Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Έχεις δύο επιλογές

Μου το έστειλαν στο facebook. Δεν ξέρω ποιος είναι ο συγγραφέας αυτής της αληθινής ιστορίας, αλλά είναι μια από τις πιο συγκινητικές που διάβασα ποτέ. Διαβάστε την με ανοικτή καρδιά. Μας λέει το αυτονόητο: ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε άνθρωποι.

Τι θα έκανες εσύ; Θα διάλεγες, σίγουρα..Μην κοιτάξεις για κάτι αστείο σ' αυτό το κείμενο, δεν υπάρχει, μα διάβασέ το.Η ερώτηση είναι: Θα έκανες την ίδια επιλογή ;Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς από όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση."Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται από εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια.Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.Ο πατέρας συνέχισε."Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω από ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.Πλησίασα λοιπόν ένα από τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.Το χαμόγελό του ήταν από το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα από την εξέδρα.Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω από την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.Για μεγάλη μου έκπληξη, ..τον άφησαν!Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω από το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω από το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι από τους άλλους συμπαίκτες του.Όλοι στις εξέδρες, και από τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα από χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, προς τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.Ο Shay έτρεξε προς την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας τουέτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "από δώ, από δώ Shay.."Καθώς ο Shay πέρασε από την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και από τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.Και τώρα, ..κυρίες, ...κύριοι, ...ο επίλογος..Υπάρχουν χιλιάδες ανέκδοτα που στέλνονται δια μέσου internet, χωρίς δεύτερη σκέψη.Μα όταν πρόκειται για ιστορίες που έχουν να κάνουν με επιλογές ζωής, οι άνθρωποι διστάζουν.Το ακατέργαστο, το χυδαίο, και συχνά άσεμνο, περνάει ελεύθερα μέσω του κυβερνοχώρου, αλλά η δημόσια συζήτηση για την ευπρέπεια, πάρα πολύ συχνά καταστέλλεται, ακόμη και στα σχολεία η και τους εργασιακούς χώρους μας.Εάν σκέφτεσαι να προωθήσεις αυτό το κείμενο, πιθανότατα θα κάνεις ίσως επιλογή, στα άτομα στα οποία θα το στείλεις.Θεωρώ προσωπικά πως ανήκω στα άτομα, που πιστεύουν πως μπορούν να κάνουν τη διαφορά.Όλοι έχουμε χιλιάδες ευκαιρίες στην καθημερινή μας ζωή, να καταλάβουμε την φυσική τάξη των πραγμάτων.Τόσες πολλές, φαινομενικά τετριμμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, μας δίνουν μια επιλογή: Περνάμε κατά μήκος ενός μικρού σπινθήρα αγάπης και ανθρωπιάς;ή παραβλέπουμε κάθε ευκαιρία, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο ακόμη πιό κρύο; Ένας σοφός είπε κάποτε, "κάθε κοινωνία κρίνεται, από το πώς μεταχειρίζεται τους πιό αδύναμους ανάμεσά της"Τώρα έχεις δύο επιλογές για το κείμενο που διάβασες..Διαγραφή, δηλαδή δεν του δίνεις σημασία, ή..Προώθηση, δηλαδή, αναδημοσίευσέ το...Να έχεις μια χαρούμενη ημέρα, να έχεις μια "Shay day!"Κάνε το σωστό, προώθησέ το, δώσε μια ακόμη μικρή ελπίδα στο να καλυτερέψει ο κόσμος μας, να γίνει πιο ανθρώπινος, πιο συμπονετικός, πιο αγνός.....και, χαμογέλα!!! ...μας παρακολουθούν παιδιά.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

Υστερόγραφο του μέλλοντος


Ατάκες από το βιβλίο που θα γράψω... κάποτε. Βασικά είναι σημειώσεις που έπαιρνα για κάποιο μυθιστόρημα, το οποίο δεν άρχισα να γράφω, μια και η μούσα που επέστρεψε μου επέβαλε ν’ ασχοληθώ μ’ εκείνο που άφησα στη μέση τον Ιούνιο. Όπως και να ’χει, πάμε:

Γιατί να μας ορίζουν τα ξένα βλέμματα;

Αν ανταλλάζαμε το κάθε ερωτηματικό μας μ’ ένα θαυμαστικό η ζωή θα γινόταν υπέροχη.

Δεν είναι πεζή η ζωή. Πεζοί είμαστε εμείς, και μονόχνοτοι πολύ, που δεν την εκτιμούμε.

Ενώσαμε τις σιωπές μας κι από μέσα τους ξεπήδησε ένα ουρλιαχτό ζωής.

Από μέσα σου πηγάζω. Στη θάλασσά σου εκβάλλω.

Ποιο είναι το χρώμα της εκπλήρωσης;

Οι διαθέσεις σου είναι οι εποχές μου.

Την πρώτη φορά που μου χαμογέλασες το φεγγάρι κρύφτηκε ντροπιασμένο πίσω από ένα σύννεφο.

Την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα ήθελα να πεθάνω από ευτυχία. Τη δεύτερη δεν ήθελα να πάψω να ζω.

Μην κάνεις σούμα τα λάθη σου και τα σωστά γιατί θα χαθείς. Όλα σωστά ήταν για να καταλήξεις εδώ, μαζί μου. Μ’ εμένα και τη μετριοφροσύνη μου.

Κι ακόμη δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί όταν σε γνώρισα ήσουν μόνη.

Σε αποστειρωμένα δωμάτια, από ευνουχισμένα μυαλά, γράφεται του μέλλοντος η ιστορία.

Άλλαξες την οπτική μου γωνία, αλλά ποτέ δε μου επέτρεψες να δω τον κόσμο μέσα από τα μάτια σου.

Κάποτε γνώρισα ένα κορίτσι που έκανε όνειρα. Όταν μεγάλωσε άρχισε να κάνει επενδύσεις.

Με μουσικές και γέλια, με σιωπές και δάκρυα, με χάδια κι απουσίες πορευόμαστε.

Ναι, άλλαξαν οι άνθρωποι, έγιναν πιο ανοιχτόμυαλοι. Εκσυγχρόνισαν τα δεσμά, τα φίμωτρα και τις παρωπίδες τους.

υ.γ. Επειδή επέστρεψε η κυρά Μούσα, που λέγαμε, δε θα έχω πια στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο για να επισκέπτομαι τα μπλογκς σας συχνά. Θα το κάνω, ωστόσο, όποτε μπορώ. Η φωτογραφία κλεμμένη από εδώ...

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

Φύλλα





Εκείνο το παλιόπαιδο που λέγαμε, η μούσα, επέστρεψε φαίνεται για τα καλά. Έτσι άρχισα να ξαναγράφω ένα μυθιστόρημα που άφησα στη μέση. Ο τίτλος του είναι "Δυο φωνές και μια σιωπή" και κάποια από τα κεφάλαιά του μπορείτε να αναζητήσετε στα αρχεία Μαϊου και Ιουνίου. Προς το παρόν απολαύστε... φύλλα:)

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Ο Κύριος Μόνος ΙΙ

Από Χριστούγεννα σε Πάσχα, κι από κει στο φθινόπωρο – ανάμεσα σε δυο γιορτές και μια εποχή περιφέρει τη μοναξιά του. Πεθαίνει συστηματικά και πεισματικά ανάμεσα στα περιθώρια του κόσμου και του χρόνου.
Όχι, δεν ήταν από πάντα μόνος. Έμεινε μόνος από τη στιγμή που έχασε εκείνη – τη μοναδική γυναίκα που τον δέχτηκε ακριβώς όπως ήταν, που τον έκανε λίγο πιο ανοικτό και κατανοητικό προς τους άλλους ανθρώπους, που τον δίδαξε αβίαστα και δίχως καν να προσπαθήσει, πως να βαδίζει στις γειτονιές του φωτός. Δεν ήταν απλά σύντροφος, γυναίκα κι ερωμένη του, η Ναταλία, ήταν η ζωή του όλη. Η θέα και μόνο του προσώπου της ήταν αρκετή για να ζωγραφίσει μέσα του εικόνες χαράς και στο συνήθως σκυθρωπό του πρόσωπο χαμόγελα.
Τη γνώρισε εντελώς τυχαία. Σ’ ένα πάρτι όπου τον έσυραν με το έτσι θέλω οι λιγοστοί φίλοι που του είχαν απομείνει. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί ήθελε να φύγει. «Δεν ανήκω εδώ,» σκεφτότανε, «δεν ανήκω πουθενά!» Για ώρα πολλή περιφερόταν ανάμεσα σε ανθρώπους αδιάφορους ακούγοντας αδιάφορες κουβέντες, πίνοντας το κόκκινο ακριβό κρασί κάποιου οικοδεσπότη που ποτέ δε γνώρισε. Μάταια φάνταζαν όλα στα μάτια του, απατηλά. Ψεύτικοι άνθρωποι, βεβιασμένα χαμόγελα, ζορισμένα γέλια, βλέμματα λαμπερά που τίποτα δεν έβλεπαν. Περπατούσε, σταματούσε, κρυφάκουγε, συνέχιζε. Μέχρι που βγήκε στον κήπο. Εκεί, σ’ ένα παγκάκι φωτεινό και μόνο την πρωτοαντίκρισε, κι αμέσως κάτι μέσα του σκίρτησε, αναστατώθηκε χωρίς καλά –καλά να μπορεί να καταλάβει το γιατί. Έτσι, όπως την παρατηρούσε από μακριά, ένιωθε πως την ήξερε. Ναι, την ήξερε πολύ καλά. Την έβλεπε στα όνειρα του ξύπνιου του και τη ζωγράφιζε στους καμβάδες της μοναξιάς του λίγο προτού να κοιμηθεί – κάθε μέρα, κάθε νύχτα.
Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα της, που μέχρι τότε έμοιαζε να κοιτά στο πουθενά, προς το μέρος του, τον κοίταξε για μια στιγμή, του χαμογέλασε, σηκώθηκε από το παγκάκι και με αργόσυρτα βήματα, νωχελικά σαν και τη ζωή του, πήρε να περιπλανιέται στον κήπο. Ασυναίσθητα άρχισε να την ακολουθεί. Λες και του έστελνε μια διαταγή σιωπηλή, ένα πρόσταγμα που δε σήκωνε αντίρρηση, να βαδίσει στ’ αχνάρια της. Σαν παιχνίδι έμοιαζαν εκείνα τα λεπτά, σαν ένα όραμα γλυκό και μια παράσταση. Σιγά-σιγά οι ήχοι πίσω τους πήραν να σβήνουν κι οι ασυνάρτητες φωνές να χάνουν τη δύναμή τους.
Κάποτε εκείνη σταμάτησε μπρος από ένα απέραντο πράσινο κενό και το φως του φεγγαριού ήρθε να λούσει τα μαλλιά της, να κάνει το πολύχρωμο των ρούχων της να μοιάζει με μωσαϊκό από ιριδισμούς μαγικά σχεδιασμένο. Ήθελε να την πλησιάσει αμέσως, να της μιλήσει, αλλά δεν το έκανε. Πίστευε ότι μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε ιεροσυλία, βλασφημία στους θεούς της ομορφιάς που ύφαναν κλωστή-κλωστή την ύπαρξή της.
«Ή έλα, ή φύγε!» άκουσε τη φωνή της σιγαλά, αλλά αποφασιστικά να τον προστάζει. Την πλησίασε. Στάθηκε δίπλα της. Γύρισε προς το μέρος του, κοίταξε άφοβα το σκοτάδι των ματιών του, του έπιασε το χέρι και στηριζόμενη σ’ αυτό κάθισε δίχως δεύτερη σκέψη στο νοτισμένο γρασίδι. Κάλεσε κι εκείνον δίχως λόγια να γεμίσει το δίπλα της κενό.
Παρέμειναν για ώρα πολλή σιωπηλοί, παρατηρώντας τα όμορφα παιχνιδίσματα της φεγγαροφεγγιάς στο χόρτο και τα δέντρα και τα νωχελικά περάσματα των νεφών μπρος από το πρόσωπο της Εκάτης. Ένα χλιαρό αεράκι μετέφερε στ’ αυτιά τους πού και πού ψίθυρους από μακριά και θροΐσματα αξεδιάλυτα.
Σαν ένα όνειρο ήτανε. Σαν ένα όνειρο, το οποίο φοβότανε ότι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη θα γίνονταν καπνός και θα διαλυόταν στα χνάρια της μνήμης του. Αλλά όχι, δεν ήταν όνειρο. Η παράξενη και παράταιρη εκείνη γυναίκα ήταν εκεί, δίπλα του, άκουγε τις απαλές ανάσες της, ένιωθε το χέρι της στο δικό του. «Μα, ποια είναι;», έπιανε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται ξανά και ξανά. «Σα να μην ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο!» Δίκιο είχε. Απόλυτο δίκιο, όπως θα μάθαινε πολύ σύντομα καθώς τα πρώτα λόγια που του είπε, έπειτα από ώρες, μέρες, χρόνια και μια στιγμή σιωπηλής ευδαιμονίας ήταν:
«Πεθαίνω, ξέρεις!»
Πεθαίνει! Του το είπε έτσι απλά. Δίχως δισταγμό κανένα, χωρίς αναστεναγμούς και παράπονα. Πεθαίνει. Και μοιάζει να είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα σε τούτη τη γη. Ήθελε να τη ρωτήσει πώς και τι και γιατί, αλλά δεν το έκανε. Για κάποιο λόγο αποφάσισε ότι οι ερωτήσεις του σε τίποτα δε θα ωφελούσαν, ότι θα την απομάκρυναν από κοντά του. Της έσφιξε μια στάλα πιο πολύ μοναχά το χέρι και την τράβηξε απαλά προς το μέρος του, με κάποιο δισταγμό, για να δει αν ήθελε για λίγο να αναπαυτεί στην αγκαλιά του. Εκείνη γλίστρησε εκεί μέσα αθόρυβα, με μια ανακούφιση ανείπωτη και γέμισε το είναι του όλο με τη ζεστασιά της.
Από τότε ήταν μαζί. Από τότε, αλλά όχι για πολλή καιρό ήταν μαζί. Η Ναταλία ήταν αυτό ακριβώς που έδειχνε. Ένα πλάσμα μαγικό, ένα ξωτικό, όπως αυτά που συνήθως βιαστικά πολύ περνούν απ’ αυτή τη γη και χάνονται. Έκανε τη ζωή του όμορφη, τη ζήση του γιορτή. Μαζί της έμαθε να χαίρεται το καθετί, να νοσταλγεί αυτά που δεν έζησε, να ευλογεί την τύχη του για το υπέροχο σήμερα.
Αρμονικά, αλλά ακολουθώντας πορείες αντίθετες, κυλούσαν οι μέρες τους. Έδιναν και έπαιρναν αγάπη, μοιράζονταν σιωπές και μυστικά, έβρισκαν όλου του κόσμου την ομορφιά μες στην ασκήμια. Κι όσο τρεμόσβηνε η φλόγα της ζωής της Ναταλίας, τόσο έμοιαζαν πιότερο να την ευλογούν οι χάρες. Σαν αναγεννησιακή ζωγραφιά έμοιαζε τις τελευταίες μέρες της ζωής της, σα μια θεά που περίμενε από στιγμή σε στιγμή να πάρει τη θέση της σε μια μελλοντική τοιχογραφία, φτιαγμένη από τα χέρια και τη φαντασία αρχιμάστορα δημιουργού.
Στα χέρια του ξεψύχησε, μια δροσερή νύχτα του καλοκαιριού, μια νύχτα σαν κι εκείνη που τη γνώρισε. Δεν έκλαψε για κείνη – όχι, μια ύπαρξη που φώναζε ζωή, ακόμη κι όταν αφέθηκε στη συντροφιά του άρχοντα θανάτου, δε θα μπορούσε -θα ήταν άδικο- να προκαλέσει το δάκρυ. Δεν έκλαψε, αλλά από τη μια στιγμή στην άλλη ένιωσε το μέσα του να αδειάζει. Τα μάτια του λες κι άνοιξαν στην πραγματικότητα ξανά κι είδαν το γκρίζο του κόσμου όπως είναι. Όλα στα βάθη της ψυχής του με πάταγο γκρεμίστηκαν, κι έκανε και πάλι μακροβούτι στης μοναξιάς την άβυσσο. Από τότε, από Χριστούγεννα σε Πάσχα, κι από κει στο φθινόπωρο – ανάμεσα σε δυο γιορτές και μια εποχή περιφέρει την ψευδαίσθηση της ζήσης του. Πεθαίνει συστηματικά και πεισματικά ανάμεσα στα περιθώρια του κόσμου και του χρόνου. Έγινε ανεπίτρεπτα αυτός που πάντοτε ήταν, αυτός που για λίγο χάρηκε κι ύστερα χάθηκε, ο κύριος Μόνος.

υ.γ. Με χίλια ζόρια άνοιξε ο μπλόγκερ, αλλά και πάλι αρνείται να ανεβάσει ή και να μου "δείξει" φωτογραφίες. Όπως και να 'χει ετούτη τη φορά δεν σας έχω "περσινά σταφύλια", αλλά μια ιστορία που έγραψα μόλις σήμερα (θα την ξαναγράψω όταν έρθει ο καιρός). Η μούσα μου μοιάζει σιγά-σιγά να επιστρέφει...

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Ψυχή

Κι ήρθε κι αυτή, η απουσία σου, για να μας φέρει πιο κοντά. Είσαι μακριά μου, αλλά η εικόνα σου δε φεύγει ποτέ από τα μέσα μου μάτια, δε χάνεται στιγμή απ’ την ψυχή μου. Κάθε ανάσα μου ταξιδεύει σε σένα. Ακόμη κι αυτός ο εκκωφαντικός άνεμος που πνέει ανελέητα απ’ το πρωί φαίνεται να θέλει να σου μεταφέρει το μήνυμά μου: εγώ είμαι για σένα, κι εσύ για μένα, και οι αποστάσεις δε θα σταθούν ποτέ ικανές να μας χωρίσουν. Τουλάχιστον όχι όσο είσαι η πρώτη σκέψη μου όταν ξυπνώ κι η τελευταία όταν κοιμάμαι, όχι όσο κατοικείς στα όνειρά μου, όχι όσο μου δίνεις χαρά και αγαλλίαση μόνο και μόνο γιατί υπάρχεις. Λένε πολλά για την αγάπη, είπα κι εγώ πολλά, αλλά αν με ρωτούσαν τώρα τι είναι δε θα ήξερα τι να τους απαντήσω. Ίσως να τους έλεγα απλά: είναι αυτό που νιώθω. Αυτό που νιώθω για σένα, η θλίψη του να είμαι μακριά σου, η χαρά του να σε έχω μέσα μου, η γιορτή της ζωής που είναι η ένωσή μας. Λόγια, ε; Στα λόγια πάντα τα κατάφερνα, κάπου στα έργα υστερούσα. Το λοιπόν, θα προσπαθήσω να κάνω αλμάτα και στα έργα, να γίνω καλύτερος άνθρωπος, για σένα, για μας. Πόσο μου αρέσει αυτό το “μας”, αυτός ο πληθυντικός που θέλει να σκοτώσει το δόλιο το εγώ! Τώρα, καθώς κάθομαι και γράφω αυτά τα λόγια, καθώς ακούω αυτή το υπέροχο κλασικό “Καλοκαίρι” του Βιβάλντι, καθώς νιώθω την ψυχούλα σου κοντά μου, δίπλα μου, μέσα μου, σκέφτομαι πόσο τυχερός στάθηκα στη ζωή: αγάπησα κι αγαπήθηκα! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Ετούτες οι γραμμές γράφονται για την κάθε ψυχή που ένιωσε τον πόνο και τη χαρά μας, που δεν ξέχασε πως είναι να αγαπάς και να μοιράζεσαι, να δακρύζεις και να χαμογελάς, να πονάς και να υπομένεις. Είναι αφιερωμένες και στην κάθε ψυχή που τόλμησε να κάνει τα μεγάλα, που δεν υποχώρησε ποτέ μπροστά στα δύσκολα, που με νύχια και με δόντια αγωνίστηκε και πραγματοποίησε τα όνειρά της. Τέτοια ψυχή, πιστεύω είναι κι η δικιά σου, γλυκιά μου αγαπημένη, και θέλω να ξέρεις ότι πάντοτε θα έχεις κάποιο δίπλα σου για να σε στηρίξει, για να σε σπρώξει να ανέβεις πιο ψηλά, στους δικούς σου ουρανούς. Όπως κάνεις κι εσύ για μένα, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεσαι. Πιστεύω σε σένα και στα όνειρά σου, πιστεύω ότι μπορείς να ζωγραφίσεις ένα πιο όμορφο κόσμο και να ζήσεις μέσα του, πιστεύω ότι εκεί που υπάρχει η θλίψη μπορεί να ανθίσει το χαμόγελο, και ότι τη θέση του πόνου μπορεί να πάρει η χαρά. Φτάνει, ό,τι κι αν γίνει, να μην αλλάξεις ψυχή, να μείνεις εσύ! Κάθε σταγόνα ευτυχίας δικής σου είναι ένας ωκεανός ευτυχίας για μένα. Θέλω να σε βλέπω πάντα χαρούμενη, αισιόδοξη και να χαμογελάς. Κι αν κάποτε σε επισκεφθεί το δάκρυ, να το καλοδεχτείς σα φίλο κι αδελφό, αλλά μετά να το αφήσεις να συνεχίσει το δρόμο του. Ψυχή που δε δάκρυσε, δεν πόνεσε και δεν ξαναναστήθηκε είναι ψυχή χαμένη! Θέλω τόσα να σου πω, αλλά και πάλι δε μου βγαίνουν οι λέξεις. Θα σ’ τα πω με τη σιωπή, κάποια βραδιά, κάτω από ’να ολόφεγγο αστρολουσμένο ουρανό, κρύβοντάς σε μες στην αγκαλιά μου, γεμίζοντάς σε με φιλιά. Σε μια απ’ τις πολλές στιγμές μαγείας που ίσως να μας είναι γραφτό να ζήσουμε…

υ.γ. σήμερα θα ανέβαζα φωτογραφίες αλλά ο κύριος μπλόγκερ αρνείται, έτσι είπα να ανεβάσω (προ-προ-προ-) πέρσινα ξινά σταφύλια. Ένα κείμενο γραμμένο εν βρασμώ ψυχής πριν οκτώ χρόνια. Chok Tee

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Μια ιστορία ΙΙ

«Ποιος είσαι;»
«Μια ψυχή.»
«Ποιος είσαι;»
«Μια σκιά!»
«Ποιος είσαι;»
«Η σκιά του εαυτού μου!»
«Ποιος είσαι;»
«Ένας αλύτρωτος!»
«Ποιος είσαι;»
«Ένας ανέστιος!»
«Ποιος είσαι;»
«Αυτός που θα βρεις μέσα σου!»
«Πώς λένε αυτόν που θα βρω μέσα μου;»
«Κάποιος με είπε Δέντρο!»
«Θέλω να σκαρφαλώσω στα κλαδιά σου!»
«Καλύτερα να βρεις πρώτα τις ρίζες!»
«Πού να ψάξω;»
«Στα έγκατα της ύπαρξής σου!»
«Της δικής μου;»
«Αφού είμαι μέσα σου!»
Της χαμογελά και την κοιτά βαθιά στα μάτια. Εκείνη δείχνει να πεισμώνει μ’ ένα τρόπο γλυκό κι αποφασίζει να συνεχίσει την επίθεσή της.
«Ποιος είσαι;»
«Αν ήξερα δεν θα ήμουν εδώ!»
«Ποιος είσαι;»
«Ένας ταξιδιώτης στο χρόνο!»
«Ποιος είσαι;»
«Μια ελπίδα απέθαντη!»
«Τι ζητάς;»
«Το αδύνατο!»
«Γιατί το ζητάς;»
«Αν ήξερα το γιατί δε θα το ζητούσα!»
«Από που έρχεσαι;»
«Από το χθες!»
«Και πού πας;»
«Στην άγνωστη ουσία!»
«Θα φτάσεις κάποτε μέχρι εκεί;»
«Αν φτάσω θα είναι το τέλος μου!»
«Γιατί;»
«Επειδή δε θα ’χω που να πάω. Εσύ που θες να πας;» τη ρωτά προτού προλάβει να συνεχίσει.
«Στην αγάπη!»
«Δύσκολο το ταξίδι σου και απαιτεί πολλά φονικά!»
«Φονικά;»
«Πρέπει να σκοτώσεις συνήθειες, απόψεις, δισταγμούς, αμφιβολίες. Πρέπει να φτάσεις ως το μη παρέκει. Τότε θα συναντήσεις την αγάπη ή το τέλος μιας οδυνηρής ψευδαίσθησης!»
«Ποιος θα με βοηθήσει να τα καταφέρω;»
«Τα μικρά ανθρωπάκια του μυαλού και της ψυχής σου!»
Τα μικρά ανθρωπάκια του μυαλού και της ψυχής της! Πάντα ήξερε ότι ήταν εκεί, τα ένιωθε, τ’ άκουγε να της ψιθυρίζουν σκέψεις ανείπωτες βαθιά μέσα στο είναι της, να ταράζουν τα όνειρά της. Τι της έλεγαν; Ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και σκέψης. Τα άκουγε; Όχι. Ήταν αυτή που ήταν και δε θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη. Έτσι γεννήθηκε, έτσι μεγάλωσε, έτσι θα πέθαινε. Άλλωστε και κείνος, ο μόνος άνθρωπος που ποτέ στ’ αλήθεια την κατάλαβε, γι’ αυτό που ήταν την αγάπησε, για της ψυχής της τις αλήθειες. Κι ας επέμενε:
«Μην είσαι απόλυτη στις απόψεις σου, Ελένη. Ποτέ! Ό,τι σκέφτεσαι πως δε θα έκανες ποτέ ίσως κάποια μέρα να το κάνεις. Ό,τι επικρίνεις ίσως κάποτε να το μιμηθείς. Να θυμάσαι ότι η ζωή μας δεν εξαρτάται πάντα, ή μάλλον σχεδόν ποτέ, από εμάς. Είναι πολλοί οι εξωτερικοί παράγοντες που την επηρεάζουν. Μπορεί να κοιμηθούμε στον Παράδεισο και να ξυπνήσουμε στην Κόλαση. μην το ξεχνάς ποτέ αυτό...»
Πώς να το ξεχάσει; Αλλά και πάλι δεν πιστεύει ότι κάποια μέρα θ’ αλλάξει. Όχι αυτή. Η ζωή όμως, η ζωή...

Ακόμη ένα απόσπασμα από εκείνο το μυθιστόρημα που δε γράφτηκε ποτέ. Και το οποίο, μάλλον, ποτέ δε θα γραφεί. Το είχα αρχίσει πριν τρία χρόνια εδώ στην Τσιανγκ Μάι και θα ήταν υποτίθεται ένα «υβριδικό» βιβλίο, αφού θα συνδύαζε ρομαντισμό, σάτιρα και στοιχεία θρίλερ. Από τη στιγμή, όμως, που σταμάτησα να γράφω, αφού έπρεπε να επιστρέψω στην Κύπρο, δεν μπόρεσα να το ξαναπιάσω στα χέρια μου. Ίσως, όμως, κάποια αποσπάσματα όπως το πιο πάνω, μου φανούν χρήσιμα στο μέλλον...

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Μια ιστορία

Κάθονται στη βεράντα του σπιτιού του, που βρίσκεται απομονωμένο, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη, και βλέπουν τον ήλιο να κάνει μακροβούτι στη θάλασσα χαρίζοντας ένα μαγευτικό κροκοκόκκινο χρώμα στον ορίζοντα.
Είναι η μέρα που δε δουλεύει σήμερα και την ξόδεψε όλη μαζί του. Θα μείνει και το βράδυ. Δεν έκαναν και πολλά, αλλά ήταν μια πλήρης μέρα. Με το που έφτασε το πρωί, την πήρε απ’ το χέρι και πήγαν μια βόλτα στην ακροθαλασσιά. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη και οι μόνοι που υπήρχαν εκεί ήταν κάποιοι ηλικιωμένοι πρωινοί κολυμβητές.
Ο ήλιος δεν είχε ζεστάνει πολύ κι έτσι κάθισαν στα βράχια σιωπηλοί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο που σύντομα θ’ αποκτούσε ένα χρώμα από ασήμι.

«Πως μπορώ και επικοινωνώ μαζί του τόσο πολύ, τόσο βαθιά, δίχως καθόλου λόγια;» αναρωτιόταν η Ελένη.
Την ίδια απορία είχε κι εκείνος. Ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός της, έζησε πολλά, άλλαξε πολλές δουλειές, έκανε πολλά ταξίδια, έφτασε στις δικές του κορυφές και έπεσε, όπως του αρέσει, με πάταγο, είχε κι ένα διαζύγιο στο ενεργητικό του, γνώρισε πολλές γυναίκες από διάφορες χώρες, αλλά καμιά σαν εκείνη, καμιά σαν την Ελένη. «Αυτή είναι!» σκέφτηκε απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που μίλησε μαζί της, «Αυτή είναι!»
Καθισμένοι, λοιπόν, στα βράχια δεν αντάλλαζαν λέξη. Απλά χαίρονταν την ομορφιά της φύσης και ζέσταινε ο ένας τον άλλο με την παρουσία του. Τα κύματα πού και πού τους έβρεχαν τα πόδια, αλλά και οι δυο δεν έμοιαζαν να το αντιλαμβάνονται. Ήταν σα να βρίσκονταν σε κάποιο άλλο, φανταστικό κόσμο, ένα κόσμο ολόδικό τους.
Σαν πήρε να πυρώνει ο ήλιος, σηκώθηκαν και περπάτησαν για λίγο στην παραλία. Οι πρώτοι καλοκαιρινοί εραστές της θάλασσας είχαν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν. Συνέχισαν να περπατούν σιωπηλοί για αρκετή ώρα και να απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από το πλήθος, που θα κάποτε θα ερχόταν, με κατεύθυνση κάποιο ορισμένο και απόμερο σημείο. Σαν έφτασαν μπροστά σε ένα τεράστιο βράχο, που έμοιαζε σχεδόν βουνό, εκείνος σταμάτησε.
«Έχω κάτι να σου δείξω!»
«Τι;»
«Είναι έκπληξη!»
Κρατώντας την απαλά απ’ το χέρι την οδήγησε μέσα απ’ τα ρηχά νερά στην άλλη πλευρά του βράχου, όπου υπήρχε μια σπηλιά. Μπήκαν μέσα. Το φως που έφτανε από την είσοδο ήταν αρκετό για να βλέπουν σχετικά καλά το εσωτερικό της.
«Υπάρχει ένας μύθος γι’ αυτό το μέρος,» της είπε. «Μέσα σ’ αυτή εδώ, λέει, τη σπηλιά, συναντιόνταν κάποτε, πριν χρόνια πολλά, κάθε μέρα, δυο νέοι άνθρωποι που ήταν πολύ ερωτευμένοι. Αλλά ανάμεσα στις οικογένειές τους υπήρχε μια παλιά βεντέτα, που δε θα τους άφηνε ποτέ να πορευτούν μαζί στη ζωή. Όμως, ο ένας δεν μπορούσε να ζήσει δίχως τον άλλο, κι έτσι συναντιόντουσαν εδώ κρυφά και κάναν έρωτα. Μια μέρα, όμως κάποιος καλοθελητής, που τους είδε μια νυχτιά μαζί, πήγε και τα είπα όλα χαρτί και καλαμάρι στις οικογένειές τους, κάνοντας τη ζωή γι’ αυτούς ένα μαρτύριο. Έκαναν πολλή καιρό χώρια ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά ο έρωτας ήταν σαν μαχαίρι, που τους έκλεβε τη ζωή μέρα με τη μέρα. Τελικά, κάποια φορά ο νέος κατάφερε και της έστειλε ένα μήνυμα, λέγοντάς της να το σκάσει το βράδυ απ’ το σπίτι και να πάει να τον συναντήσει στην σπηλιά τους, σε τούτη τη σπηλιά. Έτσι κι έγινε. Πήγε, τον βρήκε, κι έκαναν έρωτα για τελευταία φορά. Την επομένη το πρωί μόλις κατάλαβαν οι δικοί της ότι έλειπε το κορίτσι απ’ το σπίτι, έσπευσαν εδώ για να τη βρούνε. Και τη βρήκανε. νεκρή, γυμνή κι αγκαλιασμένη, με τον επίσης νεκρό αγαπημένο της. Τ’ αριστερό του χέρι άγγιζε απαλά ένα καταματωμένο μαχαίρι. Από τότε η βεντέτα ανάμεσα στις δυο οικογένειες έσβησε, αλλά αφού είχε κι αυτή πρώτα βαφτεί με αίμα. Η σπηλιά αυτή, Ελένη, είναι το μνημείο του έρωτά τους!»
Παρέμεινε να τον κοιτά για αρκετή ώρα σιωπηλή. Προσπαθούσε να διαβάσει στα μάτια του αν η ιστορία που της διηγήθηκε ήταν αληθινή ή κάποιο από τα πολλά δημιουργήματα της φαντασίας του.
«Είσαι καλός παραμυθάς,» του είπε.
«Τα παραμύθια μου, όμως, είναι αληθινά.»
«Το ξέρω! Το ψυχανεμίστηκα...»
Από εκείνη την ημέρα και μετά θα του ζητούσε συχνά να της πει κάποια ιστορία, συνήθως για τα ταξίδια του, για τους τόπους και τους ανθρώπους που γνώρισε. Για τον πόνο που ντύνεται χαρά και για τη χαρά που στολίζεται με τα μαύρα της κατάθλιψης χρώματα.

Απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα που άρχισα να γράφω πριν τρία χρόνια, μα δεν κατάφερα να τελειώσω ποτέ. Η φωτογραφία κλεμμένη από δω...

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Αδιέξοδη ζωή

Κι αυτό παλιό. Δε θυμάμαι αν το ανέβασα εδώ ξανά. Αν ναι, ευκαιρία να το θυμηθείτε. Αν όχι, πάρε κόσμε ένα ακόμη τερατούργημά μου...

Όλοι έβλεπαν την εικόνα της, το πανέμορφο περιτύλιγμα, αλλά κανένας την ουσία της. Άκουγαν το χαριτωμένο γέλιο της, μα δεν παρατηρούσαν τον πόνο που κρυβόταν πίσω από το χαμόγελο. Χαίρονταν περισσότερο από καθετί στον κόσμο τη συντροφιά της, αλλά στ’ αλήθεια τρόμαζαν όταν την πλησίαζαν πολύ.
Κανείς δε με καταλαβαίνει. Κανείς! Αυτό ήταν το παράπονό της. Και κανείς δεν επρόκειτο να την καταλάβει ποτέ, να διαβάσει της ψυχής της το μεγάλο μυστήριο.
Και να πεθάνω, εδώ και τώρα, δε με νοιάζει, έλεγε πού και πού, κι οι άλλοι την κοιτούσαν σχεδόν ειρωνικά, επιτιμητικά, σαν ένα βιτσιόζικο παιδί, που πάντα ζητούσε να του δίνουν σημασία.
Πόσο λίγο την ήξεραν! Όχι, δε ζητούσε ούτε τη σημασία, ούτε τη συμπόνια, πόσο μάλλον τις νουθεσίες κανενός. Απλά, ήθελε να την αφήσουν ήσυχη. Αυτό μονάχα ζητούσε. Να ζει ήσυχη, σε αρμονία με τον εαυτό της. Κι αν δεν την αντέχουν, κι αν τη φοβούνται, κι αν τη λοιδορούν οι άλλοι, ε, μπορούν να πάνε όλοι στο διάολο.
Δε θέλει ν’ αγαπήσει πια, αλλά ούτε καν και ν’ αγαπηθεί. Θέλει μόνο ν’ αφήσει τον χρόνο, με τους δικούς του προαιώνιους ρυθμούς, να την προσπεράσει. Τις στιγμές της τις ζει μία μία. νιώθει τον πόνο αυτών που χάνονται για πάντα, μα την ίδια ακριβώς ώρα τις ρουφάει με πάθος. Ναι, ρουφάει το χρόνο, σαν ένα καλό τσιγάρο, ένα τσιγάρο που τη βοηθάει να ξεχάσει και να ξεχαστεί, που μετατρέπει τις σκέψεις και τα προβλήματά της σε καπνό, που εξαπολύει στον αέρα, που τη βοηθά, αργά σκοτώνοντάς την να είναι ο εαυτός της.
Δε ζητάω τίποτα, από κανένα. Δε ζητάω τίποτα, έτσι ας μην ζητάνε κι οι άλλοι από μένα. Το λέει και το εννοεί. Τι να ζητήσει άλλωστε; Άχρηστα κι αχρείαστα τα δώρα τους. Τι να τους χαρίσει; Λίγες μόνο σταγόνες αγάπης της περισσεύουν και τις δίνει μ’ όλη τη ορμή της πονεμένης της ψυχής. Τις δίνει όταν η μοναξιά γίνετ’ αβάστακτη, όταν χρειάζεται ένα κορμί για να τη γεμίσει και να τη ζεστάνει, όταν θέλει να πάρει έστω και για λίγο μια γεύση από τον παράδεισο προτού βουλιάξει και πάλι στην προσωπική της κόλαση.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο βαριέμαι, μου παραπονιέται συχνά πυκνά. Κι όμως, μπορώ, αλλά δεν της το λέω, επειδή το ξέρω ότι θα πάρει ανάποδες. Το δράμα της είναι εξάλλου μοναδικό, κανείς άλλος δεν μπορεί να το βιώσει. Να το βιώσει ίσως όχι, να το νιώσει όμως; Όχι, δεν τη ρωτώ ούτε κι αυτό. Την αφήνω να μονολογεί. Κάνω δυο δουλειές, ζωγραφίζω, γράφω, διαβάζω, κάνω και σεξ κάθε τόσο, κι όμως η ζωή μου φαντάζει ανούσια, δίχως λόγο ύπαρξης. Ίσως αν μπορούσε ν’ αλλάξει λίγο, ν’ αρχίσει να προσθέτει στην καθημερινότητά της περισσότερη διασκέδαση και ν’ αφαιρεί ευθύνες, ίσως όλα τότε να ήταν καλύτερα. Αλλά όχι, ποτέ δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Της αρέσει να τρέχει, να βιάζεται και ν’ αφήνει το χρόνο να την προσπερνά.
Μου θυμίζεις τον εαυτό μου, προτού πάθω, προτού μάθω, της εξομολογούμαι. Με κοιτά σιωπηλά με μάτια κενά που ταξιδεύουν αλλού, καπνίζοντας, αφήνοντας το ελάχιστο του χρόνου να περάσει και να σκορπιστεί στης στιγμής τη λήθη, σαν τον καπνό απ’ το τσιγάρο της.
Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια βαθαίνουν, η μοναξιά μεγαλώνει, τα όνειρα που κάποτε έκανε πνίγονται στα πρέπει με τα οποία έχει φλομώσει τον εαυτό της.Δε θέλει απολύτως τίποτα, ή, μάλλον, σχεδόν τίποτα, αφού να, θέλει μονάχα να πεθάνει και να ξεχαστεί από όλους. Την ακούω, δε μιλώ, δε χαμογελώ, δεν την παρηγορώ. Κάνω βουτιά βαθιά μέσα στα μάτια της, όπου βλέπω αμυδρά να τρεμοπαίζει της ζωής η φλόγα.

Η ζωγραφιά κλεμμένη από εδώ


Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Έφαγα πόρτα

Παιδιά, έφαγα πόρτα από το facebook. Πολλές διευθύνσεις έχουν χαθεί. Αναμένω να αποκτήσω ξανά εξουσία στο μπλογκ μου για να στείλω "προσκλήσεις". Όποιος θέλει να με κάνει add ας πάει εδώ http://www.facebook.com/profile.php?id=1056742229&ref=profile ή ας με ψάξει με το όνομά μου. Μέρα καλή (καλύτερη πάντως απ' τη δική μου) σας εύχομαι:)

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Αθώα

Μία ακόμη Εγκληματικά Ασύστολη ιστορία.

Είμαι αθώα, τους λέει. Είμαι αθώα, τους εκλιπαρεί. αλλά εκείνοι που να ακούσουν και πώς να την πιστέψουν; Την κλείσανε μέσα σ’ ένα ασφυκτικά μικρό κελί, εδώ και τρεις ατελείωτες μέρες, σα βασική ύποπτη για τη δολοφονία του άντρα της. Κι ας μην τον σκότωσε αυτή. Κι ας μην έχουνε κανένα απολύτως στοιχείο εναντίον της. Κάνετε λάθος -υποστηρίζει με δάκρυα στα υπέροχα πράσινά της μάτια- μεγάλο λάθος, εγώ ποτέ δε θα σκότωνα τον άντρα μου. ποτέ! Τον αγαπούσα. Τον αγαπούσα με όλη μου την ψυχή. Μόνο αυτόν είχα. Κανέναν άλλο. Γιατί; Γιατί μου το κάνετε αυτό; Σας τ’ ορκίζομαι σ’ ό,τι όσιο κι ιερό έχω, δεν τον σκότωσα...
Η αλήθεια είναι πώς ούτε κι οι αστυνομικοί δείχνουν τόσο σίγουροι για την ενοχή της. Κάποιοι την πιστεύουν, κάποιοι όχι, κάποιοι τη λυπούνται, κάποιοι χαίρονται για την κατάντια της, αλλά αρέσει σε όλους, αφού είναι πανέμορφη, βγαλμένη λες από κάποια τηλεοπτική διαφήμιση. Όλες οι υποψίες πέφτουν πάνω της, αλλά δεν έχουν κάποιο σοβαρό στοιχείο που να αποδεικνύει ή έστω να υποδεικνύει ότι αυτή ευθύνεται για το φονικό. Δεν έχουν καν μια υποψία για κάποιο πιθανό κίνητρο. Δεν είχε να ωφεληθεί σε τίποτα από το θάνατό του. Έτσι κι αλλιώς η περιουσία ήταν όλη δικιά της, ενώ και όλοι οι γνωστοί και φίλοι του ζευγαριού έλεγαν πώς περνούσε πολύ καλά με τον άντρα της. Ωστόσο, δεν έχει άλλοθι. Υποστηρίζει ότι κοιμόταν βαθιά στην κρεβατοκάμαρά της όταν άκουσε τον πυροβολισμό και ξύπνησε τρομαγμένη. Μέχρι να πάει κάτω, φοβισμένη καθώς ήταν, λέει, ο δολοφόνος είχε ήδη φύγει. Έψαξαν να βρουν αν παραβιάστηκε κάποιο παράθυρο ή πόρτα, αλλά όχι, κάτι τέτοιο δε συνέβηκε, πράγμα που σημαίνει ότι: είτε το ίδιο το θύμα έμπασε στο σπίτι εκείνον που θα γινόταν ο δήμιός του, και άρα τον γνώριζε, είτε ο δολοφόνος βρισκόταν ήδη εκεί όταν αυτός επέστρεψε απ’ τη δουλειά, αργά το βράδυ, και τον περίμενε. Μπερδεμένη κατάσταση.
Τόσο μπερδεμένη που παρά τα παρακάλια και τις ικεσίες της την κράτησαν στο κελί για πέντε ακόμη μέρες. Κι ο εισαγγελέας θα ζητούσε απ’ το δικαστή να την κρατήσουν ακόμη περισσότερες, αν δε χαμογελούσε για κείνη επιτέλους η τύχη. Ένας γείτονας πήρε τηλέφωνο στην αστυνομία και ανέφερε ότι φροντίζοντας τον κήπο του νωρίς ετούτο το πρωί, ανακάλυψε πεταμένο κάτω από κάτι θάμνους, ένα περίστροφο. Ένα περιπολικό με δύο αστυνομικούς έσπευσε για να το περισυλλέξει και για να κάνει τις αναγκαίες, σε κάθε παρόμοια περίσταση, ερωτήσεις στον άντρα. Ευτυχώς δεν είχε αγγίξει καθόλου το όπλο κι έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλοιωθούν τα τυχόν δαχτυλικά αποτυπώματα. Ο βαλλιστικός έλεγχος που ακολούθησε έδειξε ότι αυτό ήταν όντως το όπλο του ειδεχθούς εκείνου εγκλήματος, αλλά τα δαχτυλικά αποτυπώματα που βρήκαν πάνω σ’ αυτό δεν αντιστοιχούσαν σ’ εκείνα της ύποπτης, ενώ κι εκείνα του ανθρώπου που το βρήκε βγήκαν επίσης αρνητικά. Έτσι, κάλλιο αργά παρά ποτέ, την άφησαν ελεύθερη χωρίς να ασκήσουν εναντίον της καμία απολύτως ποινική δίωξη. Κι εκείνη, παρ’ όλο τον πόνο της, παρ’ όλο το δράμα που βίωσε, βρήκε το κουράγιο να τους ευχαριστήσει που έκαναν σωστά τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα να αρθούν στα μάτια των φίλων της και της κοινωνίας οι υποψίες που τη βάραιναν.
Τώρα, κάθεται στο σαλόνι του γείτονά της και κλαίει, σπαρακτικά, λυτρωτικά, με λυγμούς. Κλαίει και τον ευχαριστεί από τα βάθη της ματωμένης της καρδιάς που την έσωσε, που την έβγαλε απ’ τον εφιάλτη. Εκείνος την κοιτά ήρεμα, μ’ ένα χαμόγελο πλατύ σαν ιστορία στα χείλη, μα δε μιλάει. Αλλά να, σα να την τρώει με τα μάτια, σα να γδύνει απαλά το καλοσχηματισμένο της σώμα και να το κλείνει στην αγκαλιά του, σα να της κάνει έρωτα μέσα στη σιωπή κι από απόσταση.
Είναι αργά πολύ το βράδυ. Μόλις έκανε ένα μπάνιο και νιώθει και πάλι όμορφη, ποθητή, ξανανιωμένη. Κοιτά το πρόσωπό της στο μεγάλο καθρέφτη, μελετά προσεκτικά τις γραμμές του γυμνού της κορμιού. Είσαι ωραία, ομολογεί στο εγώ της και χαμογελά αυτάρεσκα, τινάζοντας με μια ξαφνική κίνηση τον κόκκινο χείμαρρο των μαλλιών της προς τα πίσω.Θυμάται τον εαυτό της στη φυλακή και τις ανακρίσεις απ’ τους ηλίθιους τους αστυνομικούς και παίρνει να γελά δυνατά, ασυγκράτητα. Δεν είπα ψέματα στους μπάτσους! Είναι περήφανη για τον εαυτό της. Δεν τους είπα ψέματα. Δεν σκότωσα εγώ τον άντρα μου. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Όχι, δεν τον σκότωσε, δεν είχε τη δύναμη, το κουράγιο, απλά προσέλαβε κάποιον άλλο να το κάνει γι’ αυτήν. Αποφάσισε να τον βγάλει απ’ τη μέση επειδή τον βαρέθηκε πολύ, επειδή δε χαιρόταν πια τη ζωή της μαζί του, επειδή δεν απολάμβανε τον έρωτα μαζί του, κι επειδή τόξερε, τόξερε πολύ καλά ότι εκείνος δε θα δεχόταν ποτέ να χωρίσουν. Εκτός κι αν του έδινε τη μισή της περιουσία. Χα, σιγά να μην το έκανε. Από δω και μπρος όλα θ’ αλλάξουν, όλα θα γίνουν πιο καλά, διαφορετικά, θ’ αρχίσω επιτέλους να ζω, διαβεβαιώνει τον εαυτό της. Ναι, έτσι ακριβώς θα γίνει, θ’ αρχίσει να γλεντάει λαίμαργα τη ζωή, αφού θα έχει πλέον το ελεύθερο να χαρεί αμέτρητες στιγμές πόθου και ατελεύτητης λαγνείας στην αγκαλιά του γλυκού της, του μοναδικού εραστή. Εκείνου με τον οποίο σχεδίασε αριστοτεχνικά τη δολοφονία. Του άντρα με το θεϊκό κορμί και τα υγρά μελένια μάτια. Του γείτονά της!


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Απολογισμός

…Οι μέρες περνούσαν γρήγορα ή αργά, σαν όλα, σαν τίποτα. Λέγαμε λόγια του αέρα, στον αέρα. Φλερτάραμε με τα μάτια, καιγόμασταν με τις σιωπές. Ο ουρανός νωχελικά δάκρυζε, αλλά εμείς ακούγαμε ύμνο κι όχι θρήνο, το τραγούδι της λήθης. Καθόμασταν στο χαλί, μπροστά στο τζάκι και πίναμε Μπύρα της Αρκούδας, κι έπειτα σηκωνόμασταν και ξανακαθόμασταν και πίναμε ξανά την ίδια μπύρα. Οι φλόγες χόρευαν, τα μάτια έλαμπαν, η σιγή βασίλευε. Θυμόμασταν υποσυνείδητα, ζούσαμε υποσυνείδητα, το χρόνο που πέρασε, το χρόνο που περνούσε. Το βασίλειο της ακινησίας! Κι έπειτα, ζωή ξανά, πεταγόμασταν πάνω και χορεύαμε τραγούδια ανήκουστα, με θύμισες παγανιστικές, βγαίναμε έξω και ουρλιάζαμε στ’ αστέρια την απελπισία που δεν ήταν δική μας, μεθούσαμε από χαρά, χαρά που δεν ήταν εκεί. Ζούσαμε σα μέσα σ’ ένα όνειρο, ζούσαμε μέσα σε μια μέθη, ζούσαμε……Και μετά τα χρόνια πέρασαν, ξεχάσαμε τη λήθη μας και κινήσαμε για άλλους ουρανούς, όπου όλα ήταν «εντάξει», όλα «σωστά» και «καθώς πρέπει», όπου η ζωή ήταν παρωδία. Έτσι, αναπόφευκτα, κάποτε αρχίσαμε να μιλάμε γι’ αυτά, να θυμόμαστε αυτά, που ζήσαμε, το όμορφα περασμένα, τις γεύσεις που απολαύσαμε, τους ρυθμούς και τις μουσικές που ρουφήξαμε, τα όμορφα παλιά της νεκρής μας νιότης, τότε που ήμασταν νεκροί, στα μάτια των άλλων νεκροί. Θέλαμε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω, αλλά ο χρόνος μας έχει στερήσει κάτι, τη δυνατότητα να ζούμε και να πεθαίνουμε κάθε μέρα……Από τότε θρηνούμε δίνοντας χρώματα στις αναμνήσεις. Από τότε ζητούμε σανίδες σωτηρίας. Από τότε, αναπολούμε το τότε…

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Η Απαραίτητη

Και πάλι περσινά ξινά "εγκληματικά" σταφύλια.
Καλή σας όρεξη
Του έγινε απαραίτητη! Απολύτως απαραίτητη. Χωρίς να το περιμένει. Κι έτσι όλα τα λόγια τα μεγάλα, που στη ζωή του είχε ξανά και ξανά πει, από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφώθηκαν σε μεγάλες διαψεύσεις. Πόσο έξω έπεσε! Απίστευτο του φαίνεται. Κι όμως, είτε του άρεσε είτε όχι, ο Μεγάλος Μοναχικός -όπως ήθελε με ένα κάποιο στόμφο να αποκαλεί τον εαυτό του- ήτανε κι αυτός γραφτό μια μοίρα να την πατήσει. Πόσο διαφορετικός ήταν από τους άλλους ανθρώπους άλλωστε; Μάλλον λίγο, πολύ λίγο, αφού κι εκείνος πάντοτε ένιωθε την ανάγκη για λίγη συντροφιά, κι ας μην τόλμησε ποτέ του να το παραδεχτεί αυτό. Είμαι αυτόφωτος, έλεγε, δε χρειάζομαι τίποτα και κανένα. Κούνια που τον κούναγε. Τα βιβλία μου, μονάχ’ αυτά μου φτάνουν, δήλωνε κατηγορηματικά. Έλα, όμως, που δεν του έφταναν. Έλα που δεν του έφταναν και αναγκάστηκε κι αυτός, ο εγκρατής, να υποκύψει στον πειρασμό. Έλα που ετούτος, ο ανεπιθύμητος κατά τα άλλα, πειρασμός, έγινε της ζωής του ο έρωτας ο πιο μεγάλος, στερώντας του την ίδια ώρα πράγματα πολλά, που άλλοτε τον γέμιζαν!
Αχχχ, αυτή η ζωή! Αχ, αυτή η ζωή που περνάει και χάνεται αναξιοποίητη. Περνάει. Χάνεται. Αναξιοποίητη. Η ζωή. Η ζωή η δικιά του. Πρέπει να το πάρει επιτέλους απόφαση. Να τη διώξει. Να την ξεφορτωθεί. Για να ξαναβρεί τον εαυτό του. Για να αρχίσει να κολυμπάει και πάλι στη μέσα του θάλασσα. Η αλήθεια είναι πώς πέρασαν πολλά οι δυο τους, στην πλειοψηφία τους όμορφα και καλά, αλλά να, η συνύπαρξή τους ήταν κάπως μονότονη και που και που γινόταν κυκλοθυμική. Την αγαπούσε με πάθος. Τη μισούσε με ενοχές. Την αγαπούσε γι’ αυτά που του έδινε, μα τη μισούσε για τ’ άλλα, τα πολλά, που δεν του χάριζε. Του ήταν απαραίτητη, σαν την αναπνοή του την ίδια, αλλά την ένιωθε και σαν ένα στίγμα στο κορμί και στην ψυχή του. Τον αρρώσταινε βαριά και τον ανάσταινε εκκωφαντικά. Έχω ξεχάσει ποιος είμαι, της ψιθύριζε κάθε τόσο με παράπονο πικρό, ενώ εκείνη παρέμενε πεισματικά σιωπηλή, αδυνατώντας στ’ αλήθεια να τον καταλάβει – να καταλάβει αυτόν και την ιερή του τρέλα.
Τώρα, μοιάζει να τα έχει τελείως χαμένα. Όλο και παίρνει μια απόφαση και όλο και την ανακαλεί. Το μόνο που κάνει πια είναι να περπατάει πάνω κάτω, νύχτα μέρα, μέσα στο διαμέρισμα, να στριφογυρνάει δίχως να κοιμάται στα σεντόνια και να πίνει συνεχώς δίχως ν’ απολαμβάνει τα ποτά του. Νιώθει παγιδευμένος, φυλακισμένος σ’ ένα κλουβί που έκτισε ο ίδιος. Για δες ρε, πώς την πάτησες! παρατηρεί σαρκαστικά τον εαυτό του. Ναι, το ξέρει καλά, το ξέρει πώς αν τη χάσει μετά θ’ αρχίσει να νιώθει ασυγχώρητα μόνος. Αλλά, τι να κάνει; Οι φίλοι τον συμβουλεύουν ν’ αλλάξει μυαλά, ν’ ανοίξει τα μάτια και να δει τον κόσμο όπως είναι, του λένε ότι αποκλείεται να βρει ποτέ ξανά και πουθενά αλλού κάποια σαν κι εκείνη. Ε, αν δε βρω, χέστηκα, τους απαντά πεισματικά και μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο αυτός.
Η αλήθεια ωστόσο παραμένει ότι όσο περνάει ο καιρός τόσο μοιάζει να καταρρέει. Δεν μπορεί να τη διώξει, δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν, κι ας μην τη θέλει. Πώς να διαγράψει κανείς τόσους μήνες κοινής ζωής; Πώς; Θυμάται τα παλιά. Όχι τα πολύ παλιά, το πρόσφατο παρελθόν, προτού τη γνωρίσει. Τότε η ζήση του ήταν απλή πολύ, με τα πάνω και τα κάτω της, αλλά με ουσία. Τώρα έχει καταντήσει μια συνεχής επανάληψη, ένας αργός θάνατος. Κάθε μέρα τα ίδια πράγματα κάνει, κάθε μέρα τα ίδια άθλια συναισθήματα τον πλημμυρίζουν. Του λείπει η τρέλα κι η μοναχικότητά του. Του λείπει ο εαυτός του.
Είναι τέσσερις η ώρα το πρωί και στέκεται σκεφτικός στο μπαλκόνι, αγκαλιά με το στροφιλιζόμενο κρύο του Φλεβάρη. Το σώμα του, το άθλιο κέλυφος, το νιώθει να παγώνει, αλλά ο μέσα του κόσμος, εκείνος δα που μετράει, φλέγεται. Ήρθε η ώρα, δηλώνει αινιγματικά στο μανιασμένο αέρα, η ώρα του αποχαιρετισμού, πληροφορεί χαμηλόφωνα το γκρίζο τ’ ουρανού. Επιτέλους, πήρε την απόφασή του! Επιτέλους, θ’ αποκτήσει και πάλι την ελευθερία του, θ’ αποκτήσει και πάλι το δικαίωμά του στη ζωή. Χαμογελά. Χαμογελά πλατιά και αμείλικτα. Αρχίζει να χιονίζει. Οι νιφάδες του χιονιού έρχονται, σαν καλοί οιωνοί, να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το αίσθημα ευδαιμονίας που τον κατακλύζει. Μπαίνει με αργόσυρτο επιτηδευμένο βήμα στο σαλόνι. Μοιάζει να χορεύει ακίνητος, τόσο αργά κινείται. Τη βλέπει, εκεί στη γωνία, να τον κοιτά μ’ ένα άδειο βλέμμα. Σ’ αγαπώ, αλλά πρέπει να φύγεις, τής λέει τελεσίδικα, μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα. Την πλησιάζει. Την παίρνει στην αγκαλιά του με αγάπη και την οδηγεί απαλά, σα μωρό παιδί, έξω στο μπαλκόνι. Τα στοιχεία της φύσης τους χαϊδεύουν και τους μαστιγώνουν, αλλά κανείς απ’ τους δυο τους δε φαίνεται να τα νιώθει. Σηκώνει το κεφάλι και το βλέμμα ψηλά, ανοίγει το στόμα και αφήνει να ταξιδέψει στη γλώσσα του μια νιφάδα χιονιού, προτού αφήσει να του ξεφύγει απ’ τα στήθια μια σιγαλή και παγωμένη ανάσα ανακούφισης. Λυτρώθηκες, συγχαίρει με θαυμασμό τον εαυτό του, καθώς την αφήνει να γλιστρήσει απ’ τα χέρια του, να πέσει σα βόμβα στο πεζοδρόμιο πέντε ορόφους πιο κάτω, και να γίνει χίλια κομμάτια. Η αγαπημένη του. Η απαραίτητη. Η τηλεόρασή του!
Η φωτογραφία κλεμμένη από εδώ

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Της μοναξιάς

Να κάθεται εκεί, μονάχη μες στην παρέα των έξι και ν’ αναρωτιέται:«Τι γυρεύω εγώ εδώ;»Οι γύρω της σκιές, οι φωνές απόηχοι, η μοναξιά του πλήθους να την πνίγει.Όλοι να μιλάνε, εκείνη να διαβάζει.Όλοι να μιλάνε, εκείνη να ακούει.Ίσως να ζει μέσα στο κεφάλι της, οι άλλοι, όμως, είναι υδροκέφαλοι.Όχι, δεν το λέει εκείνη αυτό, εγώ το λέω.Στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη η καλοσύνη,αυτή ντε, που θα χαθεί στο πέρασμα του χρόνου,στη μοχθηρία του κόσμου.Κάτι σκιάζει της που και που το βλέμμα,κι άλλοτε ανοίγει διάπλατα τα μάτια,λες κι αντικρίζει ένα θαύμα.Χαμένη στο αλλού, κι όμως εδώ,συνένοχη στης καθημέρας την αφόρητη πλήξη.«Αχ, και νάταν όλα αλλιώς,» σκέφτεται.«Αχ, και νάμουν αλλιώς».Αλλά, δεν είναι. Κι έτσι βιώνει κι αυτή τους μικρούς της θανάτους,αναπολώντας μια μελλοντική ζωή.Ο ήλιος έξω λάμπει, μέσα της σκοτεινιάζει.Χαμογελά.Πικρά!Ίσως αύριο όλα να είν’ αλλιώτικα.Ίσως να είναι καλύτερα.Ίσως…
υ.γ. Παλιό το κείμενο αλλά εικόνες και σκέψεις σαν κι αυτές δεν αλλάζουν ποτέ

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Τα Κουράδια της Οργής

Θα συνέχιζα να ανεβάζω τις ξαναδουλεμένες εκδοχές των εγκληματικών ιστοριών μου, αλλά η Τζάκι μου ζήτησε ν' ανεβάσω κάτι εύθυμο, αφού πιότερο έχουμε ανάγκη το χαμόγελο αυτές τις μέρες. Ίσως και να έχω ανεβάσει ξανά εδώ αυτό το διήγημα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Ιδού, λοιπόν, Τα Κουράδια της Οργής:

Κάποια μέρα θα τον εκδικηθώ. Δεν πάει άλλο η κατάσταση. Δεν αντέχω πια να μου συμπεριφέρεται τόσο άσχημα, λες και δεν είμαι κι εγώ άνθρωπος. Θα τον χτυπήσω σκληρά. Θα του βγάλω το μάτι. Θα του σκίσω το κεφάλι. Θα... Θα τον εκδικηθώ με όποιο τρόπο μπορώ. Θα τον... Θα του...
Αυτά σκεφτόταν κάθε φορά που τον έβλεπε, τον εχθρό του, ο Μανόλης. Δεν τον άντεχε τον τύπο. Καθόλου! Όχι μόνο δεν τον άντεχε, αλλά τον μισούσε κιόλας. Αυτόν μονάχα. Κανέναν άλλο στον κόσμο. Μισούσε μ’ όλο το πάθος της νεαρής του καρδιάς το καθετί απάνω του: την εξεζητημένη εμφάνισή του (έτσι δεν την είπε η μαμά;), τη μελιστάλαχτη φωνή και το ειρωνικό του χαμόγελο, μα πάνω απ’ όλα μισούσε την καλά μεταμφιεσμένη κακία του, που κανείς εκτός απ’ τον ίδιο δε φαίνονταν να διακρίνει.
Κάθε φορά που ερχόταν για επίσκεψη στο σπίτι τους, συνήθως απρόσκλητος, άναβαν τα λαμπάκια του Μανόλη – ναι, έτσι ακριβώς σαν του φίλου του τού Κύρου Γρανάζη, αλλά όχι ακριβώς. από τα νεύρα άναβαν. Μπροστά απ’ τη μαμά και τον μπαμπά του τού συμπεριφερόταν καλά, όλο έλεγε, τι χαριτωμένος που είναι!, αλλά αν τύχαινε και έμεναν για μια στιγμή μόνοι τον αποκαλούσε ηλίθιο και μυξιάρικο και κατουρλή, και τον τσιμπούσε δυνατά, με κακία. Φυσικά, δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτά που συνέβαιναν, ο καημένος ο μικρός. Δυο χρονών μωρό-παιδί, τι να πει; Τι να πει για να καταλάβει ο μπαμπάς κι η μαμά, κι ο κόσμος όλος, πόσο κακός ήταν αυτός ο κύριος;
Υπέμενε, λοιπόν, καρτερικά το μαρτύριο που του ’λαχε τόσο νωρίς στη ζωή. Υπέμενε και μέσα του σιωπηλά ορκιζόταν -αν και δεν ήξερε τι ακριβώς σημαίνει αυτό- ότι κάποτε θα έπαιρνε την εκδίκησή του – κι ας μην ήξερε ούτε κι αυτή τι σημαίνει.
Ήταν μια ζεστή καθάρια καλοκαιρινή μέρα, -μάλλον Κυριακή, αφού ο μπαμπάς κι η μαμά δεν πήγαν δουλειά- και όλη η οικογένεια, οι τρεις τους δηλαδή, βρισκόταν στον μικρό όμορφό κήπο, όταν άκουσε τον ήχο από το κουδούνι. Η μαμά έσπευσε ν’ ανοίξει την πόρτα, αφού ο μπαμπάς ήταν απασχολημένος πίνοντας μπίρα και ψήνοντας κάτι στη σχάρα, ενώ ο ίδιος δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να καλωσορίσει τους ξένους – αν ήταν τέτοιοι, δηλαδή.
Ω, δεν μπορείτε να φανταστείτε -προσπαθήστε, αν θέλετε, αλλά δε θα τα καταφέρετε- πόσο οργισμένος ένιωσε όταν είδε να ξεπροβάλλει από την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο, στον παράδεισό του, ο καταραμένος ο εχθρός. Μην μπορώντας να αντέξει τη θέα του, έριξε μια θυμωμένη ματιά στη μαμά και τον μπαμπά, κι έτρεξε αμέσως για να κρυφτεί στο δωμάτιό του. Ξάφνου, όμως, άλλαξε γνώμη και πάτησε απότομα φρένο, στο μικροβήματο χοροπηδητό τρεχαλητό του, αφού είδε ένα πανέμορφο κορίτσι να κάνει την εμφάνισή του πίσω από τον ακατονόμαστο. Ήταν όμορφο πολύ, σαν τις νεράιδες που του λέγανε στα παραμύθια. Μια ο-πτα-σί-α! Την αγάπησε με την πρώτη ματιά κι εκείνη του ανταπόδωσε μεμιάς την αγάπη, αφού μετά από το πρώτο ξάφνιασμα, έτρεξε βιαστικά και τον αγκάλιασε και τον σήκωσε, να, ψηλά, μ’ ένα πλατύ και φωτεινό χαμόγελο στα χείλη. Για όσο θα κρατούσε εκείνη η ευτυχισμένη μέρα θα ήταν συνέχεια κοντά του, παίζοντας μαζί του, ταΐζοντάς τον, γελώντας με τα παράξενα καμώματά του – προς φρίκη του δόλιου του εχθρού, που κάθε λίγο και λιγάκι την πλησίαζε απειλητικά και της έλεγε να πάψει να σαλιαρίζει με το ηλίθιο μυξιάρικο. Σιγά να μην τον άκουγε!
Όσο για τον Μανόλη, ήταν πολύ-πολύ ευτυχισμένος. Περισσότερο απ’ ό,τι υπήρξε ποτέ στην τόσο σύντομη ζωή του. Έτρεχε ξυπόλυτος -όλοι ξυπόλυτοι ήταν- στο γρασίδι, πλατσούριζε με τα νερά μες στη μικρή πολύχρωμη παιδική πισίνα, γελούσε με την ψυχή του. Αλλά δεν ξέχασε ούτε για μια στιγμή τον εχθρό και την εκδίκηση που ορκίστηκε
Ήταν αργά πολύ το απόγευμα, όταν ένιωσε μια ακατανίκητη ανάγκη να πάει στην τουαλέτα. Κίνησε, λοιπόν, με μικρά αργόσυρτα βήματα, για τον προορισμό του, αφού πρώτα αρνήθηκε την προσφορά του κοριτσιού να τον συνοδέψει -Μόνο του... Μόνο του... της είπε- αλλά δεν έφθασε ποτέ εκεί. Κοντοστάθηκε, βλέπετε, στην είσοδο, όπου είδε αφημένα τα παπούτσια του εχθρού και της αγάπης του. Στο πρόσωπό του πήρε να ζωγραφίζεται ένα ηλιόλουστο πονηρό χαμόγελο.
Σαν πήρε να βραδιάζει, και το φεγγάρι αμόλυντο μισό άρχισε να κόβει τις βόλτες του στον μακρινό ουρανό, η συντροφιά εγκατέλειψε μαζικά τον κήπο και κίνησε για το σπίτι. Όταν έφτασαν, όμως, στην είσοδο, σταμάτησαν όλοι μαζί, σαν έκπληκτοι, σαν στ’ αλήθεια τρομαγμένοι. Την αθέλητη σιγή και τη στιγμιαία αμηχανία, ήρθε να σπάσει το αυθόρμητο κι εκκωφαντικό γέλιο του κοριτσιού, που προφανώς βρήκε το θέαμα πολύ αστείο: τα παπούτσια του εχθρού ήταν ξέχειλα από φρεσκοκαμωμένα κουράδια, ενώ απ’ τα δικά της είδε να ξεπροβάλλουν κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Ο Μανόλης, που καθότανε σε μια γωνιά, κτυπούσε με χαρά μεγάλη τα χεράκια του και γελούσε μοναχός, είχε, επιτέλους, πάρει την εκδίκησή του.


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Η εκδίκηση της Μαριέτας

Μία ακόμη (ξαναδουλεμένη) Εγκληματικά Ασύστολη ιστορία μου.

Τον αγαπούσε μια ολόκληρη ζωή, την τυραννούσε μια ολόκληρη ζωή. Τον αγαπάει ακόμη, την τυραννάει ακόμη. Θέλει, λέει, να χωρίσουνε. Τώρα. Αμέσως. Θέλει να πετάξουνε δεκαπέντε γιομάτα χρόνια κοινής ζωής στα σκουπίδια. Θέλει να διαγράψουνε με μια μονοκοντυλιά όλες τις καλές και κακές στιγμές που ζήσανε μαζί, να ξεχάσουνε όλα τα όμορφα που μοιραστήκανε. Της λέει πώς όλα τώρα πια τελειώσανε, ότι θέλει να προχωρήσει. Να προχωρήσει για να πάει που; Να κάνει τι; Αφού μέχρι σήμερα όλα εκείνη η δόλια τα έκανε. Εκείνος ήταν, είναι και θα είναι αχαΐρευτος. Στον αιώνα τον άπαντα. Αν δεν ήταν εκείνη και ο πλούσιος, καταδεκτικός της μπαμπάς, πουθενά δε θα ’βρισκε δουλειά το μπουμπούκι της. Αν δεν ήταν εκείνη, τώρα σίγουρα θα πεινούσε, θα παράδερνε σε κάποια τρώγλη, δε θα ζούσε κορδωτός σαν κόκορας για χρόνια τώρα μέσα στην πολυτέλεια. Αν δεν ήταν εκείνη να κουμαντάρει μαεστρικά και με αγόγγυστη υπομονή το καράβι του γάμου τους σε όλες τις φουρτούνες, όλα θα είχαν από καιρό καταρρεύσει. Πέρασαν πολλά μαζί. Πέρασε περισσότερα μοναχή της. Αν έπρεπε να φύγει κάποιος ήταν εκείνη η ίδια, η Μαριέτα. Η Μαριέτα που τον αγάπησε τόσο, περισσότερο απ’ τον εαυτό της, που του χάρισε τόσα πολλά, πολύ περισσότερα απ’ όσα πήρε. Η Μαριέτα που γέννησε με χαρά κι έχασε με οδύνη ένα παιδί. Η Μαριέτα που τόσο πληγώθηκε, μα που δεν έπαψε στιγμή να τον αγαπάει. Ξύπνα μικρή, της έλεγαν δεικτικά και λίγο λυπημένα οι φίλες της. Ξύπνα ηλίθια, έβγαζε σπαρακτική κραυγή ο εαυτός της, αλλά αυτή που ν’ ακούσει! Πάντα εκεί. Πάντα στο πλευρό του Άλκη. Πάντα το στήριγμά του. Το μοναδικό. Κι ας μην το άξιζε. Κι ας μην το άξιζε καθόλου. Είχε υπομονή, πολλή υπομονή, η Μαριέτα. Μια υπομονή που όμως τώρα, εντελώς ξαφνικά, εξαντλήθηκε. Ακούς εκεί να την αφήσει! Και πώς θα τα βγάλει πέρα έξω στον κόσμο μοναχός αυτός ο άχρηστος; Ή μήπως περιμένει ότι εκείνη θα συνεχίσει να τον συντηρεί; Κούνια που τον κούναγε. Εκτός... Εκτός κι αν γνώρισε κάποια άλλη, αν βρήκε ένα νέο ανυποψίαστο θύμα. Ναι! Ναι, αυτό θα έγινε. Καμία αμφιβολία. Μάλλον κάποια απ’ αυτές τις μεγαλοδικηγορίνες, με τις οποίες κάνει πως δουλεύει, θα την τύλιξε σαν έτοιμο από ώρα φαγητό τον δικό της. Έτσι, ε; Και τώρα, αυτή τι θα κάνει; Πώς θα αντιδράσει; Θα καθίσει μόνη και απαρηγόρητη να κλαίει για το δεδομένο χαμό του, ή θα πάρει τη μοίρα στα χέρια της; Να πάρει τη μοίρα στα χέρια της; Μα, πώς; Νιώθει τόσο, ασυγχώρητα, κουρασμένη. Δεν έχει άλλο πια τη δύναμη να κάνει συνταρακτικές αλλαγές στη ζωή της. Δεν μπορεί ν’ αντέξει άλλα χτυπήματα. Είναι καταβεβλημένη. Ηττημένη. Ηττημένη απ’ της μονόχνοτης ζήσης της τα παιχνίδια. Λυπάται; Χαίρεται; Οργίζεται; Πονάει; Δεν ξέρει. Εκείνο που μονάχα ξέρει, με μια σιγουριά αμείλικτα ακλόνητη, είναι ότι ετούτη τη φορά δε θα περάσει το δικό τού Άλκη – του μεγάλου της έρωτα, του δήμιού της. Σκέφτεται. Σκέφτεται πολύ, βαθιά και έντονα. Σκέφτεται τι να κάνει. Πώς να τον εκδικηθεί. Αρκετά πέρασε τόσα χρόνια μαζί του, πολλές πίκρες γεύτηκε απ’ τα χείλη του και δεν άκουσε ούτ’ ένα ευχαριστώ, είναι καιρός να τον κάνει να πληρώσει. Ακριβά! Αλλά πώς; Θα τον σκοτώσω. Όχι! Όχι, αυτό δεν μπορεί να το κάνει. Να τον πληγώσει ναι, αυτό γίνεται, αλλά να τον σκοτώσει, αυτό αποκλείεται. Ξαφνικά... Ξαφνικά στο μυαλό της ξημερώνει το τέλειο σχέδιο. Χαμογελά. Σατανικά. Με μάτια που στάζουν προσμονή, κακία, θλίψη κι απογοήτευση. Αυτό είναι, σκέφτεται. Αυτό είναι, θέλει να φωνάξει με βροντερή ανακούφιση, αλλά συγκρατεί τον εαυτό της. Δύο μέρες μετά τη βρίσκει νεκρή στο σπίτι τους ο Άλκης. Προφανώς αυτοκτόνησε. Ένα ματωμένο μαχαίρι είναι καρφωμένο στο στήθος της βαθιά, δίπλα απ’ το μέρος της βαριά πληγωμένης καρδιάς. Καλεί την αστυνομία. Καταφθάνουν ένα τσούρμο μπάτσοι. Βγάζουν φωτογραφίες, εξετάζουν τον περίγυρο, απομακρύνουν καλυμμένο μέσα σ’ ένα φορείο το πτώμα, παίρνουν τα δακτυλικά του αποτυπώματα και τον ανακρίνουν. Μάλλον τον πιστεύουν. Βλέπουν τα δακρυσμένα του μάτια, το καταρρακωμένο του εγώ και σκέφτονται ότι είναι αθώος. Αργά πολύ το ίδιο εκείνο βράδυ επισκέπτεται το τμήμα μια φίλη της Μαριέτας και ζητάει να μιλήσει με τον αστυνομικό που είναι επιφορτισμένος με τη διερεύνηση της υπόθεσης. Με χέρια που τρέμουν απ’ την οργή και τη θλίψη, του παραδίδει ένα γράμμα από τον κάτω κόσμο. Το θύμα γράφει μέσα εκεί πόσο πολύ φοβάται για την ασφάλεια, για τη ζωή του. Το νιώθει, λέει, είναι σίγουρη πώς ο άντρας της θα προσπαθήσει να τη σκοτώσει. Λίγα λεπτά μετά ειδοποιούν τον αστυνομικό από το εργαστήριο ότι τα μοναδικά δαχτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στο μαχαίρι ήταν του Άλκη. Τον συλλαμβάνουν αμέσως και τον οδηγούν στο δικαστήριο που τον κρίνει προφυλακιστέο. Σύντομα θα δικαστεί και θα καταδικαστεί και θα περάσει το υπόλοιπο της μίζερης ζωής του στη φυλακή. Όσο για τη Μαριέτα, εκείνη παρακολουθεί, με μάτια που μοιάζουν ήλιοι φωτεινοί, απ’ το υπερπέραν ετούτο το θέατρο του παραλόγου και δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Όλοι όσοι παρευρέθηκαν στην κηδεία, και δεν ήταν καθόλου λίγοι, ορκίζονταν μετά ότι κάποια στιγμή την είδαν να τους χαρίζει χαμόγελα πλατιά απ’ το παλάτι του θανάτου, και πώς την άκουσαν να τους λέει νοερά ότι τώρα ναι, ήταν πια ευτυχισμένη. Στην έφερα Άλκη! Πέθανα και στην έφερα. Είχα ένα θάνατο αργό, οδυνηρό, ακόμη ούτε και για σένα δε θα τον ευχόμουνα αυτόν, αλλά πέτυχα τον σκοπό μου. αυτοκτόνησα και σκότωσα εσένα. Εκείνο το μαχαίρι. Εκείνο το μαχαίρι με το οποίο μ’ απειλούσες τις προάλλες μ’ έσωσε. Από μένα κι από σένα. Το μόνο που χρειάστηκα ήταν ένα ζευγάρι γάντια και τη δύναμη να το μπήξω στο στήθος μου. Τα γάντια τα ξεφορτώθηκα νωρίς, κι εγώ ξεψύχησα αργά, νιώθοντας μιαν αμείλικτη χαρά για την επικείμενη εκδίκησή μου. Τι λες; Καλά δεν τα κατάφερα; Θα σε περιμένω!


Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Μια Κυριακή...

Τρελή γωνία λήψης για να χωρέσει το φεγγάρι

Του βασιλιά αντανακλάσεις στον ποταμό Μάε Πινγκ
Στις όχθες



Στα μπανανάδικα


Συντριβάνια και σημαίες
Κυριακή χθες και όλοι έτρεξαν στις αγορές και τα παζάρια στο κέντρο της πόλης. Εγώ πήρα την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, περπάτησα πολύ, είδα, φωτογράφησα...





Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Παραμιλητό

«Πρέπει να οδηγήσω τον εαυτό μου στα άκρα,» σκέφτομαι από χθες το πρωί. «Πρέπει να τον οδηγήσω εκεί μήπως και λυτρωθώ, μήπως και δω φως...»
Οι αϋπνίες και η αδυναμία να γράψω μου κλέβουν κάθε μέρα όλο και περισσότερα χαμόγελα, μου στερούν ανάσες, καθιστούν ανούσιες τις σιωπές μου. Πνίγομαι επειδή δεν μπορώ να δημιουργήσω και νιώθω το μέσα μου κενό όλο να μεγαλώνει. Θέλω ν’ αφήσω να ξεφύγει απ’ το στήθος μου μια σπαρακτική κραυγή απόγνωσης, αλλά δεν μπορώ. Απλά δεν μπορώ. Επειδή η ζωή μου είναι γαλήνια. Η ζωή μου είναι γαλήνια, κι ας ξεχειλίζει από... οργή για το ανήσυχο μέσα μου, για το σώμα που δεν ακολουθεί της ψυχής μου τα θέλω, κι αρνιέται ν’ αναπαυτεί ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να κουραστεί και πάλι μετά. Του αρέσει να είναι συνέχεια κουρασμένο φαίνεται!
Πέντε χιλιάδες μίλια ταξίδεψα για να βρω τη χαμένη έμπνευση, για να ξαναπιάσω της συγγραφής το νήμα. Η έμπνευση ήρθε, η εκτέλεση σκόνταψε στου κορμιού τις βουλές.
Μιλούσα με μια φίλη τις προάλλες και της είπα: «Μάλλον πιο εύκολο είναι να ετοιμάσω ένα βιβλίο με ατάκες, παρά να γράψω ένα μυθιστόρημα αυτή τη φορά» (μισό τετράδιο γέμισα με δαύτες). Ίσως και να το κάνω...

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Χαμόγελα

Της Νορβηγίας και της Τσιανγκ Μάι
Του Πάι


Πινακίδα στο Πάι της Ταϊλάνδης. Τινγκ Τονγκ σημαίνει τρελός στα ταϊλανδέζικα


Του Μαπούτο στη Μοζαμβίκη


Του Μασβίνγκο στη Ζιμπάμπουε

Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ τις τελευταίες μέρες νιώθω έντονη την ανάγκη να βλέπω πλατιά χαμόγελα. Είναι ιαματικά...



Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

Το Χαμόγελο

Μια και δεν μπορώ να γράψω τίποτα καινούριο σας δίνω μια νέα, κάπως εμπλουτισμένη έκδοση, μιας εγκληματικής ιστορίας που πρωτοδημοσιεύθηκε -αν θυμάμαι καλά- στο περιοδικό "να ένα μήλο"

Τρελάθηκε από τον έρωτα. Έτσι απλά. Και όποιος τρελαίνεται απ’ τον έρωτα συνήθως τα ’χει ολότελα χαμένα, δεν ξέρει τι του γίνεται. Αλλά, αν τύχει κάποτε και συνέλθει από την τρέλα του, τότε μπορεί να γίνει επικίνδυνος - για τον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο για τους άλλους.
Ποια τον έκανε να χάσει τα μυαλά του; Κάποια που μέχρι χθες δε γνώριζε και που εισέβαλε ξαφνικά σα σίφουνας στη ζωή του, παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Όχι, δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, αλλά με την πρώτη κουβέντα. Απ’ την ίδια εκείνη στιγμή που βρέθηκε μόνος μαζί της κι άρχισαν να μιλάνε, το ήξερε πως οι δυο τους θα είχανε πολλά ακόμη να πούνε στο μέλλον, πολλά περισσότερα να ζήσουνε. Και δυστυχώς είχε δίκιο.
Εκείνος, όταν πρωτοσυναντήθηκαν, ήταν ένας τύπος κάπως μοναχικός, αλλά έτοιμος πάντα για νέες περιπέτειες. Εκείνη, ανοιχτό μυαλό αλλά καταπιεσμένο, υποδουλωμένο στα πρέπει μιας οικογένειας που δεν την καταλάβαινε, ζητούσε απεγνωσμένα μια σπίθα για ν’ ανάψει μέσα της τής ζωής τη φλόγα. Εκείνος, έζησε πολλά στη ζωή του. Εκείνη, ένα μονάχα εφήμερο έρωτα, διέξοδο στα ψυχολογικά και σεξουαλικά της αδιέξοδα. Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν με τον άλλο, εκείνος μόνος. Ωστόσο, ένιωσαν αμέσως να τους δένει ένα υπόγειο κι αόρατο νήμα, το νήμα της τρέλας, της αληθινής ζωής.
Θέλω να ζήσω... Θέλω να ζήσω..., επαναλάμβανε μονότονα η Στέλλα, προτού γίνει το άλλο, το καλύτερό του μισό. Κι εκείνος απλά αναρωτιόταν: Μα, πώς είναι δυνατόν να μη ζει; Πώς; Εκείνος έπαιρνε την κάθε μέρα όπως του ερχόταν, απολάμβανε κάθε χαρά και πίκρα της, αγκάλιαζε τη ζωή με τα πάνω και τα κάτω της μ’ όλης της ψυχής του το πάθος. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να την καταλάβει. Γι’ αυτό αποφάσισε να τη βοηθήσει ν’ αλλάξει. Αλλά, αυτό συνέβηκε αφού παράτησε εκείνη πρώτα τον έρωτα του τίποτά της.
Από εκείνη την ώρα, μέρα τη μέρα, κουβέντα την κουβέντα, άρχισαν να έρχονται όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Είχαν τόσα πολλά κοινά άλλωστε. Άκουγαν τις ίδιες μουσικές, τους άρεσαν τα ίδια μέρη, ένιωθαν εκστατικά ευτυχισμένοι όταν ήταν μαζί. Τόσο ευτυχισμένοι μάλιστα, που ο Χρήστος -αυτό ήταν το όνομά του- άρχισε ν’ ανησυχεί. Αποκλείεται να υπάρχει τόση τελειότητα, σκεφτόταν, Δεν μπορεί κανείς να είναι τόσο ευτυχισμένος. Δεν είναι λογικό...
Και όντως δεν ήταν, αφού παρόλη τη φαινομενική τους ευτυχία, τα πράγματα δεν ήταν στ’ αλήθεια ρόδινα στη σχέση τους. Δεν μπορούσαν να είναι μαζί όσο θα ήθελαν, να μοιράζονται όσο συχνά ποθούσαν τις στιγμές μαγείας που τους αναλογούσαν, αφού οι γονείς της Στέλλας παρακολουθούσαν με άγρυπνο μάτι την κάθε της κίνηση. Ελάχιστες φορές την άφηναν να ξενυχτήσει, κι εκείνες με το μάτι στο ρολόι. Έτσι, οι στιγμές της ευδαιμονίας της, της ευδαιμονίας τους, ήταν ελάχιστες, λειψές, σχεδόν κλεμμένες. Ζούσαν τον πόθο, το πάθος, τον πόνο του έρωτα, αλλά ουσιαστικά δεν ζούσαν! Κάτι έπρεπε να αλλάξει.
Φύγε απ’ το σπίτι σου, να ζήσουμε μαζί, της πρότεινε ο Χρήστος, αλλά εκείνη αρνήθηκε, κατηγορηματικά. Φοβόταν τους γονιούς της. Φοβόταν ν’ αφήσει τη φυλακή της! Όχι, δεν πρέπει να γίνει έτσι. Όχι έτσι... επέμενε ξανά και ξανά. Και πώς πρέπει να γίνει; Τη ζωή αν δεν τη ζεις, απλά φεύγει και χάνεται – κι αυτό κι οι δυο τους το γνώριζαν πολύ καλά.
Ο χρόνος θα έδινε -όπως πάντα- τη λύση, καθώς όσο περνούσε τόσο φούντωνε ο έρωτάς τους, τόσο πυρακτώνονταν τα κορμιά απ’ τον πόθο. Δεν μπορούσαν πια να ζούνε χώρια, να μη μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι, δεν άντεχε ο ένας την απουσία του άλλου. Τότε, ακριβώς τότε, ήταν που του πρότεινε η Στέλλα να επισημοποιήσουνε τη σχέση τους. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να ’ναι για πάντα μαζί. Κι εκείνος, ο δηλωμένος εργένης, ο φανατικά ελεύθερος και ανεξάρτητος, απλά δέχτηκε την πρότασή της. Κι ας το μέσα του κραύγαζε Όχι. Κι ας το ένστικτό του τον προειδοποιούσε. Ο έρωτας του είχε κλείσει τα μάτια. Ακόμη και τη φίλη του, την καλύτερή του φίλη, δε θέλησε να την ακούσει όταν του είπε ότι η Στέλλα στο πρόσωπό του δε συνάντησε τον έρωτα, αλλά ένα σωσίβιο, ένα κλειδί που θα άνοιγε τις πόρτες του χρυσού της κλουβιού. Αλλά ούτε και τον Κώστα, τον παιδικό του φίλο δεν τον αφουγκράστηκε, κι ας πέρασαν μαζί τόσα πολλά. Ο Κώστας δεν τη συμπαθούσε καθόλου τη Στέλλα, αφού πίστευε πως είχε άσχημη επίδραση πάνω του, πως τον χαλούσε, τον μετάλλαζε σε κάποιον άλλο. Το πάθος σου θα γίνει το μεγάλο λάθος σου! του έλεγε πικρά χαμογελώντας.
Παρόλες, λοιπόν, τις αντιδράσεις των φίλων, παρόλες τις προειδοποιήσεις του είναι του, σύντομα βρέθηκαν αρραβωνιασμένοι και σιγά σιγά τα πράγματα πήραν να αλλάζουν. Απέκτησαν μια ελευθερία κουτσή, μισή, που δε στηριζόταν σχεδόν καθόλου στα δικά τους πόδια, παρά σ’ εκείνα των γονιών της. Εξάλλου, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι ζούσαν τότε. Ο Χρήστος ήταν αποφασισμένος να κάνει το καθετί, να υπομείνει το καθετί για κείνη, να δουλέψει σκληρά για να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της, για να της δώσει τη δυνατότητα να κάνει το κάθε της όνειρο πραγματικότητα.
Κάποια μέρα, όχι πολύ μακρινή, παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στο δικό τους σπίτι. Και τότε ήρθε η σκληρή πραγματικότητα να τους χτυπήσει, ή μάλλον να χτυπήσει εκείνου, την πόρτα. Από την πρώτη κιόλας εκείνη ημέρα, αργά αλλά σταθερά, η Στέλλα άρχισε ν’ αλλάζει, να μεταμορφώνεται. Δεν ήθελε πια να είναι εκείνο το κορίτσι που αγάπησε ο Χρήστος, ήθελε να είναι κάποια άλλη – μια καθώς πρέπει γυναίκα, που θα ζει μια καθώς πρέπει ζωή, κάνοντας καθώς πρέπει πράγματα. Στις αρχές εκείνος σκέφτηκε πως ήταν μια κρίση και θα της περνούσε, αλλά δεν.
Την είδε να πετάει τα σκισμένα τζιν και τα μακό μπλουζάκια και να τ’ αντικαθιστά με καθώς πρέπει μπλουζόφουστες, να παρατάει τη ροκ μουσική και να το ρίχνει στα λαϊκά, να θέλει να αλλάξει παρέες, να μισά πια τα ξενύχτια, και σαν επιστέγασμα όλων αυτών να ξεχνά όλα της τα όνειρα για μακρινά ταξίδια σε απέραντους ουρανούς και γαλάζιες θάλασσες.
Ο Χρήστος δεν μπορούσε, δεν ήθελε να πιστέψει αυτά που συνέβαιναν. Την αγαπούσε, αλλά τον έκανε και πονούσε. Ωστόσο, ήταν η ψυχούλα του, της καρδιάς του το άλλο μισό, ήταν σίγουρος πως δε θα τον απογοήτευε. Όλα θα άλλαζαν και πάλι, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Αλλά, δεν άλλαξαν, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο, αφού σύντομα η ζωή τους κατάντησε μια απ’ τα ίδια. Μια συνεχόμενη επανάληψη, διακοπτόμενη από μερικές μονάχα εκλάμψεις, όπως κάποιες εκδρομές στα βουνά και σε παραθαλάσσιες πόλεις. Της άρεσε, λέει, να ταξιδεύει με τ’ αυτοκίνητο, της άρεσε η ταχύτητα, της άρεσε η αίσθηση του κινδύνου όταν οδηγούσε με τέρμα τα γκάζια. Πάλι καλά που σ’ αρέσει και κάτι, μονολογούσε από μέσα του ο Χρήστος, που άλλοτε ήταν ένα γελαστό παιδί, που κανείς δεν μπορούσε να το κάνει να εκνευριστεί, αλλά που τώρα όλο και πιο σπάνια χαμογελούσε, καθώς του φτώχαινε η ζωή. Δεν είναι αυτά που ήθελα. Δεν είναι αυτά που ονειρευόμουνα! μάλωνε συχνά πυκνά τον εαυτό του, αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να κάνει και κάτι για ν’ αλλάξει την κατάσταση. Ένιωθε παγιδευμένος σε μια φάκα που είχε ο ίδιος περίτεχνα στήσει.
Ο χρόνος περνούσε αμείλικτος απομακρύνοντας όλο και περισσότερο τον ένα απ’ τον άλλο. Ο άλλοτε μεγάλος τους έρωτας, ο γάμος τους, είχε καταντήσει μια απλή συμβίωση. Σύντομες συναντήσεις στο τραπέζι το μεσημέρι, ελάχιστα περάσματα από κάποιες παραλίες, κάποιες σπάνιες νυχτερινές έξοδοι. Το χαμόγελο είχε σβήσει πια για τα καλά απ’ το πρόσωπο κι απ’ τη ζωή του Χρήστου. Μόνο όταν έπινε, κι έπινε όλο και πιο πολύ, χαμογελούσε, αλλά κι εκείνα το χαμόγελα ήταν πικρά, για τη ζήση που τον προσπερνούσε σφυρίζοντας αδιάφορα, για τα όνειρα που σβήνονταν από το χάρτη της.
Όλα έμοιαζαν να καταρρέουν, να καταρρέουν οριστικά, να γκρεμίζονται με πάταγο μες στην ψυχή του, όταν η Στέλλα έμεινε έγκυος. Εκείνος ήταν σίγουρος πως κι αυτήν ακόμη την εγκυμοσύνη την είχε προγραμματίσει. Είχε καταλάβει προφανώς ότι εκείνος θα έφευγε και μάλλον δεν ήθελε να χάσει την ασφάλειά της, αφού στο τέλος-τέλος μόνο αυτή μετρούσε για κείνη.
Και γεννήθηκε η Σόνια. Και το χαμόγελο άνθισε και πάλι στο σπιτικό τους, αλλά όχι για πολύ, αφού η κυρά είχε άλλα σχέδια. Έτσι, με το που γέννησε και φρόντισε για λίγο το κοριτσάκι, θεώρησε ότι είχε κάνει το καθήκον της και προσέλαβε μια αλλοδαπή οικιακή βιηθό για να το προσέχει. Δεν ήθελε να χάσει καθόλου χρόνο στον μακρύ κι επίμονό της αγώνα για μια καλύτερη θέση στην κοινωνία. Δούλευε, τότε, σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία όπου, ως συνήθως, ο ένας προσπαθούσε -με τρόπους καλούς κι ευγένεια περισσή- να βγάλει το μάτι του άλλου, κι αυτή δε θα τους έκανε το χατίρι. Γι’ αυτό και η Σόνια πέρασε κατ’ ευθείαν από το κορμί της Στέλλας στο περιθώριο της ζωής της.
Αντίθετα μ’ εκείνη, ο Χρήστος αγάπησε με πάθος την κόρη του, αφού αυτή με τη γέννησή της ξύπνησε και πάλι μέσα του την ελπίδα, την προσμονή για μια καλύτερη μέρα. Ωστόσο, όσο μεγάλωνε η αγάπη του για το κορίτσι, τόσο θέριευε το μίσος του για τη μητέρα του. Είναι μια γυναίκα χωρίς καρδιά! μονολογούσε, κι όταν συναντούσε τον φίλο του τον Κώστα επέμενε: Θα τη σκοτώσω. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα τη σκοτώσω! Κι εκείνος τον άκουγε σιωπηλός. Τι να του πει άλλωστε; Τον είχε προειδοποιήσει χρόνια πριν. Αλλά, η αλήθεια είναι πως φοβόταν. Φοβόταν πως ο φίλος του θα πραγματοποιούσε την απειλή του. Το διάβαζε στο βλέμμα του. Τα μάτια του έσταζαν μίσος και τρέλα. Θα την σκότωνε. Και μετά τι; Τι θα γινόταν η Σόνια; Πώς θα άντεχε εκείνος ακόμη να ζει;
Μαύρο, άσπρο και πάλι μαύρο πήγαινε η ζωή του Χρήστου, μέχρι που ένα καλοκαίρι, τρία χρόνια μετά, η Στέλλα του ανακοίνωσε ότι θα πήγαιναν για διακοπές σε κάποιο ορεινό θέρετρο, που ήταν απ’ ό,τι φαίνεται πολύ της μόδας, αφού όλο γι’ αυτό της μιλούσαν οι συνάδελφοί της, κι εκεί θα πηγαίναν όλοι. Δεν έφερε αντίρρηση. Εξάλλου, όπου και να πήγαιναν για κείνον ήταν το ίδιο. Φτάνει που θα είχε μαζί τη μικρή, την κορούλα του.
Έτσι κι έγινε, λοιπόν. Πήγαν στο περιβόητο θέρετρο. Και κάθε πρωί, ενώ εκείνη ακόμη κοιμόταν, αυτός έπαιρνε το κορίτσι και πήγαιναν για μακρινές βόλτες στο δάσος ή στα γύρω μικρά βουνοχωριά, που ήταν στ’ αλήθεια όμορφα, σαν παραμύθι. Απ’ τις πρώτες κιόλας ημέρες, πατέρας και κόρη απέκτησαν φίλους στη γύρω περιοχή. Όλοι θαύμαζαν τη χαριτωμένη ομορφιά της μικρής, αλλά χαίρονταν και την καλή καρδιά και τους ανυπόκριτους τρόπους του πατέρα. Όσο για τη Στέλλα, εκείνη ήταν στον κόσμο της. Κοιμόταν σχεδόν μέχρι το μεσημέρι, μετά τιμούσε την οικογένεια με την παρουσία της στο γεύμα σε κάποια καλή ταβέρνα, το απόγευμα μια βόλτα ή τηλεόραση και τη νύχτα, αναγκαστική έξοδος, για να δούνε οι συνάδελφοι ότι ναι, βγαίνει.
Ο Χρήστος δεν την ακολουθούσε στις νυχτερινές της εξόδους, αφού προτιμούσε να ξοδεύει τα βράδια του με τη μικρή, μιλώντας της, διαβάζοντάς της παραμύθια, τραγουδώντας της μέχρι να κοιμηθεί. Αν ήθελε μπορούσε κι εκείνος να βγει, αφού ήταν μαζί τους και η αναγκαία βοηθός, αλλά δεν το έκανε. Δυο-τρεις μόνο φορές εγκατέλειψε το προσκεφάλι της Σόνιας, κι αυτές αφού είχε ήδη παραδοθεί στου ύπνου την αγκάλη, για να βγει με κάποιους απ’ τους νέους του φίλους, για να πάνε σ’ ένα ήσυχο ταβερνάκι και να πιούνε κρασάκι βαρελίσιο, μακριά απ’ τα φώτα και τις φωνές των εκδρομέων.
Δύο βράδια πριν την αναχώρησή τους η Στέλλα του είπε ότι την επόμενη μέρα θα ήθελε να σκαρφαλώσουν ένα μονοπάτι ψηλά στα βουνά, για να πάνε να δούνε τον πανέμορφο καταρράκτη που υπήρχε εκεί, σύμφωνα με τους άσπονδους φίλους της. Ο Χρήστος δεν είπε όχι. Δεν είχε λόγο να το κάνει άλλωστε, αφού οι περίπατοι στη φύση ήταν πάντοτε μια από τις πλέον αγαπημένες του ασχολίες. Όταν ξημέρωσε το άλλο πρωί, ωστόσο, λίγο έλειψε να τη χτυπήσει απ’ τα νεύρα του, καθώς την είδε να φοράει τακούνια για ν’ ανέβει στο βουνό. Επειδή θα είμαστε στην ερημιά δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να είμαστε καθώς πρέπει, πήγε να δικαιολογηθεί εκείνη. Έχεις δίκιο! σάρκασ’ αυτός. Μ’ αυτά κι αυτά ξεκίνησαν για το μακρινό τους περίπατο.
Τρεις αμίλητες ώρες κράτησε η διαδρομή αφού η κυρία, λόγω τακουνιού, δεν μπορούσε να περπατήσει πιο γρήγορα. Ωστόσο ο Χρήστος δεν γκρίνιαζε. Κάθε άλλο. Κάπου ένιωθε χαρούμενος, καθώς άφηνε το μυαλό του ελεύθερο, γαλήνιο, να ρουφάει εικόνες απ’ το μεγαλείο της φύσης, και με της φαντασίας του τα μάτια έπαιρνε να ταξιδεύει μακριά, στους κόσμους που πάντοτε ονειρευόταν. Όταν έφτασαν σιγά-σιγά στο τέλος της ανηφορικής και κουραστικής εκείνης πορείας αντίκρισαν ένα μαγευτικό θέαμα. Βρίσκονταν πάνω από ένα δίδυμο καταρράκτη που από το ύψος των είκοσι-είκοσι πέντε μέτρων, έριχνε τα νερά του με ορμή σε μια λιμνούλα, όπου θα μπορούσε άνετα να κολυμπήσει κανείς. Καθώς κοιτούσαν σιωπηλοί το μοναδικό εκείνο θέαμα, καθώς τα μάτια του Χρήστου παραδίδονταν ονειροπόλα στα παγωμένα νερά, η Στέλλα γλίστρησε, κι έπεσε στο κενό.
Εκείνος, βλέποντας την πτώση της, έτρεξε αλαφιασμένος προς τα κάτω, προς τη λιμνούλα, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ τη βιασύνη του να χάσει το βηματισμό του και να χαθεί. Αλλά, κάτι τέτοιο δε συνέβηκε. Έφτασε ασφαλής στον προορισμό του κι ανέσυρε αμέσως τη Στέλλα απ’ τα παγωμένα νερά για να εξακριβώσει απλά και μόνο ότι ήταν ήδη νεκρή. Πρέπει να χτύπησε το κεφάλι της στα βράχια, καθώς ένα ρυάκι από αίμα πήρε να της λούζει τα μαλλιά και να της χαρακώνει τα μαγούλα. Ο Χρήστος προσπάθησε να τηλεφωνήσει απ’ το κινητό του για βοήθεια, αλλά δεν υπήρχε σήμα. Έτσι, αφήνοντάς την ξαπλωμένη εκεί, σ’ ένα βράχο, πήρε να σκαρφαλώνει μ’ αργόσυρτα βήματα το μονοπάτι που θα τον έπαιρνε στην κορυφή του καταρράκτη. Σαν έφτασε εκεί, έπιασε σήμα και τηλεφώνησε σ’ ένα από τους φίλους του στο χωριό και του είπε τι είχε συμβεί.
Η βοήθεια έφτασε δυο ώρες μετά. Οι άντρες που έσπευσαν εκεί, τον βρήκαν ένα ψυχικό ράκος, να κλαίει με λυγμούς πάνω απ’ το σώμα της γυναίκας που είχε κάποτε τόσο πολύ αγαπήσει. Τύλιξαν με περισσή προσοχή το άψυχο κορμί σ’ ένα σεντόνι και το μετέφεραν στο χωριό, αλλά όχι στο σπίτι που νοίκιαζαν, καθώς ο Χρήστος δεν ήθελε να δει η Σόνια του, τόσο μικρή, το πρόσωπό του θανάτου. Το πήγαν στο σπίτι ενός φίλου του μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο να το παραλάβει και να ξεμπερδέψουν και με τις ανακρίσεις της Αστυνομίας. Θα υπήρχαν ανακρίσεις, δε γινόταν διαφορετικά, αν και κανείς δεν είχε την απόλυτη αμφιβολία ότι επρόκειτο για ατύχημα. Αχ, κι αυτή η δόλια τι τόθελε ν’ ανέβει με τα τακούνια στο βουνό; αναρωτιόντουσαν όλοι φωναχτά, για να προσθέσουν από μέσα τους, Τι ψώνιο, θεέ μου!
Με τις ανακρίσεις της Αστυνομίας, τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων και το αλκοόλ, έτσι κύλησε το υπόλοιπο της ημέρας. Έπινε για να μην καταρρεύσει ο Χρήστος, κι έπινε πολύ, κι ας τόξερε πως το κρασί είναι ο χειρότερος παρηγορητής για τις ώρες της θλίψης. Ήταν πολύ αργά το βράδυ όταν κίνησε, τρεκλίζοντας, για το σπίτι. Φτάνοντας εκεί κατευθύνθηκε αμέσως προς το δωμάτιο όπου κοιμόταν η μικρή. Κάθισε για ώρα πολλή δίπλα της, παρατηρώντας το αγγελικό της προσωπάκι, χαϊδεύοντας τα τρυφερά της μαγουλάκια, φιλώντας την στα μαλλιά.
Τελικά, πήγε για ύπνο. Προτού, όμως, αφεθεί για τα καλά στην αγκαλιά του Μορφέα είδε, λέει, μια εικόνα να αποκτά ζωή στο μυαλό του, μια εικόνα πρόσφατη: Τη Στέλλα να στέκεται πάνω απ’ τον καταρράκτη, μια στιγμή μόλις πριν την σπρώξει ο ίδιος προς το θάνατό της, προς τη σωτηρία του!
Αν τον παρατηρούσε κανείς εκείνη τη νύχτα καθώς κοιμόταν, θα έπαιρνε όρκο πως κάποια στιγμή είδε να σχηματίζεται στα χείλη του ένα πλατύ χαμόγελο.