Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Μαρία - Κεφάλαιο 3


Τον συνάντησε ξανά στο παλαιοβιβλιοπωλείο. Τις τελευταίες μέρες πήγαιναν κι οι δυο συχνά εκεί ελπίζοντας να πετύχει ο ένας τον άλλο.

“Σε σκεφτόμουνα” τού είπε μόλις τον είδε.
Κι εκείνος, τρέμοντας σχεδόν απ’ την ταραχή κατάφερε να ψελλίσει: “Κι εγώ”. 
“Πάμε μια βόλτα;” Την ακολούθησε. Διέσχισαν σιωπηλοί το Μοναστηράκι, έφτασαν στο Θησείο, ανηφόρισαν για την Ακρόπολη.
“Από πότε ζεις την εποχή στην κόλαση;” τον ρωτάει ξαφνικά.
“Εγώ…” Τα έχει χαμένα. Τον κοιτά διαπεραστικά και μετά στρέφει το βλέμμα της αλλού, βλέπει ένα μικρό βράχο, πηγαίνει και κάθεται.
“Έλα, κάτσε δίπλα μου”. Πηγαίνει. Του δίνει το χέρι. “Μαρία”.
“Κώστας”.
“Μίλα μου”. Αμήχανη σιωπή. “Καλά, θα μιλήσω εγώ”. Της γνέφει καταφατικά με το κεφάλι. Καθώς κάθεται δίπλα της, νιώθει μια φλόγα να φουντώνει μέσα του. Τού μιλάει, τού λέει για τη ζωή της, κι εκείνος την ακούει προσεκτικά, ρουφά την κάθε λέξη, την κάθε ανάσα της την κάνει δική του. Η Μαρία τού λέει τα πάντα - δεν έχει τίποτα να κρύψει άλλωστε - κι ο Κώστας τα έχει όλο και περισσότερο χαμένα. Άφοβο φαίνεται τούτο το κορίτσι και τον τρομάζει. “…Αυτή είναι η Μαρία” καταλήγει το μονόλογό της. Και πάλι δεν της μιλάει. Την κοιτάει σιωπηλός. “Γεια χαρά”. Σηκώνεται. Φεύγει. Κι εκείνος ένα με το βράχο παραμένει εκεί, παρατηρώντας την για μια ακόμη φορά να πετάει. Να χάνεται. Μέσα του νυχτώνει.

“Δε με ξέρω. Δε με ξέρω καθόλου. Δε με καταλαβαίνω. Πότε επιτέλους θα ησυχάσω; Πότε επιτέλους θα πω ότι είμαι ευτυχισμένη; Τι ζητώ; Τι χρειάζομαι, λοιπόν; Αφού, τίποτα δε με ικανοποιεί. Ό,τι κι αν κάνω σκέφτομαι κάτι άλλο, όπου κι αν είμαι είμαι κάπου αλλού. Ο χρόνος με πνίγει. Μοιάζει να μου κόβει τα φτερά. Αλλά, ποια φτερά; Για να πετάξω πού; Αφού ζω εν πλήρη σύγχυση. Πολλές φορές νιώθω πως δεν υπάρχω στ’ αλήθεια, ότι είμαι το αποκύημα της φαντασίας κάποιου συγγραφέα. Θεέ μου, πότε θα πάψω να παλεύω με τον εαυτό μου; Πότε θα χαράξω στ’ αλήθεια τη δική μου πορεία; Ως πότε θα θέλω να αλλάζω, να αλλάζω την κάθε στιγμή;
Παράξενα νιώθω, παράξενα πολύ. Και δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν γι’ αυτό. Πώς να πω στον πατέρα ότι η σχολή την οποία η ίδια έχω διαλέξει δε μου αρέσει πια, δε με γεμίζει; Πώς να εξηγήσω σ’ αυτόν και στη μάνα ότι η αγάπη τους για μένα έχει καταντήσει ένα μαρτύριο; Πώς να πω στις φίλες ότι τώρα προτιμώ να είμαι μόνη παρά μ’ αυτές; Πώς να εξηγήσω σε όλους ότι η παραμονή σε μια δουλειά, σ’ ένα τόπο, αντιστοιχεί με σιωπηλό θάνατο για μένα; Πώς να τα πω, πώς να τα εκφράσω όλ’ αυτά;
Ο Κώστας; Αν και δεν επιδιώκω να τον συναντήσω είμαι σίγουρη ότι όποτε το θελήσω θα τον δω. Και θα τον κατακτήσω. Αυτό δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Αλλά, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα τον βαρεθώ κι αυτόν ή πως δε θα τον τρομάξω και θα φύγει. Είμαι σίγουρη ότι είναι ποιητής, κι ένας μεγάλος μοναχικός, αλλά, είναι τάχατες ο ποιητής μου; Δεν ξέρω. Θα μάθω…”

Συνεχίζεται

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ