Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας

Με λένε Σάντρα και είμαι τυφλή. Δεν ήμουνα πάντα, αλλά τώρα είμαι. Εδώ και δέκα χρόνια. Από τα δύο μου δηλαδή. Είμαι τυφλή, αλλά όχι δυστυχισμένη, αφού έχω τη μάνα μου που πάντα στέκεται δίπλα μου και με ενθαρρύνει, τον μπαμπά που όλο δουλεύει από δω κι από κει και σπάνια μένει στο σπίτι, και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου που είναι μεγαλύτερα από μένα και βλέπουν. Τι ακριβώς βλέπουν; Δεν ξέρω. Υποθέτω αυτά που μου περιγράφει από τότε που έχασα το φως μου η μαμά. Δηλαδή το νερό, τα σπίτια, τον ουρανό, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους.
Ό,τι όμως δεν μπορώ να δω το ζωγραφίζω μέσα μου. Το ξέρω ότι οι περισσότερες από τις ζωγραφιές μου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά δε με νοιάζει, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τις βλέπει. Εξάλλου, όπως λέει κι ο μπαμπάς, όλη η ομορφιά του κόσμου κρύβεται στην ψυχή μου και να υμνώ τον Κύριο γι’ αυτό. Ναι, τον υμνώ, παρά το κακό που με βρήκε. «Ευλογία είναι, κόρη μου, αυτό που σου συνέβηκε», επιμένει η μαμά, «ευλογία, αφού δεν μπορείς πια να δεις την ασχήμια αυτού του κόσμου». Κι όμως εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά να, οι άνθρωποι τον χαλάνε, και τον κάνουν να μοιάζει πολύ λυπημένος.
Ακόμη και η μαμά λυπημένη είναι, κι ας μην το λέει. Από τότε που ήρθε εκείνος ο τυφώνας, η Κατρίνα, και βύθισε το σπίτι μας -ή ίσως και να το παρέσυρε, δεν ξέρω- έχει αλλάξει η φωνή της, έχει γίνει πιο σιγανή, πιο αδύναμη. Ωστόσο, «φανήκαμε τυχεροί», υποστηρίζει, «αφού τουλάχιστον εμείς σωθήκαμε». Ναι, τυχεροί, και γι’ αυτό υμνούμε τον Κύριο αλλά, όπως και να το κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι πια η ίδια. Φτωχοί ήμασταν πριν, φτωχοί είμαστε και τώρα, αλλά τουλάχιστον πριν είχαμε το σπίτι μας, ενώ τώρα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα – πέρα από ο ένας τον άλλο δηλαδή.
Κάθε τόσο, καθώς τριγυρνώ με τη μαμά και τα αδέλφια μου από δω κι από κει, σ’ αυτό το άγνωστο μέρος που μας φιλοξενεί, κρυφακούω κουβέντες από φωνές δίχως πρόσωπο, που πιότερο μου ματώνουν την καρδιά. Όλοι μιλάνε γι’ αυτά που έχασαν, γι’ αυτούς που πέθαναν, για την προηγούμενή τους ζωή και προβλέπουν μεγαλύτερα δεινά για το μέλλον. «Μην ακούς τις Κασσάνδρες», μου ψιθύρισε κάποια φορά ο μεγαλύτερός μου αδελφός, κι εγώ αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν σ’ ετούτο τον τόπο να έχουν όλοι, άντρες και γυναίκες, το ίδιο όνομα. Τον ρώτησα λοιπόν και άρχισε να γελά και δεν σταμάτησε μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι – αν μπορεί να αποκαλέσει δηλαδή κανείς σπίτι ετούτη τη μικρή κάμαρα όπου μας έχουν στοιβάξει όλους.
Ώρες-ώρες νιώθω να πνίγομαι, νιώθω κάτι να μου λείπει, εκτός από την όρασή μου φυσικά, αλλά δεν ξέρω τι. Και τότε, αν δεν έχω καμία άλλη επιλογή, αρχίζω να γράφω μέσα μου στίχους και να τους ψιθυρίζω σαν τραγούδια.
Πολύ λυπημένα είναι τα τραγούδια μου. Μιλάνε για μια ομορφιά που χάθηκε χωρίς ποτέ ν’ αντικρίσω, για την πόλη μου που βούλιαξε κάτω από τα νερά του ωκεανού, για τις ψυχές που σβήσανε.
Κάποια φορά, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, πήρα να τραγουδώ με δυνατή φωνή, ένα κομμάτι που έμοιαζε με γκόσπελ, και σαν το τέλειωσα, άκουσα μια γυναίκα να μου λέει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό ότι πολύ την συγκίνησα. Κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα από πριν ότι ήταν εκεί και όταν το έμαθα δεν ήξερα που ακριβώς ήταν. Έτσι ακολούθησα τους λυγμούς της. Πήγα και στάθηκα λοιπόν μπροστά της και την παρακάλεσα να σταματήσει να κλαίει, της είπα να υμνεί τον Κύριο, και όλα θα πάνε καλά. «Είσαι ένας άγγελος», μου αποκρίθηκε. «Το ξέρεις;» «Πώς είναι οι άγγελοι;» τη ρώτησα και άκουσα ένα γελάκι να ξεφεύγει απ’ τα χείλη της, κι αμέσως μετά ένα επιφώνημα, έκπληξης ίσως. Ή ξέχασε ή δεν ήξερε ότι ήμουν τυφλή. Μετά από μια στιγμή, που μου φάνηκε πώς κράτησε πολύ, μου είπε: «Όμορφοι είναι, σαν και σένα. Και τραγουδάνε όμορφα, ακριβώς όπως κι εσύ. Αλλά όχι τόσο μελαγχολικά. Ωστόσο…» Σώπασε. Άφησε την πρότασή της στη μέση. Ωστόσο, «αυτοί δεν τραβούν τα ζόρια που τραβάμε εμείς», είμαι σίγουρη ότι αυτό θα μου έλεγε. Την άκουσα να σηκώνεται από εκεί που καθόταν, κάπου στο κοινόβιό μας σαλόνι, και την ένιωσα να με αγκαλιάζει. «Συνέχισε να τραγουδάς μικρή», μου ψιθύρισε, «είναι μεγάλο το χάρισμα που έχεις». Αλήθεια; Ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα, παρέμεινα μονάχα σιωπηλή κι απορημένη. Ήταν όντως ωραία η φωνή μου, όμορφο το λυπημένο μου τραγούδι; Με απελευθέρωσε από τη μεγάλη αγκαλιά της και άκουσα τα βήματά της να κατευθύνονται βαριά προς την πόρτα. Κάθισα επιτόπου, στο πάτωμα, και βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Το ίδιο βράδυ, καθώς τρώγαμε το λιτό μας δείπνο, περιέγραψα στους δικούς μου το πιο πάνω περιστατικό, και με κάποια έκπληξη άκουσα τον συνήθως αμίλητο μπαμπά μου να με παροτρύνει: «Άντε λοιπόν τραγούδα, να σε ακούσουμε κι εμείς». Υπάκουσα. Τους είπα το λυπημένο μου τραγούδι, και μετά, αφού μου ζήτησαν κι άλλο, συνέχισα να τους τραγουδώ. Όλοι οι στίχοι που έγραφα μέσα μου, έμοιαζαν μεμιάς να παίρνουν ζωή, να αποκτούν υφή και μια αλλιώτικη ουσία. Όσο πιο πολύ τραγουδούσα, όσο μεγάλωνε το πάθος και δυνάμωνε η φωνή μου, τόσο περισσότερο ένιωθα ν’ απλώνεται γύρω μου η σιγή, αλλά και κάτι να αλλάζει στην ατμόσφαιρα, που σιγά-σιγά γινόταν πιο ζεστή, σαν μια μεγάλη αγκαλιά και μια ανάσα. Σαν πέρασε η ώρα και κουράστηκα σταμάτησα και τους ρώτησα πως τους φανήκαν τα τραγούδια μου. Στην αρχή μου απάντησε η σιωπή κι αμέσως μετά ένιωσα πολλά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου, να με τρυπάνε λες με την επιμονή τους, προτού χέρια γνωστά και άγνωστα αρχίσουν να με χειροκροτούν. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί, παρασυρμένο απ’ τη φωνή μου.
Από τότε η τύχη μας άλλαξε, ή μάλλον η δική μου τύχη, αφού απέκτησα επιτέλους ένα σκοπό στη ζωή, μια και μπορούσα πια να προσφέρω στους άλλους κάτι. Ναι, τώρα το νιώθω επιτέλους κι εγώ και, υμνώντας τον Κύριο, μπορώ να το πω, ότι είμαι στ’ αλήθεια ευλογημένη. Η φωνή μου είναι η ευλογία μου, τα τραγούδια που γράφω μέσα μου και ποτέ δεν ξεχνώ η περιουσία μου, η παρηγοριά που χαρίζουν στους άλλους της φτωχής μου ζωής η δικαίωση.
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα εκείνη, που το φως μου πήρε να τρεμοσβήνει, τότε που άρχισε στης μικρής μου ψυχής το τετράδιο να γράφεται, το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας.
«Τραγούδα, κόρη μου», μού λέει η μαμά. «Τραγούδα να κάνεις πιο όμορφο τον κόσμο!»

Πρώτη γραφή

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Αγγελική. Το ημερολόγιο μιας πόρνης

Ιωάννα,

Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως αλλιώς δε γινόταν. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα, ένας δρόμος πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου -όχι ακόμη. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως. να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σα μια ξεχωριστή πράξη, σα μια ιδιαίτερη στιγμή, σα μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
Αλλά, ας αφήσω τις φιλοσοφίες, κι ας σου μιλήσω απλά, όπως μου έρχεται, απ’ την καρδιά μου. Ας μιλήσω για να σου πω πως σ’ αγαπώ απέραντα, απεριόριστα, σαν τη ζωή μου την ίδια, για να σου πω πως είσαι η ζωή μου η ίδια και πως είμαι περήφανη για σένα πιο πολύ απ’ ό,τι τα λόγια τα φτωχά θα μπορούσαν ποτέ να περιγράψουν. Είμαι περήφανη για την ψυχή σου και την καλοσύνη της. Εσύ είσαι το καλύτερό μου «έργο», το μεγάλο «κόλπο» μου. ένα ηχηρό χαστούκι στα πρόσωπα των ψεύτικων θεών των μεγάλων, στους οποίους θέλω να πω, να βροντοφωνάξω: «Να, φάτε στη μούρη ετούτη την όμορφη, την κόρη μου, εσείς όλοι οι τρανοί και μεγάλοι, που για χρόνια ολόκληρα μου κάνατε τη ζωή ποδήλατο. Φάτε τη στη μούρη, αφού η αφεντιά σας ποτέ της δε θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και τόσο καλό όσο αυτό το κορίτσι, δε θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο θαύμα!»
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι: τα παραλέω. Τα παραλέω όντως, αλλά τα εννοώ. Την κάθε λέξη, την κάθε υπερβολή! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην αφήσεις ποτέ κάποιον να σε μειώσει, να σε κάνει να νιώσεις λιγότερο ξεχωριστή απ’ ό,τι είσαι.
Με μια συμβουλή θα κλείσω αυτό το γράμμα, ψυχή μου, με μια συμβουλή που αν τηρήσεις, που αν ακολουθήσεις πιστά, δύσκολα θα πληγωθείς, θα είσαι πάντα λίγο ή πολύ προστατευμένη απ’ τα δεινά αυτού του κόσμου: να προσέχεις απ’ τους καλούς ανθρώπους, Ιωάννα μου, απ’ αυτούς να προσέχεις. Αυτοί μπορούν να σε πληγώσουν ξαφνικά και δίχως λόγο, να σε στήσουν απροσδόκητα στον τοίχο. Ενώ οι άλλοι, οι κακοί, οι άτιμοι, είναι πιο τίμιοι -πιο τίμιοι με τους εαυτούς τους και με τους άλλους- αφού από δαύτους ξέρεις τι να περιμένεις. Να φυλάγεσαι, λοιπόν, απ’ τους καλούς ανθρώπους και τις καλές τους προθέσεις.
Θα σε αφήσω τώρα, καλή μου. Θα σε αφήσω να διαβάσεις την ιστορία μου, να κάνεις μακροβούτι στο χθες μου, να μάθεις ό,τι ποτέ δε σου είπα, να με κρίνεις για ό,τι ποτέ δεν έμαθες. Ναι, να με κρίνεις αμείλικτα, αλλά να με κρίνεις μ’ αγάπη, με της καρδιάς σου όλη τη ζεστασιά.
Σ’ αγαπώ! Να προσέχεις.

Η μαμά,

Αγγελική

ΥΓ. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω την ιστορία μου στο πρώτο πρόσωπο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, δεν πληγώνουν τόσο πολύ, δεν αιμορραγούν όπως οι προσωπικές μαρτυρίες.

Σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Ένας άνθρωπος με αποστολή

Είμαι ένας άνθρωπος που έχει μια αποστολή στη ζωή του, ή που τουλάχιστον είχε κάποτε. Το όνομά μου είναι Απόστολος, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζαν Αποστόλη. Ο Αποστόλης με την αποστολή! Αστείο δεν ακούγεται; Ακούγεται, αλλά αστείο δεν είναι.
Τραγική είναι η ιστορία μου, αλλά και συνηθισμένη. Σίγουρα την έχετε ακούσει κι από άλλους, με διαφορετικά όμως ονόματα. Κατάγομαι από ένα χωριό της Πελοποννήσου. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί τα έκανα όλα σκατά. Ακριβώς έτσι όπως τα λέω. Τι έκανα; Και τι δεν έκανα! Ίσως να φταίει το ότι μεγάλωσα χωρίς γονείς. Ίσως το ότι δεν μορφώθηκα πολύ. Ίσως το ότι βιάστηκα να παντρευτώ. Ίσως! Γεμάτη ίσως είναι η ζωή μου. Κι αυτά τα ίσως είναι που πιότερο τώρα με τυραννάνε.
Αλλά, ας πάρω τα πράματα από τη μέση. Δεν θα τα πάρω από την αρχή, αφού δεν με παίρνει ο χρόνος. Είμαι πενήντα χρονών και πεθαίνω. Καρκίνος. Δεν σώζομαι με τίποτα. Και δεν θέλω να σωθώ κιόλας, τη συγχώρεση, την εξιλέωση ψάχνω. Και την κόρη μου. Αυτήν που πέταξα με τις κλωτσιές έξω απ’ το σπίτι πριν δέκα χρόνια. Αυτήν που ήρθε εδώ, στην Αθήνα, ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή. Ψάχνοντας ζωή. «Θα πάω στην Αθήνα να ζήσω τη ζωή μου», είπε στη μάνα της προτού εξαφανιστεί. Στη μακαρίτισσα τη μάνα της. Ναι, μου πέθανε. Πέθανε έτσι στα ξαφνικά. Πήγε και μού πνίγηκε. Αυτοκτόνησε. Και άφησε πίσω της ένα σημείωμα και μια παραγγελιά: να βρω την Σωτηρία – αυτό είναι το όνομα της κόρης.
Εδώ και δυο χρόνια τις ψάχνω: τη σωτηρία και τη Σωτηρία. Τη σωτηρία της ψυχής μου, κι αυτήν της ζωής μου. Θέλω να σταθώ έστω και τώρα, στο τέλος, στο πλευρό της, να γίνω ο πατέρας που ποτέ δεν ήμουνα για κείνη, ένας πατέρας καλός, γεμάτος κατανόηση κι αγάπη, ένας πατέρας… Θέλω; Ήθελα, ήθελα να πω. Ήθελα, αφού τώρα πια έχω χάσει κάθε ελπίδα να τη βρω, αφού και στο δρόμο να τη δω σίγουρα δε θα την αναγνωρίσω. Αλλά, ούτε κι εκείνη θ’ αναγνωρίσει εμένα, αφού έχω καταντήσει ένας κουρελής, ένα απομεινάρι του αλλοτινού μου εαυτού.
Παλιά ήμουνα… Ένα κάθαρμα ήμουνα, αυτό ακριβώς. Δουλευταράς, αλλά πότης κι άγριος, ποτέ δεν άφησα ν’ ακουστεί στο σπίτι άλλη φωνή εκτός απ’ τη δική μου. Επέστρεφα πάντα εκεί απ’ τη δουλειά γεμάτος οργή, συνοφρυωμένος, έτρωγα λίγο, ξαπόσταζα κι ύστερα έφευγα για τον καφενέ ή την ταβέρνα, όπου καθόμουνα και τα έπινα με τις ώρες, συνομιλώντας φωναχτά, κάνοντας εχθρούς, μπλέκοντας σε καυγάδες. Σε καυγάδες που ποτέ δεν μπορούσα να κερδίσω αφού είμαι μικροκαμωμένος, μια αντρική μινιατούρα που ό,τι δεν διέθετε σε μπόι και κότσια το διέθετε σε φωνή, μια φωνή που μεταμορφώνονταν σε βία όταν ήμουνα στο σπίτι με τις γυναίκες. Τις χτυπούσα, και τις δύο. Και απατούσα τη γυναίκα μου, με κάθε ευκαιρία. Οι πουτάνες ξέρανε πώς να με κουμαντάρουν, εκείνη όχι.
Τώρα, που πέρασε πια ο καιρός και με χαράκωσε ο χρόνος, τώρα, που μπορώ και τα βλέπω όλα καθαρά, έφτασα να μισώ τον εαυτό μου. Διέλυσα την οικογένειά μου. Και γιατί; Έστειλα τη γυναίκα μου στον τάφο και την κόρη μου στην εξορία. Και γιατί; Και κατόπιν εορτής μετανιώνω; Γιατί; Αφού τίποτα δεν μου λέει, τίποτα δεν εγγυάται ότι αν μου δινόταν μια καινούρια ευκαιρία στη ζωή δεν θα έκανα και πάλι τα ίδια. Έτσι γεννήθηκα, έτσι μεγάλωσα, τέτοιος είμαι: ένας άνθρωπος εντελώς αστοιχείωτος που πίστευε σαν δίκιο μόνο το δικό του, που ποτέ του δεν εκτίμησε αυτά που είχε. Μέχρι που ήταν πια απελπιστικά αργά.
Τη Σωτηρία την έδιωξα απ’ το σπίτι επειδή μ’ ατίμασε. Ακούς εκεί, μ’ ατίμασε! Νέα γυναίκα ήτανε, κοιμήθηκε με κάποιον, και τι μ’ αυτό; Ήταν λόγος αυτός για να τη διώξω; Τι υποκριτής ήμουνα, τι υποκριτής! Έκανα ό,τι έκανα κι απαιτούσα από κείνην να το παίζει μωρή παρθένα. Σιγά να μη με άκουγε. Όχι πώς της μίλησα και ποτέ κιόλας για να με ακούσει, αλλά, λέω τώρα. Σιγά! Εγώ έφταιγα για όλα. Εγώ που το μόνο που της έδωσα ποτέ ήταν φαγητό, βία κι αγωνία.
Με εξέπληξε, αυτή είναι η αλήθεια. Με εξέπληξε βαθιά, μού έριξε ένα γερό χαστούκι. Όταν της είπα να φύγει απ’ το σπίτι περίμενα να λυθεί στα κλάματα, να πέσει στα γόνατα και να μου ζητήσει συγχώρεση -λες και παίζαμε σε κάποια ταινία-, να μου πει πώς δεν θα το ξανακάνει. Αλλά, αντί αυτών, απλά μου χαμογέλασε, με τα πράσινά της μάτια τα υγρά να με κοιτούν άφοβα, σαρκαστικά, κι ύστερα πήγε κι ετοίμασε ένα σακίδιο με λίγα ρούχα, αποχαιρέτησε τη μάνα της κι έφυγε.
Για οκτώ χρόνια έβραζα στα ζουμιά μου. Για οκτώ χρόνια την καταριόμουνα και έλεγα ότι αν την έπιανα στα χέρια μου θα την έπνιγα, τη συφοριασμένη. Για οκτώ χρόνια. Μέχρι που πέθανε η Νίκη μου, κι επιτέλους άνοιξαν τα μάτια, κι επιτέλους άρχισα στ’ αλήθεια να πονώ.
Την έκλαψα πολύ τη μακαρίτισσα, αλλά σίγουρα όχι τόσο έκανα εκείνη να κλάψει, και μετά ήρθα σ’ ετούτη τη βρώμικη πόλη για να βρω την κόρη μας, για να συμφιλιωθώ μαζί της και να ζητήσω μια άφεση αμαρτιών, που έτσι κι αλλιώς δεν μου αξίζει.
Στην αρχή άρχισα να την ψάχνω μόνος ρωτώντας άγνωστους από δω κι εκεί δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, πηγαίνοντας καθημερινά στο αστυνομικό τμήμα, ξοδεύοντας νύχτες ατελείωτες τριγυρνώντας στα διάφορα στέκια, σε όσα με άφηναν να μπω μέσα δηλαδή. Σαν ένας ξένος κόσμος, ένας άλλος πλανήτης έμοιαζε στα μάτια μου η Αθήνα, με τους βιαστικούς και λες πάντα οργισμένους κατοίκους της, με το κυκλοφοριακό, με τις φωνές και το νέφος της, με τους μπρατσάδες που στέκονταν στις εισόδους διάφορων μαγαζιών απαγορεύοντάς μου την είσοδο, παρά το ό,τι προσπαθούσα να τους εξηγήσω το λόγο που ήθελα να πατήσω πόδι στο ιερό τους άβατο. Όλοι μου φάνταζαν εχθροί, κι εγώ ήμουν ο εχθρός όλων.
Αφού είδα κι απόειδα και πουθενά δε βρήκα λυτρωμό, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός αστυνομικού που έμοιαζε να καταλαβαίνει τον πόνο μου, προσέλαβα ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ, αφού ήταν η μοναδική λύση που μου είχε απομείνει. Αλλά κι εκείνος, ύστερα από μήνες και μήνες έρευνας, ή αδράνειας -δεν ξέρω- δεν έφτασε πουθενά, και μια και ξέμεινα από λεφτά αναγκάστηκα να τον απολύσω. Την ίδια μέρα παράτησα και το φτηνό δωμάτιο όπου έμενα, κι από τότε ζω στους δρόμους. Ξέρω ότι δεν μου απομένει και πολύς χρόνος να ζήσω, έτσι δεν με νοιάζει τίποτα πια. Ή σχεδόν τίποτα. Με νοιάζει εκείνη ωστόσο, λες κι εξακολουθώ και ψάχνω τώρα πλέον από συνήθεια, για να κάνω κάτι. Για να κάνω κάτι όταν δεν ζητιανεύω.
Ναι, δύσκολη είν’ η ζωή μου, αλλά είναι κιόλας αυτή ακριβώς που μου αξίζει. Αυτή η φτώχεια, η βρωμιά, δείχνει ποιος ήμουνα, είναι σαν ένας καθρέφτης του χθες. Καθώς τριγυρνώ από γωνιά σε γωνιά, από γειτονιά σε γειτονιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσω το φαγητό μίας ακόμη ημέρας, μονολογώ συνεχώς, μιλώ με τον εαυτό μου. Τον ρωτώ ό,τι μου κατέβει στο μυαλό, κι αυτός συνήθως μου απαντά, άλλοτε όχι. Πού και πού με παίρνουν από πίσω τα σκυλιά, οι μοναδικοί μου φίλοι, και όταν μπορώ μοιράζομαι μαζί τους το φαγητό μου, τα ευχαριστώ που είναι εκεί, γίνομαι γι’ αυτά ό,τι δεν ήμουνα ποτέ για την κόρη μου. Τις νύχτες κοιμάμαι κάτω από τα παγκάκια, στις στοές και στις σκιές, συνήθως έχοντας μια μουσούδα σκύλου να μου χαρίζει ζεστασιά, να μου θυμίζει ότι είμαι άνθρωπος. Και τις μέρες, όταν δεν εκλιπαρώ συμπάθεια, σέρνω τη λεκιασμένη μου μορφή, από δω κι από κει, σταματώντας άγνωστους στο δρόμο, δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, και λέγοντάς τους πώς είμαι ο Αποστόλης και ψάχνω τη Σωτηρία.

Πρώτη γραφή, ως συνήθως

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο ΙΙΙ

Το φθινόπωρο άρχισε όμορφα, στη χαραυγή φαινομενικά ενός καινούριου κόσμου. Το φθινόπωρο τέλειωσε άσχημα, με το θάνατό του. Όχι του κόσμου, αλλά του κόσμου μου. Ο Άντι πέθανε. Τη νύχτα κάναμε έρωτα, το πρωί ήταν νεκρός. Τον χτύπησε ένα διερχόμενο αμάξι καθώς πήγαινε προς το πανεπιστήμιο και έκοψε το νήμα της ζωής του, εκείνο που μας ένωνε, αυτό που αόρατο πια δε θα μας χώριζε ποτέ. Ήτανε hit and run, είπαν οι αστυνομικοί και μάλλον θα ήταν αδύνατο να βρούνε ποιος τον σκότωσε. Τον σκότωσε!

Κάλεσα τη Ρόντα για να της πω τα άσχημα νέα, κι εκείνη με τη σειρά της ανέλαβε να ειδοποιήσει την αδελφή του και να κανονίσει τα της κηδείας. Η Σάρα με πήρε τηλέφωνο λίγα λεπτά αργότερα κλαίγοντας με λυγμούς, μιλώντας μου με μια φωνή που μετά βίας έβγαινε απ’ τα χείλη της. Την περισσότερη ώρα την ανάσα της άκουγα, τους κόμπους στο λαιμό και το ρούφηγμα της μύτης, και με κλειστά τα μάτια προσπαθούσα να τη φανταστώ. Προσπαθούσα να φανταστώ εκείνο το όλο ζωή πλάσμα να κλαίει με λυγμούς, μα δεν μπορούσα. Το φωτεινό της βλέμμα έβλεπα, εκείνη την πλούσια σε προσωπικότητα ομορφιά που θυμόμουνα από τη φωτογραφία. Καημένο κορίτσι. Δεν μπορούσα να μπω στη θέση της. Δεν μπορούσα καν να διανοηθώ τι περνούσε. Έχασε πρώτα δυο γονείς και μετά άλλους δύο. Και τώρα τον μοναδικό αδελφό που γνώρισε, κι ας μην ήταν αίμα της. Όλη αυτή την ώρα η Μάριαν στεκόταν δίπλα μου και με κοιτούσε να σιωπώ και να χώνομαι στο μέσα μου. Δακρυσμένη ήταν κι αυτή, αλλά έκλαιγε ήσυχα, όπως ακριβώς ζούσε. Μια βαθιά προσωπική υπόθεση ήταν ο θρήνος της. Όταν τελικά οι λυγμοί της Σάρας κόπασαν, της εξήγησα το καθετί και μου είπε ότι θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. Θα ερχόταν για να παραλάβει το σώμα του αγαπημένου νεκρού και να το μεταφέρει στην αγαπημένη του γη – εκείνην που τον γέννησε, αυτήν που θα τον υποδεχόταν στα χώματά της. Μ’ αποχαιρέτισε με ένα άηχη σχεδόν ευχαριστία και έκλεισε. Παρέμεινα ακίνητη ν’ ακούω το πουθενά και το κενό που έφτανε στ’ αυτί από το ακουστικό. Ένιωσα μια ανάσα στο σβέρκο μου, ανατρίχιασα. Άντι, πήγα να πω, προτού προλάβει η Μάριαν να με αγκαλιάσει από πίσω και να γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα μείναμε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η όλο ζεστασιά επαφή, που έλεγε όσα έπρεπε να ειπωθούν, που γέμιζε τα κενά του θρήνου και των σκέψεών μας.
Είχε πια νυχτώσει. Καθόμασταν εκεί, στο σπίτι της Μάριαν, και περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι, αλλά περιμέναμε. Και πίναμε. Όχι πολύ, λίγο. Πού και πού χτυπούσαν τα τηλέφωνά μας, απαντούσαμε, δίναμε εξηγήσεις, δεχόμασταν συλλυπητήρια, κλείναμε και σιωπούσαμε. Εκείνη κάθε τόσο έμοιαζε να σκέφτεται κάτι και να χαμογελά, αλλά δεν τη ρώτησα ποτέ τι. Είχε τις δικές της αναμνήσεις απ’ τον Άντι, κάποιες από τις οποίες της μάλλον της ανήκαν αποκλειστικά και δε θα μπορούσε να τις μοιραστεί με κανένα.
Θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα όταν άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπάει και πάλι.
«Είμαι εδώ», μου είπε η Σάρα, με το που απάντησα. Της έδωσα οδηγίες για να ’ρθει να μας βρει.
Άνοιξα την πόρτα σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, που σε λίγα, αλλά αρκετά, θύμιζε το κορίτσι της φωτογραφίας. Τα μάτια της ήταν υγρά και φωτεινά, οι τρόποι της αμήχανοι. Την αγκάλιασα αμίλητη, και σε λίγο την οδήγησα μέσα. Πήγε και κάθισε δίπλα στην Μάριαν στον καναπέ, κοιτώντας ανήσυχα τριγύρω, χωρίς να βλέπει τίποτα. Κι ύστερα, απλά έγειρε, ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια της φίλης μου και άρχισε να κλαίει.
Με δάκρυα και σιωπές, με λίγα λόγια και εξηγήσεις ασήμαντες, κύλησαν οι ώρες, και ήρθε το πρωί. Καμιά μας δεν είχε κλείσει μάτι. Ένα κόκκινο χάραμα ήρθε για να μας δείξει το δρόμο για την επόμενη μέρα, αυτόν της απώλειας.
Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, κι η Σάρα, σαν η μοναδική συγγενής του Άντι που ήταν, υπέγραψε χαρτιά, ζήτησε διευκρινήσεις, έκανε και πήρε τηλεφωνήματα, κανόνισε τα πάντα, έχοντάς μας κάθε στιγμή στο πλευρό της. Θα παραλάμβανε το πτώμα στο τέλος της μέρας και την επομένη θα ξεκινούσαμε το μακρινό ταξίδι για την πόλη τους. Εκείνη κι… εκείνος θα ταξίδευαν αεροπορικώς αφού ουσιαστικά, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, δεν υπήρχε κι άλλη επιλογή. Εγώ με τη Μάριαν θα πηγαίναμε με τ’ αμάξι του Άντι, ενώ κάποιοι από τους φίλους και τους μαθητές μας θα νοίκιαζαν ένα μικρό λεωφορείο και θα μας ακολουθούσαν.
Πυρετικά πέρασε η μέρα. Και όσο περνούσε, τόσο και πιο πολύ συμπαθούσα τη Σάρα. Παρά το ότι δεν ήταν στ’ αλήθεια αδελφή του Άντι έμοιαζε να είναι φτιαγμένη απ’ τα ίδια μ’ εκείνον υλικά: αποφασιστικότητα, καλοσύνη, πείσμα, ανοχή, αντοχή. Οι γονείς τους, εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι που ποτέ δε γνώρισα, έκαναν καλή δουλειά με τα παιδιά τους, πολύ καλύτερη απ’ αυτήν που έκαναν οι δικοί μου μ’ εμένα. Την κοιτούσα με θαυμασμό καθώς περιφερόταν από τόπο σε τόπο, καθώς δίχως υστερίες, εκνευρισμούς και παράπονα διευθετούσε το ένα θέμα που προέκυπτε μετά το άλλο, καθώς είχε μια ευχαριστία κι ένα ευγενικό λόγο να προσφέρει στον καθένα. Κι αυτά στην πιο δύσκολη ώρα της.
Λίγο μετά το μεσημέρι, κι αφού μας το ζήτησε η ίδια, την οδηγήσαμε στο σχολείο μας. Έλαμψε το βλέμμα της με το που πάτησε το πόδι της εκεί και την είδαμε για πρώτη φορά πλατιά κι αληθινά να χαμογελά. Τέτοια ώρα δεν υπήρχε κανείς στο χώρο, αλλά αυτό δεν της στέρησε κάτι απ’ τη χαρά που ένιωσε.
«Αχ, Άντι!» είπε στον κανένα και κάθισε κατάχαμα στην αίθουσα της ζωγραφικής. Και καθίσαμε δίπλα της, προσπαθώντας μάταια να διαβάσουμε τις σκέψεις της. Τα μάτια της άλλαζαν συνεχώς. Πότε φωτίζονταν, πότε σκιάζονταν, ερωτήματα και απορίες γεννιόνταν μέσα τους και πεθαίνανε δίχως να εκφραστούν. Και διλήμματα. Ναι, διλήμματα. Κατάλαβα. Το ίδιο κι η Μάριαν. Και μίλησε πρώτη, αφού εγώ ακόμη ένιωθα κάπως άβολα απέναντί της.
«Αν θελήσεις ποτέ να έρθεις εδώ για δουλειά είσαι περισσότερο από ευπρόσδεκτη. Αν ανήκει σε κάποιον αυτό το σχολείο είναι στον Άντι. Εμείς απλά τον βοηθήσαμε!»
Το βλέμμα της πρώτα χαράκωσε η απορία προτού το καταλάβει μια απόκοσμη σχεδόν λάμψη. Έμοιαζε να ξεχειλίζει από χρώματα και μουσικές, από μια υπόσχεση για το μέλλον.
«Σας ευχαριστώ», ψιθύρισε, κοιτώντας μας μ’ ευγνωμοσύνη. «Σας ευχαριστώ, θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό. Θα το ήθελε κι εκείνος. Αλλά…». Αλλά; «…Δε θα ήθελα να είμαι μες στα πόδια σας. Δεν έχω το δικαίωμα…»
«Ο Άντι…» αρκέστηκα να πω εγώ.
«Ο Άντι!» αποκρίθηκε κι εκείνη και πλέον κάθε εξήγηση ήταν περιττή. Ναι, θα ερχόταν. Έτσι κι αλλιώς με τις σπουδές της είχε σχεδόν τελειώσει και τις λιγοστές εξετάσεις που της έμειναν θα μπορούσε να της δώσει με την πρώτη ευκαιρία. Εξάλλου το ήθελε πολύ, από πάντα ονειρευόταν ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του αδελφού της. Θα έκανε λοιπόν μια νέα αρχή. Το μόνο που τότε δε γνώριζα ότι η νέα αρχή της, θα ήταν η αρχή του τέλους για μένα. Η μοίρα, όχι και πολύ σύντομα, αλλά όχι και αμετάκλητα αργά, θα άλλαζε και πάλι στη ζωή μου πορεία.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

...Και άσπιλη

Παντρεύτηκα τον πατέρα μου! Ναι, καλά, όχι ακριβώς αυτόν, αλλά κάποιον που του μοιάζει. Τ’ όνομά μου είναι Αγνή και κάθε άλλο παρά άσπιλη είμαι.
Γεννήθηκα πριν σαράντα χρόνια σ’ ένα χωριό όχι πολύ μακριά από τη Λευκωσία και είμαι μοναχοκόρη. Η οικογένειά μας είναι σχετικά εύπορη. Ή μάλλον ήταν. Ήταν, αφού δεν ανήκω πια σ’ αυτή την οικογένεια, έχω φτιάξει τη δική μου.
Από μικρή, θυμάμαι, το όνειρό μου ήταν να μεγαλώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ και να φύγω για την πόλη, αφού δεν άντεχα τη ζωή στο χωριό, την απομόνωση και την κλεισούρα του σπιτιού, αλλά και γιατί ζήλευα τις συγχωριανές μου που μετακόμισαν οικογενειακώς στη Λευκωσία, κι έρχονταν πίσω μονάχα στις διακοπές, για να μας πουν πόσο καλά περνάνε. Εκείνες τα είχαν όλα: εύκολες μετακινήσεις, φίλους, κάποιου είδους ελευθερία. Όχι πως η ζωή μου ήτανε και τόσο μαύρη στην τελική, αλλά να, δεν είχε και χρώματα.
Εκείνο όμως -τώρα πια μπορώ και το ομολογώ- που πιότερο με χαλούσε, ήταν η τυραννία στο σπίτι. Οι φωνές και οι καυγάδες ανάμεσα στους γονιούς μου, οι απειλές, η έλλειψη γαλήνης. Όταν ήμουνα εκεί δεν μπορούσα να χαμογελάσω, αφού ο φόβος ήταν εκείνος που όριζε την καθημερινότητά μου. Ο φόβος για το τι θα μου έφερνε η επόμενη μέρα. Φοβόμουνα την οργή της μάνας, που ξεσπούσε πάνω μου, αφού δεν μπορούσε να την εκτονώσει αλλού, και τα οργισμένα βλέμματα του πατέρα μου, τα οποία πού και πού άλλαζαν μορφή και γίνονταν τρυφερά – και τότε ακριβώς ήτανε που με τρόμαζαν πιο πολύ.
Προσπαθούσα να μένω όσο λιγότερο γινότανε στο σπίτι, κι έτσι άρπαζα κάθε ευκαιρία που μου δινόταν για να ξεφύγω για λίγο. Πήγαινα στο φτωχικό της γιαγιάς, που πιότερο θύμιζε καλύβα, και τη βοηθούσα με τις δουλειές της, παρακολουθούσα δυο φορές την εβδομάδα την κατήχηση και δεν έχανα λειτουργία για λειτουργία στη μικρή εκκλησία του χωριού, αφού εκεί ένιωθα ασφαλής.
Προτού κλείσω καν τα δέκα μου χρόνια ένιωθα σαν νεκρή. Μια νεκρή που περίμενε με αγωνία την ανάστασή της, που θα αργούσε πολύ ακόμη να φανεί.
Την πρώτη φορά που με άγγιξε άπρεπα ο πατέρας μου, ένιωσα ωραία, αφού δεν ήξερα τι έκανε. Ήτανε μαζί μου τρυφερός κι εγώ απολάμβανα όσο μπορούσα εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν έκανε και κάτι το τραγικό. Με αγκάλιασε απλά από πίσω, από τη μέση, ξαφνιάζοντάς με, καθώς συγύριζα το δωμάτιό μου, και με φίλησε στο σβέρκο. Η μάνα μου έλειπε εκείνη τη στιγμή απ’ το σπίτι, κι εκείνος έδειχνε παράδοξα ήρεμος, με μια φλόγα να του φωτίζει το βλέμμα, κάτι που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Δεν είπα τίποτα. Δεν αντέδρασα καθόλου. Χάρηκα απλά τη στιγμή.
Τη δεύτερη φορά ωστόσο τα γεγονότα πήραν μια τροπή που δεν περίμενα. Ήτανε μια κρύα μέρα του χειμώνα, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και ήμασταν και πάλι μόνοι στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάει επίσκεψη στη γιαγιά ή σε κάποια συγχωριανή, δε θυμάμαι, κι εμείς καθόμασταν αμίλητοι στο σαλόνι, μπροστά από το τζάκι. Εγώ ήμουνα στο χαλί, κι εκείνος στον καναπέ. Καθώς κοιτούσα τις φλόγες κι ονειροπολούσα, τον ένιωσα ξάφνου δίπλα μου. Τρόμαξα στην αρχή, αλλά όταν τον είδα να χαμογελά ηρέμησα. Μα μετά, με άγγιξε. Άγγιξε πρώτα το μανίκι μου, ύστερα τα μαλλιά και τα μάγουλά μου. Τώρα, όπως κλείνω τα μάτια, κι αναπλάθω μέσα μου τη σκηνή, ανατριχιάζω. Με μετρούσε. Μετρούσε τις αντιδράσεις μου, τις αντιστάσεις μου. Το μόνο που δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και σε τι να αντισταθώ. Καημένο παιδί. Μού είπε να βγάλω τα ρούχα μου κι εγώ άρχισα να γελώ. Νόμιζα ότι αστειευόταν. Αλλά όχι. Ήταν σοβαρός και τα μάτια μου έκαιγαν. Έμοιαζα να μικραίνω κάτω από το βλέμμα του και να χάνομαι. Υπάκουσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το έκανα. Ύστερα όμως… Ύστερα, σαν έμεινα γυμνή, τρόμαξα. Άρπαξα λοιπόν τα ρούχα απ’ το πάτωμα κι έτρεξα, ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, στο δωμάτιό μου. Κι εκείνος, μ’ ακολούθησε. Κι εκείνος, με οδήγησε στο κρεβάτι. Κι εκείνος, όταν προσπάθησα ν’ αντισταθώ με χτύπησε άγρια, καταπνίγοντας με το ένα του χέρι τις κραυγές μου. Τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου με βία. Τον ένιωσα. Και ο φόβος που ένιωθα πριν μέσα μου γι’ αυτόν μετατράπηκε σε τρόμο. Είχα ένα τέρας για πατέρα. Σαν έκανε ό,τι είχε να κάνει, σαν άδειασε πάνω μου, γεμίζοντάς με με αηδία, σηκώθηκε, σκουπίστηκε μ’ ένα χαρτομάντιλο, και με διέταξε -με μια φωνή σαν ψίθυρο που ένιωσα να με διαπερνά πέρα ως πέρα- να μην πω τίποτα, σε κανένα. Παρέμεινα στο κρεβάτι γυμνή, για ώρα πολλή, να γελάω και να κλαίω. Γελούσα νευρικά, έκλαιγα σπαρακτικά και ασταμάτητα, για ώρα πολλή. Αλλά κάποτε τα δάκρυα στέρεψαν, ο πόνος πήρε στην ψυχή μου μορφή αφήνοντας απέξω τον κόσμο, και σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο για να λουστώ, μήπως και ξεπλύνω από πάνω μου το κρίμα. Η πληγή ωστόσο ήταν μέσα μου και τίποτα δε θα μπορούσε να την κάνει να σταματήσει να αιμορραγεί. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η μάνα μου ήταν εκεί. Στεκόταν ακίνητη και κοιτούσε το ματωμένο λεκέ πάνω στο σκέπασμα. Άφωνη. Άβουλη. Παγωμένη. Δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε τίποτα. Δεν προσπάθησε καν να μ’ αγκαλιάσει. Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο, όπως ακριβώς είχε μπει, κι εγώ πήγα και ξάπλωσα. Σε λίγο άκουσα φωνές από κάτω, πολύ σαματά, κάτι να σπάει, κι ύστερα μια κραυγή πόνου. Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα τ’ αυτιά, αλλά το έργο, η σκηνή, άρχισε να παίζεται ξανά και ξανά μέσα μου. Κι ύστερα ήρθαν άλλες σκηνές από το παρελθόν να μου χαράξουν τη μνήμη, άλλες εικόνες να μου χαρακώσουν την ψυχή. Ώστε γι’ αυτό, σκεφτόμουνα. Ώστε γι’ αυτό η μάνα μου τη μια έχει πληγές στα χέρια και στα πλευρά και την άλλη μώλωπες στο πρόσωπο. Ώστε γι’ αυτό δεν τον αφήνει να την αγγίξει όταν είμαι μπροστά! Τόσα χρόνια κοιτούσα μα δεν έβλεπα. Για άλλα τόσα χρόνια θα έβλεπα μα θα έκανα τα στραβά μάτια. Όχι, δε με βίασε ξανά ο πατέρας μου, αλλά άφησε να πέσει η μάσκα, άρχισε να με χτυπάει κι εμένα με κάθε αφορμή, να προσπαθεί να με σπάσει, να με μεταμορφώσει σε μια νέα εκδοχή της μάνας μου. Και τα κατάφερε. Ζούσαμε κι οι δυο στην κόλαση – εκείνη παρατημένη απ’ τη ζωή, κι εγώ ανυπομονώντας γι’ αυτή ν’ αρχίσει.
Τα χρόνια πέρασαν σιγά σιγά τυραννικά και, μόλις επιτέλους τέλειωσα το σχολείο, έσπευσα ν’ αρραβωνιαστώ τον πρώτο άντρα που ήρθε και με ζήτησε. Κι ας μη μου άρεσε καθόλου, κι ας διέκρινα απ’ την πρώτη στιγμή το σκοτάδι που κρυβόταν πίσω από τα μάτια του. Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγω από εκεί και να πάω στην πόλη, κι αυτό ακριβώς ήταν που μου υποσχόταν εκείνος. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για ν’ ανακαλύψω πως κι αυτός σαν τον πατέρα μου ήτανε. Ήθελε μια γυναίκα-δούλα, που θα τον σεβόταν και θα τον υπάκουε. Και, αν και είχα ακόμη την ευχέρεια να διαλύσω τον αρραβώνα, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να το κάνω, εγώ πήγα και τον παντρεύτηκα. Και τώρα, είκοσι δύο χρόνια και τρία παιδιά μετά, είμαι μαζί του ακόμα. Όχι, δεν τον αγαπώ, ποτέ δεν τον αγάπησα, απλά τον φοβάμαι. Κι ο φόβος που μου προκαλεί είναι αυτός ακριβώς που με κρατάει κοντά του. Δεν θα μπορούσα να τον εγκαταλείψω ποτέ, είναι ο πατέρας των παιδιών μου, μου προσφέρει ασφάλεια. Τι κι αν με χτυπάει πού και πού; - είναι μαθημένο το βουνό απ’ τα χιόνια. Τι κι αν ο έρωτάς του έχει καταντήσει βίαιος; - άλλο τρόπο δε γνωρίζω. Φτάνει που με πήρε απ’ το σπίτι των γονιών μου, φτάνει που με έφερε στην πόλη, φτάνει που με έσωσε – από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μου.
Το κορμί μου εξακολουθεί να είναι γεμάτο πληγές κι η ψυχή μου αιμορραγεί, αλλά έχω τουλάχιστον πια το δικό μου σπίτι και τα παιδιά μου -τις κόρες μου και την αγάπη τους- κι ας τώρα τελευταία η πρώτη μου, η Αρετή, γίνεται όλο και πιο απόμακρη και σιωπηλή, και μοιάζει να μ’ αποφεύγει. Είμαι η Αγνή και είμαι ακόμη ζωντανή, μα όχι άσπιλη.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Η Όμορφη και το Κοράλλι

Γεια σας! Με λένε Μαρκ και ζω στην Μπαμπάνε της Σουαζιλάνδης. Α, όχι, δεν είμαι μαύρος, αν ήμουνα δε θα είχα τόσο συνηθισμένο όνομα. Λευκός είμαι και μάλιστα εγγλέζος. Βρέθηκα εδώ τυχαία πριν από μερικά χρόνια, ερωτεύτηκα μια πολύ όμορφη γυναίκα που άκουγε στο όνομα Κοράλλι, την Μαρτζιάνι, και κόλλησα. Από τότε ζω σ’ αυτό το πανδοχείο στην κορυφή του λόφου, το οποίο αγόρασα και εξόπλισα πουλώντας ό,τι είχα και δεν είχα στη χώρα μου.
Τώρα είμαι τριάντα τριών χρόνων και είμαι χήρος. Η Μαρτζιάνι μου πέθανε πριν δύο χρόνια, μετά από επιπλοκές στη διάρκεια του τοκετού. Ευτυχώς όμως η κόρη μας έζησε, κι αυτή ακριβώς είναι το μεγάλο κόλπο κι η ευλογία μου, αυτή που με κρατάει στον ίσιο δρόμο, που δε μ’ αφήνει να παρεκτραπώ. Η κόρη μας, η κόρη μου, η Ζούρι, η όμορφη.
Δεν μπορώ με λόγια απλά -δεν έχω λέξεις για- να σας περιγράψω πόση χαρά μου δίνει αυτό το παιδί. Όσο κι αν η γέννησή της μου κόστισε την απώλεια της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα, δε θέλησα ούτε στιγμή να της φορτώσω το κρίμα του χαμού της. Έχασα ένα θείο δώρο, απέκτησα ένα θησαυρό.
Τώρα κάθομαι εδώ στο σαλόνι, ή αν προτιμάτε στη μεγάλη αίθουσα, και παρακολουθώ την κάθε της κίνηση ενός ο άνεμος απ’ έξω λυσσομανάει. Τέλη Ιουλίου, χειμώνας δηλαδή, και τα ξύλα σιγοκαίνε στο τζάκι. Κάποιοι από τους φιλοξενούμενους στο πανδοχείο κάθονται μπροστά από τη φωτιά και σιγοψιθυρίζουν, άλλοι διαβάζουν ή βλέπουν τηλεόραση, κάποιοι μοιράζονται μπύρες Milk Stout ή απολαμβάνουν ένα ποτήρι καλό κόκκινο βαρελίσιο κρασί από τη Νότιο Αφρική. Η Ζούρι πηγαίνει από τον ένα στον ένα και τους παρατηρεί, τους μιλά, τους παρενοχλεί δίχως να τους ενοχλεί. Εξάλλου, αυτή η μικρή μιγάδα έχει γίνει πια για τα καλά η μασκότ μας. Όλοι την αγαπούν, όλοι την προσέχουν. Κι αν έχει ένα μόνο πατέρα, έχει μια ντουζίνα μητέρες. Είναι οι γυναίκες που δουλεύουν για μένα, είναι και οι εθελόντριες που μένουν για μήνες και μήνες εδώ. Πάντα έχει κάποιο δίπλα της, έτοιμο να της μιλήσει και να παίξει μαζί της, κι αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Ωστόσο δεν έχει τη μάνα της, κι αυτό πού και πού αργά τη νύχτα, ειδικά αν είμαι και λίγο πιωμένος, με κάνει να δακρύζω.
Μου λείπει η Μαρτζιάνι πολύ. Λες και τα όσα ζήσαμε παρέα δεν κράτησαν παρά μία μονάχα στιγμή. Κάθε τόσο κοιτώ τις φωτογραφίες που βγάλαμε μαζί, θυμάμαι τις εκδρομές μας στα εθνικά πάρκα, στο Χλάνι και στο Μιλουάνι, τα ζώα που πρωτοείδα μαζί της, τις συγκινήσεις που έζησα, και νιώθω πολύ τυχερός, και νιώθω απερίγραπτα άτυχος. Ήταν ανάγκη να τη χάσω τόσο νωρίς; Αναρωτιέμαι. Ήταν ανάγκη;
Νιώθω ότι της χρωστάω πολλά, τα πάντα. Αυτή με έμαθε να ζω. Αυτή με έμαθε να χαίρομαι την κάθε στιγμή και να γελώ δυνατά. Αυτή με έπεισε ότι δεν ήμουνα το άχρωμο ανθρωπάκι, του οποίου από πάντοτε την εικόνα κουβαλούσα.
«Είσαι εγγλέζος, κι αυτό τα εξηγεί όλα», μου έλεγε και γελούσε με την καρδιά της όταν προσπαθούσα μάταια να καταλάβω στην αρχή τον τρόπο που ζούσε, το ατελείωτό της κέφι, τη μανία της για το χορό. «Εσείς οι άνθρωποι του βορρά δεν ξέρετε να ζείτε. Έχετε ένα σωρό λεφτά και είστε φορτωμένοι ένα τόνο μιζέρια. Εμείς δεν έχουμε τίποτα, κι έτσι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, γι’ αυτό είμαστε πιο ευτυχισμένοι».
Πόσο δίκιο είχε! Τώρα που άλλαξα αυτό μπορώ και το βλέπω ξεκάθαρα. Όπου και να πάμε κουβαλούμε μαζί μας τον τόπο μας, τις συνήθειες μας, φοράμε πάντα τις παρωπίδες που φορτωθήκαμε από μικροί. Ταξιδεύουμε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης όχι για να γνωρίσουμε άλλους λαούς, όχι γι’ αυτό, αλλά για να δώσουμε σ’ εκείνους την ευκαιρία να γνωρίσουν εμάς, ώστε να έχουμε να λέμε μετά, στους γνωστούς που ανακυκλώνονται μα ποτέ δεν αλλάζουν, πόσο διευρύναμε τους ορίζοντές μας.
Αχ ρε Μαρτζιάνι. Αχ! Αχ και να ήσουνα τώρα εδώ. Ζήσαμε όμορφα, αλλά δεν πρόλαβες να νιώσεις το πιο υπέροχο συναίσθημα, την επαφή με την κόρη μας. Δεν πρόλαβες να τη βάλεις σ’ ένα μπόγο και να τη βγάλεις μια βόλτα έχοντάς την δεμένη στο κορμί σου. Δεν πρόλαβες να τη θηλάσεις. Δεν πρόλαβες να την ακούσεις να λέει τις πρώτες λέξεις, να τη δεις να κάνει τα πρώτα της βήματα. Το κλάμα της. Μόνο αυτό άκουσες και μετά έφυγες.
Έρχεται και σκαρφαλώνει στα πόδια μου η μικρή, κι αρχίζει με τα χεράκια της να μου τραβάει το πυρόξανθο μούσι, ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια. Κοιτάω τα καφέ της μάτια που λάμπουν λες με λαχτάρα, παιχνιδιάρικα, της χαϊδεύω τα σγουρά μαύρα μαλλιά, που μέρα με τη μέρα όλο και θεριεύουν. Η ίδια η μάνα της είναι, απλά λίγο πιο ανοιχτόχρωμη. Και είμαι σίγουρος ότι σαν μεγαλώσει θα γίνει κι ετούτη μεγάλος μπελάς. Μπορώ να το διακρίνω από τώρα αυτό. Ο τρόπος που κινείται συνεχώς, το ό,τι δε βάζει γλώσσα μέσα, το πώς πετάγεται πάνω και προσπαθεί να χορέψει με το που ακούει κάποια μουσική να παίζει, όλα αυτά μου δείχνουν ότι πολύ θα με κάνει να υποφέρω αυτό το κορίτσι. Και θα υποφέρω υπέροχα. Μ’ ένα χαμόγελο πλατύ και περήφανο, και πέρα ως πέρα αληθινό.
Χτυπάει το κουδούνι της καγκελόπορτας, ρωτάω ποιος είναι, και μια στιγμή αργότερα ανοίγω στον Άντριου. Θείο τον αποκαλεί η Ζούρι, αλλά δεν έχουμε καμία συγγένεια. Απλά είναι ο καλύτερός μου φίλος, αυτός που μου στάθηκε στις δύσκολες ώρες. Έτσι όπως με βλέπει σκεφτικό με διαβάζει αμέσως και δε λέει τίποτα. Σηκώνει απλά την κόρη μου, την κλείνει στην αγκαλιά του και την παίρνει μαζί του σ’ εκείνο το μικρό χώρο που μας αρέσει να αποκαλούμε «Η μπυραρία», και που δεν είναι παρά ένα μικρό και κάπως αποπνιχτικό ημιυπόγειο. Σε λίγο μουσικές ρέγγε αρχίζουν να φτάνουν στ’ αυτιά μου. Λάκι Ντούμπι, ο άνθρωπός μου.
Σιγά σιγά ο χώρος αρχίζει ν’ αδειάζει, καθώς η νύχτα μοιάζει ν’ αποκτάει ζωή. Οι φωνές από δίπλα όλο και δυναμώνουν, τα γέλια κι οι φωνές αντικαθιστούν τους προηγούμενους ψίθυρους και τις ατελείωτες σιωπές. Κι ο άνεμος όλο και δυναμώνει. Ανησυχώ λίγο. Πρέπει να βγω έξω να δω τι συμβαίνει, αφού τίποτα εδώ δεν φαίνεται να είναι κτισμένο σε στέρεες βάσεις. Πρέπει, αλλά δεν το κάνω. Θυμάμαι και πάλι την Μαρτζιάνι. Τη θυμάμαι να μου λέει πειραχτικά: Μάθε να γελάς ασπρουλιάρη, κι αλλάζω γνώμη. Όχι απόψε. Ας μη βυθιστώ κι απόψε στις αναμνήσεις του χθες και τις έγνοιες του αύριο. Ας χαρώ τη στιγμή.
Σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα. Παίρνω ένα κουτάκι μπύρα απ’ το ψυγείο και με τη συνοδεία του φύλακα σκύλου μας, του Ντοβ, του Λαμπραντόρ, ακολουθώ τη μουσική. Η «Μπυραρία» δείχνει να δονείται από μια νότα ζωής μαγική, γεμάτη νιάτα κι ευτυχία, ενώ τα στοιχεία της φύσης απέξω μοιάζουν κι αυτά να στήνουν ένα ακόμη πιο άγριο και πιο τρελό χορό. Σηκώνω τη Ζούρι στην αγκαλιά μου κι αφήνομαι στο ρυθμό με μάτια κλειστά, καθώς βλέπω ένα τεράστιο χαμόγελο λευκό, σαν φως στο σκοτάδι, να παίρνει μέσα μου μορφή.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Γεννημένος νικητής

Ζω στη Λούανγκ Πραπάνγκ, την ομορφότερη πόλη στον κόσμο, τουλάχιστον για μένα. Είμαι σχεδόν πενήντα χρονών και τ’ όνομά μου είναι Σαϊσάνα, που σημαίνει «να νικάς». Καλό έτσι; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί αποφάσισαν να μου δώσουν αυτό το όνομα, όχι στα σίγουρα. Σύμφωνα με τον πατέρα μου ήταν ιδέα της γιαγιάς, την οποία δε θυμάμαι ποτέ να έχω συναντήσει, αφού πέθανε πολύ νέα. Ωστόσο η μητέρα μου λέει μια άλλη ιστορία. Τ’ όνομα της το υπέδειξε λέει ένας βουδιστής μοναχός, αφού διέβλεψε ότι ήμουνα γεννημένος νικητής.
Όπως και νάχει, το όνομα δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ζωή μου, ή μάλλον η ζωή μας, εδώ στο Λάος. Όχι, δε λέω ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολη ή κατά κάποιο τρόπο συναρπαστική. Εκείνο που λέω είναι ότι υπήρξε μια γεμάτη ζωή. Ποτέ δε με θυμάμαι να πλήττω, ποτέ να βαριέμαι, αφού πάντα είχα κάτι να κάνω. Μικρό παιδί βοηθούσα τη μάνα μου στο σπίτι και μετά τον πατέρα στα χωράφια, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να μάθω γράμματα. Δεν πήγα για πολύ στο σχολείο, αλλά ας είναι καλά οι μοναχοί που πάντα έβρισκαν λίγο χρόνο για να με βοηθήσουν, κι ας είναι καλά κι η επιμονή της μητέρας μου, που φορτωνόταν κάθε τόσο τις δουλειές μου για να μορφωθώ. Τα γράμματα είναι σημαντικά, μου έλεγε, κάποια μέρα μπορεί ακόμη και να σου σώσουν τη ζωή. Υπερβολές; Ίσως. Το θέμα είναι ότι δεν περνά μια μέρα που να μη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη αυτή την πίστη της στη μόρφωση.
Δεν έζησα μια ξέγνοιαστη παιδική ηλικία – όχι τουλάχιστον όπως τη βλέπω να φτάνει στα μάτια μου απ’ τα τηλεοπτικά κανάλια της Ταϊλάνδης. Πάντα με θυμάμαι να δουλεύω, πάντα να είμαι καταπονημένος, πάντα θυμάμαι τον μπαμπά να παραπονιέται, για τις δυσκολίες της ζωής. Εκείνος παραπονιότανε, εγώ όχι. Εγώ, για κάποιο λόγο, ήμουνα πάντα ευχαριστημένος, έψαχνα συνεχώς αφορμές για να χαρώ και να γελάσω, κι ας νιώθω ακόμη και σήμερα ότι γεννήθηκα κουρασμένος.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Δυο ζωές. Μια ζωή στο φτωχικό των γονιών, με τα τρία αδέλφια μου, στα ρυζοχώραφα και στη βοσκή των ζώων. Και μια ακόμη, στα χωράφια του ρυζιού και πάλι και στο μεγάλο μας ποτάμι, τον Μεκόνγκ, που μας χαρίζει ζωή με τα νερά του. Αγρότης και ψαράς, σύζυγος και πατέρας, φτωχός μα πλούσιος πολύ. Ναι, πλούσιος, γιατί η ζωή αποδείχτηκε καλή μαζί μου, οι μοίρες μου χαμογέλασαν και στον αγώνα που άρχισα από παιδί να δίνω αναδείχτηκα ο νικητής.
Η Αλίκα, η γυναίκα μου, λέει ότι είμαστε ευλογημένοι, κι ας μην άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς οι συμβίωσή μας. Όταν γνωριστήκαμε, όταν παντρευτήκαμε, δεν ήμασταν παρά δύο νέοι άνθρωποι που ένωναν τις φτώχειες τους κάτω από μια στέγη κοινή. Τα χρόνια που ακολούθησαν κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Η γυναίκα μου έχανε το ένα παιδί μετά το άλλο στη γέννα ή και πριν, τα λεφτά ήταν λιγοστά, η ζωή έμοιαζε στα μάτια μας ένας συνεχής πλην μάταιος αγώνας. Προσπαθούσαμε με νύχια και με δόντια να τα βγάλουμε πέρα καθώς οι κακοτυχίες η μια μετά την άλλη άρχισαν να μας χτυπούν την πόρτα. Μέσα σε τρία χρόνια χάσαμε κι οι δύο τους γονείς μας, μετά από τρία χρόνια -καθώς ήμουνα ο πρωτότοκος και έπρεπε να στηρίξω τα μικρά ακόμη αδέλφια μου- γίναμε πιο φτωχοί παρά ποτέ. Πού και πού ένιωθα το θάρρος μου να χάνεται, τον κόσμο γύρω μου να καταρρέει, κι αν δεν ήταν η καλή μου η Αλίκα, το στήριγμά μου, δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι θα γινόταν. Είχα φτάσει πια στο αμήν, αλλά εκείνη όλο μου έδινε κουράγιο, όλο μου ψιθύριζε στο σκοτάδι του ασφυκτικά μικρού σπιτιού μας ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, θα επιβιώσουμε.
Και επιβιώσαμε, δύσκολα, αλλά επιβιώσαμε. Και κάποτε οι οιωνοί άρχισαν ν’ αλλάζουν. Στον πέμπτο χρόνο του γάμου μας η Αλίκα έμεινε έγκυος, κι αυτή τη φορά το παιδί γεννήθηκε, ένα αγόρι. Από την πρώτη στιγμή ξέραμε ποιο θα ήταν το όνομά του, ποιο θα του πήγαινε πιο πολύ, έτσι τον αποκαλέσαμε Κεόνα, το Γεμάτο χάρι δώρο του θεού. Κι αυτό ακριβώς ήταν. Ένα δώρο του θεού, που αποφάσισε πολύ νωρίς να επιστρέψει σ’ αυτόν. Όχι, δεν πέθανε. Επέλεξε να γίνει μοναχός, από τα έξι του χρόνια. Και δε σταθήκαμε εμπόδιο στο δρόμο του. Εξάλλου την ευλογία του μας την είχε ήδη χαρίσει, αφού τη γέννηση του ακολούθησαν άλλες πέντε. Τέσσερα κορίτσια κι ένα ακόμη αγόρι.
Τώρα πια έχουν κι αυτά μεγαλώσει. Όλα μεγάλωσαν. Κι αύριο η πρώτη κόρη μου, η λεπτεπίλεπτή μου Άνι, η εύθραυστη σα γυαλί, θα παντρευτεί και θα μου φύγει. Θα φύγει, αλλά όχι για μακριά -ίσως και να τη βλέπω κάθε μέρα, μα θα μου φύγει- και, λίγο πικρά, λίγο γλυκά, χαμογελώ.
Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι στην κορυφή του λόφου Φου Σι που υψώνεται στο κέντρο της πόλης και μιλώ με τον Κεόνα, θυμάμαι τα παλιά και σκέφτομαι γαλήνια το σήμερα. Τον θαυμάζω το γιο μου. Είναι τόσο νέος και μοιάζει τόσο σοφός, λες και όλα όσα εγώ ξόδεψα μια ζωή για να τα μάθω, αυτός τα ξέρει ήδη. Κάθε μέρα μαθαίνω κάτι καινούριο πατέρα, μου λέει με σεβασμό, και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν. Κάθε μέρα μαθαίνει και κάτι καινούριο! Κάθεται με τις ώρες και μελετά τα βουδιστικά κείμενα, ένας ξένος που ξέμεινε για κάποιο λόγο στην πόλη του δείχνει πώς να ζωγραφίζει, συζητά με τους τουρίστες που ανεβαίνουν εδώ πάνω για να θαυμάσουν τους ναούς, την πόλη και τη φύση ολόγυρα, και μαθαίνει πράματα και θάματα για άλλες χώρες, για μακρινούς πολιτισμούς. Έτσι όπως τον κοιτώ, με φόντο τα μακρινά βουνά, τα δέντρα και τα ορμητικά καφέ νερά του ποταμού, νιώθω ότι δεν πρόκειται παρά για μια ψευδαίσθηση, μια ζωγραφιά.
Τον αφήνω. Περνώ όπως πάντα για λίγο από το Μαυσωλείο της Θεάς των Νερών και ύστερα κατηφορίζω προς την πόλη, ρίχνοντας μια θαυμαστική ματιά στον αρχαίο ναό Ουάτ Πρα Βουδαμπάτ. Φτάνοντας κάτω και προτού βγω στο δρόμο, συναντώ τη γυναίκα μου, που κάθεται στα σκαλιά με μια από τις αδελφές της, μιλούν μεταξύ τους και προσπαθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να πουλήσουν ενθύμια στους πάντα βιαστικούς τουρίστες. Τους χαμογελώ αμίλητα και συνεχίζω για το ποτάμι -τι κι αν αύριο παντρεύεται η κόρη μου;- σε λίγο νυχτώνει και πρέπει να ρίξω τα δίχτυα.
Δεν ξέρω ποιοι είστε, από πού είστε και τι κάνετε, αλλά εγώ είμαι ο Σαϊσάνα και είμαι ευτυχισμένος. Καθώς ο ήλιος δύει, τα νερά του Μεκόνγκ βάφονται στο χρώμα του πορτοκαλιού και η γαλήνη πλημμυρίζει όλη τη φύση -ενώ εσείς με τις φωτογραφικές σας μηχανές προσπαθείτε να κλέψετε τις εικόνες που αντικρίζω μια ζωή- νιώθω πια πιο σίγουρος παρά ποτέ ότι είμαι γεννημένος νικητής, κι ας μην αποκτήσω ποτέ τίποτα απ’ όλ’ αυτά που εσείς έχετε, κι ας μην επισκεφτώ τα μέρη που πήγατε. Έχω την οικογένειά μου, τα χωράφια του, τον Βούδα, το βουνό και το ποτάμι. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Πρώτη γραφή της ιστορίας, όπως πάντα. Εμπνευσμένη από την πιο πάνω φωτογραφία, αλλά κι από κάποιες άλλες που έβγαλα στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Λάος το 2004

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Αυτή που βλέπει φωτιές

Είμαι δεκαεφτά χρονών και εδώ και δύο χρόνια ζω στο περιθώριο. Όχι της ζωής, της κοινωνίας. Τ’ όνομά μου είναι Χιμίκο, που σημαίνει Αυτή που βλέπει φωτιές. Ταιριαστό κι αταίριαστο είναι αφού δεν είμαι εκείνη που βλέπει φωτιές, αλλά μάλλον εκείνη που τις βάζει. Τι εννοώ; Μεγάλη ιστορία, κι ίσως κάποια μέρα να σας την αφηγηθώ, αλλά όχι σήμερα. Ή -γιατί όχι;- ίσως και σήμερα! Ναι, σήμερα. Περιληπτικά.
Η πόλη μου είναι το Τόκυο, αλλά μονάχα τη νύχτα. Την ημέρα δεν έχω πόλη, την ημέρα δεν έχω ζωή. Είμαι φρικιό και χαμαιλέοντας. Συνεχώς μεταμορφώνομαι για να επιβιώσω. Δεν είναι δύσκολο, ειδικά όταν ξέρεις ότι ο δρόμος είναι ο προορισμός σου, ότι σου αρέσει να είσαι μοναχική, αλλά η μοναξιά δε σου πάει.
Μένω σ’ ένα δωμάτιο με δύο άλλα κορίτσια λίγο μεγαλύτερα από μένα, που το έχουν επίσης σκάσει απ’ το σπίτι, τη Γιόκο και τη Σάρα. Όχι πως αυτό είναι το όνομα της τελευταίας, αλλά έτσι θέλει να τη λέμε κι εμείς δεν έχουμε καμία αντίρρηση. Όλα είναι αποπνικτικά εδώ μέσα, αλλά και όμορφα την ίδια ώρα. Χαιρόμαστε η μια τη συντροφιά της άλλης, αλλά το περιορισμένο του χώρου μας πνίγει. Όλο λέμε ότι θα θέλαμε κάποια μέρα να ζήσουμε κοντά στη θάλασσα ή σ’ ένα βουνό, κάπου στην εξοχή, αλλά ξέρουμε πως δε θα το κάνουμε. Κατ’ αρχήν είμαστε παιδιά της πόλης και της νύχτας, μας πάει ο θόρυβος, τα νέον φώτα και οι βιαστικοί άνθρωποι. Όχι πως βιαζόμαστε εμείς, καθόλου. Ή, ίσως και να βιαζόμαστε, να ζήσουμε. Γι’ αυτό εξάλλου φύγαμε απ’ το σπίτι, τουλάχιστον έτσι λέμε.
Εγώ προσωπικά έφυγα επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Υπήρξα μέλος μιας παρωδίας οικογένειας. Ο πατέρας μου έριχνε κέρατο στη μάνα, κι ενώ εκείνη το ήξερε δεν αντιδρούσε, με αποτέλεσμα να ακροβατεί συνεχώς πάνω απ’ το κενό, παρασύροντας και μένα μαζί της. Σα φάντασμα που κατά τύχη ανέπνεε, έτσι τη σκέφτομαι τώρα. Και τη μισώ, περισσότερο κι από κείνον, μια και λόγω καταστάσεων το μίσος μου για το πρόσωπό του έχει χάσει την ορμή του. Τη μισώ επειδή υπήρξε ανίκανη μάνα, επειδή δεν ήταν ποτέ εκεί για μένα, επειδή με άφησε να κατρακυλήσω στην άβυσσο. Μια άβυσσο που μου αρέσει, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.
Από τότε που έφυγα από κει νιώθω πιο ελεύθερη, μα το ίδιο λυπημένη. Ίσως και να μη βρήκα εκείνο που αναζητούσα. Ίσως και να μην αναζητούσα στ’ αλήθεια κάτι. Απλά δεν ήθελα να είμαι κοντά της. Και τώρα, δεν κάνω άλλο τίποτα παρά να κινούμαι σαν σκιά στους δρόμους της νύχτας, αλλάζοντας προσωπεία. Όταν είμαι μόνη ή με τα κορίτσια είμαι μια οργισμένη και λυπημένη κοπέλα ντυμένη μόνιμα στα μαύρα, με μοβ σκιές κάτω από τα μάτια, ενώ όταν δουλεύω αλλάζω φορεσιά εντελώς. Γίνομαι αυτή που θέλει να γίνω ο πελάτης. Μην πάει το μυαλό σας στην πορνεία, όχι, σ’ ένα μπαρ δουλεύω. Κανονικά δεν έχω το δικαίωμα στην ηλικία μου, αλλά κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια πόσων χρονών είμαι. Έτσι, σχεδόν κάθε νύχτα, φοράω τα δήθεν καλά μου κι ένα πλατύ χαμόγελο, κρύβω το σκοτάδι των ματιών μου στις παραλλαγές του χώρου και σερβίρω ποτά σε άγνωστους επί το πλείστον ανθρώπους, που γελάνε πολύ, αλλά στο βάθος είναι πολύ λυπημένοι. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αφού τους αναγνωρίζω, είναι οι καθρέφτες μου. Κάποιοι απ’ αυτούς πού και πού προσπαθούν να με δελεάσουν με το χρήμα τους, να με ψωνίσουν, αλλά δε μασάω. Όχι πως δεν έχω ανάγκη τα λεφτά, αλλά να, είμαι αυτοκαταστροφική και δεν έχω καμία απολύτως εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Μια φορά μονάχα αφέθηκα και στο τέλος ερωτεύτηκα και στο τέλος τα έκανα θάλασσα, φέρνοντας στα πρόθυρα διαζυγίου ένα ζευγάρι. Γι’ αυτό σας λέω ότι είμαι αυτή που ανάβει φωτιές. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Κάποτε έπεισα τη Σάρα, που είχε ανάγκη από λεφτά, να πάει να τα κλέψει από το σπίτι των γονιών της, ενώ η Γιόκο δε χάνει ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία όπου την έπεισα να κάνει στριπτίζ σ’ ένα μεσήλικα σ’ ένα βαγόνι του μετρό κάτω από τα λάγνα βλέμματα των αντρών και τα επικριτικά των γυναικών. Εντάξει, ήμασταν κι οι δυο μεθυσμένες, αλλά…
Δεν είναι μόνο αυτά που έκανα. Έκανα πολλά και τραγικά, και ίσως να κάνω ακόμη περισσότερα στο μέλλον – αν έχω μέλλον δηλαδή. Η αλήθεια είναι ότι δε δίνω μία για το αύριο. Εδώ ούτε με το σήμερα δεν ασχολούμαι. Το μόνο που με νοιάζει είναι να περνάω καλά την κάθε στιγμή. Την κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Η επόμενη δε με νοιάζει. Είσαι νεκρή, μου λέει κάθε τόσο μ’ εκείνο το παρατημένο χαμόγελό της η Σάρα, και προσπαθεί να αντικρίσει στο μαύρο των ματιών μου τις σκέψεις μου. Ποτέ δεν τα καταφέρνει. Είναι μικρή ακόμη, κι ας με περνάει δυο χρόνια. Ίσως τα καταφέρει αυτή. Ίσως βγει απ’ το μπουντρούμι μας.
Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μου λένε ότι είμαι όμορφη. Είμαι; Δεν ξέρω. Συνηθισμένη μοιάζω στα μάτια μου. Μια συνηθισμένη γιαπωνέζα έφηβη, που ζει μια ασυνήθιστη ζωή. Πού βλέπουν την ομορφιά, απορώ. Τα μάτια μου είναι μικρά και οργισμένα και το κορμί μου, που είναι σφιγμένο και λευκό, μοιάζει ανέγγιχτο. Μικρή μου θυμωμένη, με αποκαλεί ο Τανάκα.
Ο Τανάκα είναι ο φίλος μου, κάθε τόσο δηλαδή, αφού έχει λέει πολλές δουλειές και δεν μπορεί να με βλέπει πιο συχνά, αλλά εγώ ξέρω. Συναντά κι άλλα κορίτσια. Είναι ψηλός, γύρω στο ένα ογδόντα, είναι γεροδεμένος κι όμορφος. Πώς να αρκεστεί σε μένα; Όχι ότι υποτιμώ τον εαυτό μου, αλλά να… Εξάλλου κοιμάμαι κι εγώ με άλλους. Και με άλλες. Συνήθως όταν με κερνάνε ποτό ή κάνα φιξάκι. Τις έχω ανάγκη τις ουσίες, είναι η ουσία μου. Παίρνοντάς τες πάντα νιώθω πιο καλά και για λίγο αγαπώ όλο τον κόσμο, κι ύστερα τον μισώ και πάλι. Ίσως γι’ αυτό και δεν κάνω εύκολα φιλίες. Τρομάζω τους ανθρώπους. Μου το είπε ο Τανάκα αυτό. Τους τρομάζω επειδή ποτέ δεν ξέρουν τι να περιμένουν από μένα. Τη μια στιγμή μπορεί να ερωτοτροπώ με κάποιον και μετά να τον βρίζω, μπορεί να τα ρίχνω σε κάποιον και ύστερα να τον καρφώνω στη φιλενάδα του. Και τη μια νύχτα μπορεί να μεθώ με κάποιον και την επόμενη μέρα να τον χτυπώ επειδή με μέθυσε. Χρειάζεσαι μια ισορροπία στη ζωή σου, μου λένε κάθε τόσο κι εγώ απορώ τι εννοούν. Η ζωή είναι πάντα ισορροπημένη, απλά εγώ είμαι ανισόρροπη.
Ευτυχώς που είναι και τα όνειρα -αν δεν ήτανε κι αυτά θα τα ’χανα τελείως- όχι αυτά του ύπνου, αλλά του ξύπνιου, ή μάλλον της παραίσθησης. Μου αρέσουν τα χρώματά τους, μου αρέσει η απόστασή τους από τον κόσμο, απ’ τη ζωή μου, κι ας είναι αποτέλεσμά τους. Όταν ταξιδεύω παρέα μ’ αυτά είμαι αφάνταστα ευτυχισμένη, τότε όλα μοιάζουν δυνατά. Το μόνο που δεν ξέρω ποια είναι αυτά τα όλα.
Πρώτη φορά δοκίμασα ναρκωτικά στα δεκατέσσερα, στο σπίτι μιας φίλης, της οποίας τώρα δε θυμάμαι καν το όνομα. Θα έλειπαν οι γονείς της απ’ το σπίτι για δυο μέρες, κι έτσι με προσκάλεσε να μείνω μαζί της. Θα ήταν κι ο αδελφός της μου είπε, αλλά να μην ανησυχώ, αυτός είναι πάντα στον κόσμο του. Ε, σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο μπήκα κι εγώ από τη μια στιγμή στην άλλη. Έφτασα εκεί νευρική, συνοφρυωμένη, μετά από ένα ακόμη τρικούβερτο καυγά με τον πατέρα μου και σε λίγες ώρες ένιωθα πώς ήμουνα στα ουράνια. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα ποτό κι ένα χαπάκι και όλες οι σκοτούρες έσβησαν. Από τότε… Από τότε, άρχισα να βάζω φωτιές.
Για αρχή τα είπα ένα χεράκι στον πατέρα μου και έβρισα άγρια τη μάνα μου. Ύστερα άρχισα τους καυγάδες στο σχολείο. Μετά έδιωξα με το έτσι θέλω απ’ τη ζωή μου όλους τους παλιούς μου φίλους και τέλος άρχισα τα σκασιαρχεία. Πρώτα απ’ το σχολείο, μετά απ’ το σπίτι. Μετά απ’ όλα. Μέσα σ’ ένα χρόνο έγινα κάποια άλλη και όλο σκεφτόμουνα ότι, πρέπει να φύγω, προτού γίνει κάποιο μεγαλύτερο κακό. Πρέπει να φύγω.
Αλλά δεν έφυγα, τουλάχιστον όχι έγκαιρα, και το κακό έγινε. Κάποια βραδιά που επέστρεψα αργά πολύ στο σπίτι, άκουσα τον πατέρα μου, που ήταν μεθυσμένος, να φωνάζει πάλι στη μάνα μου και πηγαίνοντας προς το δωμάτιό τους, τον είδα να την χτυπά. Κι εκείνη, η αθλία, αντί να του αντισταθεί, αντί να τον χτυπήσει, αντί να τον βρίσει, απλά προσπαθούσε να προστατεύσει το πρόσωπό της -προφανώς για να μη δω εγώ τα σημάδια- και τον εκλιπαρούσε να τη λυπηθεί, να τη συγχωρέσει. Ζητούσε συγχώρεση η κερατωμένη. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και θόλωσα. Κι έτσι οργισμένη, αμίλητη, έβγαλα ένα σουγιά που εδώ και καιρό κουβαλούσα μαζί μου απ’ την τσέπη του τζιν, τον άνοιξα, πλησίασα τον πατέρα μου αθόρυβα από πίσω και του τον κάρφωσα με όση δύναμη είχα στο σβέρκο. Ένας πίδακας αίματος άρχισε ν’ αναβλύζει απ’ την πληγή και σε λίγα δευτερόλεπτα, που απ’ τα μάτια μου πέρασαν βασανιστικά αργά, είδα το κορμί του να καταρρέει πάνω από εκείνο της μάνας μου, που έμοιαζε να βαριανασαίνει. Δεν είπα τίποτα. Τράβηξα μονάχα κι έβγαλα το σουγιά από πάνω του, τον σκούπισα με ένα χαρτομάντιλο, κι έφυγα δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά πίσω μου. Ο κόσμος μου πια είχε οριστικά αλλάξει και τώρα χάραζα πορεία για ένα νέο, όπου δε θα είχα πια την πολυτέλεια να τρέφω ενοχές.
Τ’ όνομά μου είναι Χιμίκο, και είμαι αυτή που βλέπει φωτιές, που τις βάζει.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ