Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 16

«Οι άνθρωποι που δεν έχουν πάθη, δεν είναι άνθρωποι. παράσιτα είναι!»
Έμεινε να την κοιτάει με το στόμα λίγο ανοικτό, με μια βαθιά απορία χαραγμένη στο πρόσωπο ο Αντρέας. την Ελένη, τη σύντροφο του φίλου του τού Γιώργου. Αυτήν που ξεστόμισε λίγο πριν αυτά τα λόγια. Την κοιτάει κι αναρωτιέται: πώς και τα ’φτιαξε με το φίλο του; Πώς μπορεί και είναι μαζί του; Άγριος άνθρωπος είναι ο Γιώργος, έξω καρδιά μα άγριος. Τουλάχιστον μέχρι τώρα έτσι τον ήξερε, έτσι τον έβλεπε. Ίσως και να έκανε λάθος. Ίσως τα χρόνια εκείνα τα χαμένα, στη φυλακή, να τον μαλάκωσαν. Ίσως και να την αγάπησε πολύ αυτήνε τη μορφονιά και να μαλάκωσε. Πώς άλλως; Την παρατηρεί σιωπηλά. Προσπαθεί να τη διαβάσει. Μάταια. Δε μοιάζει με καμιά από τις γυναίκες που έλαχαν στο δρόμο του. με καμιά! Από άλλο ανέκδοτο μοιάζει βγαλμένη ετούτη. Σαν ένα παραστρατημένο, ευτυχισμένο ξωτικό. έτσι φαντάζει στα μάτια του.
«Έι, μην κοιτάς τη γυναίκα μου μ’ αυτό τον τρόπο, μη σ’ αρχίσω στις φάπες, παλιόφιλε!» τον βγάζει με πειραχτικό τρόπο από την περισυλλογή του ο Γιώργος.
«Πώς να μην την κοιτάζω, τόσο όμορφη που είναι;» απάντησε χαμογελώντας εκείνος.
«Ε, καλά, κοίταζε όσο θέλεις. Δεν την ενοχλεί. Κι αν σου μπει καμιά παράξενη ιδέα, ξέρει αυτή πώς να σε βάλει στη θέση σου!»
Την κοιτάει με περηφάνια, με λατρεία την Ελένη του, ο Γιώργος. Όπως δεν κοίταξε εκείνος καμιά γυναίκα. Είμαστε δυο κόσμοι διαφορετικοί, φίλε μου, αποφασίζει ο Αντρέας από μέσα του, μα δεν το λέει. Νιώθει, ωστόσο ένα βλέμμα να τον καρφώνει με πείσμα, να διαπερνά το πετσί και να κοιτά βαθιά μέσα του. Πάει να ρωτήσει τι αλλά δεν προλαβαίνει.
«Δε θα σου πω τι σκέφτομαι, ρε Αντρέα. Δε θα σου πω τι σκέφτομαι για να μη σε βγάλω απ’ τη βολή σου!»
«Κι από πότε άρχισες εσύ να σκέφτεσαι τη βολή μου. Όλα πάντα χύμα μου τα έλεγες. Πάντα με έβριζες, μού φώναζες, με προκαλούσες. Τώρα σ’ έπιασαν οι καλοσύνες σου; Ή, μήπως...»
«Ούτε να το σκέφτεσαι, Αντρέα. Όταν ο Γιώργος έχει κάτι να πει θα το πει. είτε είμαι μπροστά, είτε όχι.»
«Ας το πει, λοιπόν. Κι ας μη μου αρέσει...»
«Τι να σου πω ρε μαλάκα; Πες μου τι καρτεράς; Τη λύπησή μου; Δε θα την έχεις. Και θες ν’ ακούσεις και κάτι άλλο; Δε σου αξίζει η Αναστασία. Δε σου αξίζει ο Αλέξης. Ένα γερό χέρι σου αξίζει, μπας κι ανοίξεις τα μάτια σου. Πήγες και...»
«Γιώργο...»
«Άσε με να του τα πω, Ελένη μου. Άσε με να του τα πω. Βαρέθηκα πια την κλάψα του. Δεν είσαι βρε πια άντρας. Ένας άχρηστος είσαι και το ξέρεις. Και τώρα που τ’ ακούς ίσως και να χαίρεσαι κιόλας, αφού απλά ακούεις κι από κάποιον άλλο την αλήθεια.»
Εκνευρίστηκε ο Αντρέας. Εκνευρίστηκε πολύ. Το μέσα του πήρε φωτιά. Θέλει να σηκωθεί, να κάνει κάτι: τον Γιώργο να σιωπήσει, τις μέσα του κραυγές να βγάλουν τον σκασμό, να χτυπήσει κάποιον, εδώ και τώρα, για να ξαλαφρώσει. Αλλά, τίποτα δε θα κάνει. Θα καθίσει στ’ αυγά του, ήσυχος μες στην ταραχή του. Θα καθίσει εκεί και θα συνεχίσει ν’ ακούει τον καλύτερό του φίλο να του δίνει το ένα χαστούκι μετά το άλλο. Και στο τέλος-τέλος ίσως και να τον ευχαριστήσει κιόλας!
«Δεν έχεις να πεις τίποτα ρε; Καμιά απάντηση; Που πήγαν τα λόγια τα μεγάλα σου; Πούντες τώρα τις δικαιολογίες σου; Πες μου ρε: γιατί πήγες και χαράμισες έτσι τη ζωή σου; Γιατί τα πέταξες όλα στα σκουπίδια; Μόνο και μόνο επειδή σε διαφεντεύει το τσουτσούνι σου ή έψαχνες και κάτι άλλο;»
Η Ελένη πήγε και πάλι να επέμβει, αλλά το ξανασκέφτηκε και στη στιγμή άλλαξε γνώμη. Ίσως να μην έπρεπε να είναι εκεί, αφού αυτή ήταν μια πολύ προσωπική στιγμή. Μια κουβέντα άγρια, αλλά ανάμεσα σε φίλους παλιούς. Ίσως θα έπρεπε να φύγει. Αλλά, όχι! Αυτό δε θέλει να το κάνει, και είναι σίγουρη ότι κι ο Γιώργος το ίδιο θα σκέφτεται, αλλιώς θα της το είχε ήδη ζητήσει. Θα μείνει εκεί, λοιπόν, και θα συνεχίσει να ακούει τις φωνές του ενός και τις σιωπές του άλλου, να γίνεται και πάλι κοινωνός μιας ξένης ζωής, όπως πλείστες άλλες φορές στο παρελθόν.
«Δεν ξέρω τι να σου πω, ρε Γιώργο! Νομίζεις ότι κάνω και τίποτ’ άλλο από τα να σκέφτομαι όλ’ αυτά νύχτα-μέρα. Στιγμή δεν ησυχάζω. Ποτέ δεν ξεκουράζομαι. Δεν κοιμάμαι. Όλο ρωτάω τον εαυτό μου το γιατί, μα απαντήσεις δεν παίρνω. Το μόνο που παρακαλώ είναι να γίνει καλά ο Αλέξης, να αποφευχθεί το μεγαλύτερο κακό.»
«Συνήθως τα πράγματα δεν είναι τόσο περίπλοκα όσο τα φανταζόμαστε. εμείς τα κάνουμε να φαίνοντ’ έτσι. Για όλα φταίνε οι άθλιες ιδέες και οι εμμονές μας,» επενέβη χαμηλόφωνα και μ’ ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη η Ελένη.
«Για πες μου, ρε συ: την αγαπάς τη Βασιλική;»
«Νομίζω ναι...»
«Νομίζεις; Όσο αγαπάς την Αναστασία;»
«Δεν ξέρω!»
«Και ποιος ξέρει;»
«...»
«Και καλά, ρε άνθρωπέ μου, τόσα χρόνια στο κουρμπέτι δεν έμαθες να διαβάζεις τους ανθρώπους; Ένας άγγελος είναι η Αναστασία, βλάκα. Ένας άγγελος! Κι η Βασιλική, μια σκύλα...»
«Είναι καλή γυναίκα η Βασιλική, Γιώργο. Και τη γνώμη σου για κείνη θα κάνω πώς δεν την άκουσα για να μην...»
«Για να μην τι, ρε; Για να μην τι; Για να μη χαλάσουμε τη φιλία μας; Για να μην με πλακώσεις; Για να τη βγάλεις καθαρή; Για να μην τι; Όσο για τη Βασιλική σου, δεν είναι καλή γυναίκα, κι αυτό κάποια μέρα θα το καταλάβεις. θα ξυπνήσεις ξαφνικά και θα θυμηθείς τα λόγια μου. Πονεμένη είναι, καλή όχι. Αυτή θα μπορούσε να κάνει το καθετί, να φτάσει ως το φόνο, για να περάσει το δικό της. Τα μάτια της ξεχειλίζουν από μίσος, κακία κι υστεροβουλία. Ακόμη κι ένας τυφλός θα μπορούσε να το δει αυτό, αλλά εσύ όχι...»
«Μα, δεν τη βλέπω πια!»
«Δεν τη βλέπεις, αλλά τη σκέφτεσαι. Σε τρώνε οι ενοχές και η λαγνεία σου. Και καθόλου δε θα παραξενευόμουνα αν μάθαινα ότι, ενώ το παιδί σου παραδέρνει ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, εσύ άρχιζες να μοιράζεσαι και πάλι το χρόνο σου μ’ εκείνη τη λάμια...»
Έγινε κατακόκκινος απ’ την οργή ο Αντρέας. Απ’ την οργή για τον Γιώργο, αλλά και για τον εαυτό του. Δίκιο έχει ο φίλος του, δίκιο σε όλα. Και είν’ αλήθεια ότι πολλές φορές σκέφτηκε να πάει να την επισκεφτεί, να χωθεί στον κόρφο της και να ξεχαστεί, μα δεν το έκανε. Δεν το έκανε. όχι για το παιδί του, όχι για τη γυναίκα του, αλλά για εκείνον τον ίδιο. Ήθελε και έπρεπε ν’ αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν είναι εντελώς χαμένη υπόθεση η δική του, ότι του έχει απομείνει ένα ισχνό αίσθημα, ένα ίχνος, μια ανάμνηση αξιοπρέπειας. Τώρα, τι να του πει του άλλου; Πώς να τον κάνει να σωπάσει; Αν μιλήσει θ’ ακούσει κι άλλα πολλά, πράγματα που δε θέλει να ακούσει. Καλύτερα να σκύψει το κεφάλι. Καλύτερα να δηλώσει ένοχος με τη σιωπή του. Μόνο έτσι θα περάσει η μπόρα. Μόνο έτσι δε θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα.
Κοιτάει το Γιώργο, αλλά όχι στα μάτια, φοβάται. Στρέφει το βλέμμα του στην Ελένη. Του χαμογελά ζεστά. Μα, πώς μπορεί και χαμογελά μέσα σε τούτη όλη την αναταραχή, μες στη φουρτούνα; Λες και προσπαθεί να του πει κάτι. Με καταλαβαίνει, σκέφτεται κι αφήνει ένα μικρό αναστεναγμό να του ξεφύγει. Με καταλαβαίνει και προσπαθεί να μου το πει με το βλέμμα. Θέλει να κλάψει. Θέλει ν’ αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν ορμητικά από μέσα του, ν’ αδειάζουν για λίγο την πηγή του πόνου. Αλλά, δε θα το κάνει. Όχι τώρα. Μπροστά στον Γιώργο, ποτέ! Ίσως αργότερα. στην κρύα ερημιά του νοσοκομείου.

B.D. Foxmoor - Μήνυμα στο Μπουκάλι

Αυτή είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ανεβάζω βίντεο σ' αυτό το μπλογκ. Το κάνω απλά και μόνο επειδή τους στίχους του τραγουδιού έχει γράψει μια φίλη από τα παλιά, η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου. Ακούστε το Μήνυμα στο Μπουκάλι και μετά, αν θέλετε, περάστε και μια βόλτα από το μπλογκ της...

Πέμπτη 29 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 15

«Η ζωή μας τα τελευταία χρόνια ήταν σα μια νύχτα, στον ουρανό της οποίας πού και πού πρόβαλλε το φεγγάρι.»
«Τόσο μαύρη;»
«Θεοσκότεινη! Κι όμως, εγώ η ηλίθια, δεν παραπονιόμουνα. Τα έβλεπα μοιρολατρικά τα πράγματα. Αυτά μού έτυχαν, μ’ αυτά θα πορευτώ, σκεφτόμουνα. Δεν είμαι, βλέπεις, σαν και σένα. Εσύ έκανες την επανάστασή σου νωρίς. Πρόλαβες...»
«Την έκανα επειδή δεν είχα άλλη επιλογή, Αναστασία. Αν έμενα εκεί, σ’ εκείνο το σπίτι, με τους γονείς μας και τα μυαλά που κουβαλούσαν, θα γινόμουνα πολύ δυστυχισμένη. Όχι ότι είμαι ευτυχισμένη τώρα, αλλά όπως και να έχει, είμαι καλύτερα.»
«Καλύτερα είσαι, σίγουρα. Καλύτερα κι από μένα, κι από πολλές άλλες που ξέρω. Εσύ το μόνο που βιάστηκες να κάνεις ήταν να φύγεις, να ζήσεις, να χαρείς, εγώ βιάστηκα να παντρευτώ. Όλοι βιάστηκαν να σε κατακρίνουν, όλοι να με χειροκροτήσουν. Η ζωή, όμως, σε δικαίωσε. Ζηλεύω...»
«Ζηλεύεις τι; Νομίζεις ότι είναι εύκολος ο δρόμος που ακολούθησα, δίχως αγκάθια, χωρίς πτώσεις; Αν πιστεύεις κάτι τέτοιο κάνεις μεγάλο λάθος, είσ’ ηλίθια. Ο δρόμος μου ήταν γεμάτος εμπόδια και κακουχίες, χαραγμένος με πληγές κι εγκαύματα. Τίποτα δεν δίνεται δωρεάν σ’ αυτή τη ζωή.»
«Κι όμως, αν μπορούσα να κάνω κάτι τώρα για ν’ αλλάξω τα πράγματα, θα γύριζα το χρόνο πίσω. Θα σε αντέγραφα. Θα έπαιρνα κουράγιο απ’ το κουράγιο σου, δύναμη απ’ τη δύναμή σου, και θ’ ακολουθούσα άλλη πορεία, διαφορετική. Μοιάζουμε! Παρ’ όλες μας τις διαφορές μοιάζουμε, Μαίρη.»
«Σ’ ένα σημείο μονάχα μοιάζουμε, κι αυτό τα τελευταία χρόνια, από τότε που το πήρες απόφαση να παντρευτείς: είμαστε κι οι δύο μόνες. Κι όσο κι αν εγώ λέω ότι το κάνω από επιλογή, μη με πιστεύεις. Ψέματα λέω! Είμαι μοναχή από έλλειψη επιλογών. Δεν είναι ότι είμαι κάνα ψώνιο, που γυρεύει τον πρίγκιπά του -κάθε άλλο- είναι που όσο κι αν ψάχνω δε βρίσκω μια ψυχή που να συμβαδίζει με τη δική μου. Μια περιπλανώμενη πληγή είμαι, στις έρημους των ανεκπλήρωτων πόθων...»
Της αρέσει της Αναστασίας ν’ ακούει την αδελφή της να μιλά. Σα να διαβάζει βιβλίο. Εξάλλου, από τότε που ήταν μικρή η μικρή όπου την έχανες, όπου την έβρισκες, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι ήταν – μια παραφωνία των καιρών. Την πιστεύει. Την πιστεύει όταν της λέει ότι δεν είναι ευτυχισμένη. Την πιστεύει επειδή την ξέρει. Αυτή ποτέ της δε θα μπορούσε να ευτυχήσει. Θα την ήταν αδύνατον να ζήσει δίχως τις ανησυχίες της. Αλλά, τη ζηλεύει κιόλας. Στ’ αλήθεια τη ζηλεύει. Τη ζηλεύει γι’ αυτό που είναι. γι’ αυτό που η ίδια δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Μα, χαίρεται. χαίρεται που την έχει και πάλι κοντά της – κι ας ήταν η καταστροφή που οδήγησε με τη βία, με το έτσι θέλω, τα βήματά της μέχρι εκεί.
«Θέλεις να πεις ότι όλα αυτά τα χρόνια δε συνάντησες κάποιον, που έστω λίγο να σου ταιριάζει, Μαίρη μου.»
«Πώς! Πώς! Φυσικά και συνάντησα. Έναν και μοναδικό. Και τον έδιωξα...»
«Τον έδιωξες; Μα, γιατί;»
«Επειδή ταιριάζαμε τόσο πολύ που τρόμαξα. Πολύ όμορφη κι αρμονική ήταν η σχέση μας. Κύλησε για πολλή καιρό δίχως ταραχή και καυγάδες. Όλα έμοιαζαν όμορφα. Αλλά, εγώ ήξερα! Ήξερα ότι όπου δεν υπάρχει τρικυμία δεν μπορεί να υπάρχει ούτε και γαλήνη. Ζούσαμε σα μέσα σε μια γυάλα. Ο έξω κόσμος λες και δεν υπήρχε για μας. δε μας αφορούσε. Αλλά, εγώ έβλεπα τα σημάδια, τα διάβαζα. Ήξερα ότι όλα έπρεπε να τελειώσουν νωρίς, πριν να γίνουν αμετάκλητα.»
«Κι έτσι απλά τον ξαπόστειλες;»
«Όχι ακριβώς. Απλά, επέτρεψα σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να αναδεικνύεται η πλήξη της συνύπαρξής μας, η αφόρητή της νηνεμία. Περισσότερο σαν αδέλφια, που δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν, σαν πολύ καλοί φίλοι μοιάζαμε, παρά σα ζευγάρι. Με τον άντρα σου τσακώνεσαι, βρίζεσαι, πλακώνεσαι, τα βρίσκεις. Μ’ αυτόν ποτέ δε συνέβηκε κάτι τέτοιο. Έπρεπε να φύγει για να ζήσει τη ζωή του. για να ζήσω κι εγώ τις επιλογές μου...»
«Μα, είσαι τρελή;»
«Όχι και τόσο. Τώρα εκείνος είναι παντρεμένος και πολύ ευτυχισμένος. Μιλάμε ακόμη στο τηλέφωνο. Είμαστε φίλοι. Δε ζητάω τίποτα απ’ αυτόν και δε ζητάει τίποτα από μένα. Ενώ, αν μέναμε μαζί...»
«Καλά και όμορφα όλ’ αυτά, αλλά η μοναξιά δε σε τρελαίνει;»
«Ώρες-ώρες ναι, με τρελαίνει. ειδικά όταν δεν έχω κάτι να κάνω, όταν αφήνω το μυαλό μου για λίγο να ξαποστάσει. Αλλά, όπως καταλαβαίνεις, αυτό δε συμβαίνει και πολύ συχνά. Πάντα κάτι κάνω, πάντα με κάτι καταπιάνομαι και όλο και κάποιος βρίσκεται για να μου εκπληρώσει πού και πού του κορμιού τις επιθυμίες.»
«Ε, εσύ καλά την έχεις. Εγώ;»
«Εσύ, τι; Αφού έχεις το γκόμενο...»
«Ποιο γκόμενο και πράσιν’ άλογα, καλέ; Η πρώτη φορά κι η τελευταία που απάτησα τον Αντρέα ήταν εκείνη, η μοιραία. Για δυο χρόνια κανένας δε με άγγιξε, κανένα κορμί δεν ακούμπησε στο δικό μου...»
«Τι να σου πω; Τέτοια ατυχία πια!»
«Γι’ αυτό σου λέω, αδελφούλα μου, είμαι καταραμένη. Δε μου ήτανε γραφτό, όπως βλέπεις, να ευτυχήσω.»
«Μαλακίες και προκαταλήψεις. Θα μπορούσες να ευτυχήσεις αν προσπαθούσες, αλλά δεν το έκανες. Απλά, κάθισες εκεί μοιρολατρικά και έκλαιγες τη μοίρα σου. Αν μου τηλεφωνούσες πιο γρήγορα, αν μου μιλούσες...»
«Δεν μπορούσα, Μαίρη. Με καταλαβαίνεις; Δεν μπορούσα. Και τώρα ακόμη που το κάνω, τώρα που σου μιλώ, και πάλι περίεργα νιώθω. Δεν είναι του χαρακτήρα μου να βγάζω τα άπλυτά μου στη φόρα. Αλλά, χαίρομαι, στ’ αλήθεια χαίρομαι που είσαι εδώ, που με ακούς, που με κρίνεις δίχως να με κατακρίνεις. Όχι πώς φοβάμαι τις κρίσεις και τις επικρίσεις των άλλων -γραμμένες στα παλιά μου τα παπούτσια τις έχω- τις ματιές της λύπησης και της δήθεν συμπόνιας, αυτές είναι που δεν ανέχομαι.»
«Και καλά κάνεις, Αναστασία. Και καλά κάνεις. Αλλά, σα να ξεχνάς κάτι: τη ζωή σου! Μην αφήνεις τα πράγματα να καθορίζουν την πορεία της, όσο μπορείς καθόρισέ την εσύ. Σε ό,τι αφορά τον Αλέξη, δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω ένα πολύ έντονο προαίσθημα ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα βγει απ’ το κώμα του, θα ζήσει. Πρέπει ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι θετικά.»
«Θέλω, αλλά δεν μπορώ. Ωστόσο, το προαίσθημά σου ίσως και να βγει αληθινό. Ποτέ σου δεν έκανες λάθος. θυμάσαι; Θυμάσαι πώς έλεγες ότι θα συμβεί αυτό ή το άλλο και πάντοτε συνέβαινε; Θυμάσαι που τ’ άλλα παιδιά σ’ αποκαλούσαν μάγισσα γι’ αυτό το χάρισμά σου; Θυμάσαι...»
«Όλα τα θυμάμαι. Τίποτα δε διαγράφει η μνήμη μου. Ένα χάρισμα είναι, όντως, αυτό που έχω, αλλά πού και πού το νιώθω σαν κατάρα. Ωστόσο, δεν αφαιρώ ούτ’ ένα τόνο απ’ αυτά που σου είπα. πιστεύω, στ’ αλήθεια, πώς στο τέλος όλα θα παν καλά. Δεν ξέρω για τον Αντρέα, αλλά για τον Αλέξη είμαι σίγουρη.»
«Από το στόμα σου...»
Δεν συμπλήρωσε τη φράση της. Είδε την αδελφή της να σηκώνει το βλέμμα με μια γκριμάτσα, ειρωνικά στο ταβάνι και χαμογέλασε. Τι να της κάνει ο θεός; Τι; Η ίδια πρέπει να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Η ίδια πρέπει να βρει το κλειδί και ν’ ανοίξει τη φυλακή της. Η ίδια πρέπει να τα βάλει μαζί και να νικήσει τον χειρότερό της εχθρό, τον εαυτό της.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 14

Καλά πέρασε το προηγούμενο βράδυ η Βασιλική. Υπέροχα! Για δες πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Πήγε κάπου μόνο και μόνο για ξεσκάσει, για να μεθύσει κάπως αλλιώς και κάπου αλλού, για να ξεφύγει απ’ τον εαυτό της και για καμιά ξεπέτα, αν ετύγχανε, και γνώρισε έναν άντρα καταπληκτικό. Κάποιον που την έκανε όλη νύχτα να γελάει και να χαίρεται. που με την παρουσία του και μόνο έσβησε για λίγο απ’ της ζωής τον μαυροπίνακα όλη τη θλίψη της! Κι ύστερα...
Ύστερα, τίποτα. Την έφερε στο σπίτι της, δεν τη φίλησε στα χείλη ή καν στο μάγουλο, και της ευχήθηκε όνειρα γλυκά και πονηρά. Τι άνθρωπος! Όχι σαν τον Αντρέα, βέβαια, αλλά ένα άξιο υποκατάστατό του. Αν καταφέρει να τον κατακτήσει, δηλαδή. κάτι για το οποίο δεν είναι καθόλου σίγουρη. Όπως δεν είναι σίγουρη αν θέλει να τον κατακτήσει κιόλας. Μια γνωριμία της στιγμής, ένας περαστικός, αυτό είναι, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της, αλλά δεν τα πολυκαταφέρνει. Η εικόνα του επιστρέφει στο μυαλό της ξανά και ξανά. Εντάξει, είναι λίγο θολή λόγω της μέθης αλλά ευδιάκριτη. Η μορφή του είναι μια μορφή ευγενική, αλλιώτικη. Αν ο Αντρέας είναι πυρκαγιά, αυτός, ο... ο... Δεν ξέρει τ’ όνομά του! Παίρνει να γελά δυνατά, νευρικά, ασυγκράτητα. Μα, τι ηλίθια είσαι! τα βάζει με τον εαυτό της. Τι ηλιθία! Όπως και νάχει, σαν τη φλόγα ενός κεριού. ενός κεριού που αργά, νωχελικά αλλά επίμονα σιγοκαίει. έτσι ακριβώς τον σκέφτεται το γεροφιλόσοφό της, τον μεγάλο άγνωστο, τον από μηχανής θεό της.
Θα τον ξαναδεί άραγε; Ποιος ξέρει; Θα επιδιώξει να τον ξανασυναντήσει; Ίσως. Αλλά που; Μόνο το μπαρ, μονάχα εκείνο είναι το σταθερό σημείο αναφοράς, πουθενά αλλού δεν μπορεί να ψάξει γι’ αυτόν. Ωστόσο, δε θα το κάνει. Μάλλον δε θα το κάνει, δηλαδή. Όχι τώρα. Όχι ακόμη. Όχι όσο υπάρχουν ακόμη πιθανότητες να επιστρέψει ο Αντρέας, ο ένας και μοναδικός άντρας, στη ζωή της. Εξάλλου εκείνος είναι παντρεμένος. Επιθυμητός, αλλά παντρεμένος. Αν τον ερωτευόταν, αν τον κυνηγούσε, θ’ άναβε φωτιές. νέες φωτιές. θα κονταροχτυπιόταν όχι μονάχα πια με τους μέσα της δαίμονες, αλλά και μ’ άλλους, άγνωστους. τον τροχό του λούνα παρκ, τον ζαλιστικό, που αποτελούσε το μέσα της, θα το μεταμόρφωνε σ’ ανεμόμυλο, και τούτος δα ίσως να τα παρέσερνε όλα στο στριφογύρισμά του. ό,τι απόμεινε για να παρασύρει, δηλαδή.
Δε θα τον κυνηγήσει, λοιπόν, τον άγνωστο, δε θα τον κάνει το νέο θήραμα, τον αυριανό της στόχο, το τρόπαιό της. Θα συνεχίσει να κωπηλατεί τη βάρκα του πόνου, μέχρι να βρει λιμάνι ή να βυθιστεί. μέχρι να σωθεί ή να πνιγεί. Δε θα τον κυνηγήσει, ωστόσο, θα συνεχίσει να τον σκέφτεται. Σα σημείο αναφοράς. Σαν πυξίδα για το μέλλον.

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 13

«Δεν πας καλά!»
«Λες να μην το ξέρω, ρε Γιώργο;»
«Ε, και τι κάνεις γι’ αυτό; Όλη μέρα πίνεις, κι ύστερα πιωμένος ξενυχτάς. Μέχρι πότε...»
«Όσο αντέχω!»
«Και μετά;»
«Και μετά θα πάω στο διάολο να ησυχάσουμ’ όλοι!»
Κάθε μέρα όλο και χειρότερα δείχνει ο Αντρέας. Κάθε μέρα πίνει όλο και πιο πολύ, κοιμάται όλο και πιο λίγο, δεν τρώει καθόλου, κι ούτε δουλεύει. Μόνο σκέφτεται. Κλείνει τα μάτια και κοιτά μπροστά. στο τίποτα που του ανήκει.
«Δεν ξέρω τι θα κάνω αν πεθάνει ο Αλέξης, φίλε. Θα σκοτώσω ή θα σκοτωθώ. Άλλη λύση δεν υπάρχει.»
«Και ποιος σου ’πε πώς ο θάνατος είναι η λύση; Αν νιώθεις τόσο άσκημα όσο λες, πρέπει να ζήσεις. να ζήσεις με τις ενοχές σου...»
«Ναι, το ξέρω, εύκολη λύση είν’ ο θάνατος, αλλά...»
«Δεν έχει αλλά. Πάντα ήσουνα ντόμπρος άνθρωπος, Αντρέα, ξέρεις ποιο είναι το καθήκον σου, κι ας μη σου αρέσει. Πρέπει να σταθείς δίπλα της, όπως στέκεσαι δίπλα στο παιδί σου. Το πιοτό κι η αυτολύπηση δε βοηθάνε, μόνο χειρότερα μπορούν να κάνουν τα πράματα.»
«Θέλω να το κάνω αυτό. θέλω να τη δω, να την αγκαλιάσω, να τη συγχωρέσω. απλά δεν μπορώ.»
«Να μπορέσεις. Αν μπορεί να σε συγχωρέσει εκείνη, σίγουρα κι εσύ μπορείς. Μην κωλώνεις τώρα, στα δύσκολα!»
Δίκιο έχει ο Γιώργος. Αλλά, τι να κάνει; Αυτός είναι αλλιώς μαθημένος. Μια ζωή λιγομίλητος ήταν σε ό,τι αφορούσε τα συναισθήματά του, με το ζόρι του έβγαζες κουβέντα, ενώ τώρα... Ενώ τώρα μιλά και σταματημό δεν έχει. Και γι’ αυτό νιώθει αδύνατος πολύ, ευάλωτος, δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί δημόσια το μέσα του. Αν και όταν μιλάμε για τον Γιώργο, μιλάμε για τον άνθρωπό του, τον αδελφό του, ωστόσο... Ω, δεν ξέρει τι να σκεφτεί! Ίσως να είναι το πιοτό, ή, ίσως να είναι και ο πόνος που τον κάνουν τόσο ευαίσθητο, ένα παιδί κλαψιάρικο. Δεν του πάει αυτό το σκηνικό, καθόλου δεν του πάει, αλλά δεν μπορεί να κάνει και κάτι για να το αλλάξει. Το είναι του όλο πια έχει φορέσει το προσωπείο της θλίψης, της άρνησης. Όχι, δεν κάνει αρνητικές σκέψεις. τις συνιστά. είναι το αποτέλεσμά τους.
«Είμαι μικρός, Γιώργο, πολύ μικρός μπροστά σ’ εκείνη. Εκείνη αντέχει τον πόνο, τον κοιτά κατάματα, ενώ εγώ...»
«Τι θες να σου πω τώρα; Να υψώσεις το ανάστημά σου; Να φανείς δυνατός; Μαλακίες! Το παιδί σου ίσως να πεθαίνει και τα λόγια σ’ αυτή την περίπτωση δε βοηθάνε. Να ρίξεις το εγώ σου, αυτό πρέπει να κάνεις, καλέ μου φίλε. Πρέπει ν’ αφήσεις τους εγωισμούς στην άκρη και να προσπαθήσεις να τα βρεις, έστω όπως-όπως, με τη γυναίκα σου. Είναι καλή γυναίκα η Αναστασία. Της αξίζει λίγος σεβασμός...»
«Όπως αξίζει σε μένα καταφρόνια!»
«Όχι καταφρόνια, συγχώρεση.»
«Συγχώρεση!»
Αφήνει τη λέξη να αιωρείται στον αέρα. Ναι, το ξέρει, αυτό χρειάζεται. Όχι άφεση αμαρτιών, απλά συγχώρεση. Σκέφτεται την Αναστασία του. Φέρνει την εικόνα της στο μυαλό του. Ακόμη είναι όμορφη πολύ, τουλάχιστον στα μάτια του. Σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που γνωρίστηκαν. Λες κι ο χρόνος παρέλειψε ν’ αφήσει πάνω στο πρόσωπο και το κορμί της τα σημάδια του. Κι εκείνη η καλοσύνη της, η μεγάλη της καρδιά είναι... Είναι που τον γεμίζουν πιότερο με ενοχές. Η άλλη; Η άλλη είναι απλά κορμί, είναι φωτιά, δεν είναι πνεύμα. Αχ, Αναστασία μου! Αχ, κορίτσι μου όμορφο. Αχ και να ’ξερες τι σε περίμενε όταν δεχόσουνα να με παντρευτείς. Αχ και να ’ξερες τι κουμάσι ήταν ο καλός σου...
Κοιτάει τον Γιώργο που πίνει το βαρύ πικρό καφέ του και κοιτάει στο πουθενά. Δίκιο έχει, σκέφτεται, δίκιο κι άδικο. Δίκιο, επειδή του λέει τι είναι το σωστό, άδικο, επειδή φαίνεται να πιστεύει πώς μπορεί να το κάνει. Όχι, δεν μπορεί. Είναι αδύνατον. Ο εγωισμός του είναι μεγάλος, οι ενοχές του ακόμη μεγαλύτερες. Θα μείνει στο σκοτάδι. Εκεί θα μείνει. Οπουδήποτε αλλού φοβάται. Όλους και όλα τα φοβάται. τα λόγια και τις σιωπές, τη συμπόνια και τη λύπηση, ακόμη και τον εαυτό του τον ίδιο, τον οποίο δεν τολμάει πια να κοιτάξει μες στα μάτια, αφού είναι σίγουρος πώς κι εκεί θα διαβάσει την καταφρόνια.
Λες! Λες να προσπαθήσω, κι ό,τι βγει; Χειρότερα αποκλείεται να τα κάνω τα πράγματα...

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 12

Πότε ακριβώς έφτασε η αρχή του τέλους δε θυμάται. Θυμάται μονάχα έντονα, φαρμακερά, εκείνη την τρομαχτική αίσθηση απόγνωσης που εξαπλώθηκε σα στίγμα ανίατο και μάτωσε ολάκερό της το κορμί.
Είναι αργά το μεσημέρι, σχεδόν απόγευμα, και κάθεται δίπλα απ’ το κρεβάτι της ελπίδας και της απελπισίας η Αναστασία. δίπλα στο παιδί της, το παιδί τους, που δεν ξέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Του χαϊδεύει νωχελικά, με φροντίδα και λύπη τα μαλλιά, το καλεί νοητικά, το εκλιπαρεί να βγει απ’ τον κόσμο που εδώ και καιρό κατοικεί, να ξυπνήσει στο φως, στη ζωή. Να σωθεί για να τη σώσει.
Αλλά, εκείνο δε μοιάζει να την ακούει, μα ούτε και να νιώθει την παρουσία της δίπλα του. Σαν ένα κατηγορώ είναι η σιωπή του και τη ματώνει. Όσο ζει, μαζί του ζούνε κι οι ελπίδες μου. Αν πεθάνει, θα πεθάνω κι εγώ. Κι όχι μόνο στα λόγια, σκέφτεται.
Αν πεθάνει ο γιος της, θα πεθάνει κι εκείνη. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι πάει καιρός πολύς που νιώθει ήδη νεκρή. Τώρα, απλά προσπαθεί να ξεγράψει απ’ τη μνήμη της τής ζωής την ανάμνηση.
Τόσα σχέδια, τόσα όνειρα, όλα χαμένα. Όλα παρανάλωμα στην πυρά του χρόνου. Βλέπει τον Αλέξη της σ’ εκείνο το κρεβάτι, τον βλέπει να ψυχορραγεί και να δίνει τον αγώνα του για τη ζωή και θυμάται με βαριά καρδιά όλες τις υποσχέσεις που έδωσαν όταν είχε γεννηθεί. όταν ακούστηκε το πρώτο κλάμα κι η πρώτη ανάσα του στον κόσμο ετούτο. όταν ήρθε να επιβεβαιώσει το απόλυτο του έρωτά τους. Όλα θα τα έκαναν για κείνον, έλεγαν. Όλα! Θα δούλευαν σκληρά, θα τον καλομάθαιναν, θα του έδιναν ό,τι οι ίδιοι δεν μπόρεσαν ποτέ ν’ απολαύσουν στη ζωή τους, θα τον έκαναν το μελλοντικό τους αστέρι, εκείνο που θα τους έδειχνε το δρόμο, εκείνο που θα τους μεταμόρφωνε το είναι τους. Λόγια! Λόγια μεγάλα, λόγια άδεια, ελαφρά, διάφανα. υποσχέσεις του αέρα. Δεν ήταν ότι δεν τον αγάπησαν όπως του έπρεπε, δεν είναι ότι δεν τον φρόντισαν όσο καλύτερα μπορούσαν, δεν είναι ότι δεν έγινε για μια εποχή ο κόσμος τους, το επίκεντρο της ζωής τους. είναι ότι αποδείχτηκαν κι οι δύο κατώτεροι των περιστάσεων, υποκριτές, και αθέλητα ή ηθελημένα ψεύτες. Έκλειναν τα μάτια και τ’ αυτιά όταν οι διαφορές τους έδιναν επιβλητικά το παρόν και φώναζαν την ύπαρξή τους. Έβλεπαν σα σωστά τα λάθη τους. Κι όταν προέκυπταν προβλήματα σοβαρά, απλά κοιτούσαν αλλού. Εκείνος. ένας ερωτύλος. Εκείνη. μια δειλή. Ένας ερωτύλος που πάντοτε έκανε το δικό του και χαιρόταν τη ζωή. Μια δειλή που κρυβόταν πίσω από την εικόνα και τις ανασφάλειές της, που μία και μοναδική φορά τόλμησε το αδιανόητο, κι έφερε την καταστροφή. Φταίω δυο, φταίει μία. Φταίμε δυο φωνές και μια σιωπή γι’ αυτό που έγινε, σκέφτεται και πικρά πολύ χαμογελά.
Θα ήθελε να ήταν τώρα εκείνος εκεί κοντά της. Να σταθεί δίπλα της. Για μια, έστω, στιγμή να γίνουν και πάλι ένα, κάτω απ’ το κατώφλι του πόνου. Αλλά, εκείνος... Εκείνος δε θέλει να μοιραστεί μαζί της τις ενοχές του, τις ενοχές τους. Κι ας βαδίζουν στα ίδια μονοπάτια, κι ας απειλούνται απ’ τις ίδιες φωνές. Γιατί; Γιατί δεν έρχεται να μιλήσουμε; Ίσως ξαλαφρώσουμε λίγο έτσι. Ίσως βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, κι ας μη γίνουν καλύτερα. Ίσως... Ω, ως πότε θα κοιτώ τον τοίχο ψάχνοντας εκεί τις απαντήσεις;
Αλλά, ας είναι καλά η Μαίρη, τώρα πια δε νιώθει τόσο άσχημα. όχι όπως τις πρώτες μέρες μετά το δυστύχημα. Όταν της μίλησε, όταν άδειασε το μέσα της και ξετύλιξε το κουβάρι των ενοχών της, ένιωσε καλύτερα μετά. Ένιωσε ότι όσο υπάρχει η αγάπη, ακόμη και κάτω από τις πιο τραγικές συνθήκες, όλα μπορούν να συμβούν. Δεν της είπε κάτι για να τη βοηθήσει, δεν είχε συμβουλές για κείνη η αδελφή της, αλλά μόνο και μόνο το ότι κάθισε και την άκουσε ήταν αρκετό για να την κάνει να διακρίνει, με βλέμμα έστω θολωμένο, μια αχτίδα φωτός στον ορίζοντά του μέλλοντός της. Αν δεν είχα κι αυτήν; αναρωτιέται, αλλά δε συμπληρώνει την σκέψη της. Βγαίνει από το μέσα της κι αντικρίζει το διάφανο φως που μπαίνει απ’ το λεκιασμένο παράθυρο στο δωμάτιο και παρατηρεί το χλωμό προσωπάκι του γιου της. Θα τα καταφέρουμε; Μοιάζει να τον ρωτά μ’ αβεβαιότητα. Θα τα καταφέρουμε! του ψιθυρίζει με μεγαλύτερη σιγουριά.
Κοιτά τριγύρω της, το θάλαμο. Κρεβάτια κατειλημμένα από κάποιους άλλους μελλοθάνατους ή μελλοζώντανους. Μόνο το τώρα υπάρχει, σκέφτεται. Το αύριο δεν ξέρει κανείς αν κάποτε θα ’ρθει, ενώ το χθες μοιάζει μ’ ερημωμένη, μ’ ακατοίκητη χώρα.

Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 11

Απόψε βγήκε για ένα -λέμε τώρα- ποτό μόνη. Για να περιφέρει τη θλίψη της, ν’ αλλάξει παραστάσεις, να περισυλλέξει τις σκέψεις της, για να ψάξει να βρει το φως στο σκοτάδι των άλλων φυλών, των διαφορετικών, της νύχτας.
Είναι ντυμένη προκλητικά. με ρούχα που αναδεικνύουν μαεστρικά κάθε γραμμή και καμπύλη του καλοδιατηρημένου, αλλά όχι και τόσο νεανικού της πια κορμιού. κι είναι βαμμένη λιτά, θέλοντας να τονίσει την ομορφιά του -αμέτρητες φορές ξεπλυμένου με δάκρυα- προσώπου της. Το μοβ και το μαύρο της πάνε πολύ.
Κάθεται νωχελικά σ’ ένα σκαμπό, στη μπάρα ενός κάπως υπερβολικού προφίλ μπαρ, με το ένα πόδι σταυρωμένο πάνω απ’ τ’ άλλο, πίνει ένα κοκτέιλ και παρατηρεί σχεδόν αδιάφορα το καλοντυμένο πλήθος. Να ένα μέρος που ποτέ δε θα ερχόταν εκείνος, σκέφτεται η Βασιλική, ο ναός των σύγχρονων ευνούχων!
Μα τι συμβαίνει τέλος πάντων μ’ αυτούς τους ανθρώπους; Τι απέγιναν οι άντρες; Είναι εκεί μόνη, είναι όμορφη και με τον τρόπο της φωνάζει διαθέσιμη, αλλά κανείς δεν τολμά να την πλησιάσει. Λες να διαβάζουν στα μάτια της τον πόνο; Λες, κάπως, να τους τρομάζει; Λες... να μην ανήκει εκεί; Να μην ανήκει! Εκεί!
Θέλοντας και μη, κι αφού δεν της παρουσιάζεται και κάνα διέξοδο κάνει και πάλι βουτιά στο μέσα της. στο τότε. Στο τότε που τον γνώρισε. Θυμάται ακόμη τα πάντα με μια ανεξήγητη διαύγεια. Τα ρούχα που φορούσε, τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά, τον τρόπο που την κοιτούσε απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που την αντίκρισε. πώς πήρε αμέσως να τη γδύνει με το βλέμμα. Θυμάται το πώς ένιωσε μια έλξη ακαταμάχητη για κείνον. Θυμάται πόσο της προκάλεσαν την περιέργεια οι τρόποι του. Θυμάται πόσο τον ήθελε. εκεί, εκείνη την ώρα και για πάντα. Και θυμάται ακόμη πώς ένιωσε όταν έμαθε ότι ήταν παντρεμένος, ότι ανήκε σε κάποια άλλη. Όχι, δε λυπήθηκε, δεν απογοητεύτηκε. πείσμωσε. Πείσμωσε και είπε θα τον κάνω δικό μου. Και τον έκανε. Σιγά να μην της ξέφευγε! Ήταν... Ήταν τόσο διαφορετικός εκείνος. μύριζε άντρας. Όχι σαν κι ετούτα δω τα παιδαρέλια, τα κάθε ηλικίας και τα καθωσπρέπει, που την περιτριγυρίζουν δίχως να την πλησιάζουν.
Σηκώνει το βλέμμα απ’ το πολύχρωμο ποτό, απ’ το γκρίζο μέσα της. Προσπαθεί ν’ ακούσει τους στίχους του τραγουδιού που παίζει, αλλά είναι αδύνατο, οι φωνές των απόντων τους υπερκαλύπτουν. Θέλει να σηκωθεί να φύγει, να πάει κάπου αλλού, αλλά δε θα το κάνει. Θα μείνει εκεί και θα μεθύσει. Και μετά θα βγει έξω στο δρόμο και θα πάρει τρεκλίζοντας ένα ταξί για το σπίτι της, για τη φυλακή της. Κι εκεί θα πέσει στο κρεβάτι της ξερή, σαν το κούτσουρο που είναι. Κι ύστερα από δυο-τρεις ώρες θα ξυπνήσει διψασμένη απ’ το πιοτό, αφυδατωμένη απ’ την απουσία του. Έτσι ακριβώς θα κάνει. Έτσι ακριβώς θα γίνει.
«Ένα σφηνάκι βότκα!» διατάζει τον μπάρμαν, που στέκεται σχεδόν συνέχεια δίπλα της.
«Κερασμένο!» ακούει μια βαθιά φωνή να προστάζει από πίσω.
Γυρίζει το κορμί, στρέφει το βλέμμα. Αντικρίζει ένα ψηλό πολύ και καλοντυμένο μεσήλικα με μαύρα μαλλιά, που πήραν να γκριζάρουν, και μάτια μελισσιά που στάζουν αυτοπεποίθηση. Αυτοπεποίθηση, όχι αλαζονεία.
«Σ’ ευχαριστώ!» του λέει. Τον περιμένει να πάει να καθίσει δίπλα της, αλλά δεν το κάνει. Τον προσκαλεί με το βλέμμα. Δέχεται.
«Μου φάνηκε ότι ήθελες να είσαι μόνη, να σε αφήσουν στην ησυχία σου.»
«Αν το ήθελα αυτό δε θα ’βγαινα. Αλλά κι εδώ που ήρθα, πάλι μόνη ήμουνα. Μέχρι τώρα.»
Προσπάθησε να του χαρίσει ένα από εκείνα τα παλιά τα ζεστά της τα χαμόγελα, μα δεν τα κατάφερε, της βγήκε ψεύτικο, γι’ αυτό και το απέσυρε βιαστικά. Το έκρυψε στο σφηνάκι με τη βότκα.
«Εσύ; Μόνος;» τον ρώτησε λίγο μετά για σπάσει την αμηχανία. τη δική της αμηχανία.
«Εδώ, ναι! Στη ζωή...» Της έδειξε το καταραμένο το δαχτυλίδι.
«Και που είναι το καλύτερο ή το χειρότερο μισό σου;» κατάφερε να ρωτήσει με μια πινελιά ειρωνείας στη φωνή, κάνοντάς τον να χαμογελάσει.
«Τριγυρνά στας Ευρώπας!» απάντησ’ εκείνος μ’ ένα παλιομοδίτικο τρόπο. Κοίταξαν ο ένας -για μια στιγμή διερευνητικά- τον άλλο και ξέσπασαν σ’ ακράτητα γέλια.
«Το χρειαζόμουν αυτό!» κατάφερε να μιλήσει πρώτη εκείνη. «Πάει καιρός απ’ την τελευταία φορά που γέλασα.»
«Κι εγώ. Αλλά, τι να κάνει κανείς; Έτσι είν’ η ζωή. Μακάρι να γελούσαμε όλοι πιο πολύ κι ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος.»
«Στην υγειά σου, γεροφιλόσοφε!» αποκρίθηκ’ εκείνη τσουγκρίζοντας το ποτήρι της με το δικό του, που ήταν ως τη μέση γιομάτο με ουίσκι και πάγο.
«Και γέρος και φιλόσοφος. Δίκιο έχεις και για τα δύο. Αν κι η γυναίκα μου μάλλον μόνο με το πρώτο συμφωνεί. Αυτή χαϊδευτικά μ’ αποκαλεί, γέρο-ξεκούτη!»
Πήραν να γελάνε και πάλι. Της άρεσε! Της άρεσε πολύ, εκ πρώτης όψεως, αυτός ο άγνωστος, ο παράξενος άνθρωπος. Ίσως επειδή ήταν ο πρώτος άντρας που δέησε να την πλησιάσει, ίσως επειδή έμοιαζε κάπου να την καταλαβαίνει, ίσως κι επειδή τίποτα δε ρωτούσε, καθόλου δεν την τυραγνούσε μ’ ερωτήσεις ανούσιες, που θα της χαλούσαν τη στιγμή και θα της έκλεβαν το σχεδόν ξεχασμένο στο πέρασμα του χρόνου κέφι. Τελικά θα αποδεικνυόταν μεγάλη ετούτη η νύχτα. πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα περίμενε ποτέ η Βασιλική, και δε θα ήταν λουσμένη όπως πάντοτε, τώρα τελευταία, στη μέθη και τη θλίψη, αλλά στη μέθη και την προσδοκία.

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 10

«Δε θέλει να με βλέπει. Όχι τώρα. Όχι ακόμη. Ίσως και ποτέ. Αν με δει, λέει, αν του μιλήσω, αν προσπαθήσω να δικαιολογηθώ, δε θα αντέξει, δε θα συγκρατήσει τα νεύρα του. θα με σκοτώσει, επί τόπου...»
«Φοβάσαι, Αναστασία; Τον φοβάσαι;»
«Όχι! Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, δεν είναι φονιάς. Απλά...»
«Ναι, ξέρω, ο πόνος. Κι η κακιά η ώρα.»
«Γιατί η κακιά η ώρα να μην έρθει κάποια άλλη... ώρα; Ή, ακόμη καλύτερα, γιατί να μην έρθει ποτέ; Τουλάχιστον θα συνεχίζαμε να ζούμε όπως-όπως μέσα στο ψέμα μας. δε θα ξυπνούσαμε τόσο απότομα στον πραγματικό κόσμο.»
«Κι εσύ, κακομοίρα μου...»
«Κι εγώ τι; Τι να έκανα; Για χρόνια ολόκληρα με απατούσε. Το ήξερα. Τον ανεχόμουνα. Κάπου κιόλας τον συγχωρούσα. Αλλά, το κορμί δεν άντεχε. Δεν άντεχε άλλη μοναξιά, άλλη στειρότητα. Ήθελε να γευτεί. Πεθύμησα έναν άντρα. έναν οποιοδήποτε άντρα. Καταλαβαίνεις, Μαίρη;»
«Καταλαβαίνω, αλλά...»
«Ου, όλο αλλά και αλλά είσαι. Καλύτερα θα ’ταν να μη σου μιλούσα. Να τα κρατούσα όλα μέσα μου μέχρι να εκραγώ!»
«Μη με παρεξηγείς, Αναστασία, αδελφούλα μου. Απλά, δεν ξέρω τι να σου πω και τι παρηγοριά να σου χαρίσω. Είναι ξένια χωράφια αυτά για μένα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε ακούσω και να εκφράσω τις απορίες μου. Αν θες, θ’ ακούσω μόνο, αλλά δεν έχω καμία συμβουλή να σου δώσω. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα...»
«Εδώ που έφτασαν τα πράγματα!»
Δεν άντεχε άλλο να μένει κλεισμένη στη σιωπή και τον εαυτό της η Αναστασία, δεν άντεχε άλλο τον καθημερινό θάνατο της μοναξιάς και των ενοχών της. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον. ν’ αφήσει του είναι της τον πόνο να ξεχειλίσει απ’ τα χείλη της, να βρει ένα ώμο ν’ ακουμπήσει για ν’ αντέξει το ασήκωτο βάρος που κουβαλούσε. Φίλες πολλές και καλές δεν είχε, κι έτσι είπε ν’ ανοίξει την καρδιά της στη Μαίρη, την αδελφή της. Σε ποια άλλη θα μπορούσε να μιλήσει ειλικρινά; Σε ποια άλλη θα μπορούσε να ομολογήσει τα κρίματά της;
Αφήνουν για λίγες στιγμές το πέπλο της σιγής και της αμηχανίας να τις τυλίξει. Πρέπει να κάνουν ένα διάλειμμα, να πάρουν μια ανάσα, για να σκεφτούνε τα πράγματα καλύτερα, πιο καθαρά. Αλλά, στ’ αλήθεια η Μαίρη δεν ξέρει τι να της πει της δόλιας. Παράξενα πολύ φαντάζουν όλα αυτά που έγιναν, όλα αυτά που συμβαίνουν, στα αθώα της μάτια, στο αμάθητό της βλέμμα. Σα μια ευθεία. πάντα έτσι έβλεπε τη ζωή εκείνη. Αλλά να που, πού και πού, προκύπτουν και ανατροπές, αδιέξοδα.
«Δεν ξέρω τι να κάνω, Μαίρη. Θα σπάσω...» διέκοψε η Αναστασία τη σιωπή.
«Δε φταις μονάχα εσύ, ψυχή μου, φταίει κι εκείνος. Ίσως περισσότερο εκείνος.»
«Τι ζήτησα κι εγώ η δόλια; Λίγη αγάπη. Κι αυτός πήγε και τη χάρισε, τη χαράμισε αλλού. Πώς να μη ραγίσω;»
«Μα νόμιζα ότι περνούσατε καλά, ότι ήσασταν ευτυχισμένοι οι δυο σας.»
«Ήμασταν ευτυχισμένοι! Άλλοτε, ήμασταν. Στις αρχές-αρχές όταν τον ερωτεύτηκα, όταν μ’ αγάπησε, με είχε στ’ αλήθεια σαν πριγκίπισσα. με κανάκευε, με φρόντιζε πολύ, μου έκανε δώρα πολλά -με το τσουβάλι- αλλά σαν πέρασε ο καιρός άλλαξε. κι αντί για δώρα άρχισε να μου κάνει παράπονα και παρατηρήσεις.»
«Γι’ αυτό τον απάτησες;»
«Μα, δεν τον απάτησα εγώ πρώτη. Εκείνος με απατούσε για χρόνια κι εγώ...»
«Για εκδίκηση, λοιπόν;»
«Όχι! Όχι για εκδίκηση. Τον απάτησα επειδή δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς!»
«Και τώρα μετανιώνεις;»
«Μετανιώνω για το αποτέλεσμα. Ναι, γι’ αυτό μετανιώνω και θα μετανιώνω όσο ζω. ακόμη κι αν στο τέλος τα πράγματα πάνε καλά. Ωστόσο ποτέ δε θα απολογηθώ σε κείνον, ποτέ δε θα ζητήσω τη συγχώρεσή του. Εκείνος ήταν που έστρωσε το δρόμο για την καταστροφή.»
«Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις, Αναστασία. Μπορώ μονάχα να σου πω τι να μην κάνεις...»
«Μίλα.»
«Μην τα παρατήσεις. Μην παραιτηθείς. Κράτα για λίγο ακόμη. Το ξέρω, το νιώθω πώς δεν έχουν όλα χαθεί ακόμη.»
«Εύκολο να το λες...»
«Και δύσκολο να το κάνεις. Λες να μην το ξέρω; Ωστόσο, ζήσατε τόσα πολλά μαζί οι δυο σας, μοιραστήκατε μια ζωή. Πιστεύω ότι κάπου καλά κρυμμένο θα βρίσκεται το νήμα εκείνο που σας δένει. Κι αν...»
«Δεν είναι κρυμμένο το νήμα. έξω στο φως είναι και ψυχορραγεί. Το νήμα εκείνο είναι η ζωή είναι κι ο θάνατός μας. Σα να κρεμόμαστε αγκαλιασμένοι, αλλά από απόσταση, πάνω από ένα τεράστιο κενό. αν χωρίσουμε θα πέσουμε κι οι δυο μέσα, θ’ αφανιστούμε.»
«Βλέπεις, λοιπόν;»
«Βλέπω. Αλλά, για πες μου εσύ που όλα τα ξέρεις: Ακόμη κι αν δεν προκύψει το χειρότερο, εκείνο που τόσο φοβάμαι, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε μετά ξανά μαζί χωρίς αγάπη, δίχως εμπιστοσύνη;»
«Ο χρόνος...»
«Άσε το χρόνο. Αυτός δουλεύει για πάρτη του. Δε δίνει μία για μας.»
«Αν, λέω, αν πάνε τα πράγματα καλά, ίσως ν’ αλλάξει κάτι.»
«Δεν το νομίζω, αδελφούλα μου. Μακάρι, αλλά δεν το νομίζω. Το παιχνίδι ήταν καθαρό. τα χαρτιά δεν ήταν σημαδεμένα. παίξαμε με το διάβολο και χάσαμε!»
«Φταίτε κι οι δύο, ωστόσο, ασυγχώρητα πολύ. Φταίτε επειδή δεν εκτιμήσατε σωστά τις προτεραιότητές σας. Φταίτε γιατί ξεχάσατε τα πιο σημαντικά. Φταίτε...»
«Φταίμε, φταίμε και φταίμε. Στάχτες κι αποκαΐδια έγιναν τώρα οι διπλές ζωές μας. Θέλαμε κι οι δύο περισσότερα, και τώρα είμαστε μια ανάσα μακριά από το να χάσουμε το πολύ που είχαμε, που έχουμε ακόμη.»
«Δεν ήξερες...»
«Κανείς δεν ήξερε. Αλλά αυτό τι σημασία έχει τώρα; Ωστόσο...»
Σωπαίνει. Στα χείλη της παίρνει να ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο, αλλά όχι της χαράς. του σαρκασμού, της χλεύης.
«Ωστόσο,» συνεχίζει αμείλικτα τη σκέψη της, «δεν είναι ειρωνεία -τραγική ειρωνεία- ο ένας οργασμός να οδηγεί στη ζωή κι ο άλλος στο θάνατο;»
Τώρα, σ’ αυτό τι ν’ απαντήσει η Μαίρη; Τίποτα! Χαμηλώνει το βλέμμα. Κοιτάει χάμω, τα παπούτσια της. Κοιτάει κατάμουτρα το βούρκο μέσα στο οποίο έχει καταπέσει η ψυχή της αδελφής της. Δεν μπορεί να σηκώσει το βλέμμα και να τη δει στα μάτια δίχως θλίψη, χωρίς οίκτο. Δεν μπορεί να την αντικρίσει χωρίς να την πληγώσει με την κραυγαλέα ένοχη σιωπή της. Πρέπει να σταθεί δίπλα της. Πρέπει να της συμπαρασταθεί. Πρέπει να τη βοηθήσει να συνεχίσει να ζει, να ελπίζει, αλλά πώς; Πώς;

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 9

Μακρύς και δύσκολος κι ανηφορικός πολύ ήταν ο δρόμος που περπάτησε βήμα το βήμα, λεπτό το λεπτό, μέχρι να φτάσει ως εδώ. ώσπου να φτάσει στο κατώφλι της χαράς και να το προσπεράσει, για να κινήσει ολοταχώς για το ξωπόρτι της απώλειας. Θα ζήσω για πάντα, φώναζε κάποτε ο τρελός, μα, απ’ ό,τι φαίνεται ποτέ του δεν περίμενε ότι θα έβλεπε άλλους δίπλα του να πεθαίνουν.
Κάθεται δίπλα από ένα κρεβάτι, σε κάποιον θάλαμο αφόρητα παραμελημένου και φαινομενικά ξεχασμένου απ’ το χρόνο, νοσοκομείου. Βλέπει σωλήνες και σωληνάκια να εισβάλλουν στο στόμα και τα χέρια ενός κορμιού αγαπημένου, ένα καρδιογράφο να καταγράφει τις κινήσεις του μέσα του και ραγίζει. Θέλει ν’ αφήσει να ξεφύγει απ’ τα στήθια του μια σπαρακτική κραυγή, μια βλαστήμια, μια προσευχή-απειλή, για ν’ αδειάσει, να ξαλαφρώσει, αλλά κρατά γερά τα λουριά του εαυτού του, δεν τον αφήνει να ξεφύγει απ’ τον έλεγχο.
Σα να κρατά συντροφιά στο γέρο άρχοντα, το θάνατο, έτσι νιώθει. Η απόλυτη σιγή του χώρου τον τρομάζει, τον καθησυχάζει, τον αφυπνίζει και την αφηνιασμένη του ψυχή πολύ ταλαιπωρεί. Θέλει να πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα νικήσει η χαρά, η ζωή, αλλά δεν μπορεί. όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να δει τον κόσμο φωτεινό, το μέλλον μ’ αισιοδοξία.
Στον τοίχο βλέπει μια εικόνα του Χριστού, παλιά πολύ, από χαρτί λεπτό και ξεβαμμένο. Λες; Λες να προσευχηθεί σ’ Εκείνον για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια; Αλλά, όχι. Όχι! Αν όλα στον κόσμο Του ήταν σωστά και καθώς πρέπει καμωμένα, ποτέ δε θα συνέβαινε αυτό που του συμβαίνει, ποτέ δε θα έπεφτε στο βάραθρο, ποτέ του δε θα γνώριζε τέτοιο πόνο. Εκτός κι αν πληρώνει τις αμαρτίες του, όπως λένε κι οι παπάδες. Αλλά, αν είν’ έτσι, εκείνοι γιατί δεν πληρώνουν τις δικές τους;
Σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Περπατά όσο πιο αθόρυβα μπορεί πάνω κάτω μέσα στο θάλαμο. Αφουγκράζεται τις ανάσες των άλλων ασθενών, που λες και μετά βίας αφήνουν τα στήθια τους. Πηγαίνει στο παράθυρο, αλλά τι θέα ν’ απολαύσει; Γκρίζες πολυκατοικίες, αυτοκίνητα παρκαρισμένα -κολλημένα σχεδόν το ένα πάνω το άλλο- στα πεζοδρόμια, ένα ξερό χωράφι αφημένο στη μοίρα του, δυο-τρία δέντρα, που κατά τύχη μάλλον ξέφυγαν απ’ το τσεκούρι του πολιτισμού, και τα φώτα της νύχτας. Ψάχνει τον ουρανό, αλλά δεν τον βρίσκει. Αλλά και να τον έβρισκε, τ’ αστέρια θ’ απουσίαζαν. θα ’ταν αλλού, όπως και το φως που άλλοτε έλουζε τη ζωή του. Κάνει να κατευθυνθεί προς τα έξω, για να βρει κάποια γωνιά ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, αλλά αμέσως μετανιώνει. Δεν το κάνει η ψυχή του. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του στο κρεβάτι του πόνου μοναχό του, μόνο και μόνο επειδή θέλει να ρίξει στο πηγάδι του μέσα του λίγες ακόμη ανάσες θάνατο.
Ξεφυσάει άηχα, ενοχικά, και επιστρέφει στη θέση του. Κάθεται και παίρνει να χαϊδεύει απαλά, νωχελικά, με στοργή ανείπωτη τα μαλλιά και το πρόσωπο, την αγγελική μορφή που έχει μπροστά του. Θα γίνεις καλά, ψιθυρίζει. Θα γίνεις καλά. Καλύτερα κι από πρώτα. Αλλά, δεν ακούγεται και τόσο σίγουρος, όχι και τόσο πειστικός. ούτε ακόμη και στον εαυτό μου. Α, ρε Αντρέα! Ποιος να στο ’λεγε!
Αποτραβάει το χέρι, το αφήνει να πέσει παρατημένο στο πλευρό της καρέκλας. Χαλαρώνει το κορμί. Κλείνει τα μάτια. Δε θα κοιμηθεί, το ξέρει. Αλλά να, και μια ψευδαίσθηση ύπνου του κάνει, είναι αρκετή. για να τον κάνει για λίγο να ξεφύγει απ’ τους δαίμονές του, για να ξεχαστεί.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 8

Μεθάει όμορφα, χαριτωμένα, γαλήνια, χαμογελαστά. Και μαζί της μεθάει κι η Δανάη. Όχι για συμπαράσταση, όχι, κάθε άλλο. μεθάει επειδή το ’χει ανάγκη, επειδή -έτσι στα ξαφνικά- έμεινε κι εκείνη μόνη.
«Πώς τα καταφέραμε έτσι, Βασιλική;»
«Με μαεστρία πολλή!»
«Τουλάχιστον ο δικός σου έχει μια δικαιολογία σοβαρή, ενώ ο δικός μου... Άστα να πάνε.»
«Ακριβώς. Άστα να πάνε. Αλλά, εσύ ήσουν πιο τυχερή απ’ την αφεντιά μου, έβλεπες τα σημάδια, το περίμενες, ενώ εμένα μου ’ρθε απ’ το πουθενά...»
«Τα έβλεπα, αλλά δεν ήθελα να τα πιστέψω, Βασιλική!»
«Κι ύστερα μου λες εμένα...»
«Ναι. Δίκιο έχεις. Δάσκαλε που δίδασκες...»
«Πάντως δεν περίμενα να σε πάρει τόσο από κάτω. Όχι εσένα.»
«Α, δεν είμαι και τόσο άσκημα. Πιότερο ξαφνιασμένη είμαι και λίγο χαμένη. Είναι τα χρόνια που περνάνε. Είναι η μοναξιά που τώρα πια δεν αντέχεται.»
«Είναι και τα...»
«Ξέρεις τι θέλω να κάνω; Να χτυπήσω κάποιον. Να τον χτυπήσω τώρα, αμέσως, άγρια. Πριν μου περάσει. Πριν το ποτό με ηρεμήσει και πάλι. Θέλω...»
«Κτυπά εμένα, λοιπόν. Δε θα πονέσω. Καθόλου! Τίποτα πια δε μου προκαλεί πόνο.»
«Μη λες μαλακίες. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.»
«Φυσικά και καταλαβαίνω. Αλλά και πώς καταλαβαίνω τι έγινε; Ξαναφτιάχνουν τα πράγματα; Δεν ξαναφτιάχνουνε...»
Κάπου χαμένη στο μέσα της είναι τώρα κι η Δανάη, αντίγραφο -όχι και τόσο πιστό- της φίλης της, που μέχρι χθες παρηγορούσε. που παρηγορεί ακόμη. Η μοναξιά που την περιμένει τη φοβίζει, αλλά θα ρίξει γροθιές μαζί της, θα την πολεμήσει, δεν είναι αδύναμη σαν κι εκείνη αυτή. Θα ξαναπιάσει την πόρνη τη ζωή απ’ τα κέρατα, όσο έχει ακόμη καιρό.
Κάθεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη Βασιλική. Την παρατηρεί και την παρατηρεί. Δύο ανώμαλα προσγειωμένες ψυχές, δυο λαβωμένοι απ’ τη ζωή άγγελοι. Ψάχνει το είδωλό της στον καθρέφτη των ματιών που την κοιτάνε και βλέπει κάποια άλλη. μια ξένη, κάποια παραχαράκτη. Της αρέσει πολύ η παραμορφωμένη εικόνα που αντικρίζει μέσα εκεί. Χαμογελά.
«Ίσως όλα να έγιναν για το καλό!» λέει στην εμβρόντητη Βασιλική, που ξαφνικά νιώθει την ανάγκη να την αρπάξει απ’ το λαιμό και να την πνίξει.
«Ε, μα εσύ δεν υποφέρεσαι!» προσπαθεί να στραγγίξει μέσα απ’ τις λέξεις την οργή της. «Πριν μια στιγμή μου κλαιγόσουν και τώρα λες...» Δεν ξέρει τι άλλο να της πει. Αυτή η γυναίκα έχει μια μοναδική ικανότητα να τη φέρνει, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, στα όριά της. Εκτός κι αν...
«Δε μου λες: στ’ αλήθεια χώρισες ή μου παίζεις θέατρο;»
«Χώρισα, καλή μου, χώρισα. Απλά, όσο κι αν πονώ, δεν μπορώ να ξοδεύομαι άλλο πια σε κλαψούρες. Ο χρόνος τρέχει. Πρέπει να προλάβω...»
«Μα, έλεγες ότι τον αγαπούσες σα τη ζωή σου τον Μένιο.»
«Τον αγαπούσα σαν τη ζωή μου, όταν ήμουν μαζί του. Τώρα που με παράτησε, δεν έμεινε κάτι ν’ αγαπώ.»
«Κι έτσι απλά, θα προχωρήσεις;»
«Όχι. Όχι, έτσι απλά. Θα μαδήσω σιγά-σιγά σαν ψόφιο κοτόπουλο το δέρμα του πόνου, μέχρι να το καθαρίσω απόλυτα και μετά, όπου με βγάλει ο δρόμος. Εξάλλου αν δεν πονούσα, δε θα μεθούσα. Με ξέρεις...»
«Σε ξέρω; Δεν ξέρω!»
Πήραν να γελάνε. Να γελάνε με τα χάλια και τις προοπτικές τους, να γλεντούν ακαριαία κι αλκοολικά τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.
«Μακάρι να ’μουν σαν και σένα, Δανάη!»
«Δηλαδή, άκαρδη σκύλα, όπως με αποκαλούν οι πρώην μου;»
«Άκαρδη σκύλα, με μεγάλη ψυχή και πολλή κουράγιο.»
«Δεν είναι που έχω κουράγιο, είναι που είμαι κυνική. Δε μ’ αρέσει να κλαίω για χαμένους έρωτες. τουλάχιστον όχι για πολύ.»
«Κι εγώ που κλαίω τι κατάλαβα;»
«Έλα ντε. Τι; Ακόμη στο σκοτάδι βρίσκεσαι.»
«Πάντα εκεί. Πιστός φρουρός κι αναζητητής.»
«Αναζητητής; Μην το ψάχνεις το σκοτάδι, είναι μέσα σου.»
«Το ξέρω. Μοναχά αυτό μου ανήκει...»
Πάντα, ό,τι και να κάνουν, ό,τι και να πουν, στα ίδια και στα ίδια καταλήγουν: στα χαμηλωμένα βλέμματα, στις απειλητικές σιωπές, στις αναμνήσεις.
«Θυμάσαι, Δανάη; Θυμάσαι τι μας έλεγε εκείνη η μουρλή, η φιλόλογός μας;»
«Όχι. Τι;»
«Δεν υπάρχει λόγος να περπατάς μ’ ομπρέλα στη βροχή. Τι ζημιά να σου κάνει αυτή; Η δόλια η ζωή είναι που θα κάνει μούσκεμα τα όνειρά σου!»
«Ω, ναι, θυμάμαι. Κι εμείς την κοροϊδεύαμε. Πού να ξέραμε!»
Νιώθει παράξενα πολύ η Δανάη. Δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει. Πονάει και χαίρεται, κι ανυπομονεί, κι αγωνιά. Όλα μέσα της ένα κουβάρι. Πιότερο μοιάζει να λυπάται για τη φίλη της, παρά για τη δική της απώλεια. Ίσως ο τρόπος που αντιμετωπίζει την κατάστασή της η Βασιλική, να ελαττώνει στα μάτια της το μέγεθος του προσωπικού της μικρού δράματος. Και ίσως θα ήταν καλύτερα για την ίδια να μη βρισκόταν τώρα εκεί, μαζί της. αλλά δεν είχε που αλλού να πάει, κάποιον άλλο για να πει τον πόνο της. Είναι το ποτό ή η κουβέντα που την έκανε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να νιώσει καλύτερα; Δεν ξέρει. Δεν ενδιαφέρεται να μάθει. Το μόνο που τη νοιάζει είναι το τώρα. το γλυκά μεθυστικό τώρα. Αφήνει, επιτέλους, τα δάκρυα ρυάκια να τρέξουν απ’ τα μάτια της, να χαράξουν πικρά μονοπάτια στα μάγουλα και να βρέξουν ανακούφιση στο στήθος της. Όλα θα πάνε καλά, σκέφτεται, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορεί να χαμογελάσει. Όλα θα πάνε καλά, επειδή έτσι πρέπει. Επειδή η ίδια θα τα κάνει να πάνε. Για την ίδια. Για τη φίλη της δεν ξέρει. Γι’ αυτή δεν μπορεί να μιλήσει. Το μόνο που μπορεί είναι να την αγκαλιάσει σφικτά και να ρουφήξει, για μια ακόμη φορά, τις αφόρητες μυρουδιές απ’ το μεθυσμένο χνώτο της, που μάλλον τώρα δε θα διαφέρει και πολύ απ’ το δικό της.

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 7

«Δεν κρύβομαι στο σκοτάδι, στο φως κρύβομαι. Για να με βλέπω!»
Στο φως κρύβεται, επειδή το φοβάται το σκοτάδι. Φοβάται τις σκέψεις που φέρνει μαζί του, τις ενοχές που στοιχειώνουν το είναι της με την άφιξή του.
Όλα λάθος τα έκανε στη ζωή της. Όλα! Ερωτεύτηκε πολύ νέα, παντρεύτηκε πολύ νέα, απογοητεύτηκε πολύ νέα, τα έκανε όλα σκατά πολύ νέα. Μα, αυτό το λάθος της, το τελευταίο, το τραγικό, αυτό είναι που πάντα θα την κυνηγάει, αυτό είναι που δε θα την αφήσει στιγμή να ησυχάσει και να κάνει εκεχειρία με το μέσα της, με το δόλιο της τον εαυτό, αυτόν που την πρόδωσε. Εκτός κι αν γίνει το θαύμα. Το θαύμα! Κατάντησε μοιρολατρία! Ακούς εκεί, το θαύμα. Αυτά συμβαίνουνε μόνο στα παραμύθια. Τον χάνει, τον έχασε, και το μυαλό της το χάνει, όλ’ τ’ άλλα είναι ιστορίες για αγρίους. Ωστόσο... Ωστόσο, δε θέλει να το λέει, αλλά κάπου μέσα της ελπίζει. Για τι ακριβώς, δεν ξέρει. Ή, μάλλον ξέρει. Το μόνο που δεν έχει από κάπου να πιαστεί, κάπου να στηρίξει αυτή την ελπίδα. Είναι μόνη. Απόλυτα, αφόρητα μόνη. Σε ποιον κουφό της ζωής να μιλήσει; Σε ποιο απομεινάρι της αντίληψης να εξομολογηθεί το κρίμα και τον πόνο της;
Παρατηρεί τις σκιές των δέντρων να κινούνται ρυθμικά και να χαρίζουν ζωή στα γκρίζα χρώματα της απέναντι πολυκατοικίας. Σκιές είμεθα σκιών, θυμάται το στίχο και προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά μάταια. Σκέφτεται. Σκέφτεται την τροπή που πήραν τα πράγματα, πώς όλα ανατράπηκαν. Ένα μικρό παραστράτημα, ένα στιγμιαίο ολίσθημα. τίποτ’ άλλο δε χρειάστηκε για να καταρρεύσει με πάταγο ο χάρτινος πύργος της κοινής τους ζωής, της ψευδαίσθησης ευτυχίας που ζούσαν. Σα μια οδοντογλυφίδα, που έσπασε στη μέση, έτσι παρομοιάζει τη ζωή τους. σα μια ευθεία που απότομα κόπηκε, και απ’ το κέντρο της αναδύθηκε η άβυσσος.
Όσο για κείνον; Τα έμαθε. Τα έμαθε τα νέα του. Κατέρρευσε. Έγινε... Χώμα έγινε. Πληγή αγιάτρευτη. Είναι κλεισμένος μέρα νύχτα στο δωμάτιο ενός άθλιου φτηνού ξενοδοχείου κοντά στο κέντρο και τα κοπανάει. Γίνεται ολημερίς λιώμα για να μην αντικρίσει κατάματα την αλήθεια και γίνει... Τι άλλο να γίνει; Ό,τι ήτανε να γίνει έγινε!
Τι να πει κανείς; Τι; Αλλιώς τα περίμενε όλα, αλλιώς της ήρθανε. Ωστόσο, δεν ήξερε. Δεν ήξερε καλύτερα. Τίποτα δεν ήξερε τότε. Όλα καλά καμωμένα ήτανε – μέχρι που τον γνώρισα, μέχρι που με γνώρισε, σκέφτεται. Μα, κάνει λάθος. Τίποτα στη ζωή δεν είναι καλά καμωμένο. Ή εμείς, μετά από πολλούς κόπους και βάσανα το κάνουμε έτσι, ή αυτό μας οδηγεί στα δικά του μονοπάτια, εκείνα που απευχόμαστε, μα όλο και πιο πρόθυμα κυνηγάμε.
Φεύγει απ’ το παράθυρο. Πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο. Ξαπλώνει στο κρεβάτι χωρίς να γδυθεί, αφού θέλει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμη. έτοιμη για να πάρει εκείνη την κλήση που ελπίζει και φοβάται. έτοιμη για να τρέξει προς τη σωτηρία ή την καταδίκη της. Παλιά για να κοιμηθεί έβαζε ωτοασπίδες, αλλά δεν το κάνει πια. Όχι μόνο επειδή υπάρχει κίνδυνος να χάσει εκείνη την ευλογημένη ή καταραμένη κλήση, αλλά και γιατί αν έκλεινε τ’ αυτιά -ήταν σίγουρη γι’ αυτό- θα άκουγε πιο εκκωφαντικά τις δόλιες σκέψεις της.
Κουλουριάζεται πάνω από τα στρώματα, στη στάση του εμβρύου, αγκαλιά μ’ ένα μαξιλάρι και προσπαθεί να κλείσει τα μάτια της όσο πιο δυνατά μπορεί, να τ’ αποκλείσει απ’ το φως που τη λυτρώνει και την απειλεί. Μα, δεν κοιμάται. Όχι ακόμη. Όχι μέχρι να εξαντληθεί τελείως και ν’ αφεθεί σ’ ένα ύπνο παράξενο, παραληρηματικό – στον οποίο όλες οι αισθήσεις της, εσωτερικές κι εξωτερικές, θα μοιάζουν σε συνεχή επαγρύπνηση. σ’ ένα ύπνο κατευναστικό κι αγωνιώδη.

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 6

Κοιτά μια παλιά, αλλά σε άριστη κατάσταση, φωτογραφία της και θυμάται τα παλιά. τότε που τη γνώρισε. τότε που ήταν κάποια άλλη, και ήταν κάποιος άλλος. Όχι, δεν μπορεί να τη βλέπει από κοντά, όχι πια. Τουλάχιστον, όχι ακόμη. Όχι, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Όχι, μέχρι ν’ αποφασιστεί τελεσίδικα αν η ζωή τους όλη θα γκρεμιστεί και θα γίνει συντρίμια. συντρίμια από αναμνήσεις.
Κοιτά, λοιπόν, τη φωτογραφία της κι αναπολεί. Αναπολεί τις πρώτες εκείνες ημέρες, τις καλές, τις όμορφες. Τότε που όλα στα μάτια τους φάνταζαν ιδανικά, η ζωή ένα όνειρο. Ω, πόσο έντονα ζούσαν τότε! Πόσο άχρωμα μετά! Τότε του έδινε χαρά, του χάριζ’ απόλαυση. κι ύστερα, άρχισε να του δίνει το λογαριασμό και να του ζητάει και τα ρέστα, να του χαρίζει απόγνωση. Της ζωής η μεγάλη ειρωνεία.
Την είχε αγαπήσει, πολύ. Και θα την αγαπούσε ακόμη. Αν δεν έκανε εκείνο το λάθος, το μοιραίο, που έφερε τα πάνω κάτω, που έκανε... που έκανε... που τον έκανε σκληρό, κακό. Αλλά, όχι. Όχι, δεν ήταν κακός, κακότροπος ήταν. Η κακιά η ώρα. εκείνη φταίει για όλα. Εκείνη, κι εκείνη. Κι εκείνη που τον πότισε φαρμάκι. Όχι, πώς δεν έφταιξε κι ο ίδιος, ουδείς αναμάρτητος, έφταιξε, αλλά να, γι’ αυτό που συνέβηκε δε φέρει καμία ευθύνη. Ή, ίσως και να φέρει, αφού δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν εκεί που ήταν η θέση του, εκεί που ανήκε, γι’ αυτό κι έγινε το κακό.
Κοιτά τη φωτογραφία της, που είναι ασπρόμαυρη, όπως πάντα της άρεσε. και του άρεσε. Προφίλ. Χαϊδεύει με τα σκληρά του δάχτυλα το λευκό του προσώπου της, το μαύρο των μαλλιών της, προσπαθεί να πιάσει την αχτίδα του ήλιου που ξεφεύγει μέσα από τις μπούκλες της, να της βγάλει απ’ τ’ αυτί το σκουλαρίκι κρίκο. Τόσο όμορφη! Και την έχασε. Και την άφησε να χαθεί. Γιατί;
Η αλήθεια είναι ότι δεν του αρέσει να αναλύει τα πράματα, να τα πολυζορίζει, θέλει να παίρνει τη ζωή όπως του έρχεται, αλλά... Μετά απ’ αυτό που συνέβηκε όλα άλλαξαν. κρέμονται όλα πλέον από μια λεπτή κλωστή, διάφανη, που από στιγμή σε στιγμή μπορεί να σπάσει.
Το ξέρει! Το ξέρει πώς το καθήκον του τον καλεί, πώς αυτή την ώρα, την πιο δύσκολη, θα έπρεπε να είναι εκεί, δίπλα της, να της κρατάει το χέρι, να την παρηγορεί, να της λέει ότι όλα θα πάνε καλά και να παίρνει κι ο ίδιος θάρρος απ’ τα λόγια του, αλλά, απλά, δεν μπορεί. Θα την σκότωνε τώρα αν την έβλεπε μπροστά του. θα την σκότωνε κι ας την αγαπούσε κάποτε τόσο.
Αν μπορούσε να μαντέψει, αν ήξερε τι θα συνέβαινε, όλα θα τα ’κανε αλλιώς. όλα τα λάθη του θα τα ’κανε σωστά – αν μπορούσε. Αλλά, τώρα είναι πια πολύ αργά για αν και ενοχές. Τώρα μονάχα με το αχ των αναμνήσεων και του τραγικού του σήμερα τις σκληρές αλήθειες μπορεί να πορευτεί.
Πέρασαν καλά, πέρασαν κι άσχημα. Έφτασαν στα τραγικά. Ωστόσο, το χθες δεν το ξεχνάει. τίποτα δε σβήνει, όλα τα θυμάται. Θυμάται που όταν έβγαιναν για ποτό εκείνος πλάκωνε τα ούζα και τα κονιάκ, ενώ εκείνη έπινε καρπούζι μ’ επιπλέον χρώμα, όπως αποκαλούσε τα κοκτέιλ της. Θυμάται μια φορά που του έβαλε σκόπιμα ζάχαρη στον καφέ -αν και πάντα τον έπινε σκέτο- για να δει την αντίδρασή του κι εκείνος τον ήπιε χωρίς καμία έκπληξη, δίχως κανένα παράπονο, μόνο και μόνο για να της πει μετά ότι: Τι να μου κάνει η ζάχαρη; Το πιο γλυκό κομμάτι στη ζωή μου είσ’ εσύ. Και θυμάται και μια μέρα μοναδική -τη θυμάται και γλυκά, πλατιά, πονεμένα χαμογελά- που καθώς περπατούσαν στο δρόμο έπιασε ξαφνικά βροχή, κι εκείνος αντί να τρέξει να κρυφτεί, κάθισε εκεί, στη μέση του πεζοδρομίου και κάλεσε κι εκείνη να κάνει το ίδιο. για να δεις γυναίκα τι ωραία μας κατουράει ο θεός, της είπε. Ακόμη μπορεί να δει, ν’ ακούσει το γέλιο της. Αλλά, όλ’ αυτά ήταν χθες. Τα γέλια κι οι χαρές έχουν σβήσει, κι οι μοίρες κλώθουν της κουρελιασμένης τους ζωής τα νέα νήματα. Δεν ξέρει πια τι να περιμένει. μια μικρή χαρά ή πολλές ακόμη μεγάλες λύπες. Ίσως να φτιάξουν κάπως τα πράγματα. Ίσως! Μα, οι πληγές, το ξέρει, είναι μεγάλες και θα συνεχίσουν για πολλή καιρό ακόμη να ’ν’ ανοικτές και να αιμορραγούν. Ό,τι γράφτηκε δύσκολα θα ξεγραφτεί.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 5

«Σαν κουνούπι, που σου πίνει σιγά-σιγά, γουλιά-γουλιά το αίμα είν’ ο χρόνος...»
«Σαν κουνούπι!»
Κάθονται η Βασιλική και η Δανάη, κάθονται και πάλι και συζητάνε, και της ζωής τα καμώματα τα φιλοσοφούνε. Ο ήλιος σήμερα λάμπει αφόρητα, λες και θέλει να τους φωνάξει το ζήτω της ύπαρξης, αλλά αυτές κλεισμένες στη βιτρίνα μιας κεντρικής και πολύ μοδάτης καφετέριας δε μοιάζουν ν’ ακούνε το κάλεσμά του. Παρατηρούνε μόνο πού και πού τους περαστικούς, προσπαθούνε ν’ ανακαλύψουν και σ’ αυτούς, τους εμφανώς ανυποψίαστους, τα σημάδια του πόνου, της δυστυχίας.
«Τελικά, κανείς δεν είναι καλά, Δανάη!»
«Μην προβάλλεις τη θλίψη σου στους άλλους, καλή μου. Όλα είναι σχετικά...»
«...και άσχετα.»
«Και άσχετα!»
Κοιτά προσεχτικά τη φίλη της. Όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο ραγισμένη της φαίνεται η Βασιλική. Λες κι έχει χάσει τη θέλησή της για ζωή. Κι όμως, ακόμη είναι νέα κι όμορφη πολύ. Τη νιώθει. Νιώθει το σαράκι που της τρώει σάρκα και ψυχή. Τη νιώθει, αλλά δεν την καταλαβαίνει. Καθόλου! Ή, μάλλον, σχεδόν καθόλου. Δεν καταλαβαίνει πια το κόλλημά της μ’ αυτόν τον άνθρωπο. τον Αντρέα. Εντάξει, είναι ελκυστικός, καταφερτζής, πολύ καλός με τα λόγια, αλλά... Αλλά, πρέπει να τον ξεχάσει.
«Μη φοβάσαι,» μου έλεγε, «τίποτα δε θα πάει καλά!» και γελούσε. «Ήταν προφήτης, μα δεν τον ήξερε,» τη βγάζει εκείνη απ’ τις σκέψεις της.
«Κι εσύ το ήξερες ότι κάποτε θα ερχόταν το τέλος, αλλά δεν ήθελες να το παραδεχτείς.»
«Δε μου αρέσει να μαντεύω δεινά. Προτιμώ να τα ζω από πρώτο χέρι.»
«Μα, τόσο σε μισείς πια;»
«Δεν είναι ότι με μισώ, Δανάη. Είναι ότι απλά... απλά, άλλοτε δούλευα σκληρά για να ζήσω, τώρα για να πεθάνω.»
«Για έναν άντρα;»
«Για μένα.»
«Για να σωθείς απ’ τον εαυτό σου.»
«Για να σώσω τους άλλους από μένα.»
«Είσαι υπέροχο πλάσμα, Βασιλική, γιατί δεν ανοίγεις επιτέλους τα μάτια για να το δεις, όπως το βλέπουν οι άλλοι, για να το παραδεχτείς;»
«Μα, θαρρώ, ετούτη είναι η πρώτη στ’ αλήθεια φορά που έχω τα μάτια ορθάνοιχτα, τα μέσα και τα έξω. Τώρα τα βλέπω όλα. Τώρα βλέπω την αλήθεια.»
«Και ποια αλήθεια είν’ αυτή, παρακαλώ;»
«Ότι το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω τώρα πια είναι να μην ελπίζω...»
«Α, εδώ θα τα χαλάσουμε. Αλλιώς μου τα ’λεγες παλιά.»
«Οι άνθρωποι αλλάζουν.»
«Δεν είναι οι άνθρωποι που αλλάζουν, είναι οι καταστάσεις. Οι άνθρωποι απλά, λίγο ή πολύ, προσαρμόζονται.»
«Ε, λοιπόν, εγώ δεν μπορώ να προσαρμοστώ.»
«Δεν προσπαθείς καν. Το πήρες απόφαση ότι θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μες στη δυστυχία και άντε να σου βγάλει κανείς αυτή την ιδέα απ’ το μυαλό...»
«Δεν καταλαβαίνεις...»
«Καταλαβαίνω. Και πολύ καλά μάλιστα. Και μου φαίνεται ότι σου αρέσει πολύ ετούτο το βούρκο της αυτολύπησης, όπου έχεις βουλιάξει. Την έχεις δει, ξαφνικά, μοιραία γυναίκα. Για...»
«Το πώς την έχω δει, το τι κάνω και τι σκέφτομαι, δε σε αφορά. Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω στη ζωή μου...»
«Μα, ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Το πρόβλημα δεν είναι το τι κάνεις ή δεν κάνεις στην ζωή σου. Το πρόβλημα είναι ότι δεν κάνεις απολύτως τίποτα,» ύψωσε τη φωνή της λογικής, η απηυδισμένη Δανάη.
Η Βασιλική δεν απαντάει. Σκύβει μονάχα το κεφάλι και παίρνει να παρατηρεί τις γραμμές των χεριών της, τα οδοντοφαγωμένα της νύχια. Τα δάκρυα προσπαθούν να βρουν την έξοδο για τους καλά χαραγμένους δρόμους του προσώπου της, αλλά τα εμποδίζει πεισματικά. Δεν της αρέσει να κλαίει μπροστά σε ξένους ανθρώπους, κι ας γίνεται θέαμα συζητώντας μεγαλόφωνα τα προβλήματά της.
Νιώθει ένα χέρι ν’ αγγίζει το αριστερό δικό της, να το πιάνει, να το σφίγγει με ζεστασιά, με αγάπη. Σηκώνει το βλέμμα για ν’ αντικρίσει εκείνο, το επίσης λυπημένο μα καθόλου παραδομένο, της Δανάης.
«Κράτα. Κράτα γερά και θα το ξεπεράσεις κι αυτό,» της ψιθυρίζει η φίλη της.
Θα το ξεπεράσει; Πώς; Αφού από τη ζωή της έχουν εξαφανιστεί όλες οι χαρές, έχουν χαθεί όλα τα χρώματα. Πάντα είναι λυπημένη, πάντα αναστατωμένη, το μέσα της μια τρικυμία μεγάλη, η καρδιά της μια βαρυσυννεφιά, η ψυχή της το θανατερό τρίγωνο των Βερμούδων. Τώρα πια, καθημερινά, παίρνει χάπια για να κοιμηθεί, πίνει αλκοόλ για να ηρεμήσει. χάπια και αλκοόλ για να ξεχάσει και να ξεχαστεί.
«Έχω γίνει άπιστος Θωμάς, Δανάη. Βλέπω τη ζωή, τη μυρίζω, την αγγίζω, μα την απαρνιέμαι.»
«Η σωτηρία ποτέ δεν είναι μακριά...»
«Μα, ούτε και κοντά είναι...»
«Δεν την ψάχνεις.»
«Για να μην απογοητευτώ σαν δεν την βρω!»
Σκοτάδι! Ένα τεράστιο πέπλο ψυχικού σκότους καλύπτει και τις δυο τους. Η μια προσπαθεί να το σηκώσει, κι η άλλη γαντζώνεται πεισματικά απ’ αυτό, φοβάται μην την πληγώσει το φως.
Ήταν από πάντοτε φίλες η Δανάη με τη Βασιλική, αλλά πρώτη φορά της οδηγήσε της κοινής τους ζωής ο δρόμος σ’ ένα τέτοιο, αδιέξοδο σταυροδρόμι. Θα κρατήσει η φιλία τους, θ’ αντέξει τους κραδασμούς, ή θα διαλυθεί κι αυτή σαν ένα σύννεφο στο ορμητικό πέρασμα του αγέρα των καιρών.
«Για ό,τι χρειαστείς είμ’ εδώ, Βασιλική!»
«Το ξέρω. Το μόνο που δεν μπορείς να μου τον φέρεις πίσω.»
«Κανείς δεν μπορεί. Μόνο ο ίδιος. Και είμαι σίγουρη ότι αυτή την ώρα υποφέρει πιότερο απ’ τον καθένα.»
«Ναι, ναι, υποφέρει. Σίγουρα. Αλλά, αυτό δεν κάνει τον πόνο μου ελαφρύτερο, την απουσία του λιγότερο οδυνηρή.»
«Δε χάθηκαν όλα ακόμη.»
«Έχεις δίκιο, δε χάθηκαν. Αλλά... Αλλά, απλά νιώθω... Προαισθάνομαι... Ω, δεν ξέρω τι νιώθω. Κατασκευάζω τα προαισθήματά μου και τα ντύνω στα μαύρα. Τρελάθηκα, κι έχω βαλθεί να τρελάνω κι όλους γύρω μου. Πάμε να φύγουμε.»
Σηκώνεται απότομα κι αποφασιστικά απ’ τη φτιαγμένη από μπαμπού καρέκλα της, πηγαίνει στο ταμείο, πληρώνει το λογαριασμό και βγαίνει φουριόζα στους δρόμους της πόλης, με τη φίλη της να την ακολουθεί κατά πόδας. να τρέχει ξοπίσω της, με σώμα και ψυχή, προσπαθώντας ν’ ανακόψει τη φρενήρη πορεία της προς -ποιος ξέρει;- ίσως μια κάποια άλλη πτώση.

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 4

Νιώθει σα μια ύπαρξη σε χωράφια ξένα. Με κλεμμένο νερό και φροντίδες δανεικές επιβιώνει. έτσι ζει. Ο Αντρέας όλο και πιο πολύ φεύγει, όλο και πιο πολύ απομακρύνεται από κείνη, όλο και την αφήνει. Γιατί; Σε τι του έφταιξε; Για τόσα χρόνια δεν ήταν όλα μεταξύ τους καλά καμωμένα;
Δεν ξέρει τι να σκεφτεί, σε ποιον να μιλήσει. Θυμάται τα παλιά. πιάνεται σα σε αγκίστρι σωτηρίας απ’ τις αναμνήσεις της. Πάει καιρός πολύς από τότε. Από τότε που τον πρωτοείδε, που την πρωτοαντίκρισε. Από τότε που την ακολουθούσε παντού και πάντα, νύχτα και μέρα, λες και μυριζόταν τον αγέρα, σαν σκυλί, σαν ένα καλό λαγωνικό.
Τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν η κορμοστασιά του, ήταν τα μάτια του τα παιχνιδιάρικα, ήταν τα λόγια του που την έκαναν να νιώθει τόσο όμορφη, τόσο ξεχωριστή. Ο χρόνος που γρήγορα πέρασε, τα γεγονότα που τραγικά μεσολάβησαν, αυτά τα χάλασαν όλα. Κάποτε κάνανε όνειρα μαζί, τώρα κάνουν συμβιβασμούς με τους άλλους, σκέφτεται και πικρά δακρύζει. Αλλά, δεν φταίει αυτός που άλλαξε η κατάσταση. η κατάσταση φταίει που άλλαξ’ αυτός!
Κάθεται στο σαλόνι μ’ όλα τα φώτα του σπιτιού αναμμένα. Λες και θέλει μ’ αυτά να ξορκίσει της ζωής της τους ζωντανούς εφιάλτες. Την αγκαλιάζει από παντού, την πνίγει μέσα της η σιωπή, της κλέβει λεπτό το λεπτό, όλο και περισσότερες ανάσες. Οι μαύροι κύκλοι του κλάματος και της αγρύπνιας βαθαίνουν όλο και πιο πολύ γύρω από τα μεγάλα της μάτια.
Η ζωή της όλη μοιάζει να έχει φτάσει πια σ’ ένα τελειωτικό αδιέξοδο, απ’ όπου δεν μπορεί να διακρίνει καμία έξοδο κινδύνου, ούτε μία αχτίδα φωτός. Ο ήλιος φέγγει αλλού και: «Το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να ελπίζω!» σκέφτεται. Να ελπίζει. Όταν όλοι και όλα της φωνάζουν ότι η ελπίδα πέθανε, πώς το παιχνίδι χάθηκε.
Σηκώνεται με κόπο απ’ το χαλί – όπου εγκαταλείπει το κορμί της σωριασμένο όλη νύχτα, κάθε νύχτα. Όλες οι αρθρώσεις της μοιάζουν πιασμένες, σα να έχουν αποκοιμηθεί. Τεντώνεται λίγο και στριφογυρίζει τα χέρια της, προσπαθεί να αναγκάσει τα πόδια της που μυρμηγκιάζουν να κάνουν ένα βήμα, κι άλλο ένα. Σέρνει τη μαραμένη της ύπαρξη προς τον καθρέφτη. Με μια μεγάλη προσπάθεια χαμογελά στο είδωλό της, που μοιάζει σαν ένα ερείπιο, ένα απομεινάρι του παλιού της εαυτού, κι εκείνο άκαρδα, σαρκαστικά, πιότερο ραγίζει. Θυμάται κάτι που διάβασε παλιά σ’ ένα ποίημα και αρχίζει να γελά δυνατά, νευρικά, ανεπίκαιρα. «Κοιμήθηκα φεγγαράδα και ξύπνησα νεφικό!» έλεγε ο στίχος, κι η ειρωνεία του την κτύπησε κατακέφαλα, την έκανε ξαφνικά να φλερτάρει με την πραγματική παράκρουση. «Για δες,» σκέφτεται πικρά και πιότερο γελά. «Για δες» σκέφτεται γλυκά κι όλο και πιο σπαρακτικά κλαίει.
«Αν ήταν εκείνος εδώ, όλα θα ήταν αλλιώς,» είναι σίγουρη γι’ αυτό. Αλλά, δεν είναι. Δεν μπορεί να είναι πια, λέει. Πέρασαν μαζί τόσα και τόσα. γιατί τώρα, στην πιο δύσκολή της ώρα, αποφάσισε να την εγκαταλείψει;
«Θα φύγω για λίγο,» της είπε. «Για λίγο μονάχα,» έλεγε αυτός, «Για πάντα,» φώναζαν τα μάτια του. Ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει γιατί το έκανε; Ίσως να μην ήταν τόσο δυνατός όσο φάνταζε στα μάτια της. Ίσως να ήταν κι αυτός ένα δειλό ανθρωπάκι όπως όλα τ’ άλλα. Τον αγαπούσε όμως. τυφλά, με αφοσίωση. Τον μισούσε, με την ψυχή της όλη. Τον ήθελε κοντά της. Κι ας ήταν δειλός. Τον χρειαζόταν, κι ας ήταν κάποιος άλλος. Τον αγαπούσε. Τον μισούσε. Τον...
Νιώθει τις λειψές της δυνάμεις να την εγκαταλείπουν και πάλι. Αφήνει το σαρκίο της να καταρρεύσει και να πέσει μ’ ένα γδούπο στο πάτωμα. Ίσως μπορέσει να κοιμηθεί τώρα και να ονειρευτεί. Να ονειρευτεί την ελπίδα.
Έξω ξημερώνει, μέσα πέφτει το σκοτάδι.

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 3

«Με ρωτάς τι έπαθα και κόλλησα μαζί της. Τι να σου πω; Δεν ξέρω. Ένα μόνο ξέρω και αν σου το πω θα γελάσεις. Να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό!»
«Για λέγε.»
«Ξέρεις ποιο ήταν το πρώτο δώρο που μου έκανε;»
«Ξέρω ’γω; Καμιά γραβάτα;»
«Ένα κουτί με προφυλακτικά: Για τις νύχτες ηδονής που σε περιμένουν, μου είπε.»
Πήραν κι οι δυο να γελάνε. Να γελάνε και να πνίγονται, απ’ τον καπνό των τσιγάρων τους και το πιοτό.
«Καλή!» επικρότησε ο Γιώργος.
«Πολύ καλή!» σιγόνταρε ο Αντρέας. «Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. πώς αφήνεις, πώς παρατάς μια τέτοια γυναίκα;»
«Καλά μωρέ, υπάρχουν κι άλλες γυναίκες στον κόσμο. Όλο και κάποια θα βρεθεί και για σένα.»
«Δε θέλω άλλες, ρε φίλε, εκείνη θέλω. Αλλά, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, πρέπει να χωρίσουμε, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.»
«Ό,τι κι αν σου πω θα ’ναι λόγια του αέρα, το ξέρω. Κάνε ό,τι νομίζεις.»
«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Αλλά αυτό είναι που με σκοτώνει κιόλας.»
«Τόσο πολύ την αγαπάς, λοιπόν;»
«Δεν είναι αγάπη, ρε Γιώργο, είναι χημεία, είναι κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, κάτι πιο μεγάλο. Μόλις τη βλέπω το κορμί μου παίρνει φωτιά, θέλει να την αγκαλιάσει με ορμή, να μπει μέσα της για να καταλαγιάσει ο πόθος, να σβήσει η φωτιά. Ω, δεν ξέρω τι μου γίνεται. Τώρα στα γεράματα μ’ έπιασε να λέω ποιητηκούρες...»
«Πλάκα έχεις, φίλε μου, μα δε μας πήραν και τα χρόνια. Σε καταλαβαίνω, ωστόσο. Μου έτυχε κι εμένα μια φορά αυτό που λες, και τα ’χασα ολότελα, δεν ήξερα ποιος ήμουνα και που πήγαινα. Μα, δεν κράτησε. Ευτυχώς; Δυστυχώς; Δεν ξέρω.»
«Οι γυναίκες!» αναστέναξε ο Αντρέας.
«Στις γυναίκες!» σήκωσε το ποτήρι του σε πρόποση ο Γιώργος.
Μένουν για λίγο σιωπηλοί. Παρατηρούν τους άλλους θαμώνες στο καφενείο, που δε μοιάζει να τους σκιάζει σκοτούρα καμιά. Τους ζηλεύουν λίγο. η αλήθεια να λέγεται. Αρχίζουν και πάλι να μιλάνε.
«Πόσα χρόνια είσαστε μαζί;»
«Πέντε, θαρρώ.»
«Καυγάδες;»
«Ου, αμέτρητοι. Αλλά, γι’ αυτό μ’ αρέσει. Επειδή μ’ αυτή μπορώ να τσακώνομαι άγρια, να βγάζω τα απωθημένα μου. Αν δεν ήτανε αυτή που είναι, τόσο οργισμένη, τόσο αλανιάρα, δε θα ήθελα να την έχω. Δεν είναι δα κι η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο. Ωστόσο, ίσως να είναι η πιο ειλικρινής. Έτσι και πει κι ανοίξει το στόμα της, όλοι τρέχουνε για να κρυφτούν.»
«Ακόμη και τώρα;»
«Τώρα; Τώρα άλλαξε. Σα να μαλάκωσε κάπου, σα να ράγισε. Και φταίω εγώ γι’ αυτό. Αλλά, φταίει κι εκείνη. Της είπα ποιος είμαι απ’ την αρχή. Της είπα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Τι αγαπώ πιότερο στον κόσμο. Της τα είπα όλα και τάχατες τα κατάλαβε, τάχατες δεν είχε κανένα πρόβλημα μ’ αυτό, όμως τώρα...»
«Έχει και τα δίκια της.»
«Τα έχει δε λέω, αλλά...»
«Μη μιλήσεις. Ξέρω, ρε συ. Άσε να δούμε τι θα φέρει ο χρόνος. Ίσως τα πράγματα γίνουν καλύτερα.»
«Ελπίζω αλλά φοβάμαι, Γιώργο. Θυμάσαι; Θυμάσαι τότε που ήμασταν στην εφηβεία. Όλο να κοιτάμε μπροστά. όλο αυτό μας έλεγαν. Μα τώρα, ούτε μπροστά, μήτε πίσω δεν τολμάω να κοιτάξω. Εδώ και πολλή καιρό δεν περιμένω πια τον ήλιο, αλλά μονάχα περισσότερη βροχή.»
«Ίσως να βρέξει και να ξεπλύνει τα κακώς έχοντα...»
«Μαλακίες. Ακούς εκεί, τα κακώς έχοντα! Αφού κι εκείνα εγώ, εμείς τα δημιουργήσαμε ρε. λες να νοιαστεί ξαφνικά για μας ο καλός θεούλης και να τρέξει να μας βοηθήσει;»
«Ποτέ δεν ξέρεις!»
«Δεν ξέρω, δεν προσεύχομαι, δεν ελπίζω. Σ’ αυτά τα βρώμικα νερά θα κολυμπήσουμε εγώ κι εκείνη, μοναχοί.»
«Άντε, γεια μας. Και καλή καρδιά...»
«Γεια μας!»

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 2

«Δεν πας καλά, Βασιλική...»
«Λες να μην το ξέρω!»
«Ε, τότε γιατί δεν κάνεις κάτι γι’ αυτό;»
«Να κάνω τι; Όλη μέρα κι όλη νύχτα αυτό σκέφτομαι, αλλά απάντηση δε βρίσκω. Να κάνω τι;»
«Να πας να τον βρεις, τώρα που σε χρειάζεται.»
«Μα δε με θέλει εκεί, δε με θέλει κοντά του. Δεν καταλαβαίνεις, Δανάη. Δεν καταλαβαίνεις...»
«Ε, τότε βρες κάτι άλλο να κάνεις, κάτι για να κρατήσεις το μυαλό σου απασχολημένο. Για να μη σε τυραννάνε συνεχώς οι σκέψεις σου.»
«Δεν μπορώ. Απλά, δεν μπορώ!»
Μένουν για λίγο σιωπηλές οι δυο φιλενάδες. Κοιτά η μια την άλλη με τα βλέμματα της θλίψης, λίγο ενοχικά, λίγο ραγισμένα. Έχουν μεγαλώσει πια, ασυγχώρητα, κι οι δυο τους. Δεν τους μένει πλέον καιρός για νέες ευκαιρίες, νέα πειράματα. Πρέπει να συνεχίσουν να ζουν τη ζωή όπως τους έλαχε, με τα σωστά της και τα λάθη της. Επιλογή άλλη καμία.
Παρατηρεί έντονα τη Βασιλική η Δανάη, βλέπει καθαρά το μέσα της που παλεύει και παραδίδεται. Μοιάζει να έχει πια πάρει για τα καλά το δρόμο εκείνο τον γνωστό, τον πολυταξιδεμένο, το δίχως επιστροφή. Πίνει και καπνίζει και πίνει. Λίγο τρώει, πολύ μιλά, πολύ σιωπά. Όλο τα ίδια και τα ίδια λέει. Για τον άντρα της. Για τον άντρα που ποτέ δεν ήταν, που ποτέ δεν έγινε άντρας της. τουλάχιστον όχι επίσημα. Πρέπει να τη βοηθήσει, θέλει να τη βοηθήσει, αλλά πώς; Αφού από λόγια και παρηγοριές δεν παίρνει χαμπάρι αυτή!
«Πίνεις πολύ, ρε συ...» τολμά να της πει.
«Χα! Κι εσύ που δεν πίνεις, τι κατάλαβες;» απαντά ετοιμόλογα εκείνη.
Τι κατάλαβε; Στ’ αλήθεια τι; Κι εκείνη στον ίδιο βόθρο ζει, κι εκείνη στα ίδια σκατά παραδέρνει. Το μόνο που -αυτή, η τυχερή- δε νιώθει τόσο έντονα τον πόνο, το μόνο που δεν ξεχειλίζει από πίκρα, όπως η φιλενάδα της.
Σηκώνεται απ’ την πολυθρόνα και πλησιάζει τη Βασιλική, καθώς εκείνη ρουφάει μ’ ένα ανεπίτρεπτο πάθος, αλλά δίχως καμιά εμφανή ευχαρίστηση, την τελευταία γουλιά απ’ το ουίσκι της. Η φύση έξω σκοτεινιάζει, οι σιωπές θα γίνουν τώρα αφόρητες, αν τους ανοίξουν την πόρτα. Πρέπει να συνεχίσουν να μιλάνε, για να ξορκίσουν όπως όπως τα φαντάσματά τους, για να μασκαρέψουν τη θλίψη τους. Κάθεται δίπλα της. Την κλείνει ασφυκτικά στην αγκαλιά της. Τα μαλλιά της μυρίζουν καπνό και απλυσιά, το κορμί της το νιώθει σκληρό, απολιθωμένο. Όμως, ξάφνου τη νιώθει να χαλαρώνει λίγο, κι ύστερα να συσπάται. Ακούει την αλκοολούχα ανάσα της ν’ αλλάζει ρυθμό. Αρχίζει να κλαίει. Σιωπηλά. Σχεδόν ατάραχα. Πάει να της πει κάτι η Δανάη, αλλά δεν την αφήνει -της κλείνει το στόμα με το χέρι γρήγορα, επιτακτικά, προτού προλάβει να μιλήσει και- συνεχίζει ν’ αδειάζει το μέσα της, για να ’χει χώρο μετά για να το γεμίσει ξανά, με νέες σκέψεις, με τις ίδιες λύπες και σιωπές. Όταν τα δάκρυα στερεύουν, όταν οι αναπνοές της αποκτούν και πάλι την κανονικότητά τους, τότε σηκώνει το ραγισμένο μαύρο των ματιών της, κοιτά με στοργή την καλή της φίλη και της λέει:
«Δεν κλαίω ζητώντας τα λόγια τα ψεύτικα, της παρηγοριάς, καμιά βοήθεια. Κλαίω εκλιπαρώντας σιωπή. οι φωνές μέσα μου να βγάλουν, επιτέλους, τον σκασμό!»
Σιωπή ζητά, σιωπή της δίνει κι η Δανάη – στο έξω όχι στο μέσα της. Εκείνο δεν εξαρτάται απ’ αυτήν. Τι άλλο μπορεί να κάνει; Κάτι!
«Μπορείς;» της προτείνει το ποτήρι της για να το γεμίσει. Το παίρνει. Πηγαίνει με βήματα αργά, σχεδόν βαριεστημένα, προς την κουζίνα και παίρνει ένα ακόμη. Τους βάζει πάγο και τα γεμίζει μέχρι πάνω. Ας πιούνε, λοιπόν. Ας πιούνε μέχρι τελικής πτώσεως αυτή τη νύχτα, κι ας τους φέξει ό,τι θέλει ο θεός σαν ξημερώσει. Σβήνει το φως.
Κάθονται δίπλα-δίπλα, κολλητά η μια στην άλλη, και δίχως φωνή μιλάνε στο σκοτάδι. Στο σκοτάδι του χώρου που αβίαστα έφτασε, του χρόνου που έφυγε, σ’ εκείνο το σκοτάδι της ζωής το αξεδιάλυτο. εκείνο που δεν έψαξαν.
«Η γη γυρίζει και μας συγυρίζει!» λέει, ύστερα από αρκετή ώρα, σε μια ανύποπτη στιγμή η Βασιλική, και ξεσπάνε κι οι δυο τους σε γέλια ακράτητα, ασυγκράτητα, απ’ τη μέθη καλά καμωμένα.

Σήμερα στον Πατάκη

Σπάνια ανεβάζω κάποια απ' τις ανακοινώσεις που μου στέλνουν, αλλά αυτή μου άρεσε και έτσι είπα να τη μοιραστώ μαζί σας

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Δυο φωνές και μια σιωπή - 1

Επιτέλους, κάτι καινούριο!
Δεν ξέρω που ακριβώς θα με βγάλει αυτή η ιστορία, τους δρόμους που θα ακολουθήσει, αλλά εύχομαι τουλάχιστον να είναι ενδιαφέρουσα, τόσο για σας όσο και για μένα.
Ιδού, λοιπόν, το πρώτο κεφάλαιο από ένα -άγραφο ακόμη- μυθιστόρημα με τίτλο:
"Δυο φωνές και μια σιωπή"

Κάθεται σε μια κουνιστή πολυθρόνα και κοιτά έξω τη βροχή να πέφτει απαλά, σα σε χορογραφία, και νιώθει το μέσα της να καταβρέχεται, να πλημμυρίζει. «Πώς φτάσαμε ως εδώ;» αναρωτιέται. «Πώς;» βροντοφωνάζει. Αλλά, η μοναξιά της, οι τοίχοι κι η βροχή, δεν της δίνουν καμία απάντηση. Δεν την περιμένει, άλλωστε. Την ξέρει. Την ξέρει πολύ καλά. Κι η απάντηση αυτή είναι που την σκοτώνει, που τη φέρνει κάθε μέρα, κάθε ώρα, όλο και πιο πολύ στο χείλος του γκρεμού, που την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή. Ξεφυσάει! Τον καημό της ξεφυσάει και τον κάτασπρο διάφανο καπνό από ένα τσιγάρο που έχει φτάσει στο τέλος του, που σε λίγο θ’ αναπαυθεί δίπλα-πάνω σε άλλα πολλά, στο τασάκι.
«Πρέπει να κάνω κάτι,» σκέφτεται, «αλλά τι;» Τι να κάνει; Αφού ο έλεγχος ξέφυγε απ’ τα χέρια της – απ’ τα χέρια τους. Όχι πώς τον είχαν ποτέ, όχι απόλυτα. Τη ζωή κανείς δεν την ελέγχει, πάντα τα δικά της κάνει, χαρίζοντας την ίδια ώρα στους δόλιους τους ανθρώπους ψευδαισθήσεις σιγουριάς και ασφάλειας. Να, σαν κι αυτές που είχε η Βασιλική. Όλα νόμιζε ότι θα πήγαιναν καλά, ότι αυτοί ποτέ δε θα την πάθαιναν όπως οι άλλοι, ότι ήταν γραμμένη στ’ αστέρια η ευτυχία τους. Κάποια φορά, μάλιστα, πλήρωσε αδρά κάποια περιπλανώμενη χειρομάντισσα για να της επιβεβαιώσει τις άκυρές της ψευδαισθήσεις. Κι εκείνη το έκανε. Της υποσχέθηκε μια υπέροχη ζωή, μα τα όνειρά της έμειναν ανεκπλήρωτα.
Και τώρα; Στέκεται σ’ ένα σταυροδρόμι και δεν ξέρει προς τα που να κινηθεί, που θα τη βγάλει ο δρόμος της. Κλείνεται ερμητικά στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού και του μέσα της, κι αναπολεί ένα παρελθόν λειψό, ένα μέλλον που δε θα ανατείλει ποτέ.
Η βροχή πού και πού τη βγάζει απ’ τις σκέψεις της, αλλά όχι για πολύ. Ανοίγει τα μάτια και κοιτά προς τα έξω, προς τον κόσμο που εξακολουθεί πεισματικά να υπάρχει. Ακούει τις σταγόνες καθώς πέφτουν με δύναμη αναπηδώντας στο πλακόστρωτο, βλέπει τα πρώτα φώτα της νύχτας να τους ζωγραφίζουν πορτοκαλοκίτρινες σκιές. Ένα κορίτσι με όμορφο κόκκινο φουστάνι, βρεγμένο ως το κόκαλο, με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σε κότσο και μ’ ένα μικρό σακίδιο στον ώμο, στέκεται κάτω από μια τέντα και σα να τουρτουρίζει. Την έπιασε εξ’ απροόπτου αυτή η φθινοπωρινή μπόρα. Για μια στιγμή σκέφτεται να την προσκαλέσει μέσα, στο σπίτι της, να στεγνώσει, να ζεσταθεί, αλλά δεν το κάνει. Τα προβλήματα των άλλων δεν την αφορούν. όχι πια! Εξάλλου είναι πολύ μικρά, πολύ ασήμαντα, μπροστά στα δικά της τα αιματοβαμμένα.
Η βροχή αγριεύει, το μέσα της θεριεύει. Που να ’ναι τώρα εκείνος; Που να ’ναι ο Αντρέας; Δε ρωτάει στ’ αλήθεια. Ξέρει. Ξέρει που είναι, αλλά να, τον χρειάζεται. Το κορμί της τον χρειάζεται. Η ψυχή της τον χρειάζεται. Μόνο εκείνος μπορεί και την ηρεμεί, μονάχα εκείνος την κάνει κι εκρήγνεται. Έχει τον τρόπο του.
Προτού τον γνωρίσει δεν πίστευε πώς θα μπορούσε ποτέ της να ερωτευτεί. Όλοι ίδιοι τής φαίνονταν οι άντρες, παιδιά της μαμάς, απλώς παιδιά, ανούσιοι. Αλλά όχι ο Αντρέας. Όχι εκείνος. Απ’ την πρώτη φορά που τον είδε, κατάλαβε. Ήταν διαφορετικός αυτός. Ήταν δυνατός. Αν τον κατακτούσε, αν τον έκανε δικό της, αυτός ποτέ δε θα της κλαιγόταν. Θα ήταν πάντα εκεί, πάντα δίπλα της, να τη στηρίζει.
Αλλά, τώρα δεν είναι. Τα ’φερε έτσι η ζωή η πλανεύτρα και τον έχασε. Τον έχασε δίχως να τον χάσει. Δεν την απογοήτευσε ποτέ. Δεν την εγκατέλειψε. Ήταν ο άντρας. ο άντρας της! Ποιος ξέρει; Ίσως όταν περάσει η φουρτούνα -κάνε θεέ μου να περάσει γρήγορα, μέσα της κρυφά παρακαλεί- γυρίσει πίσω κοντά της. Όχι ίσως, θα το κάνει αυτό, θα γυρίσει σίγουρα σ’ εκείνη. Φτάνει τα πράγματα να παν καλά. Φτάνει να μην πληρώσουν στον κόσμο ετούτο, σ’ αυτή τη ζωή, για τις αμαρτίες τους, φτάνει να ζήσει...


Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Φωτογραφία στην τσέπη ή Αντιπολεμικό

Είναι βαριά κι ανέλπιδα τραυματισμένος, κτυπημένος από μια αδέσποτη σφαίρα του απέναντι, του εχθρού. Ξαπλωμένος με χαλαρωμένα ανοικτά τα πόδια και σφιγμένο το στήθος στη λάσπη, περιμένει από στιγμή σε στιγμή τη βασανισμένη του ψυχή ν’ αφήσει πίσω της το κουτσουρεμένο σώμα και να ξεκινήσει το μακρινό ταξίδι για το άγνωστο.
Στο αριστερό, όλο και πιο αδύναμο χέρι του, κρατά μια όχι και τόσο παλιά, όχι και τόσο καινούρια φωτογραφία, την οποία κοιτά μ’ ένα βλέμμα ανεξίτηλα ραγισμένο, με μάτια που δακρύζουν και θολώνουν και γίνονται ρυάκια πυρκαγιάς, από τον πόνο και τις γλυκές αναμνήσεις.
Σύντομο, πολύ, αποδείχτηκε τελικά το πέρασμά του από ετούτη τη γη, μικρή η ζωή του σαν ένας λυγμός, ένα χαμόγελο χαράς κι ένα μεγάλο δάκρυ. Τίποτα δεν πρόλαβε να ζήσει, σκέφτεται πικρά, απολύτως τίποτα. Αλλά, όχι, όχι, ας μην παραπονιέται, κάτι έζησε κι αυτός. Κάτι! Πρόλαβε και γνώρισε τον έρωτας και την αγάπη, έγινε και πατέρας για ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ένας πατέρας περήφανος, τσαλακωμένος, που λίγες ανάσες μετά θ’ αφήσει το παιδί του ορφανό.
Κοιτά τη φωτογραφία όλο και πιο έντονα, μ’ ένα βλέμμα που σιγά-σιγά θολώνει, σβήνει. Κοιτά την όμορφη αγαπημένη του, τον άγγελό του, και το νιογέννητο κορίτσι και χάνεται σε λαβύρινθους σιωπηλής απόγνωσης. Καταβρέχει τα πρόσωπά τους με τα δάκρυά του. Άδικη η ζωή, πουτάνα μεγάλη, δε θα τον αφήσει να ζήσει, δε θα του κάνει το χατίρι να δει το κοριτσάκι του να μεγαλώνει και να γίνεται μια ωραία γυναίκα, να παντρεύεται και να του χαρίζει το πρώτο εγγονάκι. Άδικη ζωή! Αλλά, απ’ την άλλη, τι φταίει η ζωή; Οι άνθρωποι φταίνε για όλα, τούτο δα το ξέρει πια πολύ καλά. Οι άνθρωποι, που πάντα ψάχνουν και βρίσκουν μια αιτία για να πολεμήσουν. Οι άνθρωποι, που ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι μ’ αυτά που έχουν και πάντα ζητάνε περισσότερα. Οι άνθρωποι, που πάνε σε τόπους μακρινούς και άγνωστους για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, για να σπείρουν δυστυχία και να θερίσουν θρήνο, για ένα δήθεν καλύτερο αύριο, για λίγα δολάρια ακόμα.
Ο πόνος στο στήθος του γίνεται αβάστακτος. Το αίμα ζεστό, ρέει εδώ και ώρα χωρίς σταματημό, δε θ’ αργήσει καθόλου να στερέψει. Το μόνο που τώρα πια στ’ αλήθεια επιθυμεί, προτού αφήσει τη στερνή του την πνοή κι αποχαιρετήσει για πάντα τον ψεύτικο ετούτο κόσμο, είναι να κρατήσει για μία ακόμη φορά στην αγκαλιά του την αγαπημένη και για πρώτη φορά το παιδί του, που ποτέ του δεν είδε από κοντά, που ποτέ δεν άγγιξε.
Αχ, και να μπορούσε να γυρίσει τον κλέφτη χρόνο πίσω! Αχ, και να μπορούσε σαν από θαύμα, να σαν και κείνα που περιγράφουν οι φυλλάδες, να διορθώσει όλα του τα τραγικά τα λάθη. Αχ, και να μη γινόταν ποτέ πληρωμένος δολοφόνος στην υπηρεσία της πατρίδας, μιας οποιασδήποτε πατρίδας. Το μεγάλο Αχ!
Ο ουρανός μοιάζει να νιώθει τον πόνο του, βουρκώνει κι αυτός, και τα δάκρυά του δροσερά για μια στιγμή του αναζωογονούν τις αισθήσεις, τον κάνουν φευγαλέα ακόμη και να χαμογελάσει, καθώς γύρω του μαίνεται η μάχη. Σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό σα σε μια βουβή ευχαριστία, το κατεβάζει ξανά με μια τρυφερότητα ανείπωτη στη φωτογραφία. Χαϊδεύει με το δάχτυλο το προσωπάκι της κόρης του. Νιώθει τα μάτια του να σκοτεινιάζουν. Καθώς ξεψυχά η τελευταία εικόνα που υπάρχει στο μυαλό του είναι εκείνη του παιδιού του. Του αθώου παιδιού που δε θα γνωρίσει ποτέ πατέρα.
Αλλά, όπως και να ’χει διάολε, δεν απέτυχε τελείως, κάτι κατάφερε κι αυτός στη μίζερη μικρή ζωή του: να κάνει μια μητέρα χήρα, ένα παιδί ορφανό, μια πατρίδα περήφανη...

Τρίτη 13 Μαΐου 2008

Βραβεία Διαβάζω 2008

Την ποίηση αλλά και την έντονη ποιητική διάθεση στο πεζό κείμενο βράβευσε η κριτική επιτροπή του περιοδικού «Διαβάζω» που ανακοίνωσε χτες το βράδυ τους βραβευθέντες σε ειδική τελετή στο Νέο Μουσείο Μπενάκη. Ταυτόχρονα έδειξε έντονη διάθεση αποφυγής των μεγάλων ονομάτων και των «φαβορί», δίνοντας μη αναμενόμενα βραβεία. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο Βραβείο Μυθιστορήματος που απονεμήθηκε στον Γιώργο Παναγιωτίδη για το μυθιστόρημά του «Ερώτων και Αοράτων» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη). Αυτό είναι το πρώτο πεζό του 42χρονου Γιώργου Παναγιωτίδη, ο οποίος είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Μανδραγόρας» και έχει έως τώρα δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές. Τολμηρή επιλογή, αν σκεφτεί κανείς ότι στη μικρή λίστα του μυθιστορήματος είχαν μπει ονόματα όπως οι Βασίλης Αλεξάκης, Νένη Ευθυμιάδη, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ανδρέας Μήτσου αλλά και οι Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Βαγγέλης Αυδίκος, Δημήτρης Καπετανάκης, Δημήτρης Σωτάκης. Το βραβείο διηγήματος απονεμήθηκε στη Νίκη Χατζηδημητρίου, για το βιβλίο «Υποφωτισμένο: Διηγήματα και άλλα» (Εκδόσεις της Εστίας). Κι εδώ υπήρχαν ισχυροί συνυποψήφιοι, μεταξύ άλλων οι Θεόδωρος Γρηγοριάδης και Δημήτρης Πετσετίδης. Το Βραβείο Ποίησης δόθηκε στη «Χρονογραφία» του Γιώργου Γώτη (Εκδόσεις Στιγμή)εδώ στις δέκα υπηψοφιότητες περιλαμβανόταν του Θανάση Χατζόπουλου. Μόνο το Βραβείο Δοκιμίου δόθηκε σε «μεγάλο όνομα», τον Παναγιώτη Μουλλά, για το βιβλίο του «Ο χώρος του εφήμερου: Στοιχεία για την παραλογοτεχνία του 19ου αιώνα» (Εκδόσεις Σοκόλη). Η ποίηση υπερίσχυσε και στο Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα που δόθηκε στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ηλιοπούλου «Ο κύριος Ταυ» (Εκδόσεις Μελάνι). Το Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου δόθηκε στους Βασιλική Νευροκοπλή (κείμενο), Νικόλα Ανδρικόπουλο (εικονογράφηση) για το βιβλίο τους «Αν τ΄ αγαπάς ξανάρχονται» (Εκδόσεις Λιβάνη). Το Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για μεγάλα παιδιά στον Βασίλη Παπαθεοδώρου για το βιβλίο του «Χνώτα στο τζάμι», Εκδόσεις Κέδρος Την κριτική επιτροπή για την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα, το μυθιστόρημα και τον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα αποτελούσαν οι: Γιώργος Αράγης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αλέξης Ζήρας, Αγγέλα Καστρινάκη, Κώστας Κατσουλάρης, Λευτέρης Παπαλεοντίου, Νικήτας Παρίσης. Για το εικονογραφημένο παιδικό και το λογοτεχνικό βιβλίο για μεγάλα παιδιά την επιτροπή κρίσης αποτέλεσαν οι: Μένη Κανατσούλη, Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Σούλα Οικονομίδου, Γιώργος Παπαντωνάκης, Δημήτρης Πολίτης.

Από τα Νέα

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

Απόσπασμα;

Κάθεται στο κρεβάτι και κοιτά έξω απ' το παράθυρο τη βροχή να πέφτει, το μέσα της να καταβρέχεται, να πλημμυρίζει. "Πώς φτάσαμε ως εδώ;" αναρωτιέται. "Πώς φτάσαμε ως εδώ;" βροντοφωνάζει. Αλλά, οι τοίχοι, η μοναξιά της, η βροχή, δεν της δίνουν καμία απάντηση. Ξεφυσάει! Τον καημό της ξεφυσάει. Πρέπει να κάνει κάτι, αλλά τι; Αφού ο έλεγχος έχει πια ξεφύγει για τα καλά απ' τα χέρια της - απ' τα χέρια τους. "Πώς φτάσαμε ως εδώ;" ρωτάει νοητικά τώρα εκείνον, που δεν είναι εκεί. "Πώς;" Η βροχή συνεχίζει να πέφτει...

Ιδιόγραφον

Να, λοιπόν, και το δικό μου Ιδιόγραφο.
Ευχαριστίες στην Ελληνίδα για την πρόσκληση.
Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε το

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

Το Υπόγειο

Αυτό είναι το πρώτο διήγημα που έχω γράψει. Πρόκειται για μια ιστορία δώδεκα χρόνων, την οποία είχα κάποτε εκδώσει μαζί με δύο άλλα κομμάτια σ' ένα βιβλιαράκι στην Κύπρο. Σ' αυτή, τη νέα, και ελπίζω βελτιωμένη της εκδοχή, επαναφέρω το αρχικό "τέλος", αφού τα χρόνια πέρασαν κι ο άθλιος γραφιάς που είμαι άλλαξε, μαλάκωσε. Πολλοί (τι πολλοί; λέμε τώρα) από εσάς διαβάζοντάς την ίσως να σκεφτείται ότι περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Δε θα έχετε άδικο!
Καλό κουράγιο(μάλλον θα το χρειαστείτε για να διαβάσετε τις σχεδόν εννιά χιλιάδες λέξεις της)

Η ζωή μου εκείνο το χειμώνα κυλούσε -τι κυλούσε; σερνόταν- μες στη μονοτονία. Απ’ το βράδυ ως το μεσημέρι ανάγνωση και συγγραφή, γράψιμο και διάβασμα, κάνα σινεμά ή καμιά επίσκεψη σε κάποιον -οποιοδήποτε- γνωστό, έτσι για να ξεφύγω λιγουλάκι και να ξεκουραστούνε και τα έρμα τα μάτια μου, που πήραν να ματώνουν γύρω απ’ τις κόρες. Εντάξει, γι’ αυτό το τελευταίο ίσως να φταίει και το αλκοόλ, αλλά είναι κλισέ κι έτσι μην το πείτε σε κανένα!
Όπως και νάχει, εκείνες τις ημέρες πάλευα στ’ αλήθεια (ή στα ψέματα) με τις σελίδες, ρίχναμε κανονικές γροθιές λέμε, καθώς έψαχνα μέσα στα κείμενα για κρυμμένα νοήματα και γέμιζα τετράδια με σημειώσεις, σε μια προσπάθεια να πετύχω το ακατόρθωτο -ναι, ναι, το ακατόρθωτο δεν είναι τίποτα- να καταφέρω να γράψω ένα βιβλίο.
Α, όχι, δε δούλευα. Είχα ξοδέψει έξη ολόκληρα χρόνια απ’ την εξαιρετική μου ζωή, την προορισμένη για μεγάλα πράγματα, δουλεύοντας από δω κι από κει αποταμιεύοντας χρήμα ζεστό, εν αναμονή της ιστορικής εκείνης μέρας που θα αφυπηρετούσα με σκοπό να γράψω -όπως λέγαν οι συμπονετικοί δικοί μου- την ιστορία της ζωής μου. μιας ζωής που δεν πρόλαβα να ζήσω. Τελικά, τα κατάφερα στα είκοσι πέντε μου χρόνια. Λίγο περίεργη ηλικία για να βγει κανείς στη σύνταξη, κι όμως να.
Φυσικό ήταν (ή αφύσικο, δεν ξέρω) από κει και πέρα ν’ αρχίσω να ξοδεύω τα λεφτά με το σταγονόμετρο (τώρα, πώς είναι δυνατόν να το κάνει κάποιος αυτό; μη με ρωτάτε), ζώντας με την ελπίδα (που πεθαίνει τελευταία, η δόλια) ότι κάποια μέρα θα κατάφερνα να γράψω κάτι καλό, εξαιρετικό, μοναδικό, πρωτότυπο, κάτι που θα ’βρισκε το δρόμο του -μέσα από στενά σοκάκια κι αγριεμένες θάλασσες- για τα βιβλιοπωλεία.
Τον πρώτο καιρό, μες στον ενθουσιασμό για τη συνταξιοδότησή μου, έγραφα πολύ, με πυρετικούς ρυθμούς, παθιασμένα, με αποτέλεσμα την παραγωγή μιας εκπληκτικής ποσότητας σκουπιδιών.
Σαν ανυπόμονος τύπος που είμαι έσπευσα να τα παραδώσω σ’ έναν εκδότη, όντας σίγουρος ότι θα τον άκουγα ν’ αναφωνεί με περίσσιο θαυμασμό: Ω, γεννήθηκε ο νέος Γκογκόλ (καλά τώρα, Γκογκόλ του γκώλου). Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι μου συμπεριφέρθηκαν μεγαλόψυχα και με ευγένεια πολλή. Έτσι -αν και θα έπρεπε- δεν παρέδωσαν το πνευματικό μου παιδί στον κάλαθο των αχρήστων αλλά, το κακόμοιρο, μου το επέστρεψαν, μαζί με μια διπλωματική απάντηση για το λόγο που δεν μπορούσαν να το εκδώσουν. Εγώ, στο μεταξύ, στο διάστημα (δε βγαίνει νόημα) που μεσολάβησε, είχα αποκτήσει κάποιου είδους αυτογνωσία, έτσι παρέδωσα με ελαφρά τη ψυχή το πρώτο μου έργο στα παμφάγα απορριμματοφόρα του Δήμου (όχι Μούτση, Ζωγράφου).
Πριν περάσει καιρός πολύς -σαν άνθρωπος καλλιτεχνικής φύσης (τι λέω τώρα;) που σέβεται πάντα τους άλλους, αλλά ακόμη περισσότερο τον εαυτό του- άρχισα, όπως θα περίμενε κανείς, να τη βρίσκω με την ποίηση. Αυτό με οδήγησε σε χρόνο μηδέν (ή ντι τι) στη συγγραφή, ούτε λίγο ούτε πολύ, εκατόν δέκα ποιημάτων, που εγκρίθηκαν αμέσως για έκδοση από τη χωματερή Άνω Λιοσίων.
Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ίσως να πίστευαν κάποιοι ότι θα τα ’βαζα κάτω, ότι -ωιμέ- θα τα παρατούσα, αλλά όχι εγώ, αυτό δε θα το έκανα ποτέ. Σα συνταξιούχος δε θα έπαυα ποτέ να αγωνίζομαι για τα κεκτημένα δικαιώματά μου, όπως το δικαίωμα στ’ όνειρο, στην πρέφα, στη ρακή και στην ουτοπία. Έτσι, εφοδιάστηκα με δεκάδες βιβλία -σημαντικά κι ασήμαντα- ξοδεύοντας ένα μεγάλο μέρος της σύνταξής μου, με μοναδικό στόχο να μάθω να γράφω, ο ατάλαντος. Και ξανά για νέες απορρίψεις κινώ.

Αλλά, αρκετά κορόιδεψα τον εαυτό μου. ήρθ’ η ώρα να σοβαρευτώ...

Μέχρι τότε που άρχισα να γράφω το πρώτο μου μεγάλο μυθιστόρημα, που δικαίως δεν είδε ποτέ το φως της μέρας, πίστευα πώς η συγγραφή ήταν απλή υπόθεση. Σου έρχεται μια καλή ιδέα, κάθεσαι για ώρες και ώρες και τη γράφεις, κι αυτό είναι όλο, ντυμένος με τα ρούχα της παροιμιώδους μου άγνοιας, σκεφτόμουνα. Πολύ σύντομα θ’ άλλαζα γνώμη, καθώς οι τόσες ιδέες δε θα ’βρισκαν τον καλύτερο δρόμο, το σωστό, για το χαρτί, καθώς τίποτα απ’ όλα εκείνα που έγραφα δε θα με άφηνε ικανοποιημένο, καθώς μια λέξη θα με κρατούσε καθηλωμένο για μια ώρα, καθώς τα σχέδια για τη ροή του κειμένου συνεχώς θ’ άλλαζαν, ανάλογα με την εκάστοτε ψυχολογική μου κατάσταση.
Το Δικαίωμα στ’ Όνειρο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μες στο καταχείμωνο και, αν όλα πήγαιναν καλά και σύμφωνα με το νοητό μου σχέδιο, υπολόγιζα να το τελειώσω ως το Μάρτη οπόταν -καθώς ο Μάρτης είναι ο μήνας μου- θα επέτρεπα στον εαυτό μου να ερωτευτεί.
Τις πρώτες ημέρες το κείμενο μου έβγαινε εύκολα, αβίαστα, κυλούσε σα γάργαρο νερό, κι έτσι προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς. Δεν άργησα, ωστόσο, να πάθω διανοητικό, σωματικό και ψυχολογικό μπλακ άουτ. Εντελώς ξαφνικά πήρα να νιώθω μια ανεξήγητη εξάντληση να με καταβάλλει, έχασα και το λιγοστό μου ύπνο, κι έτσι δεν μπορούσα καθόλου να συγκεντρωθώ, πόσο μάλλον να γράψω. Αφού είδα κι απόειδα και λυτρωμό δε βρήκα, κάποια στιγμή ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να ξεφύγω απ’ το σκοτεινό και μουχλιασμένο μου υπόγειο. να βγω έξω, στο φως. Έτσι κίνησα για την αγαπημένη μου πόλη, το αγαπημένο μου νησί: τα Χανιά στην Κρήτη. Ήμουν αποφασισμένος, ό,τι κι αν έφερνε η μοίρα στο δρόμο μου, να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να ερωτευτεί, μια και δεν είχε βγει ακόμη ο Φλεβάρης! Λες κι αν συναντούσα τον έρωτα της ζωής μου θα τον απέρριπτα. Ω, πόσο μας αρέσει να τυραννάμε τον εαυτό μας, με τις μικρές διανοητικές σκλαβιές μας.
Τα δύο πρώτα μερόνυχτα τ’ αφιέρωσα στα ιερά καθήκοντα του ύπνου, του φαγητού και της μπαρότσαρκας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το τελευταίο. Την τρίτη μέρα είχα κιόλας συνέλθει απ’ τη μανιοκαταθλιπτική μου κατάσταση και, παραδόξως, άρχισα να γράφω σε καταιγιστικούς ρυθμούς – μιλάμε ξεσήκωνα τεράστια κύματα δημιουργίας μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου μου. Σε πέντε μόλις ημέρες κατάφερα να γράψω περισσότερες σελίδες απ’ όσες είχα γράψει στην Αθήνα σε έξη βδομάδες.
Με δεδομένη την ανεβασμένη σε δυσθεώρητα ύψη ψυχολογική μου διάθεση και τη φοβερή παραγωγικότητα των τελευταίων εικοσιτετραώρων, επιστρέφοντας στην Αθήνα αισθανόμουνα μια ακλόνητη βεβαιότητα, μια σιγουριά, πώς σε λίγες ημέρες θα πετύχαινα το στόχο μου, θα κατόρθωνα να ολοκληρώσω το πρώτο έργο της ζωής μου. Τότε, ακριβώς, ήταν που μου προέκυψε το νέο μπλακ άουτ.
Για δυο μήνες δεν κατάφερα να γράψω λέξη. Όχι! Όχι, αυτό είναι ψέμα, λέξεις έγραψα πολλές, καμία παράγραφο όμως. Τα μπλοκάκια μου είχαν γεμίσει με σημειώσεις, με ατάκες, με στιχάκια, με προτάσεις ολόκληρες, αλλά όταν καθόμουνα να γράψω κάτι λίγο πιο μεγάλο, κάτι μακροσκελές, τότε τα φώτα έσβηναν, όλα μαύριζαν κι έμοιαζαν να χάνονται σ’ ένα σκοτάδι αδιαπέραστο. Εκείνο τον καιρό ένιωθα σα να κυνηγούσα κάποιο όνειρο, που δεν ήταν δικό μου. Τα ’βαζα με τον εαυτό μου, με την τύχη μου, με τους γύρω μου, με το υπόγειό μου, με την Αθήνα και τ’ αυτοκίνητά της. Σκυλόβριζα σιωπηλά τα τροχοφόρα και τους οδηγούς τους που -ω, αθλιότης!- δε με άφηναν να συγκεντρωθώ.
Τρεις ημέρες μετά από το Πάσχα βρέθηκα πάνω σ’ ένα καράβι καλοτάξιδο με προορισμό το Ηράκλειο. Ένιωθα την ανάγκη να κάνω μία επίσκεψη στον τάφο του Καζαντζάκη. Λες κι αυτή θα με βοηθούσε να ξαναβρώ τη χαμένη μου έμπνευση...
Δε με βοήθησε. Κάθισα για ώρα πολλή πάνω στον προμαχώνα μες στο ψιλόβροχο, κοιτώντας τα σύννεφα και την πόλη, ψάχνοντας να βρω από κάπου να πιαστώ, να βγω απ’ το τέλμα. Δεν τα κατάφερα. Κατηφόρισα με βήματα αργόσυρτα προς την παραλία. Στο σταθμό των λεωφορείων.
Στο δρόμο προς τα Χανιά, μέσα σ’ ένα τοπίο που συνεχώς άλλαζε χρώματα -άλλοτε γινότανε γκρίζο σαν και τ’ ουρανού, άλλοτε πράσινο και γαλάζιο σαν της ζώσας φύσης και της θάλασσας- ένιωσα τη γαλήνη να επιστρέφει αγάλι αγάλι στην ψυχή μου. Κάτι η απομάκρυνση απ’ την Αθήνα, κάτι τα τοπία που περνούσαν με ταχύτητα εξήντα και κάτι χιλιομέτρων μπροστά απ’ το νυσταγμένο μου βλέμμα, κάτι τα σημάδια της Άνοιξης που έδιναν τ’ ανθισμένο παρόν τους εδώ κι εκεί. όλ’ αυτά μαζί και το καθένα ξεχωριστά, μ’ έκαναν να νιώσω καλύτερα.
Έφτασα στην πόλη μου αργά το απόγευμα, κι επειδή βαριόμουνα να ψάξω για δωμάτιο πήγα στο ίδιο ξενοδοχείο που φιλοξένησε το ασθενές μου σαρκίο, την τελευταία φορά που ήμουν εκεί. Σαν σε ιεροτελεστία διάβασα, όπως-όπως, την εφημερίδα μου, ξάπλωσα και κοιμήθηκα. Κι ήταν ένας ύπνος βαθύς, ατάραχος, δίχως όνειρα. Όταν ξύπνησα, αργά πια το βράδυ, μού φάνηκε πώς ξημέρωνε για μένα μια καινούρια, μια καλύτερη μέρα.
Η υπαρκτοανύπαρκτη -όπως ο ψεύτης την αποκαλούσα- ανάγκη μου για αλκοόλ με οδήγησε εντελώς τυχαία εκείνη τη νυχτιά σ’ ένα μπαράκι. Εκεί, ανάμεσα σε αποχρώσεις μουσικής ρέγγε και κλασικών ροκ αναμνήσεων, ανάμεσα σε μπύρες και σε σφηνάκια, ανάμεσα σε ρεμάλια και σε κούκλες, γνώρισα εκείνη. Ήτανε το πιο όμορφο, το πιο δροσερό βράδυ τ’ Απρίλη, κι εκείνη ένα νυχτολούλουδο που άνθιζε και με προσκαλούσε σ’ ένα κόσμο μαγικό. ήχων, μυρωδιών, χρωμάτων και ξεχασμένων αισθήσεων.
Είχε μαύρα μακριά σγουρά μαλλιά, λίγο γεμάτα μάγουλα απαλά, στη μύτη... μυταρίκι, και φορούσε μαύρο μακό φανελάκι, ξεβαμμένο μπλου τζιν, κι ένα βλέμμα σκοτεινό, λες θανατηφόρο, βλέμμα σκορπιού. Μια femme fatale, ένα κορίτσι του διαβόλου. Κι όλ’ αυτά απ’ τη μέσα μεριά του μπαρ.
Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα συμπαθούσα τόσο, ότι θ’ αγαπούσα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη την... μπύρα. Κι αν μου έλεγε κανείς, ότι κάποια νύχτα θα πήγαινα σ’ ένα μπαράκι, και θα παράγγελνα τις μπύρες τη μία πίσω από την άλλη, μόνο και μόνο για τη γλυκιά απόλαυση τού να βλέπω κάποια να μου χαμογελά, θα τον έβγαζα τρελό. Έλα, όμως, που το χαμόγελό της ήταν τόσο ωραίο, τόσο γιομάτο ζωή κι αινίγματα!
Δε μιλήσαμε καθόλου εκείνο το βράδυ. Παρέμεινα μονάχα, σαν ο ηλίθιος που είμαι, να την κοιτώ διακριτικά, ερευνητικά, σα μαγεμένος, μ’ εκείνο το αποβλακωμένο -υποθέτω- βλέμμα θαυμασμού, που δεν κρύβεται εύκολα, όσο κι αν παριστάνει το φευγάτο. Σα ζωγραφιά φαινότανε στα μάτια μου, σα νεράιδα, σαν ξωτικό που δραπέτευσε απ’ τις σελίδες κάποιου βιβλίου και βγήκε έξω στον κόσμο τον αληθινό για να κάνει τη ζωή μου λίγο πιο όμορφη.
Άλλη κοίταγα, άλλη ποθούσα και μ’ άλλη μιλούσα όση ώρα ήμουν εκεί. Έπιασα -όχι και πολύ καλά, αφού κάθε τόσο μου ξέφευγε- την κουβέντα με μια φίλη της αυστραλέζα, που ζούσε στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα οι δυο μας. όπως τη μόνιμη ανάγκη για φυγή και ταξίδια, την αγάπη μας για την ποίηση, τη μελέτη των ανθρώπων, το κυνήγι της ουτοπίας. Ακόμη και τα λάθη μας, αν είναι ποτέ δυνατόν, ήταν πανομοιότυπα.
Όχι παραδόξως είχαμε πάρα πολλά να πούμε, πολλές αμαρτίες να εξομολογηθεί ο ένας στον άλλο. Μιλήσαμε για την παντοτινή μοναξιά, εκείνη που στοιχειώνει ανθρώπους σαν κι εμάς, για το θάνατο των κοντινών κι αγαπημένων, για τις κοπάνες απ’ την πλήξη της καθημερινότητας και τα σχέδια μας για το μέλλον. για όλα τα μικρά κι ανθρώπινα και μεγάλα, που συζητούν μεταξύ τους δύο εντελώς άγνωστα -όμοια κι ανόμοια- άτομα, διαφορετικής καταγωγής, που πολύ πιθανόν να μη συναντηθούν ξανά ποτέ στο σύντομο πέρασμά τους απ’ τη ζωή.
Εκείνο το βράδυ, με λίγη, ή μάλλον πολλή, βοήθεια απ’ το αλκοόλ μπόρεσα κι άνοιξα διάπλατα της ψυχής μου το βιβλίο. Μίλησα σε κάποια που δεν ήξερα -σε μια γυναίκα φάντασμα, που ούτε καν το όνομά της μπορώ να θυμηθώ τώρα. ίσως και να μην το έμαθα ποτέ- για το παρελθόν και τα λάθη μου. Συμφώνησα μαζί της πώς: Ό,τι έγινε έγινε και έχει πια περάσει, και δήλωσα το κλασικό: Ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Και όλα είναι καλά, είπαμε -είναι, όμως;- αφού όλα σε βοηθούν να μάθεις, να κατανοήσεις τη ζωή και τα μυστήριά της.
Ναι, το φιλοσοφήσαμε -ή, μάλλον, αμπελοφιλοσοφήσαμε- πολύ οι δυο μας, και παρόλο που ένιωθα ότι στο πρόσωπο εκείνης της γυναίκας βρήκα στ’ αλήθεια μια αδελφή ψυχή, παραδόξως την άλλη, τη φίλη της σκεφτόμουνα σαν πήγα για ύπνο παραπατώντας μια ώρα πριν το ξημέρωμα. Στη γνωριμία μου με τη μια υπήρχε η ουσία, στη μη γνωριμία μου με την άλλη μια ανεξέλεγκτη, μια ζωώδης χημεία, ένα μυστήριο μεγάλο. Ο ύπνος, που με τύλιξε στον πέπλο του λίγο αργότερα ήταν βαρύς, αλλά σύντομος, κι αν είδα κάποιο όνειρο δεν το θυμάμαι.
Ξόδεψα το επόμενο πρωινό -ή ό,τι απέμενε απ’ αυτό, τέλος πάντων- σε μια απ’ τις καφετέριες στο ζεστό λιμανάκι, πίνοντας μαύρο πικρό φραπέ, διαβάζοντας φευγαλέα και δίχως ιδιαίτερη προσοχή εφημερίδα, παρακολουθώντας τα σύννεφα να πηγαινοέρχονται κατά βούληση στον ουρανό, κρυβοφανερώνοντας τον ήλιο, και τους λιγοστούς ξένους ν’ απολαμβάνουν μια βόλτα με τα πόδια ή με την άμαξα, ή το Εγγλέζικο Πρόγευμά τους παραδίπλα.
Κατά το μεσημέρι επέστρεψα στο ξενοδοχείο κι άρχισα να γράφω. Όλα, εκείνη τη στιγμή και στις ώρες που ακολούθησαν, φάνταζαν ξεκάθαρα στην σκέψη μου. Οι λέξεις, οι γραμμές, οι σελίδες, πήραν να διαδέχονται βιαστικά κι αβίαστα, η μια την άλλη. Η πένα πετούσε στο χοντρό μου τετράδιο, ζωγράφιζε απάνω του κόσμους και ιδέες, το γέμιζε με μια όμορφη διανοητική πλημμύρα φαντασίας. Συνέχισα να γράφω μ’ αμείωτους ρυθμούς μέχρι και το βράδυ. Αλλά, όταν το συγγραφικό μου ντελίριο έφτασε στο αναμενόμενο τέλος του, ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να πάω στο μπαράκι, δηλαδή σ’ Εκείνη.
Έτσι, βγήκα έξω στους δρόμους που νύχτωναν και πήρα να περιφέρω το σαρκίο μου, με βήματα επιτηδευμένα αργά, στην παλιά όμορφη πόλη. Περπάτησα μέχρι και το φάρο, διακόπτοντας άκομψα τα ερωτοτροπήματα τριών ζευγαριών, τα οποία κάπου ζήλεψα, αφού εκείνοι ήταν με του εαυτού τους το άλλο μισό, ενώ εγώ ακόμη το έψαχνα. Κι όσο πιο πολύ το έψαχνα, τόσο ο χρόνος δεν κυλούσε. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω, μη βρίσκοντας κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή, γύρισα πίσω στο λιμανάκι και κάθισα σε μια καφετέρια για να φάω κάτι και να πιω το στερνό της ημέρας φραπέ. Καθώς βρισκόμουν εκεί, χρησιμοποίησα όλη την πειθώ μου για ν’ αναγκάσω τους δείχτες του ρολογιού να κινηθούν λίγο πιο γρήγορα, κι αυτοί ζευγάρι πιστό στον εαυτό τους, μου έβγαλαν μαζί κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
Χαμογελούσε το είναι μου όλο, καθώς έμπαινα ύστερα απ’ ώρα πολλή σ’ εκείνο το μπαράκι, το καλύτερο απ’ όλα, στον προσωπικό μου παράδεισο. Το μόνο που Εκείνη, δεν ήταν εκεί. Ένιωσα να πέφτω απ’ τα σύννεφα και ταυτόχρονα να χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. και άλλα, κωμικοτραγικά, κλισέ. Ήτανε βραδιά ξεκούρασης για κείνη, μου είπανε. Μετά από λίγο έπιασα τον εαυτό μου επ’ αυτοφώρω ν’ αναρωτιέται τα μεγάλα Γιατί: Γιατί να νιώθω έτσι για κάποια που δεν ξέρω; Γιατί τη σκεφτόμουνα πριν πάω για ύπνο, κι η εικόνα της ζωγραφίστηκε στην σκέψη μου μόλις ξύπνησα το πρωί; Γιατί η μορφή της δεν εγκατέλειψε το μυαλό μου ούτε στιγμή όλη μέρα; Γιατί... Όσο μέσα μου ρωτούσα, τόσο πιο πολύ μπερδευόμουνα. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι ήταν εκείνο που μ’ έκανε να την προσέξω, κι αν αλήθεια άξιζε της προσοχής μου. Εκείνο που ξέρω μετά βεβαιότητας, εκείνο που μπορώ να μαρτυρήσω, είναι ότι ήρθε σαν καταιγίδα στη ζωή μου και ένιωθα ότι θα παρέσερνε πολλά στο πέρασμά της.
Καθώς τα διάφορα γιατί ταλάνιζαν την ψυχή μου, πήραν να ενεργοποιούνται οι άμυνές μου, κι άρχισα να προσπαθώ να την αποβάλω από μέσα μου. Αλλά, ενώ έκανα αυτές τις απέλπιδες προσπάθειες το ήξερα, ένιωθα σίγουρος, πώς αν ποτέ μου ζητούσε να τους παρατήσω όλους, να τα αφήσω όλα πίσω, όλη μου την παλιά ζωή, για να πάω να ζήσω μαζί της στης γης τα ακροτελεύτια σύνορα, θα το έκανα. Θα το έκανα, δίχως δεύτερη σκέψη, παρακούοντας τους κανόνες της λογικής, τους δεσμοφύλακές μας. Έτσι κι αλλιώς, θα θυσίαζα ό,τι είχα και δεν είχα για ένα της μόνο χαμόγελο, για μια ευκαιρία. για μια μόνο ευκαιρία να την κάνω δικιά μου, να γίνω δικός της. Αν υπάρχει κάποιος ή κάτι που θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε έτσι.
Όλα θα μπορούσαν να συμβούν εκείνο το βράδυ αν ήταν εκεί. Αλλά, δεν ήταν. Έτσι, αποφάσισα να πιω. Να πιω μέχρι λιποθυμίας. Τώρα, καθώς σκέφτομαι εκείνες τις στιγμές αναρωτιέμαι: τι είναι εκείνο το κάτι που οδηγεί τον άνθρωπο απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στα όρια της τρέλας, της παράκρουσης;
Δοκίμασα όλα τα είδη των ποτών. Ψέματα! Όχι, όλα. Όσα μπόρεσα να δοκιμάσω. Έπινα, έπινα, έπινα και μιλούσα με την αυστραλέζα. Δε θυμάμαι για τι, όμως. Ωστόσο, κάπου μες στη μέθη μου την άκουσα να λέει ότι εκείνο ήτανε το τελευταίο της βράδυ εκεί, πώς θα έφευγε. Δε θα την έβλεπα ξανά ποτέ. Σίγουρα η τελευταία εικόνα που χαραζόταν στ’ αχνάρια της μνήμης της για μένα, δεν ήταν κι η καλύτερη, αλλά δεν είχα άλλη καμία να της προσφέρω εκείνη την ώρα. ήταν η εικόνα ενός ανθρώπου που υποφέρει πολύ, χαμένος μέσα στις ονειροφαντασίες του, μιας ψυχής απελπισμένης που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τον πόνο της, ενός ναυαγού που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη στεριά του.
Don’t drink your self away, μου είπε, αποχαιρετώντας με, και στο βλέμμα της διέκρινα μια θλίψη, λίγο οίκτο. Σα να αποχαιρετούσε μια καταδικασμένη ψυχή. Μια ψυχή που τα έχει όλα μπροστά της, αλλά της αρέσει να παραδέρνει στης ζωής τα άγρια κύματα. Το βλέμμα εκείνο ακόμη με στοιχειώνει.
Σαν ξύπνησα το πρωί ένιωσα το άδειο κεφάλι βαρύ, σαν αμαρτία. Η στυφή γεύση του πιοτού ήταν ακόμη έντονη στη γλώσσα μου, ο λαιμός μου ήταν στεγνός, αφυδατωμένος. Προσπάθησα να κοιμηθώ ξανά, αλλά μάταια, καθώς ένιωθα βελόνες κάθε τόσο να μου διαπερνούν τον εγκέφαλο, να ματώνουν το (α)νοητό είναι μου. Σηκώθηκα, πλύθηκα, βγήκα έξω, πήρα την εφημερίδα μου και κίνησα για κάποια καφετέρια. Ήξερα ότι η φραπεδιά δεν ήταν κι η καλύτερη λύση, ότι δε θα με βοηθούσε άμεσα, αλλά και πάλι την προτίμησα. Ο ουρανός του νησιού, νιώθοντας μάλλον κι αυτός τον πόνο μου, ήταν βαρύς, θλιμμένος, συννεφιασμένος, και σε λίγο άρχισε να χύνει άφθονα και με πάταγο τα δάκρυά του. δάκρυα, που ίσως θα έπρεπε να χύσω, αλλά δεν μπορούσα, εγώ.
Τέσσερις ώρες χαμένες στο τίποτα, δυο φραπεδιές, δήθεν διάβασμα εφημερίδας, μπόλικη βροχή, άφαντοι τουρίστες, άδειες σκέψεις. Το μεσημέρι έφτασε αλαφροπατώντας στα νερά και τα κύματα κι ο πονοκέφαλος έφυγε ψάχνοντας κάποιο νέο θύμα. Για μια ακόμη φορά άρχισα να περιφέρω τη θλίψη μου στους δρόμους της πόλης, που μετά την μπόρα πήρε να βρίσκει και πάλι τους γνώριμους, πλην βρεγμένους ρυθμούς της.
Τότε, καθώς περπατούσα, συνέβηκε το θαύμα: οι στεναχώριες μου το έβαλαν στα πόδια. έφυγαν βιαστικά -όπως τα σύννεφα- κυνηγημένες λες απ’ τον άνεμο. Έτσι στα ξαφνικά, δεν υπήρχε πια για μένα υπόγειο, δεν ήξεραν ποια ήταν, πού ήταν η Αθήνα. Ξαλάφρωσα! Δε σκεφτόμουνα άλλο το βιβλίο που προσπαθούσα απεγνωσμένα να γράψω, αλλά ούτε και τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες, σημαντικές κι ασήμαντες απογοητεύσεις μου. Ο ουρανός είχε πια γίνει τόσο γαλανός, τόσο γαλήνιος, κι Εκείνη το ουράνιο τόξο του. το ουράνιο τόξο μου! Η καρδιά μου ντύθηκε σαν τις ανθισμένες κερασιές της Ιαπωνίας, με χρώματα, κι Εκείνη πήρε δίπλα της, μέσα της βαθιά, τη θέση του μόνιμου και μόνου επιθυμητού επισκέπτη της, της Άνοιξης. Έτσι, δίχως λόγο και αιτία, η ευτυχία άρχισε να ξεχειλίζει από μέσα μου και να με παρασέρνει σε δρόμους φανταστικούς, κοντινούς όσο το τίποτα, απόμακρους όσο το καθετί.
Μόλις επέστρεψα στο ξενοδοχείο, στάζοντας ευδαιμονία, ξάπλωσα για να κοιμηθώ. Η ανυπομονησία μου για να τη συναντήσω, ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλη, που δεν κατόρθωσα να κλείσω μάτι. Πήρα, λοιπόν, να διαβάζω την ιστορία της ερωμένης κάποιου βασιλιά, της Μίνα Λώρι, ένα λιλιπούτειο βιβλιαράκι. Μόλις το τέλειωσα, ένιωσα τα βλέφαρά μου να βαραίνουν, τα μάτια μου να κλείνουν από μόνα τους, και παραδόθηκα αμαχητί στην ακλόνητη γοητεία του ύπνου.
Όταν ξύπνησα είχε ήδη πάει δέκα και δεν ήμουνα σίγουρος κατά πόσο χρειαζόμουνα πρόγευμα ή δείπνο. Μια ματιά στον καθρέφτη ήταν αρκετή για να με πείσει ότι το ξύρισμα ήταν πιο επείγον.
Λίγο μετά τις έντεκα βρήκα τον εαυτό μου στρογγυλοκαθισμένο σ’ ένα σκαμπό στο μπαρ, απέναντί της, να πίνει μία μπύρα και να προσπαθεί να μάθει την ιστορία της ζωής της. Κάναμε μια μεγάλη κουβέντα, μετά φυσικών εμποδίων, συνοδευόμενη από πολλά σφηνάκια. Την άκουγα έχοντας τα μάτια μου αδιάκριτα καρφωμένα στα μαύρα δικά της, κάτι, όμως, που δε φαίνονταν να την ενοχλεί. Όλα πάνω της εξέπεμπαν μια μυστηριώδη ενέργεια, μια αόρατη ζεστή λάμψη. Πόσο όμορφη φάνταζε κάτω απ’ το διερευνητικό βαθύ μου βλέμμα! Τι γλυκό που ήταν το χαμόγελο της, το γιομάτο τρυφερή κατανόηση κι αιχμηρή ειρωνεία!
Εκείνα τα μάτια, τα μοναδικά, ήταν εκεί για να τα κοιτάω εγώ, εκείνα τα χέρια για να τα αγγίζω, με ντροπαλή συστολή και κτητικότητα, εκείνα τα χείλη, τα γεμάτα, τα υπέροχα, για... για να τα... Ονειρομαγειρέματα, μιας άγρυπνης φαντασίας. Κι όμως, δε θα μπορούσα εύκολα να εξηγήσω με λόγια, να κάνω κάποιον άλλο να καταλάβει, πόσο πολύ, πόσο οδυνηρά ποθούσα να φιλήσω εκείνα τα χείλη, που λες κι έκρυβαν μέσα της τη λύση σε κάποιο ανομολόγητο γρίφο. Η επιθυμία μέσα μου άναβε σα φλογοβόλο και μου κατάκαιγε τα σωθικά, γίνονταν ένας πυρακτωμένος, άσβεστος πόθος. Ήθελα να ριχτώ στην αγκαλιά της, να την κρύψω στη δικιά μου, να τη φιλήσω με πάθος ατέλειωτα, να της ομολογήσω τα πρωτόγονα και πρωτόγνωρα αισθήματα, που γέννησε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη η παρουσία της μέσα μου. Κι ας με απέρριπτε αμέσως, κι ας με περιγελούσε, κι ας μου έλεγε πώς δε θα ήθελε να με ξαναδεί μπροστά της. Φτάνει να την είχα αγγίξει, να την είχα φιλήσει, να είχα νιώσει το σώμα μου σε άμεση επαφή με το δικό της. Τουλάχιστον έτσι, θ’ αντίκριζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, και ίσως κάπου να ένιωθα λίγο ευτυχισμένος. αφού τα χείλη μου θα είχαν φιλήσει τα τέλεια δικά της, αφού τα χαραγμένα χέρια μου θα είχαν αγγίξει το μετάξι των δικών της. Μα, δεν το έκανα.
Την έβλεπα, τη συναντούσα, ανάμεσα στο λυτρωτικό αλκοόλ και τις αλύτρωτες σιωπές για μια ολόκληρη βδομάδα, το ένα βραδύ μετά το άλλο. Λόγο το λόγο, πιοτό το πιοτό, της είπα τα πάντα για μένα, για της ζωής μου τα χθεσινά πλούτη, για το ζοφερό μου σήμερα. Μου ’πε κι εκείνη τα δικά της. για την πληκτική ζωή που παράτησε για να κατέβει στο νησί, για τα σχέδια της. Μιλήσαμε, όπως πάντα, για ταξίδια και μακρινούς προορισμούς, για τη μοναδική και μοναχική μαγεία της περιπλάνησης.
Όμως, όσα κι αν είπα, όσα κι αν άκουσα, όσα κι αν ήπια, δεν μπόρεσα παρ’ όλες τις προσπάθειές μου ν’ αναφερθώ στο θέμα. Το Θέμα. Εκείνο που μ’ έκαιγε, που ανάλωνε την ουσία μου. Αλλά, είμαι σίγουρος ότι έτσι κι αλλιώς διάβασε την αλήθεια στο βλέμμα μου, το αγιασμένα ένοχο, που αντίθετα με τα χείλη λέει πάντα εκείνο που νιώθει η καρδιά. Έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες πάντα ξέρουν, διαβάζουν τα σημάδια, κι ας μην το δείχνουν, κι ας μη θέλουν να το παραδεχτούν.
Η βδομάδα εκείνη κύλησε σαν όνειρο, σα δάκρυ και σα χάδι, βιαστικά, φτερουγίζοντας στο χώρο και στο χρόνο. Απόλαυσα μέρες γιομάτες ζωή και προσδοκία, βράδια υπέροχα κοντά στην γυναίκα, που ήθελα, που ποθούσα, μα δεν τολμούσα να προσεγγίσω ερωτικά. Τι ήταν εκείνο που με εμπόδιζε, δεν ξέρω. Ακόμη και σήμερα με ξενίζει ο εαυτός μου τού τότε. Αλλά, όπως και νάχει, η ουσία, το μεγάλο κέρδος που προέκυψε από την ιστορία αυτή είναι ότι όσο καιρό κρατούσε -για το λίγο που κράτησε- ένιωθα τη ζωή μου ν’ αποκτάει χρώματα, να χαίρεται και πάλι στη θέα της ομορφιάς, ν’ ατενίζει το σήμερα και το αύριο μ’ αισιοδοξία. Κάθε μέρα ήταν μια γιορτή. Μια γιορτή δημιουργίας και μέθης, σωματικής, ερωτικής, ψυχολογικής. Είχα βρει τη μούσα μου!
Έγραφα κάθε μέρα, όλη μέρα, με ένταση μεγάλη, με αυτοσυγκέντρωση φοβερή, χωρίς σταματημό. Έγραφα την ιστορία μου, έγραφα για κείνη, έγραφα μια ιστορία λυπημένη, με δυστυχισμένο τέλος. Έγραφα για τον πόνο, για τη θλίψη, κι ήμουν μες στην τρελή χαρά. Αλλά, σαν κατάφερα, επιτέλους, και τέλειωσα το βιβλίο, ένιωσα απίστευτα άδειος και κάπου βαθιά μέσα μου θλιμμένος, άδειος. λες και μου μάτωσε η ψυχή, κι η κλεψύδρα της ζωής μου άδειασε στις σελίδες εκείνου του τετραδίου. Ένιωσα στ’ αλήθεια σα να είχα χάσει ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τον εαυτό μου, σα να είχα μεγαλώσει ένα παιδί, που τώρα έφευγε και μ’ άφηνε στην αιώνια μοναξιά, σα να είχα ένα θησαυρό -τον πιο πολύτιμό μου- τον οποίο είχα ολοκληρωτικά χάσει. Αν και τότε, εκείνη ήταν ο θησαυρός μου. Ωστόσο, κι εκείνη θα την έχανα, έστω προσωρινά -κι ας μην ήταν στ’ αλήθεια ποτέ δική μου- αφού έπρεπε να φύγω.
Της είπα ότι θα την έβλεπα ξανά σε δυο μήνες, αποφασισμένος να τη βγάλω με νερό και ξερό ψωμί για όσο καιρό χρειαζόταν, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω τη δίψα μου να βρεθώ κάποια στιγμή και πάλι κοντά της.
Στο καράβι για τον Πειραιά ένιωθα σαν ένα ανθρώπινο κουρέλι, ένας παραπεταμένος της ζωής, θλιβερά κι ασυγχώρητα μόνος. Από μέσα μου ράγιζα, έκλαιγα σπαρακτικά στα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού και της μνήμης μου κι όλο μετρούσα και ξαναμετρούσα, ο άθλιος ανθρωπάκος, τις ημέρες που απέμεναν, μέχρι να γυρίσω ξανά σε κείνη, μέχρι να δω και πάλι το αγαπημένο πρόσωπο, τα ηδονικά χείλη, τα μαύρα μάτια, τα δικά μου.
Οι εβδομάδες που ακολούθησαν ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο, ένας εν ζωή εφιάλτης. Δεν μπορούσα να την αφήσω να εγκαταλείψει την σκέψη μου ούτε λεπτό. Η εικόνα της μου τυραννούσε την ψυχή, μου διέλυε το σώμα. Έκλεινα τα μάτια και την έβλεπα περίλαμπρη μπροστά μου, με το ίδιο αμίμητο σπινθηροβόλο βλέμμα, με το ίδιο γλυκό και περιπαιχτικό χαμόγελο, με το φονικό κορμί που ποτέ δεν αντίκρισα στην τελειότητα της γύμνιας του. Τριγυρνούσα σκυφτός, λυπημένος στις βρώμικες γειτονιές και τις θορυβώδεις λεωφόρους της Αθήνας, κι όλο περίμενα, ευχόμουνα, προσευχόμουνα, να γίνει το μεγάλο θαύμα, να εμφανιστεί ξάφνου απ’ το πουθενά μπροστά μου, και να ριχτεί γιομάτη αγάπη και πάθος στην αγκαλιά μου, που τόσο επιθυμούσε να κρατήσει και πάλι σώμα γυναίκας. εκείνης της γυναίκας.
Το υπόγειό μου το χρησιμοποιούσα πια μοναχά για ύπνο. Επισκεπτόμουνα όλους τους γνωστούς ξανά και ξανά προσπαθώντας να ξοδέψω τη ζήση μου, έπαιζα σκάκι με τις ώρες, περπατούσα πολύ και κοιμόμουνα όσο περισσότερο μπορούσα. Αύξησα και τις ώρες τηλεχαύνωσης, παρακολουθώντας ακόμη κι αγώνες μπάσκετ και ποδοσφαίρου, που τότε καθόλου δε μ’ ενδιέφεραν. Έκανα οτιδήποτε περνούσε απ’ το χέρι μου, ό,τι μπορούσα για να σκοτώσω το χρόνο μου, αλλά εκείνος αρνιόταν πεισματικά να πεθάνει.
Η ξαδέλφη μου, που έμενε εκεί κοντά και μ’ επισκεπτόταν συχνά πυκνά, μάλλον από περιέργεια παρά από ανησυχία, με ρωτούσε πεισματικά τι με τσίμπησε κι άρχισα να συμπεριφέρομαι τόσο παράξενα, να είμαι συνέχεια λυπημένος και να ονειροβατώ, κι εγώ της απαντούσα μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο ότι ερωτεύτηκα ένα δελφίνι. Ντολφίν ήταν το όνομα της γαλλίδας.
Τα βράδια εκείνα, τ’ αξημέρωτα, πόση μοναξιά με πλημμύριζε, πόσος πόνος αφόρητος σμίλευε την ύπαρξή μου! Έβλεπα ένα ζευγάρι να φιλιέται στην τηλεόραση και δάκρυζα. Αντίκριζα τα ζευγαράκια στους δρόμους και ζήλευα. Διάβαζα σ’ ένα βιβλίο ένα κομμάτι που μιλούσε για τις χαρές του έρωτα και τρελαινόμουνα. Και τότε έβρισκα διέξοδο στη σιωπή, στη γλύκα των αναμνήσεών μου. Καθόμουνα απέραντα σιωπηλός μες στο πνιγερό σκοτάδι του υπόγειου και τη σκεφτόμουνα – τότε μου φάνταζε πιο προσιτή η εικόνα της. Θα με σκέφτεται, άραγε, καθόλου; ρωτούσα τον κατσούφη εαυτό μου. Όχι, μού απαντούσε μονολεκτικά εκείνος.
Όχι! Όχι, δε θα με σκεφτόταν. Δε σήμαινα το παραμικρό για κείνη. Έπρεπε να το πιστέψω αυτό, να πείσω και το μέσα μου, να το χωνέψω, να το καταλάβω. Απλά κορόιδευα τον εαυτό μου. Ποιος ήμουν εγώ, που ήθελα ντε και καλά να διεκδικήσω την αγάπη της; Ένα τίποτα ήμουνα. Το μικρό δαχτυλάκι της να κούναγε, δέκα άντρες θα έτρεχαν ξοπίσω της. Έλα, όμως που ποτέ μου δεν έπαψα να κυνηγώ το άπιαστο, όσο κι αν μου ξέφευγε αυτό.
Την αγαπούσα, το ένιωθα βαθιά μέσα μου, την αγαπούσα, ανεξήγητα πολύ, εκείνη τη μεγάλη μου άγνωστη, και κάθε στιγμή, κάθε ώρα, κάθε μέρα που περνούσε, ήμουνα όλο και πιο σίγουρος γι’ αυτό. Στη δίνη της μοναξιάς και του έρωτα που με κατασπάραζε, έψαχνα απελπισμένα να βρω από κάπου να πιαστώ. Και το ’ριξα στο πιοτό. Το κρασί, το ευλογημένο αυτό νέκταρ, έγινε ο πατέρας κι αδελφός μου, ο σύντροφος κι εξομολογητής μου, το μόνο πράγμα στη ζωή που μου χάριζε μια πρόσκαιρη αίσθηση ευτυχίας.
Για μια όχι και πολύ μεγάλη περίοδο, κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, έβγαζα τη θλίψη μου σεργιάνι στους δρόμους, και τις νύχτες την έπνιγα στο κοκκινέλι, την τάιζα ξερό ψωμί και λησμονιά. Θεέ μου, πόσο πολύ ήθελα τότε να τη μισήσω! Πόσο ήθελα μέσα μου βαθιά να την συνθλίψω, να την εκμηδενίσω! Γιατί να μας πονάει τόσο εκείνο το κάτι που μας κάνει ευτυχισμένους;
Η οινοποσία μου κράτησε για δυο ολόκληρες, δακρυσμένες και χαμογελαστές βδομάδες. Ευτυχώς, όμως, έχω κάπου μέσα μου τη δύναμη να κόβω μεμιάς όλες τις κακές συνήθειες, γιατί αλλιώς δεν ξέρω που θα μπορούσε να με βγάλει εκείνη η παρεκτροπή.
Σιγά-σιγά άρχισα να ξαναβρίσκω τους παλιούς μου, αλλά τώρα πια αλλιώτικους ρυθμούς. Έπεσα με τα μούτρα στην ανάγνωση. Διάβαζα πολύ, αλλά δεν έγραφα καθόλου. Δεν είχα όρεξη να γράψω για τίποτα και για κανένα, εκτός απ’ εκείνη. εκείνη που ήθελα να ξεχάσω. Όσο, όμως, κι αν το ήθελα αυτό -που δεν το ήθελα στ’ αλήθεια- όσο κι αν το επιθυμούσα, δε θα μπορούσα ποτέ να τη διώξω απ’ το υποσυνείδητό μου, να της κάνω έξωση απ’ την καρδιά μου. Θα ’ταν ασήκωτο το φορτίο της απουσίας της απ’ της ψυχής μου το υπόγειο. Ήταν η έμπνευσή μου, κι ας μην έγραφα τίποτα, ήταν η έμπνευσή μου, αυτή που ζωγράφιζε με προσδοκίες του μέλλοντός μου τον καμβά.
Είναι παράξενο πολύ το πώς ένα άτομο -που ξέρεις τόσο λίγο και τόσο πολύ, σχεδόν καθόλου κι ολοκληρωτικά- μπορεί να σημαίνει τόσα πολλά για σένα. να σε κάνει να νιώθεις ότι ο κόσμος όλος, ορατός κι αόρατος, περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπό του. Κι αυτά, ενώ εκείνο το πρόσωπο βρίσκεται τόσο πολύ μακριά σου, που μπορείς μονάχα να το βλέπεις μέσα από της φαντασίας σου τα μάτια.
Έτσι την έβλεπα κι εγώ, με την από μέσα μου όραση. Κάθε φορά που σταματούσα για μια στιγμή την ανάγνωση κι έκλεινα τα μάτια για να ξεκουραστώ, ήταν εκεί. Κάθε φορά που ανηφόριζα με τα πόδια στο Λυκαβηττό, για ν’ απολαύσω εκείνο το τόσο σιωπηλά μοναχικό, το απατηλά όμορφο και κοκκινωπό ηλιοβασίλεμα του νέφους, ήταν εκεί. Και κάθε φορά που της έγραφα μακροσκελή γράμματα κι ερωτικές εξομολογήσεις, που δε θα διάβαζε ποτέ, ήταν εκεί. Επειδή την ήθελα εκεί. Επειδή εκεί ανήκε. Από πάντα.
Διάβαζα, θυμάμαι, εκείνες τις ημέρες, σε μια άθλια και λειψή μετάφραση την Άννα Καρένινα, και γραμμή τη γραμμή, σελίδα τη σελίδα, ανακάλυπτα μέσα εκεί, κομμάτια, αποσπάσματα, στιγμές απ’ τη δικιά μας μικρή ιστορία. Δε θεωρούσα τώρα πια καθόλου παράξενο το γεγονός ότι ερωτεύτηκα, ότι αγάπησα παράφορα μια γυναίκα, που στο βάθος δε γνώριζα. Άρχισα σιγά-σιγά να ξεχωρίζω τα δύο εγώ μου, που ήταν -γιατί όχι;- σαν το άσπρο και μαύρο της σκακιέρας. της σκακιέρας όπου παίζεται το παιχνίδι μεταξύ της καρδιάς και της λογικής. Η ζωή μας εξαρτάται από το ποια θα κάνει πρώτη ματ.
Στη δικιά μου τη σκακιέρα έκανε ματ η καρδιά. Την τελευταία βδομάδα του Μάη, μέρα Τετάρτη, βρέθηκα πάνω σ’ ένα μεγάλο καράβι με προορισμό την Κρήτη, τα Χανιά. Καθισμένος στο κατάστρωμα μοναχός, πολύ μετά το μεσονύχτι, προσπαθούσα να δω με μάτια κλειστά, και μ’ ένα αεράκι αναζωογονητικό να μου χαϊδεύει τις αισθήσεις, το όνειρό μου να με πλησιάζει. Ένα όνειρο που άργησε πολύ να ’ρθει και που θα κρατούσε μόνο λίγο, αφού δε θα μπορούσα να μείνω κοντά της περισσότερο από δύο βράδια.
Νοίκιασα ένα δωμάτιο της κακιάς ώρας, μια και δεν μπορούσα να βρω χειρότερο, ή μάλλον φθηνότερο. Η κούραση απ’ το ταξίδι και ο ελάχιστος ύπνος των τελευταίων δύο-τριών ημερών μου βγήκε σε καλό, αφού κοιμήθηκα σαν αρκούδα που ξαπλώνει για τη χειμερία νάρκη της, απ’ τις οκτώ το πρωί μέχρι και το βράδυ.
Στις δέκα ακριβώς βρέθηκα στο ευλογημένο, για τον γράφοντα, μπαράκι. Ήμουν ο πρώτος πελάτης, κι -ίσως γι’ αυτό- ο πιο χαρούμενος. Πιο χαρούμενος απ’ τους απόντες. Πώς φτερούγισε από χαρά η ταλαιπωρημένη μου ψυχή μόλις την είδα! Πώς γέμισε ολόκληρο το είναι μου, η μεγάλη, η ιερή ανατριχίλα του βασιλιά έρωτα, μόλις γλυκά μού χαμογέλασε! Ναι, ήταν κι εκείνη χαρούμενη, ευτυχισμένη που ήμουν εκεί. Το διάβαζα τόσο καθαρά στο πρόσωπο, στο χαμόγελό της, στο βλέμμα της που πετούσε φωτιές, κι έσταζε τρυφερότητα, στην εμφανή της αναστάτωση.
Της έδωσα δειλά το χέρι μου για μια τυπική, δίχως σκοπιμότητες χειραψία. Φοβόμουνα, ο ασυγχώρητα δειλός, ο κιοτής, να την αγκαλιάσω. Φοβόμουνα μήπως και τη χάσω, κι ας μην ήτανε ακόμη, κι ας μην ήτανε ποτέ πριν δική μου. Φόβοι του τύπου ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει, δυστυχώς με στοιχειώνανε συχνά, από πάντα... Δειλός... Πάντα ήμουνα δειλός στις σχέσεις μου με τις γυναίκες που αγάπησα. Ποτέ δεν τα κατάφερνα να τους εκφράσω τα συναισθήματά μου. Ευτυχώς, όμως, εκείνη δεν κώλωνε σαν και την αφεντιά μου. τεντώθηκε πάνω από το μπαρ, μ’ αγκάλιασε και με φίλησε, και στ’ αυτιά μου άρχισε ν’ ακούγεται μια αυτοσχέδια μελωδία της ευτυχίας.
Αρχίσαμε την κουβέντα μας με τα τυπικά. πώς είσαι, τι κάνεις, κι άλλα τέτοια κουφά και απαράδεκτα. Ω, πόσο μισούσα τον εαυτό μου εκείνες τις ώρες! Πόσο πολύ τον έβριζα! Θυμόμουνα τα λάθη μου και τα λάθος πάθη μου, κι από μέσα μου έπαιρνα φωτιά, αλλά δεν έβγαζα καπνούς μήπως και δει εκείνη την ταραχή μου. Πες της τα ρε. Τι ντρέπεσαι; Πες της τα, μια κι έξω, να τελειώνει επιτέλους αυτή η φάρσα, με ξεκούφαινε η φωνή της συνείδησης, αλλά εγώ και πάλι δεν τολμούσα. Φοβόμουνα τόσο πολύ τότε, πιότερο κι απ’ το θάνατο, την απόρριψη. Δεν πίστευα καν αυτό που τόσο καθαρά διάβαζαν τα μάτια μου στα δικά της, αυτό που μάντευαν οι αισθήσεις, που με καλούσαν άγρια, επιτακτικά να ξυπνήσω. Όλα! Όλα μου βροντοφώναζαν πώς τα πράγματα θα πήγαιναν καλά, ότι η τύχη ήταν με το μέρος μου αλλά, ο άθλιος, δεν έπαιρνα από λόγια. Δεν ήθελα να πάω για το δάσος και να χάσω το δέντρο. Το δέντρο! Το όνειρο! Κάλλιο ένα όνειρο μικρό, παρά μία ακόμη απογοήτευση, σκεφτόμουνα.
Ξοδέψαμε τα δύο βράδια μιλώντας για όλα και για τίποτα. Παρακολουθούσα με άγρυπνο βλέμμα την κάθε της κίνηση, το κάθε μικρό χαμόγελο, την κάθε γκριμάτσα, ακόμη και των ματιών της το πετάρισμα. Πόσο ζήλευα όταν έβλεπα κάποιον άλλο να της μιλά! Ποιος του έδινε το δικαίωμα; Ποιος; Γιατί της μιλούσε; Γιατί δε μιλούσε με κάποια άλλη; Κι εκείνη... Εκείνη γιατί του απαντούσε;
Παραλογιζόμουνα, το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι για να τ’ αποφύγω. Ωστόσο, ο πόνος μου, το μικρό μου δράμα ήταν και χαρά, αφού μ’ όποιον κι αν μιλούσε, ό,τι κι αν έκανε, κάθε τόσο γυρνούσε προς το μέρος μου και μου ’ριχνε μια φλογισμένη ματιά, ένα λαχταριστό χαμόγελο. Τότε ο κόσμος όλος χάνονταν, η μουσική -κι αυτή- σταματούσε, και σ’ ολόκληρο το σύμπαν δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, κανείς, παρά μονάχα εκείνη κι εγώ, και το νιογέννητο αστέρι του έρωτα. Γιατί δεν της μίλησα; Γιατί δεν της ομολόγησα τη λατρεία μου; Αφού κι εκείνη, αυτό ακριβώς περίμενε...
Μια στιγμή μονάχα έφτασα μια ανάσα πριν τη μεγάλη εξομολόγηση, πριν το βροντερό των τειχών μου γκρέμισμα. Θέλω κάτι απ’ τη ζωή σου, της είπα. Σα με ρώτησε Τι, είδα το βλέμμα της να φωτίζεται, ν’ αλλάζει όψη και να με τυλίγει, να μ’ αγκαλιάζει. Ωστόσο, για μία ακόμη φορά τα λόγια της ψυχής δεν μπόρεσαν να βρουν το δρόμο τον καλά, τον αιώνια χαραγμένο για τα χείλη, και παρέμειναν τα δόλια έγκλειστα στην προσωπική τους φυλακή, στο κελί της ανασφάλειάς τους. Ένα τσιγάρο, της απάντησα κι είδα τα μάτια της να θολώνουν, μια οργισμένη σκιά να τα διατρέχει και μετά ένα ξεφύσημα ειρωνείας. Με σκότωσε, επί τόπου, φαρμακερά χαμογελώντας. Αλλά, δε μ’ άφησε να πέσω χάμω, να τσακιστώ, με συγκράτησε, με έσωσε. Ίσως να μου δίνει με τον τρόπο της μια τελευταία ευκαιρία, σκεφτόμουνα. όχι μ’ ελπίδα, με θλίψη.
Την ημέρα που θα έφευγα την περάσαμε ολόκληρη μαζί. Περπατούσαμε και μιλούσαμε, τρέχαμε κι όλο γελούσαμε. Περνούσαμε υπέροχα μαζί οι δύο. Τα χνώτα μας ταίριαζαν, απόλυτα. Συμπλήρωνε ο ένας την κουβέντα του άλλου, οι σκέψεις μας συμβάδιζαν, όλα τα κοινά μας στοιχεία έδιναν το παρόν τους, φώναζαν την παρουσία τους, μάς έλεγαν Είστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Κι όμως, εμείς δεν τα ακούγαμε, δεν τους δίναμε σημασία, ζούσαμε μονάχα με πάθος εκείνο τ’ όνειρο της μέρας, που σύντομα ήτανε γραφτό του να τελειώσει. Όπως και έγινε.
Την ώρα του αποχαιρετισμού την αγκάλιασα το ίδιο δειλά όπως τις προάλλες είχα πάρει το χέρι της στο δικό μου. Εκείνη μ’ αγκάλιασε με δύναμη, με πάθος. Κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι αποφασιστικά και με φίλησε παθιασμένα στα διψασμένα χείλη, που έμοιαζαν να αιμορραγούν.
Σε λίγο θα έφευγα. Θα έφευγα και μάλλον δε θα την έβλεπα ποτέ ξανά αφού όλες σχεδόν οι οικονομίες μου έκαναν γοργά φτερά, δεν είχα πια λεφτά να ξοδέψω σε ταξίδια, δεν είχα τα μέσα για να γυρίσω κοντά της και πάλι. Της ευχήθηκα να έχει μια καλή ζωή, γιομάτη χαρές και συγκινήσεις μεγάλες, όπου κι αν την έβγαζε ο δρόμος της, ο μεγάλος και προσωπικός, στη συνέχεια. Της έγραψα σ’ ένα χαρτάκι τη διεύθυνσή μου στην Αθήνα, έτσι, για κάθε περίσταση. αν ήθελε και μπορούσε κάποτε να μ’ επισκεφθεί ή και να μου στείλει κάποιο γράμμα.
Συγγνώμη, της ψιθύρισα, αφήνοντάς την να ξεγλιστρήσει απ’ την αγκαλιά μου. Στα μάτια της διέκρινα μια κάποια αμηχανία και θλίψη ανείπωτη. Το βλέμμα της έμοιαζε ραγισμένο, ικετευτικό, σα να μου φώναζε να μείνω εκεί, μαζί της. κι από τότε σα μια βαριά κι αγιάτρευτη πληγή, έτσι το θυμάμαι. Εκείνο το μαύρο, το καταραμένο βράδυ, έκλαψα πολύ. έκλαψα πικρά για την αγάπη που ήξερα, τελικά, πώς είχα, και την οποία έχασα, για την αγάπη που δεν τόλμησα να κάνω δική μου.
Έχει δικά της σχέδια για τη ζωή, διαφορετικά όνειρα από σένα. Μαζί σου θα χανότανε, και θα ’χανε και όλα όσα είχε ποτέ ονειρευτεί, έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου, και μετά προσπαθούσα να τον κάνω να πιστέψει το δόλιο, το μεγάλο ψέμα μου. Ακριβώς όπως είχα καταφέρει να τον πείσω πώς, έτσι κι αλλιώς, δε θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Τα γκρίζα σύννεφα της μοναξιάς έπεσαν και πάλι βαριά, σκεπάζοντας με πόνο τα όνειρά μου.
Στο καράβι της επιστροφής ένιωθα σα ναυαγός στην έρημο του χρόνου, που όλο φεύγει και μ’ αφήνει μόνο. Σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της διαδρομής προσπαθούσα να πετύχω το αδιανόητο, να σβήσω απ’ το τρύπιο μου μυαλό την ανάμνησή της. Πόσο νωρίς, πόσο πολύ νωρίς ήταν για να επιχειρήσω να κλείσω με το έτσι θέλω μια ανοικτή, ματωμένη με δάκρυ και ενοχές πληγή! Είχα για μια ακόμη φορά αυτοτραυματιστεί σοβαρά, κρίσιμα πολύ, αλλά και πάλι θα επιβίωνα.
Το ακύμαντο μα ταραχώδες ποτάμι της σκέψης μου με γύρισε πίσω στο πιο μακρινό παρελθόν, και μ’ έφερε αντιμέτωπο μ’ άλλους χαμένους έρωτες, που -όπως κι αυτός- ίσως να μην υπήρξαν στ’ αλήθεια ποτέ. Και τότε κάθισα και άρχισα να γράφω με ρυθμούς πυρετικούς αυτή την ιστορία. μια ιστορία παθών και λαθών. Θέλησα να βγάλω όλο εκείνο το συσσωρευμένο πόνο από μέσα μου, ετούτη τη διαιωνιζόμενη θλίψη. Θέλησα να ξεφορτωθώ μια για πάντα τα φαντάσματα απ’ το κοντινό κι απόμακρο παρελθόν, που δε με άφηναν στιγμή να χαρώ τη ζωή.
Πόνο, θλίψη, ανακούφιση, εμφυσήματα χαράς, αυτά αισθανόμουνα καθώς ξαναζούσα όλα όσα μου είχαν χαρακώσει την ψυχή, όλα όσα με είχαν βαθιά πληγώσει. Πόνο και θλίψη επειδή έξυνα τις πληγές που ακόμη αιμορραγούσαν. Ανακούφιση και χαρά γιατί τις απέθετα πάνω στο χαρτί, αδειάζοντας ένα μέρος της καρδιάς μου, στο οποίο θα μπορούσε ίσως κάποτε να εισβάλει το φως.
Ο ήλιος ανέβαινε δειλά-δειλά, χωρίς καθόλου να βιάζεται, αναψοκοκκινισμένος από τη θάλασσα, καθώς το καράβι έμπαινε στο αγουροξυπνημένο λιμάνι του Πειραιά.
Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωσα ένα ξαλάφρωμα, μια μικρή ικανοποίηση, μόλις κούρνιαξα και πάλι μέσα στους ασφυκτικά περίκλειστους τοίχους του υπόγειού μου. Μέσα εκεί ένιωθα ασφαλής. Ασφαλής από τον εαυτό μου κι από τους άλλους. Κανείς δεν μπορούσε να εισβάλει στον ψυχωτικό μου χαρακτήρα, όσο βρισκόμουνα στο δικό μου έδαφος.
Η πρώτη βδομάδα μετά την επιστροφή μου στην φασαριόζα Αθήνα πέρασε ασυνήθιστα γρήγορα και παραδόξως ευχάριστα. Κοιμόμουνα από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι, μετά βυθιζόμουνα στους κόσμους τους μαγικούς όπου με ταξίδευαν τα βιβλία έως και το βράδυ, οπότε πήγαινα επισκέψεις σε γνωστούς ψάχνοντας για φίλους. Ξόδευα επίσης χρόνο πολλή παρακολουθώντας ό,τι έδειχνε το χαζοκούτι, ενώ συχνά πυκνά πήγαινα και στα θερινά τα σινεμά, μ’ αγιόκλημα και γιασεμί, και άλλα λυρικά.
Η ευδαιμονία μου, ωστόσο, όπως θα περίμενε κανείς, δεν κράτησε και πολύ. Τα δόλια τα φαντάσματα απ’ το παρελθόν άρχισαν και πάλι να με κυνηγάνε και δεν ήξερα, δεν είχα ιδέα πώς να τους ξεφύγω. Πώς ξεφεύγει κανείς απ’ τα φαντάσματα του έρωτα; Ε; Πώς; Η μεγάλη γνωστή και άγνωστη, ο πικρός και γλυκός ανέκφραστός μου έρωτας, ο έρωτας των δύο αγκαλιών και του ενός και μοναδικού φιλιού, άρχισε να κάνει κατάληψη και πάλι στα όνειρά μου. Τη μια μου χαμογελά, την άλλη μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι, την άλλη δακρύζει με πόνο, έγραψα κάπου, σ’ ένα κομμάτι χαρτί, σ’ ένα μπλοκάκι γιομάτο στιγμές. Ίσως, τελικά, να μη σε αφήνουν, να μη σε εγκαταλείπουν ποτέ οι έμμονές σου ιδέες. εκτός κι αν καταφέρεις να τις αντικαταστήσεις με κάποιες άλλες.
Μπήκα σε μια νέα φάση πόνου, κατάθλιψης, μοναξιάς και ιδιότυπου παραλογισμού. Πρέπει να την ξεχάσεις. Πρέπει! Προσπαθούσα να επιβάλω τη λήθη στον εαυτό μου. Κι ήταν σα να του έλεγα, σα να τον παρότρυνα να ξεχάσει πώς να ζει, πώς ν’ αναπνέει.
Το φευγάτο βλέμμα επέστρεψε και πάλι στο πρόσωπό μου, και το μέσα μου άρχισε να ντύνεται επιμελώς και συστηματικά με τα σκουρόχρωμα ρούχα της οργής. Όλοι, τώρα πια, μού φαίνονταν αφόρητα πληκτικοί, όλα ανούσια. Πήρα να μισώ τον τρόπο ζωής και σκέψης όλων όσοι με περιέβαλλαν. Ήταν όλοι τους τόσο τακτικοί, τόσο καθώς πρέπει και εκκωφαντικά προβλέψιμοι. Τους απεχθανόμουν, τους βαριόμουνα. Μα πιότερο απεχθανόμουν τον εαυτό μου, επειδή επέμενε να κάνει παρέα μαζί τους, να επιζητεί τη συντροφιά τους. Ωστόσο, ήξερα! Το ήξερα ότι αυτοί δε φταίγανε σε τίποτα. εγώ ήμουνα ο φταίχτης, κι αυτοί τα θύματά μου. η μοναδική διέξοδος στα πολλά αδιέξοδα που τόσο περίτεχνα είχα δημιουργήσει για τον εαυτό μου.
Δεν έπρεπε να μένω μόνος, ούτε στιγμή. Δεν μπορούσα να μείνω μόνος. Αρρωστούσα. Πίστευα, ο κακομοίρης, πώς αν είχα κάποια -μια οποιαδήποτε- παρέα θα γινότανε το θαύμα, θα την ξεπερνούσα. Φανταζόμουνα ότι θα μπορούσα να ξεγελάσω ακόμη και τα ίδια μου τα συναισθήματα. Ανθρωπάκι! Μικρό ανθρωπάκι, αδύναμο. Πόσο σίγουρος ήμουνα λίγες μέρες πριν πώς όλα πια είχαν για τα καλά τελειώσει, πώς δε θα την έβλεπα ξανά ποτέ.! Και πόσο σίγουρος ήμουν όταν της το έλεγα! Ποιον, στ’ αλήθεια, ποιον προσπαθούσα να πείσω λέγοντας εκείνο το μεγάλο κι άθλιο, μα συνάμα αθώο ψέμα; Εκείνη ή το μικρό μου εγώ;
Ω, τόσο πολύ μισούμε τελικά τον εαυτό μας, που θέλουμε να το βασανίζουμε και να τον τιμωρούμε, μέχρι να φθάσει στο σημείο της κατάρρευσης;
Τρεις βδομάδες ακριβώς μετά το στερνό αντίο, βρέθηκα πάνω στο καράβι του Νίκου Καζαντζάκη με προορισμό την πόλη του. Γιατί μου φάνηκε τόσο μακρινό, μια μικρή αιωνιότητα, εκείνο το δεκάωρο ταξίδι; Γιατί άργησε τόσο πολύ να ξημερώσει εκείνη η μέρα; Γιατί δεν μπόρεσα ούτε και για μια στιγμή ν’ απολαύσω το ταξίδι; Γιατί δε χάρηκα εκείνη την αυτοκρατορική ανατολή με την οποία μας υποδέχτηκε το λιμάνι του Χάντακα;
Η διαδρομή με το λεωφορείο μού φάνηκε ακόμη μεγαλύτερη, πολύ οδυνηρή, δίχως τελειωμό. Καταριόμουνα τον εαυτό μου, το νεο-γεροξεκούτη, που δεν πήρε το καράβι που πήγαινε κατ’ ευθείαν στα Χανιά, άκουσον άκουσον, επειδή ξεκινούσε μισή ώρα αργότερα. Τίποτα! Τίποτα δεν μπορούσα να χαρώ τις ώρες εκείνες. Τα τόσο μαγευτικά τοπία της κρητικής φύσης φάνταζαν στα μάτια μου μουντά, άχρωμα. Δε μου μιλούσαν, δε μου έλεγαν κάτι καθώς εγώ πήγαινα μ’ ανυπομονησία περισσή κι αγωνία μεγάλη να δω το φως μου, τον ήλιο μου το θηλυκό, που μονάχα εκείνος θα μπορούσε να μου χαρίσει φως, χρώμα, ομορφιά.
Στα Χανιά βρήκα ένα σχετικά καλό δωμάτιο με θέα το λιμανάκι, σε αρκετά χαμηλή τιμή. Ο ιδιοκτήτης υπέθεσε ότι έψαξα κι αλλού, κι ας του επισήμανα απ’ την αρχή ότι η δικιά του ήταν η πρώτη πόρτα που χτύπησα. Ακόμη μία απόδειξη ότι η αλήθεια δε γίνεται ποτέ εύκολα πιστευτή. Τουλάχιστον, όμως, εκείνη η αλήθεια μού βγήκε σε καλό. Έκλεισα το δωμάτιο για μια βδομάδα. Θα ξόδευα ότι είχα και δεν είχα για να είμαι κοντά της, δίπλα της, ώστε ν’ απολαύσω όσο περισσότερο μπορούσα της θεσπέσιάς της ύπαρξης όλες τις χαρές και τις χάρες.
Κοιμήθηκα κάπως ανήσυχα ως νωρίς το βράδυ. Όταν ξύπνησα και βγήκα έξω μ’ ένα πλατύ μαρτυριάρικο χαμόγελο στα χείλη, η κίνηση στους δρόμους ήταν στο φόρτε της. Εκατοντάδες άτομα κάθε καταγωγής και ηλικίας πηγαινοέρχονταν με βήμα περιπάτου, καθώς ο ήλιος όδευε προς την αμετάκλητη δύση του. Οι καμπάνες τριών εκκλησιών κτύπησαν ταυτόχρονα τραγουδώντας πώς η ώρα πήγε εννιά. Η νύχτα άρχιζε τη βάρδια της, κι ήμουνα σίγουρος ότι για μένα θα ήταν μια νύχτα σημαδιακή, χαρά γιομάτη. Ωστόσο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο ύστερα από λίγο ένιωσα να θρονιάζεται μέσα μου η μελαγχολία.
Μελαγχολία ή φόβος; Μάλλον φόβος. Φοβόμουνα πώς αυτή τη φορά δε θα διέκρινα εκείνη τη φλόγα στα μάτια της. Φοβόμουνα ότι κάποιος άλλος, που δεν ήτανε δειλός χαρτογιακάς σαν και του λόγου μου, θα είχε εισβάλει στη ζωή της. Ίσως να φοβόμουνα και την επόμενη μέρα. Όμως, αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένος, είτε έτσι είτε αλλιώς, να κάνω το μεγάλο βήμα, να της πω της ψυχής μου την αλήθεια, να της εξομολογηθώ τον έρωτά μου. Θα της τα έλεγα όλα, μεμιάς, με μια ανάσα, και μετά θα δεχόμουνα με ευχαρίστηση ή και αγόγγυστα, τις ευχάριστες ή και δυσάρεστες συνέπειες. Τουλάχιστον, όμως, θα μάθαινα, θα ήξερα αν θα μπορούσα να συνεχίσω το δρόμο μου μαζί της ή μόνος.
Μερικές φορές τα λόγια είναι πολύ φτωχά, ανήμπορα, κι αδυνατούν να περιγράψουν κάποια οδυνηρά συναισθήματα, κάποιες τραγικές καταστάσεις. Βρήκα το μπαράκι κλειστό και μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Πόνο, θλίψη, οργή, απογοήτευση; Τι ακριβώς ένιωσα εκείνη την ώρα, εκείνη τη στιγμή πανικού, δεν μπορώ στ’ αλήθεια να πω. Το μόνο που μπορώ να πω με μια σιγουριά ακλόνητη είναι ότι ποτέ στη ζωή μου ξανά δεν ένιωσα τόσο συντετριμμένος. Αν δεν είχα, για τόσα χρόνια, καλά εκπαιδεύσει το μέσα μου στις κακουχίες θα κατέρρεα εκεί, μπροστά στην κλειστή του πόρτα, θα πέθαινα επί τόπου απ’ τον καημό.
Μόλις συνήλθα κάπως απ’ το σοκ, είπα να το ψάξω λίγο το θέμα. Έτσι ρώτησα κάποιο γνωστό, που δούλευε στο διπλανό γυράδικο, να μου πει τι είχε συμβεί. Και μου είπε. Το μπαράκι έκλεισε μόλις δυο μέρες πριν, αφού η ιδιοκτήτρια χρεοκόπησε και δεν μπορούσε πια να το κρατήσει. Τον ρώτησα για την Ντολφίν, αλλά δεν είχε ιδέα που πήγε, αλλά ούτε και πού θα μπορούσα να ψάξω για να τη βρω. Το μέσα μου σκοτείνιασε.
Έφυγα! Απλά έφυγα και τον άφησα να με κοιτά παραξενεμένος, χωρίς να του προσφέρω καν μια ταπεινή ευχαριστία. Ήμουνα ήδη χαμένος, κρυμμένος βαθιά μέσα στον κόσμο τον εφιαλτικό, που μόλις ξημέρωνε για μένα. Πήγα κατ’ ευθείαν στο δωμάτιό μου, ρίχτηκα στο παλιό σκληρό στρώμα που έτριζε τα χρόνια παράπονά του, και πνίγηκα στους λυγμούς. Τα δάκρυα έρεαν καυτά σα λάβα, ανέλπιδα, εκσφενδονίζονταν απ’ της καρδιάς μου το ηφαίστειο και πυρπολούσαν τα πλημμυρισμένα μάτια μου. Ζούσα ένα έρωτα φαρμακερό, δίχως αύριο, ένα έρωτα καταδικασμένο στην αποτυχία, ένα έρωτα χωρίς το αντικείμενό του. Κι όλ’ αυτά, επειδή υπήρξα δειλός, ασυγχώρητα δειλός.
Αν της μιλούσα τότε -τέλος πάντων κάποτε- ίσως όλα τώρα να ’τανε αλλιώς. Ίσως αυτή τη στιγμή να βρισκότανε εδώ, κρυμμένη στην αγκαλιά μου, κλέβοντάς μου ζεστασιά, χαρίζοντάς μου φως. Ίσως να δακρύζαμε μαζί κι ύστερα απαλά να στεγνώναμε ο ένας τα δάκρυα του άλλου. Ίσως τώρα να της χάιδευα το πρόσωπο, τα άγρια, τα σγουρά της τα μαλλιά. Ίσως να κάναμε έρωτα και να ταξιδεύαμε σε κόσμους αισθησιακά ανείπωτους, που τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν. Ίσως και να τσακωνόμασταν και μετά γλυκά πολύ να τα βρίσκαμε και πάλι, ν’ αφήναμε την αγάπη να διώξει μακριά όλα τα σκοτάδια. Ίσως...
Δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να με μισήσει όσο μισούσα εγώ τον εαυτό μου εκείνη την ώρα, ούτε ο χειρότερός μου εχθρός. Μια αγάπη πέθαινε προτού καλά καλά γεννηθεί κι εγώ έφερα ακέραια την ευθύνη, κρίμα στο λαιμό μου βαρύ. Στο δάκρυ και τις θύμισες ξόδεψα ολόκληρο το βράδυ εκείνο. Όχι, δεν ήπια καθόλου. Δεν ήθελα να ξεχάσω. Δεν ήθελα να ξεχαστώ.
Το υπόλοιπο της διαμονής μου στα Χανιά το πέρασα, το χαράμισα ίσως να έλεγε κανείς, τριγυρνώντας σε ντίσκο και σε μπαράκια, πίνοντας ποτά αμέτρητα και ψάχνοντας για κείνη. τη μοναδική μεγάλη μου αγάπη, τη γυναίκα-φωτιά, τον έρωτα που χάραξε βαθιά και ανεξίτηλα τους δρόμους της καρδιάς μου.
Κοιμόμουνα ελάχιστα, διάβαζα ακόμη πιο λίγο, κι όλο περπατούσα. περπατούσα δίχως προορισμό, πορευόμουνα χωρίς ελπίδα στους δρόμους, τα στενά και τα σοκάκια της πόλης, σκαρφάλωνα στα βράχια όπου έριχνα γροθιές μ’ αόρατους θεούς, κι απειλούσα με αντίποινα σκληρά τις θάλασσες. Στο τέλος, το μόνο που κατάφερα ήταν να μάθω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη τα πάντα γύρω από τα Χανιά. μια γνώση δίχως την οποία θα μπορούσα να ζήσω. Ωστόσο, δεν ήμουνα καθόλου σίγουρος πια κατά πόσο θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνη, των ονείρων μου τ’ όνειρο.
Καθώς γράφω ετούτες τις λέξεις, ετούτα τα λόγια τα στερνά του έρωτά μου, βρίσκομαι για μια ακόμη φορά στο καράβι για τον Πειραιά. Μόλις λίγες ώρες πριν η επιχείρηση Ψάχνοντας απελπισμένα την Ντολφίν, έφτασε στο τέλος της. Ένα ακόμη χαμένο ταξίδι στο κυνήγι τ’ ονείρου, θα έλεγε κάποιος. Όχι εγώ! Εξάλλου, κι αυτό είναι χιλιοειπωμένο, εκείνο που μετρά είναι το ταξίδι κι όχι ο προορισμός. Αν μη τι άλλο, απ’ όλη αυτή την αγωνία, απ’ όλο τον πόνο και τη θλίψη και τις μικρές χαρές, βγήκε και κάτι. μια ιστορία! Ίσως μετά από χρόνια πολλά να τη διαβάσω, να την ξαναζήσω γραμμή γραμμή, και να γελάσω ή να δακρύσω. Ο χρόνος πάντα απαλύνει τον πόνο, κι εκείνο που απομένει είναι μια πικρόγλυκη ανάμνηση. Μπορώ να πω σιγουριά ότι η ανάμνηση που θα μου μείνει απ’ αυτόν το μονόδρομο έρωτά μου θα ’ναι ευχάριστη. Η Ντολφίν μου έδωσε χαρά, χαρά για τη ζωή, κι ας μην το κατάλαβε ποτέ, κι ας μην το μάθει στον αιώνα τον άπαντα.
Τώρα, καθώς κάθομαι μοναχός με τις θύμισές μου εδώ, στο άδειο κατάστρωμα, μες στ’ άγρια μεσάνυχτα, μ’ ένα κρύο αεράκι να μου δροσίζει σα χέρι γυναικός το πρόσωπο και να μου ξυπνά τις αισθήσεις, σκέφτομαι και πάλι εκείνη. Πού να βρίσκεται, άραγε, την ώρα ετούτη; Τι κάνει; Πώς νιώθει; Είναι ευτυχισμένη; Είναι ευτυχισμένη όσο της αξίζει;
Τα σχέδια, οι στόχοι, τα όνειρα, οι άνθρωποι, όλα πάνε κι έρχονται. Η ζωή μονάχα φεύγει και πίσω δε γυρνά, ούτε καν κοιτά πίσω. Την τελευταία βδομάδα έζησα έντονα. Μες στη μαύρη απελπισία μου, εκείνη της απώλειας, έζησα την κάθε στιγμή. Κατόρθωσα, επιτέλους, να καταλάβω τη σημασία της στιγμής, να την εκτιμήσω. Αν δεν ανέβαλλα συνεχώς την πιο σημαντική στιγμή, ίσως τώρα να μη βρισκόμουνα σ’ αυτό το καράβι, ίσως να μην έγραφα αυτά τα γλυκανάλατα, αλλά από ψυχής λόγια. Αν...
Ντολφίν, καλή μου, όπου και να ’σαι, μ’ όποιον και να ’σαι αυτή την ώρα, εύχομαι ειλικρινά να περνάς καλά, να χαίρεσαι τη ζωή, να χαμογελάς. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποια μέρα να συναντηθούμε και πάλι, κι ίσως θυμηθούμε παρέα τα παλιά, εκείνα που ζήσαμε και τ’ άλλα, που δε ζήσαμε μαζί, ίσως να γελάσουμε και να δακρύσουμε, ίσως και ν’ ανέβουμε μαζί στην κορυφή του βουνού της ευτυχίας, ίσως ζήσουμε εκείνο που λένε Αγάπη, ίσως πάρουμε τη ζωή σαν ένα όνειρο, κι ίσως ξεφύγουμε απ’ τα φρικτά προσωπικά μας υπόγεια της μοναξιάς και του φόβου, ίσως αγγίξουμε τον ουρανό, και ίσως μπορέσουμε να ζωγραφίσουμε τον ολόδικό μας, το μοναδικό παράδεισο. Ίσως...

Κάποιοι λένε: Όσο ζω, ελπίζω!
Εγώ λέω: Όσο ζω, ονειρεύομαι!

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που έγραψα πάνω στο καράβι, λίγο πριν το χάραμα. Άδειασα το είναι μου ολάκερο στο χαρτί και κάπου ξαλάφρωσα, κάπου ένιωσα πιο δυνατός και μια ξεχασμένη φλόγα μέσα μου να σιγοκαίει.
Όταν έφτασα στον Πειραιά δε θέλησα να πάω κατ’ ευθείαν στο υπόγειό μου. Αποφάσισα για λίγο να περιπλανηθώ στην πόλη, ν’ ακούσω φωνές και φασαρία, ν’ αντικρίσω τη θέα της ζωής μετά από Εκείνη. Και τόκανα! Περπάτησα πολύ, για χιλιόμετρα ολόκληρα, στην παραλιακή του Πειραιά, ρούφηξα εικόνες, έφαγα ψάρια, ήπια ούζο, χόρτασα τη ματιά και το μυαλό μου.
Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν άνοιξα την πόρτα για να μπω στο υπόγειό μου. Το είδα λουσμένο στο φως. Αρχικά ξαφνιάστηκα, αλλά αμέσως μετά σκέφτηκα ότι η ξαδέλφη μου θα έκανε, μάλλον, μία ακόμη έφοδο καθαριότητος, αφού δεν άντεχε να με βλέπει να ζω μέσα στη βρωμιά και τη σκόνη. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν ήθελα να τη δω, αλλά ήταν πια πολύ αργά για να κλείσω την πόρτα και ν’ αποχωρήσω διακριτικά.
Ήρθα, φώναξα για να δηλώσω την παρουσία μου.
Γεια σου, μαλάκα, άκουσα κάποια να μου απαντάει με σπαστά ελληνικά.
Εκείνη! Εκείνη, εκεί; Ναι...
Παρέμεινα να την κοιτώ άφωνος, αποσβολωμένος, καθώς ξεπρόβαλλε χαμογελώντας πλατιά, ζεστά κι ειρωνικά, απ’ την κουζινούλα.
Σε βρήκα! συνέχισε στα αγγλικά.
Πώς; πήγα να ρωτήσω, αλλά θυμήθηκα. της είχα δώσει τη διεύθυνσή μου. Από κει και πέρα συνεργάστηκαν η τύχη, η σπιτονοικοκυρά και η ξαδέλφη μου και να ’την, μπρος στα μάτια μου, να με σκοτώνει με τα μάτια, να μ’ ανασταίνει με τα χείλη.
Πέταξα το σακίδιό μου στον πάτωμα, διέσχισα βιαστικά τα λιγοστά μέτρα που μας χώριζαν και την αγκάλιασα. σφικτά, κτητικά, αποφασισμένος να μην την αφήσω να φύγει ποτέ ξανά.
Αγάπη μου, της ψιθύρισα με την καυτή ανάσα μου στ’ αυτί, αγάπη...
Βλάκα μου, μου απάντησε εκείνη, βλάκα, κι ένιωσα τα δάκρυά της να τρέχουν καυτά, δροσερά, να μου διατρέχουν το λαιμό και το κορμί, να με ποτίζουν ευτυχία.
Αγάπη μου...
Βλάκα μου...