Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Τ’ όνομα της είναι Θάλασσα

Κάποιοι πάντα μου έλεγαν ότι αυτή είναι η καλύτερη ιστορία που έχω γράψει. Και πάντα διαφωνούσα μαζί τους. Ωστόσο, είναι η πιο αληθινή, και γι' αυτό της έχω ιδιαίτερη αδυναμία. Διαβάστε, λοιπόν, για το κορίτσι που ήθελε να το φωνάζουν Θάλασσα:

Στη θαλασσιά Μαρίνα

- Ποια είσαι;
- Δεν ξέρω!
- Τι φοβάσαι;
- Εμένα.
- Φοβάσαι κάτι που δεν ξέρεις;
- ...


Κάπως έτσι έγινε η αρχή για τη γνωριμία μας κάποια απ’ τις πολλές, σημαντικές κι ασήμαντες, αλλά πάντα μοναχικές, βραδιές στο mirc.
Τ’ όνομά μου είναι Μαρίνα, αλλά θα ήθελα να με αποκαλούν Θάλασσα, μου ομολόγησε λίγο μετά. Χαμογέλασα! Χαμογέλασα πλατιά μπροστά στην οθόνη ενός καινούριου τότε, αλλά απηρχαιωμένου τώρα, ηλεκτρονικού υπολογιστή. Λες μέσα από όλο αυτό το συρφετό των ανθρώπων, που τριγυρνούν μέρα νύχτα στο διαδίκτυο της πλάνης και της μοναξιάς, να συνάντησα, επιτέλους, μια αληθινή ψυχή; αναρωτήθηκα.
Ναι, αυτό τελικά αποδείχτηκε πώς ήταν η Μαρίνα. Μια αληθινή, πλην μοναχική, ψυχή. μια από εκείνες τις υπάρξεις που ψάχνουν για το μαγικό, που δημιουργούν μαγεία, που ξεχωρίζουν για του μέσα τους κόσμου την αλήθεια, κι όχι για την τόσο παραπλανητική κάποτε εικόνα.
Μετά από εκείνη την πρώτη, την αναγνωριστική συνάντηση, κλείσαμε πολλά ραντεβού στα δωμάτια και τα δώματα του κυβερνοχώρου, ανταλλάξαμε πολλά απρόσωπα αλλά γιομάτα ψυχή ηλεκτρονικά μηνύματα, μιλήσαμε για ατέλειωτες ώρες στο τηλέφωνο, για το λίγο και το πολύ της ζωής μας. Και όταν τελικά συναντηθήκαμε, σε μια άλλη μακρινή αλλά όχι άγνωστη πόλη, σε μια άλλη χώρα, νιώσαμε μεμιάς σα να γνωριζόμασταν από πάντα, από τα βάθη του χρόνου τα απροσμέτρητα. λες και δε μας χώριζαν χιλιόμετρα σιωπής, αιώνες απουσίας, ασήκωτα βάρη προσωπικού πόνου, πόθου και απώλειας. Συναντηθήκαμε στα σύνορα του αληθινού με το φανταστικό, που όχι μόνο μοιάζουν, αλλά είναι κιόλας όμορφα.
Από τότε πέρασαν χρόνια, πολλά. κύλησαν αβίαστα και γοργά και χάθηκαν στη δίνη του όμορφου χθες. Η επικοινωνία μας, λόγω αποστάσεων και καταστάσεων, είναι πια πιο αραιή, περιορισμένη, αλλά πάντοτε το ίδιο αληθινή. γιομάτη αγάπη για τις μέρες που έφυγαν, μα μέσα μας ζούνε, μ’ αισιοδοξία γι’ αυτές που έρχονται, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Λείπει η παλιά επαφή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει εκείνο το κάτι που μας διατηρεί τον ένα κοντά στον άλλο, που δίνει χρώματα και ζωή σ’ αυτά που ζήσαμε και μοιραστήκαμε, που εξιδανικεύει τις στιγμές μας, οι αναμνήσεις.
Πιάνω στα χέρια μου προσεκτικά, στ’ αλήθεια τρυφερά, τα e-mail που μου έχει στείλει. Κρατώντας γερά την ανάσα μου, κάνω βουτιά στα γαλανά νερά της ύπαρξής της. Γεμίζει με γλυκιά αλμύρα το κορμί μου, με απέραντη θαλπωρή η ψυχή μου. Κλέβω χαρά απ’ τις στιγμές, τα λόγια που κάποτε με όλη τη γενναιοδωρία της μου είχε χαρίσει: Λίγη θάλασσα να γίνω, αλμυρένια και ποτέ ξανά η ίδια.
Το ’πε και τόκανε. Έγινε κύμα, έγινε θάλασσα, η Μαρίνα, και ταξιδεύει ανάλογα με τα κέφια του καιρού μακριά πολύ, χαϊδεύει άλλες ακτές, τραγουδά συντροφιά με άγνωστους γλάρους. μα, κάθε τόσο, μου στέλνει μεθυστικό ένα μήνυμα: ...Να είσαι νερό. Υγρός, ρευστός, δροσιστικός, διάφανος... Αυτά μου λέει. Και με θέλει ακόμη, μου ζητάει να χαμογελώ στο ατέλειωτο μπλε των ονείρων μου. Μου μιλάει για τους ανθρώπους, για το πόσο αγαπά την ποίηση μέσα τους.
Αχ, μωρέ Μαρίνα, Μαρινάκι, γιατί μου τόκανες αυτό; Γιατί έγινες κύμα και μου έφυγες; Όμορφες δεν ήταν οι ατέλειωτες, μα τόσο τελειωτικές, συζητήσεις μας; Γλυκές, σαν τα εκλέρ που τόσο αγαπούσα, δεν ήταν οι στιγμές που ζήσαμε μαζί; Θυμάσαι εκείνη την ολική, την τυλιγμένη σ’ ένα πέπλο μυστηριακό, έκλειψη σελήνης που μας μάγεψε μια δροσερή και χαρούμενη, μα παράταιρα σιωπηλή, νύχτα στην παραλία; Εικόνες! Εικόνες αμέτρητες, στη φύση τους μοναδικές, που με κυνηγάνε, που στοιχειώνουν τα γραπτά και τα όνειρά μου. κι αναμνήσεις, πολύ ξεχωριστές για να σβήσουν στου χρόνου το πέρασμα. Μου έφυγες! Σε άφησα να φύγεις. Πήρες το δρόμο σου. το δρόμο της καρδιάς σου. Κι εγώ παρέμεινα πίσω εδώ ν’ αναρωτιέμαι: Ζηλεύεις ακόμη τους γλάρους; Αγαπάς, όπως πάντα, τα Πράσινα Μάτια της Ντυράς; Λατρεύεις, όπως τότε, σα θεό, σαν αμαρτία, τον Πάμπλο Νερούδα, με το όνομα το υγρό; Ω, πόσο αγαπούσες τον τελευταίο. Θυμάσαι; Θυμάσαι που πλημμύριζες τα μηνύματά σου με στίχους του και συνήθιζες να με ταξιδεύεις με τις υδάτινες κραυγές του;
Ο χρόνος προχωρά και πίσω δε γυρνά, λέει το τραγούδι. Έλα, όμως, που εγώ τον θέλω, τον θέλω απ’ της ψυχής μου τα απόμακρα βάθη, να γυρίσει πίσω, να με γεμίσει θάλασσα και ήχους από κογχύλια, να γίνω ναυάγιο στην ακροθαλασσιά της ύπαρξής σου, όπως μου αρέσει να λέω, κλέβοντας ασύστολα τους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον.
Αλλά, στ’ αλήθεια απορώ, γιατί σου γράφω σε πρώτο πρόσωπο; Τώρα, είσαι μακριά, πολύ μακριά από μένα. όσο κι η αιωνιότητα. Ακόμη κι αν γράψω αυτό το γράμμα στ’ αστέρια, ακόμη κι αν εισβάλω με τούτα τα φτωχά, τα ασήμαντα λόγια, σε όλους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του κόσμου, πολύ πιθανόν ετούτο το μήνυμα, ο χαρούμενος θρήνος και ύμνος στη ζωή, να μη φθάσει ποτέ σε σένα. Έτσι, ας αλλάξω ρώτα, ή μάλλον πρόσωπο...
Εκείνο που ζει πιο έντονα στη μνήμη μου από κείνη είναι το πρόσωπό της, τόσο γαλήνιο, τόσο αλλού, αλλά και οι απορίες της, οι επαναλαμβανόμενές της ερωτήσεις. Πάντα ρωτούσε γιατί, για το καθετί! Για την μορφιά και την ασκήμια, για τη χαρά και τη θλίψη, για την ευδαιμονία και τον πόνο, για τις απαραίτητες αλήθειες και τ’ αναγκαία ψέματα. Ήθελε να τα γνωρίσει όλα, να τα μάθει όλα, να ταξιδέψει παντού -με σώμα και με πνεύμα- να ρουφήξει όλες τις εμπειρίες που υπάρχουν εκεί έξω. Κι υποστήριζε ότι σ’ ετούτη τη ζωή τίποτα δεν είναι τυχαίο. ήταν σίγουρη πώς κι αυτή ακόμη, η γνωριμία μας, ήταν γραμμένη κάπου εκεί ψηλά, σε ουρανούς ανείπωτους, να συμβεί.
Ονειρευόταν πολύ, κι έβλεπε θαλασσένια όνειρα. Ζούσε την κάθε μέρα σαν κάτι το μοναδικό, το ανεπανάληπτο. Όταν μιλούσε για το υδάτινο στοιχείο που πλημμύριζε το μέσα της, γινόταν ποιητική, χανόταν σε κυματισμούς ολόδικούς της: Όταν βλέπω τα δαντελωτά κύματα ξέρω ότι μπορώ να αναπνέω... Ονειρεύομαι δίχως όνειρο, κι αυτό το όνειρο το μοιράζομαι με τη θάλασσα... Απέραντη ήταν η Μαρίνα, ατέλειωτη, κι εγώ ήμουνα τόσο λίγος, τόσο μικρός... πώς να χωρέσω μέσα στην απεραντοσύνη της;
Πολλές φορές οι αναμνήσεις γίνονται δίκοπο μαχαίρι, επικίνδυνο, και σου χαρακώνουν την καρδιά, σου ματώνουν την ψυχή. Οι δικές μου δεν είν’ απ’ αυτές. Είναι αναμνήσεις γλυκές, σα χάδι, σα γιατρικό, σαν ανταμοιβή. Είναι αναμνήσεις που με σπρώχνουν με αγάπη και απαλά προς το αύριο, καθώς μέσα απ’ αυτές μαθαίνω καλύτερα τον εαυτό μου, μαθαίνω να είμαι ο εαυτός μου. Όπως ακριβώς ήμουν μ’ εκείνη. τη μάγισσα και τη μαγική, τη διάφανη, την εξομολογήτριά μου, τη μάνα, την κόρη, τη φίλη κι αδελφή μου. Εκείνη που έγραφε ποίηση και ζούσε ποιητικά, που είχε μεγάλη καρδιά, που ήξερε ν’ ακούει, που αγαπούσε με πάθος τους ανθρώπους, τους ανθρώπους που την πλήγωναν και την έδιωχναν όλο και πιο μακριά: Βαρέθηκα τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες καταστάσεις, τα ίδια πράγματα. Θέλω την τρέλα και το πάθος και τους αληθινούς ανθρώπους. Ναι, αυτούς έψαχνε, γι’ αυτό μεταμορφώθηκε σε κύμα κι έφυγε. αφού οι γύρω της νόμιζαν: ότι είναι ζωντανοί, αλλά αγνοούν το νόημα της ζωής.
Μια νύχτα ανοιξιάτικη μου ομολόγησε ένα κρυφό όνειρό της: Θέλω να βρέξει μπλε βροχή, και τότε, θα τρέξω στην αγκαλιά της θάλασσας.
Είχαμε τόσα πολλά κοινά οι δυο μας κι άλλες τόσες διαφορές. Κάποτε, σε διαφορετικούς κόσμους, σε άλλες εποχές, θελήσαμε να πεθάνουμε από ευτυχία. Αγαπούσαμε κι οι δυο με πάθος την τέχνη της φωτογραφίας. μας άρεσε να κλέβουμε στιγμές απ’ το χρόνο και τους ανθρώπους. Κι ήμασταν αθεράπευτα ερωτευμένοι, με τα όνειρα. Υποστηρίζαμε πώς ξέραμε από τι ήταν φτιαγμένα, την ύλη και την ουσία τους, κι ας τα βλέπαμε πού και πού να αιμορραγούν. Ίσως, κάποτε, να ονειρευόμαστε και τα ίδια όνειρα, μου έλεγε, για να ρίξει, την αμέσως επόμενη στιγμή, τον αφορισμό της: Ψάχνουμε τα όνειρά μας στον ουρανό, αλλά τι διάολο θα κάνουμε αν πραγματοποιηθούν;
Πολλές φορές τα κοινά σημεία -τα κοινά ενδιαφέροντα, οι κοινές απόψεις- είναι εκείνα που χωρίζουν τους ανθρώπους, γιατί από κάποια στιγμή και μετά παύει να υφίσταται η διαφορετικότητα, το πραγματικό είναι, η ουσία του καθενός. Στη δική μας περίπτωση δε συνέβηκε κάτι τέτοιο, αλλά αν συνεχίζαμε να διασχίζουμε τους ίδιους δρόμους (θυμάσαι Μαρίνα;... πάντα άγνωστός ο δρόμος, πάντα ανηφορικός) πολύ πιθανόν κάποια μέρα όσα ζήσαμε να εκμηδενίζονταν, να περνούσαν ανεπίστρεπτα και ανεπίτρεπτα στη λήθη, να αργοπέθαιναν. Φανήκαμε, ωστόσο, τυχεροί πολύ. το όμορφο χθες μας στιγμή δε μας εγκατέλειψε, κι είμαι ανείπωτα χαρούμενος γι’ αυτό. Το ίδιο, είμαι σίγουρος, θα νιώθει κι αυτή, η θαλασσιά μου η Μαρίνα.
Ποιος ξέρει, όμως; Ποιος ξέρει τι θα μας φέρει το αύριο; Ίσως ν’ ανεβαίνουμε κι οι δυο στο ίδιο βουνό από διαφορετικό μονοπάτι και κάποτε συναντηθούμε ξανά. Ίσως και όχι. Δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι την έχω μέσα μου, στης ύπαρξής μου το απέραντο γαλάζιο, αλμυρή πλημμύρα και με γεμίζει, μου ζεσταίνει την κάποτε μοναχική ψυχή, χαρίζει γαλήνη στην σκέψη μου.
Τώρα, κάθε φορά που ακούω Loreena McKennitt ή Enya, την σκέφτομαι και ταξιδεύω νοερά στους κέλτικους προορισμούς που ποτέ δεν κατορθώσαμε να περπατήσουμε, στο δρόμο των ονείρων της, του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, στην τεράστια εκείνη πανσέληνο του Ιουνίου στην Αθήνα, στο αστείο μου δυστύχημα με τ’ αυτοκίνητο που μας χάρισε τόσο γέλιο, στα λόγια και τις σιωπές μας στην αγαπημένη της προκυμαία, στα ποιήματά της που ποτέ δεν είχαν τίτλους, στα γράμματά της τρυφερά φυλακτά όλων των μικρών στιγμών του μακρινού παρελθόντος μας, σε όλ’ αυτά που μου χάρισε απ’ της ψυχής της τα βάθη προτού πετάξει μακριά για άλλα παραμύθια.
Η λατρεία μου, ασάλευτα με βασανίζει και με περιγελά, αλλά ταυτόχρονα μου θυμίζει ότι κάποτε στάθηκα τυχερός πολύ και γνώρισα έναν πραγματικά αληθινό άνθρωπο, που μου έκλεψε και μου έδωσε ζωή, που έγινε για μένα η πιο ζωντανή ανάμνηση κι η πιο γλυκιά προσμονή. Δεν ξέρω, ετούτη τη στιγμή, που τριγυρνά και ποιες θάλασσες τη γοητεύουν. Ξέρω μονάχα πώς αν κάποτε γυρίσει, θα βρει φιλόξενο λιμάνι, αν το θελήσει, στη δική μου αγκαλιά. Έως τότε, θα της κρατάω συντροφιά από μακριά, διαβάζοντας τα ολοζωή μηνύματα που μου ’χει στείλει, κοιτώντας τις φωτογραφίες της, ανασύροντας απ’ της καρδιάς μου τον παλμικό υπολογιστή όλες τις στιγμές της θαλασσιάς συνύπαρξής μας.

υ.γ. Όλα τα λόγια με ιταλικούς χαρακτήρες είναι δικά της. Της ανήκουν από τότε. Από πάντα...

2 σχόλια:

ANNA GEROGIANNI είπε...

Αχ βρε Λάκη... κλαίω πολύ συχνά τελευταία, αλλά σήμερα το παράκανα...
Έγραφα κι εγώ το δικό μου - αντίστοιχη ιστορία - και ξύπνησαν μέσα μου μνήμες, πίκρα και τα ατέλειωτα "γιατί"...
Ναι, ναι νιώθεις τυχερός γιατί το έζησες, αλλά δε νιώθεις ΑΠΕΡΑΝΤΗ αδικία που δεν είναι πια όπως στην αρχή?

lakis είπε...

Ευτυχώς που έρχονται τα σχόλια στο e-mail, αλλιώς το σχόλιό σου δεν θα το έβλεπα στον αιώνα τον άπαντα:)
Η απάντηση είναι όχι, Άννα. Δεν ήταν βλέπεις ακριβώς έρωτας αυτό που ζήσαμε, ήτανε μικρές στιγμές μαγείας. Και μιλάμε ακόμη με την κοπέλα, ύστερα από δέκα τόσα χρόνια (7 μετά που γράφτηκε για πρώτη φορά η ιστορία). Μπορώ να πω ότι σε καταλαβαίνω, αλλά απλά οι ιστορίες μας είναι διαφορετικές. Να'σαι καλά και να χαμογελάς.