Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Ο Αγαπητικός της Γης

Το πιο κάτω σύντομο διήγημα το έγραψα μόλις μισή ώρα πριν και είναι ήδη ένα από τα λίγα αγαπημένα μου. Θέλει δουλειά ακόμη, αλλά κι έτσι "φτωχό" μου αρέσει...


Παράξενος άνθρωπος έγινε ο Χαραλάμπης τώρα που γέρασε. Ή, μάλλον παράξενος πάντα ήτανε, αλλά να, τώρα κάπου το παρατραβά. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, από τότε που έπαψαν τα πόδια του να τον στηρίζουν με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλλιεργεί τη γη, άρχισε να γίνεται όλο και πιο δύσθυμος, όλο και πιο απόμακρος, να τα βάζει με όλους και με όλα.
Δεν είναι πώς έχασε τα χωράφια και τα δέντρα του -όχι, όλα τα έχει- είναι που δεν μπορεί πια να τα φροντίζει ο ίδιος, είναι που δεν έχει τις δυνάμεις να πιάσει την τσάπα και να δουλέψει, είναι που μιλά σ’ αυτιά κουφών, κοιτώντας σε μάτια τυφλών.
Τι λέει; Για τη γη μιλάει. Τη σκοτώνουμε τη γη μας, την εγκαταλείπουμε! μονολογεί στον καφενέ πρωί και νύχτα και πού και πού δακρύζει. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς που δεν την καλλιεργούμε πια. Εμείς που δε χαράζουμε με τ’ αλέτρια το χώμα για ν’ αναπνεύσει. Γι’ αυτό δεν βρέχει.
Αυτά λέει, κι άλλα πολλά, κι οι περισσότεροι τον κοιτούνε λυπημένα, κι οι λίγοι με αμίλητη συγκατάβαση. Πάει, τρελάθηκε ο Χαραλάμπης! σκέφτονται, μα δεν το λένε. Τον σέβονται ακόμα. Όπως τον σέβονταν από πάντα. Αφού από μικρός πολύ ήτανε δουλευταράς και ντόμπρος άνθρωπος ο δόλιος, καλός, κι ανοικτοχέρης, πέρα από τα συνηθισμένα.
Πολλοί έφαγαν φαΐ απ’ το πιάτο του, πολλοί δέχτηκαν τη βοήθεια του χωρίς ποτέ να τη ζητήσουν, πολλοί τον παράτησαν όταν δεν είχαν πια την ανάγκη του. Αλλά, αυτός ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τίποτα, δεν είπε λόγο κακό για κανένα. Ακόμη κι όταν έχασε την κυρά του απ’ την αρρώστια δεν βαρυγκώμησε – ήρθε η ώρα της, είπε και την αποχαιρέτησε τρυφερά, με τα γέρικά του μάτια δακρυσμένα, όπως της έπρεπε.
Μόνο για τη γη, λοιπόν, θρηνεί, για τον καθημερινό της θάνατο δακρύζει. Αλλά, κανείς δεν ακούει το μοιρολόι του. Ή, ίσως, μονάχα τα πουλιά. Μονάχα αυτά τα θαυμαστά πλάσματα του θεού τον καταλαβαίνουν, καθώς κάθε απόγιομα που πηγαίνει κούτσα-κούτσα, σ’ ένα απ’ τα χωράφια του και κάθεται -κρύβεται σχεδόν- στην κουφάλα μιας ελιάς γριάς σαν την ιστορία, αυτά μαζεύονται στα κλαδιά από πάνω του για να του χαρίσουν ένα τραγούδι, για να του πούνε ότι συμφωνούν μαζί του, για να του δώσουν κουράγιο να συνεχίσει για λίγο ακόμη να ζει.
Τότε θυμάται τα παλιά –όπως και σήμερα, όπως και τώρα. Θυμάται τα ρυάκια που ολόχρονα διέτρεχαν τη γη του. θυμάται τους αγώνες εκείνου και της κυράς του μες στη βροχή, για να σώσουν τα ζα τους απ’ την ορμή του μεγάλου ποταμού, που κατέβαινε ορμητικός κάθε χειμώνα. θυμάται τη μυρωδιά του χώματος – την αληθινή του μυρωδιά. θυμάται τις πολλές μικρές του καλλιέργειες: τις ντοματιές, τις αγγουριές, τις πιπεριές και τις κολοκυθιές του, τα μποστάνια με τα καρπούζια και τα ολόφρεσκα λάχανά του. Όλα τα θυμάται. Όλα όσα έχασε. Όλα όσα δε θα ξαναρθούνε.
Νιώθει την ανάσα του πού και πού να βγαίνει βαριά, άλλοτε ξεθυμασμένα. Νιώθει οργή και αγαλλίαση. Χαμογελά στο χθες, δακρύζει στο αύριο, το οποίο προβλέπει μαύρο. Ευτυχώς, σκέφτεται, ευτυχώς που δε θα προλάβω να το ζήσω. Τα δάκρυά του πέφτουν καυτά, χαράζοντας τα μονοπάτια τους μέσα από ρυτίδες σοφίας, ποτίζοντας το εδώ και καιρό διψασμένο χώμα με την ουσία του.
Αγγίζει τη γη, τη νιώθει. Ξερή είναι. Και στην επιφάνεια, αλλά και πιο βαθιά. Σκύβει πιο χαμηλά. Γέρνει. Ξαπλώνει κατάχαμα και μοιάζει να προσπαθεί ν’ αφουγκραστεί τις αναπνοές της μάνας. Δεν ακούει τίποτα. Συγχώρεσέ μας! της ψιθυρίζει, μα δεν περιμένει απάντηση. Να τους συγχωρέσει, γιατί;
Είναι βλάκες, μονολογεί, είναι αχάριστοι. Δεν βλέπουν, δεν εκτιμούν, δεν καταλαβαίνουν. Κακίζει τους άλλους. Τους κακίζει από μέσα του. Ως πότε; αναρωτιέται. Ως πότε θα συνεχίσει η γη να μας επιτρέπει να την καταστρέφουμε; Ως πότε θα αντέξει τα άχρηστα ανθρωπάκια, που είμαστε, να τη διαφεντεύουν; Ας ήτανε να σκιζότανε τώρα στα δύο. ας ήτανε να μας καταπόντιζε όλους με δυο κατακλυσμούς κι ένα σεισμό. ας ήτανε... Ω, καταραμένοι να ’μαστε...
Η οργή του τον πνίγει. Θέλει να φωνάξει, να βγάλει μια άναρθρη κραυγή μπας και ξυπνήσει τον κόσμο, θέλει να τους πάρει όλους με τα χαστούκια, να ρίξει μπουνιές με τους άρχοντες αυτού του κόσμου, αλλά του λείπουν οι δυνάμεις. Η φωνή του μετά βίας ακούγεται, με το ζόρι μπορεί και κρατεί στο χέρι του το μπαστούνι. πώς να γίνει απειλητικός; Ξόφλησε!
Πάει, Χαραλάμπη, έφαγες τα ψωμιά σου, είναι πια καιρός να φύγεις και ν’ αφήσεις τους άλλους να ζήσουν μέσα στα σκατά που τους κληρονόμησες, σκέφτεται κάθε τόσο και πικρά χαμογελά.
Εδώ κι εκατό σχεδόν χρόνια περπατάει πάνω σε τούτη τη γη, ο γέρος αγαπητικός της. Για εκατό χρόνια τη λάτρεψε με περίσσιο πάθος, με ιερή μανία, και παλιά ήτανε σίγουρος ότι έτσι θα τη λάτρευαν κι οι επόμενες γενιές, αυτές που θα ’ρχονταν, αυτές που δε θα γνώριζε. Να, όμως, που τα πράγματα άλλαξαν. Να, που η αγαπημένη του με κάθε λειψή ανάσα πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον αμετάκλητο προορισμό της, το θάνατο – όπως και κείνος.
Τουλάχιστον όταν πεθάνω θα με θάψουν μέσα σου! ψιθυρίζει στη μάνα και με πολύ δυσκολία σηκώνεται από χάμω, ακουμπάει στο μπαστούνι του με κόπο και με βήματα αργά σα μαρτύριο κινάει για τον καφενέ. Για να μιλήσει και πάλι στους κουφούς, για να προσπαθήσει να κάνει τους ασυγχώρητα τυφλούς να δούνε. Αυτό είναι το τάμα του, αυτή η αποστολή του. τού αγαπητικού της γης!

Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Η καλοσύνη του ξένου

Εκείνος ο ξένος έμοιαζε να μη μοιάζει, να είναι διαφορετικός πολύ απ’ τους άλλους, κάπου πιο απόμακρος, γι’ αυτό και πιο αληθινός. Δεν άρχισε τα γλυκόλογα και τα καλοπιάσματα απ’ την πρώτη στιγμή που την είδε. Άργησε ασυγχώρητα να το κάνει, εδώ που τα λέμε, κι αυτό την ξένισε πολύ στην αρχή, την έκανε μ’ έκδηλη αγωνία να απορεί, αφού -όπως και να το κάνουμε- ήταν όμορφη και γλυκιά πολύ, η ομορφότερη απ’ όλες. Πώς μπορούσε αυτός να αντισταθεί στη γοητεία της, ε; Πώς;.
Η αλήθεια είναι ότι όταν τον πρωτοείδε δεν τον συμπάθησε καθόλου. Δεν περίμενε τίποτα απ’ αυτόν και μάλλον ούτε κι εκείνος απ’ την ίδια, αφού έδειχνε να αγνοεί εντελώς την παρουσία της. Ωστόσο, σαν άρχισε σιγά-σιγά να περνά ο καιρός, σαν πήρε να μαθαίνει τα λιγοστά του κουσούρια και ν’ αντιλαμβάνεται, με έκπληξη, πόσο στ’ αλήθεια καλόβολος ήταν, έφτασε να τον αγαπήσει. Όχι πως η αγάπη της ήταν ακριβώς άδολη, αλλά ήταν όντως αγάπη.
Έτσι, άρχισε να τον επισκέπτεται όλο και πιο συχνά, να κάθεται μαζί του σιωπηλή, ν’ ακούει με έκδηλο θαυμασμό, αλλά όχι και πολύ ενθουσιασμό, τις ιστορίες του, ν’ απολαμβάνει μαζί του κάποια παλιά καλά τραγούδια. Τη γαλήνευε η γαλήνη του προσώπου του, η ηρεμία των κινήσεών του, την έκαναν ευτυχισμένη τα μικρά, αλλά πολύ-πολύ σημαντικά δωράκια που συχνά πυκνά και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο της χάριζε. Βρήκα τον άνθρωπό μου, σκεφτόταν με μια χαρά, που έμοιαζε να βγαίνει από μέσα της βαθιά, σαν ηχώ απερίγραπτης ικανοποίησης. Βρήκα τον άνθρωπό μου!
Όσο για κείνον, ημέρα με την ημέρα, άρχισε να απολαμβάνει όλο και περισσότερο την απρόσμενη, αλλά τόσο ευπρόσδεκτη πια, συντροφιά της. Εκτιμούσε το γεγονός ότι έδειχνε σεβασμό για το χώρο και το χρόνο του, πώς δεν τον έβγαζε ποτέ απ’ τους ρυθμούς του, το ότι γνώριζε την αξία της σιωπής. Λες και είχε υπογραφεί μεταξύ τους ένα νοητό συμβόλαιο, μια γλυκιά μυστική συμφωνία, όπου τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη βεβαίωναν ότι θα άφηνε το ένα το άλλο να είναι πραγματικά ο εαυτός του.
Ξόδεψαν αμέτρητες ώρες μαζί, γαλήνιες κι όμορφες, σα νυχτερινές μουσικές. Ο καιρός κυλούσε γρήγορα, σα γάργαρο δροσερό νερό, σ’ ένα ήρεμο κρυμμένο στης φύσης το πράσινο, ρυάκι. Ο χρόνος που απέμενε για να μοιραστούν οι δυο τους άρχισε επικίνδυνα να λιγοστεύει, αλλά αυτό μόνο εκείνος το ήξερε. Όχι, δεν της είπε ότι σύντομα θα έφευγε, δεν το έκανε η καρδιά του, έτσι στα καλά καθούμενα, να την πληγώσει. Και όχι, δεν μπορούσε να την πάρει μακριά μαζί του αφού, παρ’ όλα αυτά που τους ένωναν, εκείνος ήταν απ’ τη φύση του ελεύθερο πουλί, ένας αιώνιος κι αμετανόητος ταξιδευτής, και κανένας και τίποτα -ούτε καν η αγάπη- δε θα στέκονταν εμπόδιο στην απόφαση να συνεχίσει το δρόμο του.
Έτσι, κάποτε, με αργά αλλά εκκωφαντικά βήματα το καλοκαίρι έφθασε, τα βράδια μίκρυναν, οι μέρες μεγάλωσαν, οι μουσικές και η σιωπή πνίγηκαν στα στίφη των δόλιων τουριστών – ήρθε η ώρα να φύγει. Μη μπορώντας τους πολλούς συναισθηματισμούς και τις αχρείαστες εξηγήσεις -που συνήθως τον έφερναν σε δύσκολη θέση- δεν της το αποκάλυψε μέχρι την τελευταία στιγμή, δίνοντάς της ταυτόχρονα και με πολλή αγάπη, ένα ακόμη από τα δωράκια-έκπληξη, που τόσο αγαπούσε.
Δεν έδειξε να αντιδρά. Είτε το είχε διαισθανθεί και περίμενε απλά να συμβεί, είτε οι άμυνές της μπήκαν αμέσως σε λειτουργία. Ήταν, εξάλλου, ο μόνος τρόπος για να αντέξει το μέσα της, για να επιβιώσει. Εκείνος, ωστόσο, ένιωσε τον πόνο της. Λυπήθηκε για τη λύπη της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να την ανακουφίσει, να την απαλύνει λίγο. Η μοίρα του τον καλούσε σ’ ένα νέο ταξίδι, κι αυτός, όπως πάντα άλλωστε, ένιωθε την υποχρέωση, την ανάγκη να την υπακούσει.
Προτού φύγει, ίσως για πάντα, της έβγαλε μερικές φωτογραφίες για να κρατήσει την εικόνα της ζωντανή στη μνήμη του, για να συνεχίσει να θαυμάζει την ομορφιά της έστω από μακριά. Να, αυτές κοιτάει τώρα και πλατιά χαμογελά. Πριν λίγο πήρε ένα e-mail από τη Ντα, την αφεντικίνα της Ναμ, όπου τον πληροφορούσε ότι η αγαπημένη του σκυλίτσα μόλις γέννησε τρία χαριτωμένα κουταβάκια. Στο ένα απ’ αυτό, μάλιστα, θα έδιναν το όνομά του. Επιτέλους, κατέκτησε την αθανασία!

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Αγαπητέ Κανένα

Μέρες νωχελικές είναι ετούτες οι λίγο ζεστές του Ιουνίου. Παραδόξως τώρα -σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν- δεν έχω όρεξη να κάνω απολύτως τίποτα, αν και όλο και κάτι κάνω. «Πρέπει να αδειάσω,» σκέφτομαι ξανά και ξανά, για να μπορέσω ν’ αρχίσω και πάλι να γράφω, αλλά, από την άλλη, έτσι κι αλλιώς «άδειος» είμαι, ή, τουλάχιστον έτσι νιώθω.
Με ανάγνωση, EURO, ταινίες και βόλτες ξοδεύω το χρόνο μου, μέχρι να δω... φως.
Εκτός απροόπτου στις αρχές της επόμενης βδομάδας υπογράφω για την έκδοση της «Δεύτερης Ζωής» στην Ελλάδα, ενώ σκέφτομαι να «σκοτώσω» και μια συλλογή διηγημάτων εδώ στην Κύπρο. Μ’ έχει τυλίξει στα δίχτυά της μια περίεργη εμμονή ότι πρέπει ν’ αρχίσω να «ξεφορτώνομαι» τα παλιά μου κείμενα για να προχωρήσω. Παραξενιές!
Σε ό,τι αφορά την ανάγνωση, για πρώτη φορά μετά από χρόνια και ζαμάνια, διαβάζω δυο βιβλία ταυτόχρονα: το “Saving Faith” του David Baldacci και το The Golden Compass του Philip Pullman. Απολαυστικά και τα δύο.
Κατά τα άλλα, Βίβα Εσπάνια, κι ένα καλό σαββατοκύριακο να ’χετε.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Η Πόρνη της Τσιανγκ Μάι

Με ρώτησε κάποια φορά, καθώς καθόμασταν στη βεράντα της -μια νύχτα ολοφέγγαρη και φωτεινή- και πίναμε καλό κόκκινο κρασί, αν υπήρξε ποτέ στη ζωή μου άλλη γυναίκα που να με κατάλαβε, που να με διάβασε τόσο καλά όσο η ίδια. Ναι, της αποκρίθηκα και πήρα να της διηγούμαι την ακόλουθη ιστορία:

«...Την Πιν, στις αρχές, απλά την παρακολουθούσα, προσεκτικά αλλά από απόσταση. Μοναχά εκείνη, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, ξεχώρισα ανάμεσα στις δεκάδες πόρνες που κυκλοφορούν στα μπαράκια και τα καραόκε, στους δρόμους και τα κλαμπς στην Τσιανγκ Μάι. Μου άρεσε ο τρόπος της, των ματιών της το παιχνίδισμα, το προκλητικά ιδιόρρυθμο στιλ της. Δεν το έπαιζε παρθένα κι ερωτευμένη. Όταν έβαζε κάποιον άντρα στόχο έμπαινε κατ’ ευθείαν στο ψητό, χωρίς ψευτοντροπαλοσύνες και υπεκφυγές, δεν προσπαθούσε να πουλήσει στους ξένους αγάπη και φροντίδα και τα λοιπά τραγικά. Ήταν πόρνη, και έμοιαζε περήφανα να το φωνάζει, να το διαλαλεί. Όπως και νάχει, μια από εκείνες τις πολύ σπάνιες βραδιές που παραδόξως δε βρήκε γκόμενο, ήρθε κουνιστή και λυγιστή εκεί που καθόμουνα στο μπαρ, άραξε δίπλα μου και μου παράγγειλε μια μπύρα Τσιανγκ. Αρνήθηκα! Ήθελα Λίο! Αλλά, δεν αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που είδα κάποια ντόπια, πόρνη ή μη, να κερνά ποτό σε κάποιον άγνωστο, που δεν ήταν γκόμενος, άντρας ή πιθανός στόχος της. Με κέρασε Λίο.
Ευχαριστώ για τη μπύρα, αλλά δεν είμαι διαθέσιμος, της είπα.
Το ξέρω, απάντησε και μου χαμογέλασε σχεδόν ειρωνικά. Και καλά να μου κάνει, δηλαδή, αφού της είπα κάτι που ήδη γνώριζε.
Μιλήσαμε για αρκετή ώρα, ήπιαμε τα ποτά μας, γελάσαμε με τους ξένους που την πατάνε άγρια με κάποια γυναίκα που τους προκύπτει άντρας, παίξαμε και τα μπιλιάρδα μας. Απίστευτα φιλικά και ήσυχα όλ’ αυτά, σε μια μπυραρία που σύντομα θα κατέβαζε τα ρολά της . Στις τέσσερις το πρωί χώρισαν οι δρόμοι μας.
Το επόμενο βράδυ τη βλέπω να καταφθάνει και πάλι εκεί κατά τα μεσάνυχτα, να θρονιάζεται δίπλα μου και να με φιλά στο μάγουλο.
Δε βρήκες ούτ’ απόψε γκόμενο; τη ρώτησα πειραχτικά.
Θα βρω! απάντησε μ’ αυτοπεποίθηση.
Επέτρεψέ μου να σε βοηθήσω.
Έτσι αρχίσαμε, οι δυο μας παρέα, να εξετάζουμε προσεκτικά με τη σειρά όλους τους υποψηφίους στόχους και να ξεσκαρτάρουμε. Ο ένας σε δύο ώρες είχε πιει μόνο μια μπύρα και κοιτούσε συνεχώς το ρολόι του, άρα δεν έκανε. Ο άλλος ήταν πενηντάρης, που ήθελε να δείχνει πιο νέος, αλλά τελείως ανασφαλής. Ήτανε κι ένας γλυκούλης γάλλος, αλλά μου είπε ότι δεν της άρεσε να παριστάνει τη μαμά. Μ’ αυτά κι αυτά, και ύστερα από αρκετή ώρα, καταλήξαμε σ’ έναν αγγλοθρεμμένο ιταλό, που τηρούσε όλες τις εργοστασιακές προδιαγραφές: είχε άφθονο χρήμα, θα έμενε στην πόλη για πολλή καιρό -όπως μου είπε καθώς παίζαμε μπιλιάρδο- ενώ ένιωθε κι έντονη την ανάγκη για μια γυναικεία συντροφιά.
Αυτός είναι ό,τι πρέπει, της ψιθύρισα, καθώς καθόμουν δίπλα της. Τον παρατήρησε για λίγη ώρα, όπως καθόταν στην απέναντι γωνία, (του άρεσε το Σάνγκσομ -ντόπιο ρούμι- και το μπιλιάρδο, και μισούσε να χάνει – ο παιχταράς), τον μέτρησε με το βλέμμα, αποφάσισε τι στρατηγική θ’ ακολουθούσε, και πολύ σύντομα θα του την έπεφτε προτού ο ίδιος καλά-καλά προλάβει να καταλάβει από που του ήρθε.
Μισή ώρα αργότερα, κι αφού η Πιν, που ήταν και πρώτη στέκα, καθάρισε εν ριπή οφθαλμού το μισό πίνακα με τα ονόματα εκείνων που περίμεναν να παίξουν, βρέθηκε να τον αντιμετωπίζει.
Άφησέ τον να κερδίσει, της ψιθύρισα στ’ αυτί περνώντας από δίπλα της, κατευθυνόμενος προς της αγίας μπύρας το αποθετήριο.
Και το έκανε. Για να ακριβολογώ, έπαιξε με τόσο επαγγελματικό τρόπο, που έκανε τον άλλο, το χάνο, να νιώθει μάγκας. Για κάθε μπάλα που έβαζε η ίδια, του έστηνε μία για να βάλει εκείνος, ενώ κάποιες φορές έριχνε και τη λευκή, με τρόπο που φάνταζε καθαρά ατυχής, σε κάποια τσέπη.
Τον άφησε, λοιπόν, να κερδίσει και να το καταχαρεί, και δίνοντάς του το χέρι για να τον συγχαρεί, του είπε όταν τελειώσει με το μπιλιάρδο να έρθει να καθίσει εκεί, μαζί μας. Ερχόμενη προς το μέρος μου μού έκλεισε το μάτι. Όσο για κείνον, με τα μυαλά του πια να πετάνε στα σύννεφα, έχασε το αμέσως επόμενο παιχνίδι και κόπιασε στη γωνιά μας. Η Πιν, το πονηρό θηλυκό, η κατεργάρα γυναίκα (ποιητική αδεία), τον κέρασε αμέσως ένα Σάνγκσομ και το νερό μπήκε στ’ αυλάκι.
Εγώ, στην αρχή συμμετείχα στη συζήτησή τους, αλλά ύστερα από λίγη ώρα άρχισα να απομακρύνομαι διακριτικά. Πήγα και κάθισα δίπλα σ’ ένα παλιό γνώριμο, τον Τζον τον τρελοϊρλανδό, που ήταν παντρεμένος με ντόπια και ζούσε εκεί εδώ και δέκα χρόνια, κι αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έχανα ούτε σκηνή απ’ την παράσταση που παιζόταν απέναντί μου. Μετά από καμπόσες μπύρες και δυο-τρία σφηνάκια Λάο Κάο, είδα την Πιν να με πλησιάζει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και μια φλόγα στο βλέμμα..
You and me, same same, μου είπε.
Τη ρώτησα: Γιατί το λες αυτό;
I fuck with people’s bodies, you fuck with their brains! απάντησε, αφήνοντάς με σύξυλο.
Σε λίγο τη είδα να φεύγει κουνώντας το κορμί της επιδεικτικά, έχοντας τον γκόμενο αγκαλιά. Μέχρι την τελευταία ημέρα που ήμουν εκεί, ήταν ακόμη μαζί.
Είχε δίκιο η κοπέλα, απόλυτο δίκιο. Με διάβασε σαν ανοικτό κακογραμμένο βιβλίο. Αυτό στ’ αλήθεια κάνω: παίζω με τα μυαλά των ανθρώπων. Επαγγελματική διαστροφή; Δεν ξέρω!»

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Jeffery Deaver - The Sleeping Doll

Να που ο Τζέφρι Ντίβερ, σε αντίθεση με τον Μάικλ Κόνελι, δε με απογοήτευσε με το νέο του βιβλίο (το τελευταίο πριν το νέο για να είμαστε ακριβείς, αφού αν δεν κάνω λάθος μόλις κυκλοφόρησε καινούργιο προχθές στην Αμερική).
Πρωταγωνίστρια στο The Sleeping Doll είναι η Κάθριν Ντανς, μια ειδική στην κινησιολογία, την οποία είχαμε πρωτογνωρίσει το μυθιστόρημα Cold Moon, όπου είχε βοηθήσει τον ήρωα-φετίχ του Ντίβερ, τον τετραπληγικό ντετέκτιβ Λίνκολν Ράιμ, στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος.
Στο ανά χείρας μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις προσπάθειές της να συλλάβει ένα πανέξυπνο εγκληματία, που έχει τη μοναδική ικανότητα να επιβάλλει τη θέλησή του στους ανθρώπους, τον Ντάνιελ Πελ, στον οποίο έχει δοθεί το προσωνύμιο «Ο γιος του Μάνσον», αφού μοιάζει να βαδίζει στ’ αχνάρια του τελευταίου. Για να μπορέσει να μπει στο μυαλό του δολοφόνου και να τον σταματήσει επιστρατεύει τη βοήθεια τριών γυναικών από το παρελθόν του, καθώς κι ενός κοριτσιού που έγινε γνωστό σαν «Η κοιμισμένη κούκλα», το οποίο επιβίωσε μιας σφαγής που διέπραξε ο Πελ.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως δείχνουν και η Ντανς θα το αντιληφθεί με φρίκη αυτό καθώς το ανθρωποκυνηγητό βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Πελ είναι σαν ένα άγριο ζώο, με οξυμένες όλες τις αισθήσεις, και η σύλληψή του κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση θ’ αποδειχτεί.
Μυστικά και ψέματα, ανατροπές και λουτρά αίματος, αγωνία και προδοσία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ιστορίας.
Ο Ντίβερ ράβοντας μαστορικά με ψιλοβελονιές τον ιστό της ιστορίας του και σκιαγραφώντας με εξαιρετικό τρόπο τους χαρακτήρες των ηρώων, καταφέρνει να φτιάξει ένα ακόμη αστυνομικό μυθιστόρημα υψηλών προδιαγραφών. Ο Πελ είναι ένας από τους καλύτερους «κακούς» που βγήκαν από το πάνθεον της φαντασίας του, ένας υψηλής νοημοσύνης δολοφόνος που πιστεύει ότι: «Η γνώση είναι καλύτερο όπλο από το μαχαίρι,» κι αυτό το όπλο χρησιμοποιεί ξανά και ξανά για επιβάλει τους δικούς του νόμους.
Ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτό το βιβλίο απολαμβάνει περισσότερο από τη δράση τις «διανοητικές μάχες» που έχουν να δώσουν μεταξύ τους οι δύο αντίπαλοι. Η τελική λύση, η κάθαρση, θ’ αποδειχτεί λυτρωτική, αλλά ταυτόχρονα οδυνηρή για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Μια από τις καλές στιγμές της αμερικάνικης αστυνομικής λογοτεχνίας.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Η Κ.

Τη γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, πριν μια ολόκληρη ζωή μου φαίνεται, κι απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν η Μία, η μοναδική για μένα, αυτή που θα με γέμιζε, που θα έδινε γεύση και χρώμα στον κόσμο μου, που θα με συμπλήρωνε.
Η Κ. ήταν από τότε κοντά μου, σχεδόν κάθε στιγμή. Με συντρόφευε, πήγαινε παντού μαζί μου, με αναζωογονούσε, μου έδινε κουράγιο, με άκουγε, με παρηγορούσε.
Χωρίς αυτήν οι μέρες μου θα ήταν αλλιώτικες, χλωμές, δίχως αρώματα, με κανένα απολύτως ενδιαφέρον.
Εκείνη τους έδινε ζωή. Σ’ εκείνη χρωστούσα τα πάντα. Κι αν κάποιος μου έλεγε, αν σαν κακός προφήτης προέβλεπε, ότι πιθανόν κάποτε θα ερχότανε η μέρα που θα χωρίζαμε, θα τον έβγαζα τρελό, θα τον έβριζα, ίσως και να τον χτυπούσα, θα τον καταδίκαζα στο πυρ το εξώτερον της επίγειας κόλασης.
Όχι, εγώ δε θα παρατούσα ποτέ την Κ., την αγάπη μου, της ζωής μου τον χρυσό, αλλά ούτε κι εκείνη δε θα μ’ άφηνε ποτέ στα κρύα του λουτρού. Πάντα θα ήταν εκεί για μένα, και πάντα θα ήμουν εκεί για κείνη. τη χαρά μου, την έμπνευσή μου.
Ναι, αυτά υποστήριζα, και τα υποστήριζα με δύναμη και πειθώ και πάθος, κι ας ήξερα καλύτερα. ήξερα καλύτερα, αφού τίποτα δε διατηρείται για πάντα ή έστω για πολύ στη ζωή μου: σπίτια, συνήθειες, φίλοι, πιστεύω, αλλάζουν συνέχεια. Όλα πάνε κι έρχονται, ή, κάποιες φορές, μένουν και στον αγύριστο.
Τίποτα! Τίποτα δεν κρατά.
Και, έτσι, να που τώρα έφτασε η ώρα ν’ αποχαιρετήσω την Κ. μου. ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια στο πολύμορφο παζλ της ζωής μου.
Το μόνο που δε θα τρέξουν δάκρυα απ’ τα μάτια, δε θα ακουστεί κανένας του πόνου σπαραγμός.
Όσα ζήσαμε, όσα περάσαμε μαζί ήταν υπέροχα, ένα όνειρο που κράτησε πολύ και ήτανε πέρα για πέρα αληθινό, αλλά είναι καιρός πια να πάμε γι’ άλλα.
Πάντα θα κρατώ στην ψυχή μου μια ξεχωριστή ζεστή γωνίτσα για την παλιά αγαπημένη. Πάντα θα τη θυμάμαι με γλυκιά νοσταλγία. Και πάντα, μα πάντα, θα την αγαπώ. Της το είπα αυτό: Κ., καρδούλα μου, πάντα θα σε σκέφτομαι και θα σε αγαπώ, όπως και τώρα. Πάντα θα είσαι η Μία, η μοναδική για μένα. Πάντα θα είσαι η... Καφεΐνη μου!

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Τσίντα - Μια αληθινή Ιστορία.

Τ’ όνομά της είναι Τσίντα και μόλις έχει κλείσει τα δεκάξι της χρόνια. Παράτησε -ή, μάλλον αναγκάστηκε να παρατήσει, όπως συνήθως γίνετ’ εδώ- το σχολείο δυο χρόνια πριν για να έρθει στην άγνωστη μικρή πόλη να δουλέψει, για να στηρίξει οικονομικά την πολυμελή οικογένειά της. Μια οικογένεια που ζούσε, κι ακόμη ζει, στην απόλυτη ένδεια σ’ ένα μικρό χωριό της φυλής των Λισού στη βόρεια Ταϊλάνδη. Ο πατέρας της έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω, έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, κι έτσι έπεσε ο σκληρός ο κλήρος στη μεγαλύτερη κόρη να βγει για κολύμπι στα βαθιά νερά της ζωής, κι ας μην το ήθελε. Άλλα ήθελε αυτή. να τελειώσει το σχολείο, να σπουδάσει, να βγει κάτω από διαφορετικές συνθήκες στον κόσμο εκεί έξω και να τον κατακτήσει. Αλλά, όλα τα όνειρά της γκρεμίστηκαν κάποιο κρύο χειμωνιάτικο και σκοτεινό βράδυ, σ’ ένα δρόμο αγροτικό, όταν κάποιος μεθυσμένος οδηγός παρέσυρε με το φορτηγάκι του και σακάτεψε τον κύρη της. Έτσι, ήρθε στο Πάι για ν’ αναζητήσει την τύχη της, για να κρατήσει την οικογένειά της ζωντανή.
Η πόλη αυτή δεν είναι μεγάλη και ανθρωποφάγος, μικρή – πολύ μικρή είναι, αλλά αργεί να συνηθίσει στη ζωή εδώ που είναι τόσο διαφορετική απ’ το χωριό της. Στην αρχή λίγο τρομάζει. Την τρομάζει το άγνωστο του τόπου, οι άνθρωποι που είναι τόσο διαφορετικοί, η μεγάλη της άγνοια, η αδυναμία της να μιλήσει τη γλώσσα των ξένων, των τουριστών που πλημμυρίζουν το μέρος, χωρίς η ίδια να μπορεί να καταλάβει το γιατί. Ωστόσο, έχει πείσμα και υπομονή, κι ανάγκη μεγάλη, πρέπει να τα καταφέρει. Έτσι, δεν αργεί να βρει δουλειά σ’ ένα ξενώνα και ν’ αρχίσει σιγά-σιγά, ώρα την ώρα, λέξη τη λέξη, να μαθαίνει εκείνη την άγνωστη και παράξενη γλώσσα, τα αγγλικά. Ο μισθός που της δίνουν είναι χαμηλός, όλοι χαμηλοί είναι, οι ώρες εργασίας ατέλειωτες, ωστόσο τα λεφτά είναι αρκετά για να συντηρήσουν την οικογένειά της. Δουλεύει απ’ την αυγή έως αργά το βράδυ, εφτά μέρες τη βδομάδα, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο, μα καθόλου δεν παραπονιέται, δεν βαρυγκωμεί, αφού δεν έχει κι άλλη επιλογή. Δεν παίρνει άδεια ποτέ, δεν αρρωστά, δεν ξεκουράζεται, κι όμως πάντα χαμογελά. Κι ο καιρός περνά.
Σ’ ένα χρόνο καταφέρνει και γίνεται μόνιμη κι αναντικατάστατη στη δουλειά της, την οποία αρχίζει σιγά-σιγά να αγαπά κιόλας, αφού αν και ο μισθός της -που αυξήθηκε κάπως- εξακολουθεί να είναι χαμηλός, της προσφέρει πολλά, της προσφέρει γνώσεις. Κάνει όλες τις δουλειές -φτιάχνει πρόγευμα, καθαρίζει τα δωμάτια, φροντίζει τα δέντρα, ταΐζει ακόμη και τα σκυλιά- και κάθε μέρα που περνά μαθαίνει και κάτι καινούριο. Η επαφή με ετούτα τα εξωτικά ξανθά φρούτα, τους ξένους, είναι το μεγάλο της σχολείο. Στην αρχή την τρομοκρατούν οι βρώμικοι γέροι, τα περιφερόμενα κουφάρια, με τις ανήθικες προτάσεις τους, αλλά στο πέρασμα του χρόνου μπαίνει για τα καλά στο πετσί του ρόλου της κι αρχίζει να τους αντιμετωπίζει όπως πρέπει, με στοργή και κατανόηση -χωρίς να τους προσβάλλει ποτέ- σα μεγάλα παιδιά. Τα αγγλικά της βελτιώνονται συνεχώς και σε λίγους μήνες τα μιλάει καλύτερα απ’ την αφεντικίνα της, που είναι είκοσι χρόνια στο επάγγελμα.
Πολλές φορές η κούραση κάπου την καταβάλλει -είναι φανερό αυτό και δε θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει κι αλλιώς- ωστόσο το χαμόγελο δεν εγκαταλείπει ποτέ τα χείλη της. Κι αν τη ρωτήσεις γιατί επιμένει να δουλεύει τόσο πολύ θα σου πει: Η οικογένειά μου είναι πολύ φτωχή. Αλλά, αν σε συμπαθήσει κάπως, αν καταλάβει ότι είσαι κάποιος που ξέρει να ακούει δίχως να ζητά ανταλλάγματα, ίσως τότε σου εξομολογηθεί το πιο γλυκό της μυστικό. Ίσως σου πει ότι, να, τους τελευταίους μήνες άρχισε σιγά-σιγά να φυλάει κάποια λεφτά, και όταν θα είναι αρκετά θα μισοπαρατήσει τη δουλειά, ή θα βρει κάποια άλλη που δε θα απαιτεί τόσες πολλές ώρες και θα επιστρέψει στο σχολείο για να το τελειώσει. Κι ύστερα, αν όλα πάνε καλά, κι αν η μοίρα δεν της χτυπήσει την πόρτα με μία ακόμη αναποδιά, ποιος ξέρει, ίσως και να δημιουργήσει κάτι δικό της, μια μικρή επιχείρηση. Αυτό είναι το μικρό, το πολύ μεγάλο της όνειρο.
Τ’ όνομά της είναι Τσίντα και είναι μόλις δεκάξι χρόνων. Δουλεύει δεκαπέντε ώρες την ημέρα, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο, σέρνεται απ’ την κούραση και χαμογελά, κι ατενίζει το μέλλον με μια γλυκόπικρη αισιοδοξία.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Ζωντανός

Πόσο παράξενη είναι η ζωή! Και πόσο παράξενοι είμαστε στ’ αλήθεια όλοι εμείς, οι άνθρωποι, που νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ενώ στην ουσία ελάχιστα είναι εκείνα που δε μας διαφεύγουν – τακτικοί μαθητές της άγνοιας.

Πίστευε ότι είχε βάλει πια μια τάξη στη μέχρι τότε ασυνάρτητη και δίχως πυξίδα ζωή του, πώς είχε χαράξει πορεία. Όλα από τώρα και στο εξής θα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα, θ’ ακολουθούσαν το νοητικό του σχεδιάγραμμα, τίποτα και κανείς δε θα μπορούσε να ανατρέψει το ρου της προσωπικής του ιστορίας. Ή, τουλάχιστον, αυτό πίστευε. Και μετά ξύπνησε.

Τη γνώριζε από καιρό πολλή, αλλά δεν την ήξερε, δεν ενδιαφερόταν να μάθει ποια ήταν. Την έβλεπε μόνο επιφανειακά, δε νοιαζόταν για το χαρακτήρα της, πίστευε πώς ήταν μία ακόμη γυναίκα που δεν είχε απολύτως τίποτα να πει. Ίσως να έφταιγε η διαφορά ηλικίας, ίσως οι νευρικές και ώρες-ώρες ακατανόητές της κινήσεις, ίσως και το ότι δεν κάθισε ποτέ να μιλήσει μαζί της στα σοβαρά. Όχι! Όχι, ψέματα λέω, η αιτία ήταν μία και μοναδική: η ξεροκεφαλιά του. Ή μάλλον δύο, αν προσθέσουμε και την τάση του να κρίνει με την πρώτη ματιά τους ανθρώπους, να τους βάζει σ’ ένα καλούπι, να τους κατηγοριοποιεί, δίχως να μπαίνει στον κόπο να κοιτάξει τι πιθανόν κρύβεται πίσω από το καλά σχεδιασμένο τους περιτύλιγμα.
Όπως και νάχει, ο χρόνος κι η μοίρα έφεραν τα πράγματα έτσι, ώστε να τη δει για πρώτη φορά όπως πραγματικά ήταν, ακριβώς σ’ ένα από τα πιο σημαντικά σταυροδρόμια της ζωής του, με αποτέλεσμα να έρθουν όλα τούμπα. οι βεβαιότητες να καταρρεύσουν, τα πιστεύω του όλα να ανατραπούν.
Τι ήταν εκείνο, το τόσο συνταρακτικό γεγονός, που την έκανε έτσι ξαφνικά να φαντάζει ελκυστική κι ενδιαφέρουσα στο ελιτιστικό του βλέμμα; Απλά, τον εμπιστεύτηκε. Δεν ήξερε πώς, δεν ήξερε γιατί, αλλά τον εμπιστεύτηκε. Μια μεθυσμένη και υγρή βραδιά του Αυγούστου, κάθισε και του είπε όλα της τα μυστικά, ξεγύμνωσε την ψυχή της μπρος στα μάτια του. Όχι, δε μιλούσε το ποτό, δεν είχε τη δύναμη, εκείνη μιλούσε, από καρδιάς, κι ελευθέρωνε ένα χείμαρρο πόνου, ανασφάλειας και αγωνίας, που κρατούσε μέσα της -όπως έδειχνε- από πολλή καιρό, να ξεχυθεί με προορισμό τα δικά του αυτιά, τη δική του ψυχή που μέχρι εκείνη, τη μοναδική στιγμή, την περιφρονούσε. Τον άφησε σιωπηλό, αποσβολωμένο, χαμένο στον ψεύτικο κόσμο των βεβαιοτήτων του, να την κοιτά και να απορεί, ανίκανο να πιστέψει ότι άδειασε τα σώψυχά της σε κείνον, το μικρό, τον υποκριτή, τον ανάξιο.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να τη νιώθει όλο και πιο κοντά του, δίπλα του, μέσα του, να διαφεντεύει τους ήχους και τις σιωπές του. Έπιανε πολλές φορές τον εαυτό του να τη σκέφτεται και να χαμογελά μ’ ελπίδα, τα μοναχικά πρωινά και τις ανέραστες νύχτες του. Που θα με βγάλει αυτό, άραγε; ρωτούσε απεγνωσμένα τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι ότι βαθιά μέσα του δεν ήθελε να τον βγάλει πουθενά. Ήθελε να συνεχίσει να ζει για λίγο ακόμη καιρό την ίδια μίζερη κι ανέραστη ζωή, τη δίχως χαρές, αρώματα και όνειρα, και μετά να προχωρήσει με τα σχέδιά του. Όσο για κείνη, μόνο εμπόδιο θα μπορούσε να του σταθεί, ήταν σίγουρος γι’ αυτό.
Αλλά, τη σκεφτόταν, τη σκεφτόταν όλο και πιο πολύ, κι έτσι, ασυναίσθητα, πήρε να πέφτει σιγά-σιγά στην παγίδα του έρωτα, ν’ αφήνει τις άμυνές του να υποχωρούν, τα τείχη της περιχαρακωμένης του ύπαρξης να γκρεμίζονται, την καθημερινότητά του ν’ αλλάζει, ν’ αποκτάει χρώματα. Το γκρίζο άρχισε να υποχωρεί, η μοναξιά πήρε να μένει ασυγχώρητα μόνη, μέρα με τη μέρα χαμογελούσε όλο και πιο πολύ, κι ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα νέο συναίσθημα ζωής.
Εκείνη, άργησε πολύ ν’ αντιληφθεί ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Έβλεπε τις αλλαγές πάνω του, χαιρόταν γι’ αυτόν, αλλά δεν της πέρασε ούτε στιγμή απ’ το μυαλό η ιδέα ότι οφείλονταν στην ίδια. Της άρεσε πάντως πολύ ο καινούριος του εαυτός, αυτός ο ξένος που πήρε να γίνεται γνωστός κι αγαπητός -ο πρόσχαρος, ο τρυφερός, ο ευγενικός- και κάποτε, όχι πολύ νωρίς, ούτε πολύ αργά, άρχισε κι εκείνη να τον ερωτεύεται.
Για αρκετό καιρό, ωστόσο, δε συνέβηκε τίποτα μεταξύ τους. Απλά άρχισαν να βγαίνουν πιο συχνά οι δυο τους, μόνοι ή και με παρέα, να μιλούν όλο και πιο πολύ -για ώρες ατέλειωτες- στο τηλέφωνο, να κτίζουν μια όμορφη ζεστή σχέση -βασισμένη στις κοινές αλήθειες και τις σιωπές τους- που άφηνε υποσχέσεις για το μέλλον. Όσο για τα μεγάλα του σχέδια, αυτά είχαν μπει πια για τα καλά στην κατάψυξη.
Ήταν μια δροσερή βραδιά προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, στην αυλή μιας μπυραρίας, όταν κατάφερε επιτέλους να της εκφράσει τον παραζαλισμένο του έρωτα. Εκείνη ένιωσε ευχάριστα έκπληκτη, κρυφά πολύ ευτυχισμένη, το μέσα και το έξω της ολόκληρα χαμογελούσαν, αλλά πάντοτε -λόγω μιας μίζερης συνήθειας- καχύποπτη, ήθελε να τον ρωτήσει για πράματα και θάματα, να τον ανακρίνει κανονικά μέχρι να σιγουρευτεί ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Προτού, όμως, προλάβει καν ν’ ανοίξει το στόμα της για να κάνει την ερώτηση, μία ερώτηση ζωτική –θέλοντας να μάθει το μεγάλο Γιατί- έσπευσε, μαντεύοντας την σκέψη της, να της απαντήσει προκαταβολικά.
Με κάνεις και νιώθω ζωντανός! της είπε.
Χαμογέλασαν. Η νύχτα προμηνυόταν μικρή, τέλεια και ατελείωτη.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Παραμύθι με άσχημο τέλος

Ήταν μια φορά και ένα, όχι και τόσο παλιό, καιρό, τρία μικρά αδέλφια, όλα αγόρια, που ζούσανε σε μια μικρή και πολύ-πολύ φτωχική καλύβα, φτιαγμένη από πλίνθο και κέραμο, κάπου στο μακρινό, και εξωτικό στα μάτια μας, Ινδικό Κασμίρ.
Φτωχούλια καθώς ήταν από την ημέρα που πάτησαν το πόδι τους στη μάνα γη, δεν είχαν πολλά-πολλά για να περνούν καλά στον κόσμο ετούτο. Έπαιζαν, λοιπόν, με τις λάσπες, τις πέτρες και τα ξύλα, και όταν έφτιαχνε για τα καλά ο καιρός και δεν κρύωναν καθόλου πια, κολυμπούσαν στα βρώμικα νερά ενός καφετί ποταμού. Πού και πού μέσα από τα μάτια της πλούσιας φαντασίας τους γίνονταν κιόλας γενναίοι πολεμιστές και μεγάλοι άρχοντες, κι έτρεχαν από λαγούμι σε λαγούμι, κι από λίμνη σε λίμνη, προσπαθώντας να κατατροπώσουν τον κακό αόρατο εχθρό, και να σώσουν τη ζωή της καλής κι επίσης αόρατης πριγκίπισσας.
Αυτές ήταν μονάχα οι χαρές τους, ή, μάλλον, σχεδόν μονάχα αυτές. Βλέπετε, μέσα στη γιομάτη από ελλείψεις ζωή τους, υπήρχε και άλλη μία εναλλακτική λύση διασκέδασης: η τηλεόραση. Έτσι, κάθε μέρα, με το που νύχτωνε, πήγαιναν στον καφενέ της λασπωμένης πολιτείας τους, και κοιτούσαν στο κουτί εικόνες ασπρόμαυρες, παράξενες, από κόσμους μακρινούς κι απίστευτους, που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να πλησιάσουν.
Τι να έκαναν, λοιπόν, κι αυτά τα κακόμοιρα; Ονειρεύονταν! Ονειρεύονταν ότι κάποια μέρα θα ξέφευγαν από τη φτώχεια, που τόσο συνήθισαν μα τόσο τα τυραγνούσε, ότι θα ζούσαν κάποτε κι αυτά στα παλάτια που έβλεπαν στο μαγικό κουτί, ότι θα μάθαιναν γράμματα πολλά και καλά, και θα ταξίδευαν σε άλλα μέρη, όμορφα, καθαρά, υπέροχα. Να, σαν κι εκείνα που έδειχναν οι ταινίες, όπου όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν.
Αυτά ονειρεύονταν και ήταν σίγουρα ότι κάποια μέρα -δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς- όλα όσα ποθούσαν θα συνέβαιναν, όλοι όσοι αγαπούσαν θα γίνονταν ευτυχισμένοι. Τα ίδια τους έταζαν, άλλωστε, κι οι θεοί, μέσω των εκπροσώπων τους στη γη. Και ποιος ξέρει καλύτερα απ’ τους θεούς ποιο είναι το πεπρωμένο των ανθρώπων; Ναι, όλα θα γίνονταν ακριβώς όπως περίμεναν, όπως τους υποσχέθηκαν.
Ωστόσο, νωρίς κάποιο βυθισμένο στην ομίχλη των υψιπέδων πρωί, οι κάτοικοι όλου του χωριού ξύπνησαν μεμιάς από μια εκκωφαντική βοή, που έβγαινε με περισσή οργή από τα έγκατα της γης, ταρακουνώντας την. Τα τρία αγόρια τινάχτηκαν τρομαγμένα απ’ τα αχυρένια στρώματά τους που ήταν ριγμένα καταγής, κι έτρεξαν όπως-όπως προς την πόρτα, για να βγουν έξω στο φως, στη σωτηρία.
Αλλά, δεν πρόλαβαν. Σε μία μόλις στιγμή η εύθραυστη στέγη του σπιτιού κατέρρευσε, σαν κακοφτιαγμένος χάρτινος πύργος, καταπλακώνοντάς τα. Μέσα στη μεγάλη ατυχία τους στάθηκαν λίγο τυχερά. Μέσα στη λίγη τύχη τους στάθηκαν πολύ άτυχα. Τα δύο απ’ αυτά τραυματίστηκαν σοβαρά, το τρίτο ελαφρύτερα. Οι γονείς τους πέθαναν, αυτά -με χίλια ζόρια- θα ζούσαν. Όμως, ποιος θα μπορούσε τώρα πια να τους επουλώσει τις μεγάλες, τις μέσα τους πληγές; Ποιος θα είχε την καρδιά να τους μιλήσει ξανά για τους θεούς και τη δικαιοσύνη τους; Ποιος θα μπορούσε να κάνει ν’ ανθίσει και πάλι στα χλωμά και διψασμένα παιδικά τους χείλη, το χαμόγελο;
Εκείνη την αυγή είδαν τα όνειρά τους όλα να γκρεμίζονται, σα μια κάλπικη κατασκευή, τη λειψή τους ζήση να μεταμορφώνεται σε εφιάλτη. Θα αποκτούσαν, άραγε, κάποτε ξανά τη δύναμη να ονειρεύονται ή θα ξόδευαν της δόλιας ζωής τους το περίσσεμα στις κάμαρες της θλίψης;

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Το Τέλος Μιας Ψευδαίσθησης

Είμαι παντρεμένος με μια γυναίκα που αγαπώ...
Έχω την κορούλα μου...
Η δουλειά μου είναι καλή...
Όλα μου πηγαίνουν δεξιά...
Είμαι πολύ ευτυχισμένος...
Τίποτα δε θ’ άλλαζα στη ζωή μου...


Με τα πιο πάνω λόγια παραμύθιαζε, άλλοτε, εμένα και τον εαυτό του κάποιος φίλος. Κάποιος που έλεγε πώς δε χρειαζόταν πολλά-πολλά για να ’ναι ευτυχισμένος, ο οποίος όμως, όπως τόσοι άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, δούλευε νύχτα μέρα για ν’ αποκτήσει περισσότερα.
Δήλωνε, επίσης, αθεράπευτα κι αιώνια ερωτευμένος με τη γυναίκα του, την πιο όμορφη στον κόσμο, την πιο καλή και συμπονετική. Χωρίς αυτήν θα ήμουν ένα τίποτα, μου έλεγε, κι εγώ χαμογελούσα. Πικρά χαμογελούσα, επειδή τον ήξερα, καλύτερα απ’ τον ίδιο του τον εαυτό. Ήξερα ότι ήταν πολύ πιο αδύναμος απ’ ό,τι έδειχνε, ήξερα ότι δεν έζησε όσα ήθελε στη ζωή του, ήξερα ότι αν δεν έμενε έγκυος εκείνη που κάποια μέρα θα γινόταν γυναίκα του, μάλλον δε θα παντρευόταν, θα εξακολουθούσε να κυνηγά τα παιδικά του όνειρα. Επίσης, έβλεπα. Έβλεπα πόσο αμήχανα ένιωθε απέναντί μου όταν μου έλεγε τα μικρά αθώα του ψέματα και πως έπαιζε το μάτι του όταν τύχαινε να περάσει απ’ το οπτικό του πεδίο μια όμορφη γυναίκα. Τα βλέμματα που έριχνε τότε δεν ήταν απλού θαυμασμού, όχι, ήταν πόθου, πόθου για τα κορμιά που η μοίρα δεν τον αξίωσε να λατρέψει. Ήμουνα σίγουρος ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα του παρουσιαζόταν θα χάριζε στη λατρευτή του γυναικούλα ένα κέρατο νααα, σαν και την αγάπη που της είχε.
Κι η ευκαιρία αυτή, διαβάζοντας προφανώς τις δόλιες σκέψεις μου, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Τη βρήκε στο πρόσωπο μιας νέας συναδέλφου, μιας παθητικής αλλά πολύ όμορφης γυναίκας, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, κι ένα ζευγάρι τεράστια μάτια μελισσιά, εκφραστικά σαν αμαρτία. Αυτή ήταν ακριβώς ό,τι ζητούσε: ευγενική, υποτακτική, συνεχώς χαμογελαστή και με θητεία στη λαγνεία, και, το πιο σημαντικό, δεν ήξερε να του λέει Όχι, ποτέ. Το απόλυτο τονωτικό για την αυτοπεποίθησή του.
Δεν του πήρε και πολλή χρόνο μέχρι να την ερωτευτεί τρελά, τυφλά, με πάθος. Ήθελε να καεί από τη φλόγα του έρωτα που πυρπολούσε το μέσα του και να ξανανιώσει απ’ αυτή. Κι έτσι, πολύ σύντομα ξέχασε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα -το ευαγγέλιό του- τα τόσο εύκολο να ειπωθούν, κι ακόμη ευκολότερο να διαψευσθούν.
Σιγά-σιγά άρχισε να απομακρύνεται από τη γυναίκα και την κόρη του. Χρησιμοποιούσε σα δικαιολογία τη δουλειά, όλα τα έκανε για κείνες έλεγε, αλλά δεν ξεγελούσε κανένα, κι όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο χειροπόδαρα δενότανε πάνω στο λάγνο άρμα της ερωμένης. Μιας ερωμένης, όμως, που άρχισε ασυναίσθητα να καταπιέζει, να πνίγει, με την κτητικότητα και τις διάφορες παράλογες απαιτήσεις του.
Μ’ αυτά κι αυτά, κάποτε έφτασε η μέρα που η γυναίκα του θα του ζητούσε να χωρίσουν. Κι εκείνος θα δεχόταν με έκδηλη ευχαρίστηση αφού τώρα πια ήταν σίγουρος πώς είχε, όπως λέμε, δεμένο το γάιδαρό του, αλλά δεν. Καθόλου δεν τον είχε δεμένο, αφού η ερωμένη του, μη αντέχοντας πια την αλλοπρόσαλλη και πολλές φορές προσβλητική συμπεριφορά του, κάποια μέρα πολύ σύντομα, θα του έδινε τα παπούτσια στο χέρι. Όχι, ούτε κι εκείνης τελικά δεν της πήγαινε ο ρόλος της ζωντανής-νεκρής και άβουλης κούκλας, της υπάκουης και πειθαρχημένης σε κάθε απαίτηση του άντρα-αφέντη.
Όταν του ανακοίνωσε την απόφασή της να τον εγκαταλείψει, να χωρίσουν, ένιωσε τον κόσμο ξάφνου να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια του, όλες τις βεβαιότητές του να γίνονται σκόνη και θρύψαλα. Όχι, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, ποτέ, δε θα το άφηνε να συμβεί. Θα το εμπόδιζε πάση θυσία και με οποιοδήποτε τρόπο. Έτσι, άρχισε να την απειλεί πως θα τη σακατέψει ή θα τη σκοτώσει, αλλά εκείνη που ήξερε πια πολύ καλά τι δειλό ανθρωπάκι στ’ αλήθεια ήταν, δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Γι’ αυτό και άλλαξε τροπάρι. Αν δεν έμενε μαζί του θα πήγαινε και θ’ αυτοκτονούσε έξω από την πόρτα της, της είπε. Αυτό ναι, θα μπορούσε να το κάνει. Ήταν σίγουρη. Τον λυπήθηκε. Έμεινε για λίγο καιρό ακόμη μαζί του, κι ας πνιγόταν πολύ.
Ωστόσο, κάποτε έφτασε, θέλοντας και μη, μέχρι το ως εδώ και μη παρέκει, ήρθε στο σημείο που δεν άντεχε άλλο. Κι έτσι, μια κρύα νύχτα του χειμώνα απλά εξερράγη, του τα είπε ένα χεράκι κι ύστερα έφυγε, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού.
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρήκαν νεκρό στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε εκείνη. Δίπλα του, παρατημένα στα σκαλοπάτια υπήρχαν δύο άδεια κουτιά υπνωτικών χαπιών κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε με δάχτυλα αδύναμα, κοκαλωμένα, ένα σημείωμα: Σου το ’πα... Και τόκανε!

"Οι κύπριοι είναι ρατσιστές"

Σ' αυτό το συμπέρασμα έφτασε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε πέρυσι στην Κύπρο. Καλά, η απορία μου εμένα είναι, γιατί ξοδεύτηκαν; Μπορούσαν απλά να βγουν μια βόλτα στην περιοχή γύρω από το Όχι στη Λευκωσία για ν' αντιληφθούν το αυτονόητο. Η σχετική είδηση εδώ...

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Το σκηνικό

Ένα στιγμιότυπο από τις άθλιες συνθήκες εργασίας στις οποίες έπρεπε να αντεπεξέλθω όσο βρισκόμουνα στην Τσιανγκ Μάι

Όλα Καλά

Από που ν’ αρχίσω και πώς να προχωρήσω; Ιδού η απορία. Τα νέα μου; Μα, τίποτα το συνταρακτικό δε συμβαίνει στη ζωή μου. Κι αυτό ίσως επειδή δεν το επιδιώκω. Κι αυτό ίσως επειδή στ’ αλήθεια άλλαξα. Ναι, είναι παράξενο πολύ το συναίσθημα του να ξέρεις για πρώτη φορά στα σίγουρα τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου, να έχεις ένα στόχο και να τον κυνηγάς συνεχώς, ακούραστα, χωρίς σταματημό.
Όλα καλά! Ναι, είναι όλα καλά, από την ημέρα που επέστρεψα στην Κύπρο, κι ακόμη πιο πριν, προτού εγκαταλείψω την Τσιανγκ Μάι. «Όλα αλλάζουν!» έτσι σκεφτόμουνα, έτσι ένιωθα αφήνοντας την αγαπημένη πόλη. Έτσι νιώθω και τώρα. Μια παράξενη αίσθηση μοναχικής ευδαιμονίας έχει καταλάβει το είναι μου όλο και δε λέει να το εγκαταλείψει με τίποτα. Κι αυτό ξενίζει τους άλλους. «Ακόμη δεν ήρθες και κλείστηκες στο σπίτι!» με κακίζουν οι φίλοι. Τώρα, πώς να τους εξηγήσω το γιατί; Πώς να τους κάνω να καταλάβουν ότι το να είμαι «κλεισμένος» στο σπίτι αυτή την εποχή είναι το καλύτερο για μένα; ότι για να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου πρέπει να δουλέψω σκληρά και μόνος και όχι ν’ αμπελοφιλοσοφώ σε κάποιο μπαράκι;
Λες και βρίσκομαι σ’ ένα αγώνα δρόμου με το χρόνο κι αυτό πολύ μου αρέσει. «Τρέξε,» του λέω, «τρέξε, αλλά θα έρθεις δεύτερος.»
Ναι, παράξενα πολύ είναι αυτά που μου συμβαίνουν. Τόσο παράξενα που με κάνουν και χαμογελώ συνεχώς. Δεν έχω σκοτούρα καμιά, εδώ και έξι μέρες.
Όλα ξεκίνησαν φυσικά μ’ εκείνη την προδοτική έλλειψη ύπνου, πριν την αναχώρηση απ’ την Τσιανγκ Μάι. Ήθελα να κοιμηθώ οκτώ ώρες, κοιμήθηκα τρεισήμισι και ξύπνησα μες στην τρελή χαρά, χωρίς να ξέρω το γιατί. Η υπόλοιπη ημέρα πέρασε σα μέσα σ’ ένα χαμογελαστό νυσταγμένο όνειρο. Ένιωθα ότι όλα θα πήγαιναν καλά, κι απλά πήγαν. Η πρώτη πτήση είχε μια μικρή καθυστέρηση, μ’ αποτέλεσμα να τρέχω για να φτάσω τη δεύτερη. Επειδή όμως πήγα τελευταίος δε βρήκα ουρά στον έλεγχο και σε δυο λεπτά έγιν’ η δουλειά μου. Προχωρώντας βιαστικά προς την πύλη εξόδου είδα το βιβλιοπωλείο, μπήκα μέσα βιαστικά, διάλεξα στα γρήγορα οκτώ βιβλία και προχώρησα. Αμέσως άρχισε η επιβίβαση. Γλύκα.
Στο Μπαχρέιν είχα δυόμισι ώρες αναμονή που κύλησαν σα νερό με... κρασί, ανάγνωση και ίντερνετ. Το χαμόγελο πάντα εκεί ζωγραφισμένο στα χείλη μου. Κι έγινε πλατύτερο, σχεδόν γέλιο, όταν επιβιβαζόμενος στο αεροπλάνο των Κυπριακών Αερογραμμών, οι αεροσυνοδοί πήραν να μου μιλάνε στα αγγλικά. Με είδανε, βλέπετε, φορτωμένο με βιβλία και σκέφτηκαν ότι αποκλείεται να μην είμαι ξένος. Έπαιξα για λίγο το παιχνίδι τους, αλλά όταν ήρθε η ώρα μια απ’ αυτές να με ρωτήσει: «Would you like something to drink, sir?» με τη γνωστή κυπριακή προφορά, της απάντησα με την καλύτερη οξφορδιανή δικιά μου: «Ένα καφέ ρε κορού, σε παρακαλώ!». Όπως λέμε στα κυπριακά: «Έμεινε βουνάρι.»
Όπως και νάχει, είδα κι έπαθα να πείσω και τη δεύτερη αεροσυνοδό ότι είμαι όντως κύπριος.
Η πτήση προς την Κύπρο, μέσω Ντουμπάι, είχε μια κάποια μεγάλη καθυστέρηση, αλλά δε στάθηκε ικανή, παρόλη την αϋπνία και την κούραση, να μου χαλάσει τα κέφια, όπως και τίποτα άλλο μετά και μέχρι τώρα, άλλωστε.
Όλα καλά, λοιπόν. Όλα ήσυχα, όλα όμορφα, όλα όπως -αυτή τη στιγμή- τα θέλω. Εύχομαι τα ίδια και για σας.

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Michael Connelly - The Overlook

Απ’ ό,τι φαίνεται ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Μάικλ Κόνελι, είναι ντεφορμέ. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι διαβάζοντας το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο The Overlook, μάντεψα ποιος κρύβεται πίσω από το έγκλημα από πολύ νωρίς. Εκτός κι αν έχω μάθει πια τόσο καλά αυτό το συγγραφέα, που δεν καταφέρνει πια να με εκπλήξει.
Όπως και νάχει, το ανά χείρας βιβλίο είναι το πιο μικρό σε μέγεθος που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα ο Κόνελι. Πρόκειται για ένα βιβλίο, που ως συνήθως, ξεχειλίζει από δράση και ανατροπές, όπου κυριαρχεί η γνώριμη φιγούρα του ντετέκτιβ Ιερώνυμου Μπος.
Όλα αρχίζουν όταν η αστυνομία ανακαλύπτει το πτώμα ενός γιατρού, που μοιάζει να έχει εκτελεστεί με δυο σφαίρες στο κεφάλι. Η διαλεύκανση της υπόθεσης ανατίθεται στον Μπος, που σύντομα ανακαλύπτει ότι αυτή κρύβει πολλά κι επικίνδυνα μυστικά. Τόσο επικίνδυνα που αναλαμβάνουν δράση και οι μυστικές υπηρεσίες.
Για δώδεκα ώρες ακολουθούμε τα βήματα του Μπος από τη μια τοποθεσία του Λος Άντζελες στην άλλη, κι από το ένα πρόβλημα στο άλλο. Όπου κι αν ψάχνει ο καλός ντετέκτιβ για απαντήσεις, περισσότερα ερωτήματα του προκύπτουν, μέχρι που ένα τυχαίο γεγονός θ’ ανατρέψει τα πάντα και θα ρίξει νέο φως στην υπόθεση, οδηγώντάς τα όργανα της τάξης σε μονοπάτια μέχρι εκείνη τη στιγμή ανεξερεύνητα.
Το The Overlook είναι περισσότερο μια ιστορία χαρακτήρων, παρά ένα θρίλερ. Η δράση του βιβλίου είναι καταιγιστική, οι ρυθμοί κινηματογραφικοί, αλλά τα πιο δυνατά του σημεία είναι όταν αναφέρεται στις αδυναμίες των ηρώων του, κι ο Κόνελι είναι πολύ καλός σ’ αυτό: στο να μας παρουσιάζει δηλαδή χαρακτήρες τρωτούς, γιομάτους πάθη και επιρρεπείς στα λάθη. Ωστόσο, αν μου ζητούσε κανείς να συγκρίνω αυτό το βιβλίο με τα προηγούμενα του συγγραφέα, θα έλεγα ότι υστερεί. Ίσως να είναι και το χειρότερό του.
Πολλές φορές η πίεση του να εκδίδει κανείς, βρέξει-χιονίσει, ένα βιβλίο το χρόνο δεν είναι για το καλό. Ίσως να έχει φτάσει ο καιρός να βγει κι ο δόλιος ο Μπος στη σύνταξη, από τη στιγμή που δεν μπορεί πια να χαρίσει την έμπνευση στο δημιουργό του (αν και όπως διαβάζω στο ίντερνετ, ο τελευταίος θα πρωταγωνιστεί και στο νέο βιβλίο του Κόνελι, το The Brass Verdict, που θα βγει τον Οκτώβρη).
Όπως και νάχει, ο Αδαής ελάλησε και εύχεται το μέλλον να τον βγάλει ψεύτη.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

Βιβλία για το καλοκαίρι

Επέστρεψα φορτωμένος με βιβλία από την Ταϊλάνδη και δεν ξέρω τι να πρωτοδιαβάσω τώρα. Οι επιλογές είναι πολλές και οι τίτλοι ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Ειδικά, τα βιβλία που αγόρασα την τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ, μου κλείνουν όλο και πιο συχνά το μάτι.
Όπως και νάχει, ιδού ο κατάλογος:
Wilbur Smith – The Quest
J.R.R. Tolkien – The Children of Hurin
Thomas Harris – Red Dragon & The Silence of the Lambs (in one volume)
Michael Connelly – The Overlook
Michael Connelly – The Narrows
Michael Connelly – The Lincoln Lawyer
David Baldacci – The Simple Truth
David Baldacci – Saving Faith
Philip Pullman – The Golden Compass
Philip Pullman – The Subtle Knife
Philip Pullman – The Amber Spyglass
Jeffery Deaver – The Sleeping Doll
C.S. Lewis – The Chronicles of Narnia (all seven books in one volume)
Christopher Berry-Dee – Talking With Serial Killers
Various – The World’s Worst Murders

Στα πιο πάνω μάλλον πρέπει να προσθέσω και δύο ελληνικούς τίτλους που δεν αγόρασα ακόμη, αλλά που σίγουρα θα προμηθευτώ σύντομα:

Σώτη Τριανταφύλλου – Λίγο από το αίμα σου
Αλέξης Σταμάτης – Βίλα Κόμπρε

Όπως καταλαβαίνετε θα είναι μακρύ αλλά απολαυστικό αυτό το καλοκαίρι.

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Ο Ψαράς

Κάθε πρωί με την αυγή, παίρνει τη βαρκούλα του και βγαίνει, με γαλήνια τη μοναχική ψυχή, στα ανοικτά. Όχι, όχι για να ψαρέψει, αλλά και πάλι ίσως ναι, και γι’ αυτό. Ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια ψαράς, ήταν ένας άνθρωπος της γης, αγρότης απ’ τα γεννοφάσκια του, αλλά από τότε που έχασε την κυρά του, εκείνη που τον συντρόφευε λες από πάντα, παράτησε μεμιάς και δίχως ενοχές τα κτήματα, κι άρχισε ν’ αγαπάει όλο και πιο πολύ το νερό. Μόνο μέσα εκεί, έλεγε, στη φρέσκια αλμύρα και την απεραντοσύνη της ανοικτής θάλασσας, μπορούσε να επικοινωνεί με την ψυχή της αγαπημένης.
Αρμένιζε, λοιπόν, κάθε πρωί, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, κάτω από καθάριους φωτεινούς ουρανούς και γκρίζους απειλητικούς, μέσα από γαληνεμένα κύματα ευλογίας και άλλα οχτρικά καταραμένα, ψάχνοντας της λειψής ζωής του την ουσία. Κάθονταν για ώρες αμέτρητες εκεί, μέσα στη θαλασσοδαρμένη βαρκούλα του, κι αναμετριόταν με τους αγγέλους και τους δαίμονές του, με τις ευτυχισμένες αναμνήσεις από το μακρινό χθες και τη σημερινή δυστυχία του.
Θυμόταν το παρελθόν -μ’ ένα πικρό χαμόγελο και μια γλυκιά πίκρα- τότε που η τύχη του χαμογέλασε πλατιά και γνώρισε την αγαπημένη, τότε που η χαρά ήταν ο κανόνας στην καθημερινότητά τους, τότε που και οι δυο θαρρούσαν, μέσα στην αβυσσαλέα νεανική τους άγνοια, ότι θα ζούσαν όλα τους τα χρόνια και θα πέθαιναν μαζί. Ω, πόσο απόλυτα ευτυχισμένοι ήταν μέσα στην πλούσια λιτή ζωή τους! Είχαν ο ένας τον άλλο και την πλούσια, τη ζωοδότρα αγάπη τους, και τίποτα άλλο στον κόσμο δε χρειάζονταν. Ένιωθαν ανίκητοι, άφθαρτοι, αθάνατοι, ενώ οι άκαρδοι θεοί γελούσαν εις βάρος τους.
Έτσι, θέλοντας και μη, τα χρόνια γρήγορα πέρασαν χαράζοντας βαθιά αυλάκια στις ζωές τους, και κάποτε η Παναγιώτα πέθανε, αφήνοντάς τον μόνο, με τις αναμνήσεις του. Βαρύ το φορτίο της μοναξιάς και μόνο η μάνα, η σκοτώστρα, η γιάτραινα, η θάλασσα, μπορούσε κάπως να το αλαφρύνει, να το κάνει λίγο πιο ανεκτό. Γι’ αυτό και της παραδόθηκε ολοκληρωτικά, με την ψυχή του όλη, γι’ αυτό και τη λάτρεψε, σα διάβολο και σα θεό.
Ώρες πολλές, αμέτρητες, λυτρωτικές, ξόδευε μέσα στη βάρκα, μιλώντας με το φάντασμα της αγαπημένης, που τρεμόπαιζε στον ορίζοντα της φαντασίας του, θυμίζοντάς του όλ’ αυτά που έζησαν μαζί και τα άλλα, τα πολλά, που δεν πρόλαβαν, και παραπονούμενος συνεχώς, ο δόλιος, για την εγκατάλειψή του εκ μέρους της. Έφυγες και μ’ άφηκες, Γιώταινα. Έφυγες και μ’ άφηκες, κυρά μου!, μονολογούσε. Αλλά, τι στ’ αλήθεια του ’φταιξε κι αυτή η κακομοίρα, και ούτε και στο θάνατο ακόμη δεν την άφηνε να ξαποστάσει; Αφού το ήξερε δα πολύ καλά, πώς ο φαφούτης ο χάρος, δεν σκέφτεται αγάπες και μοναξιές προτού σου κτυπήσει την πόρτα.
Πολλές φορές έπιασε τον εαυτό του να σιγοψιθυρίζει στο κύμα, να παρακαλεί τις γοργόνες να ’ρθουν να τον ακούσουν και να τον συμπαθήσουν, να τον λυπηθούν και παίρνοντάς τον αγκαλιά να τον οδηγήσουν κι αυτόν στον κάτω κόσμο. Μια ζωή σαν παραμύθι, αυτό χρειαζόταν, μια και στα παραμύθια όλα μπορούν να συμβούν. Ας ήταν τέτοια η ζωή του, εκλιπαρούσε κάποιους άγνωστους θεούς, ας ήταν τέτοια και θα πουλούσε δίχως κανένα δισταγμό την ψυχή του στο διάβολο, σ’ ένα οποιοδήποτε διάβολο, ώστε να μπορέσει να πάει να βρει την αγαπημένη, να την κρατήσει και πάλι στη γερασμένη του αγκαλιά. Αλλά, ξέρει! Βαθιά μέσα του το ξέρει ότι αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Έτσι, κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, στη θάλασσα αρμενίζει και μιλά με μια αόρατη ψυχή. Τον ακούει, το νιώθει. Το νιώθει στον άνεμο, που γίνεται ζεστός και απαλός σα χάδι, το νιώθει στης καρδιάς του το σκίρτημα. Κάνε υπομονή ψυχή μου, ψιθυρίζει, και στα στοιχεία όλα της φύσης χαμογελά. Κάνε υπομονή και σύντομα θα έρθω να σε βρω...
Το σύντομα θ’ αργήσει πολύ ακόμη να ’ρθει, αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει αυτό, έτσι ξανά και ξανά, κάθε πρωί με την αυγή, παίρνει τη βαρκούλα του και καλημερίζοντας τον ήλιο που ξεπροβάλλει αυτοκρατορικός απ’ τα θαλασσινά πέρατα του ορίζοντα, βγαίνει στ’ ανοικτά. Όχι, όχι για να ψαρέψει, αλλά και πάλι ίσως ναι, και γι’ αυτό.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

12 Ιουνίου 2008. Πρωί...

Αγαπητέ Κανένα,
Το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής έχει αρχίσει. Σου γράφω από το αεροδρόμιο της Τσιανγκ Μάι σ’ ένα από τα μαγαζιά του οποίου – σε μια καφετέρια για να ’μαι πιο συγκεκριμένος – υπάρχει ένας καταρράκτης. Αν είναι δυνατόν! Αλλά, δεν είναι αυτό το πιο απίστευτο. Το απίστευτο είναι ότι οι τιμές είναι οι ίδιες με την πόλη, δηλαδή πολύ χαμηλές.
Τώρα, αφήνοντας πίσω το παρόν θέλω να επιστρέψω στο άμεσο παρελθόν. Σήμερα έβαλα τα ξυπνητήρια για τις εννιά το πρωί και ξύπνησα στις πέντε. Κι εγώ, ο αισιόδοξος, που χαιρόμουνα πώς θα ταξίδευα για μια φορά ξεκούραστος, έμεινα χάσκοντας. Όχι ακριβώς χάσκοντας δηλαδή, αλλά κάτι σα χάσκοντας. Αδύναμος και λίγος άκεφος καθώς ήμουνα δεν είχα όρεξη για να κάνω κάτι ουσιαστικό έτσι τόριξα στα μπλογκς και στο Facebook. Διάβασα και έπαιξα όσο μπορούσα κι η ώρα γρήγορα πέρασε.
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε νυσταγμένη αναμονή. Και θα βρεθώ σ’ αυτή τη θέση τρεις ακόμη φορές αφού μόλις χθες το βράδυ αντιλήφθηκα ότι θα περάσω κι απ’ το αεροδρόμιο του Ντουμπάι, οπότε καταντά πλέον σιδηρόδρομος αυτή η διαδρομή: Τσιανγκ Μάι – Μπανγκόκ – Μπαχρέιν – Ντουμπάι – Λάρνακα – Λευκωσία. Είκοσι τρεις ώρες συνολικά υπολογίζω να διαρκέσει το ταξίδι, εκτός κι αν χάσω την τρίτη πτήση και ξεμείνω στο Μπαχρέιν (σημείωση: δυστυχώς δεν την έχασα).
Κατά τα άλλα, υγιαίνομε και ανυπομονούμε να βρεθούμε και πάλι στην μπαμπά πατρίδα, με τους 35 βαθμούς θερμοκρασία (χαμηλή για την εποχή είν’ η αλήθεια) και το 80% υγρασία – να στάζει ιδρώτα ο γονιός και του παιδιού να μην του δίνει.
Αυτά! Λέμεν τα...

Υ.γ. Η συνέχεια ύπνου θέλοντος και χρόνου επιτρέποντος, αύριο...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Αγαπητέ Κανένα

Να που οι μέρες μου στην Τσιανγκ Μάι έφτασαν στο τέλος τους. Αύριο το πρωί την κάνω μ’ ελαφρά πηδηματάκια για Μπανγκόκ-Μπαχρέιν-Λάρνακα-Ύπνο!
Θα μου λείψει η αγαπημένη μου πόλη; Δεν μπορώ στ’ αλήθεια να πω. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο χρόνος μου εδώ κάθε άλλο παρά χαμένος πήγε. Έγραψα πολύ, διάβασα πολύ, πήρα πολλές σημειώσεις, γνώρισα νέους και πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, εμπλούτισα τις γνώσεις μου σ’ ένα θέμα που μ’ ενδιαφέρει, πήρα αποφάσεις κι... ευχάριστα νέα! Τι άλλο να ζητήσει κανείς μετά την παραμονή του σε μια πόλη για δυο μήνες; Λιγότερη βροχή ίσως!
Πάντως, μιλώντας σε μια πιο προσωπική νότα, εδώ και αρκετές βδομάδες νιώθω έντονα πώς -όπως λέμε- «οι τροχοί γυρίζουν». Αν ήταν ένα φευγαλέο συναίσθημα δε θα του έδινα σημασία, αλλά όταν είναι τόσο έντονο και κρατάει για τόσο πολλή καιρό, δεν μπορώ να το αγνοήσω. Δεν είναι πώς η «τύχη μου» άρχισε ξαφνικά ν’ αλλάζει από μόνη της, είναι το πώς τη σπρώχνω συνεχώς, τη βοηθάω ν’ αλλάξει, εδώ και ένα σχεδόν χρόνο. Δεν ξέρω, αυτό ίσως και να είναι ένα σημάδι ότι επιτέλους ξεπέρασα την αιώνια εφηβεία μου, ότι τώρα πια ξέρω που πατώ και που πηγαίνω. Τώρα, καλό είν’ αυτό ή κακό; Θα δείξει.
Κατά τα άλλα, με τη βοήθεια της μαμάς Ζιβανίας, η κυρά γρίπη σχεδόν με εγκατέλειψε, αλλά και πάλι δεν μπορώ να γράψω. Ετούτη τη φορά, όμως, επειδή ξέμεινα από χρόνο. Τις λίγες ώρες που μου απομένουν σήμερα θα τις ξοδέψω τριγυρνώντας στα βιβλιοπωλεία για τις τελευταίες αγορές (αν και ακόμη αναρωτιέμαι που θα στριμώξω 25 βιβλία, έξι από τα οποία αδιάβαστα), στο εστιατόριο του Μάρτιν για το καθιερωμένο τελευταίο δείπνο και στο μπαρ του Τζον για τη στερνή μπύρα Λίο. Αν βρω λίγο χρόνο ίσως εμπλουτίσω ακόμη περισσότερο το μπλογκ, όπου ήδη πρόσθεσα κάποιους νέους συνδέσμους, την ατάκα της ημέρας, καταλόγους με συγγραφείς και ποιητές και τη γαϊδουρο-ελεφαντο-φάτσα μου, όπως τη βλέπουν οι αθώοι περαστικοί περνώντας από το Facebook.
Αν είχα στον υπολογιστή κάποιους στίχους που έγραψα παλιά ίσως να τους ανέβαζα κι αυτούς για να σας τιμωρήσω που με διαβάζετεJ
Σε ό,τι αφορά τα της ανάγνωσης κατάφερα και τέλειωσα το “Blood Work” του Μάικλ Κόνελι και άρχισα το “Void Moon” του ίδιου. Θ’ ακολουθήσει το “The Sleeping Doll” του Τζέφρι Ντίβερ.
Μ’ αυτά κι αυτά... πάπαλα. Ό,τι είχα να πω το είπα, ό,τι είχα να γράψω το έγραψα. Αεροπορικών Εταιρειών Αδεία και Ύπνου Επιτρέποντος θα τα πούμε ξανά την Παρασκευή από τη Λευκωσία.
Μέχρι τότε, καλά ποτά!

Αδιέξοδη Ζωή

Όλοι έβλεπαν την εικόνα της, το πανέμορφο περιτύλιγμα, αλλά κανένας την ουσία της. Άκουγαν το χαριτωμένο γέλιο της, μα δεν παρατηρούσαν τον πόνο που κρυβόταν πίσω από το χαμόγελο. Χαίρονταν περισσότερο από καθετί στον κόσμο τη συντροφιά της, αλλά στ’ αλήθεια τρόμαζαν όταν την πλησίαζαν πολύ.
Κανείς δε με καταλαβαίνει. Κανείς! Αυτό ήταν το παράπονό της. Και κανείς δεν επρόκειτο να την καταλάβει ποτέ, να διαβάσει της ψυχής της το μεγάλο μυστήριο.
Και να πεθάνω, εδώ και τώρα, δε με νοιάζει, έλεγε πού και πού, κι οι άλλοι την κοιτούσαν σχεδόν ειρωνικά, επιτιμητικά, σαν ένα βιτσιόζικο παιδί, που πάντα ζητούσε να του δίνουν σημασία.
Πόσο λίγο την ήξεραν! Όχι, δε ζητούσε ούτε τη σημασία, ούτε τη συμπόνια, πόσο μάλλον τις νουθεσίες κανενός. Απλά, ήθελε να την αφήσουν ήσυχη. Αυτό μονάχα ζητούσε. Να ζει ήσυχη, σε αρμονία με τον εαυτό της. Κι αν δεν την αντέχουν, κι αν τη φοβούνται, κι αν τη λοιδορούν οι άλλοι, ε, μπορούν να πάνε όλοι στο διάολο.
Δε θέλει ν’ αγαπήσει πια, αλλά ούτε καν και ν’ αγαπηθεί. Θέλει μόνο ν’ αφήσει τον χρόνο, με τους δικούς του προαιώνιους ρυθμούς, να την προσπεράσει. Τις στιγμές της τις ζει μία μία. νιώθει τον πόνο αυτών που χάνονται για πάντα, μα την ίδια ακριβώς ώρα τις ρουφάει με πάθος. Ναι, ρουφάει το χρόνο, σαν ένα καλό τσιγάρο, ένα τσιγάρο που τη βοηθάει να ξεχάσει και να ξεχαστεί, που μετατρέπει τις σκέψεις και τα προβλήματά της σε καπνό, που εξαπολύει στον αέρα, που τη βοηθά, αργά σκοτώνοντάς την να είναι ο εαυτός της.
Δε ζητάω τίποτα, από κανένα. Δε ζητάω τίποτα, έτσι ας μην ζητάνε κι οι άλλοι από μένα. Το λέει και το εννοεί. Τι να ζητήσει άλλωστε; Άχρηστα κι αχρείαστα τα δώρα τους. Τι να τους χαρίσει; Λίγες μόνο σταγόνες αγάπης της περισσεύουν και τις δίνει μ’ όλη τη ορμή της πονεμένης της ψυχής. Τις δίνει όταν η μοναξιά γίνετ’ αβάστακτη, όταν χρειάζεται ένα κορμί για να τη γεμίσει και να τη ζεστάνει, όταν θέλει να πάρει έστω και για λίγο μια γεύση από τον παράδεισο προτού βουλιάξει και πάλι στην προσωπική της κόλαση.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο βαριέμαι, μου παραπονιέται συχνά πυκνά. Κι όμως, μπορώ, αλλά δεν της το λέω, επειδή το ξέρω ότι θα πάρει ανάποδες. Το δράμα της είναι εξάλλου μοναδικό, κανείς άλλος δεν μπορεί να το βιώσει. Να το βιώσει ίσως όχι, να το νιώσει όμως; Όχι, δεν τη ρωτώ ούτε κι αυτό. Την αφήνω να μονολογεί. Κάνω δυο δουλειές, ζωγραφίζω, γράφω, διαβάζω, κάνω και σεξ κάθε τόσο, κι όμως η ζωή μου φαντάζει ανούσια, δίχως λόγο ύπαρξης. Ίσως αν μπορούσε ν’ αλλάξει λίγο, ν’ αρχίσει να προσθέτει στην καθημερινότητά της περισσότερη διασκέδαση και ν’ αφαιρεί ευθύνες, ίσως όλα τότε να ήταν καλύτερα. Αλλά όχι, ποτέ δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Της αρέσει να τρέχει, να βιάζεται και ν’ αφήνει το χρόνο να την προσπερνά.
Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, προτού πάθω, προτού μάθω, της εξομολογούμαι. Με κοιτά σιωπηλά με μάτια κενά που ταξιδεύουν αλλού, καπνίζοντας, αφήνοντας το ελάχιστο του χρόνου να περάσει και να σκορπιστεί στης στιγμής τη λήθη, σαν τον καπνό απ’ το τσιγάρο της.
Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια βαθαίνουν, η μοναξιά μεγαλώνει, τα όνειρα που κάποτε έκανε πνίγονται στα πρέπει με τα οποία έχει φλομώσει τον εαυτό της.Δε θέλει απολύτως τίποτα, ή, μάλλον, σχεδόν τίποτα, αφού να, θέλει μονάχα να πεθάνει και να ξεχαστεί από όλους. Την ακούω, δε μιλώ, δε χαμογελώ, δεν την παρηγορώ. Κάνω βουτιά βαθιά μέσα στα μάτια της, όπου βλέπω αμυδρά να τρεμοπαίζει της ζωής η φλόγα.

υ.γ. παλιό και ξαναδουλεμένο

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Ο Άγιος Πότης

Και κάποτε έφτασε η μέρα που θα γνώριζα κάποιον πραγματικό, ένα γνήσιο μπεκρή. όχι σαν και ελόγου μου, που του άρεσε να το παίζει άγιος πότης, αλλά κάποιον που στ’ αλήθεια ήταν.
Ο Γιωργάκης είχε μόλις περάσει τα πενήντα του και είχε ήδη συμπληρώσει τριάντα πέντε χρόνια στην κραιπάλη, ένας αληθινός παλαίμαχος. Βιοπαλαιστή, πολύτεκνο, ιδιόρρυθμο και αθεράπευτα ρομαντικό. κάπως έτσι περιέγραφε τον εαυτό του. Και κάπως έτσι ήταν. Είχε έξι παιδιά, δικό του μαγαζί -πλην πολύ μικρό και καθόλου προσοδοφόρο- απ’ αυτά που περιγράφουμε σα γενικού εμπορίου, και ήταν και οδηγός ταξί. Όσο για τα περί ρομαντικού, η αλήθεια είναι ότι αγαπούσε όλες τις νέες και όμορφες γυναίκες με μεγάλο, με ασυγκράτητο πάθος.
Τον γνώρισα ξημερώματα κάποιας Παρασκευής, σ’ ένα μικρό τοπικό ραδιοσταθμό, όπου είχε αναλάβει τρις εβδομαδιαίως μία απ’ τις δύο μεταμεσονύχτιες βάρδιες. Είχα πάει εκεί αρκετή ώρα πριν από την έναρξη της δικής μου εκπομπής και, μια και είχα όσο χρόνο ήθελα στη διάθεσή μου, μπήκα στο στούντιο, συστήθηκα και πιάσαμε την κουβέντα. Η μουσική που έπαιζε -βαριά λαϊκά κι ασήκωτα- μου προκαλούσε πονοκέφαλο, αλλά απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή μου τράβηξε την προσοχή ο χαρακτήρας του, η πολύμορφή του φυσιογνωμία, κι έτσι άντεξα αγόγγυστα τα τραγούδια για του λαού τα βάσανα. Έδειχνε αφόρητα, ασυγχώρητα κουρασμένος ο Γιωργάκης, καταβεβλημένος λες απ’ τη ζωή, μ’ ένα παράπονο μόνιμα ζωγραφισμένο στο βλέμμα.
Χωρίς να τον ρωτήσω άρχισε να μου μιλά για τη ζωή του, για όσα έκανε, για όσα ήθελε να κάνει μα δεν τα κατάφερε, για το μακροχρόνιο, γόνιμο, πλην δυστυχισμένο γάμο του, για τον έρωτά του για μια νεαρή -εκ του ανατολικού μπλοκ προερχόμενη- πόρνη, που έγινε έγκαιρα αντιληπτός απ’ τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να χαθεί στη δίνη της οργής και του χρόνου, για την απομόνωση, για την πίκρα που βίωνε μέσα στο ίδιο του το σπίτι, όπου όλοι τον αντιμετώπιζαν με φωνές και βλέμματα ειρωνικά, όπου -όπως μου έλεγε με σπασμένη φωνή- κανένας δεν τον αγαπούσε.
Δεν ήθελα να είναι έτσι η ζωή μου! ομολόγησε, δακρύζοντας. Δεν ήθελα... Αλλά, το πιοτό βλέπεις... Παντρεύτηκα και νέος... Όλα λάθος τα έκανα. Όλα... Παλιοζωή...
Εγώ, από πάντοτε εκπαιδευμένος σιωπηλός ακροατής, ρουφούσα άπληστα τα λόγια του, την κάθε του λέξη, έκλεβα μία-μία της ζωής του τις στιγμές. Δεν προσπάθησα, ούτε στιγμή, να του χαρίσω τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα της παρηγοριάς, δεν προσπάθησα να του δείξω κατανόηση ή να δικαιολογήσω τις πράξεις του, δεν του είπα να μην ανησυχεί και πώς όλα θα πάνε καλά. Απλά τον άκουσα. Κι αυτός στο τέλος-τέλος έμοιαζε κάπου ανακουφισμένος.
Στο πέρασμα του χρόνου έγινα, όπως μονολογούσε, ο μόνος αληθινός του φίλος, ο καλύτερος, αλλά εγώ δεν ένιωθα το ίδιο. Όχι, δεν ήταν φίλος μου, καθόλου! Ήταν απλά ένας λυπημένος άνθρωπος που κάποτε βρέθηκε τυχαία στο δρόμο μου κι αποφάσισε να μου ανοίξει την ψυχή του. Εκείνος ήταν ένας απόκληρος της ζωής, ενώ εγώ ήμουν ένας απόκληρος της αντίληψης.
Ήπιαμε πολλές μπύρες και βότκες μαζί, μεθύσαμε και τραγουδήσαμε τον πόνο και το παράπονό του. Αλλά, καθώς ο χρόνος γοργά κυλούσε κι έφευγε, καθώς έκανα στο δρόμο μου στροφή και άλλαζα πορεία, άρχισα σιγά-σιγά, συστηματικά, ν’ απομακρύνομαι από κοντά του. Μέχρι που κάποτε έφτασα στο σημείο να τον απεχθάνομαι, και τώρα -μπορώ και το λέω πως- καθόλου περήφανος δε νιώθω γι’ αυτό που έκανα.
Ευτυχώς, από ένα γύρισμα των τροχών της τύχης, με βγάλανε απ’ τη νυχτερινή βάρδια κι έτσι, θέλοντας και μη, χαθήκαμε εντελώς. Μάθαινα, ωστόσο, τα νέα του απ’ τον αντικαταστάτη μου, που καθόλου όπως φαίνονταν δεν τον συμπαθούσε. Πίνει κάθε βράδυ -και στη διάρκεια της εκπομπής- πολύ, μου είπε. Το έριξε στο κονιάκ και τα χνώτα του μυρίζουν από μακριά. Δεν αντέχω να βρίσκομαι δίπλα του ούτε λεπτό...
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αδυνάτιζε. Δεν έτρωγε καθόλου. Σα να είχε χάσει και τα τελευταία απομεινάρια της θέλησής του για ζωή. Λες και το αλκοόλ ήταν ο μοναδικός του φίλος, η μοναδική του σωτηρία. εκείνη που τον κρατούσε ζωντανό, εκείνη που τον οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον ακριβό του προορισμό, το θάνατο.
Δεν πέρασε καιρός πολύς όταν έμαθα πώς τον απέλυσαν αφού, κάποια βραδιά του χειμώνα μεθυσμένη, αποφάσισε να τα βάλει με όλους και με όλα στον αέρα, βρίζοντας και κατηγορώντας αθώους και αδίκους. Ήθελα να ψάξω να τον βρω, να του πιο για μία και μοναδική φορά τα αμάραντα λόγια της παρηγοριάς, αλλά ένιωσα μέσα μου ένα απροσδιόριστο φόβο, κάτι με πειθώ να με συγκρατεί, και δεν το έκανα. Φοβόμουν, ίσως, ν’ αντικρίσω το πρόσωπό του. ν’ αντιμετωπίσω τις κατηγορίες που σίγουρα είχε να μου προσάψει.
Ύστερα από δυο-τρεις μήνες άκουσα πώς πέθανε. Δεν πήγα στην κηδεία. Δεν έστειλα λουλούδια. Δεν ξέρω αν λυπήθηκα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ είδα στ’ όνειρό μου ότι κάποιοι με κυνηγούσαν μες στις σκιές μιας άγριας νύχτας. Έτρεχα σαν τρελός, αγκομαχώντας, μ’ αγωνία να τους ξεφύγω, αλλά ένιωθα όλο και πιο έντονη, όλο και πιο οδυνηρή, την ανάσα τους στο σβέρκο μου. μια ανάσα που μύριζε πιοτό και σήψη. Μετά από καμπόση ώρα έφτασα εξαντλημένος στο σπίτι μου, άνοιξα καταϊδρωμένος την πόρτα και την έκλεισα αμέσως δυνατά, με πάταγο, πίσω μου. Κοντοστάθηκα για λίγο βαριανασαίνοντας, αλλά σύντομα ένιωσα τις δυνάμεις μου να μ’ εγκαταλείπουν, τα πόδια μου να παραπαίουν. σωριάστηκα στο πάτωμα και, ξύπνησα. Σηκώθηκα με δυσκολία απ’ το κρεβάτι και παραπατώντας πήγα στο μπάνιο για να ξεπλύνω από πάνω μου τον τρόμο. Άφησα το κρύο νερό να τρέξει άφθονο στα χέρια, κι άρχισα να πλένω το πρόσωπό μου με δύναμη, σχεδόν με μίσος. Όταν σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα στον καθρέφτη, είδα να με κοιτάει πίσω μ’ ένα βλέμμα θλιμμένο το πρόσωπο του Γιωργάκη. Μια σπαρακτική κραυγή, βγαλμένη λες από ταινία τρόμου, μου ξέφυγε απ’ της ψυχής τα χείλη και ξύπνησα. για τα καλά ετούτη τη φορά.

υ.γ. κι αυτό παλιό και ξαναδουλεμένο

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Ένα σημάδι στο δρόμο

Την έβλεπαν όλοι έτσι όπως ήταν, λυπημένη, σκυθρωπή, καταρρακωμένη, και τη συμπονούσαν με όλο της ψυχής τους το περίσσευμα. Την προηγούμενη μόλις ημέρα είχε χάσει τον άντρα της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, και τώρα στην κηδεία, στο στερνό του τον αποχαιρετισμό, έμοιαζε να τα ’χει τελείως χαμένα. Όχι, δεν έκλαιγε με λυγμούς, όπως συνήθως κάνουν οι χήρες, αλλά ούτε και κτυπιόταν φωνάζοντας το νεκρό να επιστρέψει πάλι πίσω κοντά της. Απλά, είχε υιοθετήσει μια στάση ψυχρής, θα έλεγε κανείς, αξιοπρέπειας. Κάθε τόσο κάποιο μικρό δάκρυ επιχειρούσε να βρει διέξοδο στους χλωμούς διαδρόμους του προσώπου της, αλλά στο τέλος πάντα κατάφερνε να το εμποδίσει, να το καταπιέσει. Ούτε καν ένα ξεφύσημα αναστεναγμού δεν άφησε να ξεφύγει απ’ τα πονεμένα της στήθια. Δημόσια, τουλάχιστον, θα αντιμετώπιζε τον πόνο της, το προσωπικό της δράμα, με περήφανη αξιοπρέπεια.
Η πιο καλή της φίλη, η κολλητή της από τότε που ήταν μικρές, κάποια με την οποία πέρασαν τα μύρια όσα μαζί, η Δήμητρα, την κοιτούσε και σιωπηλά μαράζωνε. Αχ, καλή μου, μονολογούσε από μέσα της, σε χτύπησε σκληρά πολύ, η μοίρα. Ναι, την ήξερε πολύ καλά τη Βάσω, διάβαζε την ψυχή της σαν ένα φανερό χαρτί στην τράπουλα της ζωής, μάντευε την κάθε της σκέψη, κι ας εκείνη υποστήριζε το αντίθετο: Δεν είμαι αυτή που νομίζεις, φιλενάδα, της έλεγε κάθε φορά που συναντιόνταν, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά να την ακούσει. Και τώρα σκεφτόταν: Το καλό είναι ότι με το φευγιό του Αντρέα, ο θεός ας αναπάψει την ψυχή του, θα έρθουμε και πάλι κοντά, όπως παλιά, όπως τότε που δεν υπήρχαν άντρες μέσα στη μέση για να μας χωρίζουν.
Δεν ήξερε, δε ρώταγε; Η Βάσω είχε άλλα, δικά της σχέδια, για το μέλλον, και όσο κι αν της κόστισε ο χαμός του άντρα της, εκείνη ήταν αποφασισμένη να ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή, να φύγει για άλλους τόπους, να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, να μάθει νέα, πιο συναρπαστικά κόλπα. Αυτές οι σκέψεις τριβέλιζαν το σκοτισμένο της μυαλό στη διάρκεια της κηδείας, και το πρόσωπό της, αν και την περισσότερη ώρα σκυθρωπό, για κάποιες φευγαλέες στιγμές έμοιαζε παράξενα να λάμπει.
Σαν τέλειωσε το τελετουργικό, όταν απέθεσαν το νεκρό κορμί στη γη και το κάλυψαν με τη μυρωδιά του φρεσκοσκαμμένου χώματος, φίλοι και γνωστοί, συγγενείς και άγνωστοι, την ακολούθησαν στο σπίτι για τον καφέ, τα ούζα και τα μεζεδάκια της παρηγοριάς. Τι να έκανε κι αυτή η καημένη; Θα υπέμενε κι ετούτο το μαρτύριο. Ως συνήθως όλοι, με τη σειρά, πήραν να την παρηγορούν. Της έλεγαν να έχει πίστη και κουράγιο, να βάλει τα δυνατά της και όλα θα πάνε καλά. Εκείνη τους άκουγε υπομονετικά, με σκυμμένο το κεφάλι, με χαμηλωμένο το βλέμμα, και τους ευχαριστούσε ψιθυριστά, σχεδόν άηχα, ραγισμένα.
Ύστερα από δυο-τρεις ώρες το σαλόνι του σπιτιού της πήρε να αδειάζει. Τελευταίοι έμειναν κάποιοι αργόσχολοι, από κείνους που περιμένουν να γίνει κάνας γάμος, καμιά κηδεία ή βάφτιση για να κλέψουν λίγες ανάσες ζωής, και η Δήμητρα, που δεν το έκανε το μεγαλείο της ψυχής της να φύγει και να εγκαταλείψει τη φιλενάδα της, στην πιο δύσκολή της ώρα. Αφού είδε κι απόειδε και λυτρωμό απ’ αυτούς δε βρήκε, η νια χήρα επικαλέστηκε ένα φοβερό πονοκέφαλο, μήπως μπορέσει και τους ξεφορτωθεί. Επιτέλους, έφεξε, έπιασαν το εμφανές υπονοούμενο και με αεροφιλήματα και λίγες τελευταίες κουβέντες παρηγοριάς, σηκώθηκαν και φύγαν. Μόνο η Δήμητρα παρέμεινε, η οποία πίστευε ακράδαντα ότι δεν είχε ακόμη φέρει σε πέρας το ιερό της καθήκον.
Όχου, μάνα μου, που μπλέξαμε! Ετούτη δω δε θα μου αδειάσει με τίποτα τη γωνιά, σκέφτονταν με σιωπηλή οργή, η Βάσω.
Πριν περάσει πολλή ώρα η φιλενάδα άρχισε να την πυροβολεί με ερωτήσεις σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του μακαρίτη, ο οποίος χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο σε κάποια διασταύρωση, για να εγκαταλειφθεί αιμόφυρτος στο δρόμο και να ξεψυχήσει καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.
Τον είδες, καλή μου, τον άντρα σου προτού ξεψυχήσει; Τον είδες; Πώς όταν;
Ήταν... Ήταν... Ήταν σαν ένα σημάδι στο δρόμο, απάντησε εκείνη, και μη μπορώντας άλλο πια να καταπιέζει μέσα της όλα εκείνα τα συναισθήματα, που για ώρες ατέλειωτες αμείλικτα την τυραννούσαν, έτρεξε στο υπνοδωμάτιό της, κλειδαμπάρωσε την πόρτα, ρίχτηκε μπρούμυτα, ακριβώς έτσι όπως ήταν ντυμένη, στο κρεβάτι κι άρχισε να γελά με την ψυχή της. Γελούσε τόσο πολύ, τόσο τρανταχτά, τόσο από καρδιάς, που ώρες-ώρες ένιωθε να της κόβεται η ανάσα.Η Δήμητρα, που με κάποια μικρή καθυστέρηση την ακολούθησε και βρήκε την πόρτα κλειστή, έστησε για λίγο αυτί απ’ έξω και την άκουσε, έλεγε μετά στους κοινούς τους γνωστούς, να κλαίει με λυγμούς, σπαρακτικά πολύ, τόσο πολύ που έμοιαζε να πνιγόταν!

υ.γ. παλιό και ξαναδουλεμένο

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Το Δράμα της Μάρθας


Αφού λόγω της "ξηρασίας λέξεων" και της δόλιας της γρίπης δεν μπορώ να γράψω κάτι νέο, είπα ν' ανεβάσω μια παλιά ιστορία που είχα ξαναδουλέψει πρόσφατα. Διαβάστε, λοιπόν, για Το Δράμα της Μάρθας:


Έκλαιγε με λυγμούς, εδώ και μέρες, απαρηγόρητα, χωρίς σταματημό. Έκλαιγε μόνο. Δε μιλούσε, δε φώναζε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο. Έκλαιγε. Επειδή έχασε τον αγαπημένο της, τοn ένα και μοναδικό της αγαπημένο. Από την ημέρα που της πέθανε ο κόσμος της ολάκερος άρχισε σιγά-σιγά να γκρεμίζεται, η ζωή της, που άλλοτε ξεχείλιζε από χρώματα και μουσικές και χίλιες δυο ομορφιές, έχασε το νόημα, τη σημασία της. Στ’ αλήθεια δε χωρούσε στο φτωχό της το μυαλό, στην πονεμένη της ψυχή, η ιδέα αυτού που συνέβηκε. Γιατί πέθανε, ε; Γιατί; Πώς μπόρεσε και της το έκανε αυτό; Ω, ήταν άδικο, άδικο πολύ και κρίμα.
Προτού τον γνωρίσει ήταν αλύγιστα μόνη, αλλά συνήθιζε να λέει ξανά και ξανά σε φίλους, γνωστούς και συγγενείς, ότι χρειαζόταν κάποιον για να αγαπήσει. Ναι, χρειαζόταν κάποιον γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, και το επαναλάμβανε μονότονα, σαν εκείνο το παλιό αγαπημένο τραγούδι των Queen: I need somebody to love. I need somebody to love. Somebody, somebody, somebody to love…
Κι επιτέλους, κάλλιο αργά παρά ποτέ, τον βρήκε, κι από τότε η ζωή της απέκτησε παραδείσια ομορφιά, η ύπαρξή της ουσία. Εκείνος ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσε: τρυφερός, παιχνιδιάρης, γλυκύτατος, συμπονετικός, πάντα πρόθυμος να την ακούσει και να της συμπαρασταθεί στο καθετί. Με μια λέξη ήταν τέλειος, ο Τζόνι της. Τέλειος! Από την ημέρα που βρέθηκε κοντά της, στο πλάι της, από τη στιγμή που ήρθε για να γεμίσει όλα τα μεγάλα κενά της ζωής της, ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη η Μάρθα. Η παρουσία του και μόνο την έκανε να νιώθει θεσπέσια, σα μια πριγκίπισσα σ’ ένα απερίγραπτο βασίλειο της φαντασίας, σαν κάποια που τα είχε στ’ αλήθεια όλα, μα το πιο σημαντικό: Somebody, somebody, somebody to love…
Έζησαν πολλά μαζί οι δυο τους, αμέτρητες στιγμές γαλήνης και ομορφιάς και άδολης αληθινής αγάπης. Η Μάρθα πίστευε βαθιά μέσα της ότι τίποτα και κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να τους χωρίσει, πώς ήταν φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο. Απ’ τη στιγμή που είχε τον καλό της, τον Τζόνι, στο πλευρό της ήταν απόλυτα σίγουρη ότι ο πόνος και το δάκρυ δε θα επισκέπτονταν ξανά τον κόσμο της.
Κάποιες φορές τα βράδια, ενώ εκείνος κοιμόταν, η Μάρθα παρέμενε ξύπνια για ώρα πολλή και τον παρατηρούσε, μ’ εκείνα τα μεγάλα, τα γεμάτα θαυμασμό μάτια της. Έμοιαζε τόσο μικρός, τόσο ευάλωτος, τόσο όμορφος, σαν ένα παιδί, το παιδί της. Αλλά, δεν ήταν παιδί, ήταν ο αγαπημένος της, η προίκα κι η περιουσία της, ένα πλάσμα του ονείρου, με σάρκα όμως, και οστά. Γι’ αυτό και ένιωσε τον κόσμο να φεύγει κάτω από τα πόδια της όταν, έτσι στα ξαφνικά, της πέθανε. Ναι, αρρώστησε και της πέθανε από τη μια στιγμή στην άλλη, προτού καλά-καλά προλάβει να ζήσει.
Στην κηδεία του πήγαν λίγοι, μέλη της οικογένειας και λιγοστοί φίλοι, λες και για κανέναν άλλο δεν είχε σημασία η ζωή κι ο θάνατός του. Η Μάρθα σε ολόκληρη τη διάρκεια της σύντομης τελετής έκλαιγε ασταμάτητα, με αναφιλητά, χωρίς να νοιάζεται τι θα πουν οι άλλοι για κείνη. Έχασε τον αγαπημένο. Ασήκωτο ήταν το φορτίο του πόνου της. Πώς να το αντέξει;
I need somebody to love. I need somebody to love. Somebody, somebody, somebody to love… Άρχισε και πάλι το γνωστό τροπάρι, αλλά που θα έβρισκε ξανά κάποιον σαν κι εκείνον, κάποιον που θα την αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό που ήταν; Δύσκολο πολύ, αν όχι ακατόρθωτο, να συμβεί κάτι τέτοιο δεύτερη φορά.
Σιγά-σιγά πήρε να τρελαίνει τους γύρω της με το μονότονό της θρήνο, με τον πόνο, το δάκρυ και την απόγνωση, που ήταν μόνιμα ζωγραφισμένα στα απαλά χαρακτηριστικά του προσώπου της. Ως πότε; Ως πότε θα συνεχίσει να μένει δεμένη στο άρμα του χθες; Και πότε θα μπορέσει να καταλάβει, επιτέλους, ότι η ζωή δεν αρχίζει και δεν τελειώνει σ’ ένα άτομο; Και πότε θα επιστρέψει το χαμόγελο στο πρόσωπό της; Αυτά αναρωτιόνταν, συζητώντας αργά κάθε βράδυ ψιθυριστά οι γονείς της, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή σύντομα ο χρόνος, θα επούλωνε και τις δικές της τις πληγές. Αλλά οι ελπίδες, κάθε ώρα και στιγμή που περνούσε, φαίνονταν να λιγοστεύουν, καθώς η καημένη η Μάρθα, το αγαπημένο τους παιδί, έμοιαζε να καταρρέει. Μία μονάχα λύση υπήρχε, κατέληξαν, να βρει κάποιον άλλο ν’ αγαπήσει. Έτσι, αφού το πήραν επιτέλους απόφαση, ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος να διαβούν, η απελπισμένη και στα όρια νευρικού κλονισμού μάνα, έσπευσε στο δωμάτιό της για να της πει τα καλά νέα. Ωστόσο, όταν την είδε να κλαίει σπαρακτικά και να μην μπορεί ν’ ακούσει αυτά που πήγε να της πει, δεν άντεξε, έβαλε τις φωνές, ξέσπασε: Μάρθα, άκουσέ με. Άκουσέ με, Μάρθα. Μάρθαααααααα, βγάλε επιτέλους τον σκασμό. Θα σου πάρουμε άλλο χάμστερ. Στο άκουσμα της ευχάριστης είδησης η μικρούλα σήκωσε το κλαμένο της το προσωπάκι από τα μαξιλάρια, σκούπισε στα μανίκια της τα δάκρυα και χάρισε στη μανούλα της το πιο γλυκό χαμόγελο. Ω, ναι, επιτέλους, θα είχε ξανά κάποιον για να αγαπά! Άρχισε να τραγουδά με την κελαρυστή φωνούλα της: I’ll have somebody to love. I’ll have somebody to love. Somebody, somebody, somebody to love…

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Αχ και βαχ!

Αχ, δύσκολη που είναι η ζωή εδώ στη ξενιτιά! Σοβαρά μιλάω. Ξαφνικά όλα μοιάζουν δύσκολα στην Τσιανγκ Μάι, αλλά μάλλον δεν πρέπει να παραπονιέμαι, μάλλον καλά την έχω. Το θέμα είναι ότι - κι αυτό είναι που πονάει - για πρώτη φορά μετά από αιώνες αναγκάστηκα να πάω στο οδοντογιατρό... φτου φτου... για να μου φτιάξει ένα σπασμένο δόντι. Κι εκείνος μου είπε ότι μάλλον χρειάζομαι γενική... επιδιόρθωση. Τέσπα, το δόντι το έφτιαξα, αλλά δεν ησύχασα αφού την ίδια μέρα με χτύπησε κατακέφαλα η γρίπη. Το καλό είναι ότι έχω μαζί μου το καλύτερο φάρμακο, ζιβανία - για όσους δε γνωρίζουνε πρόκειται για το αντίστοιχο της ρακής στην Κύπρο. Όπως και νάχει, το θέμα είναι ότι οι λιγοστές μου δυνάμεις μ' έχουν πια ολοκληρωτικά εγκαταλείψει. Αλλά, δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι χθες το βράδυ γνώρισα ένα από τα πιο υπέροχα πλάσματα, μια γυναίκα-ξωτικό. Αλλά, δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι η γυναίκα-ξωτικό έκλαιγε μπροστά σε όλους επειδή οι ταϊλανδοί βγάζουν τους ελέφαντες βόλτα στα μπαράκια για ν΄ αγοράσουν οι τουριστές φαγητό γι' αυτούς. Κι ύστερα από το κλάμα πήρε να παίζει με μια... κατσαρίδα που σκαρφάλωσε στην καρέκλα της. Όταν της ξέφυγε και πήγε να κρυφτεί κάτω από τη δική μου καρέκλα, με κοίταξε παρακλητικά και μου ζήτησε να μην τη σκοτώσω, ενώ τα άλλα γυναικόπαιδα τσίριζαν. Αλλά, δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι η γυναίκα-ξωτικό έφυγε σήμερα για το Λάος. Αλλά... Ω, αρκετά με τα αλλά. Ψήνομαι στον πυρετό. Καληνύχτα και καλή τύχη... Α, by the way, που λέμε στα κυπριακά, επιτέλους είδα φως στα εκδοτικά. Θα σας ενημερώσω όταν φτάσει η ώρα...

Δυο φωνές και μια σιωπή - 22

Έφυγε γρήγορα και καταφρονημένη η άνοιξη, ήρθε απρόσκλητο και βαρύ το καλοκαίρι. φέρνοντας μαζί του νέους επισκέπτες, νέες πραγματικότητες. Ωστόσο, η ζωή παρέμεινε σκληρή για τους ήρωές μας, καθώς ήταν όλοι τους -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- έγκλειστοι σε μπουντρούμια διαστροφής, σε κελιά απόγνωσης.
Για καιρό πολλή η ζωή κι ο θάνατος έμοιαζαν να παίζουν στα ζάρια τις τύχες των ανθρώπων, αλλάζοντας στην τύχη, στη ζούλα, τη δόλια μοίρα τους, περιφέροντας τα συντρίμμια της ύπαρξής τους απ’ τη μια πραγματικότητα στην άλλη. απ’ τον πόθο στην απέχθεια, απ’ την αγάπη στο μίσος, απ’ την ελπίδα στην απελπισία.
Οι δυνάμεις κι οι αδυναμίες των πρωταγωνιστών βγήκαν με πάταγο στην επιφάνεια, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στο σκοτάδι να διεισδύσει μέσα τους, να κάνει κατάληψη στο μυαλό και την ψυχή τους και να τους ορίσει το δρόμο. Κανένας δεν έμεινε ανέγγιχτος, ανεπηρέαστος, απ’ αυτό το παιχνίδι – κανένα απ’ τα πιόνια. Άλλα έχασαν πόντους, άλλα -χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν- κέρδισαν, άλλα φαγώθηκαν, και άλλα παραδέρνουν ακόμη αβοήθητα στις αχαρτογράφητες ατραπούς της απώλειας.
Πολλοί λένε ότι πάντα το ένα κακό το ακολουθεί το άλλο. Και κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Είναι κι εκείνοι που πιστεύουν ότι από κάθε κακό κάτι καλό μπορεί να προκύψει. Έχουν όλοι δίκιο. ο καθείς με το δικό του τρόπο.
Καθώς ετούτη η ιστορία θα συνεχίζει την πορεία της θα μάθουμε κι άλλες μύχιες σκέψεις, κι άλλα ματωμένα μυστικά. Θα κοιτάξουμε βαθιά στην άβυσσο κάποιας ψυχής, και θα εξερευνήσουμε με προσοχή τις σπηλιές μιας άλλης. Με μεγεθυντικό φακό θα μελετήσουμε εκείνο το λεπτό νήμα όπου όλοι μας ακροβατούμε, αυτό που οδηγεί από την ευτυχία στη δυστυχία ή αντίστροφα, ή και που μας αφήνει να παραδέρνουμε μάταια στη μέση της διαδρομής. Και θα κάνουμε ένα ακόμη μακροβούτι στο συνειδητό και το ασυνείδητο των ψυχών που περιπλανιόνται στις σελίδες αυτού του οδοιπορικού, που ανέγκλητα οδηγεί στη θλίψη και την αυτογνωσία.
Τίποτα δε σου χαρίζεται σ’ αυτή τη ζωή, λέει σε κάποια ανύποπτη φάση η Μαίρη, κι αυτό θα το επιβεβαιώσουμε από πρώτο χέρι. Ναι, τίποτα δε σου χαρίζεται. Για όλα πρέπει ν’ αγωνιστείς, να ιδρώσεις, να κουραστείς, να πέσεις, να σηκωθείς και ν’ αρχίσεις ξανά. Φαύλος κύκλος; Μάλλον όχι. Απλά αυτός είναι ο κύκλος της ζωής.
Κάποιοι από τους ήρωές μας θ’ αλλάξουν ριζικά την οπτική τους, τη ματιά τους στον κόσμο, στο πέρασμα του χρόνου, θα γίνουν καλύτεροι. κάποιοι όχι. Κάποιοι θα πικραθούνε πιο πολύ και κάποιοι θα γευτούνε μια ώρα χαράς. Απ’ το ίδιο κουτί θα γευτούνε τα σοκολατάκια και τα πικραμύγδαλα οι περισσότεροι απ’ αυτούς.

Τέλος Πρώτου Μέρους

υ.γ. Δεν άρχισα να γράφω ακόμη τη συνέχεια αφού έχω "στραγγίξει". Ελπίζω σύντομα...

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 21

Κάλλιο να την τρόμαζαν οι θόρυβοι όσο η σιωπή! Όχι πώς μιλά πολύ -λίγο μιλάει και μόνο αν υπάρχει λόγος- αλλά να, τη μέσα της σιωπή, αυτή είναι που δεν αντέχει. Και όταν είναι μόνη, όπως ετούτη τη στιγμή, τότε είναι που πιο πιότερο την τυραννά. Θέλει να μιλήσει με κάποιον και κάποιον ν’ ακούσει, μια ξένη ανάσα να αφουγκραστεί και μια δική της να χαρίσει, αμέσως τώρα. Η Μαίρη απόψε δεν μπορεί να ’ρθει κοντά της, να σταθεί δίπλα της και να τη συντροφέψει, και τον Αντρέα -που έτσι κι αλλιώς κάνει τη βάρδια του στο προσκεφάλι του παιδιού τους- σίγουρα δεν τον περιμένει. Ω, μακάρι να ήταν τα πράγματα αλλιώς. Μακάρι να ήταν κι ή ίδια αλλιώς. Μακάρι να ήταν όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι. εξωστρεφής, κενή, κοινωνική. Αλλά, δεν είναι. Ένα απλό κορίτσι είναι που μόνο στα χρόνια μεγάλωσε, που στα της ζωής είναι ανώριμη και μοναδικά αδαής. Αν μόνο...
Ακούει κάποιον να χτυπάει το κουδούνι. Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα, άραγε; Λες η Μαίρη να ανέβαλε εκείνο που είχε να κάνει και ν’ αποφάσισε να την επισκεφθεί; Αλλά, μάλλον όχι, δε σήκωνε αναβολή η δουλειά της τής είπε. Τότε, ποιος; Σηκώνεται σχεδόν βαριεστημένα απ’ το χαλί και κατευθύνεται προς την πόρτα. Κοιτάει απ’ το ματάκι. Ο Γιώργος! Μα τι γυρεύει αυτός εδώ; Ανοίγει την πόρτα δισταχτικά, με την απορία βαθιά ζωγραφισμένη στα μάτια και το πρόσωπό της.
«Καλώς σε βρήκαμε, κυρά Αναστασία!» της λέει εκείνος με που την αντικρίζει.
«Με βρήκατε;»
Παραμερίζει αμέσως ο Γιώργος και από πίσω του ξεπροβάλλει ένα κορίτσι-γυναίκα παράξενα ντυμένο και όμορφο πολύ.
«Η Ελένη μου!» Τη συστήνει. «Και η Αναστασία του,» προσθέτει πειραχτικά.
Τους κοιτάει αμίλητη, σχεδόν με απάθεια, εκείνη. Δεν ξέρει τι να πει και τι να σκεφτεί. Ακόμη κι ο χρόνος μοιάζει παγωμένος, ακινητοποιημένος.
«Έι, δε θα μας πεις να περάσουμε μέσα; Εδώ στην πόρτα θα στεκόμαστε όλη νύχτα και θα κοιτάμε ο ένας τον άλλο, Αναστασία;»
«Ω, συγγνώμη Γιώργο. Συγγνώμη. Καλωσορίσατε στο σπίτι μου. Ελάτε...»
Ένα αμήχανο χαμόγελο παίρνει μορφή στο πρόσωπό της, προδίδοντας ακόμη πιο πολύ τη σύγχυση που πλημμυρίζει το μέσα της. Ο Γιώργος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να δει εκεί. Ήταν ο καλύτερος φίλος του Αντρέα και σαν τέτοιος δεν έκανε να επισκέπτεται το άντρο του εχθρού, κι όμως νάτον!
Τους οδηγεί στο σαλόνι, τους δείχνει τον καναπέ για να καθίσουν οι δυο τους δίπλα-δίπλα, και προτού θρονιαστεί στην πολυθρόνα απέναντί τους, θυμάται και τους ρωτά τι θα ήθελαν να πιουν.
«Κάτι δυνατό!» απαντά ο Γιώργος.
«Κι εγώ το ίδιο!» ακούγεται σαν ηχώ η Ελένη.
Κάτι δυνατό. Αν δεν την απατά η μνήμη της στον Γιώργο αρέσει το ούζο ή το τσίπουρο. Δεν είναι σίγουρη. Αλλά, από την άλλη δε μοιάζει από εκείνους τους τύπους που θα αρνιούνταν είτε το ένα είτε το άλλο. Ούζο, λοιπόν. Τους γέμισε δυο ποτήρια μέχρι πάνω, μαζί με πάγο, και ύστερα άνοιξε το ψυγείο για να δει τι θα μπορούσε να τους φιλέψει για να ξεπλύνουν το ποτό. Όχι και πολλά πράγματα, αλλά και τα λίγα καλά είναι. Όταν επιτέλους τελειώνει με τα καθήκοντά της, της καλής νοικοκυράς, κάθισε κι αυτή στο σαλόνι μαζί τους χωρίς να μιλά. Ασυνήθιστο πολύ της φαντάζει το σκηνικό. Σαν ένα έργο θεατρικό, άσχημα σκηνοθετημένο. Λες και κάποιος τους έδεσε χεροπόδαρα εκεί και τους απαγόρευσε να μιλάνε ο ένας στον άλλο.
Ωστόσο, μιλούσαν. Μιλούσαν με τα μάτια. Ρωτούσε η Αναστασία σιωπηλά, απαντούσε ο Γιώργος δίχως ήχο, συγκατάνευε η Ελένη μ’ ένα βλέμμα. Στο τέλος ξέσπασαν στα γέλια, που δεν κράτησαν όμως και πολύ. Πρώτος μίλησε ο Γιώργος.
«Όχι, δεν το ξέρει ο Αντρέας ότι είμαστε εδώ. Αν το ήξερε θ’ άρχιζε τη μουρμούρα και τις αντιρρήσεις του και θα του τάιζα καμιά φάπα. Δική μου ήταν η απόφαση να ’ρθω εδώ, και συμφώνησε κι ετούτη η μορφονιά,» είπε κοιτώντας στοργικά την Ελένη.
«Κι ήρθες για να κάνεις τι;» ρώτησε κάπως απότομα και δεικτικά η Αναστασία.
«Να δω τι κάνεις. Πώς τα βγάζεις πέρα. Πόσο καλά κρατάς. Να σε ρωτήσω, με τρόπο φυσικά (της έκλεισε το μάτι), αν χρειάζεσαι κάποια βοήθεια και τα λοιπά τραγικά.»
«Κι ο Αντρέας δεν έχει καμιά ιδέα γι’ αυτό;»
«Καμιά απολύτως.»
«Ε, τότε γιατί;»
«Τι γιατί, ρε Αναστασία; Τόσα χρόνια σε ξέρω. Τόσα χρόνια είναι φίλος μου ο Αντρέας. Σας νοιάζομαι. Τι άλλο χρειάζεται να πω, δηλαδή;»
«Είσαι φίλος δικός του, Γιώργο, όχι δικός μου. Έτσι μη με παρεξηγείς για τη στάση μου. Είσαι το τελευταίο πλάσμα στη γη που περίμενα να δω να περνά την πόρτα του σπιτιού μου, όσο η κατάσταση έχει όπως έχει.»
«Δε σε παρεξηγώ. Σε καταλαβαίνω. Ίσως κι εγώ αν ήμουνα στη θέση σου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο να σκεφτόμουν. Έτσι κι αλλιώς, δε με ξέρεις καλά. Με γνώρισες λίγο προτού γίνει το κακό κι ύστερα για εφτά χρόνια ήμουνα χαμένος. Καταλαβαίνω τους δισταγμούς σου. Καταλαβαίνω τις απορίες σου. Κι αν θες να φύγω, απλά πες το μου και θα σηκωθώ τώρα αμέσως και θα φύγω...»
«Όχι! Δε θέλω να φύγεις, Γιώργο. Θέλω να μείνεις. Τώρα είσαι, μόλις έγινες, ο μόνος σύνδεσμος μεταξύ του χθες και του σήμερά μου. μεταξύ εμένα κι εκείνου. Δε θέλω να φύγεις. Συγγνώμη. Συγγνώμη για τη στάση μου. Τα έχω λίγο χαμένα...»
«Μην απολογείσαι, Αναστασία. Περνάς δύσκολες ώρες. Πολλοί άλλοι στη θέση σου θα τα παρατούσαν, θα λύγιζαν, θα έσπαγαν, αλλά εσύ όχι. σε ξέρω, σε διαβάζω, βλέπω το μέσα σου. Είσαι φτιαγμένη από γερό κράμα, πονεμένη αλλά αποφασισμένη. Είμαι σίγουρη ότι εσύ, με το πείσμα σου και μόνο, μπορείς να σώσεις την κατάσταση, να...»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της η Ελένη και ξαφνικά είδε τη γυναίκα απέναντί της να βουρκώνει. Σηκώθηκε. Την πλησίασε. Γονάτισε και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Κλάψε!» της ψιθύρισε. «Κλάψε. Και να κλαις όσο πιο πολύ μπορείς. Για ν’ αφήνεις μέσα σου χώρο για την αγάπη, για ν’ ανανεώνεις τις πηγές της δύναμής σου»
Τι της έλεγε τώρα ετούτη η μουρλή; Ωραία, όμως, που της τα έλεγε! Σαν τη Μαίρη, σαν την αδελφή της, ακουγόταν. Πώς στο διάολο, όμως, κατάφερε και διαπέρασε τις ασπίδες των ματιών της τόσο γρήγορα; Πώς στην ευχή κατάλαβε ποια ήταν με τόση ευκολία; Τόσο ανοικτό βιβλίο είναι πια για τους άλλους;
Έμειναν για ώρα πολλή εκεί, ζεστά σφικταγκαλιασμένες. Οι μόνοι θόρυβοι που έκλεβαν στιγμές απ’ τη σιωπή ήταν οι ανάσες τους και ο ήχος του ούζου, που ανέβαινε σταγόνα τη σταγόνα στα χείλη του Γιώργου, που κατέβαινε γουλιά τη γουλιά μέσα του. Η Ελένη, με τη διορατικότητα, τα λόγια και τις πράξεις της, έμοιαζε να έχει καταφέρει, από τη μια στιγμή στην άλλη, να δαμάσει μια καταιγίδα, προτού καλά-καλά αρχίσει, να επιβάλει τη νηνεμία εκεί που προμηνυόταν χαλασμός. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο του άρεσε τόσο πολύ αυτή η γυναίκα, γι’ αυτό την αγαπούσε. επειδή μπορούσε μέσα από το τίποτα να δημιουργήσει μαγεία!
Σιγά-σιγά οι βαριές ανάσες της Αναστασίας έγιναν ανάλαφρες, τα μάτια σύντομα στράγγιξαν και έλαμψαν. Ξεγλίστρησε απαλά απ’ την αγκαλιά της άλλης γυναίκας και πήγε να της πει ευχαριστώ, αλλά δεν πρόλαβε. Με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού της έφραξε εκείνη απαλά τα χείλη και ύστερα πήρε να της φτιάχνει με επιδέξιες κινήσεις τα μαλλιά. Να τα σπρώχνει προς τα πίσω, ν’ αναδεικνύει την αναλλοίωτη ομορφιά του προσώπου και των ματιών της. Σαν τέλειωσε την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα εκτυφλωτικό, λες για πρώτη φορά, και της είπε:
«Θέλω να σε ζωγραφίσω. Έχεις τα πιο θαλασσιά μάτια που είδα ποτέ!» και χαμογέλασε.
Ο κόσμος της Αναστασίας για μια στιγμή φωτίστηκε από μια, για καιρό πολλή ξεχασμένη στα βάθη του χρόνου, λάμψη.