μα ωστόσο δυνατούς.

Το μύρο σου σε κλίματα με φέρνει μαγεμένα,
σ’ ένα γεμάτο από πανιά κι απ’ άρμενα λιμάνι,
που ακόμη είν’ απ’ τα κύματα του πέλαου κουρασμένα,

και της χλωρής ταμαρινιάς το ξωτικό λουλούδι,
που τα ρουθούνια ο μόσχος του ν’ αδροφουσκώνει κάνει,
μέσα μου με των ναυτικών σμίγεται το τραγούδι.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Η μοναξιά είναι από χώμα

...Όλα μας τα βάσανα απ’ την αλαζονεία μας είναι.
Χωρίς να το θες, άθελά σου, μου κέντριζες την αλαζονεία μου και με φούντωνες. Είναι του έρωτα κι αυτό. Η αλαζονεία είναι ο κύκλος της κόλασης. Καταβροχθίζει τον εαυτό της και αυξάνει. Στεφάνι φλόγινο, καλτσοδέτα που σφίγγει και σφίγγει το λαιμό.
Ο έρωτας έχυνε πετρέλαιο στη φωτιά μου, πυράκτωνε τον εγωισμό μου και πέταγε δράκοντες που κατασπάραζαν τις σάρκες τους.
Να ξεχάσω λοιπόν το εγώ μου για να λυτρωθώ. Το ξέρω.
Πώς το ξεχνάς όμως το εγώ σου όταν κρυώνεις, όταν λιμοκτονείς, όταν διψάς, όταν έχεις φαγούρα, όταν έχεις πονόδοντο; Πόση άγρια άσκηση χρειάζεται και που σε βγάζει;
Κι εσύ άθελά σου με κατέστρεφες.
Άθελά σου!
Μαρτυρικότερο εμπόδιο απ’ αυτό το «άθελά σου» δε βρίσκεται. Ανέλπιδη περίπτωση, αμετακίνητη, βουνό. Έστεκε εκεί και με πλάκωνε, με παρέλυε. Σε προτιμούσα δόλια παρά έτσι. Αν καταλάβαινες τι μου έκανες, ακόμη κι επίτηδες να το έκανες, κάτι θα μπορούσε να γίνει. Να συζητήσουμε, να τσακωθούμε, να σκοτωθούμε. Θα τα βρίσκαμε ίσως. Χίλιες φορές προτιμώ τον έξυπνο κακό παρά τον χαζό καλό...

Ένα μικρό απόσπασμα από ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία της Μάρως Βαμβουνάκη. Θαυμάζω την ικανότητά της να γράφει ξανά και ξανά για τα ίδια πράγματα δίχως να γίνεται ποτέ πληκτική.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Ο τρελλός

Ένας τρελλός καθότανε
στην είσοδο απόψε και μιλούσε,
μιλούσε βιαστικά κι' όταν απόσταινε
κάποτε, σκεφτικά χαμογελούσε.
Μιλούσε για τη γνώση, την ονόμαζε
την πρώτη αδυναμία των ανθρώπων.
"Μα θα μιλήσω απόψε κι' ας με δέσουνε,
ξέρω τα μυστικά των άγιων τόπων!
Ξέρω όλο μυστικά και γύρω μου άφοβα
θα τα βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ήμουν τρελλός τόσον καιρό που σώπαινα
κι' αυτά μούχουν βαρύνει το κεφάλι.
Φίλε μου νάσαι απλώς πολυλογάς
χωρίς ουσία, θάσαι βάρος.
Φρόντιζε νάσαι ο επικίνδυνος
και μόνος σου να παίρνης θάρρος.
Νάχης καρδιά κι' όλο να ευφραίνεται
μ' αίσθημα και φιλοτιμία,
είνε... να καρτεράς το θάνατο
και νάρθη μια λιποθυμία!!!
Είδες ο φουκαράς ο τζίτζικας
ψόφησε εχτές από ειλικρίνεια.
Τάλεγε αληθινά κ' επίμονα
και μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Στο τέλος έσκασε από ευγένεια
κ' επίσημα κυλίστηκε στο χώμα...
Α φαύλοι, δε θα μου το κλείσετε
ποτέ τ' αχρείο μου το στόμα!"
Και τάλεγε τόσο ήρεμα
τόσο γλυκά η ματιά του εφωτοβόλει,
γελούσε ξαφνικά κ' έτσι χαρούμενα
σα νάταν η καρδιά του περιβόλι!
Ο Τρελλός είναι ένα από τα πλέον ατελή, αλλά και πλέον αγαπημένα μου τραγούδια της Πολυδούρη. Ειδικά οι στίχοι που μιλάνε για το φουκαρά τον τζίτζικα που ψόφησε από ειλικρίνεια για μένα τα λένε όλα. Σαν και κείνον τον τζίτζικα δεν πέθανε άλλωστε και η ποιήτρια; Όχι από ειλικρίνεια βέβαια, αλλά από πλήξη!

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2007

Τα τερτίπια της (συγ)γραφής

Πολλοί πιστεύουν πως το να είναι κανείς συγγραφέας είναι κάτι το απλό, το εύκολο. Αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει το αντίθετο. Η συγγραφή είναι ταξίδι και χαρά, αλλά είναι και πόνος, είναι και άγρυπνα βράδια, είναι και άγχος, είναι και οδυνηρή υπερένταση.
Μερικές φορές το κείμενο σου βγαίνει εύκολα και το χαίρεσαι – όπως ακριβώς συνέβηκε με τη Δεύτερη Ζωή που ανέβασα ολόκληρη στα Διηγήματά μου – χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει πως δε σε κουράζει, πως δε σε καταβάλλει. Αλλά είναι κάποιες φορές που το κείμενο αρνείται πεισματικά να πάρει μορφή στο χαρτί, που η έμπνευση σ’ εγκαταλείπει, κι ας νιώθεις το μέσα σου να πλημμυρίζει από λόγια και εικόνες.
Η συγγραφή είναι ακριβώς όπως κι η ζωή, ίσως λίγο πιο μοναχική. Έχει τα πάνω και τα κάτω της, τις χαρές και τις λύπες της. Και σ’ ακολουθεί παντού: στα μπαράκια, στους δρόμους, στον ύπνο σου. Γράφοντας ένα βιβλίο νιώθεις πως ζεις έντονα την κάθε μέρα με κάποιους καλούς σου φίλους. Όταν το τελειώνεις, ωστόσο, τα συναισθήματα αλλάζουν – θέλοντας και μη βουλιάζεις σε μια αδικαιολόγητη θλίψη. Λες κι έχασες τους φίλους σου, λες κι εκείνοι φεύγοντας πήραν ένα κομμάτι σου μαζί τους.
Κάποιοι λεν πως η συγγραφή είναι παιχνίδι, κάποιοι υποστηρίζουν πως είναι αγώνας. Εγώ λέω πως τα πάντα είναι η συγγραφή, όλα και τίποτα...

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Διαγωνισμός χωρίς... κριτές!

Πρώτα η ανακοίνωση:

Η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και η Ένωση Τουρκοκυπρίων Συγγραφέων και Καλλιτεχνών προκηρύσσουν το Β΄ Δικοινοτικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (ποίησης και διηγήματος) για νέους λογοτέχνες.
Δικαίωμα συμμετοχής έχουν νέοι έως 35 ετών και γλώσσες συμμετοχής είναι η ελληνική και η τουρκική.
Η έκταση του διηγήματος δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 5 δακτυλογραφημένες σελίδες (1250 λέξεις), ενώ τα ποιήματα να μην υπερβαίνουν συνολικά τους 120 στίχους.
Τα έργα θα κριθούν από κριτικές επιτροπές που θα καθοριστούν αργότερα.
Τελευταία ημέρα υποβολής είναι η 30η Μαρτίου 2008.
Θα δοθούν:
Α΄ Βραβείο Ποίησης και Διηγήματος σε κάθε γλώσσα αξίας 300 ευρώ.
Β΄ Βραβείο Ποίησης και Διηγήματος σε κάθε γλώσσα αξίας 200 ευρώ.
Θα απονεμηθούν επίσης έπαινοι σε τρία έργα.
Τα βραβεία θα επιδοθούν σε ειδική τελετή σε χρόνο που θα καθοριστεί αργότερα και τα βραβευμένα έργα θα μεταφραστούν και θα δημοσιευτούν σε λογοτεχνικά έντυπα στις δύο κοινότητες.
Τα έργα να αποσταλούν, για την Ελληνική στη διεύθυνση: 62 Κερύνειας, 2114 Λευκωσία. Στο φάκελο να αναγράφεται η ένδειξη «Λογοτεχνικός Διαγωνισμός». Σε ξεχωριστό κλειστό φάκελο να αναγράφονται το πραγματικό όνομα, η ηλικία, η διεύθυνση και το τηλέφωνο του διαγωνιζομένου.
Πληροφορίες στην ιστοσελίδα της ΕΛΚ: www.writersunion.org.cy και στα τηλ. (+357)99523932 και (+357)99624696.

Τώρα, για να δικαιολογήσουμε τον τίτλο του κειμένου, πρέπει να σημειώσουμε ότι η προκήρυξη ενός διαγωνισμού χωρίς την ταυτόχρονη δημοσίευση των ονομάτων της επιτροπής αποτελεί... κυπριακή πρωτοτυπία. Όσο για το άγνωστο του χρόνου και του τόπου της απονομής, θα το αφήσουμε ασχολίαστο. Δεν είναι άλλωστε τους ύφους και του ήθους μας να μιλάμε για δουλειές του... ποδαριού!
Πάντως μέχρι τώρα τρέφαμε μια κάποια ψευδαίσθηση ότι κάτι τέτοια «απερίγραπτα» τα κάνει μόνο το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου. Ναι, εκείνο το ίδιο που χρίζει υποψήφιους για τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας όσους... αυτοπροταθούν (σοβαρά μιλάω), με αποτέλεσμα επιτυχημένοι συγγραφείς σαν το φίλο Όμηρο Αβραμίδη, που έχει πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, να μην κινδυνεύουν ποτέ να βραβευτούν...

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Πάρε κόσμε

Μόλις είδα ότι το βιβλίο μου ο εκδοτικός οίκος το κάνει δώρο και πολύ το χάρηκα. Όπως είχα αναφέρει και σε προηγούμενο σημείωμα, το συγκεκριμένο δεν το θεωρώ "παιδί μου", αφού κατέληξε σε κάτι διαφορετικό απ' αυτό που αρχικά ήταν. Άντε με το καλό να τελειώνουν τ' αντίτυπα, ώστε ν' αποκτήσω και πάλι τα δικαιώματα, για να το ανεβάσω στο δίκτυο στην πρωτότυπή του και πολύ ανώτερη μορφή...

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Η ζωή μετά το διάβολο

Το Μαγικό Κουτί σας προσκαλεί στην πρώτη του εκδήλωση για το πρώτο βιβλίο-Μαγικό Κουτί με τίτλο Η ζωή μετά το διάβολο της Μαρίας Λεκάκη. Η συγγραφέας θα μας ξεναγήσει στην Κόλαση, με τις εικόνες, τα λόγια και τις μουσικές της. Δε θα είναι όμως το ταξίδι πολύ τρομακτικό. Όλα αυτά θα συμβούν στον Ιανό (Σταδίου 24) την Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007 στις οκτώ.

υ.γ. Το πιο πάνω το πήρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και είπα να σας το μεταβιβάσω

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Τα γιατί αυτού του μπλογκ...

Ένας φίλος παλιός με τον οποίο χαθήκαμε για χρόνια, για να ξαναβρεθούμε τώρα - εντελώς τυχαία - μέσω αυτού του μπλογκ, με ρωτούσε χθες γιατί δεν ανεβάζω εδώ τα κείμενά μου. Ε, λοιπόν, η απάντηση είναι απλή: Επειδή τα ανεβάζω αλλού, στα Διηγήματα τα οποία δεν προτίθεμαι να παρατήσω μετά από τις προσπάθειες τόσων μηνών.
Ένα άλλο ερώτημα είναι γιατί δεν προβάλλω τα βιβλία που εξέδωσα. Κι εδώ απλή είναι η απάντηση: Εκείνο που έβγαλα στην Ελλάδα από τη "Διόπτρα" - Μίρα, το λουλούδι του πολέμου - στ' αλήθεια πάτωσε, πράγμα που καθόλου δε με χαλά. Έλα, όμως, που επίσης τώρα πια δε μου αρέσει καθόλου ο τρόπος "συρραφής" του - γιατί περί συρραφής πρόκειται - και προτιμώ το πρωτότυπο, που αν και δύσκολο στην ανάγνωση διαθέτει... ψυχή!
Όσο για κείνα που έβγαλα στην Κύπρο τώρα πια πωλούνται μόνο σε ένα μπαράκι στη Λευκωσία. Κάτι είναι κι αυτό.
Αν επισκεφθείτε τα "Διηγήματα" σας προτείνω να διαβάσετε τη "Δεύτερη Ζωή", που αποτελεί συνέχεια της "Μίρας", καθώς και τη νουβέλα σε συνέχειες με τίτλο "Πωλείται Γυ(μ)νή, που γράφω και ανεβάζω αυτές τις μέρες.
Αυτά για την ώρα, και ελπίζω να μη χρειαστεί να επανέλθω...

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Φωτογραφία στην τσέπη ή Αντιπολεμικό

Είναι βαριά τραυματισμένος, ξαπλωμένος στη λάσπη και περιμένει από στιγμή σε στιγμή την ψυχή του ν’ αφήσει το σώμα και να τον ταξιδέψει προς τ’ άγνωστο.
Στο χέρι του κρατά μια πρόσφατη φωτογραφία και την κοιτά με ραγισμένο βλέμμα, μάτια που δακρύζουν και θολώνουν απ’ τον πόνο και τις αναμνήσεις.
Σύντομο πολύ αποδεικνύεται το πέρασμά του απ’ αυτή τη γη, μικρή η ζωή του σαν ένας λυγμός, ένα χαμόγελο κι ένα δάκρυ. Τίποτα δεν πρόλαβε να ζήσει, σκέφτεται, απολύτως τίποτα. Αλλά, όχι, όχι, ας μην παραπονιέται, κάτι έζησε. Πρόλαβε και γνώρισε τον έρωτα και την αγάπη, έγινε και πατέρας. Ένας πατέρας που λίγες ανάσες μετά θ’ αφήσει το παιδί του ορφανό.
Κοιτά τη φωτογραφία. Κοιτά την όμορφη αγαπημένη του και το νιογέννητο κορίτσι. Βρέχει τα πρόσωπά τους με τα δάκρυά του. Άδικη η ζωή, άδικη πολύ, δεν θα τον αφήσει να ζήσει. Αλλά, τι φταίει η ζωή; Οι άνθρωποι φταίνε. Οι άνθρωποι που πάντα ψάχνουν να ’βρουν μιαν αιτία για να πολεμήσουν. Οι άνθρωποι που πάνε σε τόπους μακρινούς για να σκοτώσουν άλλους ανθρώπους, για ένα δήθεν καλύτερο μέλλον, για λίγα δολάρια ακόμη.
Ο πόνος στο στήθος γίνεται αβάστακτος. Το αίμα ζεστό ρέει ασταμάτητα. Το μόνο που επιθυμεί πριν να αφήσει την τελευταία του πνοή είναι να κρατήσει για μια ακόμη φορά στην αγκαλιά του την αγαπημένη, για πρώτη φορά το παιδί του που ποτέ δεν είδε, ποτέ δεν άγγιξε.
Αχ και να μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω! Αχ και να μπορούσε σαν από θαύμα να διορθώσει όλα του τα λάθη! Αχ και να μη γινόταν ποτέ πληρωμένος δολοφόνος, στην υπηρεσία της πατρίδας, της όποιας πατρίδας!
Ο ουρανός βουρκώνει, τα δάκρυά του δροσερά για μια στιγμή του αναζωογονούν τις αισθήσεις, τον κάνουν ακόμη και να χαμογελάσει, καθώς γύρω του μαίνεται η μάχη. Κοιτά για άλλη μια φορά τη φωτογραφία με τρυφερότητα. Χαϊδεύει με το δάχτυλο το προσωπάκι της κόρης του. Νιώθει τα μάτια του να σκοτεινιάζουν. Καθώς ξεψυχά η τελευταία εικόνα που χαράζει το μυαλό του είναι εκείνη του παιδιού του. Του παιδιού που δε θα γνωρίσει ποτέ του πατέρα.Αλλά, όπως και να ’χει διάολε, κατάφερε κι αυτός κάτι στη μίζερη μικρή ζωή του: να κάνει μια γυναίκα χήρα, ένα παιδί ορφανό, μια πατρίδα περήφανη...

υ.γ. ένα μάλλον μέτριο κείμενο που ανέβασα για πρώτη φορά, πριν αρκετούς μήνες, στα Διηγήματά μου. Το ανεβάζω και εδώ μπας και νομίσει κανείς ότι είμαι καλός συγγραφέας και χάσω τη φήμη του μέτριου που πάντα με ακολουθεί...

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Φύκια... για μεταξωτές κορδέλες

Ναι, αυτό ακριβώς προσπαθούν να μας πουλήσουν τα αμερικανάκια με τα βιβλία του Κρίστοφερ Παολίνι, τον οποίο έσπευσαν να χαρακτηρίσουν μεγάλο συγγραφέα, διάδοχο του Τόλκιν, και άλλα τραγικά. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν τάχουν τετρακόσια οι πέρα του ατλαντικού άσπονδοι φίλοι μας.
Εντάξει, το ομολογώ, τα βιβλία του Παολίνι είναι μεγάλα, αλλά μόνο σα μέγεθος, κανονικά τούβλα. Χίλιες σελίδες μετρά στη χαρτόδετη έκδοσή του το “Eldest”, αλλά χίλιες σελίδες... τίποτα. Ένα φλύαρο βιβλίο όπου σχεδόν τίποτα δε συμβαίνει και που θα μπορούσε να κατά τα τέσσερα πέμπτα μικρότερο. Γιατί άλλο είναι να σου αρέσει ο Τόλκιν και άλλο το να είσαι αυτός.
Βασικά αυτό που κάνει ο Παολίνι είναι να κατακλέβει διάφορους μύθους που ξεπήδησαν από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και κάποιες γοτθικές ιστορίες και να τους μαγειρεύει ανεπιτυχώς, μέχρι να φτάσει στο τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, στο Eldest βλέπουμε φτηνά κολπάκια μαγείας, απ’ αυτά που μαθαίνουν οι πρωτοετείς στο Χάρι Πότερ, κάποιες τελετές των ξωτικών που ξεπηδούν κατ’ ευθείαν από τα βιβλία του Τόλκιν, κι ακόμη έναν αδιέξοδο έρωτα ανάμεσα στον ήρωα του Παολίνι και μια γυναίκα-ξωτικό, που παραπέμπει στην ιστορία του Άρχοντα. Για να μην πούμε για τα ονόματα των πρωταγωνιστών που κι αυτά ακόμη είναι «δανεικά» από το «Μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη», του Ίρβινγκ Ουάσινγκτον.
Τι απομένει; Μοναχά κάποιες στιγμές μάχης και ένας από μηχανής θεός που έρχεται να σώσει τους αθώους χωρικούς από τον άρχοντα του κακού.
Το τελικό συμπέρασμα φθάνει αβίαστα: Όποιος διάβασε τα βιβλία του Τόλκιν, δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να διαβάσει αυτά του Παολίνι (προηγήθηκε το Εραγκόν και θα ακολουθήσει ένα ακόμη, που θα συμπληρώσει την τριλογία της Κληρονομιάς). Εντάξει, είναι καλογραμμένα, αλλά – το ξαναλέω – πολύ φλύαρα και δεν έρχονται να προσθέσουν τίποτα το καινούριο στην εν λόγω φιλολογία. Το ότι ο συγγραφέας τους είναι πολύ νέος, δεν είναι αρκετή δικαιολογία για το μέγεθος της φούσκας.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Ana Menendez: Loving Che

Το Loving Che της Άνα Μενέντεζ είναι ουσιαστικά ένα βιβλίο χωρίς λόγο ύπαρξης. Η εν λόγω κουβανή συγγραφέας που έζησε όλη τη ζωή της στις ΗΠΑ, εκμεταλλεύεται το μύθο του μεγάλου επαναστάστη απλά και μόνο για να γράψει ένα μπεστ σέλερ. Καλά, καλά, και για να μας περιγράψει την Αβάνα, λες και δεν το έκαναν κι άλλοι πιο πριν και καλύτερα από την ίδια.
Αν ψάχνετε ένα βιβλίο με λογοτεχνικές αρετές τότε ετούτο εδώ δε θα σας αρέσει. Αν θέλετε να μάθετε κάτι για την Κούβα, οι πληροφορίες που χωράνε στο κείμενο είναι λιγοστές. Κι αν ζητάτε το φάντασμα του Τσε, αυτό ακριβώς θα βρείτε: το φάντασμα. Τίποτα περισσότερο.
Το "Αγαπώντας τον Τσε" είναι μια επίπεδη ιστορία που μιλά σε πρώτο πρόσωπο για τις προσπάθειες μια κουβανής μετανάστριας στις ΗΠΑ να ανακαλύψει ποιος είναι ο πατέρας της, προσπάθειες που την οδηγούν στην Κούβα. Εκεί, ακολουθώντας τα αόρατα νήματα μιας ανείπωτης ιστορίας, φτάνει στο συμπέρασμα - που παλιά ήταν απλά μια υποψία - ότι ο πατέρας της ήταν όντως ο διάσημος επαναστάτης.
Το εκτενές αυτό διήγημα διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, αλλά μόνο αυτό. Τίποτα περισσότερο δεν έχει να προσφέρει στον αναγνώστη.
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για την Κούβα και ειδικά για την Αβάνα, διαβάστε τα βιβλία του Πέδρο Χουάν Γκουτιέρεζ που κυκλοφορούν σε εξαιρετικές μεταφράσεις από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

The Cold Moon

Ο Jeffery Deaver (φώτο) αν και μπεστ-σελερίστας είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Το πιο γνωστό του βιβλίο στον ελλαδικό χώρο, απλά και μόνο έγινε ταινία, είναι το Bone Collector, αλλά δε θα λέγαμε ότι είναι και το καλύτερό του. Εξάλλου όλα τα βιβλία του καλά είναι.
Αν θα έπρεπε να τον κατατάξουμε σε κάποια κατηγορία συγγραφέων θα λέγαμε ότι είναι ένας "διασκεδαστής", κατά το αμερικάνικο "entertainer", αφού τα μυθιστορήματά του πάντα διαβάζονται γρήγορα και ευχάριστα.
Ο Ντίβερ είναι ένας μετρ των εκπλήξεων, που αρέσκεται επίσης συχνά-πυκνά να κάνει μια επίδειξη γνώσεων, χωρίς να γίνεται ποτέ βαρετός.

Ένα δείγμα του ταλέντου και των γνώσεών του μας χαρίζει και στο The Cold Moon, όπου οι αγαπημένοι ήρωες-δημιουργήματά του, Λίνκολν Ράιμ και Αμέλια Σακς (Ντέντζελ Ουάσιγκτον και Αντζελίνα Τζολί στην κινηματογραφική εκδοχή του "Συλλέκτη Οστών"), έρχονται αντιμέτωποι μ' ένα δαιμόνιο εγκληματία που μοιάζει να προβλέπει την κάθε τους κίνηση, καταφέρνοντας να προηγείται πάντα των διωκτών ένα βήμα. Οι Ράιμ και Σακς πέφτουν ξανά και ξανά στις παγίδες του, και αν δεν είχαν την έκτακτη βοήθεια μιας κινησιολόγου (και μελλοντικής ηρωίδας του συγγραφέα), στο τέλος της ημέρας θα θρηνούσαν περισσότερα θύματα.

Το The Cold Moon είναι ένα καλογραμμένο θρίλερ, που ίσως να μην κόβει την ανάσα, αλλά σίγουρα χαρίζει στον αναγνώστη μερικές ώρες χαλαρωτικής απόλαυσης.

Περισσότερα για το συγγραφέα και το έργο του μπορείτε να βρείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα...

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Οι Σελίδες μου: Σώτη Τριανταφύλλου

Το ξέρω πως είναι τουλάχιστον κουφό, ένας "εκδιδόμενος" συγγραφέας να φτιάχνει μια ιστοσελίδα για κάποια "συνάδελφο", αλλά εντάξει, ποτέ δε φημιζόμουν κιόλας και για τη διαύγεια του μυαλού μου. Ακολουθεί η πρώτη σελίδα:

Κάποτε σε μια μεγάλη πόλη γεννήθηκε ένα κορίτσι που το έλεγαν Σώτη. Όταν μεγάλωσε και πάλι Σώτη το έλεγαν. Μα, σαν έγινε λίγο γνωστό απέκτησε κι επίθετο. Αλλά, οι φίλοι της την ήξεραν σαν Σώτη.
Η Σώτη, λοιπόν, όταν ήταν μικρή έκανε πολύ μεγάλα όνειρα. Τεράστια όνειρα. Ήθελε κάποια μέρα να γίνει εκστατικά ευτυχισμένη. Μέχρι να συμβεί αυτό όμως, θα περνούσε πολύς καιρός. Έτσι, άκουε πολλή πολλή μουσική, διάβαζε πολλά πολλά βιβλία και παρέα με τον πιο καλό της φίλο έκανε πολλά πολλά και μακρινά ταξίδια με τη φαντασία της.
Όταν μεγάλωσε λίγο πήρε σβάρνα τις πόλεις του κόσμου για να μάθει γράμματα και να ρουφήξει τη ζωή. Αλλά, όσο κι αν τριγυρνούσε δω και κει, και πάλι δεν ένιωθε ικανοποιημένη. Πάντα κάτι της έλειπε ή μάλλον πάντα έψαχνε για να ’βρει κάτι άλλο. Τι ήθελε να βρει; Μα τη μαγική συνταγή. Εκείνη που θα της επέτρεπε να κάνει πάντα (ή, καλά, σχεδόν πάντα) αυτό που ήθελε. Πήγε, λοιπόν, στο Παρίσι και μετά στη Νέα Υόρκη, πήρε το τρένο για το Στίλγουελ και έζησε ευτυχισμένες μέρες στο Άλφαμπετ Σίτυ. Γνώρισε τους «αγγέλους της κόλασης» και την κόλαση των αγγέλων, παρέα με φίλους που έπιναν πολύ, γελούσαν πολύ, αγαπούσαν πολύ, ε, και που κάθε τόσο έβαζαν πολύ νερό στο κρασί τους. Κι ακολούθησε τον ήλιο οδηγώντας ένα «χοτ ροντ» για το Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε τον Καίσαρα κι έπαιξε και κιθάρα. Ίσως τότε να ήταν εκστατικά ευτυχισμένη ίσως και όχι.
Συνέχισε να ταξιδεύει. Να ταξιδεύει στο χώρο στ’ αλήθεια, και στο χρόνο μες στο μυαλό της. Στο μυαλό της που ήταν γεμάτο ιστορίες. Ιστορίες χαράς και λύπης, ζωής και θανάτου. Φανταστικές κι αληθινές ιστορίες. Ιστορίες που έπρεπε να γράψει και που μιλούσαν για το «Αύριο» που είναι «μια άλλη χώρα», για ένα «Υπόγειο ουρανό», για το πως περνά κανείς «Σάββατο βράδυ, στην άκρη της πόλης». Μετά βούτηξε στην ιστορία κι έφτιαξε ένα «Εργοστάσιο μολυβιών», καβάλησε το κίτρινο υποβρύχιο των Μπιτλς και ταξίδεψε παρέα με την «Μαριόν στ’ ασημένια νησιά και στα κόκκινα δάση», λίγο προτού γνωρίσει τη Μόλλυ Γιάρροου, η ιστορία της οποίας της θύμιζε «Άλμπατρος».
Έγινε, τότε, εκστατικά ευτυχισμένη; Ίσως όχι, ίσως και να μην της πήγαινε τελικά. Ωστόσο, εξακολούθησε να φεύγει. Να φεύγει και να μαθαίνει και να λέει ιστορίες. Ιστορίες πολλές, μα που σχεδόν όλες μιλούσαν για ένα κορίτσι που το έλεγαν Σώτη. Για ένα κορίτσι που το λένε Σώτη. Που είναι «ένα καλό παιδί που κλαίει και γελάει πολύ»...
Περισσότερα στην ιστοσελίδα...

Κυριακή 26 Αυγούστου 2007

Οι Σελίδες μου: Μαρία Πολυδούρη

Όπως λέει η Λιλή Ζωγράφου: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα κι ανησύχησα, μπορώ να πω, για την τόση μου αγάπη στη Μαρία Πολυδούρη. Μια αγάπη που μ’ έσπρωχνε σ’ έρευνες, τρεξίματα, αναζητήσεις προσώπων και πραγμάτων, που θα με βοηθούσαν να την εξηγήσω, να την αναγνωρίσω ολότελα και να την καταχτήσω».
Τα ίδια και χειρότερα έπαθα κι εγώ. Γνώρισα την Πολυδούρη μέσω του Καρυωτάκη, και στο τέλος βρέθηκα περισσότερο δεμένος με κείνην. Κι όσο περισσότερο τη γνώριζα, τόσο πιο πολύ παθιαζόμουνα μαζί της. Στο τέλος τέλος ένιωσα να έχω κάποια «υποχρέωση» απέναντί της. Ήθελα να της ξεπληρώσω ένα χρέος. Ήθελα να την ευχαριστήσω που μας χάρισε μέσα από την ποίηση, το ημερολόγιο και τη ζωή της, την ίδια της την ψυχή, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά η ψυχή ενός αληθινά ελεύθερου ανθρώπου.
Η Μαρία υπήρξε η πιο γυναίκα απ’ τις γυναίκες, η πιο επαναστάτρια απ’ τις επαναστάτριες, μια αερινή φευγάτη ύπαρξη που πέρασε απ’ τον κόσμο αυτό μονάχα διαβατικά, για να μας δείξει την ομορφιά, το αληθινό πάθος, και να φύγει. Ήταν μια από τις μοναδικές εκείνες υπάρξεις-ξωτικά που ζουν για να πεθάνουν, και ζουν στ’ αλήθεια όσο κανείς άλλος. Μια γυναίκα-χαστούκι στους ανθρώπους της συνήθειας, τους μικρούς, τους τιποτένιους, που δεν σταματούν ούτε για μια στιγμή για να θαυμάσουν την ομορφιά που υπάρχει γύρω τους, την ομορφιά που κρύβουν μέσα τους, αλλά που είναι πολύ βιαστικοί για να την προσέξουν.
Ο Ρεμπό τον 19ο αιώνα έγραφε για τους άνθρωπους-καρέκλες. Η Πολυδούρη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου τους κατακεραυνώνει. Κι οι δυο τους κάηκαν απ’ την ίδια τους τη φλόγα! Γεννήθηκαν πολύ νωρίς για την εποχή τους, κι ειδικά η Μαρία, που σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ήταν μια γυναίκα-σύμβολο, μια γυναίκα ελεύθερη, μια γυναίκα από το αύριο.
Υπήρξε μια μοιραία της γενιάς της. Κι όσοι τη γνώρισαν έχουν να λένε ότι έπαθαν... πολυδουρίτιδα! Μια γυναίκα που γοήτευε όλους όσοι την πλησίαζαν, μια γυναίκα όλο ψυχή.
Αλλά όσα και να πούμε θα ’ναι λίγα. Ας αφήσουμε λοιπόν την ίδια να μιλήσει. Εμείς δεν έχουμε παρά να σας ευχηθούμε να έχετε ένα καλό ταξίδι στο ποιητικό ετούτο σύμπαν.

Περισσότερα στην ιστοσελίδα...

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Οι Σελίδες μου: Μυρτιώτισσα


"Σ’ αγαπώ. δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!"Μ υ ρ τ ι ώ τ ι σ σ α

Οι πιο πάνω στίχοι και μόνο ίσως να είναι αρκετοί για να δώσουν στην κυρία Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά, άλλως Μυρτιώτισσα, μια περίοπτη θέση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Τι μας έκανε να ασχοληθούμε μαζί της; Ας πούμε ότι όλα ήταν θέμα τύχης. Τη γνωρίσαμε μέσα από τους πιο πάνω στίχους, αλλά κι από την αγάπη της και τη φροντίδα της για την άλλη ιέρεια της ελληνικής αισθαντικής ποίησης, τη Μαρία Πολυδούρη. Στα τελευταία της μεγάλης ποιήτριας, η Μυρτιώτισσα στάθηκε δίπλα της σα φίλη και αδελφή, κι η περιέργεια μάς ώθησε να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτή την κυρία. Αρχίσαμε να ψάχνουμε στο διαδίχτυο, σε βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, αλλά στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε περισσότερα από κάποια σκόρπια ποιήματά της. Έτσι, όταν τελικά η τύχη αποφάσισε να μας χαμογελάσει φέρνοντας στο δρόμο μας μια συγκεντρωτική έκδοση των γραφτών της, έκδοση του 1965, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι για την καλή ποιήτρια, ώστε το όνομά της να μην περιέλθει στη λήθη. Η σελίδα αυτή είναι το αποτέλεσμα και σας το παραδίδουμε, στ’ αλήθεια, με ανακούφιση: Ανακούφιση, επειδή οι νύχτιες αγρύπνιας που χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί παίρνουν τέλος, αλλά κυρίως γιατί δίνουμε την ευκαιρία στους νεώτερους αναγνώστες να γνωρίσουν το έργο της.
Οι προσπάθειές μας όμως δεν τελειώνουν εδώ. Σε λίγους μήνες θα σας παρουσιάσουμε ένα - όσο το δυνατό πιο - πλήρες δοκίμιο για το έργο της, καθώς και ό,τι άλλο την αφορά πέσει στα χέρια μας. Γιατί οι μεγάλες ποιητικές φωνές δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιούνται, να πεθαίνουν! Πάντα έχουν κάτι να μας χαρίσουν: πόνο, χαρά, συγκίνηση. Εμείς; Εμείς, δεν έχουμε παρά να αφουγκραστούμε το τραγούδι τους, την ξεχωριστή τους ανάσα, ό,τι το πιο καλό κι ανθρώπινο απομένει σ’ αυτή τη γη.

Περισσότερα στην ιστοσελίδα...

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2007

Οι Σελίδες μου: Λιλή Ζωγράφου

Η Λιλή Ζωγράφου με τον Τσιτσάνη


«Αχ, μωρέ Λιλή, που πήγες και μας πέθανες...». Και τώρα, τι θα κάνουμε; Ποιος θα τους τα λέει χύμα; Ποιος θ’ αναστατώνει τις κυράτσες και τους βολεμένους; Μεγάλη ζημιά μας έκανες μωρέ Λιλή... Αρχόντισσα κυρά... Μάνα... Αδελφή... και Φως!
Τι πρόλογο να γράψω; Τι να πω; Το ξέρω! κάπου θα ’σαι τώρα, θα με βλέπεις και θα γελάς, θα με κοροϊδεύεις: «Τι κάθεσαι κι ασχολείσαι μαζί μου ρε κουτό!» θα σκέφτεσαι... «και χάνεις και τον ύπνο σου για μένα. Εγώ καλά πέρασα, εσύ δες τι θα κάνεις...».
Καλά πέρασες μωρέ Λιλή. Ήρθες, μας είδες, χαιρέτησες, έφυγες. Και τώρα, σαν κι εκείνη την Ισαβέλα θαρρώ, θα μας παρακολουθάς, από κάπου, αόρατη όλους εμάς που σ’ αγαπήσαμε και θα διασκεδάζεις: «Ωχού, τους την έφερα πάλι».
Λοιπόν, κυρά, αυτό το τελευταίο κόλπο, το μεγάλο σου, δε θα περάσει έτσι! Τι πα να πει, έφυγες; Για που; Αφού εσύ, εδώ ανήκεις, σε μας. Κι ας φωνάζεις πως είσαι λεύτερη. Ε, όχι, δεν είσαι. Υπάρχουν ακόμη τόσοι κανόνες να σπάσεις, τόσοι θεσμοί να γκρεμίσεις, τόσες αλήθειες να πεις, τόσες ψευτιές να ισοπεδώσεις.
Ακούς, Λιλή, δεν ξόφλησες ακόμη το χρέος. Έχεις να ρίξεις ακόμη πολλές γροθιές με την κοινωνία, πολλά βασιλόπουλα να σκοτώσεις, πολλές γυναίκες ν’ αναστήσεις, πολλές σταχτοπούτες να θάψεις.
Είναι και τα ορφανά που άφησες πίσω σου. Τον γάτο σου τον Πόπη –ζει ακόμη αυτή η ψυχή;-, χιλιάδες άντρες-γυναίκες-παιδιά, τη δικιά σου Μήδεια, εκείνη την αγαπημένη σου Ελένη, την Ερατώ, το καημένο εκείνο πλάσμα τον Αρίστο, τον... την... Ω! Αμέτρητα είναι τα παιδιά σου...
Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω, τα λόγια δε βγαίνουν. Έτσι, θα πάρω απόψε, φίλη μου, το καράβι για το Ηράκλειο, την πόλη την αγαπημένη. Θα βρω κάποιους φίλους γκαρδιακούς, για λίγο να τα πούμε, να πιούμε στην υγειά σου μια ρακή, τα ωραία που περάσαμε μαζί να θυμηθούμε.
Και καθόλου να μην ανησυχείς. παλαιοπώλες αναμνήσεων δε θα γενούμε. Γιατί, κυρά καλή, μες στην ψυχή μας είσαι ζωντανή κι όσα ήσουνα εσύ και κείνα ζούνε!
Αλήθεια, Λιλή, τραγουδάτε τα ρεμπέτικά σας ακόμη πέρα κει με τον Τσιτσάνη;...

Περισσότερα στην ιστοσελίδα...

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Οι Σελίδες μου: Γαλάτεια Καζαντζάκη

«...Οι εκάστοτε θεοί δε γκρεμίζονται
για νάρθουν άλλοι καλύτεροι,
αλλά γιατί πια αυτοί πάληωσαν, τρίφτηκαν,
απόμειναν στημένες λεμονόκουπες.
Μ’ ένα λόγο δε θαυματουργούν πια.»


Προκλητική, πεισματάρα, επαναστάτρια, ελεύθερη, γυναίκα, Γαλάτεια!

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Είναι μια συγγραφέας, μια γυναίκα, που τόλμησε να πει και να κάνει πολλά σε καιρούς δύσκολους, ανάμεσα σε ανθρώπους συντηρητικούς. Με δυο λέξεις θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε σαν την Απόλυτη Γυναίκα. Μια γυναίκα που κατάφερε να επιβάλει τους δικούς της κανόνες μέσα σ’ ένα αντροκρατούμενο κόσμο, μέσα σε μια τυφλή κοινωνία. Μια γυναίκα που πολεμήθηκε πολύ, και που παρεξηγήθηκε πολύ, ακόμη κι από τις γυναίκες. Κι αυτό, επειδή τόλμησε να απομυθοποιήσει το Νίκο Καζαντζάκη, αλλά και να προκαλέσει τα ήθη της εποχής.

Ο απλός άνθρωπος, αυτός είναι ο ήρωας των έργων της Γαλάτειας, και όπως η ίδια υποστηρίζει: «Ο τεχνίτης, πρέπει να λέει με το έργο του κάθε στιγμή στο λαό του: Είμαι δικός σου. Σάρκα από τη σάρκα σου. Κι αν υπάρχει κάτι που με κάνει διαφορετικό είναι γιατί μπορώ να σου δώσω την αιωνιότητα. Να τραγουδήσω τις χαρές σου. Να φτερώσω τις ελπίδες σου. Να πω σ’ όλο τον κόσμο το μόχτο και τον αγώνα της ζωής σου». Η συγγραφέας μιλά στο λαό, γράφει για το λαό. Με τη γραφίδα της προσπαθεί να εξυψώσει τις γυναίκες, αλλά και να τιμήσει τους καλούς άντρες. Μπαίνει στο πετσί των ηρώων της, νιώθει τους πόνους και τις ανασφάλειές τους, τους δίνει κουράγιο, τους δικαιώνει, τους παρηγορεί. Τα λόγια της, απλά κι ανθρώπινα, αναβλύζουν μέσα από μια ζεστή ψυχή.

Περισσότερα στην ιστοσελίδα...