Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Για την κατάσταση στην Ταϊλάνδη

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα συμβεί στην Ταϊλάνδη. Τη μια μέρα τα πράγματα αγριεύουν, την επόμενη ηρεμούν, έχουμε εκρήξεις, συγκρούσεις, υποχωρήσεις και τα… χρώματα αλλάζουν. Έτσι μετά από τα κίτρινα φακελάκια, που παρέλυσαν τη χώρα το 2008 προκαλώντας την κατάρρευση της κυβέρνησης, φέτος έχουμε τα κόκκινα που προσπαθούν να διαλύσουν τη νέα, αυτή που προέκυψε από τις τότε εκλογές.
Οι Κόκκινοι, που αποτελούνται κυρίως από μέλη της αγροτικής τάξης, φέρονται να στηρίζουν και να στηρίζονται από τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας Τάκσιν Σιναουάτρα, για τον οποίο εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης, μετά και τη δήμευση της προσωπικής του περιουσίας, ύψους 17 περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο Σιναουάτρα εθεωρείτο ένας από τους πρωθυπουργούς που ήταν κοντά στο λαό, κι ας σημαδεύτηκε η θητεία του από πολλά σκάνδαλα. Εκείνο που τον έκανε αρχικά δημοφιλή ήταν το ότι προσέφερε φτηνή περίθαλψη στους φτωχούς που, μετά το πραξικόπημα που τον ανέτρεψε, μετατράπηκε σε δωρεάν, ενώ λέγεται ότι η προεκλογική του εκστρατεία, στη διάρκεια της οποίας φέρεται να εξαγόρασε τις ψήφους των φτωχών, ήταν εκείνη που του εξασφάλισε την επανεκλογή.
Οι διαδηλωτές με τα κόκκινα φανελάκια ζητούν τη διάλυση της βουλής και την άμεση προκήρυξη εκλογών, κάτι που απορρίπτει το κυβερνών κόμμα, το οποίο υπόσχεται νέες εκλογές το φθινόπωρο.
Στο μεταξύ τα πράγματα μετά τις συγκρούσεις των διαδηλωτών με την αστυνομία και το στρατό στην Μπανγκόκ μοιάζουν σιγά-σιγά να ξεφεύγουν. Χθες είχαμε εκρήξεις χειροβομβίδων σε σταθμό του μετρό της πρωτεύουσας που προκάλεσαν το θάνατο ενός ανθρώπου και των τραυματισμό δεκάδων άλλων. Από σήμερα πέντε σταθμοί δε λειτουργούν για προληπτικούς λόγους, ενώ ακυρώθηκε και η διεθνής έκθεση τροφίμων που θα λάμβανε χώρα τον ερχόμενο Ιούνιο.
Σήμερα το απόγευμα θα κάνουν την εμφάνισή τους στους δρόμους της περιοχής Σιλόμ αντιδιαδηλωτές με… άχρωμα φανελάκια, οι οποίοι θα εκφράσουν μ’ αυτό τον τρόπο την αντίθεσή τους σε όλα αυτά που συμβαίνουν.
Τα προβλήματα, ως συνήθως, συνεχίζονται και στο νότο της χώρας, όπου χθες αποσχιστές μουσουλμάνοι πυροβόλησαν και τραυμάτισαν δύο δασκάλους.
Σε ό,τι αφορά την πόλη μου, την Τσιανγκ Μάι, τα πράγματα συνεχίζουν να ακολουθούν τους ίδιους ατάραχους ρυθμούς, κι ας θεωρείται προπύργιο του Τάκσιν, μια και κατάγεται από εδώ. Τον τελευταίο μήνα είχαμε δύο εκρήξεις χειροβομβίδων και μια επίθεση με μολότοφ σε τηλεφωνικό θάλαμο, αλλά σε πολιτικά τεταμένες καταστάσεις όπως οι σημερινές, τέτοια γεγονότα δεν είναι ασυνήθιστα. Σημειώνω ότι δε σημειώθηκε κανένας τραυματισμός πέρα από κάποιες μικρές υλικές ζημιές. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή που έχει συμβεί είναι ότι το κτήριο του Δημαρχείου μοιάζει πια με οχυρό, αφού θεωρείται πιθανός στόχος. Όσο για τη ζωή στην πόλη, μετά την επέλαση των… αγρίων για τη Γιορτή του Νερού, τη βουδιστική δηλαδή πρωτοχρονιά, βρήκαμε και πάλι την ησυχία μας.
Πού θα πάει το πράγμα; Θα δείξει. Λογικά κάποια στιγμή θα επέμβει ο βασιλιάς, θα προκηρυχθούν πιο πρόωρες από τις πρόωρες εκλογές και θα επέλθει ηρεμία. Ωστόσο κάποιοι εκφράζουν φόβους για το ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου. Φόβους τους οποίους δε συμμερίζομαι.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Το Πάσχα του παλιάτσου

Τους βλέπει να κάνουν το σταυρό τους και να σκύβουν ευλαβικά το κεφάλι, να λένε «Δόξα σοι ο θεός» και οργίζεται, λίγο. Ποτέ δεν οργίζεται πολύ αυτός. Μόνο λίγο και για λίγο. Να, όπως και τώρα που είναι στην εκκλησία, στην οποία πηγαίνει μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή για να παρακολουθήσει τη λειτουργία, και βλέπει όλο αυτό το πλήθος να επαναλαμβάνει νωχελικά, σχεδόν νυσταγμένα, τις ίδιες κινήσεις, να παπαγαλίζει τα ίδια λόγια. Σα να παρακολουθεί ταινία. Αποκόβει τον εαυτό του από την πραγματικότητα και αναλαμβάνει το ρόλο του πανόπτη, αυτού που όλα τα βλέπει και όλα τα καταλαβαίνει, και που, όλα ή μάλλον όλοι τον πληγώνουν. Ναι, τον πληγώνουν οι άνθρωποι πολύ, κι ας τους αγαπά αυτός, σαν πατέρας και γιος και αδελφός. Τους αγαπά επειδή κανένα άλλο συναίσθημα πέρα από την αγάπη δεν μπορεί να εισβάλει στην καρδιά του για πολύ. Τους αγαπά, τους κακίζει και τους αγαπά και πάλι. Ποιος είναι; Είναι ο παλιάτσος του καθενός.
«Παράξενο», έτσι τον αποκαλούσαν από παιδί, όταν δεν τον φώναζαν τρελό κι αλαφροΐσκιωτο. Και ήταν παράξενος, αφού δεν έμοιαζε σε άλλον κανένα – όχι στην όψη, αλλά στον τρόπο ζωής. Σα να είχε γεννηθεί γέρος. Δεν είχε ποτέ του όρεξη για παιχνίδια με τα άλλα παιδιά και με τους μεγάλους απέφευγε τα πολλά πάρε-δώσε. Ήτανε πάντα μόνος και σκεφτικός, ένα παιδί παράταιρο, το οποίο με τον καιρό οι γονείς του αποφάσισαν να παραπετάξουν σε μια γωνιά του σπιτιού, και να αφοσιωθούν στα άλλα τέκνα, τα καμάρια τους, τις κολώνες του κοινωνικού τους οικοδομήματος. Ένιωσε μια χαρά ο Ευτύχιος όταν συνέβηκε αυτό, μα μια χαρά, που δεν περιγράφεται. «Επιτέλους, είμαι ελεύθερος», σκέφτηκε.
Επιτέλους ήταν ελεύθερος να κάνει αυτό που ήθελε, κι ας μην ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Ήθελε… Ήθελε… Να μην κάνει άλλο τίποτα από το να παρατηρεί τους ανθρώπους, αυτό ήθελε. Και να τριγυρνά από εκκλησιά σε εκκλησιά, από μοναστήρι σε μοναστήρι, και να προσεύχεται στον Χριστό. «Άνοιξέ τους τα μάτια, Χριστούλη μου», θα τον παρακαλούσε, «βοήθησέ τους να γίνουν και πάλι άνθρωποι».
Όσο όμως κι αν του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία, τόσο δεν του άρεσε να παρακολουθεί τη λειτουργία. Όλα τα ευαγγέλια τα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά, όλους τους ψαλμούς, τα λόγια του Χριστού κατέκλυζαν συνέχεια την ψυχή του αλλά, αλλά δεν μπορούσε, δεν άντεχε το ψέμα και την υποκρισία, τα ανυπόμονα βλέμματα και την υποκριτική ευλάβεια που αντίκριζε στα μάτια των δήθεν πιστών. «Θυμούνται την πίστη τους μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, και όταν αρρωσταίνουν», σκεφτόταν με πίκρα και το έλεγε. Αυτό έλεγε, και άλλα πολλά. Αρκετές φορές πήγαινε τις Κυριακές στην εκκλησιά, στεκότανε απέξω και φώναζε στους ανθρώπους καθώς μπαίνανε ή βγαίνανε από το ναό να μετανοήσουν, να αλλάξουν, όχι επειδή ερχότανε η Δευτέρα Παρουσία, όχι γι’ αυτό, αλλά για να γίνουν απλά εκείνοι που λένε ότι είναι. «Μάταιες οι προσευχές σας, κροκοδείλια τα δάκρυά σας, άδειες οι ψυχές σας. Είστε χειρότεροι κι απ’ τους εβραίους που Τον σταύρωσαν, αφού εκείνοι τουλάχιστον δεν ήξεραν τι έκαναν. Εσείς Τον σταυρώνετε κάθε μέρα, με γονυκλισίες και προσκυνήματα».
Από κάποιες εκκλησιές τον έδιωχναν, σε άλλες απλά τον κορόιδευαν, έτυχε μια-δυο φορές να τον χτυπήσουν κιόλας αφού βεβήλωνε το σπίτι του θεού. Κι αυτός όλα τα υπέμεινε, με καρτερικότητα, μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο, αφού τα είχε «χαμένα ο καημένος», όπως έλεγαν. Ωστόσο εκείνος ήταν μια χαρά στα μυαλά του αφού ήξερε, ότι χωρίς την αγάπη δεν υπήρχε σωτηρία, όσες προσευχές κι αν έλεγε κανείς, με όσο χρήμα κι αν γέμιζε τα παγκάρια. «Πρέπει να κάνω κάτι», σκεφτόταν πού και πού, «πρέπει να τους αλλάξω μυαλά. Αλλά πώς;» Πώς να το έκανε αυτό; Αφού όλοι τον περνούσαν για τρελό. Αλλά και να μην το έκαναν, ποιος θα τον άκουγε; Εδώ δεν άκουγαν τα ίδια τα λόγια του θεού, τα οποία παπαγάλιζαν, δεν άκουγαν τα παιδιά τους, που έχαναν το δρόμο τους, δεν άκουγαν τις κραυγές των αθώων και φτωχών ανθρώπων που πέθαιναν αβοήθητοι από άκρη σε άκρη της γης.
Τη λύση τελικά του την έδωσε ένας φίλος του αλήτης, τον οποίο συναντούσε κάθε τόσο σ’ ένα από τα μισοπαρατημένα πάρκα της μεγάλης πόλης τους. «Σε αποκαλούν τρελό», του είπε, «εκμεταλλεύσου το. Γίνε αλήτης, γίνε ζητιάνος. Πάρε τα λεφτά τους και φτιάξε το δικό σου ναό…» Μα πώς να το κάνει αυτό; Πώς;
Πλησίαζαν τα καρναβάλια, το κέντρο της πολιτείας όπου ζούσε, άρχισε να γίνεται πολύχρωμο, να ξεχειλίζει από μουσικές κι από ζωή. «Θα γίνω κι εγώ παλιάτσος», αποφάσισε όταν είδε κάποιον να δίνει παράσταση σε μια μικρή πλατεία, «θα γίνω παλιάτσος για να τους αλλάξω τη ζωή». Θα γινόταν ένα παλιάτσος διαφορετικός, ένας φτωχούλης του θεού, που δε θα χάριζε παρά ειρωνικά χαμόγελα, αλλά τον οποίο τα παιδιά πολύ θα αγαπούσαν, αφού αυτός πάντα ήξερε να τα ακούει, πάντοτε είχε το χρόνο να τους λέει όμορφες ιστορίες για την αγάπη, τη φιλία και τον Χριστούλη, γιατί εκείνου η αγκαλιά ήταν πλατιά και τα χωρούσε όλα μέσα εκεί.
Η εξωτερική του μεταμόρφωση ήταν εντυπωσιακή, ο μέσα του κόσμος όμως παρέμεινε ο ίδιος: βυθισμένος σε μια θλίψη, την οποία κάθε τόσο διαπερνούσε μια αχτίδα φωτός. Για μια αιωνιότητα έκανε τα ίδια πράγματα: μιλούσε με τα παιδιά, φώναζε στους μεγάλους και απέφευγε συστηματικά εκείνους που έλεγαν ότι τα ήξεραν όλα και υποστήριζαν ότι μιλούσαν εκ μέρους του θεού, αφού ο ίδιος πίστευε ότι ο θεός πέρα από το Λόγο Του, δεν είχε την ανάγκη κανενός εκπροσώπου εδώ στη γη. Και ζητιάνευε. Όλη μέρα ζητιάνευε. Έξω από τις εκκλησίες, στις πλατείες, στις αγορές, στις παιδικές χαρές. Κι όταν τον ρωτούσαν τι θα έκανε με τα λεφτά που μάζευε, «θα κτίσω μια εκκλησιά, το ναό του ανθρώπου, το ναό των φτωχών», τους απαντούσε.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά και να που γέρασε ο Ευτύχιος, τόσο πολύ που ξέχασε ακόμη και το όνομά του. Οι συνήθειες του ωστόσο δεν άλλαξαν. Έτσι βρέθηκε κι εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή σε κάποια εκκλησία για να παρακολουθήσει τη λειτουργία του Επιταφίου. Καθόταν όλη την ώρα, τα πόδια του πια δεν τον κρατούσαν, αλλά και η ακοή του τον εγκατέλειπε. «Φτάνω στο τέλος,» σκεφτόταν, «απόψε θα πεθάνω κι εγώ». Δεν μπορούσε να απαιτήσει μια καλύτερη νύχτα απ’ αυτή για να βρεθεί επιτέλους στην αγκαλιά του στοργικού Πατέρα. Και όντως, πέθανε. Πέθανε ακριβώς εκεί όπου καθόταν, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, με γαληνεμένη τη μορφή, ταξιδεύοντας λες στον παράδεισο που ονειρευόταν.
Μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής όλοι μιλούσαν για ένα μεγάλο θαύμα. Την ώρα της Ανάστασης, λέγαν, καθώς οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνες για μία ακόμη φορά, πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικά σημεία της πόλης, είδαν κάτι φωτεινές μορφές να διασχίζουν τα σκοτάδια τ’ ουρανού, με κατεύθυνση προς το βορρά. Οι περισσότεροι έμειναν άναυδοι, σα μαρμαρωμένοι, αλλά κάποιοι μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και ακολούθησαν την πορεία που διέγραφαν οι πρωτοφανείς οπτασίες. Αυτές τους οδήγησαν στην ύπαιθρο, σε μια ερημική τοποθεσία και σ’ ένα φτωχικό καλύβι. Μια ξύλινη ταμπέλα στην πόρτα τους καλωσόριζε στο Ναό του Υιού του Ανθρώπου. Μια αόρατη λάμψη φώτιζε το χώρο μέσα, ενώ μια φλόγινη επιγραφή στον τοίχο τους ενημέρωνε ότι τα πλούτη που αντίκριζαν τα μάτια τους ανήκαν στους φτωχούς, κι απ’ αυτά ο καθένας που είχε ανάγκη θα μπορούσε να πάρει κάτι. Φτάνει κάποια μέρα να το επέστρεφε σε κάποιον άλλο που θα το χρειαζόταν.
Ο παλιάτσος του καθενός είχε κρατήσει την υπόσχεσή του.

Δημοσιεύθηκε στην πασχαλινή έκδοση της Καθημερινής Κύπρου

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Πριν την... Πρωτοχρονιά

Σε τέσσερις μέρες θ' αρχίσουν οι εορτασμοί για την ταϊλανδέζικη Πρωτοχρονιά, ή αν προτιμάτε τη Γιορτή του Νερού, και όλα εδώ στην Τσιανγκ Μάι μοιάζουν να κυλούν σε πολύ νωχελικούς, σε σχέση με το παρελθόν ρυθμούς. Η πολιτική αναταραχή στην Μπανγκόκ δε φαίνεται να μας αγγίζει, αλλά ο τουρισμός είναι πολύ πεσμένος και ο καιρός... Τι να πω για τον καιρό; 42 βαθμοί υπό σκιά και πλήρης άπνοια. Ωστόσο λογικά τα πράγματα θα αλλάξουν μετά από το τρελό τριήμερο του νεροπόλεμου που ξεκινά από την Τρίτη, αφού από τότε αρχίζει επίσημα και η περίοδος των βροχών. Θα δείξει.
Κατά τα άλλα παρακολουθώ με ενδιαφέρον το "σάλο" που ξέσπασε στη Βρετανία για την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του Φίλιπ Πούλμαν "Ο καλός άνθρωπος Ιησούς και το κάθαρμα ο Χριστός". Ο συγγραφέας έχει δεχτεί, ως συνήθως άλλωστε, τόνους λάσπης από τους αμερικανούς συντηρητικούς, αλλα παραδόξως βρήκε στήριξη από τον επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ένα πρώην Επίσκοπό... Λέω παραδόξως, αφού δεν μπορώ να φανταστώ καν τι θα γινόταν αν τολμούσε έλληνας συγγραφέας να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο σαν κι αυτό. Ας μη ξεφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο πρώτος, ο αρχιεπίσκοπος, πήρε άδεια για ένα χρόνο για να γράψει ένα βιβλίο για τον Ντοστογιέφσκι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δράση της Αρουντάτι Ρόι, που τιμήθηκε με το βραβείο Μπούκερ, για το "Θεό των μικρών πραγμάτων". Αντί να εκμεταλλευθεί τη φήμη της και να συνεχίσει να γράφει λογοτεχνία, αποφάσισε να τη θέσει στην υπηρεσία των... μικρών ανθρώπων, εκείνων που δεν έχουν φωνή. Έτσι πρώτα έγραψε κάποια δοκίμια για την αιώνια εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους και την καταστροφή των φυσικών πόρων της χώρας, ενώ πρόσφατα βρέθηκε στη συντροφιά των Μαοϊστών ανταρτών της Ινδίας, που εδώ και χρόνια πολεμούν το επίσημο Κράτος, μια και στο 90% της επικράτειας αυτής της χώρας, που θεωρείται η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο, επικρατεί πάντοτε το δίκαιο του ισχυροτέρου. Διαβάστε το οδοιπορικό της εδώ...
Για μια ημέρα μου κράτησε οδυνηρή συντροφιά η Γουάρις Ντίρι και "Τα παιδιά της ερήμου". Το βιβλίο μιας ακόμη δυναμικής γυναίκας που χρησιμοποιεί τη φήμη της για καλό σκοπό: την κατάργηση της κλειτοριδεκτομής.
Νομίζω ότι έχει φτάσει πια ο καιρός να ασχοληθώ με τις γειτονιές μου και τη θηλυκή εκδοχή του Γκάντι στη Βιρμανία, την Αούνγκ Σαν Σου Κι. Προσεχώς...

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Αναζητώντας τη χαμένη άνοιξη

«Γιατί είναι όλοι τόσο λυπημένοι αυτές τις μέρες;» αναρωτιέται η Ελπίδα. Γιατί; Μα δε ρωτά, αφού ξέρει την απάντηση. Αφού και πέρυσι και πρόπερσι το ίδιο πράγμα συνέβαινε: όλοι ήταν λυπημένοι. Όλοι οι μεγάλοι. Όχι τα παιδιά. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα. Επειδή πλησίαζε το Πάσχα κι αυτά είχαν διακοπές. Αλλά…
«Το Πάσχα δεν είναι όπως παλιά…» γκρίνιαζε η γιαγιά της, Ελπίδα με τ’ όνομα κι αυτή. Κάθε χρόνο γκρίνιαζε. Και κάθε χρόνο η μικρή Ελπίδα τη ρωτούσε το γιατί. Αλλά όχι φέτος. Αφού ήξερε. Το Πάσχα δεν είναι πια όπως παλιά επειδή χάθηκε η άνοιξη και μαζί της χάθηκε και η γοητεία του Επιτάφιου.
«Τα παλιά χρόνια, κόρη μου, έμπαινες στην εκκλησιά και μοσχοβολούσε ο τόπος, χαιρόταν η ψυχή σου. Τώρα πας και μαραίνεται η καρδιά σου. Τα λουλούδια έχασαν τη μυρωδιά τους, την κάσα του Χριστούλη μας τη ραντίζουν με χημικά, αντί με την ομορφιά της φύσης. Δες τα χωράφια μας. Ξέραναν. Όλα πια τα φτιάχνουν στα εργοστάσια. Κανείς δε νοιάζεται…»
Έκλαιγε η γιαγιά, και μαζί της έκλαιγε και η Ελπίδα, κι ας μην καταλάβαινε καλά-καλά το γιατί. Αυτή πάντα έτσι τα θυμότανε τα χωράφια, ξερά. Τα δέντρα πορτοκαλοκίτρινα. Τον ουρανό γκρίζο. Αλλά λουλούδια υπήρχαν. Αφού τα έβλεπε παντού. Στα μαγαζιά, στα εστιατόρια, στους βοτανικούς κήπους, που τα έκρυβαν κάτω από το θόλο τους. Το μόνο που δε μύριζαν. Όμως, τι σημασία έχει αυτό; Αφού ποτέ δε μύριζαν. Αν μύριζαν θα… Θα ήταν πιο ωραία άραγε; Ίσως! Για να το λέει η γιαγιά.
Ουφ, σκέφτεται, και πάλι ουφ. Δεν μπορεί να βλέπει την αγαπημένη της γιαγιά να είναι τόσο λυπημένη. Καλά, κι ο παππούς είναι λυπημένος, αλλά αυτός προσπαθεί να μη το δείχνει, κι ας το καταλαβαίνει αυτή. Όλα τα καταλαβαίνει αυτή. Είναι έξυπνη. Και διαβάζει, ή μάλλον ακούει και βλέπει. Ακούει και βλέπει βιβλία. Παλιά τα διάβαζαν, τα πολύ παλιά χρόνια, όπως έμαθε στο σχολείο, αλλά τώρα όλα πια τα παρακολουθούν. Τα παρατηρούν και μαθαίνουν. Και ναι, ο κόσμος τον καιρό που ήταν νέα η γιαγιά έδειχνε πιο ωραίος. Αλλά πρέπει να ήταν βαρετός. Βα-ρε-τόόόός. Αφού… Αφού… Πώς όμως ήταν, λένε, πιο ευτυχισμένοι; Πώς ζούσαν χωρίς τα ρομποτάκια που τους βοηθάνε όλους με τις δουλειές στην πόλη και τις αυτόματες νταντάδες, που ξέρουν και τα κάνουν όλα; Παράξενο!
«Μη σκοτίζεσαι μ’ αυτά που λέει η γιαγιά σου, κόρη μου», της λέει ο παππούς και στρίβει το μουστάκι του χαμογελώντας. Πάντα χαμογελά αυτός, όταν τον βλέπει. Γιατί άμα δεν τον βλέπει, κι αυτός λυπημένος είναι. Άμα νομίζει πώς δεν τον βλέπει. Τότε τα μάτια του γυαλίζουν και αρχίζουν να τρέχουν.
Πρέπει να κάνει κάτι. Δεν μπορεί να τους βλέπει τόσο λυπημένους. Τους αγαπά πολύ-πολύ. Ίσως πιο πολύ κι από τη μαμά και τον μπαμπά, αφού αυτούς δεν τους βλέπει και τόσο συχνά. Όλο δουλεύουν και δουλεύουν. Και την αφήνουν μόνη με την επαναφορτιζόμενη νταντά.
«Τι είναι η άνοιξη;» ρωτά τον παππού.
«Η άνοιξη, κόρη μου. Αχ, η άνοιξη…». Σιωπά για λίγο. Σα να προσπαθεί να θυμηθεί πώς ήταν, και θυμάται. «Η άνοιξη ήταν η πιο ωραία εποχή του χρόνου. Τότε γεμίζαν τα χωράφια, οι αγροί, κι οι γλάστρες με λουλούδια. Πρασίνιζε όλη η φύση. Έρχονταν τα χελιδόνια και έκτιζαν τις φωλιές τους στα σπίτια μας. Έβγαινες μια βόλτα το πρωί ή το δειλινό, χαιρόσουν τη δροσιά και νόμιζες ότι ήσουν στον παράδεισο. Τόσο όμορφα ήταν όλα. Και το Πάσχα, όταν μάζευαν τα κορίτσια τα λουλούδια και στόλιζαν τον Επιτάφιο, τότε ήταν σαν να γίνονταν η Δευτέρα Παρουσία. Λες κι ο Χριστός κατέβαινε στη γη, έστω και για λίγο, για να τη χαρεί μαζί μας. Χάθηκε η άνοιξη, χάθηκαν όλα…» Χαμογέλασε λυπημένα. «Αλλά κι οι άλλες εποχές όμορφες ήταν. Το καλοκαίρι μας τραγουδούσαν τα τζιτζίκια, τρώγαμε φρέσκα φρούτα, είχαμε για λίγο καιρό αναπαμό απ’ τις δουλειές. Και το φθινόπωρο, φυσούσε το αεράκι, άλλαζε ο καιρός και φορεσιά τα δέντρα. Το χειμώνα έβρεχε παντού και στα βουνά έριχνε χιόνι. Ενώ τώρα…».
Ενώ τώρα όλα μοιάζουν ίδια. Πάντα ο ίδιος κιτρινιάρης ουρανός, ο ντυμένος με τη σκόνη, καθόλου βροχή, ιδέα από χιόνι, τα δέντρα ξερά και τα λουλούδια σαν πλαστικά, σκέφτεται η Ελπίδα μα δεν το λέει. Ωστόσο ρωτάει: «Δηλαδή όλες οι εποχές ήταν ωραίες;»
«Ναι, κόρη μου, μα σαν την άνοιξη άλλη καμιά…»
Πρέπει να τη βρει. Οπωσδήποτε. Αν μη τι άλλο για να δει πως μοιάζει. Αλλά πού να τη ψάξει; Μάλλον κανείς δεν ξέρει. Αν ήξεραν θα πήγαιναν να τη βρουν. Δε θα πήγαιναν; Θα πήγαιναν. Εκτός κι αν δεν μπορούνε. Επειδή γέρασαν. Ναι. Ναι, γι’ αυτό! Θα ρωτήσει τον παππού κι αυτός θα της πει. Και αύριο πρωί-πρωί θα πάει να τη βρει. Μεγάλη Πέμπτη αύριο. Αν τα καταφέρει μόλις και θα προλάβουν να στολίσουν τον επιτάφιο, και όπως λέει κι η γιαγιά, η εκκλησιά θα μοσχομυρίζει.
«Πού είναι η άνοιξη, παππού;» ρωτά σοβαρά και με μια λάμψη στο βλέμμα.
«Δεν ξέρω πια. Πάνε χρόνια πολλά απ’ την τελευταία φορά που την είδα. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ξέρεις εσύ. Εμένα είδανε πολλά τα μάτια μου, γέμισαν σκιές, μα τα δικά σου λάμπουν. Αν τα κλείσεις για καμπόση ώρα σίγουρα θα μπορέσεις να τη δεις».
Τι να κάνει λοιπόν η Ελπίδα μας; Κάθισε και έκλεισε τα μάτια. Και περίμενε. Και περίμενε κι άλλο. Και περίμενε για λίγο ακόμη. Μα η κυρά άνοιξη δεν έλεγε να φανεί. Βαρέθηκε. Μα πείσμωσε. «Θα σε δω», ψιθύριζε ξανά και ξανά στον εαυτό της, «θα σε δω άγνωστη δεσποινίδα». Της άρεσε αυτή η λέξη: δε-σποι-νί-δα, αφού της θύμιζε μια νέα όμορφη γυναίκα, να σαν κι εκείνη, αλλά όχι μόνο δέκα χρονών, πιο μεγάλη. Ίσως δεκαπέντε. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως η δεσποινίδα δεν ήθελε να τη δει κανείς, κι έτσι δεν της φανερώθηκε.
Ήταν πολύ λυπημένη εκείνη τη νύχτα. Πιο λυπημένη κι απ’ τη γιαγιά. Της μιλούσαν και δεν απαντούσε. Της έβαζαν φαγητό στο πιάτο και δεν έτρωγε. Της χάιδευαν τα μαλλιά και δε χαιρόταν. Προσπαθούσαν να της πουν παραμύθια, ιστορίες απ’ τα παλιά, μα έκλεινε τ’ αυτιά. Τελικά της είπαν να πάει για ύπνο και υπάκουσε.
Ανέβηκε στο δωμάτιό της, που έμοιαζε με σοφίτα, άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, φόρεσε τις πολύχρωμες πιτζάμες της και ξάπλωσε στο κρεβάτι, κοιτώντας με μάτια ορθάνοικτα την κουβέρτα του ουρανού, την οποία ποτέ της δεν είδε να στολίζουν τ’ άστρα. Μονάχα ένα χλωμό φεγγάρι, με πόρους από σκόνη, έκανε εκεί πού και πού την εμφάνισή του.
Τίποτα δεν είναι όμορφο, σκεφτόταν η Ελπίδα. Μόνο οι πιτζάμες μου έχουν χρώματα. Τίποτα άλλο.
Ξάφνου άκουσε ένα θόρυβο κι ανασηκώθηκε λίγο απ’ το κρεβάτι. Τι να δει; Μια γάτα! Τίποτα ασυνήθιστό δηλαδή. Και όμως. Αυτή η γάτα δεν έμοιαζε με άλλη καμία. Όλες τώρα πια ήταν άσπρες ή μαύρες. Ενώ αυτή… Ενώ αυτή, ήταν ντυμένη με όλα τα χρώματα της πιτζάμας της. Με όλα. Θα μιλούσαμε για τα χρώματα του ουράνιου τόξου, αλλά, βλέπετε, εκείνη δεν είχε δει ποτέ κάποιο στη μικρή ζωή της.
Ταράχτηκε το κορίτσι, αλλά όχι πολύ. Μίλησε στη γάτα.
«Έλα εδώ», την παρακάλεσε, κι αυτή υπάκουσε. Βρέθηκε μ’ ένα πήδο στο κρεβάτι, κι έτσι, απρόσκλητη, πήγε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Μα τι ωραία που ήταν! Μα πόσο τρυφερά την ένιωθε! Μα τι όμορφα που μύριζε! Σαν την άνοιξη. Ναι, σαν την άνοιξη, κι ας μην την είχε μυρίσει ποτέ της.
Τα μάτια της σιγά-σιγά άρχισαν να κουράζονται, να μισοκλείνουν, να ανοίγουν ξαφνικά και να κλείνουν και πάλι, καθώς προσευχόταν: «Θεούλη μου, στείλε μου την άνοιξη… Στείλε μου την άνοιξη…». Αποκοιμήθηκε. Κι έμοιαζε σα μια ζωγραφιά. Με τις πιτζαμούλες της, με τα μελένια της μαλλιά να φωτίζουν το πρόσωπο, μ’ εκείνο το χαμόγελο που της χάρισε η γάτα σταθερά ζωγραφισμένο στα χείλη, με το δωμάτιό της και το ανοιχτό παράθυρο, που θύμιζε εικόνα ενός παλιού παραμυθιού.
Έτσι τη βρήκε όταν την επισκέφθηκε η άνοιξη στο όνειρό της. Και τι παράξενο όνειρο ήταν αυτό! Έβλεπε λέει τον εαυτό της να κοιμάται, και την άνοιξη να στέκεται από πάνω της και να την παρατηρεί. Κι ύστερα να κάθεται δίπλα της στο κρεβάτι και να της χαϊδεύει τα μαλλιά σκεφτική. Ναι, σκεφτική. Σκεφτόταν και χαμογελούσε.
«Τι σκέφτεσαι κυρά άνοιξη;» ήθελε να τη ρωτήσει, αλλά δεν έβγαινε η φωνή της. Ίσως να έμεινε άφωνη από την ομορφιά της, αφού ακριβώς όπως την περίμενε ήταν: όμορφη νέα γυναίκα, με μαύρα μακριά κυματιστά μαλλιά, πράσινα μάτια κι ένα γαλανό φουστάνι που έμοιαζε υφασμένο από τους αγγέλους, τόσο ωραίο ήταν.
Πόση ώρα κράτησε το όνειρο, κανείς δεν μπορεί στα σίγουρα να πει, αφού μόνο η άνοιξη θα μπορούσε να κρατήσει χρόνο. Στο τέλος του όμως, η Ελπίδα την είδε να σκύβει στο αυτί της και να της ψιθυρίζει κάτι. Τι όμως; Τι; Μόλις της το είπε, το ξέχασε. Δεν πρόλαβε καν να ξυπνήσει και να το γράψει. Δεν μπόρεσε να ξυπνήσει. Ουφ και πάλι ουφ.
Ύστερα από λίγη ή πολλή ώρα -ποιος ξέρει;- ένιωσε κάτι να αναδεύεται στα πόδια της και ξύπνησε. Ήταν η γάτα. Χαμογέλασε. Τουλάχιστον αυτή δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκε με ικανοποίηση. Και μετά τρόμαξε. Τρόμαξε αφού η γάτα της μίλησε.
«Μην ξεχάσεις τα λόγια της άνοιξης», της είπε και πήδηξε κάτω απ’ το κρεβάτι κι έξω απ’ το παράθυρο και χάθηκε. Πετάχτηκε απ’ τα στρώματα το κορίτσι κι έτρεξε να την προλάβει, αλλά ήταν πια πολύ αργά. Κοιτάζοντας τον ουρανό διέκρινε στην άκρη του ορίζοντα τα πρώτα σημάδια μιας καινούριας γκρίζας μέρας. Και τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε τα λόγια της άνοιξης. Και κάθισε αμέσως και τα έγραψε. Κι ύστερα ντύθηκε στο άψε σβήσε, πήρε κάτι από ένα κουτάκι, κατέβηκε κάτω, κρυφοκοίταξε στην κάμαρα του παππού και της γιαγιάς, που έμοιαζαν να κοιμούνται βαθιά, και βγήκε αθόρυβα έξω. Και άρχισε να τρέχει.
Όλο έτρεχε, και έτρεχε, και έτρεχε η Ελπίδα, χωρίς σταματημό. Έπρεπε να πάει εκεί που της είπε η άνοιξη, έπρεπε να προσφέρει το μικρό της, μα υπερπολύτιμο δώρο, θυσία στο βωμό της αιώνιας ομορφιάς. Πού και πού ένιωθε την ανάσα της να κόβεται, τα πόδια της να κουράζονται, μα δεν το έβαζε κάτω. Είχε μια αποστολή αυτή. Ήταν η Ελπίδα κι έπρεπε να φέρει στον κόσμο ελπίδα. Αν δεν τα κατάφερνε ποιος ξέρει πότε θα δινόταν και πάλι σε κάποιον η ευκαιρία να το κάνει αυτό; Όχι, έπρεπε να τα καταφέρει. Το χρωστούσε στη γιαγιά και στον παππού, το χρωστούσε στην άνοιξη.
Ο ίδιος νωχελικός ήλιος, ο μόνιμος σωτήρας και δυνάστης της κάθε μέρας, είχε αρχίσει σιγά-σιγά να ξεπροβάλλει πάνω απ’ το βουνό, όταν ξέπνοη σχεδόν έφτασε στη μαγική πηγή, την οποία της είχε υποδείξει η μεγάλη κυρά. Σωριάστηκε στο χώμα δίπλα της, έβγαλε απ’ την τσέπη το κουτάκι που είχε πάρει απ’ το σπίτι, και από κει μέσα, το σταυρουδάκι που της χάρισε όταν ήταν πολύ μικρή η γιαγιά: το πιο πολύτιμο απόκτημά της.
Το βούτηξε τρεις φορές στο γλυφό νερό και το έβγαλε ξανά επαναλαμβάνοντας αυτά τα λόγια: «Για σένα Χριστούλη μου, για τον Επιτάφιό σου. Για σένα κυρά άνοιξη, για τη ζωή που μας χαρίζεις». Στο τέλος το άφησε να γλιστρήσει απ’ τα χέρια της και να χαθεί στα βάθη της μικρής πηγής. Λίγο λυπήθηκε που το έχασε, αλλά πιο πολύ χάρηκε, αφού κράτησε την υπόσχεσή της. Και αν και είχε πολλή δουλειά ακόμη μπροστά της, ήταν σίγουρη ότι τώρα πια όλα θα πήγαιναν μια χαρά.
Σηκώθηκε από χάμω και δίχως να σταματήσει στιγμή για να καθαρίσει τις ακαθαρσίες απ’ τα ρούχα της, άρχισε να τρέχει. Έτρεχε σαν τρελή, σαν κυνηγημένη, ακόμη πιο γρήγορα κι από πριν, αφού ο χρόνος γοργοκυλούσε, κι αυτή είχε να κάνει κάτι ακόμη προτού ο κόσμος ξυπνήσει.
Μπήκε φουριόζα στο σπίτι, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά για το δωμάτιό της και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Τα δάχτυλά της άρχισαν να χορεύουν στα πλήκτρα. Έμπαινε σε όλες τις σελίδες στο ίντερνετ, όπου προλάβαινε, όπου μπορούσε και μετέφερε τα χαρμόσυνα νέα: «Η άνοιξη σήμερα επιστρέφει», έγραφε, «μαζί και οι άλλες εποχές. Αν δεν σταματήσουμε να κάνουμε ξανά τα ίδια και τα ίδια, να καταστρέφουμε τη φύση, θα φύγουν και πάλι, μα αυτή τη φορά για τα καλά».
Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν μηνύματα από παντού. Πλημμύρισε ο ιστός. Άλλοι την κορόιδευαν, ενώ άλλοι, πιο αισιόδοξοι, και με μεγαλύτερη καρδιά την πίστευαν κι αναμετέδιδαν αυτά που έγραφε.
Μέχρι που να φτάσει το μεσημέρι όλος ο κόσμος πια μιλούσε για το παράξενο εκείνο μήνυμα που τάραξε τα νερά της αιώνιας απάθειας των ανθρώπων, χαρίζοντας αλλού εκνευρισμό κι αλλού ελπίδα. Μέχρι που να φτάσει το μεσημέρι, ο μόνιμα γκρίζος ουρανός άρχισε να πλημμυρίζει με σύννεφα και η σχεδόν παντοτινά ψηλή θερμοκρασία να πέφτει. Ο ήλιος κρύφτηκε. Τους ουρανούς άρχισαν να ξεσκίζουν οι αστραπές και να δονούν οι βροντές. Και λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε να βρέχει.
Ήταν μια βροχή απαλή, σαν τραγούδι. Για δυο ώρες έπεφτε και δρόσιζε τη γη, άνοιγε τους πόρους της, την αναζωογονούσε. Και σαν σταμάτησε, όταν διαλύθηκαν τα σύννεφα, οι άνθρωποι είδαν για πρώτη φορά, μετά από χρόνια πολλά, να ξεπροβάλλει από πίσω τους το γαλάζιο τ’ ουρανού, ενώ ένιωσαν σχεδόν τη φύση να ανασταίνεται κάτω από τα πόδια τους, ν’ αποκτάει και πάλι ζωή. Πρώτα είδαν το χορτάρι, πράσινο σαν όνειρο, να κάνει την εμφάνισή του στους αγρούς, κι ύστερα είδαν τα φύλλα να ξεγλιστρούν λες μες απ’ τους κορμούς και να στολίζουν τα δέντρα. Τελευταία έκαναν την εμφάνισή τους τα λουλούδια, που κρυμμένα καθώς ήταν για τόσο καιρό μέσα σε κάποια σπόρια, έμοιαζαν να περιμένουν πώς και πώς τη στιγμή να ανθίσουν. Σαν τραγούδι έμοιαζε όλη η πλάση.
Εκείνη η νύχτα, της Μεγάλης Πέμπτης, η κανονικά τόσο λυπημένη, ήταν η πιο ευτυχισμένη στη μικρή ζωή της Ελπίδας, αλλά και όλων των ανθρώπων. Και το επόμενο πρωί, της Μεγάλης Παρασκευής, ήταν απλά μαγικό. Όλοι ξεχυθήκαν στα χωράφια για να μαζέψουν λουλούδια κάθε λογής και κορίτσια όμορφα σαν την άνοιξη, βάλθηκαν να στολίσουν με δάχτυλα επιδέξια και χαρά μεγάλη τους Επιτάφιους σε όλη τη γη.
Το ευλογημένο έτος 2040, η Ανάσταση ήρθε πρόωρα, για ν’ αλλάξει τις ζωές όλων των ανθρώπων, για να τους θυμίσει τις αξίες τους, για να τους προειδοποιήσει.
Η Ελπίδα δε μίλησε ποτέ σε κανένα, γι’ αυτά που προηγήθησαν της Ανάστασης. Εξάλλου αυτή δεν έκανε τίποτα. Ο Χριστούλης και η άνοιξη τα έκαναν όλα. Κάποια φορά μάλιστα που η γιαγιά τη ρώτησε τι απέγινε το σταυρουδάκι της, της είπε πως το έχασε. Κι εκείνη αντί να νευριάσει και να της βάλει τις φωνές, απλά χαμογέλασε. Λέτε να ήξερε; Ήξερε δεν ήξερε, δεν έχει σημασία. Φτάνει που επέστρεψε η άνοιξη, και που με την άφιξή της οι άνθρωποι άρχισαν και πάλι να εκτιμούν της καλής καρδιάς τα δώρα.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ...