Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ακούω φωνές

Ακούω φωνές! Αλλά, τώρα πια, δεν τολμώ να το ομολογήσω πουθενά, η ιδέα και μόνο με τρομάζει, αφού αν το κάνω πολύ πιθανόν να με κλείσουν μέσα ξανά. Να με κλείσουν στον ίδρυμα. Εκεί που κλείνουν τους τρελούς ή και τους πολύ έξυπνους. Εκεί που προσπάθησαν με κάθε μέσο να πείσουν και μένα ότι είμαι τρελός, μα δεν τους πέρασε, αφού δεν είμαι. Τρελός. Ποτέ δεν ήμουν. Απλά από πάντα, θυμάμαι, άκουγα φωνές. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και αυτές πάντα μου έλεγαν τα μελλούμενα. Κι αυτά συνέβαιναν. Κι αυτά με τρόμαζαν. Θα ήταν καλύτερα να μη γνώριζα τίποτα, σκεφτόμουνα, και κρυβόμουνα στις γωνιές του σπιτιού και στις ντουλάπες, κάτω από τα τραπέζια, έκλεινα τ’ αυτιά με τα μαξιλάρια όταν πήγαινα για ύπνο, αλλά αυτές ποτέ δε σταματούσαν αφού ήταν μέσα στο κεφάλι μου.
Ολόκληρή μου τη ζωή την ξόδεψα φοβισμένος, παρασιτικά σχεδόν. Μικρό παιδί συνήθιζε συχνά πυκνά να πηγαίνω και να χώνομαι κάτω από το κρεβάτι της μάνας μου, μετά που αυτή κοιμόταν -αργά, πολύ αργά- αφού φοβόμουνα να μείνω μόνος στο σκοτάδι, ενώ αργότερα, όταν μεγάλωσα λίγο, κοιμόμουνα πάντα με ένα φως αναμμένο στο δωμάτιό μου. Αλλά και πάλι τις άκουγα. Το μόνο που δε με τρόμαζαν όσο αυτές που άκουγα στο σκοτάδι. Οι πρώτες μου προκαλούσαν ταραχή, οι δεύτερες τον τρόμο. Πολλές φορές αγκάλιαζα τον εαυτό μου, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσα να προστατευτώ απ’ τον κίνδυνο. Πολλές φορές παρακαλούσα τη μάνα μου να μ’ αφήσει να κοιμηθώ στο διάδρομο, έξω από το δωμάτιό της, μα δεν το έκανε. Έπρεπε να γίνω άντρας, έλεγε. Ενώ εγώ σκεφτόμουνα ότι έπρεπε να γίνω παιδί πρώτα. Ένα κανονικό παιδί.
Λόγω όλου αυτού του φόβου ποτέ δεν είχα φίλους. Ή μάλλον, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, με πιο καθαρό μυαλό, όχι λόγω του φόβου αλλά εξαιτίας της μάνας μου. Ντρεπόταν για μένα κι ας μην το έλεγε τότε. Και ανησυχούσε, πολύ. Ανησυχούσε ότι αν κάποτε αποκτούσα φίλους θα τους έλεγα ότι ακούω φωνές, κι αυτοί θα το διέδιδαν παντού και θα με κορόιδευαν, θα με αποκαλούσαν τρελό – λες και δε με έλεγε εκείνη έτσι.
Μα ευτυχώς τώρα πια οι φωνές άλλαξαν, ηρέμησαν κάπως, δε θυμίζουνε πια κραυγές, τις νιώθω λιγουλάκι κιόλας σα φίλες μου. Πολέμησα μαζί τους για χρόνια και χρόνια και στο τέλος πέρασε το δικό τους. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού αυτές ήταν και είναι ανίκητες, πάνω από τις δυνάμεις μου. Αν με καταλάβαινε η μάνα μου, αν άκουγε αυτά που της έλεγα, τότε -είμαι σίγουρος- δε θα φτάναμε στα χειρότερα. Αλλά δεν, και να που φτάσαμε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος που μ’ έφερε ως εδώ, ανηφορικός πολύ και δύσκολος. Και τον ταξίδεψα ουσιαστικά μόνος. Δίχως φίλους, χωρίς αδέλφια, δίχως πατέρα, αφού ποτέ μου δεν τον γνώρισα. Σκέφτομαι ξανά και ξανά, αλλά μου το λένε και οι άλλοι, ειδικά οι γιατροί, ότι αν είχα κάποιον δίπλα μου, κάποιον να με ακούσει, θα ήταν όλα πιο καλά.
Αχ, ρε μάνα, γιατί με γέννησες; Γιατί θέλησες να με φέρεις σ’ αυτό τον κόσμο ορφανό; Γιατί δε με σκότωσες προτού δω το φως της μέρας; Γιατί δε με έδωσες για υιοθεσία σε κάποια οικογένεια, που θα νοιαζόταν ίσως περισσότερο για μένα απ’ ό,τι εσύ; Γιατί τα έκανες όλα λάθος; Ίσως στο τέλος της ημέρας να μην ήμασταν και τόσο διαφορετικοί, κι ας επέμενες ότι σε τίποτα δε σου έμοιασα.
Μια ξένη, αυτό ήτανε για μένα η μάνα, από την αρχή. Τουλάχιστον εγώ έτσι την ένιωθα. Όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να θυμηθώ το πρώτο ή το τελευταίο έστω χάδι που μου έχει χαρίσει, κάποιο φιλί. Πάντα με αντιμετώπιζε σαν ζώο, σαν παράσιτο, σαν ένα σκουπίδι, που όσο κι αν το ήθελε δε θα μπορούσε να ξεφορτωθεί. Δε με ήθελε, ίσως με απεχθανόταν κιόλας, αλλά με κρατούσε, και δεν έχανε την ευκαιρία να μου λέει τι μεγάλο βάρος ήμουν για κείνην. Όταν τόλμησα κάποτε, ο βλάκας, να της μιλήσω για τις φωνές που με ξεκούφαιναν, βρήκε επιτέλους την ευκαιρία που πάντα ζητούσε και με ξεφορτώθηκε. Όχι ακριβώς και όχι για πολύ, αλλά με ξεφορτώθηκε, στο πι και φι, δίχως δεύτερη σκέψη. Με έβαλε στο ίδρυμα. Και τη μίσησα γι’ αυτό. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα την έκανα να πληρώσει. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν θα έπαιρνα την εκδίκησή μου, κι αυτή θα ήταν αμείλικτη. Αυτό μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Κι αυτό ακριβώς ήταν που έκανε τις φωνές να γίνουν πιο δυνατές, σαν μικρές εκρήξεις μέσα στο κεφάλι μου. Ευτυχώς όμως σύντομα κατάλαβα. Κατάλαβα ότι οι φωνές ήταν οι δεσμοφύλακές μου. Αν συνέχιζα να λέω την αλήθεια θα με κρατούσαν για πάντα εκεί μέσα που με παραπέταξε εκείνη, θα συνέχιζαν να με στουμπώνουν με χάπια, να με κοιτούν μ’ εκείνα τα βλέμματα της υποκριτικής συμπάθειας και να προσπαθούν με το έτσι θέλω να με γιατρέψουν. Αλλά εγώ δεν ήθελα πια τη γιατρειά τους, τίποτα δεν ήθελα, μόνο εκδίκηση ζητούσα. Κατάπια λοιπόν, με κάποια δυσκολία, τις αλήθειες μου και σιγά σιγά, για να μην αντιληφθούν την απάτη, άρχισα να μεταμορφώνομαι σε υπόδειγμα ασθενούς. Έτσι κάποτε, θέλοντας και μη, με άφησαν ελεύθερο. Και η μάνα μου, θέλοντας και μη, με δέχτηκε πίσω στο σπίτι της. Δεν είχα κλείσει καν τα δεκαπέντε μου χρόνια.
Στο σχολείο δεν επέστρεψα, αφού η μάνα έλεγε πώς δε θα άντεχα το στίγμα -μάλλον εκείνη δε θα το άντεχε, αλλά καλά τώρα- ενώ εγώ που τράβηξα τα πάνδεινα δεν είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να το κάνω. Όχι πως περνούσα και ιδιαίτερα καλά εκεί αλλά να, όσο βρισκόμουν ανάμεσα σε τόσα παιδιά και τις φωνές τους, το μόνιμο εκτός τάξης πανζουρλισμό, ο μέσα μου κουρνιαχτός καταλάγιαζε, γίνονταν λίγο πολύ ανεκτός. Ωστόσο, σαν παιδί που ήμουνα, δεν μου έπεφτε λόγος, έτσι υπάκουσα απρόθυμα σ’ αυτό το πρόσταγμα της προσωπικής μου τυράννου.
Σου έχω πολλά ταμένα, μάνα, σκεφτόμουνα καθώς μεγάλωνα μέσα σ’ ένα άδειο σπίτι μοναχός, χωρίς αγάπη. Της είχα πολλά ταμένα. Και όλο κατέστρωνα σχέδια εκδίκησης που δε θα πραγματοποιούσα ποτέ. Τα συγκεκριμένα.
Η ζωή μου, όπως θα περίμενε κανείς, κυλούσα μέσα σε μια ατέλειωτη πλήξη. Καθόμουνα μπροστά από την τηλεόραση με τις ώρες και έβλεπα ταινίες, μπροστά από τον υπολογιστή και έπαιζα παιχνίδια ή σέρφαρα στο διαδίκτυο. Δεν έβγαινα έξω ποτέ, για κανένα λόγο. Μου το είχε απαγορεύσει. Αλλά και να μην το έκανε και πάλι μέσα θα έμενα, αφού δεν είχα που να πάω. Ίσως κάποιοι να ένιωθαν τυχεροί αν ζούσαν μια ζωή σαν τη δική μου, δεν ξέρω. Εκείνο που σίγουρα ξέρω είναι ότι εμένα προσωπικά καθόλου δε μου ταίριαζε, με λυπούσε αφάνταστα. Ήμουνα σαν ένας ζωντανός-νεκρός, κάποιος μόνιμα ναρκωμένος. Είχα τις αισθήσεις μου αλλά δεν μπορούσα να τις χειριστώ κατάλληλα. Όσο κρατούσα το μυαλό μου απασχολημένο με το ένα και με το άλλο ήμουνα καλά, αλλά όταν το άφηνα έστω και για μια στιγμή να ξαποστάσει, να ξεφύγει έστω και για λίγο απ’ τους ψεύτικους κόσμους που γέμιζαν τις νύχτες και τις μέρες μου, αμέσως ένιωθα λυπημένος, σα να κρατούσα αγκαλιά την κατάθλιψη και χόρευα μαζί της κάποια μελαγχολική μπαλάντα. Τότε ήθελα να χτυπήσω κάτι, να το σπάσω, να χτυπήσω κάποιον, να το ματώσω, για να εκτονωθώ. Καταριόμουν τη μοίρα μου. Και όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά, αναρωτιόμουν γιατί δεν μπορούσα να ζήσω σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Γιατί με μισούν όλοι; ρωτούσα ξανά και ξανά τον εαυτό μου, μα απάντηση δεν έπαιρνα. Αλλά τώρα πια ξέρω: δε με μισούσαν, απλά με αγνοούσαν. Αγνοούσαν την ύπαρξή μου. Ακόμη κι εκείνοι οι λίγοι με τους οποίους μοιράστηκα κάποιες στιγμές στις σχολικές τάξεις, με είχαν ξεχάσει για τα καλά. Συνέχισαν να ζουν τις καθωσπρέπει ζωές τους και με άφησαν στο περιθώριο. Έπρεπε να αλλάξω κάτι, να κάνω κάτι, αλλά τι; Τι;
Τη λύση μου την έδωσε, μάλλον χωρίς να το θέλει, η μάνα μου. Κάποια φορά μου ζήτησε να πάω μαζί της στη δουλειά, αφού ένας υπάλληλος, στην μπυραρία της οποίας ήταν ιδιοκτήτρια, παραιτήθηκε την προηγούμενη νύχτα απροειδοποίητα. Αποδέχτηκα τη διαταγή της κατηφής, όπως πάντα, αλλά βαθιά μέσα μου πολύ χαιρόμουνα, αφού θα έβγαινα επιτέλους ξανά έξω στον κόσμο – κι ας ήταν αυτός ο κόσμος της νύχτας. Τα μεγάλα μου όνειρα φυσικά, οι ελπίδες μου, εν μέρει διαψεύσθηκαν, αλλά και πάλι, ήταν καλύτερα για μένα να βρίσκομαι στην κουζίνα ενός μαγαζιού, φτιάχνοντας φαγητά στη σχάρα και πλένοντας πιάτα, από το να κάθομαι νύχτα και μέρα μόνος στο σπίτι.
Ένιωθα τότε ευτυχισμένος; Όχι. Βελτιώθηκε η σχέση μου με τη μάνα; Φυσικά και όχι. Εξακολουθούσε να μου συμπεριφέρεται με την ίδια σκληρότητα και την ίδια ακριβώς αδιαφορία, όπως και πριν. Κι εκτός για να μου δώσει διαταγές δε μου μιλούσε. Αλλά ούτε και με πλήρωνε, κι ας φούσκωνε καθημερινά ο λογαριασμός μου στην τράπεζα από τις καταθέσεις, τις οποίες έκανε εκεί ώστε να μην την πιάνει ο φόρος. Παρόλ’ αυτά όμως, ένιωθα λίγο πιο καλά από πριν, το βήμα μου αλάφρυνε. Ήταν σα να είχαν ανοίξει για μένα κάποιες αόρατες πύλες – δε βρισκόμουνα πια στην απομόνωση, αλλά σε μια ανοιχτή φυλακή.
Για αρκετό καιρό τα πράγματα κυλούσαν σχετικά ήρεμα. Η δουλειά με κούραζε και με γαλήνευε. Η περιορισμένη έστω επαφή με τους ανθρώπους, έκλεβε κάτι απ’ τη μοναξιά μου. Πού και πού κιόλας χαμογελούσα – πρωτόγνωρη αίσθηση! Οι μικρές αυτές χαρές, ωστόσο, δεν ήταν γραφτό να κρατούσαν για πάντα – όχι πώς το περίμενα δηλαδή εδώ που τα λέμε. Μια νύχτα του χειμώνα, δε θυμάμαι ακριβώς πότε, για κάποιο λόγο όλα πήγαν στραβά. Ένα γκαρσόνι δεν εμφανίστηκε καθόλου στη δουλειά, ήρθαν αιφνιδιαστικά κάποιοι μπάτσοι για να ελέγξουν αν υπήρχαν καπνιστές στο μαγαζί -υπήρχαν πολλοί- και θέλησαν, μ’ ένα τσουχτερό πρόστιμο φυσικά να επιβάλουν το νόμο και, για να δέσει το γλυκό, στραβοπάτησα κι εγώ μες την κουζίνα και έπεσα, με αποτέλεσμα να σπάσω ένα ποτήρια και πιάτα.
Η μάνα είχε γίνει πυρ και μανία. Και σε ποιον άλλον θα έβγαζε τα νεύρα της; Σ’ εμένα φυσικά. Εγώ έφταιγα για όλα. Για ώρα πολλή μου φώναζε, με έβριζε -εμένα τον άχρηστο, τον ανεπρόκοπο, το βλάκα- και στο τέλος έφτασε να μου ρίξει κι ένα πιάτο πετυχαίνοντας με στο κεφάλι. Το φρύδι μου σκίστηκε σαν τίποτα και το αίμα άρχισε να τρέχει ρυάκι, μέσα από τα δάχτυλά μου, στο πρόσωπο, στα ρούχα μου, στο πάτωμα της κουζίνας. Δεν αντέδρασα καθόλου. Δεν έκανα καμία προσπάθεια για να το σταματήσω. Δεν ένιωθα κανένα πόνο, ούτε στο έξω αλλά ούτε και στο μέσα μου. Κανένα απολύτως συναίσθημα. Ήμουνα σαν ένα άδειο κέλυφος, ένας νεκρός, που απλά συνέχιζε να αναπνέει. Η μάνα, βλέποντάς με σ’ αυτή την κατάσταση, έμοιαζε για μια στιγμή να τα έχει χάσει. Λες και είχε σπάσει κάτι μέσα της. Αλλά σύντομα υιοθέτησε και πάλι το γνώριμο αυταρχικό της ύφος και φώναξε έναν από τους δυο της υπαλλήλους να έρθει και βοηθήσει αυτό το μουρλό – εμένα. Και με βοήθησε. Πρόθυμα. Έτρεξε και πήρε στα χέρια το κουτί των πρώτων βοηθειών, με έβαλε να καθίσω σε μια καρέκλα, μου σήκωσε το κεφάλι ψηλά, και άρχισε να περιποιείται το τραύμα μου. Το αίμα, όμως, δεν έλεγε να σταματήσει ν’ αναβλύζει, αδειάζοντάς με από ουσία, έτσι, με μια χρεία τρόμου στη φωνή, εισηγήθηκε στη μάνα μου να με πάει στο νοσοκομείο. Να τον πας εσύ, διέταξε. Κι αν σε ρωτήσουν τι έπαθε, πες τους ότι έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στο τραπέζι της κουζίνας.
Φύγαμε. Ευτυχώς ήταν πια πολύ αργά τη νύχτα και οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, οπότε δε μας πήρε και πολύ να φτάσουμε στον προορισμό μας. Μόλις με αντίκρισαν οι νοσοκόμες σ’ αυτό το χάλι, έσπευσαν να φέρουν ένα γιατρό για να με δει αμέσως. Εκείνος, όπως είδα, παράτησε χωρίς να το σκεφτεί καθόλου εκείνους που φρόντιζε, αφού μάλλον δεν ήταν ασθενείς αλλά απλά αρρωστοφοβικοί, και βιάστηκε να έρθει κοντά μου. Χρειαζόμουνα κάποια ράμματα, κι ένα επίδεσμο, για προληπτικούς κυρίως λόγους, αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο φαίνονταν – απλά το αίμα πάντα προκαλεί τον τρόμο, είπε. Δεν αναρωτήθηκαν καν αν έπαθαν διάσειση, δεν υπήρχε τέτοια πιθανότητα. Μια ώρα αργότερα λοιπόν ήμασταν και πάλι στο δρόμο. Με ρώτησε ο καημένος ο άνθρωπος, που είχε αποκτήσει και πάλι το χρώμα του, πού θα ήθελα να πάω: πίσω στη μπυραρία ή στο σπίτι; Στην μπυραρία. Ήμουνα απόλυτα ήρεμος. Ήταν σα να μην τα ζούσα όλ’ αυτά, αλλά απλά τα παρακολουθούσα να διαδραματίζονται μπροστά μου, σα σε κάποιο όνειρο ή μια ταινία.
Όταν φτάσαμε πια εκεί ο χώρος ήταν σχεδόν απόλυτα άδειος. Οι τελευταίοι θαμώνες, εκείνης της επεισοδιακής νύχτας, ετοιμάζονταν να φύγουν κι αυτοί. Μπήκαμε στην κουζίνα από την πίσω πόρτα. Η μάνα μου ήταν εκεί και συγύριζε, αλλά μόλις με είδε διέταξε να συνεχίσω εγώ. Δεν έφερα αντίρρηση. Γιατί να το έκανα άλλωστε; Έφυγε.
Έπλυνε λοιπόν τα εναπομείναντα ποτήρια και πιάτα -τα συντρίμμια από τη μικρή καταστροφή μου είχαν ήδη περισυλλεχτεί- έκανα, ως συνήθως, μια μικρή καταγραφή των προμηθειών, ώστε να γνωρίζει η μάνα μου τι θα χρειαζόταν ν’ αγοράσει την επόμενη μέρα και κάθισα σε μια γωνιά και την περίμενα. Δεν άργησε να φανεί. Έριξε μια βιαστική ματιά στο χώρο, έκανε μια ανεξιχνίαστη γκριμάτσα, μου γύρισε απότομα την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται. Αυτό ήταν το σημάδι ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε. Την ακολούθησα.
Στη σύντομη διαδρομή για το σπίτι δεν ανταλλάξαμε λέξη. Εκείνη έμοιαζε ακόμη να βράζει μες τα ζουμιά της, ενώ εγώ εξακολουθούσα να απολαμβάνω τη νιρβάνα μου. Όταν στάθμευσε το αυτοκίνητο στο υπόγειο της πολυκατοικίας όπου ζούσαμε, βιάστηκα να κατεβώ πρώτος. Έτρεξα προς τον ανελκυστήρα. Και στάθηκα εκεί και την περίμενα. Όταν κατέφθασε μου έριξε μια επικριτική, όπως πάντα, ματιά, αλλά δεν είπε τίποτα. Μόλις άνοιξε η πόρτα μπήκε μέσα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η αντανάκλασή μας στον καθρέφτη, και το τελευταίο πράγμα που πήρε μορφή στα μάτια της ήταν ο τρόμος. Είδε! Είδε το βαρύ κόκκινο πυροσβεστήρα, που βρισκόταν μόνιμα δίπλα στην είσοδο του ανελκυστήρα να σηκώνεται ψηλά και να κατεβαίνει με δύναμη στο κεφάλι της. Και δεν είδε. Δεν είδε το αίμα που ανάβλυσε από κει πιτσιλίζοντας τους τοίχους και το πάτωμα, εκείνη και μένα. Δεν είδε το πλατύ χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη μου. Και δεν ένιωσε. Σίγουρα δεν ένιωσε τη μεγάλη μου χαρά, την απερίγραπτη.
Πέθανε αμέσως; Δεν ξέρω -κάτι είπαν στη δίκη σχετικά με την ποσότητα του αίματος που χύθηκε, αλλά δεν το πολυκατάλαβα- δε μ’ ένοιαζε άλλωστε. Εκείνο που ξέρω είναι ότι εκείνη τη στιγμή, του φονικού, σκεφτόμουνα, πως αν πέθαινε αμέσως η εκδίκησή μου θα ήταν λειψή, οι μέσα μου φωνές, αυτές που για χρόνια και χρόνια προμήνυαν το κακό, αυτές που τώρα κατηύθυναν τις πράξεις μου, δε θα ησύχαζαν. Έπρεπε να τις υπακούσω. Έπρεπε, με κάποιο, μ’ οποιοδήποτε τρόπο, να τις κατευνάσω. Μπήκαν λοιπόν κι εγώ στον ανελκυστήρα και συντροφιά με το άψυχό της ή μη κορμί, ανεβήκαμε στο διαμέρισμα. Την έσυρα μέσα τραβώντας την απ’ τα πόδια, αδιάφορος για τ’ αχνάρια αίματος που άφηνα πίσω μου στο πάτωμα. Την ακούμπησα με την πλάτη σε μια πολυθρόνα και πήγα στην κουζίνα. Επέστρεψα κρατώντας στα χέρια μου, που γαλήνια σαν και μένα καθόλου δεν έτρεμαν, το μπαλτά που συνήθιζε να χρησιμοποιεί εκείνη για να κόβει τα κρέατα. Την έπιασα, σχεδόν απαλά, απ’ τα μαλλιά, κι άρχισα σιγά σιγά, όχι και με πολύ σκληρά χτυπήματα, να της κόβω το κεφάλι. Μου πήρε πολλή ώρα νομίζω, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Το μόνο πράγμα που έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου από εκείνες τις στιγμές είναι το βλέμμα της – το παγωμένο της βλέμμα. Τα μάτια της ήταν ακόμη ανοιχτά και με κοιτούσαν με τρόμο.
Σαν τέλειωσα, πήρα το αποκομμένο μέλος, πήγα στο μπάνιο και το έπλυνα. Της καθάρισα το πρόσωπο, της χτένισα τα μαλλιά, έκλεισα με κάποιο κόπο και τα μάτια της, για να μη με βλέπουν πια και να μην τα βλέπω. Μετά άλλαξα ρούχα -φόρεσα τα καλύτερά μου- και κουβαλώντας μαζί μου το κεφάλι της σαν τρόπαιο, τυλιγμένο μέσα σε μια μαύρη σακούλα, κρυμμένο σ’ ένα σακίδιο ώμου, κατέβηκα κάτω. Βγήκα στο δρόμο, τον οποίο μαστίγωνε το πρωινό αγιάζι. Το χάραμα κρυβότανε πίσω από σύννεφα βαριά, μάλλον θ’ αργούσε πολύ να ξημερώσει. Σταμάτησα ένα ταξί και ζήτησα από τον οδηγό να με πάει στο αστυνομικό τμήμα. Τα αμάξια ήταν και πάλι λιγοστά, η κίνηση ουσιαστικά ανύπαρκτη, έτσι δεν καθυστερήσαμε να φτάσουμε εκεί. Ευχαρίστησα τον εμφανώς νυσταγμένο οδηγό και τον πλήρωσα με τα λεφτά που ξάφρισα απ’ το πορτοφόλι της μάνας. Μπήκα μ’ ανάλαφρο βήμα στο τμήμα και τους είπα: Σας έφερα το κεφάλι της μάνας μου!
Στην αρχή το πήραν γι’ αστείο. Νόμιζαν ότι ήμουν απλά ένας μικρός μεθυσμένος που τους έκανε πλάκα, αλλά όταν άνοιξα το σακίδιο, έβγαλα από μέσα τη μαύρη σακούλα, την άφησα στον πάγκο και τους το έδειξα, κατάπιαν το γέλιο τους. Με συνέλαβαν επί τόπου. Και δεν άργησαν και πολύ να με δικάσουν. Τα στοιχεία εναντίον μου ήταν εξάλλου συντριπτικά. Ο δικηγόρος που προσέλαβε το κράτος για να με υπερασπίσει, δεν μπήκε στον κόπο να το κάνει, αφού είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμα θα ήταν το αναμενόμενο, από τη στιγμή που είχε να κάνει ένα ψυχολογικά διαταραγμένο άτομο, άποψη την οποία συμμερίζονταν κι ο εισαγγελέας. Τους είχα πει άλλωστε, όταν με ρώτησαν, για τις φωνές, αυτές που άκουγα από παιδί.
Έτσι, δε με έκλεισαν στη φυλακή, κάτι που πολύ φοβόμουνα, αλλά με έβαλαν και πάλι στο ίδρυμα, όπως ακριβώς υπολόγιζα. Αλλά σ’ ένα ίδρυμα που θύμιζε λίγο φυλακή. Εφτά ολόκληρα χρόνια ξόδεψα εκεί, χρόνια χρήσιμα. Κατάπια υπάκουα αμέτρητα χάπια και μίλησα για ατελείωτες ώρες με ψυχολόγους, ψυχιάτρους και κυρίως, ψυχοπαθείς. Σε όλους έλεγα αυτά που ήθελαν να ακούσουν και όλους τους άκουγα με προσοχή. Ήμουνα και πάλι, όπως την πρώτη φορά, υπόδειγμα ασθενή και ένας πολύ καλός φίλος. Σιγά σιγά, απέκτησα την εμπιστοσύνη των γιατρών, τους έπεισα ότι ήρθα στα συγκαλά μου και δεν αποτελούσα πια απειλή για την κοινωνία, κι έτσι συμφώνησαν να με αφήσουν ελεύθερο. Λεφτά είχα, πολλά, και όλα στα όνομά μου ευτυχώς, αφού σύμφωνα με το νόμο δε θα μπορούσα να κληρονομήσω τα λεφτά της μάνας μου από τη στιγμή που τη σκότωσα. Αλλά, εκτός από αυτά, είχα και ένα σταθερό εισόδημα από κάποιο ξάδελφο της τελευταίας, ένα τίμιο άνθρωπο, που ανέλαβε μετά από το θάνατό της τη διαχείριση της μπυραρίας.
Όλα καλά λοιπόν; Όλα καλά. Ή, εντάξει, το ομολογώ, ίσως όχι όλα. Ναι, τώρα είμαι καλά, χαμογελώ πιο συχνά, δεν έχω κανένα πια στη ζωή μου να με βασανίζει, αλλά να: πού και πού ακούω φωνές, που τώρα πια δε θυμίζουν κραυγές, οι οποίες ωστόσο και πάλι λίγο με τρομάζουν. Εσάς;

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Μετά το φονικό

Τον σκότωσε! Εν ψυχρώ. Ή ίσως και όχι, όχι εν ψυχρώ, αλλά τι σημασία έχει αυτό; Σημασία έχει το ότι τον σκότωσε. Και τώρα τι; Τι να κάνει τώρα; Πώς να συνεχίσει να ζει; Και οι τύψεις της; Θα συνεχίσουν να την κατατρέχουν; Πώς να τις σκοτώσει αυτές χωρίς να σκοτωθεί κι η ίδια; Πεθαίνουν οι τύψεις;
Κάθεται σταυροπόδι, κουλουριασμένη σχεδόν, θεόκλειστη και μόνη στο κρύο κελί ενός κρατητηρίου. Κρύβει το πρόσωπο με τα μακριά βαθυκόκκινά της μαλλιά και τις υγρές από το κλάμα παλάμες. Τη μια στιγμή ήρεμη, την άλλη αναστατωμένη. Τη μια σε υπερδιέγερση και την άλλη ακίνητη, σαν νεκρή. Τα έχει χαμένα. Φέρνει τη μορφή του στο μυαλό της ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Είναι θολά, σβησμένα, όπως την ψυχή που εγκατέλειψε το σώμα και περιφέρεται στις σκιές και στο κενό του χώρου. Ανοίγει τα μάτια. Το μαύρο των ματιών μοιάζει να αντανακλά το μέσα της. Σηκώνει το κεφάλι. Από το μικρό σιδερόφρακτο παράθυρο, που μοιάζει σαν στίγμα και σαν ζωγραφιά στον τρομακτικά λευκό τοίχο, μπορεί να διακρίνει αχνά ένα βαριά συννεφιασμένο ουρανό. Πού και πού ακούει τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν ορμητικά, άλλοτε ανάλαφρα, και μετά εντελώς στα ξαφνικά να σταματάνε. Να, σαν και τα δάκρυά της. Οι αστραπές είναι αραιές, όπως οι ανάσες της. Οι ριπές τους που διατρέχουν την πλάση, δεν την παρηγορούν.
Δεν την έκλεισαν στην κανονική φυλακή, όχι ακόμη, έτσι το κελί της είναι λουσμένο στο φως – ένα φως που την αναστατώνει. Αυτή τη μαύρη ώρα θα προτιμούσε το σκοτάδι. Ένα μικροσκοπικό κρεβάτι, μια παλιά καρέκλα, κι ένα ακόμη πιο παλιό μικρό ξύλινο τραπέζι, αυτή είναι όλη κι όλη η προσωρινή της περιουσία. Η κράτησή της εδώ δε θα κρατήσει και πολύ λογικά – όπως και η ζωή μου, σκέφτεται. Ο τοίχος γυμνός, άδειος. Μη έχοντας τι άλλο να κάνει, προσπαθεί για λίγο να ξεχαστεί στολίζοντάς τον με του περιγράμματός της τις σκιές. Φτιάχνει εικόνες με τα χέρια, σηκώνεται απ’ το κρεβάτι και δημιουργεί σχήματα με το κορμί, κάνει φιγούρες στον κανένα, μα δεν ξεχνιέται.
Μέχρι πριν λίγες ημέρες ήταν ελεύθερη, γεμάτη χαρά και ζωή, ξεχειλίζοντας από σχέδια και όνειρα για το αύριο. Είχα όλο το μέλλον μπροστά μου. Κι αυτό το μέλλον το σκότωσε. Αυτή έφταιγε για όλα. Κι αυτός. Αυτός που πάντα την παρέσερνε, απ’ την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, αυτός που γεννούσε μέσα της μια αίσθηση περιπέτειας, αλλά και τα πιο ζωώδη ένστικτα.
Όχι πώς τον αγαπούσε -δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει, ερωτικά τουλάχιστον, ποτέ- αλλά να, περνούσε καλά μαζί, καλύτερα παρά με κάθε άλλον. Ήταν ντόμπρος, την έκανε συνεχώς να γελά, της τόνωνε την αυτοπεποίθηση, κάθε που άρχιζε η ζωή να την παίρνει από κάτω. Αυτός ήταν που την έβγαλε με το έτσι θέλω απ’ τη μόνιμη σιωπή της, που την τράβηξε πεισματικά απ’ τη σπηλιά της μοναξιάς και τη δίδαξε πώς να διασκεδάζει – κυρίως σε βάρος των άλλων.
Από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήταν πάντα θύμα. Απ’ το νηπιαγωγείο ακόμη. Φορούσε γυαλιά, είχε φακίδες, τότε ήταν και λίγο χοντρή, και δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Ήμουν άχαρο μωρό, σκέφτεται. Και σαν τέτοιο τα άλλα παιδιά δεν έχαναν ευκαιρία να την πειράξουν, να την κοροϊδέψουν, ήταν εύκολος στόχος. Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, δεν μπορεί να το πιστέψει πόσο σκληρά ήταν μαζί της, πόσο άκαρδα. Θα σας σκοτώσω, φώναζε από μέσα της, θα σας σκοτώσω, απειλούσε, μα δεν το έκανε. Αντί αυτού κλείστηκε στο καβούκι της σιωπής, που της πρόσφερε μια κάποια ασφάλεια. Στο δημοτικό σχολείο, μια από τα ίδια. Στο γυμνάσιο και το λύκειο, τι είχαμε, τι χάσαμε. Στο πανεπιστήμιο; Εκεί γνώρισε εκείνον, και όλα άλλαξαν. Δεν ήταν πια το ασχημόπαπο του χθες, αλλά ούτε και καμιά σταχτοπούτα. Μόνιμα οργισμένη, εμφανώς λυπημένη, απόμακρη όσο πότε, προκαλούσε στους άλλους το φόβο.
Λίγο προτού τον γνωρίσει σκεφτόταν ότι δεν ήθελε πια να ζει, δεν είχε λόγο για να το κάνει. Δεν την άντεχε πια τη ζωή, δεν της άρεσε, τίποτα δεν είχε να της χαρίσει. Η κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια επανάληψη, ένα αντίγραφο της προηγούμενης. Ώρες ώρες ένιωθε να την τυλίγει ο μανδύας της απόγνωσης. Βαριόταν αφόρητα. Η μουσική με κρατάει ζωντανή. Ναι, γι’ αυτή ζούσε. Άκουγε τραγούδια λυπημένα και οργισμένα, στίχους θλιβερούς και θανατολάγνους. Περπατούσε πάντοτε σκυφτή, με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, αποκομμένη από τον κόσμο. Ήταν μόνη.
Πού και πού κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη κι απορούσε: Γιατί είμαι έτσι; Γιατί εγώ; Γιατί δεν μπορώ να χαρώ; Έκανε γκριμάτσες στην αντανάκλασή της, μα δεν κατάφερνε να γελάσει. Ο εαυτός της, της φαίνονταν γελοίος και όχι αστείος. Κάπου θύμιζε φιγούρα από ένα ασπρόμαυρο γιαπωνέζικο μάνγκα. Πρόσωπο λευκό, χλωμό, ρούχα φυσικά μαύρα, κι ένα κορμί ακόμη κοντό, αλλά αδύνατο, μια σκοτεινή μπαλαρίνα.
Πρώτος της μίλησε εκείνος. Την είδε που καθόταν στην αυλή της σχολής, σε μια γωνιά μοναχή και την πλησίασε αθόρυβα – ή ίσως και όχι. Κάθισε δίπλα της απρόσκλητος και τη ρώτησε τι άκουγε. Μουσική, του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα και πολύ πολύ σοβαρά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα, κι εκείνος γέλασε. Μα πού το βρήκε αυτός το αστείο; αναρωτήθηκε, εξακολουθώντας να κοιτάει χαμηλά, ατάραχα, μα δεν τον ρώτησε. Ήθελε να του πει να της αδειάσει, στην κυριολεξία, τη γωνιά, μα ούτε κι αυτό το έκανε. Είτε ήταν εκεί, είτε όχι, στο τέλος της ημέρας το ίδιο της έκανε. Συνέχισε λοιπόν ν’ ακούει τη μουσική της, χωρίς να του δίνει καμιά απολύτως σημασία, κι εκείνος, μάλλον παραξενεμένος από τη συμπεριφορά της, συνέχισε να σιωπά δίπλα της. Ύστερα από πολλή ώρα, τον ένιωσε να σηκώνεται για να φύγει. Καθώς έπαιρνε το δρόμο για την τάξη του, ή για ποιος ξέρει που, έστρεψε επιτέλους το βλέμμα της πάνω του. Είδε λίγο το προφίλ και περισσότερο την πλάτη του. Τον αναγνώρισε. Δεν ήξερε το όνομά του, αλλά ήξερε ποιος ήταν: Ένας ξένος! Ένας ξένος για τη δική της ιδιοσυγκρασία, κάποιος από άλλο πλανήτη – τον πλανήτη γη. Τον είδε πολλές φορές να κάθεται στην καφετερία, να μιλά δυνατά, να γελά, να κάνει σαματά. Όχι άσχημος –ψηλός, γεροδεμένος, με κοντά μαύρα μαλλιά και καφέ εκφραστικά μάτια- κάθε άλλο, αλλά ήταν ό,τι ακριβώς δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αυτή: δημοφιλής.
Το σκηνικό εκείνης της ημέρας θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές στη συνέχεια, αναστατώνοντας της ζωής της τη νωχέλεια, μέχρι που κάποια φορά δεν άντεξε και τον ρώτησε επιτέλους τι ήθελε απ’ τη ζωή της. Τίποτα, της απάντησε μ’ εκείνο το πλατύ χαμόγελο που τόσο άρεσε στους άλλους. Τότε αυτό ακριβώς θα πάρεις, του είπε δεικτικά και έβαλε ξανά τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, εκεί που ανήκαν. Αλλά εκείνος δεν το έβαλε κάτω. Μπορώ να ακούσω; τη ρώτησε. Άκου, του αποκρίθηκε σχεδόν αδιάφορα και του έδωσε το ένα ακουστικό. Ξόδεψαν πολλή ώρα έτσι, καθισμένοι δίπλα δίπλα σιωπηλοί, ακούγοντας μουσική.
Μ’ αυτόν τον παράδοξο ή μη τρόπο πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Έτσι γνωρίστηκαν. Τελικά εκείνος δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως τον φανταζότανε, και τελικά κι εκείνη έκρυβε μέσα της κάποια πράγματα που αγνοούσε. Όσο πιο πολλά της έλεγε, όσο πιο πολύ την άκουγε, όσο πιο πολύ τον μάθαινε, τόσο περισσότερο δενότανε μαζί του. Μπορώ και του μιλώ, σκεφτότανε με απορία και θαυμασμό. Ο ήλιος του έριχνε φως στα σκοτάδια της – τα σκότη της έριχναν αλλόκοτες σκιές στην ακτινοβολία του. Κατά ένα παράδοξο τρόπο συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο. Κι έτσι, σιγά σιγά, έμαθε εκείνη να χαμογελά, ενώ άρχισε κι αυτός με τη σειρά του ν’ αναγνωρίζει την αξία της σιωπής.
Ωστόσο δεν ήταν ο κατακτητής έρωτας, αλλά ούτε καν κι αυτή η φιλία, που τους χάριζαν ζωή, αλλά η αχανή τους τρέλα. Όταν βρίσκονταν οι δυο τους μαζί, κάτι που συνέβαινε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ, έκαναν το ένα κουφό πράγμα μετά από το άλλο. Γίνονταν ευδαίμονες καταστροφείς. Έκαναν σαμποτάζ στη σχολή, έκλεβαν πράγματα, άσχετο αν τα χρειάζονταν ή όχι, έβρισκαν ευφάνταστους τρόπους για να τιμωρήσουν τους καθηγητές που δεν γούσταραν, όπου πήγαιναν έπαιρναν μαζί τους την καταστροφή. Εκείνη, που μέχρι τότε ζούσε σαν ορφανή αλλά δεν ήταν, βρήκε τρόπο να εκτονώσει στους άλλους την οργή της. Εκείνος, που ήταν ορφανός από παιδί, και που μέχρι τη στιγμή που τη γνώρισε φορούσε τη μάσκα και το κουστούμι του κεφάτου πλην καθώς πρέπει νέου, θέλησε να πάρει την εκδίκησή του από την κοινωνία. Το μέλλον μιας ένωσης σαν κι αυτή ήταν προδιαγεγραμμένο.
Πού να είναι τώρα; αναρωτιέται, καθώς κάθεται σταυροπόδι και πάλι στο άγνωστό της κρεβάτι και θυμάται όλα αυτά που έγιναν, αυτά που την οδήγησαν μέχρι εκεί. Θέλει να τον δει, πολύ. Να τον βρίσει και να τον αγκαλιάσει. Να τον φιλήσει και να τον χτυπήσει. Να του πει ότι τα κάνανε σκατά και να του χαμογελάσει. Δεν της λείπει το κορμί του – ποτέ δεν κάνανε έρωτα. Αντάλλαξαν πολλά φιλιά όμως. Εκείνος ήθελε να προχωρήσουν, να κάνουν το επόμενο βήμα, αλλά αυτό αυτή δεν το μπορούσε. Δεν το τολμούσε ίσως. Ίσως και όχι. Είμαι ασεξουαλικό άτομο, του έλεγε. Δεν μπορούσε να νιώσει πόθο. Τα μόνα συναισθήματα που έμοιαζαν να κάνουν κατάληψη μέσα της ήταν ο ενθουσιασμός, αραιά και για λίγο, και η θλίψη, συχνά και για πολύ. Τον αγαπούσε όμως; Δεν είναι και τόσο σίγουρη. Αν μπορούσε να κάνει με κάποιον άλλο όλ’ αυτά που έκανε μαζί του, τότε…
Τι θα μου ξημερώσει άραγε το αύριο; Το πρωί, αυτό ξέρει τι θα της φέρει, αλλά μετά τι; Το κακό, το μεγάλο κακό είναι ότι θέλοντας και μη θα συναντήσει τους γονείς της, οι οποίοι σίγουρα θα την πρήξουν με τις ερωτήσεις τους, και δεν νιώθει και τόσο σίγουρη ότι θα το αντέξει αυτό. Δεν θέλει να τους δει και οπωσδήποτε δεν θέλει να τους μιλήσει. Να τους πει τι, άλλωστε, και πώς να το καταλάβουν αυτοί; Αν την καταλάβαιναν τόσα χρόνια θα τη βοηθούσαν, δε θα την άφηναν να φτάσει μέχρι εδώ. Αλλά ήτανε πάντα τους τυφλοί; Ή μάλλον όχι, δεν ήτανε τυφλοί, απλά βλέπανε μονάχα αυτά που ήθελαν να δούνε. Ας την αφήσουν ήσυχη λοιπόν, είναι πρόθυμη να πληρώσει από μόνη τους λογαριασμούς της, κι ας πάνε να χαρίσουν τις αγάπες και τις φροντίδες τους στη μικρή της αδελφή – είναι καλό παιδί αυτή.
Ξαφνικά αρχίζει να γελά, νευρικά. Και το ίδιο απότομα, μια στιγμή μετά, σταματά, παραξενεμένη. Ώστε έτσι ακούγεται το γέλιο της! Πρώτη φορά γελά μόνη, δίχως εκείνον δίπλα της, και νιώθει μια ανατριχίλα να της διαπερνάει το κορμί, να κεντάει ψιλοβελονιά στην ψυχή τη μοναξιά της.
Βουλιάζει και πάλι στη σιωπή. Θυμάται. Αυτό που είναι αδύνατον να ξεχάσει ποτέ. Πριν από λίγες μόλις ώρες έγιναν όλα. Μια αιωνιότητα μικρή. Είπαν να κάνουν μία ακόμη από τις φάρσες τους. Το μόνο που τούτη τη φορά κάπως το παρατράβηξαν. Κάπως πολύ. Ήταν δική του η ιδέα. Κι η αλήθεια είναι ότι αυτή, πες από διαίσθηση, πες από ένα τσίμπημα ευαισθησίας, δεν τον ήθελε να την πραγματοποιήσει. Αλλά δεν του είπε τίποτα. Δεν ήθελε να τον ξενερώσει, αλλά ούτε και να φανεί μπροστά του δειλή, αδύνατη. Τον ακολούθησε λοιπόν, απρόθυμα. Πήγανε στην εστία, μπήκανε χρησιμοποιώντας ένα αντικλείδι προφανώς σ’ ένα δωμάτιο δίπλα από το δικό του, κι εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή ασύρματη κάμερα, την οποία και τοποθέτησε σε μια απόμακρη γωνιά. Καθώς το έκανε αυτό, εκείνη στεκότανε από πίσω του ατάραχη και παρατηρούσε το χώρο. Έμοιαζε να λάμπει από καθαριότητα. Τα βιβλία και τα μπλοκ των σημειώσεων στοιβαγμένα με τάξη, τα ρούχα άφαντα, προφανώς τοποθετημένα προσεκτικά στη μικρή ντουλάπα, ενώ και στον υπολογιστή, το γραφείο και το πάτωμα, δεν μπορούσε να διακρίνει ίχνος σκόνης, ούτε ένα λεκέ. Αν δεν ήταν τα στοιχεία που μαρτυρούσαν το αντίθετο -τα αθλητικά παπούτσια, ένα καπελάκι στον τοίχο, οι φωτογραφίες, αλλά και η γνώση του πού βρίσκονταν- θα νόμιζε ότι εκεί ζούσε κάποιο κορίτσι. Μετά από λίγο βγήκαν προσεκτικά, παραφυλώντας, έξω στο διάδρομο, για να μπουν αμέσως στο δικό του δωμάτιο. Μόνο τότε της μίλησε. Θα πέσει άγριο γέλιο, της είπε, κι εκείνη παρέμεινε να τον κοιτά απορημένη.
Τις επόμενες δυο-τρεις ώρες τις ξόδεψαν στο τίποτα. Άκουγαν σιγανά μουσική, έβλεπαν κάποια βίντεο και φωτογραφίες στον υπολογιστή, μιλούσαν σχεδόν αδιάφορα για το ένα και για το άλλο, και πού και πού εκείνος της έβαζε χέρι κι αυτή άνευρα το απωθούσε. Μέχρι που άκουσαν τη διπλανή πόρτα ν’ ανοίγει. Τότε εκείνος σοβάρεψε αμέσως και βιάστηκε να κλείσει όλα τα παράθυρα στην οθόνη του υπολογιστή, μόνο και μόνο για ν’ ανοίξει κάποιο νέο – ένα που έδειχνε το διπλανό δωμάτιο, αυτό στο οποίο είχαν εισβάλει. Είδαν ένα γεροδεμένο ξανθό νέο να μπαίνει μέσα, ν’ αφήνει μια τσάντα ώμου να πέσει απαλά στο πάτωμα, και να στέκεται για λίγη ώρα ακίνητος μπροστά απ’ το παράθυρο κοιτώντας κάπου έξω. Σύντομα ωστόσο άκουσαν κάποιον να του χτυπάει την πόρτα και τον είδαν να τρέχει σχεδόν για να την ανοίξει. Περίμενε ότι θα έβλεπε να μπαίνει κάποια φοιτήτρια, ίσως ένα κορίτσι που κι η ίδια γνώριζε. Αλλά, το σώου αρχίζει, της ψιθύρισε εκείνος, αποσπώντας για μια στιγμή την προσοχή της από την οθόνη. Τι εννοείς; πήγε να τον ρωτήσει, μα βλέποντας ποιος ήταν αυτός που προέβαλε απ’ την ανοικτή πόρτα, κατάλαβε, σιώπησε. Ώστε ήταν ομοφυλόφιλος; Χαμογέλασε. Και τι μ’ αυτό; Γούστο του και καπέλο του. Καθόλου δεν την ενοχλούσε αυτό. Καθώς όμως εκείνη έβλεπε τα γεγονότα να διαδραματίζονται μπροστά της, σαν ένα μη στημένο ριάλιτι σώου, εκείνος έκανε τα δικά του. Ποια δικά του; Μπήκε σε μια ιστοσελίδα στην οποία ήταν μέλος και άρχισε να αναμεταδίδει αυτά που κατέγραφε η κάμερα στο διαδίχτυο. Λίγη ώρα μετά δεκάδες ή και εκατοντάδες φοιτητές θα έβλεπαν δυο αγόρια, δυο νέους άντρες, να κάνουν έρωτα σε ζωντανή μετάδοση. Αναστατώθηκε πολύ όταν το αντιλήφθηκε αυτό, αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά για να κάνει πίσω. Ήταν ήδη συνένοχη. Ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται, οι ενοχές άρχισαν αμέσως σχεδόν να κόβουν βόλτες στο μυαλό και την ψυχή της. Ήθελε να του βάλει τις φωνές, σιώπησε. Ήθελε να τον βρίσει, δεν έβγαλε άχνα. Ήθελε να τον πλακώσει στο ξύλο, ούτε που τον άγγιξε. Απέστρεψε μοναχά το βλέμμα από την οθόνη κι εκείνον, τους γύρισε την πλάτη και με σκυμμένο το κεφάλι απομακρύνθηκε. Πήγε και στάθηκε, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της, προσπαθώντας λες να τον προστατέψει από ένα αδιόρατο αλλά σίγουρα επερχόμενο κίνδυνο, μπροστά από το παραθύρι. Σήκωσε το βλέμμα, το οποίο άρχισαν ήδη να υγραίνουν κάποιες υποψίες δακρύων, και για ώρα πολλή κοιτούσε ακίνητη, με μάτια που δεν έβλεπαν, μιαν ερημωμένη σχεδόν αυλή και το σκοτάδι που έπεφτε. Αυτή τη φορά το παρατραβήξαμε, σκεφτόταν. Το παρατραβήξανε – δεν έβγαζε την ουρά της απέξω. Αυτή η φάρσα δεν της χάρισε καθόλου τον ενθουσιασμό, την έκανε μοναχά να νιώσει πολύ πολύ λυπημένη, περισσότερο ακόμη απ’ ό,τι συνήθως. Μακάρι να τελειώσουν όλα εδώ, παρακάλεσε άηχα, αλλά δεν τέλειωσαν.
Ο Μ. το αθώο τους θύμα, έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη ο περίγελος της σχολής και όχι μόνο, αφού το βίντεο ειδώθηκε από πολλούς, κι αναπαράχθηκε και προωθήθηκε από άλλους τόσους. Όπως σύντομα θα μάθαιναν έπεσε στην αντίληψη διάφορων γνωστών και φίλων του, των καθηγητών και των γονιών του. Είδε, ανήμπορος να αντιδράσει τη ζωή του να γκρεμίζεται, την πορσελάνη της ύπαρξής του να σπάει σε χίλια κομμάτια, τα οποία οι άλλοι τσαλαπατούσαν γελώντας χαιρέκακα. Κι αυτό δεν το άντεξε. Την επόμενη μέρα βούτηξε στο κενό απ’ την ταράτσα της σχολής. Αλλά ούτε κι αυτή τη φορά φάνηκε τυχερός, αφού ο θάνατός του δεν υπήρξε ακαριαίος. Για ώρες και ώρες παράπαιε ανάμεσα στους δυο κόσμους, αλλά τελικά, κατάρα κι ευλογία, η μάχη αποδείχτηκε άνιση, κέρδισε ο πιο δυνατός – εκείνος που αυτός ο ίδιος ήθελε να κερδίσει. Και τότε άρχισαν οι μπελάδες τους, ή μάλλον οι δικοί της μπελάδες, αφού έφυγε και την άφησε μόνη. Εν ριπή οφθαλμού εκείνος εξαφανίστηκε από προσώπου γης, αλλά αυτή έμεινε. Δε θα το έβαζε ποτέ στα πόδια. Δεν άργησαν και πολύ να έρθουν και να της χτυπήσουν την πόρτα. Δε δίστασε ούτε λεπτό να τα ομολογήσει όλα. Άκαρδη ίσως να είμαι, αλλά σκύλα όχι, σκεφτόταν. Μέχρι τότε οι πλάκες τους, οι φάρσες τους, ήταν σκληρές, αλλά λίγο πολύ αθώες. Ίσως να χάραζαν κάποιους, δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αλλά δεν τους μαχαίρωναν, δεν τους σκότωναν. Τώρα είχαν βάψει τα χέρια τους με αίμα και έπρεπε να πληρώσουν τα σπασμένα, να δικαστούν και να καταδικαστούν. Αυτό επέβαλλε η προσωπική της ηθική. Όσο κι αν μισούσε η ίδια τη ζωή, το θεωρούσε ανεπίτρεπτο το να οδηγεί κάποιος τους άλλους, χωρίς τη θέλησή τους, στο θάνατο.
Τη συνέλαβαν λοιπόν. Και τώρα είναι εδώ. Και περιμένει. Να ξημερώσει η πρώτη μέρα της μελλοντικής της ζωής. Θα είναι κόκκινη η νέα της αυγή; Τον σκότωσα, σκέφτεται. Και χαμογελά. Και λυπάται βαθιά. Σκέφτεται κι εκείνον, οργισμένα και τρυφερά. Πού να είναι τώρα; Μα τι σημασία έχει; Σκέφτεται…

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Ματαιωμένη Ζωή


Μια ιστορία από τα "χρόνια της αθωότητας"

Αγάπησα ένα σώμα και μια δουλειά, παραδέχτηκε σ’ εκείνον κάποτε με δάκρυα στα μάτια. Αγαπώ τον Μιχάλη, αλλά μου λείπει κι ο Νίκος, χρόνια μετά του ομολόγησε. Τόλμησε ακόμη να του πει ότι: Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τους αγαπώ και τους δυο. Τον ένα με πάθος, τον άλλο από συνήθεια, της ψιθύρισε, αλλά δε θέλησε να τον ακούσει. Γιατί να τον ακούσει άλλωστε; Επιτέλους είχε ανακαλύψει τι πήγαινε να πει ν’ αγαπάει κανείς με πάθος. Επιτέλους είχε δει ότι η ομορφιά δε λείπει απ’ αυτή τη ζωή. Επιτέλους άρχισε να ζει. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Την ήξερε απ’ τα γλυκά, ή μάλλον τα πικρά, δεκάξι της. Ήταν ένα από εκείνα τα κορίτσια που είχαν μόνιμα τη θλίψη και τη μοναξιά στο βλέμμα – ένα βλέμμα που ράγιζε. Τότε έμοιαζε μ’ ένα μικρό περιφερόμενο δάκρυ στους σκοτεινούς διάδρομους της απαισιοδοξίας. Κι όμως ήταν τόσο όμορφη. Τις σπάνιες φορές που χαμογελούσε μεταμορφώνονταν σ’ ένα ευωδιαστό λουλούδι, που σκόρπιζε γύρω του φως και ζωή. Μια ζωή που δεν ήξερε καν ότι κρυβόταν μέσα της.
Εκείνο το βλέμμα, εκείνο το σπάνιο χαμόγελό της, οι νωχελικές της -στα όρια της ακινησίας- κινήσεις, αυτά ήταν που τον τράβηξαν σα μαγνήτης κοντά της. Ήταν σύντροφοι αρχικά στα μαθητικά θρανία, ενώ στη συνέχεια, στο πέρασμα των χρόνων, μεταμορφώθηκαν σε αποκούμπι ο ένας, στις φουρτούνες της ζωής του άλλου. Μέσα στο σκοτάδι της βρήκε ίχνη ζωής, μέσα στο φως του ανακάλυψε ψήγματα ελπίδας, και μαζί μοιράστηκαν τα πιο αληθινά χαμόγελα. Εραστές δεν έγιναν ποτέ -δε θα μπορούσαν άλλωστε- ωστόσο δέθηκαν μ’ εκείνη τη μοναδική φιλία, που μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε άτομα του αντίθετου φύλου. Μια φιλία που από μόνη της ήταν ζωή.
Στην αρχή, αλλά και για πολύ ακόμη καιρό, θυμάται, ήταν κάπως επιφυλακτική απέναντί του και, αν και δεν κουραζόταν ποτέ να επαναλαμβάνει ότι: είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει χαρίσει ποτέ η άθλια αυτή ζωή, κάπου φοβόταν να ανοιχτεί ολοκληρωτικά, να του πει: φιλαράκι, θα σου πω την ιστορία μου, θα σου πω ποια είμαι. Αλλά όσο περνούσε ο καιρός, όσο καλύτερα γνώριζαν ο ένας τον άλλο, τόσο πιο σφικτά και σίγουρα δένονταν ανάμεσά τους τα υπόγεια νήματα, εκείνα της ψυχής, εκείνα που δεν καταλαβαίνουν από αναστολές και φόβους και που ανθίζουν μοναχά στους κήπους της αλήθειας. Έτσι κάποτε άνοιξε η κάνουλα και ξεχύθηκε στ’ αυτιά και την ψυχή του όλη η θλίψη που κουβαλούσε μέσα της. Λέγοντάς του τα όλα, αδειάζοντας το είναι της, ξαλάφρωσε, και ένιωσε αμέσως να γεμίζει με μια νέα ζωή. μια ζωή που έπρεπε να διοχετεύσει κάπου, να μοιραστεί με κάποιον.
Εκείνος δεν ήταν στη ζωή της παρά ένας απλός φίλος -ο καλύτερος φίλος- ένας ακροατής, ένας παρατηρητής, κάποιος που την έβλεπε να περιφέρεται από τόπο σε τόπο, από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέσα στην τρελή χαρά, να περνά από το ένα λάθος στο επόμενο και παραδομένη σε εφήμερους έρωτες να σκορπίζει στην αρχή αγάπη και υποσχέσεις και στη συνέχεια πόνο. Ήταν όμορφη, αξιαγάπητη και ξύπνια, αλλά και αυτοκαταστροφική την ίδια ώρα, μια γυναίκα που όσο ευτυχισμένη κι αν γίνονταν κάποτε, αργά ή γρήγορα αναπόφευκτα θα επέστρεφε και πάλι στα γνώριμα λιμάνια του πόνου και της αυτολύπησης.
Ερωτευόταν συχνά, ερωτευόταν τρελά, και της περνούσε γρήγορα, σα μια ανάμνηση της μέθης. Για καιρό πολύ έμοιαζε με μια ελκυστική κατάρα, που στο πέρασμά της χάριζε σταγόνες ευτυχίας, μα άφηνε πίσω της στάχτες και πληγές οδυνηρές. Κι αυτός της έλεγε: Θάλασσα τα κάνεις, ψυχή μου, θάλασσα. κι αν συνεχίσεις έτσι κάποια μέρα θα πονέσεις, πολύ. Εκείνη τότε χαμογελούσε με νάζι και τον φιλούσε πεταχτά στα χείλη ψιθυρίζοντας πώς δε θα δακρύσει ποτέ ξανά αυτό το κοριτσάκι. Αλλά θα δάκρυζε.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σαν ένα φύσημα του ανέμου, το κοριτσάκι έγινε γυναίκα, και το αγόρι άντρας. Ο δρόμος του τον οδήγησε μακριά, στους δρόμους του βορρά, στη Σαλονίκη. Εκεί ακριβώς βρισκόταν, όταν κάποια αφέγγαρη βραδιά, ανάμεσα στο μεσονύχτι και το ξημέρωμα, άκουσε το τηλέφωνό του χτυπά. Ήταν σίγουρος ότι θα ήταν εκείνη, η Βίκυ, το Βικάκι του.
«Έλα να με μαζέψεις απ’ το σταθμό», του είπε απλά, με φωνή που μόλις και ακουγόταν. Να με μαζέψεις.
Πήγε, την έψαξε, τη βρήκε να στέκεται σε μια γωνιά και να καπνίζει κοιτώντας το πουθενά. Την πλησίασε, τη χαιρέτισε σιωπηλά με μάτια που έφεγγαν, την αγκάλιασε, τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και τη μάζεψε. ή μάλλον μάζεψε εκείνο που ήταν κάποτε η Βίκυ, το φιλαράκι του.
Άρχισαν να περπατάνε άσκοπα και σιωπηλά, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, μέσα στους δρόμους μιας πόλης υγρής, που δεν έλεγε να πάει για ύπνο, μιας Θεσσαλονίκης που στο τέλος του καλοκαιριού έσφυζε από ζωή, που παλλόταν σαν ένας χαρούμενος ζωντανός οργανισμός, έτοιμος να σε παρασύρει σε αλλιώτικους ρυθμούς, θορυβώδεις, συντροφικούς.
Με το ένα του χέρι κουβαλούσε το μικρό σακίδιο που είχε φέρει μαζί της και με το άλλο την κρατούσε αγκαλιά. Δεν του μιλούσε και εκείνος δεν ήθελε με τίποτα να σπάσει τη σιωπή προτού το αποφασίσει η ίδια. Πού και πού ωστόσο τις έριχνε κλεφτές ματιές και τότε ένιωθε ένα βάρος ασήκωτο να του πλακώνει την καρδιά. Δίπλα του, μέσα στην αγκαλιά του, βρισκόταν ένα ανθρώπινο ερείπιο, μια Βίκυ πόνος, μια γυναίκα θλίψη, ένα θηλυκό δάκρυ, η Βίκυ των εφηβικών του χρόνων, αυτή που πρωτογνώρισε. Λες και δεν πέρασε ο καιρός. σα να μην άφησε ανεξίτηλα πάνω τους τα σημάδια του.
Την παρέσυρε, χωρίς κι ο ίδιος καλά-καλά να το καταλάβει, προς την Ποσειδώνος, και κρατώντας την πάντα ασφυκτικά κοντά του, την προσκάλεσε νοερά σε μια βόλτα στην παραλία – απέναντι απ’ τη βουή του πλήθους, δίπλα από ένα Θερμαϊκό, που μετά από χρόνια πολλά άρχισε να μυρίζει και πάλι θάλασσα. Ο Λευκός Πύργος όλο και τους πλησίαζε. Τον πλησίαζαν κι αυτοί. Και σε λίγο τον προσπέρασαν αδιάφορα, περπατώντας και περπατώντας. Μέχρι που έφτασαν λίγο πριν από το Μέγαρο Μουσικής. Τότε εκείνος της πρότεινε να καθίσουν για να αγναντέψουν λίγο τη νυχτερινή θάλασσα και των καραβιών τα φώτα. Χωρίς να του απαντήσει προχώρησε λίγα βήματα προς το μέρος της μεγάλης κυράς, και μπροστά απ’ τα άηχα σχεδόν κύματά της, κάθισε χάμω στη στάση του λωτού και άρχισε να κλαίει. Έκατσε κι εκείνος δίπλα της αμίλητος και την έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά του. Μια ζεστή αγκαλιά, κι ένα φιλί στα μαλλιά, αυτά μοναχά μπορούσε να της προσφέρει εκείνη την ώρα.
Κάποτε οι λυγμοί κόπασαν, το δάκρυ στράγγιξε, και τότε γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε στα μάτια και πικρά μα παιχνιδιάρικα του χαμογέλασε.
«Γιατί δε με πήγες στα Κάστρα;» τον ρώτησε.
«Παλιοκόριτσο», απάντησε χαμογελώντας εκείνος και τη τσίμπησε απαλά στο μάγουλο.
«Μου έχεις λείψει Γιώργο, πολύ».
«Κι εσύ, Βίκυ μου, κι εσύ».
«Τα έχω κάνει σκατά», ψιθύρισε μετά.
«Μη φοβάσαι τίποτα τώρα, μη λυπάσαι, εγώ είμαι εδώ».
Αυτά μονάχα είπανε προτού κάνουν και πάλι μακροβούτι στης σιωπής τα βαθιά νερά. Ένα μακροβούτι που κράτησε πολύ.
«Κρυώνω», παραπονέθηκε εκείνη, καθώς στο βάθος του ορίζοντας άρχισε να αχνοφέγγει το πρώτο φως της μέρας.
Σηκώθηκαν, την έκρυψε για μια ακόμη φορά στην αγκαλιά του και κίνησαν για τη ζεστασιά του μικρού, αλλά πολύ φιλόξενου σπιτιού του. Σε λίγο θα ξημέρωνε και για τους δυο μια καινούρια μέρα.

Ξύπνησαν αργά το απόγευμα, σχεδόν την ίδια ώρα, και μοιράστηκαν ένα γλυκό νυσταγμένο χαμόγελο, δυο πικρούς καφέδες, δυο αθώα φιλιά. Εκείνη έδειχνε τώρα πια, στο συνήθως προδοτικό φως της μέρας, καλύτερα απ’ το προηγούμενο βράδυ. Καθώς κάθονταν στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, έπιναν τους καφέδες τους και την παρατηρούσε, του φαίνονται πως έβλεπε πού και πού να σιγοκαίει μέσα της η φλόγα της ζωής. Του μίλησε για όλα. Του είπε όσα δεν του ομολόγησε στις αραιές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους. Όλα όσα έζησε μακριά του, χωρίς εκείνον να την προστατεύει απ’ τον εαυτό της. Του μίλησε ξανά, αλλά με λεπτομέρειες τώρα, για τον Μιχάλη, τον άνθρωπο που για καιρό πολύ -από τότε που ο ίδιος βρίσκονταν ακόμη στη ζωή της- νόμιζε σαν το ιδανικό της άλλο μισό, και του μίλησε και για τον Νίκο, κάποιον που επέστρεφε και πάλι από τα παλιά ξανά και ξανά στη ζωή της, για να της αλλάζει τα φώτα, να της γκρεμίζει τις ψευδαισθήσεις ασφαλείας, να της ταράζει συθέμελα το είναι και να την οδηγεί στην παράκρουση. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, σκέφτονταν εκείνος καθώς την άκουγε, απολύτως τίποτα. Πέρασε από χίλιους έρωτες και άλλες τόσες ανατροπές για να καταλήξει σ’ αυτούς τους δύο, που στα δικά του μάτια φάνταζαν τίποτα – απλά μηδενικά, που την κρατούσαν μακριά του. Ακριβώς αυτό ένιωθε: ότι του την έκλεβαν, πως δεν την άφηναν να δει εκείνον που την αγαπούσε απ’ όλους πιο πολύ. Και τώρα κάθονταν εδώ κι εκείνη του τα έλεγε όλ’ αυτά δίχως να σκέφτεται τι ένιωθε αυτός, χωρίς να τον καταλαβαίνει. Ναι, τίποτα δεν είχε αλλάξει: παρέμενε πεισματικά τυφλή στο δικό του έρωτα. Τι απαντήσεις να της έδινε; Με τι λόγια να την παρηγορούσε;
«Είναι δυνατόν να τους αγαπώ και τους δυο; Πες μου, Γιώργο, είναι; Εγώ πίστευα, ή μάλλον ήμουνα σίγουρη ότι βρήκα αυτά που πάντοτε ζητούσα: ασφάλεια, σιγουριά, κάποιον να με αγαπά. Και να που από τη μια στιγμή στην άλλη έχασα και πάλι το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, και επέστρεψα ξανά στον παλιό κακό θλιμμένο μου εαυτό. Αυτή τη φορά όμως όχι γιατί είμαι μόνη, αλλά επειδή ξεχειλίζω από αγάπη, κι επειδή με αγαπούν. Μα η αγάπη τους με τρομάζει! Η ψυχή μου μού λέει να πάω στον ένα, η καρδιά μου στον άλλο, το κορμί και στους δυο. Τα έχω χαμένα – τελείως χαμένα. Δεν ξέρω τι κάνω, δεν ξέρω τι να κάνω, γκρεμίζομαι, σβήνω. Γι’ αυτό ήρθα σε σένα. Μόνο εσύ με καταλαβαίνεις. Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις…».
Κι όμως, αυτή τη φορά δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Τι να της έλεγε; Πώς να άνοιγε το στόμα του και να κατάφερνε ν’ ακουστεί γαλήνιος, νηφάλιος, αφού το μέσα του ήταν για πρώτη φορά εδώ και καιρό πολύ φουρτουνιασμένο. Δεν της είπε τίποτα λοιπόν. Για καμπόση ώρα έπνιγε τις σκέψεις του και την οργή, τις κατάπινε γουλιά-γουλιά σαν τον καφέ. Τώρα που την έβλεπε τόσο λυπημένη ξανά, ένιωθε το μέσα του να ραγίζει, αλλά τα λόγια δεν έβρισκαν το δρόμο προς τα χείλη, αφού ήταν ψεύτικα, χρήσιμα μόνο για μια ψεύτικη παρηγοριά, και σαν τέτοια αν ειπώνονταν θα γίνονταν καπνός και θα έσβηναν στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Έκανε λοιπόν το μόνο που μπορούσε να κάνει: την κράταγε την αγκαλιά του και σωπαίνοντας της χάιδευε τα μαλλιά. Εκείνη δεν άντεξε τη σιωπή, κατάλαβε ότι αυτή τη φορά δε θα της πρόσφερε τις απαντήσεις που ζητούσε, έτσι θέλησε ν’ αλλάξει θέμα.
«Θυμάσαι, φιλαράκι;» τον ρώτησε, κι άρχισε να σιγοτραγουδά: «Να με προσέχεις, γιατί έχω πέσει χαμηλά, έχω πέσει χαμηλά, μάτια μου γλυκά να με αντέχεις…». Ένα δάκρυ κύλησε ασυναίσθητα στο μάγουλό του κι εκείνη το μάζεψε μ’ ένα φιλί και του χαμογέλασε με αγάπη. Λες και είχε σβήσει με μια μονοκοντυλιά τις πρότερές της σκέψεις. «Ας βγούμε μάγκα!» τον πρόσταξε και τον τράβηξε απ’ το χέρι για να σηκωθεί. Κι εκείνος σηκώθηκε. Πηγαίνοντας προς το δωμάτιό του για να ντυθεί σκέφτονταν ότι θα με τρελάνει αυτή. Με όλ’ αυτά τα πάνω και τα κάτω της, σίγουρα θα τον τρέλαινε.
Ήταν σχεδόν σούρουπο όταν βγήκαν. Η τροχαία κίνηση στο φόρτε της, κάποια παιδιά έπαιζαν μπάλα στην αυλή του Προφήτη Ηλία και ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές τους, δυο-τρία σκυλιά έπαιρναν ξοπίσω τους περαστικούς ζητιανεύοντας προσοχή και ψίχουλα αγάπης, κι ένας οργισμένος νέος έβριζε πατόκορφα τον ΟΤΕ, αφού σε ολόκληρη της Ολυμπιάδος δε βρήκε ούτε ένα καρτοκινητό να λειτουργεί (άλλες εποχές εκείνες, προ της κινητής τηλεφωνίας, άβολες και κουραστικές). Κατηφόρισαν προς την Καμάρα, όπου δεκάδες άτομα είχαν ήδη στηθεί για τα προσωπικά ραντεβού και τις ομαδικές συναντήσεις εκείνης της νύχτας, πήραν από μια κρέπα αλμυρή από τη Ναβαρίνου και συνέχισαν για την παραλία. Κάθισαν αγκαλιά σ’ ένα παγκάκι κοντά στο Λευκό Πύργο κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα να σβήνει στο βάθος του ορίζοντα, και παίρνοντας, με μια δόση ζήλιας, μάτι τα ζευγαράκια που φιλιόντουσαν με μικρότερο ή μεγαλύτερο πάθος. Καθώς συνέβαιναν αυτά ένιωσε ξάφνου την ανάσα της ζεστή στο μάγουλό του και τα χέρια της να κλείνουν μέσα τους απαλά το πρόσωπό του. Γύρισε προς το μέρος της, κι εκείνη τον φίλησε ανάλαφρα στα χείλη. Αλλά εκείνο το φιλί δεν ήταν όπως τα παλιά, αυτά που τόσο του έλειπαν και άλλο τόσο είχε συνηθίσει. Σα να κράτησε μια ανάσα πιο πολύ και νάταν πιότερο ζεστό, με μια θέρμη παράταιρη. Ταράχτηκε, αλλά κατάφερε να μην το δείξει, και την επόμενη στιγμή την είδε να χαμηλώνει με θλίψη το βλέμμα. Μα τι θέλει τώρα; αναρωτήθηκε.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, έσπασαν επιτέλους την αμήχανη σιωπή, που είχε ρίξει βαρύ επάνω τους το πέπλο της, κι άρχισαν να θυμούνται τα παλιά: τις πλάκες, τις κοπάνες και τις κοτσάνες τους, τις μικρές τους μαγικές στιγμές. Κράτησε για πολύ αυτή η επιστροφή στο παρελθόν και στη διάρκειά της αναγκάστηκαν για μια ακόμη φορά να αναλογιστούν πόσα μοιράστηκαν οι δυο τους, να θυμηθούν και πάλι πόσο κοινές υπήρξαν οι διαφορετικές ζωές τους. Σα να ήταν από πάντα μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο, στα λάθη τους και στα σωστά.
«Παίζεις ακόμη κιθάρα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή, ώρα μετά, με τη νοσταλγία χαραγμένη ακόμη στης φωνή της την ηχώ.
«Όχι πολύ. Πού και πού μόνο».
«Θέλω ν’ ακούσω μουσική. Πάμε;»
«Φύγαμε».
Πήγανε στο Mayfair όπου εμφανιζόταν ένα νέο συγκρότημα και πέρασαν καλύτερα από ποτέ. Από μια ωραία σύμπτωση η μπάντα έπαιξε σχεδόν το ένα μετά από το άλλο, όλα τα παλιά καλά αγαπημένα τους τραγούδια. Κι αυτοί αφέθηκαν στη μαγεία τους, κι εκείνα τους ταξίδευσαν με τον τρόπο τους και πάλι στα μονοπάτια των αναμνήσεων, φέρνοντάς τους όλο και πιο κοντά. Καθώς το αλκοόλ έρεε απρόσκοπτα στο αίμα, καθώς η νοσταλγία ξυπνούσε μέσα τους μια νέα χαρά και καθώς για πρώτη φορά εδώ και χρόνια άφηναν κι οι δυο τους εαυτούς τους απόλυτα ελεύθερους να εκφραστούν, παραδόθηκαν σ’ ένα παθιασμένο φιλί, που λες και το χρωστούσε από πάντα ο ένας στον άλλο – ένα φιλί που ανάβλυζε ζωή. Γέλα, γέλα πουλί μου γέλα, γέλα, είν’ η ζωή μια τρέλα…
Εκείνο που συνέβαινε δεν μπορούσε καν να το φανταστεί, ούτε και στα πιο τρελά του όνειρα: να έχει στην αγκαλιά του την αγαπημένη, να τη φιλά ξανά και ξανά με πάθος στο στόμα, κι οι δυο τους να ξεκαρδίζονται, να γελούν εκκωφαντικά ευτυχισμένοι. Ναι, η Βίκυ ήταν η αγαπημένη του: απ’ την πρώτη φορά που την είδε, που της μίλησε, από τότε που έριξε για πρώτη φορά επάνω του το θλιμμένο της βλέμμα. Ωστόσο δεν το παραδέχτηκε ποτέ, αφού πάντοτε την έβλεπε με κάποιον άλλο, με αποτέλεσμα κι αυτός να δίνεται σε κάποιες άλλες, ψάχνοντας εκείνη. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του όταν του ομολόγησε κι εκείνη ότι έψαχνε το είδωλό του σε κάθε νέο έρωτά της, αφού οι δυο τους -οι ηλίθιοι- έμοιαζαν σιωπηλά να έχουν συμφωνήσει ότι δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι μαζί.
Φύγαν τελευταίοι απ’ το μπαράκι, ψιλομεθυσμένοι, χαμογελαστοί, ευτυχισμένοι.
«Ψες αντιλήφθηκα ότι δε θα μπορούσα να σε αφήσω αυτή τη φορά – εκτός κι αν μ’ έδιωχνες. Απλά δεν ήξερα πώς ένιωθες εσύ και ήμουνα και πολύ δειλή για να σου μιλήσω κιόλας. Το γυρόφερνα από εδώ κι από κει και κατέληγα πάντα να σου μιλώ για τα αδιέξοδά του. Εδώ και έξι χρόνια τραβιόμουνα μ’ εκείνους τους δύο, όπως το ξέρεις κι εσύ πολύ καλά, προσπαθώντας να γεμίσω ένα κενό, που δεν ήξερα καλά-καλά ποιο ήταν και πως δημιουργήθηκε. Ίσως φοβόμουνα ότι αν κάποτε προχωρούσαμε εμείς οι δυο θα τα έκανα, ως συνήθως, θάλασσα και μετά θα σ’ έχανα και σα φίλο. Κι αυτό δε θα το άντεχα. Αλλά κι εσύ δε μίλησες. Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτοί οι δυο, ο Μιχάλης και ο Νίκος, ήταν η αφορμή. Η αφορμή για να φτάσω στην ουσία. Κι η ουσία είναι ότι η μία και μοναδική μου αγάπη ήσουνα και είσαι εσύ, Γιώργο. Βαρέθηκα τα λάθη μου, βαρέθηκα τα δίχως λόγο ξοδέματα, βαρέθηκα να μην είμαι εγώ. Μόνο μαζί σου είμαι ο εαυτός μου, μοναχά εσύ με θέλεις και με δέχεσαι όπως ακριβώς είμαι…».
Δεν την άφησε να συνεχίσει. Της έκλεισε το στόμα με τα χείλη του και την οδήγησε σιωπηλά στο σπιτάκι του.
Κάναν έρωτα ως το πρωί, κι η ένωσή της ήταν μαγική, ολοκληρωτική, από πάντα γραμμένη στ’ αστέρια για να συμβεί. Κοιμήθηκαν γυμνοί, με το ένα κορμί κολλημένο στο άλλο, προέκταση του, κάτω από ένα λευκό σεντόνι, σαν κι εκείνο που θα σκέπαζε από δω και μπρος και θα έδινε πνοή στα όνειρά τους – αν και για τους δυο τους δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο όμορφο όνειρο απ’ όλ’ αυτά που ζούσαν.
Τις επόμενες τρεις ημέρες τις πέρασαν κάνοντας έρωτα, ακούγοντας μουσική, τριγυρνώντας στην πόλη, ρουφώντας κάθε ανάσα ζωής σα να ’ταν η τελευταία, προσπαθώντας σιγά-σιγά, αλλά και με βιάση, να αναπληρώσουν όλα τα χρόνια που άφησαν να πάνε χαμένα.
Όταν έφτασε η μέρα που έπρεπε να φύγει, τη συνόδεψε στο σιδηροδρομικό σταθμό.
«Μου έδωσες τα πινέλα. Πάω να σβήσω τα λάθη μου, προτού επιστρέψω και πάλι κοντά σου, για να πάρω τα χρώματα και να ζωγραφίσω μαζί σου μια νέα ζωή», του είπε, παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, και τον φίλησε γλυκά στο στόμα.
Καθώς το τρένο απομακρυνόταν από το σταθμό, ένα τεράστιο χαμόγελο άρχισε να παίρνει σιγά-σιγά μορφή στα χείλη του. Και, λίγο μετά, περπατώντας προς την παραλία ένιωθε μέσα στην καρδιά του να φτερουγίζει και μια άλλη καρδιά, αλλιώτικη, αλλά και πάλι ολόδική του. Της ψυχής του το καλύτερο μισό είχε επιτέλους επιστρέψει στην πατρίδα του, εκεί όπου από πάντα ανήκε.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Το τίμημα του έρωτα

Τώρα πληρώνει το τίμημα, το πιο σκληρό, το πιο βαρύ, εκείνο του έρωτα. Την τιμωρούν, αμείλικτα, επειδή ερωτεύτηκε, γιατί αγάπησε με πάθος, για πρώτη και μοναδική φορά. Δεν μπορεί όμως να καταλάβει τα τι και τα γιατί αυτής της τιμωρίας, ο νους της δε χωράει τη δική τους λογική. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έκανε και κάτι το τραγικό – τουλάχιστον όχι στα δικά της μάτια. Αλλά οι άλλοι διαφωνούν. Διαφωνούν, αλλά τι μ’ αυτό; Η απόφαση ανήκε στην ίδια. Ή όχι;
Τον σκέφτεται όλο και πιο έντονα όσο περνούν τα λεφτά, όσο κυλούν και χάνονται χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει, εκεί που βρίσκεται, οι ώρες. Σκέφτεται τα μαύρα του σπινθηροβόλα μάτια, αυτά που την πυρπολούσαν μέχρι πρόσφατα ολάκερη, το τραχύ του πρόσωπο, της αγκαλιάς του τη ζεστασιά. Ωραίος άντρας, άντρας με τα όλα. Νιώθει τυχερή που τον συνάντησε πολύ. Μα πιότερο νιώθει άτυχη γι’ αυτά που της συμβαίνουν τώρα.

Αλλά, εδώ που τα λέμε, η τύχη δεν είχε μάλλον κανένα ρόλο να παίξει σ’ αυτή την τραγική ιστορία, κι ας ξεκίνησαν όλα με μια όμορφη τυχαία συνάντηση. Τον είδε για πρώτη φορά στο σπίτι μιας ξαδέλφης της, όπου είχε πάει για μια σύντομη επίσκεψη. Την είδε κι εκείνος. Την πρόσεξε δηλαδή αμέσως. Του άρεσαν το άμαθο των τρόπων της, η ανεπιτήδευτη ντροπαλότητά της, ο τρόπος που γελούσε, ακόμη κι αυτές οι σιωπές της. Τον μάγεψαν τα μαύρα μακριά κυματιστά της μαλλιά και τα λαδιά της φωτεινά μάτια, όπως θα της ομολογούσε αργότερα.
Ένιωθε αμήχανα απέναντί του από εκείνη την πρώτη στιγμή. Ίσως να έφταιγε το ότι ήταν πολύ νέα ακόμη, μόλις που άνοιγε τα εφηβικά της μάτια στης ζωής το θαύμα. Ίσως να έφταιγε και το συντηρητικό, το σχεδόν καταπιεστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωνε. Ο θείος της ήταν προοδευτικός, μοντέρνος, ανεκτικός, με το χαμόγελο σχεδόν πάντα στα χείλη. Ο πατέρας της παλιό μυαλό, κολλημένος, αγέλαστος, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Το σπίτι του πρώτου έμοιαζε με παιδική χαρά, του δεύτερου με εκκλησιαστική σχολή. Κι εκείνη πνιγότανε. Ένιωθε την καταπίεση που υφίστατο μέσα στην οικογένειά της σαν κόμπο στο λαιμό, το πατρικό της σπίτι, σαν ανοικτή φυλακή, δίχως όμως κάποια απ’ τα προτερήματα της τελευταίας. Οι χαρές της ήταν μετρημένες στα δάχτυλα ενός λειψού χεριού. Τα τραγούδια που άκουγε, σε πολύ χαμηλή ένταση, στο ραδιόφωνο, τα βιβλία που έφερνε αναγκαστικά κρυφά στο σπίτι, αφού αν μάθαινε γι’ αυτά ο πατέρας θα ήταν τραγικές οι συνέπειες, κάτι ταινίες που έβλεπε και πάλι στα κρυφά στο σινεμά και οι επισκέψεις στην ξαδέλφη της. Τίποτ’ άλλο δεν της γέμιζε τη ζωή, τίποτα δεν τη βοηθούσε να διευρύνει τους ορίζοντές της.
Μέχρι που τον γνώρισε. Τότε το χέρι απέκτησε το πέμπτο του δάχτυλο, το πιο σημαντικό. Την περνούσε τρία μόλις χρόνια, μικρή ίσως διαφορά για κάποιο ενήλικα, αλλά τεράστια για ένα κορίτσι της ηλικίας της – εκείνος στα δεκαεννέα κι αυτή στα δεκαέξι της. Τέλειωσε, όπως της είπε, με χίλια ζόρια το σχολείο και αμέσως μετά άρχισε να δουλεύει στις οικοδομές. Δεν υπήρχαν και πολλές δουλειές στη μικρή τους, φτωχή πλην παραλιακή πόλη, έτσι επέλεξε να κάνει αυτήν ακριβώς που του περνούσε. Δουλειά σκληρή, που σιγά σιγά όμως τη συνήθισε, αλλά και με σχετικά καλό μεροκάματο, και για τον ίδιο καθόλου πληκτική. Του άρεσε, έλεγε, επειδή πάνω απ’ όλα τον έκανε να νιώθει ικανοποιημένος με τον εαυτό του, του τόνωνε την αυτοπεποίθηση, λες και ήταν ένας μικρός θνητός θεός. Δημιουργώ. Κάθε μέρα δημιουργώ, συνήθιζε να μονολογεί με εμφανή ικανοποίηση.
Εκείνος ζούσε και δημιουργούσε λοιπόν, ενώ αυτή απλά επιβίωνε. Μαθήτρια ακόμη στο τοπικό σχολείο, αναθρεμμένη, όπως είπαμε και πιο πάνω, αυστηρά, δίχως πολλά πάρε δώσε με τον κόσμο, έμοιαζε να προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ ανακαλύψει τη θέση, τη γωνιά που της αντιστοιχούσε σ’ αυτή τη γη.
Το πρώτο τους ραντεβού δε συνέβηκε ποτέ, απλά και μόνο επειδή δε δόθηκε. Μετά από εκείνη τη σημαδιακή συνάντηση χάθηκαν οι δρόμοι της. Εκείνη ωστόσο τον σκεφτόταν. Σκεφτόταν τα μάτια του, που ώρα πολλή τη διαπερνούσαν, σκεφτόταν το κορμί του, το καλοσχηματισμένο, το κρυμμένο κάτω από ένα γκρίζο πουκάμισο κι ένα μαύρο τζιν παντελόνι, σκεφτόταν τη φωνή του, που έμοιαζε να ξυπνάει μέσα της πρωτόγνωρους πόθους, σκεφτόταν, ή μάλλον αναρωτιόταν, τι θα συνέβαινε αν τον συναντούσε ξανά. Η σκέψη και μόνο ήταν ικανή για να την αναστατώσει, για να της χαρίσει εκείνο το ευτυχισμένο φευγάτο βλέμμα, που ποτέ πριν δεν αντίκρισε στον καθρέφτη της. Γιατί νιώθω έτσι; Και τι είναι ακριβώς αυτό που νιώθω; ρωτούσε τον εαυτό της, αλλά εκείνος έπαιζε τον ανήξερο. Απίστευτα της φαίνονταν όλα. Της φαντασίας τα παιχνίδια, των αισθήσεων τα ξυπνήματα. Κι η αγωνία μιας συνάντησης, που ίσως να μη γινόταν ποτέ.
Για μια εποχή έμοιαζε ν’ ακροβατεί πάνω από ένα άγνωστο κενό. Ήταν συνεχώς αφηρημένη, κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της, προσπαθούσε όλο και πιο πολύ να ξεφύγει απ’ τα δεσμά του μικρόκοσμού της, να τον ξεχάσει ολοκληρωτικά. Κανείς απολύτως δεν την καταλάβαινε, κανένας δεν τη διάβαζε, κανείς δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί το πόσο πολύ άλλαξε και άλλαζε κάθε μέρα. Μπροστά τα τυφλά μάτια του περίγυρού της εξακολουθούσε να μοιάζει πάντα η ίδια: μια σεμνή κοπέλα και υπάκουη πολύ, πιστή στις προαιώνιες και αναχρονιστικές παραδόσεις.
Δυο μήνες κράτησε αυτό το μικρό δράμα μέσα της – δυο μήνες λίγο χαρούμενους, λίγο λυπημένους, στολισμένους με κρυφά δάκρυα και φευγαλέα χαμόγελα. Τότε ήταν που τον συνάντησε ξανά. Αλλά, αυτή τη φορά, όχι τυχαία. Μια μέρα, καθώς σχολνούσε απ’ το σχολείο, τον είδε, ή μάλλον τον ένιωσε -ένιωσε τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, να την καλούν- να στέκεται σε μια γωνιά και να την περιμένει. Τον αναγνώρισε αμέσως, προτού καν ξεχωρίσει το πρόσωπό του. Πώς να μην το έκανε άλλωστε από τη στιγμή που η μορφή του ήταν χαραγμένη αμετάκλητα βαθιά στα χώματα της μνήμης της! Τα έχασε μόλις τον είδε. Χάρηκε και τρόμαξε την ίδια ώρα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να συνέχιζε το δρόμο της, της άχαρης συνήθειας την πορεία, ή να τον πλησίαζε και να του μιλούσε; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Ήθελε τόσο πολύ να πάει κοντά του, αλλά, αν την έβλεπε κανείς; Τότε τι;
Τελικά τη λύση της την έδωσε εκείνος. Άρχισε να περπατά με αργόσυρτα βήματα προς την κοντινή παραλία. Κι εκείνη, υπακούοντας λες σε κάποια εσωτερική παρόρμηση ή μια άηχη διαταγή, άρχισε να τον ακολουθεί από απόσταση. Ήταν ακόμη χειμώνας, το κρύο -ειδικά όταν φυσούσε αέρας- πολύ τσουχτερό, και κανείς δεν είχε όρεξη, κάτω από τέτοιες συνθήκες, να επιχειρήσει ν’ απολαύσει τις χαρές της θάλασσας. Τα βήματά τους χάριζαν χαρακιές στην υγρή απάτητη άμμο και τους οδηγούσαν όλο και πιο μακριά από μια τυχαία συνάντηση με κάποιον άλλο. Μετά από αρκετή ώρα είδε μπροστά κάτι που έμοιαζε με καλύβα, ή μάλλον με παράγκα. Εκείνος είχε ήδη φτάσει εκεί και την περίμενε.
«Σε σκεφτόμουνα», της είπε μια κοφτή πνοή, μόλις βρέθηκε κοντά του. Κι εκείνη, δεν απάντησε. Έμοιαζε να μην ξέρει πια πώς να μιλήσει και τι να πει. Κατάπια τη γλώσσα μου, σκέφτηκε, και μια υποψία χαμόγελου φάνηκε αχνά στα χείλη της, την οποία βιάστηκε να διαγράψει. Κάθε τόσο έκανε ν’ ανοίξει το στόμα της, να πει κάτι, αλλά αμέσως μετά το έκλεινε, κατάπινε τις λέξεις που προσπαθούσαν να ξεχειλίσουν σα χείμαρρος από μέσα της και να τον κατακλύσουν. Ο φόβος, η χαρά, η λαχτάρα και η ντροπή, έστηναν μέσα της χορό, αλλά ταυτόχρονα της έβαζαν τρικλοποδιές, δεν την άφηναν να σκεφτεί λογικά και ήρεμα. Ήθελε τόσα να του πει, τόσα πολλά – αλλά, πώς; Ένιωθε μικρή μπροστά του, και ήταν, σαν ένα μωρό που προσπαθούσε ακόμη να αρθρώσει τις πρώτες του λέξεις. Το μέσα της φλεγότανε, αλλά το κορμί της ολάκερο έμοιαζε να το τυλίγει στην παγωμένη του αγκαλιά το οδυνηρό εκείνο στοιχείο του καιρού, το κρύο. Στεκόταν για ώρα πολλή μπροστά του, αμίλητη, ακίνητη, αγκαλιάζοντας έναν εαυτό που ποθούσε όσο τίποτα άλλο να αγκαλιάσει εκείνον, κοιτώντας χάμω, κλωτσώντας τα πετραδάκια που έφεραν μέχρι εκεί η θάλασσα και ο αγέρας, φτιάχνοντας σχήματα με τα παπούτσια στην άμμο, προσπαθώντας να διώξει απ’ τα μάτια της τα αμήχανα τα μαλλιά, με νευρικές και απότομες κινήσεις του κεφαλιού. Κι εκείνος απλά την κοιτούσε. Περίμενε κάποια λέξη, μια κίνηση, κάποια αντίδραση. Περίμενε. Μέχρι που κουράστηκε. Ή, μάλλον, μέχρι που το πήρε απόφαση ότι θέλοντας και μη αυτός ήταν εκείνος που θα έπρεπε να πάρει την κάθε πρωτοβουλία. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε;
Άνοιξε λοιπόν με μια κίνηση απαλή, ακίνδυνη, την πόρτα της καλύβας και κοντοστάθηκε εκεί περιμένοντάς την να μπει μέσα. Εκείνη έδειχνε να διστάζει. Σίγουρα φοβόταν. Αλλά ύστερα, μετά από τις διαβεβαιώσεις που τις έδωσαν τα μάτια του, μάζεψε το κουράγιο της και μπήκε φουριόζα μέσα – προτού αλλάξει γνώμη. Κι εκείνος την ακολούθησε, κλείνοντας αχρείαστα αθόρυβα την πόρτα πίσω του. Αχρείαστα, αφού δεν υπήρχε εκεί άλλος κανείς για να τους ακούσει.
Σε κάποιον ψαρά θα ανήκε μάλλον το γιαπί, αφού όπου κι αν έστρεφε κάποιος το βλέμμα θα έβλεπε δίχτυα, καλάμια και γάντζους, μαχαίρια και δολώματα κι ένα σωρό εργαλεία. Στη μια άκρη υπήρχε ένα μάλλον άτεχνα φτιαγμένο ξύλινο κρεβάτι μ’ ένα παλιό στρώμα πεταμένο πάνω, ενώ ένα γερασμένο τραπέζι έκανε κατάληψη στην αντικρινή γωνία, μπροστά απ’ το αμπαρωμένο παράθυρο. Τρία μικρά σκαμπό, φτιαγμένα λες κι αυτά από ενός μάστορα παλιού το χέρι, του κρατούσαν συντροφιά και το συμπλήρωναν.
Εκείνη στεκότανε για αρκετή ώρα σχεδόν εντελώς ακίνητη στη μέση του δωματίου, σα μια ψυχή αναποφάσιστη για το που πρέπει να οδηγήσει τα βήματά της. Κι αυτός παρέμενε κάπου πίσω της ακίνητος και την παρατηρούσε. Μέχρι που κουράστηκε απ’ τις αδιέξοδες σιωπές και την αναμονή και πήγε και κάθισε σε ένα από τα σκαμπό. Η κοπέλα βιάστηκε να τον μιμηθεί και πήγε αποφασιστικά και κάθισε απέναντί του.
Τα μάτια της έμοιαζαν υγρά και σκοτεινά την ίδια ώρα, γεμάτα ελπίδα και αβέβαια -το ημίφως δεν του επέτρεπε να τα διακρίνει καθαρά- αλλά ήταν σίγουρος ότι μέσα τους δεν υπήρχε ίχνος φόβου. Καλό αυτό!
Η σιωπή τους εξακολουθούσε καταπιεστική και κανείς από τους δύο δεν έμοιαζε πρόθυμος να τη σπάσει. Λες και μπορούσαν να τα πουν όλα, τα πιο σημαντικά, με τα μάτια και τις αμήχανες κινήσεις των χεριών, που έμοιαζαν να περιπλανιούνται κατά βούληση εδώ κι εκεί, εξετάζοντας τις χαρακιές στο κορμί του τραπεζιού, προσπαθώντας, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνουν, να τις γιατρέψουν.
«Τι είναι αυτό το μέρος;» τόλμησε να ρωτήσει εκείνη τελικά.
Της χαμογέλασε πλατιά και το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν από κάποια φευγάτη του ήλιου αχτίδα, και άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης να του ξεφύγει από τα στήθια. Επιτέλους, θα μιλούσαν.
«Του πατέρα μου είναι. Του μακαρίτη του πατέρα μου. Πέθανε πέρυσι. Στη θάλασσα. Βούλιαξε το καΐκι του, στην καταιγίδα…»
Δεν είπε τίποτα άλλο. Δεν έμοιαζε λυπημένος. Σα να είχε πει τόσες πολλές αυτή την ολιγόλεκτη ιστορία, που τώρα πια δεν του προκαλούσε πόνο. Ή ίσως και να πονούσε, αλλά μόνο μυστικά, ποτέ μπροστά στους άλλους. Δεν τον συλλυπήθηκε για την απώλειά του, έτσι κι αλλιώς θ’ ακουγόταν ψεύτικη, οπότε έκανε το μόνο που θα μπορούσε να κάνει, τον ρώτησε κάτι ακόμη.
«Η μάνα σου; Τ’ αδέλφιά σου;»
«Τι να σου πω; Απλά γι’ αυτές ζω. Δεν έχω αδελφούς, αν και ο πατέρας μου πάντα ήθελε ν’ αποκτήσει ένα ακόμη αγόρι. Ωστόσο δεν του κακόπεσαν οι αδελφές μου, ίσως να τις αγάπησε κιόλας περισσότερο κι από μένα. Είναι μικρές άλλωστε. Έξι και οκτώ χρονών. Η μάνα είναι άρρωστη, αλλά και αναγκαία στο σπίτι, οπότε εγώ είμαι ο μόνος που δουλεύει…»
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Δεκαεννέα. Εσύ δεκαέξι, έτσι;»
Δεν τον ρώτησε από πού το είχε μάθει, σίγουρα θα του το είπε η κουτσομπόλα η ξαδέλφη της. Εκτός κι αν του το είπε η ίδια εκείνη τη μέρα, αλλά τώρα πια δεν το θυμόταν. Ωστόσο, η ξαδέλφη μου εξακολουθεί να είναι κουτσομπόλα, σκέφτηκε, και σκύβοντας το κεφάλι χαμογέλασε στον εαυτό της. Όταν σήκωσε το κεφάλι ξανά, τον είδε να την παρατηρεί ατάραχα. Τι άλλο να τον ρωτούσε; Τι να του έλεγε; Το προηγούμενο χαμόγελο δεν έλεγε να επανέλθει στα χείλη της. Ένιωθε το στομάχι της δεμένο κόμπο και φοβούνταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα διπλωνότανε στα δύο και θα έκανε εμετό. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο ευτυχισμένη και τόσο χαρούμενη την ίδια ώρα. Ήθελε ν’ ανοίξει το ευλογημένο της το στόμα και να του μιλήσει όσο τίποτα άλλο, να του φανερώσει όλα της τα μυστικά, να παραδεχτεί με τη συστολή που τη διέκρινε ότι κι εκείνη τον σκεφτότανε, αλλά απλά δεν μπορούσε να το κάνει, αφού δεν έμαθε ποτέ τον τρόπο, δεν της το δίδαξε κανείς. Έτσι, ανήμπορη ν’ αντιδράσει αλλιώς, έκανε αυτό ακριβώς που ήξερε πολύ καλά να κάνει: έπαιζε με τα δάχτυλά της και σιωπούσε, έφτιαχνε σχήματα στο κενό, και προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά και τη σύγχυση που επικρατούσαν μέσα της.
«Σε σκεφτόμουνα», έσπασε και πάλι εκείνος, χρησιμοποιώντας ακριβώς τις ίδιες λέξεις που εκστόμισε και λίγο πριν, τη σιωπή.
«Κι εγώ», ψιθύρισε σχεδόν στον εαυτό της εκείνη, μ’ εκείνη τη φυσική συστολή που αποτελούσε βασικό στοιχείο του χαρακτήρα. Αυτές οι δύο λέξεις ωστόσο ήταν αρκετές ώστε να του δώσουν το θάρρος, ή έστω ένα σημάδι, για να προχωρήσει.
«Δεν ξέρω γιατί, αλλά απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, κάτι με έκανε να θέλω να σε γνωρίσω. Να σε γνωρίσω καλύτερα εννοώ. Δε συνάντησα ποτέ κάποια σαν και σένα. Κάποια, τόσο… τόσο… διαφορετική. Ναι, είσαι διαφορετικό κορίτσι απ’ τα άλλα, ασυνήθιστο…»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω, αλλά κάτι πάνω σου… Κάτι πάνω σου… Ω, δεν ξέρω. Απλά, κι αυτό μπορώ να σ’ το πω με σιγουριά, πρώτη χάρηκα τόσο γνωρίζοντας κάποιον, άντρα ή γυναίκα. Κοιτώντας σε και μόνο ένιωσα…»
Σιώπησε ξαφνικά, λες και ξέμεινε από λέξεις. Κι εκείνη ένιωσε στα χείλη της ν’ απλώνεται πραξικοπηματικά, από μόνο τους, ένα πλατύ χαμόγελο και το πρόσωπό της ν’ αναψοκοκκινίζει. Ώστε έτσι λοιπόν; Ήθελε να πετάξει απ’ τη χαρά της, να φωνάξει, να κλάψει από ικανοποίηση, αλλά δεν έκανε τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Παρέμεινε μονάχα γι’ αρκετή ώρα ακίνητη, αμίλητη, προσπαθώντας να καταγράψει μέσα της όλα αυτά που άκουσε, αλλά και να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. Πρέπει να του μιλήσω, να του απαντήσω, σκεφτόταν, κι έψαχνε τρόπους για να το κάνει. Μα και να το έκανε, τι να του έλεγε άραγε; Τι να του έλεγε χωρίς να φανεί αστεία, ανώριμη, γελοία; Είχε ονειρευτεί τόσες φορές αυτή τη μοναδική στιγμή, αλλά να που τώρα ένιωθε πολύ αδύναμη για να τη ζήσει. Ήθελε να σηκωθεί και να τον αγκαλιάσει, όπως έβλεπε να κάνουν στις ταινίες και διάβαζε και στα βιβλία, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Ήθελε να πλησιάσει το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, να νιώσει την ανάσα της στην ανάσα του και να τον φιλήσει, αλλά στη ιδέα και μόνο ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν, το κορμί ολάκερο να τρεκλίζει. Μην έχοντας κατά τα φαινόμενα άλλη επιλογή, παρέμεινε έτσι, ευτυχισμένη και σιωπηλή, ν’ αναμετράται με το μέσα της. Μέχρι που αποφάσισε εκείνος να τη βγάλει, μ’ ένα τρόπο κάπως σκληρό για την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή της, από την περισυλλογή της.
«Πρέπει να φύγουμε. Θ’ ανησυχούν οι δικοί σου αν αργήσεις περισσότερο να γυρίσεις στο σπίτι, ενώ απ’ ό,τι φαίνεται έρχεται και καταιγίδα».
Σηκώθηκε και της έτεινε τα χέρια για να βοηθήσει κι εκείνη – λες και χρειάζονταν να το κάνει. Τα πήρε. Δίχως κανένα δισταγμό. Τα ένιωσε ζεστά και τραχιά την ίδια ώρα. Σαν το δέρμα ενός ζώου.
Όταν βγήκαν έξω ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει ακόμη περισσότερο και τα γκρίζα σύννεφα, κυνηγημένα απ’ τους άγριους βοριάδες του χειμώνα, ταξίδευαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω από τα κεφάλια τους. Η θάλασσα, έμοιαζε λεπτό το λεπτό ν’ αγριεύει κι αυτή όλο και πιο πολύ. Κοντοστάθηκαν για λίγο στην πόρτα, παρατηρώντας τα στοιχεία της φύσης και προσπαθώντας να βρουν κάποιες λέξεις, τις οδυνηρές και απαραίτητες του αποχαιρετισμού, αλλά αυτές όλο τους ξέφευγαν.
«Θα τα ξαναπούμε», είπε τελικά χαμηλόφωνα εκείνος, άφησε απαλά το δεξί της χέρι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ακόμη ζεστά κρατούσε, και κίνησε με επίτηδες αργόσυρτα βήματα προς την πόλη. Το προηγούμενο σκηνικό, της παρακολούθησης, επαναλήφθηκε με αντίθετη φορά, αλλά όλα είχαν πια αλλάξει. Τα πρότερα βήματα της αβεβαιότητας τα είχαν τώρα αντικαταστήσει αυτά μιας μελλοντικής υπόσχεσης.
Το βράδυ, στο κρεβάτι της, αναθυμούμενη τα γεγονότα εκείνης της ευλογημένης μέρας, ήθελε να πεθάνει από τη χαρά της η Μπαχάρ. Κάθε που έκλεινε τα μάτια της έβλεπε τα δικά του. Κάθε που ένωνε τα χέρια της, έκλεινε μέσα τους τα δικά του, αυτά του Εμρέ. Η ζωή είναι ωραία, σκεφτότανε και ήθελε να το φωνάξει, να συντρίψει με την κραυγή της τη σιγαλιά της νύχτας. Η ζωή είναι ωραία! Φτάνει να μη βρεθεί κανείς για να τη γκρεμίσει κι αυτή και τα όνειρά της.
Η συνάντηση εκείνη θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές στο μέλλον. Άλλες πιο συχνά, άλλες πιο αραιά, ανάλογα με τις ανάγκες της δουλειάς του άντρα και τις υποχρεώσεις της κοπέλας, και σύμφωνα με τις επιταγές των άλλων, που τους καταπίεζαν και ας μην το γνώριζαν. Τα ραντεβού του λάμβαναν πάντα χώρα στον ίδιο τόπο, στην καλύβα, στο μικρό ολόδικό τους καταφύγιο. Η Μπαχάρ, σιγά σιγά, άρχισε να νιώθει εκείνο το τόσο ταπεινό κατάλυμα σαν σπιτικό της, σαν το πραγματικό της σπιτικό, αφού στο πατρικό της ένιωθε όλο και πιο πολύ ξένη – μια ευπρόσδεκτη παρείσακτη. Το ένα ήταν το σπίτι της χαράς και της ζωής και το άλλο του πόνου και ενός οδυνηρά αργού θανάτου.
Ο έρωτάς τους που γεννήθηκε μέσα στη σιωπή, άρχισε αργά αλλά σταθερά να ντύνεται τις λέξεις, τις οποίες ήρθαν για να διαδεχθούν τα αγγίγματα, ο πόθος. Αυτά οδήγησαν αναπόφευκτα στην ολοκλήρωση, κι εκείνη με τη σειρά τους στους φόβους. Στους φόβους ότι όσο κι αν ανθούσε σαν τριαντάφυλλο ο έρωτάς τους, όσο κι αν ήθελαν να παντρευτούν και να ζήσουν μαζί, η στενόμυαλή τους κοινωνία, δε θα τους το επέτρεπε. Ο Εμρέ δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να φτιάξει μαζί της σπιτικό, το ήθελε πολύ και το έλεγε συχνά, αλλά η Μπαχάρ, όσο κι αν το ήθελε κι η ίδια, ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της και τα σάπια του μυαλά, θα στέκονταν εμπόδιο στο δρόμο τους. Αν του μιλούσε, αν του αποκάλυπτε τον έρωτά της, θα αντιδρούσε με βία, θα τη χτυπούσε όπως και τη μάνα της κάθε τόσο, θα της επέβαλλε τη δική του τάξη. Ακούς εκεί να ατιμάσει το όνομά του, να τον προδώσει; Αν είναι ποτέ δυνατόν! Έτσι ακριβώς θα σκεφτόταν. Έτσι, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κρατήσουν τον έρωτά τους μυστικό, μέχρι ν’ αλλάξουν οι καιροί, τρέφοντας μια κρυφή ελπίδα ότι ο χρόνος θα τους έδειχνε το δρόμο.
Ο χρόνος ωστόσο αποδείχτηκε προδότης. Και όσο κι αν εκείνοι απέθεταν τις ελπίδες τους πάνω του, αυτός δούλευε εις βάρος τους. Ήταν σα να τους έλεγε ότι είχαν την ευκαιρία και την έχασαν, κι ας μην ίσχυε αυτό. Ποτέ τους δεν σκέφτηκαν τη φυγή. Εκείνος είχε μια μάνα και δυο αδελφές να φροντίσει, κι η καλή της η ψυχή δε θα της επέτρεπε να του ζητήσει να τις θυσιάσει για χάρη της.

Γιατί; αναρωτιέται τώρα. Γιατί έγιναν όλ’ αυτά που έγιναν; Γιατί δε μας άφησαν να ζήσουμε μαζί κι ευτυχισμένοι; Γιατί θέλησαν να σκοτώσουν τη χαρά μας και ν’ ανακηρύξουν έγκλημα τον έρωτά μας; Πού είναι η δικαιοσύνη τους; αυτή που δε χάνουν ευκαιρία να διακηρύττουν. Πού είναι η ανθρωπιά τους; Πού είναι η φιλευσπλαχνία τους; Η φιλευσπλαχνία! Χα, εδώ γελάμε. Ψεύτες είναι όλοι τους, γελοίοι και υποκριτές. Παίρνουν τον Λόγο και τον μεταμορφώνουν σε ένα έργο που δεν του μοιάζει. Πιστεύουν στις ιερές γραφές, αλλά εφαρμόζουν τους άγραφους νόμους. Μιλάνε για αγάπη, αλλά δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να σκορπάνε μίσος. Το δίκιο τους είναι η καταστροφή…

Η αρχή του τέλους προέκυψε με το συνήθη τρόπο. Κάποιος καλοθελητής πήγε κάποια μέρα και είπε στον πατέρα της ότι την είδε πολλές φορές να περπατά στην παραλία μ’ έναν άντρα. Κι αυτός οργίστηκε, και άρχισε να απειλεί θεούς και δαίμονες, προτού καν προλάβει να του δώσει όλες τις λεπτομέρειες ο χαφιές. Κι άρχισε να βρίζει την κόρη του και να καταριέται τον άγνωστο ακόμη άντρα, κι ας μην ήταν εκεί. Μετά θυμήθηκε το καλό όνομα της οικογένειας, την υπόληψή του. Και πήγε και ξέθαψε το ντουφέκι, που κρατούσε καταχωνιασμένο στα βάθη της αποθήκης, απομεινάρι ενός αλλοτινού πολέμου και κίνησε για την παραλία. Για να τους βρει. Για να τους τιμωρήσει. Και τους βρήκε. Καθώς επέστρεφαν στην πόλη. Εκείνον τον πυροβόλησε και τον σκότωσε επί τόπου -το αίμα του κηλίδωσε την άμμο, πότισε με τη θέρμη του έρωτα τη φύση-, ενώ εκείνην αρκέστηκε στο να την αρπάξει με αχρείαστη βία από τα μαλλιά και να τη σύρει έτσι μέχρι το σπίτι, όπου είχαν ήδη μαζευτεί οι στενοί συγγενείς και κάποιοι περίεργοι. Η Μπαχάρ ήξερε πολύ καλά τι να περιμένει. Θα τη δίκαζαν και θα την καταδίκαζαν όλοι όσοι είχαν μαζευτεί εκεί, απρόσκλητοι, αυτόβουλοι δικαστές και δήμιοι. Θα τη σκότωναν. Κι ο πατέρας της, ο διπλός φονιάς, θα την έβγαζε, όπως συνήθως γίνονταν στης Ανατολίας τα μέρη, καθαρή. Αφέθηκε. Αφέθηκε στα χέρια των εκτελεστών της. Χωρίς καμία αντίσταση, δίχως δισταγμό, χωρίς να χύσει δάκρυ. Έτσι κι αλλιώς ο Εμρέ είχε ήδη φύγει, και χωρίς αυτόν δεν είχε καμία απολύτως θέληση να ζήσει.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά έμοιαζε να μην είναι εκεί. Λες και το σώμα της είχε παραμείνει χωρίς ψυχή. Τα μάτια έβλεπαν αλλά δεν κατέγραφαν, τ’ αυτιά άκουγαν μα δεν καταλάβαιναν. Το κορμί ένα άδειο κέλυφος, που περίμενε να διαλυθεί και να σκορπιστεί σε κάποιο φύσημα του αγέρα. Ένα μονάχα πράγμα ένιωθε: ανυπομονησία. Ανυπομονούσε να τελειώσει η άθλια παράσταση που έστησαν για χάρη της και ενάντιά της, ώστε να πάει να τον συναντήσει. Στον παράδεισο των δικαίων ή στην κόλαση των αμαρτωλών; Λίγο την ένοιαζε.

Τώρα θέλει να μιλήσει, να φωνάξει, αλλά δεν μπορεί. Ωστόσο προσπαθεί σχεδόν απεγνωσμένα να το κάνει. Πρέπει να το κάνει, αφού με κάθε ανάσα που ξοδεύει υποφέροντας, πλησιάζει κοντά του όλο και πιο πολύ. Έτσι, Μπαχάρ μου. Έτσι, κορίτσι μου. Έτσι, αγάπη μου… Νομίζει, μέσα στην ασφυκτική της παραζάλη, ότι ακούει τη φωνή του να φτάνει από κάπου μακριά και να την παροτρύνει, θαμμένη καθώς είναι ζωντανή, κάτω από το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Έλα. Βιάσου. Σε περιμένω. Την σπρώχνει πιο πολύ. Κι εκείνη πρόθυμα υπακούει. Όσο κι αν της είναι δύσκολο ν’ ανοίξει το στόμα πιο πλατιά, να καταπιεί τη μοσχομυριστή γη, ώστε να της καταπιεί κι αυτή την ψυχή μια ώρα αρχύτερα. Χαμογελά καθώς πεθαίνει. Χαμογελά. Κι αν υπάρχει κάπου εκεί πάνω, ή εκεί κάτω, κάποιος θεός και τύχει και τον συναντήσει, θα του χαρίσει την ταπεινή ευχαριστία της. Θα τον ευχαριστήσει για των ανθρώπων τη βλακεία, που βοήθησε τουλάχιστον αυτήν να φύγει απ’ τη ζωή ευτυχισμένη.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ