Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Αμίρι Μπαράκα - Σημείωση


Έγινα ποιητής
επειδή το καθετί το
όμορφο έμοιαζε
“ποιητικό” στα μάτια μου.
Πίστευα ότι υπήρχαν πράγματα
τα οποία δεν καταλάβαινα
και τα οποία θα καθιστούσαν τον κόσμο
ποίηση. Ένιωθα πως ήξερα
ποιος ήμουν αλλά έπρεπε
να παλέψω για να γνωρίσω
τον εαυτό μου.
Τώρα με αντικρίζω
κάποιες φορές, λίγες λέξεις
πιο πέρα & αναπτύσσω ταχύτητα,
αλλά μετά,
σκύβω το κεφάλι,
μα με γοργό ακόμη το βήμα προχωρώ
& καταλαβαίνω,
να 'μαι που πάω, συλλαβίζω &
τραγουδώ, να 'μαι που πάω.

Σε δική μου πρώτη μετάφραση
Η εικόνα δανεισμένη από εδώ

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Βδομάδα 7


Με ζηλεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι που με συναντούν – το διαβάζω στα μάτια τους, μα δεν τους το λέω. Μονάχα εδώ το ομολογώ καθώς το πρόσωπό μου είναι μισοκρυμμένο κάτω από ένα καπέλο, χαϊδεμένο απ’ τη σκιά.

Το ποτάμι δίπλα μου κυλά γαλήνιο, σαν αντανάκλαση του μέσα μου και η ζέστη του μεσημεριού καθόλου δεν με αγγίζει, καθώς κάθομαι κατάχαμα και δουλεύω για ώρες και ώρες.

Δεν έχω πολλά πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο: λίγα ζώα, αυτή την καρότσα που βλέπετε και ένα ταπεινό σπιτάκι, κι αυτά μου είναι υπεραρκετά. Εξάλλου δεν είναι ο πλούτος μα κάποια άλλα τα σημαντικά: η υγεία μου και της οικογένειάς μου και η καλή καρδιά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η ξένη - Κεφάλαιο 1


Γεννήθηκα γριά και μόνη, ή τουλάχιστον έτσι νιώθω. Ή μάλλον γεννήθηκα ξένη, αφού όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να νιώσω ότι ανήκω εδώ.
Δεν είμαι προσφυγοπούλα αν και είμαι. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι δεν έφυγα απ' τον τόπο μου εξαιτίας κάποιου πολέμου ή αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Έφυγα για να δώσω την ευκαιρία στην οικογένειά μου να συνεχίσει να επιβιώνει.
Η οικογένειά μου είναι η θεία μου και οι ξαδέλφες μου, αφού τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ, ενώ και η εικόνα της μάνας μου έχει αρχίσει πια να μ' εγκαταλείπει. Ο Δημήτρης λέει ότι για να τη δω το μόνο που έχω να κάνω είναι να κοιτάξω στον καθρέφτη, μα όταν το κάνω το μόνο που βλέπω είναι τη θλίψη της.
Μοιάζουμε πολύ, το βλέπω στις φωτογραφίες, αλλά δεν είμαστε καθόλου ίδιες. Εκείνη είναι μια ανάμνηση, ενώ εγώ είμαι ακόμη εδώ και προσπαθώ κάθε μέρα όλο και πιο πολύ να προσαρμοστώ σε μια ζωή, που για κάποιο λόγο νιώθω ότι δεν μου πάει.
Είμαι εδώ, στα Χανιά, απ' τα δώδεκά μου χρόνια, σε ένα μήνα θα συμπληρώσω τα δεκαπέντε, κι όμως ακόμη δεν μπορώ να δω αυτή την πόλη σαν πόλη μου, αυτούς τους ανθρώπους σαν οικογένειά μου. Η πόλη μου είναι το Βελιγράδι. Η οικογένειά μου είναι εκεί.
Ίσως να μη θέλω να προσαρμοστώ από πείσμα, κι ας υποστηρίζω πως κάνω ότι μπορώ. Νιώθω ανήσυχη -πώς το λένε; α, ναι- καχύποπτη. Φοβάμαι να βολευτώ. Φοβάμαι ότι κι αυτοί οι άνθρωποι, ακριβώς όπως και η θεία Όλγα, θα με προδώσουν. Κι ας μη με πρόδωσε εκείνη. Το ξέρω ότι δε με πρόδωσε. Το ξέρω ότι με έδωσε για υιοθεσία για το καλό μου, αλλά και για το καλό των κόρων της, αλλά, θυμώνω, πολύ, οργίζομαι. Μα δε φωνάζω. Καταπίνω την οργή μου και δεν την αφήνω ποτέ να φανεί, ούτε και για μια στιγμή. Κι αυτοί το ξέρουν, κι ας μη λένε τίποτα.
Αυτοί: ο Δημήτρης και η Χριστίνα. Ο πατριός που δε θα μπορέσω ποτέ ν' αποκαλέσω μπαμπά και η μητριά που δε θα καταφέρω να πω μαμά. Με λυπεί αυτό, αλλά δεν μπορώ να υποκρίνομαι, δε μου πάει το ψέμα. “Έχεις το πείσμα της μάνας σου”, λέει ο Νικόλας, ο φίλος τους, κι ας μη τη γνώρισε ποτέ. Δεν τη γνώρισε κι όμως έχει δίκιο. Πεισματάρα σαν και μένα ήταν η μάνα μου, η Μίρα. Μου το είπε η θεία μου και μου το είπε και ο Δημήτρης που τη γνώρισε καλύτερα απ' τον καθένα. Η μάνα μου...
Η μάνα μου είχε σκοτεινό βλέμμα και φωτεινό χαμόγελο, τουλάχιστον στις φωτογραφίες. Κι εγώ έχω σκοτεινό βλέμμα, αλλά δε χαμογελώ ποτέ, ίσως επειδή ξέχασα πως να το κάνω. Παλιά, όταν ζούσα στο Βελιγράδι, χαμογελούσα συχνά και γελούσα δυνατά – δεν ένιωθα τόσο έντονη την ορφάνια μου.
Μα τώρα... Τώρα γράφω. Μου είπε ο Νικόλας να το κάνω και σχεδόν χωρίς να το καταλάβω ακολούθησα τη συμβουλή του. Αδειάζω το μέσα μου. Το αδειάζω κι αυτό ξαναγεμίζει. Οι λέξεις δε με βοηθάνε, ποτέ δεν το έκαναν, πώς μπορούσα λοιπόν να περιμένω ότι θ' άλλαζε κάτι αυτή τη φορά;
Οι γύρω μου μιλάνε πολύ, αλλά και ξέρουν να σιωπούν όταν πρέπει. Εγώ σιωπώ πολύ, μα έμαθα να μιλώ όταν πρέπει. Είμαι τόσο διαφορετική απ' τους άλλους; Είμαι, υποθέτω. Γιατί; Πολύ πιθανόν επειδή δεν έχω κάποιους φίλους της ηλικίας μου. Η μοναξιά μου είμαι εγώ.
Ο Δημήτρης και η Χριστίνα, ο Νικόλας και η αιώνια αρραβωνιαστικιά του, όπως την αποκαλεί, η συμπατριώτισσά μου, Νάζια, προσπαθούν να με κάνουν να νιώσω πιο καλά, να σκοτώσουν την πλήξη μου μα δεν τα καταφέρνουν. Ο μόνος άνθρωπος που φαίνεται στ' αλήθεια να με καταλαβαίνει είναι ένας γέρος φίλος τους που ζει στην Αθήνα. Αυτός τους είπε να με αφήσουν ήσυχη κι εγώ θα βρω το δρόμο μου. Ακολούθησαν τη συμβουλή του, κι όμως από τότε ανησυχούν πιο πολύ, το βλέπω στα μάτια τους.
Δεν είμαι αχάριστη. Τους ευχαριστώ όλους γι' αυτά που μου πρόσφεραν και μου προσφέρουν, για τον ζεστό τρόπο που με υποδέχτηκαν σπίτι τους, για την κατανόησή τους. Μα δεν μπορώ να ανταποδώσω την αγάπη τους αφού σκέφτομαι ότι όλα τα κάνουν για το χατήρι της μάνας μου και όχι για το δικό μου.
Μη σκέφτεσαι τόσο πολύ. Οι σκέψεις κάνουν κακό στην υγεία”, λέει κάθε τόσο ο Νικόλας και τον κοιτώ με απορία αφού ο ίδιος δεν παύει να σκέφτεται ποτέ. “Μέσα στο κεφάλι του ζει αυτός”, είπε κάποτε η Νάζια και την πίστεψα. Και μετά, προσπαθώντας να με κάνει να χαμογελάσω, πρόσθεσε: “Ευτυχώς δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα, οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά”. Λίγο έλειψε να τα καταφέρει – να με κάνει να χαμογελάσω δηλαδή.
Είναι αργά το βράδυ τώρα, Αύγουστος μήνας. Τους ακούω να μιλούν δυνατά και να γελούν πού και πού στην αυλή και θέλω να πάω για λίγο εκεί να καθίσω μαζί τους, αλλά δε θα το κάνω. Μπορώ να ακούσω σχεδόν καθαρά τι λένε. Θυμούνται τα παλιά, όπως πάντα, μιλάνε για τη νέα σχολική χρονιά που θ' αρχίσει σ' ένα μήνα και συζητούν για το νέο βιβλίο του Νικόλα που θα έχει τον τίτλο “Όλα αυτά που χάσαμε”.
Διάβασα τα βιβλία του, στα κρυφά. Όχι επειδή θα είχε κανείς αντίρρηση αν το έκανα στα φανερά, αλλά γιατί πίστευα ότι αυτός θα ήταν ο πιο εύκολος τρόπος για να γνωρίσω εκείνους – όλους εκείνους. Έγραψε πολλά βιβλία και τα περισσότερα από αυτά μοιάζουν να βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα: στο θάνατο της μάνας μου, στα όσα πέρασαν ο Δημήτρης και η Χριστίνα μέχρι να καταλήξουν μαζί, στο πως κατέληξε ο ίδιος εδώ με τη Νάζια. Είναι σκληρές οι ιστορίες του, γεμάτες αποχωρισμούς και θάνατο, κι όμως πάντα καταλήγουν με τρόπο θετικό. Εκείνος βρίσκει το φως στο σκοτάδι κι εγώ το σκοτάδι στο φως.
Αν δε μας χώριζαν τόσα χρόνια θα μπορούσαμε να γίνουμε φίλοι. Το πιστεύω αυτό. Αλλά ανήκει σε άλλη γενιά και όσα κι αν υπέφερε είναι λίγα μπροστά σ' αυτά που τράβηξα εγώ, και ακόμη πιο λίγα μπροστά σ' αυτά που υπέφερε η μάνα μου.
Αχ, ρε μάνα, γιατί μου το έκανες αυτό; Δε θα ήταν όλα πιο καλά αν ήσουν ακόμη ζωντανή; Ίσως να μην ήταν πιο καλά για όλους τους άλλους, αλλά θα ήταν για μένα. Θα ήσουν ίσως ζευγάρι με τον Δημήτρη, μα αυτό δε θα με χαλούσε, αφού θα ήξερα ότι θα ήσουν εδώ. Για πάντα εδώ.
Διαβάζω στα βιβλία και ακούω και στην τηλεόραση πού και πού για κάποιες ζωές που είναι καταραμένες και σκέφτομαι ότι κι η δική μου έτσι είναι. Όπως ήταν και η δική σου. Δυο φορές πρόσφυγας εσύ, μία σχεδόν εγώ. Μακάρι να μη σε ισοφαρίσω. Αν κάποια μέρα φύγω από δω θέλω να επιστρέψω στη μόνη πόλη που γνώρισα, εκεί που γεννήθηκα και που όπως πίστευες πέθανα.
Γελάνε πάλι έξω. Ξεχάστηκα και δεν μπόρεσα ν' ακούσω για τι μιλούσαν τώρα δα. Ίσως να θυμήθηκαν κάποια ιστορία του Γιώτη, του καπετάνιου, ίσως ο Δημήτρης να τους είπε κάποιες απ' τις γκάφες του ή ο Νικόλας να πέταξε καμιά κοτσάνα. Οι πιο αστείες ιστορίες είναι αυτές της Νάζιας, απ' ότι κατάλαβα, αλλά όπως μου είπαν δεν κάνουν για τ' αυτιά μου και καταλαβαίνω το γιατί. Η Χριστίνα δεν έχει αστείες ιστορίες να πει ή μάλλον δεν ξέρει τον τρόπο, αλλά πάντα το γέλιο της είναι το πιο δυνατό.
Θα το ξενυχτήσουν μάλλον απόψε. Δεν πειράζει. Θα σβήσω σε λίγο το φως, θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και θα προσπαθήσω ν' αποκοιμηθώ ακούγοντας τις φωνές τους. Ελπίζω να είναι πολύ δυνατές, πιο δυνατές από τις σκέψεις μου, αφού ο θόρυβος με ηρεμεί. Πάει κι αυτή η μέρα...

Μια νέα ιστορία, συνέχεια κάποιας παλιάς.

Η εικόνα είναι δανεική από εδώ