Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Πριν το ταξίδι



Τι είναι αυτό που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη;
Φταίει το ότι ψάχνουμε παρηγοριά στο οικείο ή κάτι άλλο πιο βαθύ;
Και πόσα αγαπημένα μέρη μπορεί να έχει κανείς;
Με ποιες αναμνήσεις είναι συνδεδεμένα;
Καθώς ετοιμάζομαι για ένα ακόμη ταξίδι, που προέκυψε σχεδόν από το πουθενά,
αυτές είναι οι σκέψεις που μου τριβελίζουν το μυαλό.
Σκέφτομαι. Και θυμάμαι.
Το πρώτο ταξίδι μου ταξίδι εκεί. Το 1990.
Το πρώτο ταξίδι που πραγματοποίησα μοναχός εκτός Κύπρου.
Και το δεύτερο το 1995, με παρέα αυτό.
Θυμάμαι ξενύχτια. Θυμάμαι νευράκια. Θυμάμαι μακρινές βόλτες.
Και παρτίδες σκάκι θυμάμαι.
Τις επισκέψεις στη μοναξιά του Καζαντζάκη.
Και μια συναυλία στον Κήπο.
Οι αναμνήσεις συγχέονται.
Ακολούθησαν κι άλλες επισκέψεις στο Ηράκλειο τα επόμενα πέντε χρόνια,
αλλά ήμουνα πια πάντα περαστικός, καθοδόν προς τα Χανιά,
μιαν από τις πόλεις που ερωτεύτηκα.
Τι θα μου φέρει άραγε το νέο ταξίδι;
Θα θυμηθώ τα σοκάκια, θ' αναγνωρίσω τους δρόμους από το παρελθόν;
Θα μου χαρίσει άραγε κάτι που τώρα μού λείπει ό,τι κι αν είναι αυτό;
Σε τρεις ημέρες θα πάρω τις πρώτες απαντήσεις.
Μέχρι τότε θα αναπολώ κάτι που λίγο πολύ μου ξεφεύγει.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Κέιτ Τέμπεστ - Το πρωί μετά από την πρεμιέρα



Ώστε αυτό ήταν όλο. Και τώρα τέλειωσε,
και τώρα ο καλλιτέχνης μπορεί να συνεχίσει το δρόμο του.
Πίσω του, ό,τι έχει επιτύχει
τον ακολουθεί σκυφτό. Σκυθρωπό, λυπημένο.

Τις περισσότερες μέρες δεν αντέχει τη δουλειά,
σα να τον φτύνει από κάθε μεριά.
Τις περισσότερες νύχτες, τον καθιστά μισότρελο
και μεταμορφώνει τη σάρκα του σε κρέας.

Μια νύχτα πρεμιέρας. Μια δημόσια έκθεση,
ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ένα ολοκληρωμένο ποίημα.
Σα να αποθέτει άρωμα στο δέρμα
όλου εκείνου του χάους που ζει μέσα του.

Οι ιδέες είναι τόσο τέλεια πράγματα.
Αλλά σύντομα, σαν αποκτούν ζωή
γίνονται έρποντα, ογκώδη, πομπώδη πράγματα
τόσο δύσκολα να διαχειριστούν.

Αυτό είναι όμως που τον κάνει να προσπαθεί˙
θα κοιτάζει μέχρι να μισοτυφλωθεί.
Είναι η αναζήτηση που τον καθορίζει,
όχι το πράγμα που προσπαθεί να βρει.

Αναζητεί ένα μυστικό στο
φως, τη βροχή, την τροχαία κίνηση.
Ένα πράγμα που τον κάνει λιγότερο μόνο.
Μια ξαφνική, κτηνώδη μαγεία˙
έναν άγγελο στο φαστφουτάδικο
που πλημμυρίζει τις φλέβες του με ήλιο.
Τις προτάσεις που λένε οι άγνωστοι.
Ένα παιδί που διασκεδάζει.

Το φως της μέρας σ' έναν άντρα που λαγοκοιμάται.
Μια υγρή κηλίδα στο ταβάνι.
Κάτι που μπορεί να του σφίξει τα χέρια
και να γεμίσει την ψυχή του με συναίσθημα.

Κι αξίζει όλη αυτή την αγωνία
η επιθυμία του να είναι κάτι παραπάνω
για εκείνη την άστατη έκσταση και μόνο
της γνώσης του γιατί υπάρχει.

Για τη φλεγόμενη γροθιά, απ' τον παράδεισο,
την αιώνια της στιγμής.
Όταν κάτι είναι καλό είναι πολύ καλό,
όλ' τ' άλλα είναι απλά εξιλέωση.

Σε δική μου, πρώτη, μετάφραση.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Η ιστορία μιας άλλης ιστορίας…

"Σ' αγαπώ απελπισμένα", κάποτε σου είχα πει, κι αυτές οι λέξεις με στοιχειώνουν ακόμη.

Ωστόσο δεν τις είπα σε κάποια γυναίκα, αλλά μέσα από τις σελίδες μια ιστορίας - μιας από εκείνες τις ιστορίες που δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ.

Αν δεν με απατά η μνήμη μου την ιστορία αυτή την είχα πρωτογράψει γύρω στο 2000. Τότε ήταν ένα απλό διήγημα. Ένα χρόνο αργότερα, και μετά τη γνωριμία μου με μια νεαρή ηθοποιό, που θα γινόταν διάσημη κάποια μέρα, τη μετέτρεψα σε μονόλογο, και τελικά το 2008, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου για λίγους μήνες στην Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης, σε νουβέλα.

Παρένθεση: η νουβέλα είναι το λογοτεχνικό είδος που μου ταιριάζει περισσότερο απ' το καθένα. Ουσιαστικά το πρώτο μου βιβλίο ήταν νουβέλα -το Λάθος Πάθος- όπως και ένα από τα πλέον αγαπημένα απ' αυτά που έχω γράψει - Η στιγμή. Κλείνει η παρένθεση.

Εκείνο που παρατηρώ καθώς ρίχνω, αραιά και που, ματιές στις πρώτες γραφές, είναι το πόσο διαφοροποιούνται τα κείμενα κι οι χαρακτήρες στο πέρασμα του χρόνου. Κάποιες νέες γνωριμίες φέρνουν νέα ζωή σ' αυτά. Και κάποιοι χαρακτήρες αλλάζουν, γίνονται πιο ώριμοι, πιο τρελοί, πιο επαναστάτες ή συντηρητικοί.

Κάτι που μου άρεσε να κάνω από πάντα, υποθέτω, ήταν το να ταξιδεύω τους ήρωές μου από τη μια στην άλλη ιστορία. Έτσι ο ήρωας αυτού του βιβλίου ταξιδεύει από τη Λευκωσία στα Χανιά, όπου γνωρίζει τους πρωταγωνιστές της Μίρας και αυτούς από τις Γυναίκες της Συγνώμης. Κάποιος άλλος, που είναι βασικός πρωταγωνιστής στο τελευταίο, γίνεται δευτερεύον ήρωας στο Αγγελική, το ημερολόγιο μιας πόρνης. Και όλοι αυτοί, σε κάποιο κείμενο που δεν έχει εκδοθεί ακόμη, θα συναντηθούν στην Αθήνα.

Τροχός είναι όντως η ζωή κι όλο γυρίζει. Κι αλλάζει. Και μας αλλάζει. Μα αφήνει πάντα πίσω του ένα καράβι από αναμνήσεις, γλυκές και πικρές, κι αφήνει πληγές και γιατρειές επίσης.

Οι βασικοί ήρωες του Σ' αγαπώ απελπισμένα είναι δύο άνθρωποι νέοι, πολύ διαφορετικοί ο ένας απ' τον άλλο, μα βαθιά ερωτευμένοι. Οι διαφορές τους είναι μεγάλες, μα τους ενώνουν. Στο τέλος όμως αποδεικνύονται τόσο βαθιές που τους οδηγούν σε διαφορετικά μονοπάτια. Ωστόσο, ως συνήθως, η μοίρα έχει τον τελευταίο λόγο, κι αυτής τα σχέδια δεν είναι και τόσο εύκολο να τα μαντέψει κανείς.

Θα βρουν την ευτυχία; Θα ανακαλύψουν τις αλήθειες τους; Θα…;

Το βιβλίο διατίθεται δωρεάν και μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ. Στις σελίδες του θα βρείτε όλες τις απαντήσεις. Η περίληψή του είναι εδώ.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Η κοντή καμηλοπάρδαλη



"Γιατί εγώ, ε; Γιατί εγώ; Γιατί να γεννηθώ τόσο κοντή;" Αυτή ήταν από πάντα η απορία μου και το παράπονό μου. Κι ήμουν θυμωμένη. Κι ήμουν μουτρωμένη. Καταλαβαίνετε το γιατί, έτσι;

Και να φανταστείτε ότι ήμουν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη όταν γεννήθηκα. Βγήκα, ζουμ, σαν βεγγαλικό απ' την κοιλιά της μάνας μου, έτοιμη να κατακτήσω τον κόσμο, μέχρι που την άκουσα να λέει: "Πολύ εύκολα βγήκε αυτό".

"Αυτό!" Αυτό νόμιζα ότι ήταν το όνομά μου, όμως εκείνη εννοούσε "αυτό το παιδί", το οποίο μόλις κοίταξε από εκεί ψηλά ψηλά ψηλάάάά και το είδε, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει.

Πέρασε λίγος καιρός μέχρι να καταλάβω το γιατί. Ήμουν πολύ κοντή, μόλις μισό μέτρο, ενώ τα άλλα νεογέννητα ήταν, δεν ξέρω πόσο μεγάλα ακριβώς, αλλά πολύ μεγάλα, ψηλά εννοώ - ίσως δύο μέτρα, ή εφτά.

Μου έδωσαν το όνομα Νάντι που σημαίνει γλυκιά, αλλά σύντομα αυτό ξεχάστηκε, αφού όλοι μ' αποκαλούσαν Κοντούλα.

Και με πείραζαν. "Πού είναι η κοντούλα;" ρωτούσαν δήθεν αθώα, κι ας ήμουν εκεί, μες στα πόδια τους.

"Θα σας δείξω μια μέρα εγώ", τους απειλούσα από μέσα μου, "θα σας δείξω ποια είμαι".

Το μόνο που δεν είναι και τόσο εύκολο να δείξεις στους άλλους ποια είσαι όταν είσαι τόσο κοντή. Κι είμαι και λεπτή από πάνω, σε σύγκριση μ' αυτούς, σαν κλαδάκι.

Το μισώ. Το γεγονός ότι, μήνες μετά από τη γέννησή μου, η μάνα μου εξακολουθεί να με φροντίζει - να με ταΐζει εννοώ. Είναι καλή η μάνα μου. Ψηλή. Όμορφη. Τρυφερή. Την ξεχωρίζω από τις βούλες -βούλες τις λένε αυτές;- στο δέρμα της. Όπως και τις άλλες καμηλοπαρδάλεις. Ίδιες μα διαφορετικές, όλες βουλωτές είμαστε.

Ρωτώ τη μάνα γιατί και μού λέει ότι αυτές -οι βούλες δηλαδή- μας προστατεύουν από την υπερβολική ζέστη. "Από τη βολική δεν μας προστατεύουν;" τη ρωτώ κι αυτή γελάει και μού λέει ότι είμαι κουτό.

"Θέλω δουλειά", της λέω αμέσως μετά κι αυτή το σκέφτεται για λίγο και μετά μού ανακοινώνει ότι από σήμερα θα κρατάω τσίλιες. Δηλαδή θα φυλάω τις άλλες καμηλοπαρδάλεις καθώς κοιμούνται, από τους εχθρούς μας.

(Παρένθεση: Γιατί μας λένε έτσι; Επειδή είμαστε πιο παρδαλές απ' τις καμήλες;)

Οι εχθροί μας είναι τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις (πιο παρδαλές απ' τα λιοντάρια), οι γατόπορδοι, ουπς, συγγνώμη, οι γατόπαρδοι εννοώ -τα πιο γρήγορα ζώα στη γη, σύμφωνα με τη μαμά- και οι τίγρεις. Ψέματα λέω, χιχι. Δεν έχει τίγρεις στην Αφρική.

Τέλος πάντων, ευτυχώς εμείς κοιμόμαστε λίγο, μόνο τέσσερις ώρες την ημέρα, κι αυτό σε δόσεις, οπότε οι βάρδιες μου δεν κρατάνε και πολύ. Βασικά ξοδεύουμε τον περισσότερό μας χρόνο τρώγοντας. Τρώμε και τρώμε. Καθαρίζουμε τα δέντρα απ' τα βάρη τους.

Δεν πίνουμε πολύ συχνά όμως. Νερό εννοώ. Αφού η φυλή μας είναι φυλή της ερήμου. Δηλαδή όταν δεν βρέχει ψάχνουμε το νερό απεγνωσμένα. Μα όταν το βρίσκουμε πίνουμε τόσο πολύ που μας κρατά για μήνες.

Αλλά αρκετά για μας. Από δω και μπρος θα μιλώ μόνο για μένα, αφού έτσι κι αλλιώς εγώ είμαι η ηρωίδα αυτής της ιστορίας.

Εγώ, λοιπόν, τώρα φυλώ σκοπιά κάθε μέρα. Επιτέλους είμαι χρήσιμη. Στέκομαι με γυρισμένη την πλάτη σε τρεις άλλους συναδέλφους και μαζί παρατηρούμε με άγρυπνο μάτι τις τέσσερις γραμμές των οριζόντων. Αυτοί κοιτούν από ψηλά, εγώ από χαμηλά, αλλά…

Αλλά εγώ μπορώ και κοιτώ πιο μακριά. Το ανακάλυψα τις προάλλες. Είδα ένα ελέφαντα που ήταν τόσο μακριά, μα τόσο μακριά, που οι άλλοι δεν τον έβλεπαν. Τους τον έδειξα μα δεν τον έβλεπαν. "Μη λες βλακείες, κοντούλα", διέταξε ο αρχιφύλακας κι εγώ σιώπησα. Κι είπα πάλι από μέσα μου: "Θα σας δείξω εγώ".

Δεν νομίζω να τους τρόμαζε η σιωπή μου αφού αυτοί ήταν τόσο μεγάλοι που ζύγιζαν ίσα μ' ένα τόνο, ενώ εγώ ζύγιζα όσο ένας τόνος… στο κουτί.

Ο χρόνος κυλούσε και κυλά αργά εδώ - σαν χελώνα που δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Κι εγώ πού και πού βαριέμαι. Έτσι αναλαμβάνω όλο και περισσότερες σκοπιές. Όταν δεν τρώω και δεν κοιμάμαι σκοπεύω, μα δεν μεγαλώνω. Ουφ.

Σήμερα, μετά από μέρες και μέρες περιπλάνησης στην έρημο βρήκαμε νερό. Αλλά οι ελέφαντες το βρήκαν πρώτοι. Καθίσαμε και τους περιμέναμε να φύγουν. Τους φοβόμαστε, αφού μπορεί να είμαστε πιο ψηλές (εκτός από μένα φυσικά), αλλά είναι πιο δυνατοί. Είναι δυνατοί σαν… ελέφαντες.

Μόλις ξεδίψασαν και άρχισαν σιγά-σιγά να φεύγουν τρέξαμε στην πηγή, αλλά…

Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα μια κίνηση. Κάτι υπήρχε πίσω από κάποιους θάμνους, ήμουνα σίγουρη. Το είπα στους άλλους, αλλά εκείνοι είχαν ήδη πέσει με τα μούτρα στο νερό και δεν μου έδιναν σημασία. Ακόμη κι η μαμά δεν με πίστεψε.

Αλλά εγώ επέμενα. Τους φώναζα. Τους κουτουλούσα. Μα φωνές και κουτουλιές πήγαιναν χαμένες. Μέχρι που είδα κάτι. Και σκέφτηκα κάτι.

"Δέστε τη σκόνη", τους είπα. Πρώτα η μαμά και μετά κάποιοι άλλοι γύρισαν προς το μέρος που τους έδειχνα. Είδαν την σκόνη. Άρχισαν να με πιστεύουν. Τους έδειξα και μια ουρά λιονταριού, που μόλις και φαίνονταν πίσω από 'να θάμνο και τότε, από φύγει φύγει.

Τους έσωσα. Όλους τους έσωσα. Τη φυλή μου. Κι από εκείνη τη στιγμή έπαψαν να με αποκαλούν Κοντούλα. Τώρα με λένε Αετομάτισσα και κάποιοι λίγοι Ηρωίδα.

Κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενη γι' αυτό, αφού τελικά, ό,τι και να λένε οι άλλοι, το μέγεθος δεν μετράει. Εκείνα που μετράνε είναι το πείσμα κι η ψυχή. Α, και το φαΐ. Πείνασα πάλι.

υ.γ. Η ιδέα γι' αυτή την ιστορία μού ήρθε καθώς παρακολουθούσα ένα ντοκιμαντέρ τις προάλλες. Μα μετά σκέφτηκα: Είναι δυνατόν να μην την είχε κανείς άλλος μέχρι τώρα; Το έψαξα το θέμα και βρήκα ένα σχετικό παιδικό βιβλίο στα αγγλικά, αλλά η ιστορία του ήταν πολύ διαφορετική απ' αυτήν που σκέφτηκα οπότε προχώρησα και την έγραψα.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.
 

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Ο δράκος του φθινοπώρου



ΜΕΡΟΣ Α'

"Τι καιροί κι αυτοί", λένε όλο θαυμασμό και πίκρα οι γέροι, "Τι καιροί κι αυτοί!"

Δεν τους αρέσουν οι καιροί μας. "Παλιά υπήρχαν εποχές. Τώρα δεν υπάρχουν. Τώρα είναι πάντα καλοκαίρι", λένε.

Πριν χρόνια πολλά υπήρχαν κι άλλες εποχές. Ο χειμώνας, ο καιρός των βροχών και του χιονιού, που πότιζαν γενναιόδωρα όλη την πλάση. Η άνοιξη, που χορτασμένη από νερό έκανε ολοπράσινη τη γη και χάριζε ανθούς σε φυτά και δέντρα. Και το φθινόπωρο, που ερχόταν για να φέρει λίγη δροσιά μετά τη ζέστη του καλοκαιριού και φρούτα, πολλά φρούτα.

Τα παιδιά ακούνε τις ιστορίες των παλιών και λίγο λυπούνται και λίγο ζηλεύουν, αφού τώρα πια όλα είναι μονότονα. Τα χρώματα είναι λιγοστά: το καφέ της άμμου, το γκρίζο της θάλασσας, που κοχλάζει ασταμάτητα κάτω από τον ήλιο, και το λευκό του ουρανού, που στο παρελθόν ήταν γαλάζιο. Ακόμη και οι αυγές και τα ηλιοβασιλέματα είναι μουντά, λυπημένα.

Δεν είναι καθόλου παράξενο λοιπόν που όλοι, μα όλοι, μικροί και μεγάλοι, παίρνουν τη μεγαλύτερη χαρά όταν φθάνει η νύχτα, με το μαύρο χρώμα και τ' αστέρια της, για να μας υπενθυμίσει ότι υπάρχει μια διαφορετική ζωή εκεί έξω.

Τα παιδιά ήμαστε λίγα, αφού δεν έχουν πια το κουράγιο να φτιάχνουν οικογένειες οι άνθρωποι. Κάθε μέρα δίνουμε μάχη για ένα κανάτι νερό, για λίγο φαγητό. Και τρώμε τα πάντα.

Παλιά υπήρχε αφθονία, μας λένε οι παλιοί, χιλιάδες φρούτα, πολλή νερό, αμέτρητα φαγητά, αλλά σιγά-σιγά καταστρέψαμε τη γη και τώρα…

Μα δεν το βάζουμε κάτω, όχι όλοι μας. Εμείς που δε γνωρίσαμε ποτέ τις καλές εκείνες ημέρες πιστεύουμε ότι κάτι κάποτε θ' αλλάξει, κι όλα θα γίνουν πιο καλά. "Η παιδική αθωότητα", ψιθυρίζουν οι μεγάλοι, "αν χαθεί κι αυτή, χαθήκαμε".

Δεν ήμαστε αθώοι. Θέλουμε να ζήσουμε, και γι' αυτό κάποιοι μας κοροϊδεύουν. Να, εμένα με βάφτισαν έτσι για πλάκα Ελπιδοφόρο, αν και το όνομά μου είναι Μόνγκο, και τη φίλη μου την Νούι τη βάφτισαν Ευχή, αλλά αυτά δεν είναι και τόσο άσκημα παρατσούκλια άμα σκεφτείτε ότι τον καημένο τον Γιάννη τον φωνάζουν Ελπινίκη.

Προσπαθώ να μη γελάσω όταν ακούω τα νέα μας ονόματα, αλλά πολλές φορές δεν τα καταφέρνω. Ούτε κι ο Γιάννης. Μα η Νούι παραπονιέται, "έπρεπε να με βγάλουν Ηρακλή", λέει αφού είναι η πιο γρήγορη και πιο δυνατή απ' όλους. Το Αθηνά μάλλον της πάει περισσότερο, αφού είναι σοφή επίσης - δεν μας αφήνει να κάνουμε βλακείες.

Δεν έχουμε να κάνουμε πολλά πράγματα οι τρεις μας, όπως και όλοι οι άλλοι άλλωστε. Κάθε μέρα ψάχνουμε νερό και φαγητό, κάθε νύχτα ξαπλώνουμε στη ραγισμένη γη και κοιτούμε τ' άστρα κι ακούμε τη θάλασσα.

Πού και πού βλέπουμε κάποιο πουλί να πετά εκεί ψηλά, αλλά αυτό συμβαίνει όλο και πιο σπάνια, αφού ούτε και γι' αυτά δεν φαίνεται να υπάρχει μέλλον.

Η ζωή μας είναι πληκτική. Πληκτικήήή. Όλοι βαριούνται. Ίσως επειδή δεν έχουν πια τη δύναμη του να κάνουν κάτι. Μόνο η Ευχή δεν μοιάζει να βαριέται, αφού έτσι είναι φτιαγμένη, και ίσως λίγο εγώ - λίγο, αφού βαριέμαι αλλά όχι όσο οι άλλοι.

Εμένα μου αρέσει να κάθομαι μέσα στην καλύβα μας -εγκαταλείψαμε τα σπίτια και τις πολυκατοικίες εδώ και χρόνια, αφού χωρίς νερό και ηλεκτρισμό ήταν αχρείαστα- και να διαβάζω. Το μόνο πράγμα που έφεραν εδώ εκτός από τα αναγκαία οι γονείς μου ήταν τα βιβλία. Πολλά βιβλία. Διαβάζω. Και μαθαίνω πράγματα. Και τα λέω στον Ελπινίκη, που κάθεται πάντα σε μια γωνιά και με παρακολουθεί. Δεν τα λέω στην Ευχή. Αυτή την ενδιαφέρει μόνο το σήμερα, όχι το χθες.

"Ξέρεις ότι άλλοτε υπήρχαν κάτι τεράστια ζώα που τα έλεγαν δεινόσαυρους;" τον ρωτώ, αν και ξέρω την απάντηση, Όχι. Αλλά με ρωτά πόσο μεγάλα ήταν; "Ίσα με δέκα ανθρώπους… στο περίπου". Πω πω. "Και υπήρχαν και δράκοι. Ξέρεις γι' αυτούς;" Μόνο για γάτες, ποντίκια και σκυλιά ξέρει ο καημένος. Α, και για τα πουλιά. Όχι πολλά.

Οι δράκοι, όπως διαβάζω, ήταν τόσο μεγάλοι όσο οι δεινόσαυροι. Το μόνο που αυτοί πετούσαν κι έβγαζαν από το στόμα τους φωτιά και υπήρχαν λέει κάποιοι που τους καβαλούσαν. Ενώ τους δεινόσαυρους δεν τους καβάλησε κανείς. Θέλω να δω δράκους και δεινόσαυρους, και λιοντάρια, και τίγρεις, και ελέφαντες, και τσίτες, και καμηλοπαρδάλεις, και καγκουρό από κοντά, αλλά δεν μπορώ αφού δεν υπάρχουν πια.

"Τι κρίμα", λέω. "Τι κρίμα" λέει κι ο Ελπινίκης.

Σήμερα καθώς καθόμασταν και κοιτούσαμε τις εικόνες μ' αυτά τα καταπληκτικά ζώα είδαμε με μεγάάάλη μας έκπληξη την Ευχή να μπαίνει στην καλύβα και να κάθεται κατάχαμα σταυροπόδι. Τι να σκεφτόταν άραγε; Τη ρωτήσαμε.

"Είδα κάτι στο δάσος", απάντησε, "αλλά δεν ξέρω τι;"

Το δάσος είναι μια τεράστια έκταση με ξερά δέντρα, τα οποία όλο και λιγοστεύουν, αφού χρησιμοποιούμε την ξυλεία τους τόσο για να ζεστάνουμε το λιγοστό φαγητό μας, αλλά και για να σκοτώσουμε τα μικρόβια ζεσταίνοντας το μολυσμένο μας νερό.

"Πώς έμοιαζε;"
"Δεν είδα ακριβώς. Το χρώμα του ήταν πράσινο νομίζω. Και μου φάνηκε ότι είδα και καπνό κάπου εκεί τριγύρω, αλλά μέχρι να βρω το θάρρος να το πλησιάσω εξαφανίστηκε. Τι να ήταν άραγε;"
"Πράσινο; Είδες πράσινο στ' αλήθεια; Πώς ήταν;"
"Δεν μπορώ… Δεν έχω λόγια…"
"Όπως στα βιβλία;"
"Όχι. Ήταν πιο… πιο όμορφο… Πρέπει να το ξαναδώ. Πρέπει".
"Μα δεν ξέρεις τι είναι. Ίσως να είναι επικίνδυνο".
"Ε, και;"
"Θα έρθουμε μαζί σου".
"Μα εγώ…" πήγε να πει ο Ελπινίκης μα τον διέκοψα.
"Ελπινίκη, θα πάμε μαζί της".
"Καλά", απάντησε και έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος.

Σήμερα κινήσαμε πρωί πρωί για τον προορισμό μας. Δεν είπαμε τίποτα στους γονείς μας, αφού αν μάθαιναν για την αποστολή μας σίγουρα δεν θα μας άφηναν να πάμε.

Μπροστά πηγαίνει η Ευχή, στη μέση είναι ο Ελπινίκης και τελευταίος εγώ. Για να φυλάω τα νώτα τους φυσικά.

Η Ευχή που ξέρει απέξω κι ανακατωτά το δάσος, μας είπε πριν λίγο ότι μάλλον πρέπει να περπατήσουμε μέχρι το βουνό για να βρούμε αυτό που ψάχνουμε, αφού η περιοχή γύρω από αυτό είναι ανεξερεύνητη εδώ και χρόνια.

Το βουνό δεν είναι ακριβώς βουνό, αλλά ένας τεράστιος βράχος, τον οποίο πάντα βλέπαμε, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να πλησιάσει, αφού σύμφωνα μ' ένα θρύλο στις σπηλιές του ζούσαν τέρατα. Δεν ξέρω αν ζούσαν και σημεία, αφού παλιά τα σημεία και τα τέρατα πήγαιναν πάντα μαζί, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το ότι όταν το έμαθε ο Ελπινίκης λίγο έλειψε να γεμίσει τα βρακιά του με… μοσχοβολιές. Αλλά δεν το έβαλε στα πόδια. Έκανε την καρδιά του πέτρα, ή έστω πετραδάκι, και μας ακολούθησε.

Μου αρέσει εδώ στο δάσος, αφού νιώθω σαν να είμαι σ' ένα μέρος που είναι ζωντανό, κι ας όλα γύρω μας είναι ξερά και καμένα.

Όπως και νάχει, όσο πλησιάζουμε προς τον βράχο τόσο και ρίχνει ταχύτητα η Ευχή, δηλαδή κινείται πιο αργά, πιο προσεκτικά. Λες να φοβάται; αναρωτιέμαι για μια στιγμή, αλλά όχι, αυτό είναι αδύνατον, αυτή δεν φοβάται τίποτα και κανένα. Αλλά ξαφνικά…

"Μείνετε ακίνητοι και μη βγάλετε τσιμουδιά", γυρίζει και μας λέει χαμηλόφωνα. Της νεύουμε εντάξει με το κεφάλι.

Μένει κι εκείνη ακίνητη. Έχει στραμμένη όλη της την προσοχή προς το βουνό, που τώρα είναι πια πολύ κοντά. Λες και βλέπει και ακούει κάτι που εμείς δεν μπορούμε. Και όντως έτσι είναι. Στρέφεται προς το μέρος μας και μετά μας δείχνει με το δείκτη του αριστερού χεριού, μια σπηλιά κοντά στην κορυφή του βουνού.

Κοιτάμε και κοιτάμε και κοιτάμε και στο τέλος βλέπουμε αυτό που είδε από ώρα αυτή: λίγο καπνό να βγαίνει κατά διαστήματα απ' το σημείο εκείνο.

"Πάμε" μας λέει και την ακολουθούμε αδιαμαρτύρητα, αλλά ο Ελπινίκης αρχίζει να τρετρετρέμει απ' το φόβο του. Κι εγώ φοβάμαι μα δεν το δείχνω αφού θέλω ν' αποδείξω στην Ευχή ότι είμαι γενναίος.

Φτάνουμε στη βάση του βουνού και αμέσως βρίσκουμε ένα μονοπάτι το οποίο αρχίζουμε να σκαρφαλώνουμε. Είναι ανηφορικό πολύ και φαίνεται να κάνει τη γύρα του βουνού. Και μοιάζει ατέλειωτο. Περπατάμε και περπατάμε μα ποτέ δεν φτάνουμε. Αλλά αυτό ίσως και να μην είναι και τόσο κακό, αφού ποιος ξέρει τι μας περιμένει στο τέλος.

"Μην κοιτάτε προς τα κάτω", μας διατάζει σε κάποια φάση εκείνη, κι αφού το έχει κάνει η ίδια. Δεν μπορούμε παρά να υπακούσουμε, αφού είναι αυτή που είναι, κι έχει πάντα δίκιο. Έτσι συνεχίζουμε να σκαρφαλώνουμε και να σκαρφαλώνουμε μέχρι που…

"Ταρακουνιέται η γη", ξεφωνίζει τρομαγμένος ο Ελπινίκης. Δίκιο έχει. Το νιώθω κι εγώ, κι ας μην τολμώ να ξεφωνίσω.
"Α, μπα. Το βουνό είναι που ταρακουνιέται", λέει ατάραχα η Ευχή κι αρχίζει να περπατά και πάλι. Θέλοντας και μη την ακολουθούμε.

Οι δονήσεις σταματάνε με το που φτάνουμε στην είσοδο της σπηλιάς. Εκείνη ρίχνει μια ματιά μέσα κι εμείς κοιτάμε όσο πιο ατρόμητα μπορούμε την πλάτη της.

"Δεν έχει τίποτα εδώ", λέει και ορμά στο πι και φι μέσα, προσπαθώντας προφανώς να μας δείξει ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβούμαστε. Κοντοστεκόμαστε για καμπόση ώρα εκεί ελπίζοντας ότι θα γυρίσει πίσω, μα σαν δεν το κάνει το παίρνουμε απόφαση κι ακολουθούμε τα βήματά της.

"Φο…ο…ο…βάμαι", ψιθυρίζει ο Ελπινίκης.
"Κι εγώ το ίδιο", το ομολογώ.

Η σπηλιά είναι καλά φωτισμένη, αφού υπάρχουν πολλές σχισμές στην οροφή της, που αφήνουν να μπει μέσα το φως του ήλιου. Αλλά έχει και πολλά μονοπάτια και, για λίγες στιγμές, στεκόμαστε ακίνητοι στη μέση του πουθενά προσπαθώντας ν' αποφασίσουμε πιο απ' όλα ν' ακολουθήσουμε. Μέχρι που ακούμε κάτι, ένα θόρυβο πρωτάκουστο, μια εκκωφαντική ανάσα.

Νιώθω το χέρι του Ελπινίκη ν' αρπάζει και να σφίγγει το δικό μου. Μας λούζει κρύος ιδρώτας. Αλλά, σαν υπνωτισμένοι, ακολουθούμε το μονοπάτι που αργά ή γρήγορα θα μας οδηγήσει στην πηγή εκείνου του ήχου, και πολύ πιθανόν και στην Ευχή.

Όσο προχωρούμε στην κοιλιά της σπηλιάς τόσο το φως λιγοστεύει. Οι τοίχοι μοιάζουν να προσπαθούν να μας παγιδέψουν μέσα τους. Αλλά εκτός από το φόβο μία ακόμη αίσθηση μας κυριεύει, την οποία δεν μπορούμε να περιγράψουμε. Μας τυλίγει το απόλυτο σκοτάδι για μια στιγμή που μας φαίνεται ότι κρατά για χρόνια, αλλά λίγο προτού μας τυλίξει εντελώς στα πλοκάμια του ο φόβος αντικρίζουμε και πάλι φως. Φως! Όλο και περισσότερο φως.

Τώρα περπατάμε βιαστικά, σχεδόν τρέχουμε για να φτάσουμε. Πού; Δεν ξέρουμε.

"Εδώ είμαι", ακούμε τη φωνή της Ευχής από κάπου εκεί κοντά και καθώς στρίβουμε προς τα δεξιά, απ' όπου αυτή φτάνει, τη βλέπουμε. Βλέπουμε αυτή και…

Και ένα δράκο!

Κανονικά αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να τα έχουμε κάνει πάνω μας, αλλά καθώς τη βλέπουμε εκείνη να στέκεται ατάραχη δίπλα του και μια να κοιτά αυτόν μια εμάς, ο φόβος μας εγκαταλείπει. Πλησιάζουμε. Στεκόμαστε δίπλα της. Και εκεί μας περιμένει άλλη μια έκπληξη, αφού τώρα στ' αυτιά μας φτάνουν ήχοι από νερό, τρεχούμενο νερό.

Ένα μικρό ρυάκι διασχίζει εκείνο το κομμάτι της σπηλιάς, δίπλα απ' το θηρίο. Ένα ρυάκι γεμάτο ζωή.

Όσο για το θηρίο το ίδιο, δεν είναι τόσο τρομακτικό όσο το περίμενα. Δεν είναι καν τέρας. Ούτε σημείο. Είναι… είναι… Απλά δράκος. Τεράστιος. Πράσινος όσο… όσο πάει. Τα μάτια του είναι καστανά και τόόόσο μεγάλα. Παραμένει ξαπλωμένος στην κοιλιά του ακίνητος, μας παρατηρεί. Κανείς δεν μιλάει. Λες και συμφωνήσαμε σιωπηλά να το κάνουμε αυτό. Μα μετά…

"Τι κάνετε εδώ;" ακούω μια γαλήνια φωνή να ρωτάει. Μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Γυρνώ προς τους άλλους. Ναι, είμαι σίγουρος, την άκουσαν κι αυτοί.
"Ήρθαμε για να σε βρούμε", δηλώνει η Ευχή. Τι στην ευχή λέει;
"Γιατί;"
"Για να σε βοηθήσουμε και να μας βοηθήσεις", απαντάει.
"Να με βοηθήσετε πώς;"
"Μπορούμε να σου φέρουμε φαγητό. Ή μάλλον να σου φέρνουμε, με δόσεις, αφού δεν υπάρχει αρκετό πια στη γη μας. Κι εσύ μπορείς να μας βοηθήσεις επιτρέποντάς μας να παίρνουμε λίγο απ' το νερό σου. Το δικό μας δεν είναι καλό".
"Και ποιος σας είπε ότι χρειάζομαι τη βοήθειά σας".
"Τα μάτια μου", απαντάει. "Ναι. Είσαι μεγάλος. Αλλά είσαι αδύνατος. Πιο αδύνατος ακόμη κι από μας. Μπορώ να δω τα κόκκαλά σου που προεξέχουν απ' την πείνα. Ή έχεις να φας καιρό ή…"
"Κοιμόμουνα. Δεν ξέρω για πόσους αιώνες. Όταν κοιμήθηκα ήταν πράσινη η γη. Όταν ξύπνησα γκρίζα. Τι συνέβη;"
"Την καταστρέψαμε".
"Φυσικά. Τι άλλο θα κάνατε εσείς οι άνθρωποι!"
"Λοιπόν;"
"Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να μου βρεις αρκετό φαγητό; Εγώ είμαι πολύ αδύνατος ακόμη για να ψάξω. Χθες βγήκα για πρώτη φορά απ' τη σπηλιά μου κι είδα κι έπαθα μέχρι να καταφέρω να γυρίσω πίσω".
"Θα κάνουμε ότι μπορούμε. Υποθέτω ότι τρως τα πάντα, όπως κι εμείς τώρα πια άλλωστε".
"Σωστά υποθέτεις".
"Ωραία θα επιστρέψουμε αύριο με ό,τι μπορέσουμε να βρούμε, αλλά…"
"Πάρτε όσο νερό μπορείτε να κουβαλήσετε. Αυτή η πηγή ποτέ δε στερεύει".

Σαν τραγούδι ακούγονται τα λόγια του στ' αυτιά μας. Νερό. Φρέσκο νερό. Θα πιούμε και θα κουβαλήσουμε στον οικισμό μας φρέσκο νερό! Δεν ξέρω πώς κρατιόμαστε και δεν αρχίζουμε να χορεύουμε ή έστω να χοροπηδούμε απ' τη χαρά μας.

Ευχαριστούμε το δράκο για τη γενναιοδωρία του και φεύγουμε. Κανείς μας δεν μιλάει μέχρι που βγαίνουμε ξανά στου ήλιου το ανελέητο φως. Τότε ακριβώς γυρνάει η Ευχή και μας λέει: "Δεν θα πείτε σε κανένα τίποτα γι' αυτά που είδατε".

Αν είχε σύννεφα θα πέφταμε απ' αυτά. Αν υπήρχαν κεραυνοί θα μας κτυπούσαν. Τι εννοεί, ε; Τι εννοεί; Γιατί να μην το πούμε; Γιατί να μην γίνουμε ήρωες στα μάτια των άλλων; Ε; γιατί;

"Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει, πριν αρχίσετε να με ρωτάτε το γιατί. Πώς καταστράφηκε αυτή η γη; Ποιοι την κατάστρεψαν ή μάλλον τι την κατάστρεψε;"

Σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε. Ξέρουμε την απάντηση αλλά… Αλλά…

"Η απληστία!" πετάγεται ο Ελπινίκης και λέει. Φτου, με πρόλαβε.
"Ακριβώς. Η απληστία", φωνάζει σχεδόν η Ευχή, που ναι, μάλλον τελικά Αθηνά, έπρεπε να την ελέγαν. "Οι άνθρωποι ήθελαν όλο και πιο πολλά. Κι έπαιρναν, κι έπαιρναν, κι έπαιρναν από τη γη, μέχρι που αυτή δεν είχε τίποτ' άλλο να δώσει και να πώς φτάσαμε ως εδώ. Τι νομίζετε ότι θα συμβεί αν πούμε στους άλλους για το δράκο και το νερό; Θα σας πω εγώ τι θα συμβεί. Θα σκοτώσουν το δράκο και θα πάρουν το νερό με το έτσι θέλω. Κι οι δυνατοί θ' αρχίζουν να επιβάλλονται στους αδύνατους και πάλι. Ενώ τώρα, παρά τους τσακωμούς, τη γκρίνια και τη σχετική πείνα, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσκημα".
"Μα πού θα βρούμε αρκετό φαγητό για να…"
"Θα βρούμε. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ψάξουμε. Ζωύφια, σκουλήκια, ό,τι υπάρχει. Μπορούμε να εξερευνήσουμε και την άλλη πλευρά του βουνού. Κανείς δεν πήγε ποτέ εκεί. Ίσως να υπάρχει κάτι…"
"Συμφωνώ απόλυτα", λέει ο Ελπινίκης. Φτου, πάλι με πρόλαβε.
"Και το νερό;" ρωτώ εγώ.
"Όσο μπορούμε να φέρνουμε κρυφά θα το δίνουμε στους άρρωστους, τα άλλα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Φυσικά πάντα όταν έχουμε βάρδια. Ώστε να μην κινήσουμε υποψίες".

Είμαι έτοιμος να πω πάλι "Μα…" δεν ξέρω τι, αλλά βγάζω το σκασμό αφού, όπως είπα και πριν, αυτή έχει πάντα δίκιο. Εξάλλου, όντως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε τις βάρδιες μας, όπου δεν έχουμε να κάνουμε τίποτ' άλλο πέρα από το να κρατάμε τσίλιες γύρω απ' τον οικισμό, να κάνουμε παρέα στους ηλικιωμένους ή να νταντεύουμε τα μικρότερα παιδιά, για να μοιραζόμαστε με τους άλλους του δράκου το δώρο.

Νιώθουμε το βουνό να ταρακουνιέται ξανά, μα αυτή τη φορά είμαστε προετοιμασμένοι και βάζουμε τα γέλια. Και μετά πίνουμε από λίγο νερό και… Γουάο. Απίστευτο. Δεν ξέρω τι να πω. Πρώτη μου φορά δοκίμασα κάτι τόσο γλυκό, γεύτηκα κάτι τόσο… τόσο… Πάλι έχασα τις λέξεις. Γυρνώ το βλέμμα προς τους φίλους μου. Τα πρόσωπά τους λάμπουν από χαρά.

ΜΕΡΟΣ Β'

Η συμφωνία μας με τον δράκο μας έκανε πολύ-πολύ ευτυχισμένους, αν και προσπαθούσαμε να μη το δείχνουμε, αφού όλοι οι άλλοι, από τον καιρό που τους θυμόμαστε ήταν πολύ-πολύ δυστυχισμένοι.

"Όχι. Λάθος κάνεις", λέει ο Ελπινίκης καθώς διαβάζει αυτά που γράφω στο κρυφό μου ημερολόγιο, που γι' αυτόν και την Νούι-Ευχή-Ηρακλή-Αθηνά δεν είναι καθόλου κρυφό. "Δεν είναι δυστυχισμένοι. Αδιάφοροι είναι. Παραδομένοι στη μοίρα τους. Αν και αυτό τώρα τελευταία φαίνεται ν' αλλάζει".

Δίκιο έχει ο φίλος μου. Ναι, έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Αλλά όχι όλοι. Μόνο αυτοί με τους οποίους μοιραζόμαστε στα κρυφά το νερό μας. Τα μικρά παιδιά γίνονται όλο και πιο ζωηρά, πιο περίεργα. Οι άρρωστοι μοιάζουν να ξεπερνούν σιγά-σιγά τις αρρώστιες τους. Και οι γέροι… ξανανιώνουν; Όχι. Απλά…

"Γίνονται πιο δυνατοί ή ανακτούν τις χαμένες τους δυνάμεις".

Νάτον πάλι μες στη μέση αυτόν. Ούτε και μες στο ίδιο μου το ημερολόγιο δε μ' αφήνει στην ησυχία μου. Θέλω να του πει να βγάλει το σκασμό ή να βάλει φίμωτρο ή να μου αδειάσει τη γωνιά ή να πάει να κουρευτεί ή να… Τι έλεγα; Α, ναι. Τέλος πάντων, θυμώνω επειδή έχει δίκιο. Όντως οι ηλικιωμένοι δείχνουν πιο δυνατοί.

"Παράξενο, ε;"
"Τι είναι παράξενο, Ελπινίκη;"
"Το πώς το νερό κάνει θαύματα!"
"Αξιοθαύμαστο είναι, χιχι".

Από τότε που κλείσαμε τη συμφωνία μας με το δράκο τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο. Για όλους. Από τη μια βοηθάμε τους εαυτούς μας και τους άλλους με το θαυματουργό νερό, κι από την άλλη προσφέρουμε τροφή στον Γαία, αυτό είναι το όνομα του δράκου, κάτι που μας οδηγεί σε όλο και νέες εξερευνήσεις κι ανακαλύψεις.

Για πρώτη φορά, την περασμένη βδομάδα, ταξιδέψαμε πέρα απ' το βουνό. Και για πρώτη φορά είδαμε απομεινάρια από κάποιες άλλες εποχές, από φυτά και δέντρα που δεν αντικρίσαμε ποτέ στην ερημική μας παραλία. Κι ανακαλύψαμε νέα σκουλήκια, νέες ρίζες που εξακολουθούν παρόλη τη ζέστη να έχουν ζωή και άλλα πολλά. Ερειπωμένα κτήρια, παρατημένα οχήματα, εικόνες από το παρελθόν. Αλλά δεν λέμε τίποτα στους άλλους, αφού ακόμη δεν τους εμπιστευόμαστε. Μοιραζόμαστε τα αγαθά που βρίσκουμε, αλλά όχι τις γνώσεις μας.

Μπαίνει στην καλύβα η Ευχή και κάθεται σε μια γωνιά σκεφτική. Και αμέσως σκέφτομαι: "Ωχ, κάτι δεν πάει καλά". Και έχω δίκιο. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ και μέρες, αλλά εγώ, γνωστός ηλίθιος, δεν το πρόσεξα.

"Το νερό της Γαιοπηγής όλο και λιγοστεύει", λέει.

Κλείνω τα μάτια. Σκέφτομαι την τελευταία μας επίσκεψη εκεί μόλις χθες. Ο Γαίας να ξαπλώνει ως συνήθως και να μας μιλά με την σκέψη και να μας λέει ιστορίες από τα παλιά καλά χρόνια. Και το νερό δίπλα του να κυλά. Γάργαρο, μα, αργό! Ανοίγω τα μάτια. Κοιτώ τους άλλους. Ο Ελπινίκης μοιάζει να έχει χάσει τη ελπίδα. Η Ευχή παραμένει σκεφτική. Προσπαθώ να τους δώσω κουράγιο.

"Μα δεν είπε ο Γαίας ότι η πηγή δεν στερεύει ποτέ;"
"Μάλλον κάνει λάθος", απαντάει η Ευχή. "Εξάλλου κοιμόταν για αιώνες οπότε…"
"Καταλαβαίνω. Και τώρα τι κάνουμε;"
"Τι μπορούμε να κάνουμε; Τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς. Ας πάμε να τον επισκεφθούμε και να του μιλήσουμε για τους φόβους μας".

Εγώ κι ο Ελπινίκης πεταγόμαστε πάνω λες και μας έχουν δώσει διαταγή και η Ευχή θέλοντας και μη γελάει για λίγο. Πολύ λίγο.

Φεύγουμε αμέσως για το βουνό, αλλά θα πάμε εκεί αφού περάσουμε από τη βάση μας, η οποία δεν είναι παρά μια μικρή σπηλιά στην οποία, από τότε που άρχισαν οι εξερευνήσεις μας, αποθηκεύουμε κάποια πράγματα απ' αυτά που βρίσκουμε. Μικρά αντικείμενα, όσα τρόφιμα μας περισσεύουν και διάφορα άλλα που βαριέμαι ν' αναφέρω τώρα αφού, ως γνωστό, εκτός από ηλίθιος είμαι και τεμπέλης.

Η σπηλιά μας βρίσκεται στην πίσω μεριά του βουνού, αλλά όχι και πολύ μακριά από τη σπηλιά του δράκου και είναι πολύ-πολύ σκοτεινή, αφού δεν μπαίνει μέσα ο ήλιος. Είναι επίσης όμως πολύ δροσερή, οπότε… Δεν θα σας πω τα υπόλοιπα. Τέλος πάντων, θα περάσουμε από εκεί για να πάρουμε την ημερήσια μερίδα φαγητού για τον Γαία.

Όταν φτάνουμε στη σπηλιά του τα μάτια του είναι κλειστά, μοιάζει να κοιμάται. Μα μόλις πλησιάζουμε τα ανοίγει και μας κοιτά μ' εκείνα τα τεράστια μάτια που μοιάζουν να βλέπουν τα πάντα, ακόμη κι αυτά που δεν φαίνονται.

"Το καταλάβατε, ε;"

Τι καταλάβαμε; Μα τι λέει ο άνθρωπος; Ουπς, ο δράκος εννοώ. Τι καταλάβαμε;

"Το νερό λιγοστεύει".
"Ναι. Το καταλάβαμε", λέει η Ευχή, η οποία φαίνεται να έχει πιο στενή σχέση μαζί του απ' ό,τι εμείς. "Και τώρα;"
"Και τώρα τι;" τον ακούμε στην σκέψη μας.
"Και τώρα τι θα κάνουμε;" συνεχίζει εκείνη. "Το νερό σου μας βοηθά: δίνει δύναμη στα παιδιά και τους γέρους, βοηθά τους αρρώστους. Τι θα κάνουμε χωρίς αυτό;"
"Δεν σας απαγόρευσα να το παίρνετε…"
"Μα…"
"Η συμφωνία είναι συμφωνία. Θα παίρνετε το νερό μου και θα μου φέρνετε φαγητό".
"Και τι θα κάνεις όταν τελειώσει. Πώς θα επιζήσεις εσύ;"
"Ξέρετε πόσο χρονών είμαι; Μα τι λέω, ούτε εγώ ξέρω. Όπως και νάχει, θα επιβιώσω".

Μας έδωσαν χαρά τα λόγια του, μα και λύπη. Χαρά επειδή δεν θα στερούμασταν το νερό, μα και για τη γενναιοδωρία του, λύπη γιατί, όπως λέγαν κι οι παλιοί όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν…

Το καλό δεν άργησε να τελειώσει, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό άλλαξαν κάποια πράγματα. Καταρχήν είχαμε τις πρώτες νέες γέννες παιδιών στον οικισμό εδώ και χρόνια. Είδαμε κάποιους να χαμογελούν. Και το πιο πρωτόγνωρο μια ομάδα από ανθρώπους άρχισε να φτιάχνει πράγματα - πράγματα πρωτάκουστα για μας: ένα παιδότοπο, ένα κάπως μεγάλο κτήριο το οποίο βάφτισαν σχολείο, κάποια μουσικά όργανα. Και τότε, δηλαδή τώρα, το μυστικό μας βγήκε στη φορά. Ένα μυστικό που ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο.

Στεκόμαστε όλοι οι συγχωριανοί μαζί στην αίθουσα του σχολείου και ακούμε ένα γέροντα να μιλάει. Λέει σε όλους ότι εμείς οι τρεις βρήκαμε ένα δράκο, με τον οποίο συμφωνήσαμε το ένα και με το άλλο. Και λέει ότι είμαστε ήρωες. Ήρωες! Εγώ κι ο Ελπινίκης; Εδώ γελάμε. Ή όχι, δεν γελάμε, αφού κανείς δεν το κάνει. Μόνο η Ευχή χαμογελάει, κι ας προσπαθεί να το κρύψει.

"Μού σώσατε τη ζωή", λέει δακρυσμένος ο γέροντας κι εμείς κοιτάμε απορημένος ο ένας τον άλλο. "Ή μάλλον το νερό σας… Μα δεν έχει σημασία το τι και το πώς. Σημασία έχει ότι το κάνατε. Και τώρα πρέπει να κάνετε κάτι άλλο, να σώσετε τη ζωή του δράκου".

"Μα πώς…;" πάω να ρωτήσω εγώ, αλλά δε μ' αφήνει να τελειώσω.
"Νομίζατε ότι κοιμόμουνα όλα αυτά τα βράδια που ερχόσασταν κι ανταλλάζατε το νερό σας με το δικό μου; Πολύ λίγο κοιμάμαι πια. Εξάλλου δεν θ' αργήσει να έρθει η μέρα που… Μα τέλος πάντων. Η γεύση του νερού ήταν το πρώτο στοιχείο για την απάτη σας. Το δεύτερο ήταν ότι δεν βάζατε γλώσσα μέσα. Εντάξει, μιλούσατε χαμηλόφωνα, αλλά όλο για το δράκο και το νερό του μιλούσατε, μα και για τις ανακαλύψεις σας. Ναι, ξέρω και γι' αυτές. Κι είμαι πολύ χαρούμενος. Οι πράξεις σας μας χάρισαν ελπίδα, όσους γνωρίζαμε φυσικά. Προτού όμως βγάλουμε το μυστικό σας στη φορά έπρεπε…"

"Να είστε σίγουροι ότι δεν θα προκαλούσε κάτι κακό;" Σκάάάάσε Ελπινίκη. Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις από το να μου κλέβεις τις λέξεις απ' το στόμα; (Από μέσα μου τα είπα αυτά).

"Ακριβώς. Τα συζητήσαμε όλα μεταξύ μας προτού σας καλέσουμε εδώ. Θέλουμε τη βοήθειά σας, όπως σας είπα, ώστε να σώσουμε το δράκο. Το ένα χέρι νίβει τ' άλλο, όπως έλεγαν κι οι παλιοί. Μας βοήθησε και τώρα οφείλουμε να τον βοηθήσουμε;"
"Μα πώς ακριβώς;" ανοίγω επιτέλους το στόμα μου για να μιλήσω εγώ.
"Η πηγή του έχει στερέψει εντελώς;"
"Ναι. Χθες".
"Τότε εκείνο που πρέπει να κάνετε είναι να συνεχίσετε να του παίρνετε φαγητό, αλλά και όσο μπορείτε να κουβαλήσετε, απ' το δικό μας άγευστο νερό, ώστε να μην υποφέρει. Δυστυχώς, τουλάχιστον την πρώτη φορά, πρέπει να πάτε μόνοι, αφού δεν ξέρουμε αν είμαστε ευπρόσδεκτοι στο βουνό. Μπορείτε να τον ρωτήσετε ωστόσο, κι αν σας πει ότι δεν τον ενοχλεί η παρουσία μας τότε θα έχετε όση βοήθεια χρειάζεστε".
"Μα…" Ο Ελπινίκης.
"Το ξέρουμε ότι το φαγητό και το νερό είναι υπερπολύτιμα για μας μια και δεν ζούμε σ' εποχές αφθονίας, αλλά το σωστό είναι το σωστό και όλοι υποστηρίζουν αυτή την απόφαση. Εξάλλου του παίρνατε αρκετό φαγητό και χωρίς τη βοήθειά μας…"
"Δίκιο έχει ο γέροντας", λέει χαμηλόφωνα η άτυπη αρχηγός μας η Ευχή, οπότε τα άλλα λόγια είναι φτώχεια.

Έχουν περάσει λίγοι μήνες. Κάθε μέρα επισκεπτόμαστε το δράκο με τα φτωχικά μας δώρα. Και κάθε μέρα νιώθουμε, όχι εντελώς ανεξήγητα, όλο και καλύτερα. Μπορεί να χάσαμε το γλυκόπιοτο νερό του, αλλά τη θέση του φαίνεται να έχει πάρει η ζωή. Μια πραγματική ζωή που δεν μοιάζει πια και πολύ με την παλιά μας. Ο τόπος έχει μείνει ο ίδιος, αλλά οι άνθρωποι έχουν αλλάξει πολύ. Τα μάτια τους φώτισαν. Ίσως να οφείλεται στο κλάμα των νέων ζωών αυτή η τεράστια αλλαγή, ίσως… Δεν ξέρω.

Μα δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που άλλαξαν και αλλάζουν, είναι και ο Γαίας. Μοιάζει να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και το χρώμα του ν' αλλάζει, να γίνεται πιο έντονο πράσινο. Και να, μόλις πρόσεξα κάτι που μ' έκανε να βάλω τα γέλια: στο δέρμα του άρχισαν να βλαστάν μικρά κλαδιά.

"Γιατί γελάς;" με ρωτούν οι φίλοι μου και τους λέω. Τα βλέπουν και γελούν κι αυτοί, από χαρά φυσικά, αφού κανείς από εμάς δεν είδε ποτέ του πράσινο κλαδί.
"Όμορφα, ε! Το ήξερα ότι θα σας αρέσουν. Δεν θυμάμαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά που συνέβηκε αυτό. Πάει να πει πώς ήρθε η ώρα;"
"Η ώρα για τι;" Με πρόλαβε η Ευχή αυτή τη φορά. Φτου, σχεδόν πάντα τελευταίος έρχομαι.
"Για ν' ακούσετε τη φωνή μου".
"Μα…"

Δεν προφταίνω να εκφράσω την απορία μου αφού από το Μα μέχρι τα αποσιωπητικά την έχω ήδη λύσει. Η φωνή που ακούσαμε όλοι μέσα μας αυτή τη φορά δεν είναι αντρική αλλά γυναικεία. Ο Γαίας είναι Γαία. Ο δράκος, δράκαινα. Την κοιτούμε όλοι με νέα μάτια κι αυτή μοιάζει να χαμογελά - αν είναι ποτέ δυνατόν!

"Δεν είχατε ποτέ την ανάγκη σας ξέρετε. Έπρεπε να σας βάλω σε δοκιμασίες, να σας τυραννήσω λίγο, να σας κάνω να βρείτε το δρόμο σας. Κι αν ο δρόμος αυτός ήταν ο σωστός τότε θα σας βοηθούσα πιο πολύ. Κι όχι μόνο χαρίζοντάς σας το νερό μου".

Με το που λέει αυτά τα λόγια το ρυάκι δίπλα της αποκτά αμέσως ζωή. Το νερό κυλάει και πάλι, δροσερό, όλο ζωή και χαρίζει νέα χρώματα κι ένα υπέροχο, νέο και παλιό ήχο στη σπηλιά.

"Μπορούμε να σε αγγίξουμε;" τολμά να ρωτήσει η Ευχή, την οποία δεν φαίνεται να έχουν αγγίξει οι αποκαλύψεις. Λες και γνώριζε από πάντα ό,τι τα πράγματα θα έπαιρναν την τροπή που πήραν. "Για πρώτη και τελευταία φορά;"

"Σε παρακαλώ", λέμε με μια φωνή εγώ κι ο Ελπινίκης, μα μετά στρεφόμαστε αμέσως στην Ευχή και τη ρωτάμε: "Τι εννοείς για πρώτη και τελευταία φορά;"

Δεν μας απαντά, αλλά πλησιάζει τη Γαία και την αγγίζει. Και μετά την αγκαλιάζει, κι ας μοιάζει σαν μια κουκκίδα με χέρια σε σύγκριση με το τεράστιο μέγεθος εκείνης. Βιαζόμαστε να τη μιμηθούμε. Στεκόμαστε για αρκετή ώρα αγγίζοντάς της, νιώθοντας την κάθε της ανάσα σαν ένα αεράκι απαλό να μας κλείνει μέσα της.

"Είν' η ώρα", ακούμε να μας ψιθυρίζει, κι ενστικτωδώς απομακρυνόμαστε από κείνην, αλλά όχι και πολύ. "Η ώρα για να έρθει το φθινόπωρο".

Αρχίζει να σέρνει σιγά-σιγά το κορμί, να το ανασηκώνει. Το κεφάλι της προτού στραφεί προς τον ουρανό, γυρνά για λίγο προς το μέρος μας, τα μάτια της καρφώνουν τα δικά μας. Μοιάζουν να μας μιλούν. Να μας λεν ότι αυτή που θα μας δοθεί θα είναι η τελευταία μας ευκαιρία. Και ό,τι από δω και μπρος πρέπει να κάνουμε πάντα το σωστό.

Κοιτά τώρα προς τον ουρανό. Προς τον ήλιο. Δεν τον φοβάται αυτή. Νιώθουμε τη γη γύρω μας να ταρακουνιέται λίγο. Νιώθουμε εκείνη να παίρνει μια βαθιά ανάσα και μετά να φυσά με δύναμη, που δεν μπορούν τα λόγια να περιγράψουν, προς το απέραντο από πάνω μας κενό.

Σύντομα πολύ, νιώθουμε κάτι ν' αλλάζει. Ένα αεράκι δροσιστικό έρχεται από κάπου για να μας χαρίσει μια νέα πρωτόγνωρη αίσθηση. Και τώρα… τώρα… θεέ μου, βλέπουμε τον ήλιο να χάνει τη δύναμή του, ν' αρχίζει να κρύβεται σιγά-σιγά πίσω από σύννεφα λευκά. Κι αυτά τα σύννεφα λίγο μετά γίνονται γκρίζα. Βλέπουμε μια αστραπή να τα χωρίζει στα δύο και μετά άλλες πολλές να τη μιμούνται. Οι βροντές φτάνουν στ' αυτιά μας σαν ο πιο γλυκύς ήχος, αλλά σχεδόν αμέσως μετά έρχεται ένας άλλος για να πάρει τη θέση του, εκείνος της βροχής. Μα τι υπέροχος-υπέροχος ήχος.

Οι τρεις μας αρχίζουμε να χορεύουμε σαν τα μικρά παιδιά που ποτέ πριν δεν ήμασταν κάτω απ' το βροχή. Η ευτυχία μας είναι απερίγραπτη καθώς ζούμε για πρώτη φορά την αρχή μιας νέας εποχής, της πρώτης εποχής, του φθινοπώρου. Μα όταν επιτέλους πέφτουμε εξαντλημένοι από το χορό και τη χαρά στο έδαφος και ψάχνουμε το δράκο μας, τη δράκαινά μας, αυτή δεν είναι πια εδώ. Μας έφερε το φθινόπωρο και έφυγε. Ο Γαίας. Η Γαία. Ο πατέρας και η μάνα του κόσμου μας.

Η εικόνα είναι κλεμμένη από εδώ.