Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Εμείς οι σκλάβοι

“Ζηλεύω τους ανθρώπους που αγαπάνε”,
μου είπε κάποια μέρα.
Κι εγώ, μα δε μένει πια καιρός.
Ο χρόνος τρέχει…
κι εμείς μαζί του τα δόλια ανθρωπάκια!
Εκεί που ψάχναμε την αγάπη σ’ ένα βλέμμα
σ’ ένα φιλί σ’ ένα χάδι
τώρα την αναζητούμε στην οθόνη του υπολογιστή.
Εκεί που βρίσκαμε τη χαρά
τώρα δεν βρίσκουμε παρά την
ψευδαίσθησή της.
Έχουμε γίνει πια πολύ δειλοί
φοβόμαστε να ζήσουμε να γελάσουμε
να αγαπήσουμε φοβόμαστε πως κάθε
χαρά θα ακολουθήσει ένα νέο δάκρυ.
Κι εκείνοι οι λίγοι οι αληθινοί που ξέρουν ακόμη
να ζουν να αγαπούν κλείνονται στα γκέτο
της καρδιάς τους και χαίρονται στη μοναξιά
τις αλήθειες τις μεγάλες που εμείς
οι σκλάβοι του χρόνου και του χρήματος
έχουμε πια ξεχάσει.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Η μέρα που θα τολμούσε

Επιτέλους, έφτασε! Η μέρα που πάντοτε ονειρευόταν. Η μέρα η μαγική που από νέος πολύ λαχταρούσε. Η μέρα που θα ξεπερνούσε τα όρια. Που θα τολμούσε. Που θα γινόταν ένας μικρός θεός. Τώρα είναι έτοιμος. Το ξέρει. Το νιώθει. Είναι έτοιμος για να ξεπεράσει τα όρια του πρέπει, για να γευτεί τους απαγορευμένους καρπούς της απόλυτης εξουσίας. Της εξουσίας που κόπιασε πολύ για ν’ αποκτήσει. Αυτής που θα χειριστεί για πρώτη φορά ετούτη την κρύα νύχτα του χειμώνα.
Κάθεται στο γραφείο και μελετά στο μυαλό του επιτακτικά την κάθε μια απ’ τις πολλές μικρές παραμέτρους του σχεδίου του. Σκέφτεται όλα τα αν και τις πιθανές ανατροπές. Ζωγραφίζει με τα μέσα του μάτια την τελική πράξη κι η αδρεναλίνη του ανεβαίνει στα ύψη.
Ανυπομονεί, πολύ. Όσο πλησιάζει η ορισμένη ώρα, όλο και περισσότερο. Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να δειλιάσει. Θα κάνει το όνειρο πράξη. Θα γίνει για μια στιγμή και για πάντα παντοδύναμος. Όλα θα πάνε ρολόι. Και θα πάρει την εκδίκησή του. Δε θα είναι άμεση, αλλά θα είναι εκδίκηση. Θα εκδικηθεί μια γυναίκα στο πρόσωπο κάποιας άλλης. Οφθαλμό αντί οφθαλμού. Θα σκοτώσει μια πόρνη, για διαγράψει από μέσα του το σωματικό πόνο και την ψυχική οδύνη που του χάρισε κάποια συνάδελφός της στο μακρινό παρελθόν. Θα της χαράξει αμείλικτα το σώμα. Θα το χαρακώσει με αίμα. Θα την εξευτελίσει. Και ύστερα θα τη σκοτώσει. Αυτό είναι το σχέδιό του. Κι απόψε, χάρη σ’ αυτό, θα γίνει ένας μικρός μισερός θεός...

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Το γράμμα

Ειρήνη μου,
Δε σου έγραψα ποτέ, όσο επίμονα κι αν το ζητούσες, ένα γράμμα τον καιρό που ήμασταν μαζί, μα να που σου γράφω τώρα που έφυγες. Σου γράφω, αλλά δεν ξέρω τι να σου πω! Ή, ίσως ξέρω: μια μεγάλη συγγνώμη, ίσως!
Δύσκολη, πολύ, είναι η ζωή μου δίχως την παρουσία σου, καλή μου. Λειψή. Κοιτώ κάθε μέρα-όλη μέρα, τις φωτογραφίες σου, χαϊδεύω νοητά τα χαραγμένα απ’ τα πολλά δάκρυα του χρόνου μάγουλα και σου ανακατεύω τα μαλλιά. Προσπαθώ να σε νιώσω κοντά μου, τώρα που είσαι τόσο μακριά. Προσπαθώ να αναδημιουργήσω με τις πλούσιες ψυχικές αναμνήσεις, με τα λιγοστά υλικά ενθύμια που μου άφησες, την εικόνα σου, σε τούτο εδώ το χώρο, τον ξεχωριστό, το δικό μας, που τόση αγάπη, και πάθος, και πίκρα, και πόθο γνώρισε.
Πίστευες στη μοίρα, θυμάσαι, Ειρήνη; Πίστευες στη μοίρα και ήσουνα σίγουρη πως αυτή θέλησε να μας ενώσει, πως εκείνη αποφάσισε να μας χωρίσει. Συμφωνώ και διαφωνώ μαζί σου, ψυχή μου. Η μοίρα όντως μας ένωσε, αλλά οι άνθρωποι ήταν που μας χώρισαν. Οι άνθρωποι, κι η ματωμένη σου ψυχή. Αν δεν υπήρχε το μίσος και η κακία, και η μικρότητα των ανθρώπων θα ήμασταν ακόμη μαζί. Αν δεν υπήρχαν τα πιο πάνω δε θα πληγωνόσουνα τόσο. Δε θα περνούσες από την κόλαση στον παράδεισο στην αρχή, κι από τον παράδεισο στην κόλαση μετά.

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Της πτώσης

Είναι κάποιες φορές που νιώθεις άδειος,
Απόλυτα άδειος.
Είναι κάποιες φορές που όλα στο βλέμμα σου μοιάζουν μάταια,
Και θες να τα παρατήσεις και να φύγεις.
Είναι κάποιες φορές που πέφτεις με πάταγο,
Και δεν μπορείς να σηκωθείς ξανά.
Είναι κάποιες φορές που όλα τα πιστεύω σου καταρρέουν,
Και βουτάς με το κεφάλι στην άβυσσο.
Κι είναι και κάποιες φορές που συλλαμβάνεις τον εαυτό σου
Ν’ αναρωτιέται «γιατί;»
Μα απαντήσεις να μην παίρνει.
Κι είναι και κάποιες φορές που νιώθεις ό,τι άλλοτε σε γέμιζε
Τώρα να σε αδειάζει,
Το είναι σου να όλο να μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο κενό,
Που τα όμορφα λόγια κι οι καλές προθέσεις
Δεν μπορούν να γεμίσουν.
Κι είναι και κάποιες φορές που αγκαλιάζεις τρυφερά
Την ιδέα του θανάτου
Αλλά χωρίς στ’ αλήθεια να την αγαπάς,
Καθώς δεν αποτελεί παρά το αποκούμπι στην πτώση σου,
Την πτώση που κάποιες φορές σε οδηγεί
Οριστικά και αμετάκλητα σε μια νέα καλύτερη ζωή.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Η αγαπημένη μου Νεράιδα

Η Νεράιδα του Πρωινού

Αυτή η νεράιδα τρελαίνεται να εμφανίζεται ξαφνικά σε νοικοκυρές και νοικοκύρηδες την ήρεμη στιγμή, που η υπόλοιπη οικογένεια φεύγει για τη δουλειά και το σχολείο. Τότε τους ψιθυρίζει στο αυτί: «Μην κάνεις τις δουλειές σου, μη σε νοιάζει. Ξέχνα τα πιάτα, το ξεσκόνισμα, τον σκύλο, το φαγητό... κάνε κάτι για τον εαυτό σου αυτή τη στιγμή.» Αυτή κρύβεται πίσω από την ακατανίκητη επιθυμία να διαβάσουμε ένα περιοδικό ή ένα βιβλίο ή να δούμε λίγη τηλεόραση... είναι, όμως, εξίσου πιθανό να μας παροτρύνει να γράψουμε επιτέλους εκείνο το μυθιστόρημα, να μάθουμε να παίζουμε όμποε ή να γραφτούμε στην τάξη που πάντα θέλαμε.

Από το βιβλίο Καλές Νεράιδες, Κακές Νεράιδες του Brian Froud, Εκδόσεις Φανταστικός Κόσμος

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Η τρελή του χωριού

Μια παλιά μου ιστορία. Από τις πλέον αγαπημένες μου:
«Παράξενο κορίτσι είν’ αυτό», αποφάνθηκαν οι χωριανές μόλις είχε γεννηθεί. Στα γεννητούρια δεν έκλαψε καθόλου, και τα μάτια της λάμπανε σα δυο πυρσοί, και όλους τους τρομάζαν. Μα, γαλήνιο έδειχνε παιδί και δεν έκανε ν’ ανησυχούν.
Όπως συνήθως γίνεται, πέρασε γρήγορα ο καιρός κι αυτή έγινε μια όμορφη παιδούλα. Λόγο κακό δεν άκουσαν να βγαίνει ποτές απ’ τα χείλη της τα δυο, μα ούτε και δάκρυ το πρόσωπό της να χαράζει, κι όλοι μονολοούσανε, «Τι καλό κοράσ’ η Μαριγούλα!»
Η Μαριγώ μια οπτασία ξανθή όλο το χωριό είχε μαγέψει. Σε όλα τα σπίτια την καλούσαν και τη φίλευαν, κι εκείνη ανοικτή καρδιά σε κανένα δεν αρνιόταν. Ένα κορίτσι όλο χαρά π’ όλοι το θέλανε δικό τους.
Μια ανοιξιάτικη βραδιά, όταν είχε πια πατήσει τα δέκα της τα χρόνια, κάτι συνέβη που έμελλε ν’ αλλάξει τη ζωή της. Μεγάλο θόρυβο άκουσε και ποδοβολητά απ’ τα έρμα τα χωράφια, και μπρος της λένε παρουσιάστηκε θεριό και στο παιδικό της το κορμί κατάληψη είχε κάνει. Άλλ’ είπαν πως τους καλικάντζαρους είχε δει, κι άλλοι πως τα στοιχειά την είχαν συνεπάρει. Ποια είν’ η αλήθεια, ποιο το ψέμα, κανείς μας δεν το ξέρει. Μα όλοι έχουνε να πουν πως από κείνη τη νυχτιά, άλλαξε η ζωή της.
Το κορίτσι εκείνο τ’ όμορφο την τρέλα είχε πια στο βλέμμα. Τα μάτια της μοιάζαν σα βώλοι γυάλενοι απ’ αυτούς που παίζαμε μικροί. Και το χαμόγελο κι η γαλήνη της έσβησαν. Τώρα φαίνονταν μια μόνιμη οργή να τη διακατέχει. Όποιος να την αγγίξει πήγαινε έφευγε ματωμένος. «Χίλιοι δαιμόνοι την έχουν καταλάβει», έλεγ’ ο παπάς κι εσταυροκοπιόταν.
Την πήγανε να τη διαβάσουνε και, πράμα ανήκουστο, να την εξορκίσουν. Μα κείνη μ’ αλλόκοτη φωνή και τη γριά που τηνε διάβαζε και τον εξορκιστή είχε κατατρομάξει. «Οι βρώμικές σας οι ψυχές» κραύγασε, «τη γαλήνη πως να μου τη φέρουν;»
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο απ’ το σόι της απομακρυνόταν. Την είχαν και κείνοι βαρεθεί. Δεν την ήθελαν στο σπίτι. Ένα στρώμα σε μια παράγκα της έβαλαν για να κοιμάται. Όλοι οι χωριανοί μιλούσαν πια για την τρελή τη Μαριγώ που τους αναστατώνει, και με μπροστάρη τον παπά, πήραν απόφαση να την εξορίσουν. Βρήκαν μια φάρμα έρημη έξω απ’ το χωριό κι εκεί την εγκαταστήσαν. Κι απαγόρεψαν στα παιδιά να τηνε πλησιάζουν. Μόνο η μάνα της πήγαινε κάθε γιόμα και της έπαιρνε φαΐ, να μην πεθάνει το παιδί απ’ την πείνα.
Έτσι μεγάλωνε στην ερημιά η Μαριγώ, μονάχη, δίχως σε κανένα να μιλάει. Που και που μονάχα έκανε περίπατους μες στα περβόλια, για να ξεχάσει τη φωτιά που της έκαιε τα στήθια. Κι αν συναντούσε κάποιο χωριανό, αυτός δίχως τίποτα να πει έφευγε τρομαγμένος, μακριά απ’ τη μολεμένη. Τα μόνα που τηνε πλησίαζαν ήταν τα παιδιά, τα περσότερα, όμως, για να την κοροϊδέψουν, μα εκείνη χαμογελούσε. Που και που όλο και κάποιο τόλμαγε να της εμιλήσει, κι ας έτρεμέ του η ψυχή σα φύλλο στο αγέρι. Όλο γαλήνη ήτανε τέτοιες στιγμές, ο μέσα της ο δαίμονας αποκοιμιόταν. Αλλά τόσο σπάνια συνέβαινε αυτό, που τις πιότερες φορές ήταν δυστυχισμένη.
Στη μάνα της μια μέρα ομολόγησε ότι παράξενα οράματα της τάραζαν τον ύπνο της το βράδυ. Τη μια έβλεπε έν’ άγγελο να τη τραβάει ψηλά και μετά κάποιο δαίμονα να τηνε κατεβάζει. Τη μια ένιωθε να πετά και την παράλλη μες στην κόλαση να βουλιάζει.
Στις 15 τ’ Αύγουστου, της Παναγιάς τη μέρα, την είδαν έντρομοι οι χωριανοί στην εκκλησιά να μπαίνει. Αναψοκοκκίνισε απ’ την οργή ο παπάς, κι έκοψε τη λειτουργία στη μέση. Έδωσε διαταγή με σκοινιά χέρια και πόδια να της δέσουνε και να την πάρουν στο μαντρί όπου αξίζει της να είναι. Υπάκουσαν μεμιάς οι χωριανοί μια και στου θεού την εντολή δεν κάνει να πας κόντρα. Μονάχα ένα μικρό παιδί, ένα κορίτσι ως οκτώ χρονώ άνοιξε το στόμα για να πει: «Μα, να τους αγαπούμε όλους είπ’ ο Χριστούλης», κι έτρεξε και κρεμάστηκε απ’ το χέρι το δεξί της Μαριγώς, που στα δεκάξι της ήταν πια χρόνια. Την άρπαξε η μάνα της και δυνατό της άστραψε χαστούκι, μα το κορίτσι επέμενε πως αγαπά τη Μαριγώ, και πρέπει να την αφήσουν, κι άρχισε να κλαίει. Γλυκό χαμόγελο της χάρισ’ η τρελή και στα βρεγμένα μάγουλα τρυφερό ένα χάδι. Με δύναμη υπεράνθρωπη ελευθερώθηκε από κείνους που την κρατούσαν και με αργό το βήμα κίνησε για τα περβόλια. Το κοριτσάκι, το Ελενιώ, ήταν κι αυτό γαληνεμένο.
Την άλλη μέρα βούιξε όλο το χωριό απ’ το μεγάλο θάμα. Το Ελενιώ, που ’ταν φυματικό ξαφνικά είχε γιάνει. Ας είν’ καλά η Μεγαλόχαρη παραμιλούσε το χωριό, μα η μικρή όλο για τη Μαριγώ μιλούσε. Κι απ’ την ημέρα εκείνη έγινε η μια και μοναδική της φίλη. Συχνά πυκνά το έσκαγε απ’ το χωριό κι έτρεχε να τη συναντήσει. Κι ήτανε κι οι δυο όλο χαρά, και μες στο δεκαεξάχρονο κορμί της Μαριγώς σε θλίψη πέφταν οι δαιμόνοι. Στο σπίτι σα γύρναγε το Ελενιώ ήτανε όλο γαλήνη. Αλλά, κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί από που αυτή ερχόταν.
Περνούσε ως πάντα γρήγορα ο καιρός και το Ελενιώ τη Μαριγώ όλο και πιο πολύ αγαπούσε. Τη Μαριγώ που σπαταλιότανε τους δαιμόνους να δαμάσει, αλλά και που δυνάμεις θαυμαστές σιγά σιγά αποκτούσε. Μια λάμψη γαλανή αλλόκοτη την έλουζε τις νύχτες, και με εξουσίες παράξενες το νιο κορμί προικούσε. Άγγιζε τα ζα τα άρρωστα κι αυτά μεμιάς γιατρειά έβρισκαν, και μια φορά στη σκοτεινιά πήγε και γιάτρεψε κάποια γριά που στον πυρετό ψηνότανε και λέγαν θα πεθάνει. Την άλλη μέρα η γριά έλεε πως στον ύπνο της είδε τη Μαριγώ στο πρόσωπο να τηνε χαϊδεύει. «Πάει, μουρλάθηκε αυτή» αποφάσισαν οι χωριανοί, μα στα λόγια της δε δώσαν σημασία. Κι εκείνη; Εκείνη με το που στάθηκε στα πόδια της, πήγε να βρει τη γιάτρισσα να την ευχαριστήσει. Της πήρε μαζί λίγο ψωμί, λίγο τυρί, δυο ρόδια, δεν είχε τι άλλο να της δώσει.
Μετά απ’ αυτό ξεθάρρεψε η Μαριγώ κι είπε να πάει στο χωριό να δει πως θα την υποδεχτούνε. Μα, σαν την είδανε οι χωριανοί, την πήραν με τις πέτρες. Μονάχα το Ελενιώ και τ’ άλλα τα παιδιά πήραν να την υπερασπίζουν. «Φύγε από δω πέρα μάγισσα. Ο διάολος δεν έχει θέση στο χωριό», φώναζαν οι μεγάλοι κι όλο την εχτυπούσαν. Ματωμένη αυτή στο σώμα, μα πιότερο μες στην ψυχή, έτρεξε για να σωθεί απ’ τ’ άγριο πλήθος. Πίσω της τρέξαν κάποια παιδιά αψηφώντας τις φωνές και τις κατάρες των γονιών και του παπά που τα κυνηγούσε με τη βέργα.
Όσο κι αν πόνεσε η Μαριγώ, χαρούμενη ήταν μετά, σαν όλ’ αυτά σκεφτόταν. Είχε μαζί της τα παιδιά που την αγαπούσαν, κι όλο και πιο πολύ το ένιωθε το καλό μέσα της να γιγαντώνει. Εφιάλτες τρομεροί την τάραζαν τις νύχτες, μα αυτή, ήρεμη πια, αφού είχε γύρω της αγάπη, μπορούσε και τους απωθούσε.
Λίγο λίγο επήρε να λάμπει της η ψυχή, το πρόσωπο φεγγοβολούσε, κι οι δαιμόνοι που της ταράζαν τη ζωή σιγά σιγά υποχωρούσαν.
Άρχισαν να μιλούν οι χωριανοί για ένα φως αλλόκοτο που απ’ την καλύβα της τρελής κάθε νυχτιά ανατέλλει. Και τους άκουγαν τα παιδιά κι όλο χαμογελούσαν. «Μανούλα», κι «Αδελφή» αποκαλούσαν όλα τους τώρα πια τη Μαριγώ, που μέρα τη μέρα τους εχάριζε γαλήνη και χαρά π’ αγνοούσαν οι μεγάλοι.
Ένα απόγιομα ο δάσκαλος επρόσεξε πως απ’ το χωριό χάθηκαν όλα τα παιδιά και κανείς δεν είδε ούτε κι ήξερε που είχαν πάει. Το ίδιο έγινε και τ’ άλλο το απόγιομα και το παράλλο και καρτέρι να στήσει σκέφτηκε, να δει που πάνε και να τ’ ακολουθήσει. Ο δρόμος και τα παιδιά τον οδήγησαν, λοιπόν, έως την καλύβα της Μαριγώς και κόντεψε εγκεφαλικό να πάθει από τη φρίκη. Όλα εκεί ήταν τα μικρά και κάθονταν γύρω απ’ την τρελή που για κάτι βλάσφημο, χωρίς αμφιβολία, τους μιλούσε. Είχαν γαλήνια πρόσωπα, κι ήταν μεταξύ τους γλυκά αγκαλιασμένα, ενώ ο δαίμονας στη μέση τους στο δρόμο τον κακό τα καθοδηγούσε.
«“Τρανή είναι η μάγισσα, που κακό χρόνο να ’χει» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια κι έτρεξε να βρει τον παπά να διαβουλευτούνε. Δεν έπρεπε ν’ αφήσουνε το δαίμονα να καταλάβει το χωριό για θα καταστραφούνε. Σκέφτονται μια, σκέφτονται δυο, μα λύση καλή δε βρίσκουν. Αλλά, γύρω στα μεσάνυχτα του παπά εφώτισε το βλέμμα. «Γιώργη, για το καλό του χωριού και των χριστιανών, είναι ανάγκη να γίνει φονικό, κι ο Κύριος ας μας συγχωρέσει».
Το δρόμο παίρνουνε λοιπόν, για το σπιτάκι της τρελής, για να τηνε κάψουν. Σα φτάνουνε εκεί κοντά προχωράνε πια σιγαλά, μην τύχει και τα βήματα ακούσει. Απ’ το παράθυρο κοιτάν και τη βλέπουν στο πάτωμα, με τα μάτια της να κάθεται κλειστά, και μια λάμψη γαλανή να την περιτριγυρίζει. «Το φως του σατανά» λέει ο παπάς, και παίρνει σιωπηλά με το δάσκαλο γύρω τριγύρω με μπενζίνα τα ξύλα της καλύβας να καταβρέχει. Μετά, κάνει το σήμα του σταυρού και το σπίρτο ανάβει. Το καλύβι λαμπάδιασε μεμιάς και δεν πήρε ώρα πολύ προτού να γίνει στάχτη. Τότε μεγάλη σηκώθηκε βουή και μια λάμψη αμμώδη γαλανή είδαν να διατρέχει όλη την περιοχή και να εκτοξεύεται στα ουράνια.
Κινήσανε για το χωριό, αμίλητοι και τρομαγμένοι απ’ το τρομερό που είδαν θάμα. Μα, εκεί τους περίμενε ο χαμός. Ένας τρόμος φοβερός σάρωσε όλα τα σπιτικά, καθώς ολονών τους τα παιδιά είχαν πεθάνει. Μεγάλος πολύ ο σπαραγμός ακούστηκε σ’ όλη την πεδιάδα, κι ήρθανε κι απ’ τα γύρω τα χωριά να μάθουνε τι είχε γίνει. Και είδανε τη φρίκη.
Με της μέρας το πρώτο φως κινήσαν για την εκκλησιά για να συνεχίσουνε το θρήνο, να διαμαρτυρηθούνε στο θεό, για το μεγάλο κι άδικο κακό που τους εβρήκε. Μέσα σαν μπήκανε σιγά σιγά πήγαν να προσκυνήσουνε τη μάνα Παναγιά και νέα βουή εσηκώθη. Η παλιά εικόνα έκλαιγε και τα δάκρυα επότιζαν μια ξανθιά από μαλλιά πλεξούδα, κι όλοι έμειναν άφωνοι, με τρόμο να κοιτάζουν. Μονάχα η γριά που είδε απ’ το κορίτσι γιατρειά τόλμησε να μιλήσει: «Ετούτη η πλεξούδα εδώ, είν’ του κοριτσιού, της Μαριγώς, σκοτώσατε τα παιδιά σας…».

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Αυτό που μας λείπει...

Μια παλιά αποβάθρα
μέσα στου ήλιου την ανατολή,
ένα χιονισμένο βουνό που
σμίγει με το γαλανό τ’ ουρανού,
ένα μονοπάτι που
σε οδηγεί στη φύση των ονείρων σου,
ένα λιμανάκι που
ανοίγει την αγκαλιά του για
να αράξεις μέσα τους φόβους σου,
ένας γλάρος που
επαναστάτησε κατά της συνήθειας
και σου φωνάζει ΠΕΤΑ,
ένα δέντρο μοναχικό
σαν την ψυχή σου που
περήφανα αντιστέκεται στο χρόνο,
ένα καραβάκι που
αρμενίζει μες στις γαλάζιες θάλασσες
χωρίς προορισμό,
ένα χαμόγελο ένα δάκρυ μια ανάσα
ένα φιλί ένα χάδι μια ματιά…
Όλ’ αυτά είν’ η Ζωή κι όχι
αυτά που “ζούμε”.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Η ξωτικιά

Την είδα να περπατά προς το μέρος μου
και πίσω της μια φωτιά να καιει.
Φαίνονταν το μέρος να ’ναι ερημικό
σαν την ψυχή της χρόνια τώρα.
Ντυμένη σε διάφανα λευκά
και το πρόσωπο να κοκκινίζει
απ’ τις φλόγες έμοιαζε να ’χει μόλις
επιστρέψει απ’ την αντίπερα
όχθη της ζωής.
Σκέφτηκα να την πλησιάσω μα
κοντοστάθηκα, κάτι αόρατο με
κράτησε μακριά της.
Προσπάθησα να τη δω στα μάτια
αλλά άδειο ήταν το βλέμμα της.
Ήταν εκεί αλλά και κάπου αλλού
σα μια οπτασία σε φλόγινο φόντο.
Παρέμεινα σα μαγεμένος να την κοιτάω
και κείνη σαν αεράκι από δίπλα μου
πέρασε και κίνησε για τον κόσμο των
ξωτικών, εκεί, που απ’ τα μικράτα της ανήκε!

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Φτάνει να θυμηθούμε...

Ο ήλιος κατεβαίνει κάπου αλλού

καθώς οι πολυκατοικίες μάς

κρύβουν άλλο ένα ηλιοβασίλεμα.

Τι κι αν η μέρα φτάνει στο τέλος της;

η μέρα τώρα αρχίζει.

Σε λίγο ο ουρανός θα σκοτεινιάσει

θα φανούν τ’ αστέρια

κι η ζωή θα κρυφτεί πίσω από

ψεύτικα χαμόγελα σε κάποια καφετέρια.

Άλλοι λένε πως ζούμε νεκροί

άλλοι πως φυτοζωούμε

άλλοι πως η ζωή είναι άδικη και σκληρή αλλά

ποιος κάνει κάτι για να την αλλάξει;

Δεν είναι δύσκολο…

φτάνει να κρύψουμε το ψεύτικο χαμόγελο και

να φορέσουμε το αληθινό το από καρδιάς.

Φτάνει να νιώσουμε την ομορφιά που

είναι πάντα γύρω μας αλλά εμείς επιμένουμε

πεισματικά να αγνοούμε.

Φτάνει να θυμηθούμε το πως να ’μαστε άνθρωποι…

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Η Ζωή

Δεν είναι κακός άνθρωπος. Κάθε άλλο. Και δεν είναι βίαιος. Ή ίσως και να είναι λίγο, αλλά μόνο στα λόγια. Δε θέλει να κάνει κακό σε κανένα, αλλά να, μερικές φορές δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του. Κάτι μέσα του θολώνει, το μυαλό του παίρνει ανάποδες στροφές και τότε τίποτα και κανείς δεν μπορεί να τον συγκρατήσει. Ωστόσο δεν καταφεύγει στη βία. Ποτέ! Φωνάζει μόνο, βρίζει κι εκτονώνεται.Έτσι συνέβηκε κι ετούτη τη φορά, αλλά και κάπως αλλιώς. Κάπως τραγικά αλλιώς. Κι έχει ήδη μετανιώσει. Αλλά είναι κάπως αργά για μετάνοιες. Ενοχές; Όχι, δεν έχει. Ίσως να χρησιμοποίησε το λάθος τρόπο, τα χειρότερα μέσα, ωστόσο απέδωσε δικαιοσύνη. Αυτό ακριβώς έκανε. Δεν έχει ενοχές, αλλά νιώθει άσχημα. Γιατί με την πράξη του έσπειρε θύελλες και θα οργώσει δυστυχία. Θα κάνει δυστυχισμένη Εκείνη. Τη μοναδική, την υπέροχη γυναίκα που τον δέχτηκε όπως ήταν, που τον αγάπησε γι’ αυτό, το λίγο, που ήταν. Τη γυναίκα με την οποία θα μοιραζόταν της ζωής του το περίσσεμα. Κάθεται χάμω, ακουμπισμένος στον τοίχο, και τα βάζει με τον εαυτό του. Βλάκα, του λέει, βλάκα. Γιατί δεν συγκρατήθηκες; Γιατί το έκανες αυτό; Μα, το αυτομαστίγωμα δεν του προσφέρει καμιά παρηγοριά.

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Η μαγιά της ζωής

Πήραμε να γράφουμε
την ιστορία μας στην άμμο
μια και θέλαμε να είμαστε σίγουροι
ότι κάποια στιγμή θα σβηνόταν.
Εξάλλου, ήταν μια ιστορία προσωπική
μια ιστορία που θα λέγαμε όχι
για να ειπωθεί αλλά
για να μας προσφέρει τη μοναδική
παρηγοριά της λήθης.
Αλλά ακόμη κι αν κάποιος έφτανε
να τη διαβάσει προτού το κύμα
την κάνει ανάμνηση δε θα καταλάβαινε
δε θα ’βρισκε την άκρη του νήματος
θα έχανε την ουσία.
Βλέπεις ότι δε χωράει στη λογική
το λένε παράλογο δίχως καν
να σκεφτούν ότι το παράλογο είναι
η μαγιά της ζωής…
η μαγιά της ζωής που ζήσαμε
η μαγιά της ζωής που αφήσαμε.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Σεισάχθεια

Διάβασα πρόσφατα ξανά -μετά από εφτά χρόνια- το ομώνυμο βιβλίο της Εύας Ομηρόλη και παραθέτω κάποιες «ατάκες»:

Μπορώ απλώς να υπάρχω, χωρίς να σκέφτομαι, και να ελπίζω πως θα ξεχάσω και θα σωθώ.

Κάποτε κουράστηκα να εμβαθύνω και να φιλοσοφώ. Η νεανική μου διάθεση ν’ αλλάξω τον κόσμο γερνούσε πολύ γρήγορα. Σιγά σιγά την εγκατέλειπα και διατηρούσα μόνο μια ψευδαίσθηση πως εγώ δεν αποτελούσα μέλος εκείνου του συνόλου, μου άρεσε ακόμη να φαντάζομαι πως είμαι διαφορετικός.

Δεν είναι που εμείς είμαστε σκλάβοι, είναι που οι επιθυμίες μας δεν είναι ελεύθερες.

Εγώ αναζητώ τη δύναμη να τα δέχομαι όλα σαν μέρος της ύπαρξης χωρίς να πρέπει να τα κρίνω. Δε θέλω ν’ αναζητώ την καλή πλευρά, θέλω να μάθω ν’ αποδέχομαι και την κακή.

Ο φόβος είναι το πιο μεγάλο ψέμα.

Ο έρωτας, όταν χάνεται, πονάει, αλλά σε οδηγεί από μόνος του στην κάθαρση.

Δεν μπορείς να ξέρεις αν σου λείπει κάτι χωρίς πρώτα να το γνωρίσεις.

Είναι πιο σημαντικό να πραγματοποιείς τα όνειρά σου παρά να νιώθεις ένοχος για τα απραγματοποίητα όνειρα των άλλων.

Όσο περισσότερους κανόνες εξοντώνει στη ζωή του ένας άνθρωπος, τόσο πιο κοντά έρχεται στο νόημα της ζωής.

Η ζωή είναι πάντα πιο μεγάλη από τις αποφάσεις.

Ποιος τις χρειάζεται τις λέξεις; Ολομόναχες και θλιβερές, τις πιο πολλές φορές δεν ξέρουν τι εκπροσωπούν.

Η πιο μεγάλη φυλακή είναι τα κεκτημένα.

Αν είναι να αναλωθείς, καταναλώσου για το άγνωστο που έχει πιότερες ελπίδες απ’ το πεπραγμένο.

Σκεφτόμουνα να παρουσιάσω το βιβλίο, αλλά το έκανα ήδη στο μακρινό παρελθόν, και δε μ’ αρέσει -έστω κι έτσι- να επαναλαμβάνομαι.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Του Αγίου Βαλεντίνου

Η χθεσινή ημέρα ήταν η καλύτερή του. Του Αγίου Βαλεντίνου. Εδώ και χρόνια ήταν η καλύτερή του. Εδώ και εφτά χρόνια για να είμαστε ακριβείς. Όχι, δεν ήταν ερωτευμένος, απλά είχε ένα πάθος. Αγαπούσε την αγάπη, ακριβώς όπως εκείνος ο αλήτης του ντάρμα, ο Κέρουακ.
Κάθε φορά, λοιπόν, που ήταν η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου έπαιρνε άδεια απ’ τη δουλειά για να ικανοποιήσει το πάθος του, που δεν ήταν άλλο από το να χαρίσει ένα δώρο ακριβό και μοναδικό σ’ ένα ερωτευμένο, άγνωστό του, ζευγάρι. Έτσι, έβγαινε απ’ το πρωί στους δρόμους σ’ αναζήτησή του. Τριγυρνούσε σε καφετέριες και σε πλατείες, σε μαγαζιά και σε σταθμούς του Μετρό, παρατηρούσε από κοντά τους ανθρώπους, τους παραμόνευε, τους παρακολουθούσε. Όχι, δεν του έκανε ένα οποιοδήποτε ζευγάρι. Το δώρο του ήταν ακριβό. Δε θα το χάριζε σ’ όποιον κι όποιον.



Η συνέχεια στα Διηγήματα

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Όταν προδόθηκες


Είδα στα μάτια σου τη λάμψη
εκείνη που όλοι αποκαλούσαν του
θανάτου και που μόνο εγώ ο
δόλιος τόλμησα να αποκαλέσω
του ονείρου.
Κι εκείνη τη νυχτιά μιλήσαμε
δίχως ν’ ανταλλάξουμε μια λέξη
αφού όλα είχαν μέσα από τα βλέμματά
μας ειπωθεί.
Σε κοίταζα με αληθινή προσήλωση
και σε είδα να φεύγεις για αλλού
για κάπου μακριά από κείνο που
μέχρι χθες θεωρούσες ευτυχία.
Κατάλαβες κάπως αργά πως η ζωή
δεν είναι για να σπαταλιέται για
τα πολλά κι ασήμαντα και
θέλησες να βρεις διέξοδο μέσα
απ’ τη φλόγα των ματιών σου.
Σε ένιωσα αλλά δε μίλησα μα
σαν προδόθηκες δεν άντεξα και
γέλασα με την καρδιά μου…

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Η επιθυμία

Κάθεται δίπλα από το κρεβάτι και ακούει την ανάσα της καθώς κοιμάται. Αργή, σχεδόν, ξεψυχισμένη μοιάζει να βγαίνει από μέσα της. Είναι άρρωστη, άρρωστη βαριά, η καλή του. Όλο και πιο πολύ, όλο και πιο αργά πλησιάζει προς το θάνατο. Την κοιτά με ματιά κλαμένα, παρακολουθεί τη μορφή της να χάνει σιγά-σιγά κάθε ίχνος ζωής, και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να αντιδράσει, τι να σκεφτεί. Δεν το περίμενε αυτό. Δεν περίμενε να πεθάνει πριν από κείνον. Και τώρα δεν ξέρει τι του γίνεται.
Αχ ρε Γιάννα μου. Αχ... Γιατί μου το κάνεις αυτό; τη ρωτά σιωπηλά, και φυσικά δεν περιμένει καμία απάντηση. Σάμπως και θέλει η ίδια να πεθάνει; Αλλά, τι να κάνει; Πολέμησε. Πολέμησε σκληρά και πολύ με την αρρώστια, όμως έχασε το παιχνίδι. Κι από τότε πήρε να συμβιβάζεται με την ιδέα του θανάτου, να τη συνηθίζει. Σε αντίθεση μ’ εκείνον που μοιάζει να τα ’χει ολότελα χαμένα. Πώς να μην τα έχει άλλωστε; Τριάντα χρόνια και βάλε έζησαν μαζί οι δυο τους. Τριάντα χρόνια πόνου, χαράς, λύπης και ευτυχίας. Τριάντα χρόνια που σύντομα θα γίνονταν ανάμνηση...

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Αξεπέραστα Όρια

Ποτέ μη βάζεις όρια,

όχι αν δεν μπορείς να τα ξεπεράσεις.

Τα όρια είναι “τα τούβλα της ντροπής”

όπως έλεγε κι ο ποιητής.

Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μαθαίνοντας

να αυτοπεριοριζόμαστε,

ποτέ δεν τολμήσαμε να ψάξουμε για

το κάτι άλλο για μια υπέρβαση.

Κι η ζωή μας πέρασε πληκτικά

μες στην ασφάλειά της,

το κλουβί ήταν περίτεχνα φτιαγμένο,

τόσο ωραίο που κάπου έμοιαζε

με την πραγματική ελευθερία

γι’ αυτό και μας ξεγέλασε.

Μέχρι που κάποια μέρα καταλάβαμε ότι

δε ζούσαμε αλλά απλά επιζούσαμε.

Τότε θελήσαμε να αλλάξουμε τα πράγματα

μα, αλίμονο, ήταν πολύ αργά…

ήμασταν πια αδύναμοι και τα

όριά μας αξεπέραστα!

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Του Αποχαιρετισμού

Σε είδα να δακρύζεις και μάντεψα,

μάντεψα εκείνο που δεν ήθελα

να πιστέψω.

Τα σημάδια ήταν φανερά

τα διέκρινα την τελευταία φορά

που σε κράτησα στην αγκαλιά μου.

Τότε σε ρώτησα αν κάτι σου

ταλάνιζε ψυχή και μυαλό

κι εσύ μου είπες “όχι”.

Αλλά το “όχι” ως συνήθως ήταν “ναι”

κι όταν ήρθε η ώρα να μου

το ομολογήσεις δεν το πήρα

και πολύ άσχημα.

Βλέπεις πάντοτε είχα τούτο το

κουσούρι να βλέπω τον κόσμο

όμορφο και φωτεινό.

Κι αν η μοίρα το θελήσει να

μην είμαστε πια μαζί

απ’ τα λίγα που ζήσαμε θα κρατήσω

ένα μικρό δάκρυ που κάποτε μοιραστήκαμε

τα φιλιά και τα χαμόγελά μας
και το λιμάνι της αγκαλιάς σου.

Η απαραίτητη

Του έγινε απαραίτητη δίχως να το περιμένει. Κι έτσι τα μεγάλα λόγια μεταμορφώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε μεγάλες διαψεύσεις. Πόσο έξω έπεσε! Απίστευτο του φαντάζει. Κι όμως, είτε του άρεσε είτε όχι, ο Μεγάλος Μοναχικός -όπως ήθελε να αποκαλεί τον εαυτό του- κάποτε θα την πάθαινε κι αυτός. Τι διαφορετικό είχε απ’ τους άλλους ανθρώπους, άλλωστε; Κι εκείνος είχε ανάγκη από μια κάποια συντροφιά, κι ας μην τόλμησε ποτέ του να το παραδεχτεί αυτό. Τα βιβλία μου, μονάχ’ αυτά μου φτάνουν, δήλωνε κατηγορηματικά στο παρελθόν. Έλα, όμως, που δεν του έφταναν! Έλα που δεν του έφταναν και αναγκάστηκε κι αυτός να υποκύψει στον πειρασμό! Έλα που ετούτος ο πειρασμός έγινε της ζωής του ο έρωτας ο μεγάλος, στερώντας του την ίδια ώρα πράγματα πολλά που άλλοτε τον γέμιζαν!

Αχχχ, αυτή η ζωή. Αχ, αυτή η ζωή του που περνάει και χάνεται αναξιοποίητη. Πρέπει να το πάρει πια απόφαση. Πρέπει να τη διώξει. Να τη ξεφορτωθεί. Η αλήθεια είναι πως πέρασαν πολλά οι δυο τους, όλα καλά, αλλά η συνύπαρξή τους ήταν κάπως μονότονη και που και που κυκλοθυμική. Την αγαπούσε και τη μισούσε. Την αγαπούσε γι’ αυτά που του έδινε, μα τη μισούσε γι’ αυτά που δεν του χάριζε. Του ήταν απαραίτητη, αλλά κι ένα βαρίδι στο κορμί και στην ψυχή του. Τον αρρώσταινε και τον ανάσταινε. Έχω πια ξεχάσει ποιος είμαι, της έλεγε κάθε τόσο με παράπονο πικρό, κι εκείνη παρέμενε να τον κοιτάει σιωπηλή, αδυνατώντας στ’ αλήθεια να τον καταλάβει.

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Roddy Doyle: Paula Spencer

Ο Ρόντι Ντόιλ είναι ο αγαπημένος μου ιρλανδός συγγραφέας. Από την εποχή που είδα στον κινηματογράφο το The Van αγοράζω το ένα μετά το άλλο τα βιβλία του και εξακολουθώ να τα απολαμβάνω το ίδιο. Το δυνατά του σημεία είναι αναμφίβολα το χιούμορ και οι εξαιρετικοί διάλογοι που βάζει στα στόματα των ηρώων του. Ο συγγραφέας αυτός έχει μια μοναδική ικανότητα να βγάζει γέλιο μέσα κι από τις πιο τραγικές καταστάσεις.

Στο ανά χείρας βιβλίο διαβάζουμε τη συνέχεια της ιστορίας της Πόλα Σπένερ, που είχαμε πρωτογνωρίσει στο The Woman Who Walked Into Doors. Τότε η Πόλα ήταν μια αλκοολική σύζυγος και μητέρα, που ζούσε μονάχα για το πάθος της. Η ζωή της όλη κυλούσε μονότονα στις παρυφές της ζωής, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στα παιδιά της. Σήμερα τη συναντάμε πια χήρα και «καθαρή» από το αλκοόλ, να προσπαθεί όσο μπορεί να εξιλεωθεί για τα λάθη του παρελθόντος και να κτίσει ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτή και τα μικρότερά της παιδιά, που δεν είναι πια και τόσο παιδιά. Η Πόλα νιώθει ενοχές, πνίγεται απ’ αυτές. Προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκτήσει την εύνοια των παιδιών της, που τόσο παραμέλησε, αλλά και να προβεί σε μια οριστική ρήξη με το παρελθόν. Ωστόσο, ο πειρασμός είναι πάντα εκεί, δίπλα της, και παραμονεύει. Θα καταφέρει να θέσει υπό απόλυτο έλεγχο τον κακό της εαυτό; Θα καταφέρει να μην γλιστρήσει και πάλι; Θα την αγαπήσουν οι άλλοι, όπως της πρέπει, κι ας μην έχει η ίδια σε μεγάλη εκτίμηση τον εαυτό της; Θα καταφέρει να σώσει την κόρη της, που μοιάζει ν’ ακολουθεί κατά βήμα τα δικά της μονοπάτια;

Το Πόλα Σπένσερ είναι μια ιστορία για την ελπίδα που κάθε μέρα γεννιέται και πεθαίνει, για τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις προσδοκίες του μέλλοντος, για την επιτακτική ανάγκη για αλλαγή, που πολλές φορές μπορεί να μας σώσει από πολλούς μπελάδες, ακόμη κι απ’ τον εαυτό μας. Αποτελεί επίσης ένα κοινωνικό σχόλιο για το πρόσωπο της Ιρλανδίας που ραγδαία αλλάζει, για τους μετανάστες που αναζητούν εκεί μια καλύτερη τύχη, για τις εύθραυστες οικογενειακές σχέσεις, για τη μοναξιά που φορά διάφορα προσωπεία.

Ο Ντόιλ και εδώ κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: στήνει ένα ανθρώπινο μύθο, απ’ αυτούς με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας. Η Πόλα είναι μια απλή γυναίκα, που βιώνει με γλυκόπικρο χιούμορ τα μικρά της καθημερινά δράματα και προσπαθεί να θριαμβεύσει. Οι γύρω της απλά συμπληρώνουν την εικόνα του παζλ, προσθέτοντας σ’ αυτή μερικές πινελιές αγωνίας και μικρές ανατροπές θλίψης και χαράς.

Τις 277 σελίδες του βιβλίου τις διάβασα με μια μόλις ανάσα και τις απόλαυσα σα μαύρη σοκολάτα με μια στρώση από νιφάδες λευκής. Ένα, απλά, υπέροχο βιβλίο.

Τα σκουπίδια στα σκουπίδια


υ.γ. Σώτη, σ' ευχαριστώ για την εικόνα

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Εραστές του τίποτα


Να, που πρέπει να γράψω λίγες γραμμές…

για να συμπληρώσω ένα κενό.

Κενό χώρου; κενό χρόνου; κενό αέρος;

Α, μπα το τελευταίο δε γεμίζει με τίποτα.

Ίσως οι λέξεις να μην είναι αρκετές.

Ίσως και να μην είναι οι σωστές.

Ίσως και να μην είναι καιρός για ίσως.

Όλα τρέχουν:

τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι και

τα άλλα ζώα,

το κενό που ζούμε μα τόσο αγαπούμε.

Μαζί μ’ αυτά τρέχει και η μοναξιά,

ψάχνει για ένα χαμόγελο,

προσπαθεί να βγει απ’ το κλουβί

όπου την έχουν εγκλωβίσει,

όλοι εκείνοι που είναι πολύ βιαστικοί

για να ’ναι μόνοι και ως εκ τούτου

είναι πιο μόνοι απ’ όλους.

Κάπου ανθίζει ένα μοναχικό λουλούδι,

αλλά, ποιος έχει χρόνο να σταθεί να το κοιτάξει;

Μόνο του θα ανθίσει και θα μαραθεί

όπως και τ’ αδέλφια του χρόνια τώρα, και

κάποτε θα πεθάνει,

αλλά θα πεθάνει μες στην ομορφιά,

όπως και έζησε,

όπως και δεν έζησαν οι ανθρώποι,

οι πολύ βιαστικοί για το τίποτα.

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Η εκδίκηση της Μαριέτας

Τον αγαπούσε μια ζωή, την τυραννούσε μια ζωή. Τον αγαπάει ακόμη, την τυραννάει ακόμη. Θέλει, λέει, να χωρίσουνε. Θέλει να πετάξουνε δεκαπέντε χρόνια κοινής ζωής στα σκουπίδια. Θέλει να διαγράψουνε μεμιάς όλες τις καλές και κακές στιγμές που ζήσανε μαζί. Της λέει πώς όλα τελειώσανε, ότι θέλει να προχωρήσει. Να προχωρήσει για να πάει που; Να κάνει τι; Αφού μέχρι σήμερα όλα εκείνη τα έκανε. Εκείνος ήταν και θα είναι αχαΐρευτος. Στον αιώνα τον απάντα. Αν δεν ήταν εκείνη και ο πλούσιος μπαμπάς της, πουθενά δε θα ’βρισκε δουλειά το μπουμπούκι της. Αν δεν ήταν εκείνη δε θα ζούσε τόσα χρόνια μες στην πολυτέλεια. Αν δεν ήταν εκείνη να κουμαντάρει το καράβι του γάμου τους σε όλες τις φουρτούνες, όλα θα είχαν από καιρό καταρρεύσει. Πέρασαν πολλά μαζί. Πέρασε περισσότερα μοναχή της. Αν έπρεπε να φύγει κάποιος ήταν η ίδια, η Μαριέτα. Η Μαριέτα που τον αγάπησε τόσο, που του χάρισε τόσα πολλά. Η Μαριέτα που γέννησε κι έχασε ένα παιδί. Η Μαριέτα που τόσο πληγώθηκε, μα που δεν έπαψε στιγμή να τον αγαπάει. Ξύπνα μικρή, της λέγαν οι φίλες της. Ξύπνα ηλίθια, της φώναζε ο εαυτός της, αλλά αυτή που ν’ ακούσει.

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Ερωτική Ψύχωση

Όχι, δε θα την αφήσει να του φύγει. Δε θα την αφήσει να τον εγκαταλείψει. Ποτέ! Είναι η γυναίκα της ζωής του. Σαν και κείνη καμιά άλλη δεν τον καταλαβαίνει, καμιά δεν τον νιώθει, καμιά δεν τον κάνει να νιώσει τόσο όμορφα.

Μεγάλωσαν μαζί με την Τερέζα. Έπαιξαν τα ίδια παιχνίδια, έκαναν τις ίδιες σκανδαλιές, κάθισαν στα ίδια θρανία, είδε ο ένας τον άλλο να μεταμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου, μοιράστηκαν για χρόνια κοινά μυστικά. Κάτι σα δίδυμοι ήταν άλλοτε. Και είναι ακόμη. Ή μάλλον νομίζει πως είναι, αφού τώρα πια για τίποτα δεν είναι σίγουρος.

Άλλαξε η Τερέζα. Άλλαξε! σκέφτεται μ’ ένα παράπονο πικρό ο Γιάννης κι αναπολεί τις παλιές καλές ημέρες, τότε που ήταν μικροί, τότε που δεν άφηνε στιγμή το πλευρό του. Νιώθει προδομένος και μόνος -με παράτησε- και παίρνει να φτιάχνει στο μυαλό του διάφορα σενάρια εκδίκησης, αν και ουσιαστικά δεν έκανε κάτι για να τον βλάψει. Απλά αποφάσισε ν’ ακολουθήσει το δικό της δρόμο στη ζωή.

Γελά τώρα. Είναι ευτυχισμένη, αναλογίζεται με παράπονο πικρό, κι εμένα μ’ έχει πια ολότελα ξεχάσει. Τα έχει διαγράψει όλα. Όλα όσα ζήσαμε μαζί.

Μα είναι τυφλή; Δεν βλέπει πόσο πολύ την αγαπάει; Δεν αντιλαμβάνεται πόσα σημαίνει για κείνον; Αν της μιλήσει ίσως... Αλλά, όχι. Ξέρει πολύ καλά ποια θα είναι η αντίδρασή της. Θα τον αποπάρει. Και θα τον κοιτάξει μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα που τόσο μισεί. Τα απεχθάνεται τα μάτια της. Τα λατρεύει τα μάτια της. Μια ζωή ολόκληρη τα κουβαλά μέσα του. Μαζί με τα χαμόγελά της. Τα χαμόγελα των αναμνήσεών του, δηλαδή, αφού τώρα πια όταν είναι μαζί του δε χαμογελά, μόνο δακρύζει.


Η συνέχεια στα Διηγήματα

Τι θέλει να πει ο ποιητής;

Διάβαζα πριν λίγο μια κριτική βιβλίου και αν δεν ήμουν Βούδας, σε ό,τι αφορά τη ψυχική μου γαλήνη, θα έμενα με το στόμα ανοικτό. Ο άνθρωπος που υπέγραφε την κριτική δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αποδεικνύει τις γνώσεις του, αφήνοντας την περιγραφή του βιβλίου σε δεύτερη μοίρα. Και μετά είναι να αναρωτιόνται μερικοί-μερικοί γιατί το αναγνωστικό κοινό δεν έχει και σε μεγάλη υπόληψη τους κριτικούς. Ο απλός κόσμος σκέφτεται: αφού δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει ο κριτικός για το βιβλίο, πώς θα μπορέσω να κατανοήσω τι λέει το ίδιο το βιβλίο; Έλα ντε!
Ακολουθούν δύο αποσπάσματα:

...Μετωνυμικές χορδές από κοινοτοπίες, ευκολίες και αμερικανιές συνυφαίνονται με εγκάρσιες μεταφορικές δυνάμεις και χιαστούς άκρως ευφυών ευρημάτων, δημιουργώντας ακριβώς με την περιπλοκότητά τους ένα άρτιο νοηματικό σύμπλεγμα, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει, εφόσον θα δούμε εδώ ότι η πλοκή και τα απωθημένα/συμπτώματα, όχι μόνο συγχέονται, μέσα από την παλμική κίνηση (μέσα/έξω) των τελευταίων, αλλά, σε ύστατη ανάλυση, η κίνηση των απωθημένων που επανεμφανίζονται ως συμπτώματα και τούμπαλιν είναι η ουσιαστική πρωταγωνίστρια και ταυτόχρονα η ύλη του σκηνικού. Που σημαίνει πως μια συμπεριφοριστική προσέγγιση θα ήταν πλεονασμός, αφού θα τόνωνε αθέμιτα τις τόσο καλά ισορροπημένες φραστικές και σχηματικές μετωνυμίες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρόκειται για έργο ηλεκτρικό, εξού και το σοκ που προκάλεσε σε ορισμένους κριτικούς...

...Οι τοίχοι και οι διάδρομοι που γιγαντώνονται, δεν μπορεί παρά να είναι από ύλη γλωσσικής σαβούρας που μπαζώνεται υπογείως, ώστε να μη θυμίζει αυτό που κάποτε αντιπροσώπευσε, εν ολίγοις τις οδυνηρές εμπειρίες. Ο βρυχηθμός του δυνητικού τέρατος, κάθε που γίνονται ανακατατάξεις των μαζών στον σημειακό σκουπιδότοπο, δεν είναι παρά ο ήχος της τσαλακωμένης και αποσυντεθειμένης εμπειρίας, δηλαδή του φόβου για την τρέλα, δηλαδή του φόβου για τον ίδιο τον φόβο. (Είναι εμβληματική η σκηνή όπου τα σκυλιά διαπερνάνε τον φόβο-πόρτα διότι, απλούστατα, δεν έχουν λόγο να φοβηθούν, σαν να λέμε από ένδεια του πλεονεκτήματος της γλώσσας.)...

Μετά από τα πιο πάνω εύλογα αναρωτιέται κανείς: Τι θέλει να πει ο ποιητής;

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Αθώα

Είμαι αθώα, τους λέει. Είμαι αθώα, τους εκλιπαρεί, αλλά αυτοί που να ακούσουν. Την κλείσανε σ’ ένα κελί, εδώ και τρεις ημέρες, για τη δολοφονία του άντρα της, κι ας μην τον σκότωσε αυτή. Κάνετε λάθος -υποστηρίζει με δάκρυα στα μάτια- μεγάλο λάθος, εγώ ποτέ δε θα σκότωνα τον άντρα μου. Τον αγαπούσα. Μόνο αυτόν είχα. Κανέναν άλλο. Γιατί; Γιατί μου το κάνετε αυτό; Σας το ορκίζομαι σ’ ό,τι όσιο κι ιερό υπάρχει, δεν τον σκότωσα...

Η αλήθεια είναι πως ούτε και οι αστυνομικοί είναι σίγουροι για την ενοχή της. Κάποιοι την πιστεύουν, κάποιοι όχι, κάποιοι τη λυπούνται, κάποιοι την απεχθάνονται. Όλες οι υποψίες πέφτουν πάνω της, αλλά δεν έχουν κάποιο σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο ότι αυτή ευθύνεται για το φονικό, δεν έχουν καν μια υποψία για κάποιο πιθανό κίνητρο. Κι όμως, δεν έχει άλλοθι. Υποστηρίζει ότι κοιμόταν όταν άκουσε τον πυροβολισμό, αλλά μέχρι να πάει κάτω ο δολοφόνος είχε φύγει. Έψαξαν να βρουν αν παραβιάστηκε κάποιο παράθυρο ή η πόρτα, αλλά όχι, κάτι που σήμαινε ότι είτε το ίδιο το θύμα άνοιξε την πόρτα σ’ αυτόν που θα στεκόταν ο δήμιός του, είτε ο φονιάς βρισκόταν ήδη στο σπίτι όταν αυτός επέστρεψε απ’ τη δουλειά, αργά το βράδυ. Μπερδεμένη κατάσταση.

Ξεσκόνισαν ολόκληρο το σπίτι για δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά και πάλι τίποτα δεν προέκυψε, αφού όσα εντόπισαν ανήκαν στο ζευγάρι. Η μόνη πιθανότητα να βρουν το δράστη, αν δεν ήταν η γυναίκα, ήταν αυτός να έκανε κάποιο μοιραίο λάθος. Αλλά αυτά θαρρώ συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.


Η συνέχεια στα Διηγήματα

Εμμονές

Του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Δεν εγκαταλείπει ποτέ τις σκέψεις, αλλά ούτε και τα όνειρά του. Είναι ο βραχνάς του. Είναι αυτή! Αυτή που πάντα κυνηγούσε. Πρέπει να την καταβάλει, να την αποκτήσει, να την κερδίσει. Πρέπει να της δείξει ποιος είναι το αφεντικό, πόσα ο ίδιος αξίζει.

Το πάθος του και ο πόθος του γι’ αυτή μοιάζουν να τον τρελαίνουν – όχι μόνον αυτόν, αλλά και τους φίλους του αφού, ώρες ώρες, τον βλέπουν να προσεγγίζει επικίνδυνα τα όρια της παράκρουσης. Συμφώνησαν, πρόθυμα είν’ η αλήθεια, να πάνε μαζί του για διακοπές, για ν’ απολαύσουν τη μαγεία της φύσης, αλλά και για να ζήσουν κάποιου είδους περιπέτεια. Όμως, αν ήξεραν από την αρχή τι τους περίμενε, μάλλον θα έκαναν δεύτερες σκέψεις.

«Δε με νιώθετε. Δε με καταλαβαίνετε!» τους κατηγορεί αυτός, κι εκείνοι σκύβουν τα κεφάλια λυπημένοι καθώς, δεν υπάρχει τίποτα για να καταλάβουν, όλα είναι ξεκάθαρα, ο φίλος τους άρχισε να χάνει τα λογικά του.

Πολλές φορές, αργά το βράδυ, κάθεται στις όχθες του ποταμού μονάχος και σιγοκλαίει. Μια αγωνία και μια δίψα, ένα πάθος κι ένας πόθος του καίνε τα σωθικά. «Τη θέλω!» λέει μέσα του και ραγίζει. «Τη θέλω,» ψιθυρίζει στον άνεμο, που συνεχίζει αδιάφορα τη γραμμένη στα κιτάπια του χρόνου πορεία του.


Η συνέχεια στα Διηγήματα

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

David Baldacci: Wish you well

Αν και έγινε γνωστός σαν συγγραφέας εξαιρετικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο David Baldacci εδώ μας παρουσιάζει μία άλλη όψη του πλούσιου ταλέντου του. Το Wish you well θα λέγαμε ότι είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, αλλά και ένα γλυκόπικρο ταξίδι στο παρελθόν. Πρόκειται για την ιστορία της δωδεκάχρονης Λου και του εφτάχρονού της αδελφού, του Οζ.

Όλα αρχίζουν όταν τα δύο παιδιά χάνουν τον πατέρα τους, που είναι συγγραφέας, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η μητέρα τους βγαίνει απ’ αυτή την τραγωδία ζωντανή-νεκρή καθώς δεν μπορεί να μιλήσει ή να αντιληφθεί κάτι από τον κόσμο γύρω της, με αποτέλεσμα τα παιδιά να βρεθούν από τη μια στιγμή στην άλλη ουσιαστικά ορφανά. Εκεί, όμως, που δεν ξέρουν τι να κάνουν έρχεται σαν από μηχανής θεός, για να τους σώσει η προγιαγιά τους, που ζει στα Απαλάχια Όρη.

Στην αρχή η Λου και ο Οζ τα βρίσκουν μπαστούνι καθώς δεν είναι εύκολο γι’ αυτούς να προσαρμοστούν στη δύσκολη ζωή της φάρμας, μέσα στα αφιλόξενα βουνά. Ωστόσο, και μετά από μερικούς καυγάδες στο σχολείο με τους ντόπιους μικρούς νταήδες, σιγά σιγά αρχίζουν να μπαίνουν στο πνεύμα του νέου τους τόπου. Έτσι, μαθαίνουν να κάνουν τις δουλειές της φάρμας, πηγαίνουν με όλο και μεγαλύτερη χαρά στο τοπικό σχολείο και αποκτούν και ένα εξαιρετικά σκανδαλιάρη φίλο, που τους μαθαίνει τα κατατόπια.

Το βιβλίο αυτό μας μιλάει για τις νέες αρχές, για τη ζωή που πολλές φορές είναι πολύ σκληρή για να την αντέξει κανείς, αλλά και για τη λύτρωση, που κάθε τόσο φτάνει από εκεί που δεν την περιμένει κανείς. Καταπιάνεται επίσης με καυτά θέματα, όπως την απληστία που στο τέλος καταστρέφει τα πάντα, την πραγματική καλοσύνη, αλλά και για τον έρωτα, που στο πέρασμα των χρόνων και με την αλλαγή των γενεών, παίρνει να φοράει διαφορετικά προσωπεία.

Η φιλαργυρία και η γενναιοδωρία, η αγάπη και το μίσος, η ζωή και ο θάνατος, η κατάρα και η λύτρωση, βαδίζουν χέρι-χέρι από την αρχή μέχρι και το τέλος του κειμένου. Ο Μπαλτάτσι ταυτιζόμενος κατά κάποιο τρόπο με τη μικρή του ηρωίδα, τη Λου, που θέλει να γίνει συγγραφέας, της δίνει το μεγαλύτερο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία. Η Λου θ’ ανέβει και θα πέσει, θ’ αντιδράσει και θα ομονοήσει, θα τσακωθεί και θ’ αγαπήσει, θα πάθει και θα μάθει και θ’ αγωνιστεί με όλες της τις δυνάμεις γι’ αυτό που θεωρεί δίκαιο. Θα τα βάλει με αγγέλους και δαιμόνους, θα μισήσει και θα συγχωρήσει και μέσα από τ’ αχνάρια του πόνου θα φτάσει στη δική της δικαίωση.

Ο Μπαλτάτσι μ’ αυτό το μυθιστόρημα ανέβηκε ακόμη περισσότερο στην εκτίμησή μου. Μπορεί να είναι, όπως θα τον αποκαλούσαμε εμείς οι έλληνες, ένας αστυνομικός συγγραφέας, αλλά αποδεικνύει ότι όποτε το θελήσει μπορεί ν’ ασχοληθεί και με κάποια διαφορετικά είδη αφήγησης και να θριαμβεύσει.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Η μοναχική

Κάθεται πάντα μόνη

Σε μια γωνιά του μπαρ

Και παρατηρεί τους ανθρώπους.

Προσπαθεί να διαβάσει τα πρόσωπά τους,

Να δει τι κρύβεται πίσω από τις ασυνείδητες κινήσεις τους.

Πολλοί είναι αυτοί που κοιτάνε κι εκείνη,

Αλλά κανείς δεν μπορεί να τη δει για πολύ στα μάτια καθώς...

Τρομάζει,

Τρομάζει από τη θλίψη και τη συγκρατημένη οργή

Που κρύβουν μέσα τους.

Είναι μια μοναχική κι αυτό της αρέσει,

Αφού η ίδια το επέλεξε.

Τώρα πια τίποτα δεν τη γεμίζει

Όσο τα γραπτά της.

Αυτά έχει, μ’ αυτά πορεύεται.

Με τη σκέψη τους ξυπνά και κοιμάται.

Κι όταν λίγο βαριέται βγαίνει έξω,

Πηγαίνει σ’ ένα μπαράκι, κάθεται σε μια γωνιά,

Και παρατηρεί τους ανθρώπους.

Ενίοτε σιγοψιθυρίζει κάποιους στίχους

Και φτιάχνει μικρές ιστορίες μέσα στο κεφάλι της

Για τους γύρω της.

Είναι μοναχική από επιλογή,

Κι αυτή είναι η λύτρωση κι η καταδίκη της.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Η Μαίρη

Ως πότε; Ως πότε θα συνέχιζε να ζει κάθε φορά την ίδια μέρα; Ως πότε θα συνέχιζε να βιώνει ξανά και ξανά τις ίδιες απογοητεύσεις; Ως πότε θα συνέχιζε να είναι μοναχή, χωρίς έναν άντρα στη ζωή της; Και για πόσο; Για πόσο θα άντεχε εκείνο το μαλακισμένο να της μιλά συνέχεια για τις κατακτήσεις του, να της κλέβει τον ένα μετά τον άλλο τους εραστές μέσα από τα χέρια της;

Έφτασε πια στο αμήν η Μαίρη και για όλα φταίει η ίδια -όχι απόλυτα, αλλά φταίει- και το ξέρει καλά. Φταίει επειδή δεν ξέρει να φλερτάρει, επειδή όταν βρει μια δυσκολία κάνει πίσω, επειδή δεν ξέρει να μιλά όπως το μαλακισμένο, που λέγαμε πιο πάνω, την Καίτη, την αδελφή της, που αλλάζει τους άντρες σαν τα κραγιόν, αφού θέλει ποικιλία και την παίρνει.

Τη ζηλεύει πολύ, τη ζηλεύει και την απεχθάνεται. Είναι μια γυναίκα χωρίς καρδιά, δίχως τσίπα, κάποια που νοιάζεται μονάχα για τον εαυτό της. Να, αυτές τις μέρες τα ’χει με δύο – για να μη βαριέται, λέει. Το μόνο που ο δεύτερος, προτού της τον κλέψει, ήταν της Μαίρης. Το μόνο που ο δεύτερος δεν ήταν της Μαίρης. Ήθελε να ήταν δικός της, το ήθελε πολύ, αλλά ο άθλιος ο εαυτούλης της δεν την άφησε να του τα ρίξει, όχι όπως πρέπει, κι έτσι εκείνος δεν άργησε να πέσει στα δόντια της οχιάς, στα δίχτυα της αράχνης, στη σαγήνη του πορνιδίου.

Φτάνει πια, φωνάζει το μέσα της. Όχι άλλο πόνο, όχι άλλο δάκρυ, όχι άλλα βράδια μοναχικά σε ανέραστα σεντόνια.

Η συνέχεια στα Διηγήματα

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Το κορίτσι της βροχής

Της αρέσει η βροχή,

Τη λατρεύει όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο.

Όταν ο ουρανός σκοτεινιάζει

Κι αρχίζει να χύνει άπλετα τα δάκρυά του

Τότε νιώθει να ζει,

Να ζει αληθινά,

Νιώθει το κορμί και την ψυχή της να πλημμυρίζουν

Από μια γλύκα ανείπωτη.

Την εξαγνίζει, την ξανανιώνει η βροχή,

Την ξεπλένει από τις αρνήσεις και

Τις ενοχές της.

Κι η νυχτερινή βροχή είναι η καλύτερή της.

Τις ώρες τις σκοτεινές βγαίνει έξω στην αυλή

Και χορεύει γυμνή μαζί με τις σταγόνες,

Γίνεται ένα μαζί τους,

Και ταξιδεύουν παρέα προς τα έγκατα της γης,

Αφουγκράζονται τους παλμούς της,

Της χαρίζουν τους δικούς τους,

Τη δροσίζουν και την ευχαριστούν.

Και τότε...

Μόνο τότε, γυμνή μες στη βροχή κι ένα με τη γη, νιώθει ελεύθερη,

Ελεύθερη από τα δεσμά ετούτου του κόσμου,

Από τα πρέπει που την τυραννούν,

Που της κλέβουν τις φλογισμένες ανάσες,

Που της στερούν το δικαίωμα στη γύμνια,

Της ψυχής της τη γύμνια.

Είναι το κορίτσι της βροχής.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Το τέλος

Κάθεται δίπλα του στο κρεβάτι και τον κοιτά, λίγο τρυφερά λίγο λυπημένα, καθώς κοιμάται, τον άντρα της. Αυτόν, δηλαδή, που ήταν ο άντρας της για τα τελευταία τρία χρόνια. Ήτανε σίγουρη όταν τον πρωτογνώρισε η Αλεξία ότι αυτός, ο Πέτρος, θα ήταν ο άντρας της ζωής της, ότι μ’ αυτόν θα έφτιαχνε κάποτε μια μεγάλη οικογένεια, πως μαζί του θα γερνούσε. Ο χρόνος, ωστόσο, ήρθε να τις διαλύσει τ’ όνειρο, να τη βγάλει απ’ τις ψευδαισθήσεις. Πώς γελάστηκε έτσι; Πώς πιάστηκε τόσο κορόιδο; Πώς και δεν μπόρεσε να τον διαβάσει, να καταλάβει απ’ την αρχή ποιος πραγματικά είναι;
«Ήσουν ηλίθια, μικρή!» κακίζει τον εαυτό της και χαμογελά ειρωνικά για να ρίξει λίγο φως στη θλίψη της. Και τώρα; Τώρα όλα θα τελειώσουν. Όλα πρέπει να τελειώσουν. Πριν λίγο έκαναν έρωτα, πριν λίγο τα κορμιά τους ενώθηκαν βίαια για στερνή φορά. Το τέλος πια απέχει μια ανάσα.
Κι όμως κάπου βαθιά μέσα της τον αγαπά ακόμη τον Πέτρο, αυτό τον άντρα που της πλήγωσε τόσο πολύ το σώμα, που της χαράκωσε τόσο βαθιά την ψυχή. Τον αγαπά, αλλά πρέπει να τον αποχωριστεί. Πρέπει να τον αποχωριστεί προτού να είναι αργά.
Δεν αντέχει άλλο πόνο, δεν αντέχει άλλο δάκρυ κι αγωνία, δεν αντέχει άλλη μοναξιά.
«Θα μου λείψεις, αγάπη μου!» του ψιθυρίζει απαλά κι απλώνει το αριστερό της χέρι για να του χαϊδέψει τα μαλλιά. «Θα μου λείψεις...»

Η συνέχεια στα Διηγήματα