Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Η τρελή του χωριού

«Παράξενο κορίτσι είν’ αυτό», αποφάνθηκαν οι χωριανές μόλις είχε γεννηθεί. Στα γεννητούρια δεν έκλαψε καθόλου, και τα μάτια της λάμπανε σα δυο πυρσοί, και όλους τους τρομάζαν. Μα, γαλήνιο έδειχνε παιδί και δεν έκανε ν’ ανησυχούν.
Όπως συνήθως γίνεται, πέρασε γρήγορα ο καιρός κι αυτή έγινε μια όμορφη παιδούλα. Λόγο κακό δεν άκουσαν να βγαίνει ποτές απ’ τα χείλη της τα δυο, μα ούτε και δάκρυ το πρόσωπό της να χαράζει, κι όλοι μονολοούσανε, «Τι καλό κοράσ’ η Μαριγούλα!»
Η Μαριγώ μια οπτασία ξανθή όλο το χωριό είχε μαγέψει. Σε όλα τα σπίτια την καλούσαν και τη φίλευαν, κι εκείνη ανοικτή καρδιά σε κανένα δεν αρνιόταν. Ένα κορίτσι όλο χαρά π’ όλοι το θέλανε δικό τους.
Μια ανοιξιάτικη βραδιά, όταν είχε πια πατήσει τα δέκα της τα χρόνια, κάτι συνέβη που έμελλε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Μεγάλο θόρυβο άκουσε και ποδοβολητά απ’ τα έρμα τα χωράφια, και μπρος της λένε παρουσιάστηκε θεριό και στο παιδικό της το κορμί κατάληψη είχε κάνει. Άλλ’ είπαν πως τους καλικάντζαρους είχε δει, κι άλλοι πως τα στοιχειά την είχαν συνεπάρει. Ποια είν’ η αλήθεια, ποιο το ψέμα, κανείς μας δεν το ξέρει. Μα όλοι έχουνε να πουν πως από κείνη τη νυχτιά, άλλαξε η ζωή της.
Το κορίτσι εκείνο τ’ όμορφο την τρέλα είχε πια στο βλέμμα. Τα μάτια της μοιάζαν σα βώλοι γυάλενοι απ’ αυτούς που παίζαμε μικροί. Και το χαμόγελο κι η γαλήνη της έσβησαν. Τώρα φαίνονταν μια μόνιμη οργή να τη διακατέχει. Όποιος να την αγγίξει πήγαινε έφευγε ματωμένος. «Χίλιοι δαιμόνοι την έχουν καταλάβει», έλεγ’ ο παπάς κι εσταυροκοπιόταν.
Την πήγανε να τη διαβάσουνε και, πράμα ανήκουστο, να την εξορκίσουν. Μα κείνη μ’ αλλόκοτη φωνή και τη γριά που τηνε διάβαζε και τον εξορκιστή είχε κατατρομάξει. «Οι βρώμικές σας οι ψυχές» κραύγασε, «τη γαλήνη πως να μου τη φέρουν;»
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο απ’ το σόι της απομακρυνόταν. Την είχαν και κείνοι βαρεθεί. Δεν την ήθελαν στο σπίτι. Ένα στρώμα σε μια παράγκα της έβαλαν για να κοιμάται. Όλοι οι χωριανοί μιλούσαν πια για την τρελή τη Μαριγώ που τους αναστατώνει, και με μπροστάρη τον παπά, πήραν απόφαση να την εξορίσουν. Βρήκαν μια φάρμα έρημη έξω απ’ το χωριό κι εκεί την εγκαταστήσαν. Κι απαγόρεψαν στα παιδιά να τηνε πλησιάζουν. Μόνο η μάνα της πήγαινε κάθε γιόμα και της έπαιρνε φαΐ, να μην πεθάνει το παιδί απ’ την πείνα.
Έτσι μεγάλωνε στην ερημιά η Μαριγώ, μονάχη, δίχως σε κανένα να μιλάει. Που και που μονάχα έκανε περίπατους μες στα περβόλια, για να ξεχάσει τη φωτιά που της έκαιε τα στήθια. Κι αν συναντούσε κάποιο χωριανό, αυτός δίχως τίποτα να πει έφευγε τρομαγμένος, μακριά απ’ τη μολεμένη. Τα μόνα που τηνε πλησίαζαν ήταν τα παιδιά, τα περσότερα, όμως, για να την κοροϊδέψουν, μα εκείνη χαμογελούσε. Που και που όλο και κάποιο τόλμαγε να της εμιλήσει, κι ας έτρεμέ του η ψυχή σα φύλλο στο αγέρι. Όλο γαλήνη ήτανε τέτοιες στιγμές, ο μέσα της ο δαίμονας αποκοιμιόταν. Αλλά τόσο σπάνια συνέβαινε αυτό, που τις πιότερες φορές ήταν δυστυχισμένη.
Στη μάνα της μια μέρα ομολόγησε ότι παράξενα οράματα της τάραζαν τον ύπνο της το βράδυ. Τη μια έβλεπε έν’ άγγελο να τη τραβάει ψηλά και μετά κάποιο δαίμονα να τηνε κατεβάζει. Τη μια ένιωθε να πετά και την παράλλη μες στην κόλαση να βουλιάζει.
Στις 15 τ’ Αύγουστου, της Παναγιάς τη μέρα, την είδαν έντρομοι οι χωριανοί στην εκκλησιά να μπαίνει. Αναψοκοκκίνισε απ’ την οργή ο παπάς, κι έκοψε τη λειτουργία στη μέση. Έδωσε διαταγή με σκοινιά χέρια και πόδια να της δέσουνε και να την πάρουν στο μαντρί όπου αξίζει της να είναι. Υπάκουσαν μεμιάς οι χωριανοί μια και στου θεού την εντολή δεν κάνει να πας κόντρα. Μονάχα ένα μικρό παιδί, ένα κορίτσι ως οκτώ χρονώ άνοιξε το στόμα για να πει: «Μα, να τους αγαπούμε όλους είπ’ ο Χριστούλης», κι έτρεξε και κρεμάστηκε απ’ το χέρι το δεξί της Μαριγώς, που στα δεκάξι της ήταν πια χρόνια. Την άρπαξε η μάνα της και δυνατό της άστραψε χαστούκι, μα το κορίτσι επέμενε πως αγαπά τη Μαριγώ, και πρέπει να την αφήσουν, κι άρχισε να κλαίει. Γλυκό χαμόγελο της χάρισ’ η τρελή και στα βρεγμένα μάγουλα τρυφερό ένα χάδι. Με δύναμη υπεράνθρωπη ελευθερώθηκε από κείνους που την κρατούσαν και με αργό το βήμα κίνησε για τα περβόλια. Το κοριτσάκι, το Ελενιώ, ήταν κι αυτό γαληνεμένο.
Την άλλη μέρα βούιξε όλο το χωριό απ’ το μεγάλο θάμα. Το Ελενιώ, που ’ταν φυματικό ξαφνικά είχε γιάνει. Ας είν’ καλά η Μεγαλόχαρη παραμιλούσε το χωριό, μα η μικρή όλο για τη Μαριγώ μιλούσε. Κι απ’ την ημέρα εκείνη έγινε η μια και μοναδική της φίλη. Συχνά πυκνά το έσκαγε απ’ το χωριό κι έτρεχε να τη συναντήσει. Κι ήτανε κι οι δυο όλο χαρά, και μες στο δεκαεξάχρονο κορμί της Μαριγώς σε θλίψη πέφταν οι δαιμόνοι. Στο σπίτι σα γύρναγε το Ελενιώ ήτανε όλο γαλήνη. Αλλά, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί από που αυτή ερχόταν.
Περνούσε ως πάντα γρήγορα ο καιρός και το Ελενιώ τη Μαριγώ όλο και πιο πολύ αγαπούσε. Τη Μαριγώ που σπαταλιότανε τους δαιμόνους να δαμάσει, αλλά και που δυνάμεις θαυμαστές σιγά σιγά αποκτούσε. Μια λάμψη γαλανή αλλόκοτη την έλουζε τις νύχτες, και με εξουσίες παράξενες το νιο κορμί προικούσε. Άγγιζε τα ζα τα άρρωστα κι αυτά μεμιάς γιατρειά έβρισκαν, και μια φορά στη σκοτεινιά πήγε και γιάτρεψε κάποια γριά που στον πυρετό ψηνότανε και λέγαν θα πεθάνει. Την άλλη μέρα η γριά έλεε πως στον ύπνο της είδε τη Μαριγώ στο πρόσωπο να τηνε χαϊδεύει. «Πάει, μουρλάθηκε αυτή» αποφάσισαν οι χωριανοί, μα στα λόγια της δε δώσαν σημασία. Κι εκείνη; Εκείνη με το που στάθηκε στα πόδια της, πήγε να βρει τη γιάτρισσα να την ευχαριστήσει. Της πήρε μαζί λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο ρόδια, δεν είχε τι άλλο να της δώσει.
Μετά απ’ αυτό ξεθάρρεψε η Μαριγώ κι είπε να πάει στο χωριό να δει πως θα την υποδεχτούνε. Μα, σαν την είδανε οι χωριανοί, την πήραν με τις πέτρες. Μονάχα το Ελενιώ και τ’ άλλα τα παιδιά πήραν να την υπερασπίζουν. «Φύγε από δω πέρα μάγισσα. Ο διάολος δεν έχει θέση στο χωριό», φώναζαν οι μεγάλοι κι όλο την εχτυπούσαν. Ματωμένη αυτή στο σώμα, μα πιότερο μες στην ψυχή, έτρεξε για να σωθεί απ’ τ’ άγριο πλήθος. Πίσω της τρέξαν κάποια παιδιά αψηφώντας τις φωνές και τις κατάρες των γονιών και του παπά που τα κυνηγούσε με τη βέργα.
Όσο κι αν πόνεσε η Μαριγώ, χαρούμενη ήταν μετά, σαν όλ’ αυτά σκεφτόταν. Είχε μαζί της τα παιδιά που την αγαπούσαν, κι όλο και πιο πολύ το ένιωθε το καλό μέσα της να γιγαντώνει. Εφιάλτες τρομεροί την τάραζαν τις νύχτες, μα αυτή, ήρεμη πια, αφού είχε γύρω της αγάπη, μπορούσε και τους απωθούσε.
Λίγο λίγο επήρε να λάμπει της η ψυχή, το πρόσωπο φεγγοβολούσε, κι οι δαιμόνοι που της ταράζαν τη ζωή σιγά σιγά υποχωρούσαν.
Άρχισαν να μιλούν οι χωριανοί για ένα φως αλλόκοτο που απ’ την καλύβα της τρελής κάθε νυχτιά ανατέλλει. Και τους άκουγαν τα παιδιά κι όλο χαμογελούσαν. «Μανούλα», κι «Αδελφή» αποκαλούσαν όλα τους τώρα πια τη Μαριγώ, που μέρα τη μέρα τους εχάριζε γαλήνη και χαρά π’ αγνοούσαν οι μεγάλοι.
Ένα απόγιομα ο δάσκαλος επρόσεξε πως απ’ το χωριό χάθηκαν όλα τα παιδιά και κανείς δεν είδε ούτε κι ήξερε που είχαν πάει. Το ίδιο έγινε και τ’ άλλο το απόγιομα και το παράλλο και καρτέρι να στήσει σκέφτηκε, να δει που πάνε και να τ’ ακολουθήσει. Ο δρόμος και τα παιδιά τον οδήγησαν, λοιπόν, έως την καλύβα της Μαριγώς και κόντεψε εγκεφαλικό να πάθει από τη φρίκη. Όλα εκεί ήταν τα μικρά και κάθονταν γύρω απ’ την τρελή που για κάτι βλάσφημο, χωρίς αμφιβολία, τους μιλούσε. Είχαν γαλήνια πρόσωπα, κι ήταν μεταξύ τους γλυκά αγκαλιασμένα, ενώ ο δαίμονας στη μέση τους στο δρόμο τον κακό τα καθοδηγούσε.
«“Τρανή είναι η μάγισσα, που κακό χρόνο να ’χει» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια κι έτρεξε να βρει τον παπά να διαβουλευτούνε. Δεν έπρεπε ν’ αφήσουνε το δαίμονα να καταλάβει το χωριό για θα καταστραφούνε. Σκέφτονται μια, σκέφτονται δυο, μα λύση καλή δε βρίσκουν. Αλλά, γύρω στα μεσάνυχτα του παπά εφώτισε το βλέμμα. «Γιώργη, για το καλό του χωριού και των χριστιανών, είναι ανάγκη να γίνει φονικό, κι ο Κύριος ας μας συγχωρέσει».
Το δρόμο παίρνουνε λοιπόν, για το σπιτάκι της τρελής, για να τηνε κάψουν. Σα φτάνουνε εκεί κοντά προχωράνε πια σιγαλά, μην τύχει και τα βήματα ακούσει. Απ’ το παράθυρο κοιτάν και τη βλέπουν στο πάτωμα, με τα μάτια της να κάθεται κλειστά, και μια λάμψη γαλανή να την περιτριγυρίζει. «Το φως του σατανά» λέει ο παπάς, και παίρνει σιωπηλά με το δάσκαλο γύρω τριγύρω με μπενζίνα τα ξύλα της καλύβας να καταβρέχει. Μετά, κάνει το σήμα του σταυρού και το σπίρτο ανάβει. Το καλύβι λαμπάδιασε μεμιάς και δεν πήρε ώρα πολύ προτού να γίνει στάχτη. Τότε μεγάλη σηκώθηκε βουή και μια λάμψη αμμώδη γαλανή είδαν να διατρέχει όλη την περιοχή και να εκτοξεύεται στα ουράνια.
Κινήσανε για το χωριό, αμίλητοι και τρομαγμένοι απ’ το τρομερό που είδαν θάμα. Μα, εκεί τους περίμενε ο χαμός. Ένας τρόμος φοβερός σάρωσε όλα τα σπιτικά, καθώς ολονών τους τα παιδιά είχαν πεθάνει. Μεγάλος πολύ ο σπαραγμός ακούστηκε σ’ όλη την πεδιάδα, κι ήρθανε κι απ’ τα γύρω τα χωριά να μάθουνε τι είχε γίνει. Και είδανε τη φρίκη.
Με της μέρας το πρώτο φως κινήσαν για την εκκλησιά για να συνεχίσουνε το θρήνο, να διαμαρτυρηθούνε στο θεό, για το μεγάλο κι άδικο κακό που τους εβρήκε. Μέσα σαν μπήκανε σιγά σιγά πήγαν να προσκυνήσουνε τη μάνα Παναγιά και νέα βουή εσηκώθη. Η παλιά εικόνα έκλαιγε και τα δάκρυα επότιζαν μια ξανθιά από μαλλιά πλεξούδα, κι όλοι έμειναν άφωνοι, με τρόμο να κοιτάζουν. Μονάχα η γριά που είδε απ’ το κορίτσι γιατρειά τόλμησε να μιλήσει: «Ετούτη η πλεξούδα εδώ, είν’ του κοριτσιού, της Μαριγώς, σκοτώσατε τα παιδιά σας…».

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Michael Connelly: The Poet & Concrete Blonde

Ο Μάικλ Κόνελι είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι αμερικανοί κριτικοί τον θεωρούν σαν τον κορυφαίο του είδους, αλλά εγώ προσωπικά προτιμώ τον Ντέιβιντ Μπαλτάτσι. Φυσικά, ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι διάβασα περισσότερα βιβλία του τελευταίου.
Όπως και να ’χει σήμερα θα κάνω αναφορά σε δύο βιβλία του Κόνελι, τον Ποιητή και την Ξανθιά στο Τσιμέντο, που κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη και Κέδρος αντίστοιχα. Το κοινό σημείο και των δύο είναι ότι ασχολούνται με κάποιους καθ’ έξιν δολοφόνους.
Ο Ποιητής είναι με διαφορά το καλύτερο μυθιστόρημα. Όλα αρχίζουν με το θάνατο ενός αστυνομικού, που τυγχάνει αδελφός κάποιου δημοσιογράφου. Στην αρχή όλα δείχνουν ότι πρόκειται για αυτοκτονία, άποψη που υιοθετεί επίσημα και η αστυνομία. Όταν, ωστόσο, ο δημοσιογράφος αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του, αφού κάτι τον κάνει να έχει τις αμφιβολίες του για τα αποτελέσματα των ερευνών, όλα ανατρέπονται. Όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια ο αδελφός του έπεσε θύμα δολοφονίας, όπως και κάποιοι άλλοι αστυνομικοί στο παρελθόν, και όλοι πια μιλάνε για ένα καθ’ έξιν δολοφόνο, που στοχεύει τα όργανα της τάξης. Αλλά όχι οποιαδήποτε όργανα, παρά μονάχα εκείνα που προσπαθούν να εξιχνιάσουν υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας και κακοποίησης. Ένα ακόμη κοινό σημείο σε όλες τις υποθέσεις είναι ότι ο δολοφόνος αφήνει πίσω του σημειώματα, που περιλαμβάνουν στίχους του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, εξ’ ου και ο τίτλος του βιβλίου. Η υπόθεση περνάει στα χέρια του F.B.I. που με τη συμμετοχή του δημοσιογράφου αρχίζει ένα αγώνα δρόμου για εντοπισμό του εγκληματία, που κάθε άλλο παρά με ροδοπέταλα είναι στρωμένος. Ίντριγκες, προδοσίες, θάνατοι και ανατροπές είναι τα στοιχεία που πυροδοτούν ξανά και ξανά τη δράση, ενώ από το κείμενο δε λείπουν και κάποια κοινωνικά σχόλια του τύπου: «Ο φόβος πουλάει φύλλα και τηλεοπτικές εκπομπές» και «Είμαστε αυτό που μας φτιάχνουν, ωστόσο μας αποστρέφονται. Είμαστε απόβλητοι.»
Ο συγγραφέας καταφέρνει με περισσή μαεστρία να παρασύρει τον αναγνώστη σ’ ένα παιχνίδι υποψιών και αντιδράσεων απολύτως παραπλανητικών, για να τον προσγειώσει απότομα με μια λύση, που φαινομενικά προκύπτει από το πουθενά. Ως συνήθως, σ’ ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, ο ένοχος -ο πραγματικός ένοχος- είναι κάποιος υπεράνω υποψίας.


Το Ξανθιά στο Τσιμέντο συνδυάζει μυστήριο, δράση και δικαστικό δράμα. Είναι η ιστορία ενός αστυνομικού, του Ιερώνυμου Μπος (ναι, συνονόματου του ζωγράφου), που περνάει από δίκη επειδή σκότωσε κάποιον καθ’ έξιν δολοφόνο με το παρατσούκλι Ντόλμεϊκερ (κουκλοποιός). Στο μυαλό του δεν έχει καμία αμφιβολία ότι έκανε το σωστό, ότι απήλλαξε την κοινωνία από ένα κάθαρμα, αλλά με το που αρχίζει η δίκη, συμβαίνει κάτι που ανατρέπει όλα τα πιστεύω του. Η αστυνομία λαμβάνει ένα σημείωμα από κάποιον που υποστηρίζει ότι ο Ντόλμεϊκερ είναι ο ίδιος και στο οποίο υποδεικνύει που να βρούνε ένα ακόμη πτώμα. Όπως και γίνεται. Με αφορμή τα πιο πάνω η γραμμή υπεράσπισης του Μπος καταρρέει και η ζωή του παίρνει μια περίεργη τροχιά, όπου όλα μοιάζουν εύθραυστα, αλλά ταυτόχρονα αδιάφανα.
Ένα πέπλο μυστικών και ψεμάτων, προσδοκιών και διαψεύσεων, δίνουν το στίγμα σ’ αυτό το βιβλίο, όπου τίποτα δεν είναι όπως μοιάζει, και οι ανατροπές ακολουθούν η μια την άλλη. Το τέλος; Για μένα προσωπικά όχι και τόσο απρόβλεπτο, αλλά μου δίνει μια κάποια ικανοποίηση το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν αφήνει κανένα να βγει αστιγμάτιστος απ’ αυτή την ιστορία.
Ο Μπος είναι ο αγαπημένος ήρωας του Κόνελι και πρωταγωνιστεί σε αρκετά από τα μυθιστορήματά του. Ένα απ’ αυτά είναι και το εξαιρετικό Angel’s Flight στο οποίο ίσως κάνω κάποια αναφορά σε μελλοντικό σημείωμα.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Τα Κουράδια της Οργής

«Κάποια μέρα θα τον εκδικηθώ. Δεν πάει άλλο η κατάσταση. Θα τον εκδικηθώ με όποιο τρόπο μπορώ...»
Αυτό σκεφτόταν, κάθε φορά που τον έβλεπε, ο Μανόλης. Δεν τον άντεχε τον τύπο. όχι μόνο δεν τον άντεχε, αλλά το μισούσε. Μισούσε το καθετί πάνω του: την εμφάνισή του, τη φωνή του, το ειρωνικό του χαμόγελο, μα πάνω απ’ όλα μισούσε τη μεταμφιεσμένη κακία του, που κανείς εκτός απ’ τον ίδιο δε φαίνονταν να διακρίνει.
Κάθε φορά που ερχόταν για επίσκεψη στο σπίτι τους, άναβαν τα λαμπάκια του Μανόλη. Μπροστά στη μαμά και τον μπαμπά, έλεγε για κείνον: «Τι χαριτωμένος που είναι!», αλλά αν τύχαινε και έμεναν για μια στιγμή μόνοι τον αποκαλούσε ηλίθιο και μυξιάρικο και κατουρλή, και τον τσιμπούσε με κακία. Αλλά, φυσικά δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτά ο καημένος ο μικρός. Δυο χρονών μωρό, τι να πει; Τι να πει για να καταλάβουν η μαμά κι ο μπαμπάς, τι κακός ήταν αυτός ο κύριος;
Υπέμενε, λοιπόν, καρτερικά το μαρτύριο. Το υπέμενε και μέσα του σιωπηλά ορκιζόταν – αν και δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό – ότι θα έπαιρνε την εκδίκησή του – κι ας μην ήξερε ούτε κι αυτή τι σημαίνει.
Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, μάλλον Κυριακή, αφού ο μπαμπάς κι η μαμά δεν έφυγαν απ’ το σπίτι. Όλη η οικογένεια – οι τρεις τους δηλαδή – βρισκόταν στον κήπο, όταν άκουσε τον ήχο από το κουδούνι. Η μαμά έσπευσε ν’ ανοίξει την πόρτα, αφού ο μπαμπάς ήταν απασχολημένος πίνοντας μπίρα και ψήνοντας κάτι στη σχάρα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο οργισμένος ένιωσε όταν είδε να ξεπροβάλει απ’ την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο, ο καταραμένος εχθρός του. Έριξε μια θυμωμένη ματιά πρώτα στο μπαμπά και μετά στη μαμά, και έτρεξε για να κρυφτεί στο δωμάτιό του. Ξαφνικά, όμως, άλλαξε γνώμη, αφού είδε ένα πανέμορφο κορίτσι να κάνει την εμφάνισή του, πίσω από τον ακατονόμαστο. Ήταν όμορφο σαν τις νεράιδες, που του λέγανε στα παραμύθια.
Μόλις τον είδε, έτρεξε και τον αγκάλιασε και τον σήκωσε ψηλά μ’ ένα πλατύ και φωτεινό χαμόγελο. Και για όσο θα κρατούσε εκείνη η μέρα θα ήταν συνέχεια κοντά του, παίζοντας μαζί του, ταΐζοντάς τον, γελώντας με τα καμώματά του – προς φρίκη του εχθρού, που κάθε λίγο και λιγάκι την πλησίαζε και της έλεγε να πάψει να σαλιαρίζει με το ηλίθιο μυξιάρικο.
Όσο για το Μανόλη, ήταν ευτυχισμένος. τόσο ευτυχισμένος δεν ένιωσε ξανά ποτέ, στη σύντομη ζωή του. Έτρεχε ξυπόλυτος – όλοι ξυπόλυτοι ήταν – στο γρασίδι, πλατσούριζε με τα νερά, γελούσε με την ψυχή του. Αλλά, ούτε και για μία στιγμή δεν ξέχασε τον εχθρό και την εκδίκηση που ορκίστηκε.
Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ένιωσε την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα. Κινώντας, λοιπόν, με τα μικρά του βήματα, για τον προορισμό του, κι αφού αρνήθηκε την προσφορά του κοριτσιού να τον συνοδέψει – «Μόνο του... μόνο του...» της είπε – κοντοστάθηκε στην είσοδο, όπου είδε αφημένα τα παπούτσια του εχθρού και της αγάπης του. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο.
Σαν πήρε να βραδιάζει, η συντροφιά εγκατέλειψε τον κήπο και κίνησε για το σπίτι. Σαν έφτασαν όμως στην είσοδο, σταμάτησαν όλοι μαζί, σαν έκπληκτοι, σαν τρομαγμένοι. Τη στιγμιαία αμηχανία, ήρθε να σπάσει το αυθόρμητο γέλιο του κοριτσιού, που προφανώς βρήκε το θέαμα πολύ αστείο: τα παπούτσια του εχθρού ήταν ξέχειλα από κουράδια, ενώ απ’ τα δικά της είδε να ξεπροβάλουν τριαντάφυλλα. Ο Μανόλης είχε, επιτέλους, πάρει την εκδίκησή του.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Ο Ψαράς

Κάθε χάραμα παίρνει τη βαρκούλα του και βγαίνει στ’ ανοικτά. Όχι, όχι για να ψαρέψει, ή ίσως ναι, και γι’ αυτό. Ποτέ δεν ήταν στ’ αλήθεια ψαράς, ήταν άνθρωπος της γης, αγρότης, αλλά από τότε που έχασε την κυρά του παράτησε τα κτήματα κι άρχισε ν’ αγαπάει όλο και πιο πολύ το νερό. Μόνο μέσα εκεί, στο νερό, στην ανοικτή θάλασσα, μπορούσε, λέει, να επικοινωνεί με την ψυχή της αγαπημένης.
Αρμένιζε, λοιπόν, κάθε αυγή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό, ψάχνοντας την ουσία, τη δική του ουσία. Καθόταν για ώρες πολλές μες στη βαρκούλα του, κι αναμετριόταν με τις σκέψεις του, με τους δαίμονές του, με την ευτυχία και τη δυστυχία του.
Θυμόταν το παρελθόν, τότε που γνώρισε την αγαπημένη, τότε που και οι δυο θαρρούσαν πως θα ζούσαν όλα τους τα χρόνια και θα πέθαιναν μαζί. Πόσο ευτυχισμένοι ήταν μέσα στην άγνοια και τη λιτή ζωή τους! Είχαν ο ένας τον άλλο και την αγάπη τους, και τίποτα άλλο δε χρειάζονταν.
Τα χρόνια όμως πέρασαν αφήνοντας πίσω τα σημάδια τους και κάποτε η Παναγιώτα πέθανε, αφήνοντάς τον μόνο με τις αναμνήσεις του. Βαρύ το φορτίο της μοναξιάς και μόνο η μάνα, η σκοτώστρα, η θάλασσα, θα μπορούσε να το απαλύνει. Γι’ αυτό και της παραδόθηκε, γι’ αυτό και τη λάτρεψε.
Ώρες πολλές, αμέτρητες, ξόδευε μες στη βάρκα, μιλώντας με το φάντασμα της αγαπημένης, θυμίζοντάς του αυτά που έζησαν και τα άλλα που δεν πρόλαβαν, παραπονούμενος για την εγκατάλειψή του. «Έφυγες και μ’ άφηκες, Γιώταινα, έφυγες και μ’ άφηκες!» Αλλά, τι του ’φταιγε κι αυτή η καημένη; ο χάρος δεν σκέφτεται μοναξιές κι αγάπες προτού σου κτυπήσει την πόρτα.
Πολλές φορές ευχότανε η ζωή του να ήταν σαν ένα παλιό παραμύθι. στα παραμύθια όλα μπορούν να συμβούν. Ας ήταν, λοιπόν, η ζωή του τέτοια, παραμυθένια, ώστε να μπορούσε κι αυτός να πουλήσει την ψυχή στο διάβολο, σ’ ένα οποιοδήποτε διάβολο, για να μπορέσει να πάει να βρει την αγαπημένη, αυτήν που έφυγε παίρνοντας μαζί της τη ζωή του. Αλλά, ξέρει, ξέρει ότι αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Έτσι κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, στη θάλασσα αρμενίζει και μιλά με μια αόρατη ψυχή. Τον ακούει, το νιώθει. Το νιώθει στον άνεμο που γίνεται ζεστός και απαλός σα χάδι, το νιώθει στης ψυχής του το σκίρτημα. «Κάνε υπομονή, καρδιά μου,» ψιθυρίζει, «κάνε υπομονή και σύντομα θα ’ρθω να σε βρω!»
Το σύντομα θ’ αργήσει πολύ ακόμη, αλλά ο ίδιος δεν το ξέρει, έτσι ξανά και ξανά κάθε χάραμα παίρνει τη βαρκούλα του και βγαίνει στ’ ανοικτά. Όχι, όχι για να ψαρέψει, ή ίσως ναι, και γι’ αυτό...



υ.γ. το μπλογκ απέκτησε αγγλόφωνο αδελφάκι...

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης σήμερα και είπα να την τιμήσω με ένα ποίημα της αγαπημένης Μαρίας Πολυδούρη
Ποιος ξέρει...

Καμμιάν από τις πίκρες μου δε γνώρισες
Τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες.
Και στων ματιών μου μέσ’ το φεγγοβόλημα
Τα δάκριά μου στεγνωμένα τα ’βρες.

Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
Καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
Κ’ έχεις μέσ’ των ματιών μου το ξαστέρωμα
Τον πόθο σου τρελλά καθρεφτισμένο.

Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
Σαν πεταλούδα στο άλικο λουλούδι
Και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου εδύνοταν
Μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι.

Γνώρισες της χαράς μου το άγριο ξέσπασμα
Στον ανοιξιάτικον αγρό που ευώδα,
Λαχτάρας κύμα εγίνονταν η αγκάλη μου
Τα νειάτα σου να σφίγγη και τα ρόδα.

Εσύ ποτέ κρυφά δεν ακολούθησες
Το βήμα μου σαν φεύγω από κοντά σου
Κι’ όμως και με τη σκέψη μου δόθηκες
Και με τη φλόγα ακόμα του έρωτά σου.

Μα ποιος το ξέρει αν, μια στιγμή βρισκόσουνα
Κάπου που να με βλέπεις όταν γέρνω
Και σκύβω μαζωχτή κάτω από τάγριο
Χτύπημα, τις στριγγές φωνές που σέρνω

Αν άκουες, και στου πόνου το ξεχείλισμα
Το δόσιμο στο ξέψυχο μεθύσι,
Τα δάκρια, ω, θα μ’ αρνιόσουν όλα αν τάβλεπες,.
Κι όμως μου λες πώς μ’ έχεις αγαπήσει.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Λογοτεχνικό Βήμα στους Bloggers

Με αφορμή την ημέρα ποίησης, 6 έλληνες bloggers διαβάζουν διηγήματα και ποιήματα που έχουν κατά καιρούς δημοσιεύσει στα ιστιολόγιά τους. Συμμετέχουν: CandyBlue, Vita Mi Barouak, Al Barouak, Nuwanda, Renton, Markos the gnostic.
Πέμπτη 20/3/08 στις 21:00 στο Dasein (Σολωμού 12, Πλατεία Εξαρχείων, Τηλ: 210.3841857)

Κλεμμένο από την Ελληνίδα

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Πέθανε ο Αρθρουρ Κλαρκ

Ο πρωτοπόρος των μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας σερ Αρθουρ Κλαρκ που έγινε παγκοσμίως γνωστός με τη μεταφορά του βιβλίου του «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» στον κινηματογράφο πέθανε στη Σρι Λάνκα σε ηλικία 90 χρόνων. «Πέθανε μετά από καρδιοαναπνευστική κρίση», δήλωσε ο προσωπικός του γραμματέας Ροάν ντε Σίλβα. Ο γεννημένος στη Βρετανία Κλαρκ έγραψε περισσότερα από 80 βιβλία και εκατοντάδες σύντομες ιστορίες και άρθρα κατά τη διάρκεια της 70χρονης καριέρας του.
Στη δεκαετία του '40 ο Κλαρκ προέβλεψε ότι ο άνθρωπος θα έχει πατήσει στο φεγγάρι μέχρι το 2000 μια ιδέα που οι επιστήμονες της εποχής του απέρριψαν ως ανοησία. Το Δεκέμβριο του 2007 κατά τον εορτασμό των 90 γενεθλίων του, ο Κλαρκ που κινείτο με αναπηρική πολυθρόνα, ηχογράφησε ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα για τους φίλους του, λέγοντας ότι θα ήθελε να είχε δει αποδεικτικά στοιχεία εξωγήινης ζωής κατά τη διάρκεια του βίου του.
Ο Κλαρκ γεννήθηκε στη Βρετανία στις 16 Δεκεμβρίου 1917 και υπηρέτησε ως ειδικός των ραντάρ στη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με τη Βρετανική Διαπλανητική Ένωση, όπου πρότεινε την εφαρμογή των γεωσταθερών δορυφόρων ως τηλεπικοινωνιακών αναμεταδοτών.
Ωστόσο ο Κλαρκ έγινε διάσημος ως συγγραφέας μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και ιδιαίτερα μετά τη μεταφορά το 1968 της «Οδύσσειας του Διαστήματος» στον κινηματογράφο από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Από την Καθημερινή
Διαβάστε τη νεκρολογία του στον Γκάρντιαν
Επίσης άρθρα/αφιερώματα στα Νέα και την Καθημερινή

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Τα Ναι σου και τα Όχι μου

Είδα μια φωτογραφία παλιά που βγάλαμε μαζί
Και θυμήθηκα.
Θυμήθηκα μια νύχτα αθόρυβη σε κήπο ανοιξιάτικο
Και μας
Να καθόμαστε αγκαλιά σ’ ένα παγκάκι ξύλινο
Στο πέρασμα του χρόνου φθαρμένο.
Θυμήθηκα του κορμιού σου το ρίγος
Των ματιών σου τη φλόγα που φώναζε Ναι,
Το Όχι το δικό μου.
«Σε ποθώ μα δε σε θέλω!» σου είπα,
Και με κοίταξες απορημένη.
«Είσαι παράξενος άνθρωπος,» δήλωσες
Προτού κρυφτείς και πάλι στης αγκαλιάς μου την ασφάλεια.
Παράξενος άνθρωπος!
Ναι, ήμουν,
Στα μάτια τα δικά σου
Αφού ποτέ σου δεν κατάλαβες...
Δεν κατάλαβες ότι τότε ήσουν τα πάντα για μένα...
Ήσουν τα πάντα για μένα,
Γι’ αυτό απομακρυνόμουν.
Έφευγα μα ήμουν πάντα εκεί,
Βλέποντας κι αποφεύγοντας το βούρκο στο οποίο κολυμπούσες,
Δίνοντάς σου ένα χέρι βοήθειας κάθε φορά που το ’χες ανάγκη,
Και λέγοντας ξανά και ξανά Όχι,
Σ’ αυτά που επιθυμούσες.
Ήμασταν τόσο ίδιοι, καλή μου, τόσο διαφορετικοί.
Εγώ αγαπούσα τη ζωή,
Εσύ αγαπούσες να τη βλέπεις να φεύγει...

Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

Μόνος και προδομένος

Τον παρατηρώ καθώς κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι λυπημένος, παρέα με τη μοναξιά του, με το παράπονό του. Πίστευε ότι είχε φίλους, αλλά τον παράτησαν. Η αλήθεια είναι πως νόμιζε ότι είχε «αγοράσει» φίλους, φίλους για κάθε ώρα και στιγμή, αλλά έκανε μέγα λάθος. Η φιλία δεν αγοράζεται, ο οίκτος ίσως ναι.
Τώρα το βλέμμα του μοιάζει κρυστάλλινο, σχεδόν παγωμένο, μα την ίδια ώρα κάποια δάκρυα ψάχνουν να βρουν το δρόμο τους προς τον έξω κόσμο.
Θυμάται το προηγούμενο βράδυ, τότε που ένιωθε πως ήταν ο βασιλιάς του κόσμου, τότε που ήταν τόσο ανεβασμένος που δεν είχε καν αντίληψη του τι συνέβαινε γύρω του, τότε που πίστευε ότι όλα αγοράζονται και πουλιούνται. Για ώρες πολλές μοίραζε γύρω του τις άσπρες χήρες του γενναιόδωρα. Για ώρες πολλές ένιωθε πως ανήκε σε μια μεγάλη γενναιόδωρη παρέα. Για ώρες πολλές έτρεφε με χόρτο τις ψευδαισθήσεις του. Κι ακόμη κι όταν ήρθε η βραδιά στο τέλος της, ένιωθε υπέροχα. Ένιωθε πως βρήκε κάποιους στους οποίους θα μπορούσε να πουλήσει τα ψεύτικα όνειρά του, αλλά και ό,τι ανακάλυψε μια γυναίκα για να γεμίσει το άδειο του κρεβάτι.
Ξημέρωσε ωστόσο η επόμενη μέρα, και καθώς τα σουρεαλιστικά χρώματα και οι σκοτοδίνες του μυαλού άρχισαν να διαλύονται, καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι χθεσινοί φίλοι στην κραιπάλη αρνούνταν να τον ακολουθήσουν σε μια νέα περιπέτεια, καθώς μια μαυρίλα άρχισε να του πλακώνει την καρδιά, πήρε να καταρρέει.

Καθόταν μόνος, σιωπηλός, παραπονεμένος, ενώ η ζωή γύρω ήταν πολύχρωμη. Το μάτι γυάλινο, το κορμί να ιδρώνει, η ανάγκη να γίνεται αβάστακτη. Που να στραφεί; Σε ποιον; Τι να πει; Αφού είναι φανερό ότι στον κόσμο αυτό δεν είναι παρά ένα άθλιο της ζωής κλοτσοσκούφι.
Που και που στο βλέμμα του ανάβει μια σπίθα οργής, αλλά ούτε κι αυτή κρατάει πολύ, αφού είναι αδύναμος. Πρέπει οπωσδήποτε να βρει το δόση του, μια οποιοδήποτε δόση, τη δόση που θα τον λυτρώσει. Πρέπει να φύγει από κει. Ρωτά τον ένα μετά τον άλλο τους χθεσινούς φίλους αν μπορούν να τον πάνε κάπου με το αμάξι - ο ίδιος δεν οδηγά – κι όλοι αρνούνται, σήμερα έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν.
Φεύγει με τα πόδια. Περπατάει και τρεκλίζει και παραμιλά. Και πέφτει, πέφτει, πέφτει... Κανείς δεν είναι εκεί για να τον σηκώσει. Κείτεται λιπόθυμος στη νυχτερινή άσφαλτο, μόνος και προδομένος, απ’ τον εαυτό του.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Το γράμμα που δεν έγραψα

Είδα χθες το βράδυ σε μια παλιά φωτογραφία,
Το ραγισμένο σου πρόσωπο και
Σκέφτηκα να σου γράψω ένα γράμμα,
Αλλά δεν τα κατάφερα.
Οι λέξεις σχηματίζονταν στο νου,
Έπαιρναν μορφή και μετασχηματίζονταν
Σε ομίχλη που διαλυόταν στο πέρασμα
Του αόρατου αισθησιοπλάνου αέρα.
Τι λόγια να πω,
Πώς να μιλήσω για όλα αυτά που ζήσαμε,
Δίχως να τα μειώσω, χωρίς να κλέψω κάτι απ’ την αξία τους;
Πώς;
Το μελάνι στέρεψε, οι εικόνες μέσα μου θέριεψαν,
Πήγα για ύπνο κι ονειρεύτηκα τα μάτια σου
Για να ξυπνήσω σε μια νέα άνοιξη.
Τώρα,
Σε σκέφτομαι...
Σε σκέφτομαι σαν ένα παραλήρημα της ζωής,
Σα μια δικαίωση του ονείρου,
Σαν τα χρώματα που μπογιάτισαν με περίσσια στοργή
Τον αλλοτινό πίνακα της ευτυχίας μου.
Σε σκέφτομαι σα μια σκιά που πάντα οδηγεί τα βήματά μου
Σε κόσμους κυματιστούς, παράλληλους,
Σαν το τραγούδι του πρωινού και τη
Γλυκιά μελαγχολία της δύσης.
Σε σκέφτομαι σαν το ποίημα της γης μου που περπάτησες,
Και τ’ ουρανού μου που χάραξες με πινελιές ευτυχίας.
Σε σκέφτομαι και θέλω να σου γράψω ένα γράμμα,
Μα δεν μπορώ...

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Σώτη Τριανταφύλλου: Λος Άντζελες

Πήρα, επιτέλους, στα χέρια μου το Λος Άντζελες της Σώτης Τριανταφύλλου και του Πέτρου Νικόλτσου. Το διάβασα αμέσως, με μια ανάσα, και η πρώτη ιδέα που σχηματίστηκε στο μυαλό μου ήταν πως έπρεπε να τιτλοφορείται «Νέα Υόρκη». Βλέπετε, είμαι από τους τυχερούς που έχουν στην κατοχή τους τα βιβλία «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ» και «Άλφαμπετ Σίτυ», πάνω στα οποία βασίστηκε η συλλογή, κι έτσι τα κείμενα μου ήταν γνωστά. Και τα περισσότερα από αυτά μιλούσαν για τη Νέα Υόρκη και όχι για το Λος Άντζελες.
Ύστερα, ωστόσο, το ξανασκέφτηκα το θέμα και κατέληξα ότι ο τίτλος είναι άσχετος. Τα κείμενα και οι φωτογραφίες είναι που έχουν σημασία. Τα κείμενα που μιλούν για μια Αμερική που γνώρισε πολύ καλά η Σώτη και για τη μικρογραφία της, το Λος Άντζελες, που φωτογράφισε όμορφα ο Νικόλτσος.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο δεν μπορεί παρά να προσέξει κανείς ότι πολλές φορές οι εικόνες και τα λόγια δε «συμβαδίζουν», κι αυτό είναι αναπόφευκτο αφού τα κείμενα προηγήθηκαν των φωτογραφιών. Είναι κάτι όμως που τα δένει: μια υπόγεια αίσθηση νοσταλγίας. Τα ασπρόμαυρα πλάνα του ενός καλλιτέχνη μοιάζουν πολλές φορές να κάνουν μακροβούτι στις αναμνήσεις του άλλου. Λες και προβαίνουν σε κάποια αλληλο-εξομολόγηση, που βγαίνει αβίαστα στο βιβλίο.
Όπως ανέφερα και πιο πριν, τα κείμενα τα έχω διαβάσει εδώ και καιρό, πολλές φορές μάλιστα, και τα έχω απολαύσει όσο λίγα από τα γραφτά της συγγραφέως, έτσι δεν μπορώ να προσφέρω κάποια αντικειμενική κρίση γι’ αυτά. Ωστόσο, με το κρύο μάτι του φωτογράφου, οφείλω να ομολογήσω ότι κάποιες από τις φωτογραφίες δε μου άρεσαν τόσο (αν και κάποιες άλλες με ενθουσίασαν). Μιλώ για λίγα ουσιαστικά πλάνα όπου βλέπει κανείς «κομμένα» κεφάλια ή όπου ο φωτισμός είναι πολύ άνισος ή που ολόκληρη η σκηνή είναι υπερφωτισμένη. Αν δεν επρόκειτο για βιβλίο που στηρίζεται τόσο στο λόγο όσο και στην εικόνα, ίσως να μην κάναμε αυτές τις επισημάνσεις.
Όπως και νάχει, με τα μικρά του ελαττώματα ή χωρίς, το Λος Άντζελες είναι μια όμορφη συλλογή, που θα δώσει την ευκαιρία στους φίλους της συγγραφέως να ανακαλύψουν -για πρώτη, ίσως, φορά- κάποια από τα παλιά της κείμενα, αλλά και να γνωρίσουν, μέσα από τις εικόνες, μια άλλη όψη της αμερικανικής μεγαλούπολης.
Κλείνουμε αυτή την αναφορά μ’ ένα απόσπασμα:
«Αναρωτιόμουν – αναρωτιόμουν πώς θα ήταν αν είχαμε παντρευτεί εκείνον που μας άρεσε στο λύκειο, αν είχαμε ζήσει με τη χάρη του 19ου αιώνα, αν είχαμε δεχτεί τον κόσμο. Πώς θα ήταν χωρίς ταξίδια ασθμαίνοντα, χωρίς αστέρια αφρίζοντα – πώς θα ήταν αν ζούσαμε με τους κανόνες των άλλων, αν τις νύχτες κοιμόμασταν μέσα σε υδάτινα τοπία και νούφαρα. Αναρωτιόμουν – πώς θα ήταν χωρίς αυτά τα αρχαϊκά ζώα, τα δηλητηριώδη φυτά, χωρίς αυτά τα παράκαιρα όντα, τα εκπεσόντα. Κάθε βράδυ, όταν συναντιόμασταν στους μεγάλους λιμενοβραχίονες, μέσα στις αμφίβολες συγχρωμίες, θυμόμουν εσένα, εσένα και τη φωτιά που σε χαράζει – κι αναρωτιόμουν πώς θα ήταν.»

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Η Λεύκη

Πάντα φανταζόταν τον εαυτό της σα νεράιδα,
Σα μια φιγούρα εξωτική.
Και πάντοτε έτσι ντύνονταν,
Μορφή βγαλμένη λες από ένα μύθο παλιό,
Αλλά καθόλου ξεχασμένο,
Ένα μύθο που της έδινε υπόσταση,
Που την έκανε αυτό που ήταν.
Της άρεσε, της άρεσε πολύ ο εαυτός της τής Λεύκης,
Της άρεσε επειδή ήταν αλλιώτικος,
Δοσμένος μέσα σ’ ένα όνειρο που οι άλλοι αδυνατούσαν να δουν,
Που δεν είχαν την ψυχή για να το ζήσουν.
Τόξερε...
Τόξερε πώς κάποιοι άνθρωποι πίσω από την πλάτη της
Την κορόιδευαν,
Τόξερε πώς την αποκαλούσαν τρελή,
Τρελή κι αλλοπαρμένη,
Αλλά, αυτό καθόλου δεν την πείραζε.
Τι ξέραν αυτοί;
Τι ξέραν αυτοί για την ψυχή της;
Τίποτα, ουδέν, απολύτως τίποτα.
Κανείς τους δεν μπορούσε να δει το
Λευκό της Λεύκης.
Τους λυπόταν, πολύ.
Τους λυπόταν για το περιορισμένο της όρασης
Και της αντίληψής τους.
Τους λυπόταν για τις αιώνιες διαμάχες τους με τους άλλους,
Που δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό.
Τους λυπόταν που ποτέ δε έβρισκαν το χρόνο
Να κοιτάξουν βαθιά μέσα τους και ν’ ανακαλύψουν
Τις δικές τους αλήθειες.
Τι να τους πει, όμως;
Πώς να τους βοηθήσει να αλλάξουν;
Πώς να τους μιλήσει για τη μαγεία της ύπαρξης;
Δεν μπορεί! Όχι στ’ αλήθεια.
Το μόνο που της επιτρέπουν οι δυνάμεις της να κάνει είναι
Να εξακολουθήσει να πορεύεται μόνη στην πλάση ετούτη,
Χαρίζοντας ζωής φως και μια παρηγοριά,
Σε όσους αληθινά τη χρειάζονται,
Στους κατατρεγμένους του κόσμου όλου,
Στους στρατιώτες πιόνια στα πεδία μαχών του παραλόγου,
Στα παιδιά που γεννήθηκαν σ’ ένα άθλιο κόσμο
Και που δεν ελπίζουν σε καμία σωτηρία.
Να, έτσι θα συνεχίσει να πορεύεται η Λεύκη.
Μέχρι, που κάποια μέρα, η μαυρίλα των νέων καιρών
Θα την καταβάλει.
Κι η ομορφιά, κι αυτή πια θα ’χει πεθάνει...

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Αγάπη Αεροφιλική

«Πώς μπορείς και μεταμφιέζεις τόσο εύκολα
Τη θλίψη σου;» με ρώτησε.
«Δε τη μεταμφιέζω,» απάντησα,
«Απλά είναι απόλυτα δική μου και δε γουστάρω να τη φανερώνω
Πουθενά και σε κανένα...»
Αλήθεια είναι!
Αυτό ακριβώς έκανα, πάντοτε.
Κι αυτό ακριβώς, πάντοτε, μου στοίχιζε.
Σε τούτο τον κόσμο τον ψεύτη, τον ευαίσθητο,
Τον κυνικό,
Το να μην επιδεικνύεις τα συναισθήματά σου,
Φανερώνει απλά και μόνο την έλλειψή τους.
Αν δεν κλάψεις, αν δε φωνάξεις, αν δεν καταρρεύσεις,
Αν δεν οργιστείς, αν δεν χτυπήσεις και δεν χτυπηθείς,
Αν... Αν... Αν...
Αν δεν τα κάνεις όλ’ αυτά σημαίνει πως είσαι άρρωστος,
Ένα ξένο σώμα, παρασιτικό στην κοινωνία.
Ένας εξόριστος στις καθεστωτικές απόψεις του σήμερα.
Για να γλιτώσεις...
Για να γλιτώσεις από τους άλλους και τις ερωτήσεις τους
Πρέπει να γίνεις σαν κι αυτούς.
Πρέπει να μάθεις τους τρόπους τους σωστούς,
Να πάρεις διδακτορικό στα κροκοδείλια δάκρια,
Να ξεχάσεις το εαυτό σου, αυτά που πιστεύεις,
Και ν’ αρχίσεις να εκδηλώνεις τα συναισθήματά σου κατά το δοκούν,
Κατά προτίμηση όποτε παίζει η πιθανότητα να σου αποφέρουν κάποια ψήγματα
Κατανόησης και αγάπης μοντέρνα κάλπικης,
Αεροφιλικής...

Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

Διλήμματα

Τι να κάνει;
Στ’ αλήθεια δεν ξέρει!
Πρώτη φορά της συμβαίνει αυτό,
Να είναι, δηλαδή, τόσο διχασμένη.
Ένα δίλημμα της καίει τα σωθικά,
Της κλέβει τα βράδια τον ύπνο,
Την κάνει να ρωτά τον εαυτό της για τα τι,
Τα πως και τα γιατί,
Κι ας γνωρίζει πολύ καλά ότι απάντηση δε θα πάρει.
«Να πάρω το ρίσκο;» αναρωτιέται.
«Να παρατήσω κάτι σταθερό και σίγουρο,
για κάτι αβέβαιο μα πιθανότητα συναρπαστικό;»
Δεν της είναι καθόλου εύκολο να το κάνει αυτό,
Αφού τον αγαπάει.
Πέντε χρόνια είναι μαζί,
Πώς να τον παρατήσει τώρα για τον άλλο,
Τον τρελαμένο;
Κι όμως, της λείπει!
Αυτός που βλέπει μια μονάχα φορά τη βδομάδα της λείπει,
Όλο και περισσότερο της λείπει.
Ίσως να της θυμίζει κάτι από τα όνειρα που έκανε μικρή,
Για μια αλλιώτικη ζωή, περιπετειώδη,
Για μια ζωή που μέρα με τη μέρα θα άλλαζε πορεία,
Που δε θα έμενε ποτέ στάσιμη.
Τι να κάνει, λοιπόν;
Στ’ αλήθεια δεν ξέρει!
Και το μέσα της όλο και πιο παράφορα πονά,
Αγιάτρευτα υποφέρει...