Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Στα βιβλιοπωλεία η "Αγγελική"

Από αυτή την εβδομάδα μπορείτε να βρείτε το νέο μου βιβλίο "Αγγελική, το ημερολόγιο μιας πόρνης" στα βιβλιοπωλεία. Ακολουθεί το δελτίο τύπου:

«Σπαραχτικό και την ίδια στιγμή λυτρωτικό, κεντημένο με ψήγματα λεπτής ειρωνείας ακριβώς στα σημεία εκείνα όπου ο αναγνώστης το έχει ανάγκη, για να μπορέσει να συνεχίσει το "σκάψιμο" στα συντρίμμια μιας ζωής».



Αναστασία Καλλιοντζή

συγγραφέας


Λίγα λόγια για το βιβλίο


Ένας δρόμος-πόνος ήταν για χρόνια πολλά η ζωή της Αγγελικής. Γι’ αυτό και δεν θέλησε ποτέ μέχρι τώρα να μιλήσει στην κόρη της γι’ αυτή. Δεν ήθελε να μάθει η Ιωάννα της πόσα πέρασε, πόσο στ’ αλήθεια υπέφερε ώσπου να βρει λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσε, η κόρη της ήτανε πάντα το φως και δεν μπορούσε να της ματώσει την ψυχή λέγοντάς της τις πικρές της αλήθειες.

Ωστόσο, να που έφτασε ο καιρός ν’ ανοίξει την καρδιά της και να μιλήσει για όλ’ αυτά που την πλήγωσαν, για το φευγιό από έναν άντρα τύραννο και από μια κοινωνία καταπιεστική, για τον αγώνα της για επιβίωση και για την πτώση της στην πορνεία.

Λίγες μικρές χαρές και πολλές μεγάλες λύπες σημάδεψαν τον δρόμο της. Η κόρη της την έσωσε από τον ολοκληρωτικό χαμό και κάποιοι από μηχανής θεοί τη βοήθησαν να βρει και πάλι τη χαρά της ζωής.

Αυτή είναι η ιστορία της πόρνης, της Αγγελικής, μιας αγίας εν αναμονή.


Έγραψαν για το βιβλίο


«Έχω διαβάσει όλα σχεδόν τα βιβλία του Λάκη Φουρουκλά και ποτέ δεν έπαψε να με συναρπάζει η σαφής, εναργής και φιλοσοφημένη γραφή του και ο έντεχνος λόγος του. Γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας εισχωρεί βαθιά στην ψυχολογία των ηρώων του και βγάζει με πολλή μαεστρία τα εσώψυχά τους στο φως της μέρας, οδηγώντας τον αναγνώστη σε ταύτιση και ενδοσκόπηση».


Όμηρος Αβραμίδης, συγγραφέας


«Ο τρόπος που γράφει ο Φουρουκλάς είναι περίτεχνος. Δεν περιορίζεται στην επιφάνεια, αλλά βουτάει στον βυθό.

Δεν κάνει διαρκώς βουτιές στον βυθό, αλλά τις ντύνει με πρωταγωνιστικούς ρόλους».


Αντρέας Κούνιος.


Εφημερίδα «Αλήθεια» - Κύπρος


Τίτλος:

ΑΓΓΕΛΙΚΗ

το ημερολόγιο μιας πόρνης



Συγγραφέας:

ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ



Είδος: μυθιστόρημα

Σελίδες: 192

Σχήμα: 14 Χ 21

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία

ISBN 978-960-98547-2-6

Τιμή: 13 ,00 €


Ο Λάκης Φουρουκλάς γεννήθηκε στη Ζιμπάμπουε το 1970 από Κύπριους γονείς. Μεγάλωσε στην Κύπρο. Έζησε στην Αθήνα για μερικά χρόνια και τώρα μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην αγροτική Κύπρο και την Τσιανγκ Μάι της Ταϊλάνδης.

Δούλεψε σε διάφορες εφημερίδες και ραδιοσταθμούς στο νησί.

Έχει εκδώσει τρία βιβλία στην Κύπρο και δύο στην Ελλάδα. Από τις εκδόσεις Γη στη Λευκωσία κυκλοφόρησαν οι συλλογές διηγημάτων «Αιώνια Αγαπημένη» και «Γαλανή & Λεύκιος», καθώς και η νουβέλα «Το λάθος πάθος». Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το μυθιστόρημα «Μίρα, το λουλούδι του πολέμου» κι από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική οι «Γυναίκες της Συγνώμης».

Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Να ένα μήλο και Ρωγμές, στην Ελλάδα, και στο περιοδικό Εξάγγελος, στην Κύπρο, καθώς και σε διάφορες λογοτεχνικές ιστοσελίδες όπως οι: www.anemolologio.gr, www.flytoistros.com, www.refene.com, www.peri-grafis.com, www.elogos.gr και άλλες.

Διατηρεί προσωπικό μπλογκ στη διεύθυνση: http://lakisf.blogspot.com. Δικό του είναι και το αγγλόφωνο http://lakisf2.blogspot.com. Επίσης έχει ένα μπλογκ με φωτογραφίες από τα ταξίδια του, που μπορείτε να βρείτε εδώ: http://adais.blogspot.com, καθώς και ένα με βιβλιοπαρουσιάσεις http://lakisf3.blogspot.com

Φωτογραφίες του δημοσιεύθηκαν σε εκπαιδευτικά βιβλία και ταξιδιωτικούς οδηγούς του εξωτερικού.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας

Με λένε Σάντρα και είμαι τυφλή. Δεν ήμουνα πάντα, αλλά τώρα είμαι. Εδώ και δέκα χρόνια. Από τα δύο μου δηλαδή. Είμαι τυφλή, αλλά όχι δυστυχισμένη, αφού έχω τη μάνα μου που πάντα στέκεται δίπλα μου και με ενθαρρύνει, τον μπαμπά που όλο δουλεύει από δω κι από κει και σπάνια μένει στο σπίτι, και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου που είναι μεγαλύτερα από μένα και βλέπουν. Τι ακριβώς βλέπουν; Δεν ξέρω. Υποθέτω αυτά που μου περιγράφει από τότε που έχασα το φως μου η μαμά. Δηλαδή το νερό, τα σπίτια, τον ουρανό, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους.
Ό,τι όμως δεν μπορώ να δω το ζωγραφίζω μέσα μου. Το ξέρω ότι οι περισσότερες από τις ζωγραφιές μου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά δε με νοιάζει, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τις βλέπει. Εξάλλου, όπως λέει κι ο μπαμπάς, όλη η ομορφιά του κόσμου κρύβεται στην ψυχή μου και να υμνώ τον Κύριο γι’ αυτό. Ναι, τον υμνώ, παρά το κακό που με βρήκε. «Ευλογία είναι, κόρη μου, αυτό που σου συνέβηκε», επιμένει η μαμά, «ευλογία, αφού δεν μπορείς πια να δεις την ασχήμια αυτού του κόσμου». Κι όμως εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά να, οι άνθρωποι τον χαλάνε, και τον κάνουν να μοιάζει πολύ λυπημένος.
Ακόμη και η μαμά λυπημένη είναι, κι ας μην το λέει. Από τότε που ήρθε εκείνος ο τυφώνας, η Κατρίνα, και βύθισε το σπίτι μας -ή ίσως και να το παρέσυρε, δεν ξέρω- έχει αλλάξει η φωνή της, έχει γίνει πιο σιγανή, πιο αδύναμη. Ωστόσο, «φανήκαμε τυχεροί», υποστηρίζει, «αφού τουλάχιστον εμείς σωθήκαμε». Ναι, τυχεροί, και γι’ αυτό υμνούμε τον Κύριο αλλά, όπως και να το κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι πια η ίδια. Φτωχοί ήμασταν πριν, φτωχοί είμαστε και τώρα, αλλά τουλάχιστον πριν είχαμε το σπίτι μας, ενώ τώρα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα – πέρα από ο ένας τον άλλο δηλαδή.
Κάθε τόσο, καθώς τριγυρνώ με τη μαμά και τα αδέλφια μου από δω κι από κει, σ’ αυτό το άγνωστο μέρος που μας φιλοξενεί, κρυφακούω κουβέντες από φωνές δίχως πρόσωπο, που πιότερο μου ματώνουν την καρδιά. Όλοι μιλάνε γι’ αυτά που έχασαν, γι’ αυτούς που πέθαναν, για την προηγούμενή τους ζωή και προβλέπουν μεγαλύτερα δεινά για το μέλλον. «Μην ακούς τις Κασσάνδρες», μου ψιθύρισε κάποια φορά ο μεγαλύτερός μου αδελφός, κι εγώ αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν σ’ ετούτο τον τόπο να έχουν όλοι, άντρες και γυναίκες, το ίδιο όνομα. Τον ρώτησα λοιπόν και άρχισε να γελά και δεν σταμάτησε μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι – αν μπορεί να αποκαλέσει δηλαδή κανείς σπίτι ετούτη τη μικρή κάμαρα όπου μας έχουν στοιβάξει όλους.
Ώρες-ώρες νιώθω να πνίγομαι, νιώθω κάτι να μου λείπει, εκτός από την όρασή μου φυσικά, αλλά δεν ξέρω τι. Και τότε, αν δεν έχω καμία άλλη επιλογή, αρχίζω να γράφω μέσα μου στίχους και να τους ψιθυρίζω σαν τραγούδια.
Πολύ λυπημένα είναι τα τραγούδια μου. Μιλάνε για μια ομορφιά που χάθηκε χωρίς ποτέ ν’ αντικρίσω, για την πόλη μου που βούλιαξε κάτω από τα νερά του ωκεανού, για τις ψυχές που σβήσανε.
Κάποια φορά, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, πήρα να τραγουδώ με δυνατή φωνή, ένα κομμάτι που έμοιαζε με γκόσπελ, και σαν το τέλειωσα, άκουσα μια γυναίκα να μου λέει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό ότι πολύ την συγκίνησα. Κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα από πριν ότι ήταν εκεί και όταν το έμαθα δεν ήξερα που ακριβώς ήταν. Έτσι ακολούθησα τους λυγμούς της. Πήγα και στάθηκα λοιπόν μπροστά της και την παρακάλεσα να σταματήσει να κλαίει, της είπα να υμνεί τον Κύριο, και όλα θα πάνε καλά. «Είσαι ένας άγγελος», μου αποκρίθηκε. «Το ξέρεις;» «Πώς είναι οι άγγελοι;» τη ρώτησα και άκουσα ένα γελάκι να ξεφεύγει απ’ τα χείλη της, κι αμέσως μετά ένα επιφώνημα, έκπληξης ίσως. Ή ξέχασε ή δεν ήξερε ότι ήμουν τυφλή. Μετά από μια στιγμή, που μου φάνηκε πώς κράτησε πολύ, μου είπε: «Όμορφοι είναι, σαν και σένα. Και τραγουδάνε όμορφα, ακριβώς όπως κι εσύ. Αλλά όχι τόσο μελαγχολικά. Ωστόσο…» Σώπασε. Άφησε την πρότασή της στη μέση. Ωστόσο, «αυτοί δεν τραβούν τα ζόρια που τραβάμε εμείς», είμαι σίγουρη ότι αυτό θα μου έλεγε. Την άκουσα να σηκώνεται από εκεί που καθόταν, κάπου στο κοινόβιό μας σαλόνι, και την ένιωσα να με αγκαλιάζει. «Συνέχισε να τραγουδάς μικρή», μου ψιθύρισε, «είναι μεγάλο το χάρισμα που έχεις». Αλήθεια; Ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα, παρέμεινα μονάχα σιωπηλή κι απορημένη. Ήταν όντως ωραία η φωνή μου, όμορφο το λυπημένο μου τραγούδι; Με απελευθέρωσε από τη μεγάλη αγκαλιά της και άκουσα τα βήματά της να κατευθύνονται βαριά προς την πόρτα. Κάθισα επιτόπου, στο πάτωμα, και βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Το ίδιο βράδυ, καθώς τρώγαμε το λιτό μας δείπνο, περιέγραψα στους δικούς μου το πιο πάνω περιστατικό, και με κάποια έκπληξη άκουσα τον συνήθως αμίλητο μπαμπά μου να με παροτρύνει: «Άντε λοιπόν τραγούδα, να σε ακούσουμε κι εμείς». Υπάκουσα. Τους είπα το λυπημένο μου τραγούδι, και μετά, αφού μου ζήτησαν κι άλλο, συνέχισα να τους τραγουδώ. Όλοι οι στίχοι που έγραφα μέσα μου, έμοιαζαν μεμιάς να παίρνουν ζωή, να αποκτούν υφή και μια αλλιώτικη ουσία. Όσο πιο πολύ τραγουδούσα, όσο μεγάλωνε το πάθος και δυνάμωνε η φωνή μου, τόσο περισσότερο ένιωθα ν’ απλώνεται γύρω μου η σιγή, αλλά και κάτι να αλλάζει στην ατμόσφαιρα, που σιγά-σιγά γινόταν πιο ζεστή, σαν μια μεγάλη αγκαλιά και μια ανάσα. Σαν πέρασε η ώρα και κουράστηκα σταμάτησα και τους ρώτησα πως τους φανήκαν τα τραγούδια μου. Στην αρχή μου απάντησε η σιωπή κι αμέσως μετά ένιωσα πολλά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου, να με τρυπάνε λες με την επιμονή τους, προτού χέρια γνωστά και άγνωστα αρχίσουν να με χειροκροτούν. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί, παρασυρμένο απ’ τη φωνή μου.
Από τότε η τύχη μας άλλαξε, ή μάλλον η δική μου τύχη, αφού απέκτησα επιτέλους ένα σκοπό στη ζωή, μια και μπορούσα πια να προσφέρω στους άλλους κάτι. Ναι, τώρα το νιώθω επιτέλους κι εγώ και, υμνώντας τον Κύριο, μπορώ να το πω, ότι είμαι στ’ αλήθεια ευλογημένη. Η φωνή μου είναι η ευλογία μου, τα τραγούδια που γράφω μέσα μου και ποτέ δεν ξεχνώ η περιουσία μου, η παρηγοριά που χαρίζουν στους άλλους της φτωχής μου ζωής η δικαίωση.
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα εκείνη, που το φως μου πήρε να τρεμοσβήνει, τότε που άρχισε στης μικρής μου ψυχής το τετράδιο να γράφεται, το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας.
«Τραγούδα, κόρη μου», μού λέει η μαμά. «Τραγούδα να κάνεις πιο όμορφο τον κόσμο!»

Πρώτη γραφή

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Αγγελική. Το ημερολόγιο μιας πόρνης

Ιωάννα,

Καλό μου παιδί, Ιωάννα μου! Να, που σου κάνω ένα δώρο -αν κι εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο- το δώρο που πάντα ζητούσες, την ιστορία της ζωής μου! Συγχώρεσέ με, ψυχή μου, που διάλεξα αυτόν τον ιδιόρρυθμο τρόπο για να στην πω, όμως αλλιώς δε γινόταν. Δε θα μπορούσα να τη διηγηθώ διαφορετικά. Δε θα είχα τα λόγια. Δε θα είχα τον τρόπο. Ελπίζω να με καταλάβεις. Ή μάλλον, ξέρω ότι θα με καταλάβεις, κι απλά ελπίζω να μη σε πληγώσω, γιατί δε σου πρέπει. Όχι, δε σου πρέπει, καρδούλα μου. Εσένα σου πρέπουνε μόνο το χαμόγελο και η χαρά, η ευτυχία.
Ένας δρόμος πόνος ήταν η ζωή η δικιά μου για χρόνια πολλά, Ιωάννα, ένας δρόμος πόνος. Γι’ αυτό και δε θέλησα ποτέ πριν να σου μιλήσω γι’ αυτή. Δεν ήθελα να μάθεις τι πέρασα, πόσα πέρασα, πόσο υπέφερα, ώσπου να βρω λίγη χαρά που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν ήθελα να έχεις ιδέα καμιά για το φαρμάκι της ζήσης μου -όχι ακόμη. Και χαίρομαι στ’ αλήθεια πολύ που εσύ δε θα περάσεις ποτέ απ’ τα μονοπάτια που περπάτησα, που ποτέ δε θα ζήσεις το δράμα το δικό μου. Μέσα στο σκοτάδι όπου ζούσα, πάντα ήσουνα το φως. να το ξέρεις αυτό, καλή μου.
Τώρα, καθώς τα χρόνια πέρασαν, καθώς οι πληγές λίγο πολύ επουλώθηκαν, καθώς οι μνήμες πήραν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, τώρα νιώθω πως όλα έγιναν όπως ακριβώς έπρεπε να γίνουν. Και δε μετανιώνω για τίποτα, για τίποτα απ’ αυτά που έκανα. Και δε διαγράφω τίποτα, τίποτα απ’ αυτά που έπαθα, καθώς έμαθα. Έμαθα τα μαθήματά μου. Έμαθα να εκτιμώ το καθετί σαν κάτι το μοναδικό, σα μια ξεχωριστή πράξη, σα μια ιδιαίτερη στιγμή, σα μια ακόμα σημαντική ψηφίδα στο πολύχρωμο μωσαϊκό της ύπαρξής μου.
Αλλά, ας αφήσω τις φιλοσοφίες, κι ας σου μιλήσω απλά, όπως μου έρχεται, απ’ την καρδιά μου. Ας μιλήσω για να σου πω πως σ’ αγαπώ απέραντα, απεριόριστα, σαν τη ζωή μου την ίδια, για να σου πω πως είσαι η ζωή μου η ίδια και πως είμαι περήφανη για σένα πιο πολύ απ’ ό,τι τα λόγια τα φτωχά θα μπορούσαν ποτέ να περιγράψουν. Είμαι περήφανη για την ψυχή σου και την καλοσύνη της. Εσύ είσαι το καλύτερό μου «έργο», το μεγάλο «κόλπο» μου. ένα ηχηρό χαστούκι στα πρόσωπα των ψεύτικων θεών των μεγάλων, στους οποίους θέλω να πω, να βροντοφωνάξω: «Να, φάτε στη μούρη ετούτη την όμορφη, την κόρη μου, εσείς όλοι οι τρανοί και μεγάλοι, που για χρόνια ολόκληρα μου κάνατε τη ζωή ποδήλατο. Φάτε τη στη μούρη, αφού η αφεντιά σας ποτέ της δε θα κατάφερνε να δημιουργήσει κάτι τόσο όμορφο και τόσο καλό όσο αυτό το κορίτσι, δε θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο θαύμα!»
Ναι, ναι, ξέρω τι σκέφτεσαι: τα παραλέω. Τα παραλέω όντως, αλλά τα εννοώ. Την κάθε λέξη, την κάθε υπερβολή! Γι’ αυτό, σε παρακαλώ πολύ, μην αφήσεις ποτέ κάποιον να σε μειώσει, να σε κάνει να νιώσεις λιγότερο ξεχωριστή απ’ ό,τι είσαι.
Με μια συμβουλή θα κλείσω αυτό το γράμμα, ψυχή μου, με μια συμβουλή που αν τηρήσεις, που αν ακολουθήσεις πιστά, δύσκολα θα πληγωθείς, θα είσαι πάντα λίγο ή πολύ προστατευμένη απ’ τα δεινά αυτού του κόσμου: να προσέχεις απ’ τους καλούς ανθρώπους, Ιωάννα μου, απ’ αυτούς να προσέχεις. Αυτοί μπορούν να σε πληγώσουν ξαφνικά και δίχως λόγο, να σε στήσουν απροσδόκητα στον τοίχο. Ενώ οι άλλοι, οι κακοί, οι άτιμοι, είναι πιο τίμιοι -πιο τίμιοι με τους εαυτούς τους και με τους άλλους- αφού από δαύτους ξέρεις τι να περιμένεις. Να φυλάγεσαι, λοιπόν, απ’ τους καλούς ανθρώπους και τις καλές τους προθέσεις.
Θα σε αφήσω τώρα, καλή μου. Θα σε αφήσω να διαβάσεις την ιστορία μου, να κάνεις μακροβούτι στο χθες μου, να μάθεις ό,τι ποτέ δε σου είπα, να με κρίνεις για ό,τι ποτέ δεν έμαθες. Ναι, να με κρίνεις αμείλικτα, αλλά να με κρίνεις μ’ αγάπη, με της καρδιάς σου όλη τη ζεστασιά.
Σ’ αγαπώ! Να προσέχεις.

Η μαμά,

Αγγελική

ΥΓ. Συγχώρεσέ με, αλλά δεν μπόρεσα να γράψω την ιστορία μου στο πρώτο πρόσωπο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι, αφού τα μυθιστορήματα, τα παραμύθια, δεν πληγώνουν τόσο πολύ, δεν αιμορραγούν όπως οι προσωπικές μαρτυρίες.

Σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Ένας άνθρωπος με αποστολή

Είμαι ένας άνθρωπος που έχει μια αποστολή στη ζωή του, ή που τουλάχιστον είχε κάποτε. Το όνομά μου είναι Απόστολος, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζαν Αποστόλη. Ο Αποστόλης με την αποστολή! Αστείο δεν ακούγεται; Ακούγεται, αλλά αστείο δεν είναι.
Τραγική είναι η ιστορία μου, αλλά και συνηθισμένη. Σίγουρα την έχετε ακούσει κι από άλλους, με διαφορετικά όμως ονόματα. Κατάγομαι από ένα χωριό της Πελοποννήσου. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα, εκεί τα έκανα όλα σκατά. Ακριβώς έτσι όπως τα λέω. Τι έκανα; Και τι δεν έκανα! Ίσως να φταίει το ότι μεγάλωσα χωρίς γονείς. Ίσως το ότι δεν μορφώθηκα πολύ. Ίσως το ότι βιάστηκα να παντρευτώ. Ίσως! Γεμάτη ίσως είναι η ζωή μου. Κι αυτά τα ίσως είναι που πιότερο τώρα με τυραννάνε.
Αλλά, ας πάρω τα πράματα από τη μέση. Δεν θα τα πάρω από την αρχή, αφού δεν με παίρνει ο χρόνος. Είμαι πενήντα χρονών και πεθαίνω. Καρκίνος. Δεν σώζομαι με τίποτα. Και δεν θέλω να σωθώ κιόλας, τη συγχώρεση, την εξιλέωση ψάχνω. Και την κόρη μου. Αυτήν που πέταξα με τις κλωτσιές έξω απ’ το σπίτι πριν δέκα χρόνια. Αυτήν που ήρθε εδώ, στην Αθήνα, ψάχνοντας μια καλύτερη ζωή. Ψάχνοντας ζωή. «Θα πάω στην Αθήνα να ζήσω τη ζωή μου», είπε στη μάνα της προτού εξαφανιστεί. Στη μακαρίτισσα τη μάνα της. Ναι, μου πέθανε. Πέθανε έτσι στα ξαφνικά. Πήγε και μού πνίγηκε. Αυτοκτόνησε. Και άφησε πίσω της ένα σημείωμα και μια παραγγελιά: να βρω την Σωτηρία – αυτό είναι το όνομα της κόρης.
Εδώ και δυο χρόνια τις ψάχνω: τη σωτηρία και τη Σωτηρία. Τη σωτηρία της ψυχής μου, κι αυτήν της ζωής μου. Θέλω να σταθώ έστω και τώρα, στο τέλος, στο πλευρό της, να γίνω ο πατέρας που ποτέ δεν ήμουνα για κείνη, ένας πατέρας καλός, γεμάτος κατανόηση κι αγάπη, ένας πατέρας… Θέλω; Ήθελα, ήθελα να πω. Ήθελα, αφού τώρα πια έχω χάσει κάθε ελπίδα να τη βρω, αφού και στο δρόμο να τη δω σίγουρα δε θα την αναγνωρίσω. Αλλά, ούτε κι εκείνη θ’ αναγνωρίσει εμένα, αφού έχω καταντήσει ένας κουρελής, ένα απομεινάρι του αλλοτινού μου εαυτού.
Παλιά ήμουνα… Ένα κάθαρμα ήμουνα, αυτό ακριβώς. Δουλευταράς, αλλά πότης κι άγριος, ποτέ δεν άφησα ν’ ακουστεί στο σπίτι άλλη φωνή εκτός απ’ τη δική μου. Επέστρεφα πάντα εκεί απ’ τη δουλειά γεμάτος οργή, συνοφρυωμένος, έτρωγα λίγο, ξαπόσταζα κι ύστερα έφευγα για τον καφενέ ή την ταβέρνα, όπου καθόμουνα και τα έπινα με τις ώρες, συνομιλώντας φωναχτά, κάνοντας εχθρούς, μπλέκοντας σε καυγάδες. Σε καυγάδες που ποτέ δεν μπορούσα να κερδίσω αφού είμαι μικροκαμωμένος, μια αντρική μινιατούρα που ό,τι δεν διέθετε σε μπόι και κότσια το διέθετε σε φωνή, μια φωνή που μεταμορφώνονταν σε βία όταν ήμουνα στο σπίτι με τις γυναίκες. Τις χτυπούσα, και τις δύο. Και απατούσα τη γυναίκα μου, με κάθε ευκαιρία. Οι πουτάνες ξέρανε πώς να με κουμαντάρουν, εκείνη όχι.
Τώρα, που πέρασε πια ο καιρός και με χαράκωσε ο χρόνος, τώρα, που μπορώ και τα βλέπω όλα καθαρά, έφτασα να μισώ τον εαυτό μου. Διέλυσα την οικογένειά μου. Και γιατί; Έστειλα τη γυναίκα μου στον τάφο και την κόρη μου στην εξορία. Και γιατί; Και κατόπιν εορτής μετανιώνω; Γιατί; Αφού τίποτα δεν μου λέει, τίποτα δεν εγγυάται ότι αν μου δινόταν μια καινούρια ευκαιρία στη ζωή δεν θα έκανα και πάλι τα ίδια. Έτσι γεννήθηκα, έτσι μεγάλωσα, τέτοιος είμαι: ένας άνθρωπος εντελώς αστοιχείωτος που πίστευε σαν δίκιο μόνο το δικό του, που ποτέ του δεν εκτίμησε αυτά που είχε. Μέχρι που ήταν πια απελπιστικά αργά.
Τη Σωτηρία την έδιωξα απ’ το σπίτι επειδή μ’ ατίμασε. Ακούς εκεί, μ’ ατίμασε! Νέα γυναίκα ήτανε, κοιμήθηκε με κάποιον, και τι μ’ αυτό; Ήταν λόγος αυτός για να τη διώξω; Τι υποκριτής ήμουνα, τι υποκριτής! Έκανα ό,τι έκανα κι απαιτούσα από κείνην να το παίζει μωρή παρθένα. Σιγά να μη με άκουγε. Όχι πώς της μίλησα και ποτέ κιόλας για να με ακούσει, αλλά, λέω τώρα. Σιγά! Εγώ έφταιγα για όλα. Εγώ που το μόνο που της έδωσα ποτέ ήταν φαγητό, βία κι αγωνία.
Με εξέπληξε, αυτή είναι η αλήθεια. Με εξέπληξε βαθιά, μού έριξε ένα γερό χαστούκι. Όταν της είπα να φύγει απ’ το σπίτι περίμενα να λυθεί στα κλάματα, να πέσει στα γόνατα και να μου ζητήσει συγχώρεση -λες και παίζαμε σε κάποια ταινία-, να μου πει πώς δεν θα το ξανακάνει. Αλλά, αντί αυτών, απλά μου χαμογέλασε, με τα πράσινά της μάτια τα υγρά να με κοιτούν άφοβα, σαρκαστικά, κι ύστερα πήγε κι ετοίμασε ένα σακίδιο με λίγα ρούχα, αποχαιρέτησε τη μάνα της κι έφυγε.
Για οκτώ χρόνια έβραζα στα ζουμιά μου. Για οκτώ χρόνια την καταριόμουνα και έλεγα ότι αν την έπιανα στα χέρια μου θα την έπνιγα, τη συφοριασμένη. Για οκτώ χρόνια. Μέχρι που πέθανε η Νίκη μου, κι επιτέλους άνοιξαν τα μάτια, κι επιτέλους άρχισα στ’ αλήθεια να πονώ.
Την έκλαψα πολύ τη μακαρίτισσα, αλλά σίγουρα όχι τόσο έκανα εκείνη να κλάψει, και μετά ήρθα σ’ ετούτη τη βρώμικη πόλη για να βρω την κόρη μας, για να συμφιλιωθώ μαζί της και να ζητήσω μια άφεση αμαρτιών, που έτσι κι αλλιώς δεν μου αξίζει.
Στην αρχή άρχισα να την ψάχνω μόνος ρωτώντας άγνωστους από δω κι εκεί δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, πηγαίνοντας καθημερινά στο αστυνομικό τμήμα, ξοδεύοντας νύχτες ατελείωτες τριγυρνώντας στα διάφορα στέκια, σε όσα με άφηναν να μπω μέσα δηλαδή. Σαν ένας ξένος κόσμος, ένας άλλος πλανήτης έμοιαζε στα μάτια μου η Αθήνα, με τους βιαστικούς και λες πάντα οργισμένους κατοίκους της, με το κυκλοφοριακό, με τις φωνές και το νέφος της, με τους μπρατσάδες που στέκονταν στις εισόδους διάφορων μαγαζιών απαγορεύοντάς μου την είσοδο, παρά το ό,τι προσπαθούσα να τους εξηγήσω το λόγο που ήθελα να πατήσω πόδι στο ιερό τους άβατο. Όλοι μου φάνταζαν εχθροί, κι εγώ ήμουν ο εχθρός όλων.
Αφού είδα κι απόειδα και πουθενά δε βρήκα λυτρωμό, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός αστυνομικού που έμοιαζε να καταλαβαίνει τον πόνο μου, προσέλαβα ένα ιδιωτικό ντετέκτιβ, αφού ήταν η μοναδική λύση που μου είχε απομείνει. Αλλά κι εκείνος, ύστερα από μήνες και μήνες έρευνας, ή αδράνειας -δεν ξέρω- δεν έφτασε πουθενά, και μια και ξέμεινα από λεφτά αναγκάστηκα να τον απολύσω. Την ίδια μέρα παράτησα και το φτηνό δωμάτιο όπου έμενα, κι από τότε ζω στους δρόμους. Ξέρω ότι δεν μου απομένει και πολύς χρόνος να ζήσω, έτσι δεν με νοιάζει τίποτα πια. Ή σχεδόν τίποτα. Με νοιάζει εκείνη ωστόσο, λες κι εξακολουθώ και ψάχνω τώρα πλέον από συνήθεια, για να κάνω κάτι. Για να κάνω κάτι όταν δεν ζητιανεύω.
Ναι, δύσκολη είν’ η ζωή μου, αλλά είναι κιόλας αυτή ακριβώς που μου αξίζει. Αυτή η φτώχεια, η βρωμιά, δείχνει ποιος ήμουνα, είναι σαν ένας καθρέφτης του χθες. Καθώς τριγυρνώ από γωνιά σε γωνιά, από γειτονιά σε γειτονιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσω το φαγητό μίας ακόμη ημέρας, μονολογώ συνεχώς, μιλώ με τον εαυτό μου. Τον ρωτώ ό,τι μου κατέβει στο μυαλό, κι αυτός συνήθως μου απαντά, άλλοτε όχι. Πού και πού με παίρνουν από πίσω τα σκυλιά, οι μοναδικοί μου φίλοι, και όταν μπορώ μοιράζομαι μαζί τους το φαγητό μου, τα ευχαριστώ που είναι εκεί, γίνομαι γι’ αυτά ό,τι δεν ήμουνα ποτέ για την κόρη μου. Τις νύχτες κοιμάμαι κάτω από τα παγκάκια, στις στοές και στις σκιές, συνήθως έχοντας μια μουσούδα σκύλου να μου χαρίζει ζεστασιά, να μου θυμίζει ότι είμαι άνθρωπος. Και τις μέρες, όταν δεν εκλιπαρώ συμπάθεια, σέρνω τη λεκιασμένη μου μορφή, από δω κι από κει, σταματώντας άγνωστους στο δρόμο, δείχνοντάς τους μια παλιά φωτογραφία, και λέγοντάς τους πώς είμαι ο Αποστόλης και ψάχνω τη Σωτηρία.

Πρώτη γραφή, ως συνήθως

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο ΙΙΙ

Το φθινόπωρο άρχισε όμορφα, στη χαραυγή φαινομενικά ενός καινούριου κόσμου. Το φθινόπωρο τέλειωσε άσχημα, με το θάνατό του. Όχι του κόσμου, αλλά του κόσμου μου. Ο Άντι πέθανε. Τη νύχτα κάναμε έρωτα, το πρωί ήταν νεκρός. Τον χτύπησε ένα διερχόμενο αμάξι καθώς πήγαινε προς το πανεπιστήμιο και έκοψε το νήμα της ζωής του, εκείνο που μας ένωνε, αυτό που αόρατο πια δε θα μας χώριζε ποτέ. Ήτανε hit and run, είπαν οι αστυνομικοί και μάλλον θα ήταν αδύνατο να βρούνε ποιος τον σκότωσε. Τον σκότωσε!

Κάλεσα τη Ρόντα για να της πω τα άσχημα νέα, κι εκείνη με τη σειρά της ανέλαβε να ειδοποιήσει την αδελφή του και να κανονίσει τα της κηδείας. Η Σάρα με πήρε τηλέφωνο λίγα λεπτά αργότερα κλαίγοντας με λυγμούς, μιλώντας μου με μια φωνή που μετά βίας έβγαινε απ’ τα χείλη της. Την περισσότερη ώρα την ανάσα της άκουγα, τους κόμπους στο λαιμό και το ρούφηγμα της μύτης, και με κλειστά τα μάτια προσπαθούσα να τη φανταστώ. Προσπαθούσα να φανταστώ εκείνο το όλο ζωή πλάσμα να κλαίει με λυγμούς, μα δεν μπορούσα. Το φωτεινό της βλέμμα έβλεπα, εκείνη την πλούσια σε προσωπικότητα ομορφιά που θυμόμουνα από τη φωτογραφία. Καημένο κορίτσι. Δεν μπορούσα να μπω στη θέση της. Δεν μπορούσα καν να διανοηθώ τι περνούσε. Έχασε πρώτα δυο γονείς και μετά άλλους δύο. Και τώρα τον μοναδικό αδελφό που γνώρισε, κι ας μην ήταν αίμα της. Όλη αυτή την ώρα η Μάριαν στεκόταν δίπλα μου και με κοιτούσε να σιωπώ και να χώνομαι στο μέσα μου. Δακρυσμένη ήταν κι αυτή, αλλά έκλαιγε ήσυχα, όπως ακριβώς ζούσε. Μια βαθιά προσωπική υπόθεση ήταν ο θρήνος της. Όταν τελικά οι λυγμοί της Σάρας κόπασαν, της εξήγησα το καθετί και μου είπε ότι θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. Θα ερχόταν για να παραλάβει το σώμα του αγαπημένου νεκρού και να το μεταφέρει στην αγαπημένη του γη – εκείνην που τον γέννησε, αυτήν που θα τον υποδεχόταν στα χώματά της. Μ’ αποχαιρέτισε με ένα άηχη σχεδόν ευχαριστία και έκλεισε. Παρέμεινα ακίνητη ν’ ακούω το πουθενά και το κενό που έφτανε στ’ αυτί από το ακουστικό. Ένιωσα μια ανάσα στο σβέρκο μου, ανατρίχιασα. Άντι, πήγα να πω, προτού προλάβει η Μάριαν να με αγκαλιάσει από πίσω και να γείρει το κεφάλι της στον ώμο μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα μείναμε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η όλο ζεστασιά επαφή, που έλεγε όσα έπρεπε να ειπωθούν, που γέμιζε τα κενά του θρήνου και των σκέψεών μας.
Είχε πια νυχτώσει. Καθόμασταν εκεί, στο σπίτι της Μάριαν, και περιμέναμε. Δεν ξέραμε τι, αλλά περιμέναμε. Και πίναμε. Όχι πολύ, λίγο. Πού και πού χτυπούσαν τα τηλέφωνά μας, απαντούσαμε, δίναμε εξηγήσεις, δεχόμασταν συλλυπητήρια, κλείναμε και σιωπούσαμε. Εκείνη κάθε τόσο έμοιαζε να σκέφτεται κάτι και να χαμογελά, αλλά δεν τη ρώτησα ποτέ τι. Είχε τις δικές της αναμνήσεις απ’ τον Άντι, κάποιες από τις οποίες της μάλλον της ανήκαν αποκλειστικά και δε θα μπορούσε να τις μοιραστεί με κανένα.
Θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα όταν άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπάει και πάλι.
«Είμαι εδώ», μου είπε η Σάρα, με το που απάντησα. Της έδωσα οδηγίες για να ’ρθει να μας βρει.
Άνοιξα την πόρτα σε μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα, που σε λίγα, αλλά αρκετά, θύμιζε το κορίτσι της φωτογραφίας. Τα μάτια της ήταν υγρά και φωτεινά, οι τρόποι της αμήχανοι. Την αγκάλιασα αμίλητη, και σε λίγο την οδήγησα μέσα. Πήγε και κάθισε δίπλα στην Μάριαν στον καναπέ, κοιτώντας ανήσυχα τριγύρω, χωρίς να βλέπει τίποτα. Κι ύστερα, απλά έγειρε, ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια της φίλης μου και άρχισε να κλαίει.
Με δάκρυα και σιωπές, με λίγα λόγια και εξηγήσεις ασήμαντες, κύλησαν οι ώρες, και ήρθε το πρωί. Καμιά μας δεν είχε κλείσει μάτι. Ένα κόκκινο χάραμα ήρθε για να μας δείξει το δρόμο για την επόμενη μέρα, αυτόν της απώλειας.
Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, κι η Σάρα, σαν η μοναδική συγγενής του Άντι που ήταν, υπέγραψε χαρτιά, ζήτησε διευκρινήσεις, έκανε και πήρε τηλεφωνήματα, κανόνισε τα πάντα, έχοντάς μας κάθε στιγμή στο πλευρό της. Θα παραλάμβανε το πτώμα στο τέλος της μέρας και την επομένη θα ξεκινούσαμε το μακρινό ταξίδι για την πόλη τους. Εκείνη κι… εκείνος θα ταξίδευαν αεροπορικώς αφού ουσιαστικά, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, δεν υπήρχε κι άλλη επιλογή. Εγώ με τη Μάριαν θα πηγαίναμε με τ’ αμάξι του Άντι, ενώ κάποιοι από τους φίλους και τους μαθητές μας θα νοίκιαζαν ένα μικρό λεωφορείο και θα μας ακολουθούσαν.
Πυρετικά πέρασε η μέρα. Και όσο περνούσε, τόσο και πιο πολύ συμπαθούσα τη Σάρα. Παρά το ότι δεν ήταν στ’ αλήθεια αδελφή του Άντι έμοιαζε να είναι φτιαγμένη απ’ τα ίδια μ’ εκείνον υλικά: αποφασιστικότητα, καλοσύνη, πείσμα, ανοχή, αντοχή. Οι γονείς τους, εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι που ποτέ δε γνώρισα, έκαναν καλή δουλειά με τα παιδιά τους, πολύ καλύτερη απ’ αυτήν που έκαναν οι δικοί μου μ’ εμένα. Την κοιτούσα με θαυμασμό καθώς περιφερόταν από τόπο σε τόπο, καθώς δίχως υστερίες, εκνευρισμούς και παράπονα διευθετούσε το ένα θέμα που προέκυπτε μετά το άλλο, καθώς είχε μια ευχαριστία κι ένα ευγενικό λόγο να προσφέρει στον καθένα. Κι αυτά στην πιο δύσκολη ώρα της.
Λίγο μετά το μεσημέρι, κι αφού μας το ζήτησε η ίδια, την οδηγήσαμε στο σχολείο μας. Έλαμψε το βλέμμα της με το που πάτησε το πόδι της εκεί και την είδαμε για πρώτη φορά πλατιά κι αληθινά να χαμογελά. Τέτοια ώρα δεν υπήρχε κανείς στο χώρο, αλλά αυτό δεν της στέρησε κάτι απ’ τη χαρά που ένιωσε.
«Αχ, Άντι!» είπε στον κανένα και κάθισε κατάχαμα στην αίθουσα της ζωγραφικής. Και καθίσαμε δίπλα της, προσπαθώντας μάταια να διαβάσουμε τις σκέψεις της. Τα μάτια της άλλαζαν συνεχώς. Πότε φωτίζονταν, πότε σκιάζονταν, ερωτήματα και απορίες γεννιόνταν μέσα τους και πεθαίνανε δίχως να εκφραστούν. Και διλήμματα. Ναι, διλήμματα. Κατάλαβα. Το ίδιο κι η Μάριαν. Και μίλησε πρώτη, αφού εγώ ακόμη ένιωθα κάπως άβολα απέναντί της.
«Αν θελήσεις ποτέ να έρθεις εδώ για δουλειά είσαι περισσότερο από ευπρόσδεκτη. Αν ανήκει σε κάποιον αυτό το σχολείο είναι στον Άντι. Εμείς απλά τον βοηθήσαμε!»
Το βλέμμα της πρώτα χαράκωσε η απορία προτού το καταλάβει μια απόκοσμη σχεδόν λάμψη. Έμοιαζε να ξεχειλίζει από χρώματα και μουσικές, από μια υπόσχεση για το μέλλον.
«Σας ευχαριστώ», ψιθύρισε, κοιτώντας μας μ’ ευγνωμοσύνη. «Σας ευχαριστώ, θα ήθελα πολύ να το κάνω αυτό. Θα το ήθελε κι εκείνος. Αλλά…». Αλλά; «…Δε θα ήθελα να είμαι μες στα πόδια σας. Δεν έχω το δικαίωμα…»
«Ο Άντι…» αρκέστηκα να πω εγώ.
«Ο Άντι!» αποκρίθηκε κι εκείνη και πλέον κάθε εξήγηση ήταν περιττή. Ναι, θα ερχόταν. Έτσι κι αλλιώς με τις σπουδές της είχε σχεδόν τελειώσει και τις λιγοστές εξετάσεις που της έμειναν θα μπορούσε να της δώσει με την πρώτη ευκαιρία. Εξάλλου το ήθελε πολύ, από πάντα ονειρευόταν ν’ ακολουθήσει τ’ αχνάρια του αδελφού της. Θα έκανε λοιπόν μια νέα αρχή. Το μόνο που τότε δε γνώριζα ότι η νέα αρχή της, θα ήταν η αρχή του τέλους για μένα. Η μοίρα, όχι και πολύ σύντομα, αλλά όχι και αμετάκλητα αργά, θα άλλαζε και πάλι στη ζωή μου πορεία.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

...Και άσπιλη

Παντρεύτηκα τον πατέρα μου! Ναι, καλά, όχι ακριβώς αυτόν, αλλά κάποιον που του μοιάζει. Τ’ όνομά μου είναι Αγνή και κάθε άλλο παρά άσπιλη είμαι.
Γεννήθηκα πριν σαράντα χρόνια σ’ ένα χωριό όχι πολύ μακριά από τη Λευκωσία και είμαι μοναχοκόρη. Η οικογένειά μας είναι σχετικά εύπορη. Ή μάλλον ήταν. Ήταν, αφού δεν ανήκω πια σ’ αυτή την οικογένεια, έχω φτιάξει τη δική μου.
Από μικρή, θυμάμαι, το όνειρό μου ήταν να μεγαλώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ και να φύγω για την πόλη, αφού δεν άντεχα τη ζωή στο χωριό, την απομόνωση και την κλεισούρα του σπιτιού, αλλά και γιατί ζήλευα τις συγχωριανές μου που μετακόμισαν οικογενειακώς στη Λευκωσία, κι έρχονταν πίσω μονάχα στις διακοπές, για να μας πουν πόσο καλά περνάνε. Εκείνες τα είχαν όλα: εύκολες μετακινήσεις, φίλους, κάποιου είδους ελευθερία. Όχι πως η ζωή μου ήτανε και τόσο μαύρη στην τελική, αλλά να, δεν είχε και χρώματα.
Εκείνο όμως -τώρα πια μπορώ και το ομολογώ- που πιότερο με χαλούσε, ήταν η τυραννία στο σπίτι. Οι φωνές και οι καυγάδες ανάμεσα στους γονιούς μου, οι απειλές, η έλλειψη γαλήνης. Όταν ήμουνα εκεί δεν μπορούσα να χαμογελάσω, αφού ο φόβος ήταν εκείνος που όριζε την καθημερινότητά μου. Ο φόβος για το τι θα μου έφερνε η επόμενη μέρα. Φοβόμουνα την οργή της μάνας, που ξεσπούσε πάνω μου, αφού δεν μπορούσε να την εκτονώσει αλλού, και τα οργισμένα βλέμματα του πατέρα μου, τα οποία πού και πού άλλαζαν μορφή και γίνονταν τρυφερά – και τότε ακριβώς ήτανε που με τρόμαζαν πιο πολύ.
Προσπαθούσα να μένω όσο λιγότερο γινότανε στο σπίτι, κι έτσι άρπαζα κάθε ευκαιρία που μου δινόταν για να ξεφύγω για λίγο. Πήγαινα στο φτωχικό της γιαγιάς, που πιότερο θύμιζε καλύβα, και τη βοηθούσα με τις δουλειές της, παρακολουθούσα δυο φορές την εβδομάδα την κατήχηση και δεν έχανα λειτουργία για λειτουργία στη μικρή εκκλησία του χωριού, αφού εκεί ένιωθα ασφαλής.
Προτού κλείσω καν τα δέκα μου χρόνια ένιωθα σαν νεκρή. Μια νεκρή που περίμενε με αγωνία την ανάστασή της, που θα αργούσε πολύ ακόμη να φανεί.
Την πρώτη φορά που με άγγιξε άπρεπα ο πατέρας μου, ένιωσα ωραία, αφού δεν ήξερα τι έκανε. Ήτανε μαζί μου τρυφερός κι εγώ απολάμβανα όσο μπορούσα εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν έκανε και κάτι το τραγικό. Με αγκάλιασε απλά από πίσω, από τη μέση, ξαφνιάζοντάς με, καθώς συγύριζα το δωμάτιό μου, και με φίλησε στο σβέρκο. Η μάνα μου έλειπε εκείνη τη στιγμή απ’ το σπίτι, κι εκείνος έδειχνε παράδοξα ήρεμος, με μια φλόγα να του φωτίζει το βλέμμα, κάτι που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Δεν είπα τίποτα. Δεν αντέδρασα καθόλου. Χάρηκα απλά τη στιγμή.
Τη δεύτερη φορά ωστόσο τα γεγονότα πήραν μια τροπή που δεν περίμενα. Ήτανε μια κρύα μέρα του χειμώνα, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και ήμασταν και πάλι μόνοι στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάει επίσκεψη στη γιαγιά ή σε κάποια συγχωριανή, δε θυμάμαι, κι εμείς καθόμασταν αμίλητοι στο σαλόνι, μπροστά από το τζάκι. Εγώ ήμουνα στο χαλί, κι εκείνος στον καναπέ. Καθώς κοιτούσα τις φλόγες κι ονειροπολούσα, τον ένιωσα ξάφνου δίπλα μου. Τρόμαξα στην αρχή, αλλά όταν τον είδα να χαμογελά ηρέμησα. Μα μετά, με άγγιξε. Άγγιξε πρώτα το μανίκι μου, ύστερα τα μαλλιά και τα μάγουλά μου. Τώρα, όπως κλείνω τα μάτια, κι αναπλάθω μέσα μου τη σκηνή, ανατριχιάζω. Με μετρούσε. Μετρούσε τις αντιδράσεις μου, τις αντιστάσεις μου. Το μόνο που δεν ήξερα πώς να αντιδράσω και σε τι να αντισταθώ. Καημένο παιδί. Μού είπε να βγάλω τα ρούχα μου κι εγώ άρχισα να γελώ. Νόμιζα ότι αστειευόταν. Αλλά όχι. Ήταν σοβαρός και τα μάτια μου έκαιγαν. Έμοιαζα να μικραίνω κάτω από το βλέμμα του και να χάνομαι. Υπάκουσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το έκανα. Ύστερα όμως… Ύστερα, σαν έμεινα γυμνή, τρόμαξα. Άρπαξα λοιπόν τα ρούχα απ’ το πάτωμα κι έτρεξα, ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, στο δωμάτιό μου. Κι εκείνος, μ’ ακολούθησε. Κι εκείνος, με οδήγησε στο κρεβάτι. Κι εκείνος, όταν προσπάθησα ν’ αντισταθώ με χτύπησε άγρια, καταπνίγοντας με το ένα του χέρι τις κραυγές μου. Τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου με βία. Τον ένιωσα. Και ο φόβος που ένιωθα πριν μέσα μου γι’ αυτόν μετατράπηκε σε τρόμο. Είχα ένα τέρας για πατέρα. Σαν έκανε ό,τι είχε να κάνει, σαν άδειασε πάνω μου, γεμίζοντάς με με αηδία, σηκώθηκε, σκουπίστηκε μ’ ένα χαρτομάντιλο, και με διέταξε -με μια φωνή σαν ψίθυρο που ένιωσα να με διαπερνά πέρα ως πέρα- να μην πω τίποτα, σε κανένα. Παρέμεινα στο κρεβάτι γυμνή, για ώρα πολλή, να γελάω και να κλαίω. Γελούσα νευρικά, έκλαιγα σπαρακτικά και ασταμάτητα, για ώρα πολλή. Αλλά κάποτε τα δάκρυα στέρεψαν, ο πόνος πήρε στην ψυχή μου μορφή αφήνοντας απέξω τον κόσμο, και σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο για να λουστώ, μήπως και ξεπλύνω από πάνω μου το κρίμα. Η πληγή ωστόσο ήταν μέσα μου και τίποτα δε θα μπορούσε να την κάνει να σταματήσει να αιμορραγεί. Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η μάνα μου ήταν εκεί. Στεκόταν ακίνητη και κοιτούσε το ματωμένο λεκέ πάνω στο σκέπασμα. Άφωνη. Άβουλη. Παγωμένη. Δεν είπε τίποτα. Δεν έκανε τίποτα. Δεν προσπάθησε καν να μ’ αγκαλιάσει. Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο, όπως ακριβώς είχε μπει, κι εγώ πήγα και ξάπλωσα. Σε λίγο άκουσα φωνές από κάτω, πολύ σαματά, κάτι να σπάει, κι ύστερα μια κραυγή πόνου. Έκλεισα τα μάτια, έκλεισα τ’ αυτιά, αλλά το έργο, η σκηνή, άρχισε να παίζεται ξανά και ξανά μέσα μου. Κι ύστερα ήρθαν άλλες σκηνές από το παρελθόν να μου χαράξουν τη μνήμη, άλλες εικόνες να μου χαρακώσουν την ψυχή. Ώστε γι’ αυτό, σκεφτόμουνα. Ώστε γι’ αυτό η μάνα μου τη μια έχει πληγές στα χέρια και στα πλευρά και την άλλη μώλωπες στο πρόσωπο. Ώστε γι’ αυτό δεν τον αφήνει να την αγγίξει όταν είμαι μπροστά! Τόσα χρόνια κοιτούσα μα δεν έβλεπα. Για άλλα τόσα χρόνια θα έβλεπα μα θα έκανα τα στραβά μάτια. Όχι, δε με βίασε ξανά ο πατέρας μου, αλλά άφησε να πέσει η μάσκα, άρχισε να με χτυπάει κι εμένα με κάθε αφορμή, να προσπαθεί να με σπάσει, να με μεταμορφώσει σε μια νέα εκδοχή της μάνας μου. Και τα κατάφερε. Ζούσαμε κι οι δυο στην κόλαση – εκείνη παρατημένη απ’ τη ζωή, κι εγώ ανυπομονώντας γι’ αυτή ν’ αρχίσει.
Τα χρόνια πέρασαν σιγά σιγά τυραννικά και, μόλις επιτέλους τέλειωσα το σχολείο, έσπευσα ν’ αρραβωνιαστώ τον πρώτο άντρα που ήρθε και με ζήτησε. Κι ας μη μου άρεσε καθόλου, κι ας διέκρινα απ’ την πρώτη στιγμή το σκοτάδι που κρυβόταν πίσω από τα μάτια του. Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγω από εκεί και να πάω στην πόλη, κι αυτό ακριβώς ήταν που μου υποσχόταν εκείνος. Δε χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για ν’ ανακαλύψω πως κι αυτός σαν τον πατέρα μου ήτανε. Ήθελε μια γυναίκα-δούλα, που θα τον σεβόταν και θα τον υπάκουε. Και, αν και είχα ακόμη την ευχέρεια να διαλύσω τον αρραβώνα, ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να το κάνω, εγώ πήγα και τον παντρεύτηκα. Και τώρα, είκοσι δύο χρόνια και τρία παιδιά μετά, είμαι μαζί του ακόμα. Όχι, δεν τον αγαπώ, ποτέ δεν τον αγάπησα, απλά τον φοβάμαι. Κι ο φόβος που μου προκαλεί είναι αυτός ακριβώς που με κρατάει κοντά του. Δεν θα μπορούσα να τον εγκαταλείψω ποτέ, είναι ο πατέρας των παιδιών μου, μου προσφέρει ασφάλεια. Τι κι αν με χτυπάει πού και πού; - είναι μαθημένο το βουνό απ’ τα χιόνια. Τι κι αν ο έρωτάς του έχει καταντήσει βίαιος; - άλλο τρόπο δε γνωρίζω. Φτάνει που με πήρε απ’ το σπίτι των γονιών μου, φτάνει που με έφερε στην πόλη, φτάνει που με έσωσε – από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μου.
Το κορμί μου εξακολουθεί να είναι γεμάτο πληγές κι η ψυχή μου αιμορραγεί, αλλά έχω τουλάχιστον πια το δικό μου σπίτι και τα παιδιά μου -τις κόρες μου και την αγάπη τους- κι ας τώρα τελευταία η πρώτη μου, η Αρετή, γίνεται όλο και πιο απόμακρη και σιωπηλή, και μοιάζει να μ’ αποφεύγει. Είμαι η Αγνή και είμαι ακόμη ζωντανή, μα όχι άσπιλη.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Η Όμορφη και το Κοράλλι

Γεια σας! Με λένε Μαρκ και ζω στην Μπαμπάνε της Σουαζιλάνδης. Α, όχι, δεν είμαι μαύρος, αν ήμουνα δε θα είχα τόσο συνηθισμένο όνομα. Λευκός είμαι και μάλιστα εγγλέζος. Βρέθηκα εδώ τυχαία πριν από μερικά χρόνια, ερωτεύτηκα μια πολύ όμορφη γυναίκα που άκουγε στο όνομα Κοράλλι, την Μαρτζιάνι, και κόλλησα. Από τότε ζω σ’ αυτό το πανδοχείο στην κορυφή του λόφου, το οποίο αγόρασα και εξόπλισα πουλώντας ό,τι είχα και δεν είχα στη χώρα μου.
Τώρα είμαι τριάντα τριών χρόνων και είμαι χήρος. Η Μαρτζιάνι μου πέθανε πριν δύο χρόνια, μετά από επιπλοκές στη διάρκεια του τοκετού. Ευτυχώς όμως η κόρη μας έζησε, κι αυτή ακριβώς είναι το μεγάλο κόλπο κι η ευλογία μου, αυτή που με κρατάει στον ίσιο δρόμο, που δε μ’ αφήνει να παρεκτραπώ. Η κόρη μας, η κόρη μου, η Ζούρι, η όμορφη.
Δεν μπορώ με λόγια απλά -δεν έχω λέξεις για- να σας περιγράψω πόση χαρά μου δίνει αυτό το παιδί. Όσο κι αν η γέννησή της μου κόστισε την απώλεια της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα, δε θέλησα ούτε στιγμή να της φορτώσω το κρίμα του χαμού της. Έχασα ένα θείο δώρο, απέκτησα ένα θησαυρό.
Τώρα κάθομαι εδώ στο σαλόνι, ή αν προτιμάτε στη μεγάλη αίθουσα, και παρακολουθώ την κάθε της κίνηση ενός ο άνεμος απ’ έξω λυσσομανάει. Τέλη Ιουλίου, χειμώνας δηλαδή, και τα ξύλα σιγοκαίνε στο τζάκι. Κάποιοι από τους φιλοξενούμενους στο πανδοχείο κάθονται μπροστά από τη φωτιά και σιγοψιθυρίζουν, άλλοι διαβάζουν ή βλέπουν τηλεόραση, κάποιοι μοιράζονται μπύρες Milk Stout ή απολαμβάνουν ένα ποτήρι καλό κόκκινο βαρελίσιο κρασί από τη Νότιο Αφρική. Η Ζούρι πηγαίνει από τον ένα στον ένα και τους παρατηρεί, τους μιλά, τους παρενοχλεί δίχως να τους ενοχλεί. Εξάλλου, αυτή η μικρή μιγάδα έχει γίνει πια για τα καλά η μασκότ μας. Όλοι την αγαπούν, όλοι την προσέχουν. Κι αν έχει ένα μόνο πατέρα, έχει μια ντουζίνα μητέρες. Είναι οι γυναίκες που δουλεύουν για μένα, είναι και οι εθελόντριες που μένουν για μήνες και μήνες εδώ. Πάντα έχει κάποιο δίπλα της, έτοιμο να της μιλήσει και να παίξει μαζί της, κι αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Ωστόσο δεν έχει τη μάνα της, κι αυτό πού και πού αργά τη νύχτα, ειδικά αν είμαι και λίγο πιωμένος, με κάνει να δακρύζω.
Μου λείπει η Μαρτζιάνι πολύ. Λες και τα όσα ζήσαμε παρέα δεν κράτησαν παρά μία μονάχα στιγμή. Κάθε τόσο κοιτώ τις φωτογραφίες που βγάλαμε μαζί, θυμάμαι τις εκδρομές μας στα εθνικά πάρκα, στο Χλάνι και στο Μιλουάνι, τα ζώα που πρωτοείδα μαζί της, τις συγκινήσεις που έζησα, και νιώθω πολύ τυχερός, και νιώθω απερίγραπτα άτυχος. Ήταν ανάγκη να τη χάσω τόσο νωρίς; Αναρωτιέμαι. Ήταν ανάγκη;
Νιώθω ότι της χρωστάω πολλά, τα πάντα. Αυτή με έμαθε να ζω. Αυτή με έμαθε να χαίρομαι την κάθε στιγμή και να γελώ δυνατά. Αυτή με έπεισε ότι δεν ήμουνα το άχρωμο ανθρωπάκι, του οποίου από πάντοτε την εικόνα κουβαλούσα.
«Είσαι εγγλέζος, κι αυτό τα εξηγεί όλα», μου έλεγε και γελούσε με την καρδιά της όταν προσπαθούσα μάταια να καταλάβω στην αρχή τον τρόπο που ζούσε, το ατελείωτό της κέφι, τη μανία της για το χορό. «Εσείς οι άνθρωποι του βορρά δεν ξέρετε να ζείτε. Έχετε ένα σωρό λεφτά και είστε φορτωμένοι ένα τόνο μιζέρια. Εμείς δεν έχουμε τίποτα, κι έτσι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, γι’ αυτό είμαστε πιο ευτυχισμένοι».
Πόσο δίκιο είχε! Τώρα που άλλαξα αυτό μπορώ και το βλέπω ξεκάθαρα. Όπου και να πάμε κουβαλούμε μαζί μας τον τόπο μας, τις συνήθειες μας, φοράμε πάντα τις παρωπίδες που φορτωθήκαμε από μικροί. Ταξιδεύουμε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης όχι για να γνωρίσουμε άλλους λαούς, όχι γι’ αυτό, αλλά για να δώσουμε σ’ εκείνους την ευκαιρία να γνωρίσουν εμάς, ώστε να έχουμε να λέμε μετά, στους γνωστούς που ανακυκλώνονται μα ποτέ δεν αλλάζουν, πόσο διευρύναμε τους ορίζοντές μας.
Αχ ρε Μαρτζιάνι. Αχ! Αχ και να ήσουνα τώρα εδώ. Ζήσαμε όμορφα, αλλά δεν πρόλαβες να νιώσεις το πιο υπέροχο συναίσθημα, την επαφή με την κόρη μας. Δεν πρόλαβες να τη βάλεις σ’ ένα μπόγο και να τη βγάλεις μια βόλτα έχοντάς την δεμένη στο κορμί σου. Δεν πρόλαβες να τη θηλάσεις. Δεν πρόλαβες να την ακούσεις να λέει τις πρώτες λέξεις, να τη δεις να κάνει τα πρώτα της βήματα. Το κλάμα της. Μόνο αυτό άκουσες και μετά έφυγες.
Έρχεται και σκαρφαλώνει στα πόδια μου η μικρή, κι αρχίζει με τα χεράκια της να μου τραβάει το πυρόξανθο μούσι, ένα από τα αγαπημένα της παιχνίδια. Κοιτάω τα καφέ της μάτια που λάμπουν λες με λαχτάρα, παιχνιδιάρικα, της χαϊδεύω τα σγουρά μαύρα μαλλιά, που μέρα με τη μέρα όλο και θεριεύουν. Η ίδια η μάνα της είναι, απλά λίγο πιο ανοιχτόχρωμη. Και είμαι σίγουρος ότι σαν μεγαλώσει θα γίνει κι ετούτη μεγάλος μπελάς. Μπορώ να το διακρίνω από τώρα αυτό. Ο τρόπος που κινείται συνεχώς, το ό,τι δε βάζει γλώσσα μέσα, το πώς πετάγεται πάνω και προσπαθεί να χορέψει με το που ακούει κάποια μουσική να παίζει, όλα αυτά μου δείχνουν ότι πολύ θα με κάνει να υποφέρω αυτό το κορίτσι. Και θα υποφέρω υπέροχα. Μ’ ένα χαμόγελο πλατύ και περήφανο, και πέρα ως πέρα αληθινό.
Χτυπάει το κουδούνι της καγκελόπορτας, ρωτάω ποιος είναι, και μια στιγμή αργότερα ανοίγω στον Άντριου. Θείο τον αποκαλεί η Ζούρι, αλλά δεν έχουμε καμία συγγένεια. Απλά είναι ο καλύτερός μου φίλος, αυτός που μου στάθηκε στις δύσκολες ώρες. Έτσι όπως με βλέπει σκεφτικό με διαβάζει αμέσως και δε λέει τίποτα. Σηκώνει απλά την κόρη μου, την κλείνει στην αγκαλιά του και την παίρνει μαζί του σ’ εκείνο το μικρό χώρο που μας αρέσει να αποκαλούμε «Η μπυραρία», και που δεν είναι παρά ένα μικρό και κάπως αποπνιχτικό ημιυπόγειο. Σε λίγο μουσικές ρέγγε αρχίζουν να φτάνουν στ’ αυτιά μου. Λάκι Ντούμπι, ο άνθρωπός μου.
Σιγά σιγά ο χώρος αρχίζει ν’ αδειάζει, καθώς η νύχτα μοιάζει ν’ αποκτάει ζωή. Οι φωνές από δίπλα όλο και δυναμώνουν, τα γέλια κι οι φωνές αντικαθιστούν τους προηγούμενους ψίθυρους και τις ατελείωτες σιωπές. Κι ο άνεμος όλο και δυναμώνει. Ανησυχώ λίγο. Πρέπει να βγω έξω να δω τι συμβαίνει, αφού τίποτα εδώ δεν φαίνεται να είναι κτισμένο σε στέρεες βάσεις. Πρέπει, αλλά δεν το κάνω. Θυμάμαι και πάλι την Μαρτζιάνι. Τη θυμάμαι να μου λέει πειραχτικά: Μάθε να γελάς ασπρουλιάρη, κι αλλάζω γνώμη. Όχι απόψε. Ας μη βυθιστώ κι απόψε στις αναμνήσεις του χθες και τις έγνοιες του αύριο. Ας χαρώ τη στιγμή.
Σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα. Παίρνω ένα κουτάκι μπύρα απ’ το ψυγείο και με τη συνοδεία του φύλακα σκύλου μας, του Ντοβ, του Λαμπραντόρ, ακολουθώ τη μουσική. Η «Μπυραρία» δείχνει να δονείται από μια νότα ζωής μαγική, γεμάτη νιάτα κι ευτυχία, ενώ τα στοιχεία της φύσης απέξω μοιάζουν κι αυτά να στήνουν ένα ακόμη πιο άγριο και πιο τρελό χορό. Σηκώνω τη Ζούρι στην αγκαλιά μου κι αφήνομαι στο ρυθμό με μάτια κλειστά, καθώς βλέπω ένα τεράστιο χαμόγελο λευκό, σαν φως στο σκοτάδι, να παίρνει μέσα μου μορφή.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Γεννημένος νικητής

Ζω στη Λούανγκ Πραπάνγκ, την ομορφότερη πόλη στον κόσμο, τουλάχιστον για μένα. Είμαι σχεδόν πενήντα χρονών και τ’ όνομά μου είναι Σαϊσάνα, που σημαίνει «να νικάς». Καλό έτσι; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί αποφάσισαν να μου δώσουν αυτό το όνομα, όχι στα σίγουρα. Σύμφωνα με τον πατέρα μου ήταν ιδέα της γιαγιάς, την οποία δε θυμάμαι ποτέ να έχω συναντήσει, αφού πέθανε πολύ νέα. Ωστόσο η μητέρα μου λέει μια άλλη ιστορία. Τ’ όνομα της το υπέδειξε λέει ένας βουδιστής μοναχός, αφού διέβλεψε ότι ήμουνα γεννημένος νικητής.
Όπως και νάχει, το όνομα δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ζωή μου, ή μάλλον η ζωή μας, εδώ στο Λάος. Όχι, δε λέω ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολη ή κατά κάποιο τρόπο συναρπαστική. Εκείνο που λέω είναι ότι υπήρξε μια γεμάτη ζωή. Ποτέ δε με θυμάμαι να πλήττω, ποτέ να βαριέμαι, αφού πάντα είχα κάτι να κάνω. Μικρό παιδί βοηθούσα τη μάνα μου στο σπίτι και μετά τον πατέρα στα χωράφια, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να μάθω γράμματα. Δεν πήγα για πολύ στο σχολείο, αλλά ας είναι καλά οι μοναχοί που πάντα έβρισκαν λίγο χρόνο για να με βοηθήσουν, κι ας είναι καλά κι η επιμονή της μητέρας μου, που φορτωνόταν κάθε τόσο τις δουλειές μου για να μορφωθώ. Τα γράμματα είναι σημαντικά, μου έλεγε, κάποια μέρα μπορεί ακόμη και να σου σώσουν τη ζωή. Υπερβολές; Ίσως. Το θέμα είναι ότι δεν περνά μια μέρα που να μη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη αυτή την πίστη της στη μόρφωση.
Δεν έζησα μια ξέγνοιαστη παιδική ηλικία – όχι τουλάχιστον όπως τη βλέπω να φτάνει στα μάτια μου απ’ τα τηλεοπτικά κανάλια της Ταϊλάνδης. Πάντα με θυμάμαι να δουλεύω, πάντα να είμαι καταπονημένος, πάντα θυμάμαι τον μπαμπά να παραπονιέται, για τις δυσκολίες της ζωής. Εκείνος παραπονιότανε, εγώ όχι. Εγώ, για κάποιο λόγο, ήμουνα πάντα ευχαριστημένος, έψαχνα συνεχώς αφορμές για να χαρώ και να γελάσω, κι ας νιώθω ακόμη και σήμερα ότι γεννήθηκα κουρασμένος.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Δυο ζωές. Μια ζωή στο φτωχικό των γονιών, με τα τρία αδέλφια μου, στα ρυζοχώραφα και στη βοσκή των ζώων. Και μια ακόμη, στα χωράφια του ρυζιού και πάλι και στο μεγάλο μας ποτάμι, τον Μεκόνγκ, που μας χαρίζει ζωή με τα νερά του. Αγρότης και ψαράς, σύζυγος και πατέρας, φτωχός μα πλούσιος πολύ. Ναι, πλούσιος, γιατί η ζωή αποδείχτηκε καλή μαζί μου, οι μοίρες μου χαμογέλασαν και στον αγώνα που άρχισα από παιδί να δίνω αναδείχτηκα ο νικητής.
Η Αλίκα, η γυναίκα μου, λέει ότι είμαστε ευλογημένοι, κι ας μην άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς οι συμβίωσή μας. Όταν γνωριστήκαμε, όταν παντρευτήκαμε, δεν ήμασταν παρά δύο νέοι άνθρωποι που ένωναν τις φτώχειες τους κάτω από μια στέγη κοινή. Τα χρόνια που ακολούθησαν κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Η γυναίκα μου έχανε το ένα παιδί μετά το άλλο στη γέννα ή και πριν, τα λεφτά ήταν λιγοστά, η ζωή έμοιαζε στα μάτια μας ένας συνεχής πλην μάταιος αγώνας. Προσπαθούσαμε με νύχια και με δόντια να τα βγάλουμε πέρα καθώς οι κακοτυχίες η μια μετά την άλλη άρχισαν να μας χτυπούν την πόρτα. Μέσα σε τρία χρόνια χάσαμε κι οι δύο τους γονείς μας, μετά από τρία χρόνια -καθώς ήμουνα ο πρωτότοκος και έπρεπε να στηρίξω τα μικρά ακόμη αδέλφια μου- γίναμε πιο φτωχοί παρά ποτέ. Πού και πού ένιωθα το θάρρος μου να χάνεται, τον κόσμο γύρω μου να καταρρέει, κι αν δεν ήταν η καλή μου η Αλίκα, το στήριγμά μου, δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι θα γινόταν. Είχα φτάσει πια στο αμήν, αλλά εκείνη όλο μου έδινε κουράγιο, όλο μου ψιθύριζε στο σκοτάδι του ασφυκτικά μικρού σπιτιού μας ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, θα επιβιώσουμε.
Και επιβιώσαμε, δύσκολα, αλλά επιβιώσαμε. Και κάποτε οι οιωνοί άρχισαν ν’ αλλάζουν. Στον πέμπτο χρόνο του γάμου μας η Αλίκα έμεινε έγκυος, κι αυτή τη φορά το παιδί γεννήθηκε, ένα αγόρι. Από την πρώτη στιγμή ξέραμε ποιο θα ήταν το όνομά του, ποιο θα του πήγαινε πιο πολύ, έτσι τον αποκαλέσαμε Κεόνα, το Γεμάτο χάρι δώρο του θεού. Κι αυτό ακριβώς ήταν. Ένα δώρο του θεού, που αποφάσισε πολύ νωρίς να επιστρέψει σ’ αυτόν. Όχι, δεν πέθανε. Επέλεξε να γίνει μοναχός, από τα έξι του χρόνια. Και δε σταθήκαμε εμπόδιο στο δρόμο του. Εξάλλου την ευλογία του μας την είχε ήδη χαρίσει, αφού τη γέννηση του ακολούθησαν άλλες πέντε. Τέσσερα κορίτσια κι ένα ακόμη αγόρι.
Τώρα πια έχουν κι αυτά μεγαλώσει. Όλα μεγάλωσαν. Κι αύριο η πρώτη κόρη μου, η λεπτεπίλεπτή μου Άνι, η εύθραυστη σα γυαλί, θα παντρευτεί και θα μου φύγει. Θα φύγει, αλλά όχι για μακριά -ίσως και να τη βλέπω κάθε μέρα, μα θα μου φύγει- και, λίγο πικρά, λίγο γλυκά, χαμογελώ.
Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι στην κορυφή του λόφου Φου Σι που υψώνεται στο κέντρο της πόλης και μιλώ με τον Κεόνα, θυμάμαι τα παλιά και σκέφτομαι γαλήνια το σήμερα. Τον θαυμάζω το γιο μου. Είναι τόσο νέος και μοιάζει τόσο σοφός, λες και όλα όσα εγώ ξόδεψα μια ζωή για να τα μάθω, αυτός τα ξέρει ήδη. Κάθε μέρα μαθαίνω κάτι καινούριο πατέρα, μου λέει με σεβασμό, και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν. Κάθε μέρα μαθαίνει και κάτι καινούριο! Κάθεται με τις ώρες και μελετά τα βουδιστικά κείμενα, ένας ξένος που ξέμεινε για κάποιο λόγο στην πόλη του δείχνει πώς να ζωγραφίζει, συζητά με τους τουρίστες που ανεβαίνουν εδώ πάνω για να θαυμάσουν τους ναούς, την πόλη και τη φύση ολόγυρα, και μαθαίνει πράματα και θάματα για άλλες χώρες, για μακρινούς πολιτισμούς. Έτσι όπως τον κοιτώ, με φόντο τα μακρινά βουνά, τα δέντρα και τα ορμητικά καφέ νερά του ποταμού, νιώθω ότι δεν πρόκειται παρά για μια ψευδαίσθηση, μια ζωγραφιά.
Τον αφήνω. Περνώ όπως πάντα για λίγο από το Μαυσωλείο της Θεάς των Νερών και ύστερα κατηφορίζω προς την πόλη, ρίχνοντας μια θαυμαστική ματιά στον αρχαίο ναό Ουάτ Πρα Βουδαμπάτ. Φτάνοντας κάτω και προτού βγω στο δρόμο, συναντώ τη γυναίκα μου, που κάθεται στα σκαλιά με μια από τις αδελφές της, μιλούν μεταξύ τους και προσπαθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να πουλήσουν ενθύμια στους πάντα βιαστικούς τουρίστες. Τους χαμογελώ αμίλητα και συνεχίζω για το ποτάμι -τι κι αν αύριο παντρεύεται η κόρη μου;- σε λίγο νυχτώνει και πρέπει να ρίξω τα δίχτυα.
Δεν ξέρω ποιοι είστε, από πού είστε και τι κάνετε, αλλά εγώ είμαι ο Σαϊσάνα και είμαι ευτυχισμένος. Καθώς ο ήλιος δύει, τα νερά του Μεκόνγκ βάφονται στο χρώμα του πορτοκαλιού και η γαλήνη πλημμυρίζει όλη τη φύση -ενώ εσείς με τις φωτογραφικές σας μηχανές προσπαθείτε να κλέψετε τις εικόνες που αντικρίζω μια ζωή- νιώθω πια πιο σίγουρος παρά ποτέ ότι είμαι γεννημένος νικητής, κι ας μην αποκτήσω ποτέ τίποτα απ’ όλ’ αυτά που εσείς έχετε, κι ας μην επισκεφτώ τα μέρη που πήγατε. Έχω την οικογένειά μου, τα χωράφια του, τον Βούδα, το βουνό και το ποτάμι. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Πρώτη γραφή της ιστορίας, όπως πάντα. Εμπνευσμένη από την πιο πάνω φωτογραφία, αλλά κι από κάποιες άλλες που έβγαλα στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Λάος το 2004

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Αυτή που βλέπει φωτιές

Είμαι δεκαεφτά χρονών και εδώ και δύο χρόνια ζω στο περιθώριο. Όχι της ζωής, της κοινωνίας. Τ’ όνομά μου είναι Χιμίκο, που σημαίνει Αυτή που βλέπει φωτιές. Ταιριαστό κι αταίριαστο είναι αφού δεν είμαι εκείνη που βλέπει φωτιές, αλλά μάλλον εκείνη που τις βάζει. Τι εννοώ; Μεγάλη ιστορία, κι ίσως κάποια μέρα να σας την αφηγηθώ, αλλά όχι σήμερα. Ή -γιατί όχι;- ίσως και σήμερα! Ναι, σήμερα. Περιληπτικά.
Η πόλη μου είναι το Τόκυο, αλλά μονάχα τη νύχτα. Την ημέρα δεν έχω πόλη, την ημέρα δεν έχω ζωή. Είμαι φρικιό και χαμαιλέοντας. Συνεχώς μεταμορφώνομαι για να επιβιώσω. Δεν είναι δύσκολο, ειδικά όταν ξέρεις ότι ο δρόμος είναι ο προορισμός σου, ότι σου αρέσει να είσαι μοναχική, αλλά η μοναξιά δε σου πάει.
Μένω σ’ ένα δωμάτιο με δύο άλλα κορίτσια λίγο μεγαλύτερα από μένα, που το έχουν επίσης σκάσει απ’ το σπίτι, τη Γιόκο και τη Σάρα. Όχι πως αυτό είναι το όνομα της τελευταίας, αλλά έτσι θέλει να τη λέμε κι εμείς δεν έχουμε καμία αντίρρηση. Όλα είναι αποπνικτικά εδώ μέσα, αλλά και όμορφα την ίδια ώρα. Χαιρόμαστε η μια τη συντροφιά της άλλης, αλλά το περιορισμένο του χώρου μας πνίγει. Όλο λέμε ότι θα θέλαμε κάποια μέρα να ζήσουμε κοντά στη θάλασσα ή σ’ ένα βουνό, κάπου στην εξοχή, αλλά ξέρουμε πως δε θα το κάνουμε. Κατ’ αρχήν είμαστε παιδιά της πόλης και της νύχτας, μας πάει ο θόρυβος, τα νέον φώτα και οι βιαστικοί άνθρωποι. Όχι πως βιαζόμαστε εμείς, καθόλου. Ή, ίσως και να βιαζόμαστε, να ζήσουμε. Γι’ αυτό εξάλλου φύγαμε απ’ το σπίτι, τουλάχιστον έτσι λέμε.
Εγώ προσωπικά έφυγα επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Υπήρξα μέλος μιας παρωδίας οικογένειας. Ο πατέρας μου έριχνε κέρατο στη μάνα, κι ενώ εκείνη το ήξερε δεν αντιδρούσε, με αποτέλεσμα να ακροβατεί συνεχώς πάνω απ’ το κενό, παρασύροντας και μένα μαζί της. Σα φάντασμα που κατά τύχη ανέπνεε, έτσι τη σκέφτομαι τώρα. Και τη μισώ, περισσότερο κι από κείνον, μια και λόγω καταστάσεων το μίσος μου για το πρόσωπό του έχει χάσει την ορμή του. Τη μισώ επειδή υπήρξε ανίκανη μάνα, επειδή δεν ήταν ποτέ εκεί για μένα, επειδή με άφησε να κατρακυλήσω στην άβυσσο. Μια άβυσσο που μου αρέσει, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.
Από τότε που έφυγα από κει νιώθω πιο ελεύθερη, μα το ίδιο λυπημένη. Ίσως και να μη βρήκα εκείνο που αναζητούσα. Ίσως και να μην αναζητούσα στ’ αλήθεια κάτι. Απλά δεν ήθελα να είμαι κοντά της. Και τώρα, δεν κάνω άλλο τίποτα παρά να κινούμαι σαν σκιά στους δρόμους της νύχτας, αλλάζοντας προσωπεία. Όταν είμαι μόνη ή με τα κορίτσια είμαι μια οργισμένη και λυπημένη κοπέλα ντυμένη μόνιμα στα μαύρα, με μοβ σκιές κάτω από τα μάτια, ενώ όταν δουλεύω αλλάζω φορεσιά εντελώς. Γίνομαι αυτή που θέλει να γίνω ο πελάτης. Μην πάει το μυαλό σας στην πορνεία, όχι, σ’ ένα μπαρ δουλεύω. Κανονικά δεν έχω το δικαίωμα στην ηλικία μου, αλλά κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια πόσων χρονών είμαι. Έτσι, σχεδόν κάθε νύχτα, φοράω τα δήθεν καλά μου κι ένα πλατύ χαμόγελο, κρύβω το σκοτάδι των ματιών μου στις παραλλαγές του χώρου και σερβίρω ποτά σε άγνωστους επί το πλείστον ανθρώπους, που γελάνε πολύ, αλλά στο βάθος είναι πολύ λυπημένοι. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αφού τους αναγνωρίζω, είναι οι καθρέφτες μου. Κάποιοι απ’ αυτούς πού και πού προσπαθούν να με δελεάσουν με το χρήμα τους, να με ψωνίσουν, αλλά δε μασάω. Όχι πως δεν έχω ανάγκη τα λεφτά, αλλά να, είμαι αυτοκαταστροφική και δεν έχω καμία απολύτως εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Μια φορά μονάχα αφέθηκα και στο τέλος ερωτεύτηκα και στο τέλος τα έκανα θάλασσα, φέρνοντας στα πρόθυρα διαζυγίου ένα ζευγάρι. Γι’ αυτό σας λέω ότι είμαι αυτή που ανάβει φωτιές. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Κάποτε έπεισα τη Σάρα, που είχε ανάγκη από λεφτά, να πάει να τα κλέψει από το σπίτι των γονιών της, ενώ η Γιόκο δε χάνει ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία όπου την έπεισα να κάνει στριπτίζ σ’ ένα μεσήλικα σ’ ένα βαγόνι του μετρό κάτω από τα λάγνα βλέμματα των αντρών και τα επικριτικά των γυναικών. Εντάξει, ήμασταν κι οι δυο μεθυσμένες, αλλά…
Δεν είναι μόνο αυτά που έκανα. Έκανα πολλά και τραγικά, και ίσως να κάνω ακόμη περισσότερα στο μέλλον – αν έχω μέλλον δηλαδή. Η αλήθεια είναι ότι δε δίνω μία για το αύριο. Εδώ ούτε με το σήμερα δεν ασχολούμαι. Το μόνο που με νοιάζει είναι να περνάω καλά την κάθε στιγμή. Την κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Η επόμενη δε με νοιάζει. Είσαι νεκρή, μου λέει κάθε τόσο μ’ εκείνο το παρατημένο χαμόγελό της η Σάρα, και προσπαθεί να αντικρίσει στο μαύρο των ματιών μου τις σκέψεις μου. Ποτέ δεν τα καταφέρνει. Είναι μικρή ακόμη, κι ας με περνάει δυο χρόνια. Ίσως τα καταφέρει αυτή. Ίσως βγει απ’ το μπουντρούμι μας.
Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μου λένε ότι είμαι όμορφη. Είμαι; Δεν ξέρω. Συνηθισμένη μοιάζω στα μάτια μου. Μια συνηθισμένη γιαπωνέζα έφηβη, που ζει μια ασυνήθιστη ζωή. Πού βλέπουν την ομορφιά, απορώ. Τα μάτια μου είναι μικρά και οργισμένα και το κορμί μου, που είναι σφιγμένο και λευκό, μοιάζει ανέγγιχτο. Μικρή μου θυμωμένη, με αποκαλεί ο Τανάκα.
Ο Τανάκα είναι ο φίλος μου, κάθε τόσο δηλαδή, αφού έχει λέει πολλές δουλειές και δεν μπορεί να με βλέπει πιο συχνά, αλλά εγώ ξέρω. Συναντά κι άλλα κορίτσια. Είναι ψηλός, γύρω στο ένα ογδόντα, είναι γεροδεμένος κι όμορφος. Πώς να αρκεστεί σε μένα; Όχι ότι υποτιμώ τον εαυτό μου, αλλά να… Εξάλλου κοιμάμαι κι εγώ με άλλους. Και με άλλες. Συνήθως όταν με κερνάνε ποτό ή κάνα φιξάκι. Τις έχω ανάγκη τις ουσίες, είναι η ουσία μου. Παίρνοντάς τες πάντα νιώθω πιο καλά και για λίγο αγαπώ όλο τον κόσμο, κι ύστερα τον μισώ και πάλι. Ίσως γι’ αυτό και δεν κάνω εύκολα φιλίες. Τρομάζω τους ανθρώπους. Μου το είπε ο Τανάκα αυτό. Τους τρομάζω επειδή ποτέ δεν ξέρουν τι να περιμένουν από μένα. Τη μια στιγμή μπορεί να ερωτοτροπώ με κάποιον και μετά να τον βρίζω, μπορεί να τα ρίχνω σε κάποιον και ύστερα να τον καρφώνω στη φιλενάδα του. Και τη μια νύχτα μπορεί να μεθώ με κάποιον και την επόμενη μέρα να τον χτυπώ επειδή με μέθυσε. Χρειάζεσαι μια ισορροπία στη ζωή σου, μου λένε κάθε τόσο κι εγώ απορώ τι εννοούν. Η ζωή είναι πάντα ισορροπημένη, απλά εγώ είμαι ανισόρροπη.
Ευτυχώς που είναι και τα όνειρα -αν δεν ήτανε κι αυτά θα τα ’χανα τελείως- όχι αυτά του ύπνου, αλλά του ξύπνιου, ή μάλλον της παραίσθησης. Μου αρέσουν τα χρώματά τους, μου αρέσει η απόστασή τους από τον κόσμο, απ’ τη ζωή μου, κι ας είναι αποτέλεσμά τους. Όταν ταξιδεύω παρέα μ’ αυτά είμαι αφάνταστα ευτυχισμένη, τότε όλα μοιάζουν δυνατά. Το μόνο που δεν ξέρω ποια είναι αυτά τα όλα.
Πρώτη φορά δοκίμασα ναρκωτικά στα δεκατέσσερα, στο σπίτι μιας φίλης, της οποίας τώρα δε θυμάμαι καν το όνομα. Θα έλειπαν οι γονείς της απ’ το σπίτι για δυο μέρες, κι έτσι με προσκάλεσε να μείνω μαζί της. Θα ήταν κι ο αδελφός της μου είπε, αλλά να μην ανησυχώ, αυτός είναι πάντα στον κόσμο του. Ε, σ’ αυτόν ακριβώς τον κόσμο μπήκα κι εγώ από τη μια στιγμή στην άλλη. Έφτασα εκεί νευρική, συνοφρυωμένη, μετά από ένα ακόμη τρικούβερτο καυγά με τον πατέρα μου και σε λίγες ώρες ένιωθα πώς ήμουνα στα ουράνια. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα ποτό κι ένα χαπάκι και όλες οι σκοτούρες έσβησαν. Από τότε… Από τότε, άρχισα να βάζω φωτιές.
Για αρχή τα είπα ένα χεράκι στον πατέρα μου και έβρισα άγρια τη μάνα μου. Ύστερα άρχισα τους καυγάδες στο σχολείο. Μετά έδιωξα με το έτσι θέλω απ’ τη ζωή μου όλους τους παλιούς μου φίλους και τέλος άρχισα τα σκασιαρχεία. Πρώτα απ’ το σχολείο, μετά απ’ το σπίτι. Μετά απ’ όλα. Μέσα σ’ ένα χρόνο έγινα κάποια άλλη και όλο σκεφτόμουνα ότι, πρέπει να φύγω, προτού γίνει κάποιο μεγαλύτερο κακό. Πρέπει να φύγω.
Αλλά δεν έφυγα, τουλάχιστον όχι έγκαιρα, και το κακό έγινε. Κάποια βραδιά που επέστρεψα αργά πολύ στο σπίτι, άκουσα τον πατέρα μου, που ήταν μεθυσμένος, να φωνάζει πάλι στη μάνα μου και πηγαίνοντας προς το δωμάτιό τους, τον είδα να την χτυπά. Κι εκείνη, η αθλία, αντί να του αντισταθεί, αντί να τον χτυπήσει, αντί να τον βρίσει, απλά προσπαθούσε να προστατεύσει το πρόσωπό της -προφανώς για να μη δω εγώ τα σημάδια- και τον εκλιπαρούσε να τη λυπηθεί, να τη συγχωρέσει. Ζητούσε συγχώρεση η κερατωμένη. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και θόλωσα. Κι έτσι οργισμένη, αμίλητη, έβγαλα ένα σουγιά που εδώ και καιρό κουβαλούσα μαζί μου απ’ την τσέπη του τζιν, τον άνοιξα, πλησίασα τον πατέρα μου αθόρυβα από πίσω και του τον κάρφωσα με όση δύναμη είχα στο σβέρκο. Ένας πίδακας αίματος άρχισε ν’ αναβλύζει απ’ την πληγή και σε λίγα δευτερόλεπτα, που απ’ τα μάτια μου πέρασαν βασανιστικά αργά, είδα το κορμί του να καταρρέει πάνω από εκείνο της μάνας μου, που έμοιαζε να βαριανασαίνει. Δεν είπα τίποτα. Τράβηξα μονάχα κι έβγαλα το σουγιά από πάνω του, τον σκούπισα με ένα χαρτομάντιλο, κι έφυγα δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά πίσω μου. Ο κόσμος μου πια είχε οριστικά αλλάξει και τώρα χάραζα πορεία για ένα νέο, όπου δε θα είχα πια την πολυτέλεια να τρέφω ενοχές.
Τ’ όνομά μου είναι Χιμίκο, και είμαι αυτή που βλέπει φωτιές, που τις βάζει.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο ΙΙ

«Γιατί δε μου είπες τίποτα;» τον ρώτησα με το που μπήκε στο σπίτι.
Κατάλαβε αμέσως, μόλις είδε τη μηλόπιτα στο τραπέζι και χαμογέλασε, μ’ εκείνο το αποκρυπτικό κάπως τρόπο, που πάντα μου άρεσε.
«Έκανε πάλι το θαύμα της η κυρά-Ρόντα!» δήλωσε κατηγορηματικά, αλλά όχι με πικρία. Σα να το περίμενε. «Δεν είχα τι να σου πω. Δε μου αρέσει άλλωστε να μιλάω για τον εαυτό μου και το ξέρεις».
«Ναι, αλλά έπρεπε να μου μιλήσεις για ετούτο, Άντι. Θα μπορούσα να σε βοηθήσω».
«Δεν είναι δικός σου αυτός ο αγώνας, Χοπ. Δεν ήθελα να περιπλέξω τα πράγματα μεταξύ μας. Εξάλλου τα βγάζω πέρα μια χαρά».
«Θα μπορούσες να τα βγάζεις καλύτερα».
«Με τα λεφτά του μπαμπά σου; Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Είμαι αλλιώς μαθημένος…»
«Σε καταλαβαίνω, Άντι, κι ένας θεός ξέρει ότι δε θέλω να σε αλλάξω, μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι, αυτός που είσαι. Αλλά, να, τώρα με πιάνει το παράπονο. Σκέφτομαι ότι δεν έχω κερδίσει την εμπιστοσύνη σου και γι’ αυτό δε μου μιλάς…»
«Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα. Ίσως… Ίσως απλά να είμαι λίγο παράξενος, ιδιόρρυθμος, όπως θέλεις πες με. Δε μου αρέσει να φορτώνω τα βάρη μου στις πλάτες των άλλων».
«Εσύ τότε γιατί φορτώνεσαι τα βάρη που δε σου ανήκουν; Και γιατί δε θέλεις να γνωρίζω εκείνα που θα με έκαναν περήφανη για σένα, πού θα μου έλεγαν ποιος στ’ αλήθεια είσαι;»
«Απλά έτσι έμαθα. Έτσι με δίδαξαν οι γονείς μου. Αυτοί πάντα βοηθούσαν τους άλλους στα κρυφά, κι ας μην ήμασταν σε καλύτερη μοίρα απ’ εκείνους. Αυτοί με έμαθαν να κοιτώ τον κόσμο με συμπόνια, να ψάχνω στους ανθρώπους το καλό και όχι να προσπαθώ με το έτσι θέλω ν’ ανακαλύψω την όποια κακία κρύβουν μέσα τους».
«Κι η Σάρα;»
Το πρόσωπό του φωτίστηκε νοσταλγικά, τα σχεδόν πάντα γαλήνια μάτια του έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από αγάπη στην σκέψη της, στο άκουσμα του ονόματός της.
«Η Σάρα! Δε σου μίλησα γι’ αυτήν κι απολογούμαι, αλλά και πάλι δεν ήξερα τι να σου πω. Δε μου αρέσει να το παίζω τραγικός…»
Γέμισε την κουζίνα ερωτηματικά η σιωπή του. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα απαλά το δεξί δικό του, που έμοιαζε να έχει παραλύσει κρατώντας την κούπα του καφέ. Το βλέμμα του έμοιαζε να ταξιδεύει αλλού, στην αγαπημένη του αδελφή ίσως. Το δικό μου προσπαθούσε να μαντέψει το μέσα του. Πόσα άλλα μυστικά μού κρύβει; αναρωτιόμουνα. Ένιωθα τόσο περίεργα, τόσο ξένη απ’ τον πρότερο εαυτό μου. Ο Άντι, με τα λόγια και τα έργα και τις σιωπές του, έμοιαζε να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο μέσα μου, να ορίζει πια δίχως να καθορίζει τη ζωή μου.
Το χέρι που κρατούσε την κούπα την άφησε και πήρε ζεστά το δικό μου. Με το άλλο μου χάιδεψε το μάγουλο. Πήρε να μου μιλάει δίχως λόγια κι εγώ σιωπηλά του φώναζα πως ήθελα να τα μάθω όλα. Ύστερα του το είπα κιόλας, κι εκείνος αρκέστηκε σ’ ένα τρυφερό χαμόγελο, για να μου απαντήσει μετά πως το όλα δεν υπάρχει.
Όταν βγήκαμε έξω είχε απλωθεί βαθύ σκοτάδι. Μόνο το σπίτι της Ρόντας έριχνε φως, σαν μια παραφωνία, στη φύση. Ήταν μια βραδιά ανέφελη και χωρίς φεγγάρι. Ο ουρανός ήτανε διάσπαρτος απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ αστέρια, ενώ τη γη δρόσιζε ένα αεράκι απαλό, σαν ψίθυρος. Μου κρατούσε το χέρι και περπατούσαμε. Του κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Κάποια πουλιά της νύχτας σπούσαν πού και πού τη σιγή, επιβεβαίωναν ότι βρισκόμασταν εκεί, οι δυο μας μαζί, στη μέση του όμορφου πουθενά.
«Δεν μπορώ να στα πω όλα, μα μπορώ να στα δείξω», μου είπε ξαφνικά βγάζοντάς με από την ευχάριστη περισυλλογή μου. «Αλλά, ίσως να μη σου αρέσουν αυτά που θα δεις», βιάστηκε να προσθέσει.
«Η απόφαση είναι δική μου. Κανείς δε με υποχρέωσε να είμαι εδώ, αυτή τη στιγμή, μαζί σου».
«Είναι σκληρός ο κόσμος μου, Χοπ, κι εσύ είσαι αλλιώς μαθημένη».
«Θα προσαρμοστώ. Θ’ αλλάξω. Αλλάζω συνεχώς…» Εσύ με κάνεις ν’ αλλάζω, προς το καλύτερο, ήθελα να του πω, μα δεν το έκανα.
«Κι εγώ!»
Διασχίσαμε κάτι χωράφια, όπου οι μόνες σκιές που έπεφταν ήταν οι δικές μας, κι αυτές κάποιων αιωνόβιων δέντρων, για να καταλήξουμε σε μια απόκρυφη όχθη του ποταμού, που επέμενε να παραμένει ζωντανός. Καθίσαμε εκεί για ώρα πολλή, ακούγοντας το νερό να κυλά, τα βατράχια πού και πού να κοάζουν, τις κουκουβάγιες να στέλνουν τα δικά τους μηνύματα. Καθισμένη δίπλα του, κρυμμένη στην αγκαλιά του, μπορούσα και σιωπούσα υπέροχα, μπορούσα και απολάμβανα αβίαστα την ομορφιά της φύσης.
«Αν μείνεις μαζί μου…» Πήγε να μιλήσει, αλλά και πάλι άφησε την πρότασή του στη μέση. Το έκανε τόσο συχνά αυτό. Ίσως να τον φόβιζαν τα λόγια περισσότερο απ’ τις σιωπές. Ίσως και να ένιωθε ότι δεν ήμουνα ακόμη έτοιμη ν’ αποδεχτώ τον κόσμο του, αυτόν που απλωνόταν τώρα μπροστά μου -σ’ ένα σκοτάδι εξαίσια ζεστό και στις αισθήσεις καταπραϋντικό- κι εκείνον τον άλλο, που ακόμη δεν είχα γνωρίσει. Δεν τον πίεσα να μιλήσει, αφού ήμουνα σίγουρη ότι θα το έκανε. Τον άφησα να βρει τις λέξεις, να τις ζυγίσει μία-μία προτού τις αφήσει να ξεφύγουν απ’ τα χείλη του.
«Αν μείνεις μαζί μου θα υποφέρεις πολύ», είπε τελικά με μια ανάσα, χαμηλόφωνα. Δεν ταράχτηκα. Καθόλου. Σχεδόν μάντεψα τα λόγια του, περίμενα ν’ ακούσω αυτές τις λέξεις. Έτσι σήκωσα σιγά-σιγά το κεφάλι κι επιχείρησα, στο αμυδρό φως, να διαβάσω το βλέμμα του. Πάλι στραμμένο προς τα μέσα έμοιαζε.
«Προτιμώ να υποφέρω κοντά σου, παρά να είμαι ευτυχισμένη χωρίς εσένα», του είπα με πεποίθηση, κι εκείνος δεν άντεξε, για λίγο γέλασε.
«Πού το διάβασες αυτό;» με ρώτησε και του απάντησα ειλικρινά ότι δεν το διάβασα. Ότι απλά το έλεγα και το εννοούσα.
«Η ζωή…» Μου χάρισε και πάλι δυο λέξεις και τρεις τελείες, τα αιώνια αποσιωπητικά του.
Έψαξα τα χείλη του, βρήκε τα δικά μου. Το ποτάμι εξακολουθούσε να κυλάει, η γη να γυρίζει, μα εμείς ήμασταν πια κάπου αλλού.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Ατιτλοφόρητο


Απ' τα ωραία της ζωής ή, αν προτιμάτε, απ' τα τερτίπια της συγγραφής. Όταν άρχισα να γράφω το πιο κάτω το φανταζόμουνα σα μια ιστορία-οδηγό, χιλίων πεντακοσίων λέξεων το πολύ, την οποία θα ξαναέγραφα και θα ανέπτυσσα περισσότερο αργότερα. Αλλά να που αυτή αποφάσισε να πάρει τα πράγματα στο χέρι της και απ' το πουθενά πάει να μου προκύψει μυθιστόρημα ή τουλάχιστον νουβέλα. Πρόκειται για μια απλή αφήγηση για τα προφανή μα ακατανόητα της ζωής. Ένα απόσπασμα:

Τ’ όνομά μου είναι Χοπ, ή ίσως και Χόουπ -ανάλογα με την προφορά- και θέλω να προσφέρω ακριβώς αυτό που λέει, ελπίδα δηλαδή. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Πώς να είναι άλλωστε, αφού πού και πού νιώθω ακόμη κι εγώ η ίδια απελπισμένη! Ωστόσο προσπαθώ, κάνω ό,τι μπορώ, κι ας είμαι τόσο μόνη. Όχι ακριβώς μόνη, αλλά μόνη. Αυτά που κάνω είναι η ζωή μου, δίχως αυτά δεν έχω ζωή. Δεν έχω ζωή.
Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Υόρκη, μ’ ένα πατέρα που ήταν σχεδόν πάντα απόν και μια μητέρα που μόνο φαινομενικά ζούσε εκεί. Είχαμε λεφτά με την ουρά, αφού η μητέρα μου καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια κι ο πατέρας μου ήταν ένας αδίστακτος άνθρωπος, που κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να σταθεί στο δρόμο του προς την κορυφή. Όταν λέμε κορυφή βλέπε, το χρήμα και τη φήμη. Το πρώτο το απέκτησε σχετικά εύκολα, με ένα γάμο, το δεύτερο, λίγο πιο δύσκολα, πατώντας επί πτωμάτων. Στην αρχή ήταν απλά ένα μικρό στέλεχος μιας μεγάλης επιχείρησης, αλλά σαν άτομο χωρίς πολλούς ενδοιασμούς και άγνοια της λέξης ενοχή, πήρε σιγά-σιγά ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια προς την κορυφή που ονειρευόταν. Διαθέτοντας ένα λαμπρό μυαλό και μια καρδιά από πέτρα, κατόρθωσε σε λίγα μόλις χρόνια να γίνει συνέταιρος σ’ εκείνη την πρώτη του δουλειά, και -αφού έφτιαξε το όνομά του- να την παρατήσει και να φύγει γι’ άλλα. Με το χρήμα της μάνας μου, αλλά και με τις δικές του πλέον οικονομίες, δημιούργησε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών, που όπως έλεγε τον έβαλε στον χάρτη. Σιγά-σιγά το όνομά του άρχισε να αναφέρεται όλο και πιο συχνά στα οικονομικά ένθετα των εφημερίδων και τα περιοδικά, κι εκείνος πήρε να εμφανίζεται σαν ειδικός στα τηλεοπτικά πάνελ, να δίνει συνεντεύξεις, να οργανώνει δεξιώσεις για πολιτικούς και επιχειρηματίες, να καταξιώνεται.
Πού ήμουνα εγώ όταν συνέβαιναν όλ’ αυτά; Κλεισμένη στο χρυσό κλουβί μου, φυσικά. Πρώτα παρέα με τις γκουβερνάντες, ύστερα με τις νηπιαγωγούς και τους δασκάλους στα καλύτερα σχολεία, και μετά σπουδάζοντας -άβουλο πλάσμα όπως ήμουνα- διοίκηση επιχειρήσεων σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας. Είχα ένα όνειρο να πραγματοποιήσω βλέπετε, το όνειρο του πατέρα μου. Όσο για τη μάνα μου, το είπα και πιο πάνω, ήταν σα μια σκιά στη ζωή μου, μια γυναίκα ουσιαστικά άγνωστη, που απλά έτυχε να με γεννήσει.
Τη θυμάμαι τώρα και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω, όχι με ζεστασιά, αλλά ειρωνικά. Πόσο διαφορετικές είμαστε! Σχεδόν από άλλο πλανήτη. Εκείνη ήτανε πάντοτε κομψή, καλοντυμένη, στολισμένη με χρυσαφικά και διαμάντια, βαμμένη μέρα-νύχτα στην εντέλεια, και με εξεζητημένες κομμώσεις, που σύμφωνα μ’ ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό δημιουργούσαν μόδα. Κι είχε κι εκείνο το παγωμένο πράσινο βλέμμα, που πάντα έλαμπε, αλλά στο οποίο ήταν αδύνατο να διακρίνει κανείς ένα ίχνος αγάπης, συμπάθειας έστω. Εγώ; Εγώ, τώρα μοιάζω σαν αλητάκι. Απλά ένα αλητάκι κάποιας ηλικίας. Φοράω πάντα τζιν και φανελάκι ή φαρδιά πολύχρωμα ρούχα, σαντάλια αγορασμένα από τα παζάρια των φτωχών και τα μαλλιά μου είναι σχεδόν πάντα ατημέλητα, λες και μόλις ξύπνησα. Όσο για τα μάτια μου αυτά είναι μελένια – σαν και το μέλι που στάζει η ψυχή μου λέει μία φίλη, αφού δεν μπορεί να δει τα σκοτάδια που κρύβω μέσα μου.
Όπως και νάχει, έζησα για πολλά χρόνια μέσα σ’ αυτό το τεράστιο ψέμα που θεωρούσα φυσιολογική ζωή. Τα μάτια μου ήτανε, βλέπετε, κλειστά. Δεν έβλεπαν τις σκληρές αλήθειες αυτού του κόσμου, παρά μόνο το περίτεχνο περιτύλιγμά του, αυτό που εμφύτεψαν μέσα μου οι γονείς.
Τώρα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου του τότε νιώθω μέσα μου να βράζω, να οργίζομαι. Πώς μπορούσα να είμαι τόσο τυφλή; Πώς μπορούσα να μη βλέπω; Ίσως να έφταιγε το ότι απλά έτσι έμαθα. Είμαστε αυτοί που μας κάνουν οι άλλοι, μέχρι να γίνουμε -αν συμβεί ποτέ αυτό- ο εαυτός μας. Κι εγώ ήμουνα ένα όμορφο ανέμελο κορίτσι, με άφθονο χρήμα στην τσέπη, ακριβά ρούχα, πανάκριβο πολυτελές αμάξι και φίλους καλογυαλισμένους, προϊόντα κι αυτοί οικογενειών σαν και τη δικιά μου, φαινομενικά τέλειων, στην ουσία δυσλειτουργικών.
Θυμάμαι τα πάρτι μας, τις δίχως όρια και τέλος υπερβολές μας, τις βολικές αλήθειες και τις ανέφελες ζωές μας. Βγάζαμε τη γλώσσα στην πραγματικότητα. Κι αυτή, κάποιους από εμάς αποφάσισε να τους τιμωρήσει, δείχνοντάς τους μια όψη της πραγματικής ζωής. Ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ.
Όλα άρχισαν από τον καιρό που ήμουν μικρή, όλα τέλειωσαν την εποχή που αρνιόμουνα να μεγαλώσω. Ναι, πάντα παιδί ένιωθα. Παρά τα ποτά, τις λυκοφιλίες, την υψηλή κοινωνία, τις ψευδαισθήσεις ευτυχίας και τα ναρκωτικά που διακινούνταν ελεύθερα στον κύκλο μας, χαρίζοντάς μας περιοδικές στιγμές ικανοποίησης και γεμίζοντας τις τσέπες των εμπόρων και των πολυτελών κλινικών αποτοξίνωσης με χρήμα. Ήταν τότε που βούλιαζα ανατέλλοντας που τον γνώρισα.
Ο Άντι δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους γνωστούς μου -φίλους δεν είχα τότε- αφού έμοιαζε να μην ανήκει εκεί...

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Μου αρέσει να γελάω δυνατά

Τ’ όνομά μου είναι Νούι και είμαι πολύ-πολύ θυμωμένη. Φυσικά θα μπορούσαν να με λένε Κα, Ντα, Νουν, Μα, Γκάι ή κάποια άλλη συντομογραφία. Έτσι κι αλλιώς όλα τα ονόματά μας, αυτά που λέμε δηλαδή, συντομογραφίες είναι, αφού τα κανονικά είναι σιδηρόδρομοι, κι άντε να καταφέρει ένας ξένος να πει την αδελφή μου Καεκοκάνχα. Μπορεί; Δεν μπορεί; Πάντως θα ήθελα να με λένε Γκάι, αφού έτσι νιώθω πολλές φορές, κοτόπουλο δηλαδή. Αστείο όνομα, το ξέρω, αλλά και σοβαρό.
Ζω στην Τσιανγκ Μάι μαζί με τις τρεις αδελφές μου, αν και δεν είμαι από δω. Από την Τσιανγκ Ράι είμαι. Από ένα χωριό έξω από την Τσιανγκ Ράι δηλαδή. Ήρθα εδώ για να δουλέψω, όπως και οι αδελφές μου, μαζί μ’ αυτές κιόλας. Τη μια ήμουνα σε μια φάρμα στο χωριό με τις αγελάδες, τα χωράφια με το ρύζι, και τα μικρότερα αδέλφια μου και την επόμενη βρέθηκα στην πόλη να σερβίρω σ’ ένα μπαρ μπύρες σε μεθυσμένους, αλλά πού και πού ευγενικούς τουρίστες. Πού και πού.
Πιο πάνω είπα ότι είμαι πολύ θυμωμένη. Ε, μ’ αυτούς είμαι θυμωμένη. Με τους τουρίστες. Που έρχονται εδώ και μας αντιμετωπίζουν σαν αξιοθέατα, που μας φωτογραφίζουν χωρίς να μας ρωτάνε, που ξοδεύουνε χιλιάρικα σε ποτό και δεν μας αφήνουν ούτε ένα μπατ φιλοδώρημα, που μας κοιτάνε αφ’ υψηλού. Να συνεχίσω;
Ωστόσο, μου αρέσει η ζωή στην πόλη. Εδώ όλο και κάτι μαθαίνεις. Μαζεύω λόγια και εικόνες από παντού, μαθαίνω να γράφω και να μιλώ καλύτερα. Μόνο το δημοτικό τέλειωσα αφού δεν είχα κι άλλη επιλογή, κι έτσι τώρα αντιμετωπίζω τα όσα ζω εδώ σαν το σχολείο μου. Μαθαίνω σιγά-σιγά όλο και περισσότερες λέξεις στ’ αγγλικά, βλέπω ταινίες -κάτι που ήταν αδύνατο στο χωριό μου αφού δεν είχαμε ηλεκτρισμό, οπότε ούτε και τηλεόραση- διαβάζω περιοδικά και πού και πού, όταν πέφτουν αναδουλειές κάθομαι μοναχή και τραγουδάω παλιούς σκοπούς.
Φαντάζομαι πόσο φτωχή θα φαντάζει η ζωή μου στα μάτια σας. Η αλήθεια όμως είναι ότι δε ζηλεύω τη δική σας. Τουλάχιστον αν είναι έτσι όπως ακούω να την περιγράφουν αυτοί που έρχονται εδώ κάθε βράδυ, οι αιώνιοι περαστικοί, που δε σταματούν ούτε στιγμή να μιλάνε για τον εαυτό τους: εγώ… εγώ… εγώ… κι εγώ… Η αλήθεια είναι ότι έχουν την πλάκα τους. Τριγυρνούν από δω κι από κει, πίνουν ασταμάτητα, τρώνε τα πιο ακριβά φαγητά και μιλάνε για το πόσο δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα ταξιδεύοντας, και ξοδεύοντας δίχως έγνοια καμιά τα λεφτά του μπαμπά και της μαμάς. Και περιγράφουν μια επίσκεψη σ’ ένα χωριό, με οδηγό, σα μια μεγάλη περιπέτεια. Εμείς νοιαζόμαστε μονάχα να βγάλουμε αρκετά για ν’ αγοράσουμε ένα πιάτο φαϊ, κι ό,τι θέλει ας ξημερώσει η επόμενη μέρα. Είμαστε πιο τυχεροί. Δεν είμαστε;
Θέλω να γελάσω όταν τους ακούω και κάποιες φορές το κάνω κιόλας, αφού όσο κι αν λέω ότι είμαι θυμωμένη, μου αρέσει να γελάω πολύ και να γελάω δυνατά. Κι αυτοί οι φαλάνγκ*, μου δίνουν πολλές αφορμές. Όπως μου δίνουν κι αφορμές για να θυμώσω. Να, τις προάλλες κάποιοι ήθελαν ντε και καλά να τους κεράσουμε μια από τις δεκάδες μπύρες που ήπιαν. Εμείς τους εξηγούσαμε ότι απλά δουλεύουμε εδώ και δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, κι έκεινοι έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν. Και φώναζαν. Φώναζαν πολύ. Ειδικά οι γυναίκες. Οι εγγλέζες. Και ήθελα να βγω έξω και να τις χτυπήσω, ν’ αρπάξω ένα μπουκάλι Τσιανγκ** και να τους δείξω τι εστί ελέφαντας. Αλλά δεν το έκανα, αφού δεν μου αρέσει η βία, μου αρέσουν οι αγκαλιές. Μα, πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, πόσο ηλίθιοι. Αν πληρώναμε εμείς την μπύρα τους θα μέναμε νηστικές εκείνο το βράδυ, αφού τα φιλοδωρήματα δεν έφταναν για τίποτ’ άλλο. Θα μέναμε νηστικές για να μεθούν εκείνοι. Στο τέλος πλήρωσαν, αλλά αφού μας έσπασαν τα νεύρα. Κι αφού τους βρίσαμε πολύ, στα ταϊλανδέζικα φυσικά, Chi pay***.
Κάθε τόσο σκέφτομαι το χωριό, αυτούς που άφησα πίσω μου. Θα ήθελα να γυρίσω εκεί; Η αλήθεια είναι το πώς τώρα πια όχι. Όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή μου εδώ, όσο κι αν μου λείπουν οι γονείς και τα μικρότερα αδέλφια μου. Εξάλλου για χάρη τους έφυγα, αφού χρειάζονται το μισθό μου για να τα βγάλουν πέρα – εγώ ζω με τα φιλοδωρήματα. Δουλεύω δώδεκα ώρες την ημέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα, είκοσι εφτά το μήνα. Είκοσι εφτά επειδή δικαιούμαι τρεις ολόκληρες μέρες άδεια, οπότε κι επισκέπτομαι το χωριό μου. Όσο για το μισθό μου, μετά από την τελευταία αύξηση έφτασε τα εκατόν πενήντα μπατ**** την ημέρα, έγινα πλούσια δηλαδή. Δεν ξέρω πόσο κάνουν αυτά σε δικά σας λεφτά, αλλά είμαι σίγουρη ότι είναι πολύ λίγα. Δε χρειάζομαι περισσότερα όμως. Όχι πως θα με πείραζε αν είχα δηλαδή.
Α, ξέχασα να σας πω πώς είμαι, ή πώς μοιάζω, ή αυτό, τέλος πάντων. Έχουμε και λέμε: ύψος ένα μέτρο και πενήντα πέντε εκατοστά, βάρος τριάντα οχτώ κιλά. Πολύ χοντρή δηλαδή. Τόσο χοντρή που μου πέφτει το παντελόνι που κληρονόμησα από την αδελφή μου, ακόμη κι όταν φοράω ζώνη, με αποτέλεσμα να κάνω τους άλλους να γελάνε. Ωστόσο, δε με πειράζει αυτό, ας γελάνε. Μακάρι να γελάει όλος ο κόσμος. Φτάνει να μη σκοτώνεται. Ηλικία; Θα γίνω δεκαεννιά σε δύο μήνες και δουλεύω ήδη εδώ και εφτά χρόνια. Έχω ίσια μαύρα μαλλιά, όχι πολύ μακριά, τα οποία συνηθίζω να πιάνω σε μια μικρή κοτσίδα και μάτια ελαφρά καφέ. Δεν ξέρω αν είμαι όμορφη, αλλά είμαι χαριτωμένη. Είδα κι έπαθα να μάθω τι σημαίνει αυτό. Άκουγα τους ξένους να λένε συνεχώς ότι είμαι κιουτ και μέχρι να μου εξηγήσει κάποιος τη σημασία της λέξης σχεδόν αγωνιούσα. Εντάξει, καλά, ψέματα λέω, αλλά όσο να ’ναι ήθελα να μάθω.
Οι αδελφές μου λένε ότι θέλουν να βρουν κάποιο ξένο να παντρευτούν για να τα παρατήσουν όλα, αλλά εγώ καθόλου δε βιάζομαι. Ούτε να βρω ξένο θέλω, αλλά ούτε και να παντρευτώ. Εξάλλου δε μ’ αρέσουν και πολύ οι ξένοι. Κάποιοι είναι συμπαθητικοί, αλλά συνήθως είναι πολύ μεγάλοι για μένα. Ω, δεν μπορώ να σας πω πόσο θυμώνω όταν βλέπω μια νέα ταϊλανδή μ’ ένα γέρο ξένο. Ανάβουν τα αίματά μου -πώς το λέτε εσείς;-, παίρνω ανάποδες. Μα, ύστερα… Ύστερα σκέφτομαι ότι το κάνει από ανάγκη και λίγο τη συγχωρώ. Μόνο λίγο. Πάντα υπάρχει άλλη λύση, σκέφτομαι. Έτσι δεν είναι;
Η κοκέτα της παρέας λέει ότι πρέπει να μάθω λίγο περισσότερα αγγλικά, ν’ αρχίσω να φροντίζω τον εαυτό μου και να φλερτάρω με τους ξένους, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό, απλά δεν μπορώ. Εγώ θα ήθελα… Θα ήθελα… Να το πω; Ε, θα το πω! Αφού δεν έχετε ιδέα ποια είμαι, θα το πω: εγώ θα ήθελα να είμαι με την Ανν. Ορίστε, το είπα. Μου αρέσει πολύ η Ανν. Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη δουλειά με έθεσε υπό την προστασία της και πάντα με φροντίζει, κι όταν της περισσεύουν λίγα λεφτά μου αγοράζει και κάνα πιάτο φαϊ, για να μην πεθάνω λέει απ’ την πείνα. Κι η αλήθεια είναι πώς παρά το ότι είμαι μικροκαμωμένη πεινάω πολύ. Ίσως επειδή δεν τρώω τίποτα σχεδόν όλη μέρα. Ίσως επειδή κάποιες φορές δεν τρώω ούτε τη νύχτα. Όταν δεν έχω καθόλου λεφτά για φαγητό, τρώω παγάκια. Ναι, μη γελάτε. Τα παγάκια κάνουν το στομάχι να νιώθει για λίγο γεμάτο. Ευτυχώς όμως δε συμβαίνει πολύ συχνά αυτό. Κάποιες φορές ένα-δυο ξένοι που μένουν στην πόλη με βλέπουν έτσι κι αμέσως μου παραγγέλνουν φαϊ, και δεν περιμένουν ούτε ένα ευχαριστώ. Αυτοί μου αρέσουν. Αλλά όχι σαν την Ανν. Η Ανν είναι το κάτι άλλο. Κάθε νύχτα στο τέλος της βάρδιας καθόμαστε στα σκαμπό ακουμπώντας πλάτες, και μοιραζόμαστε τις ίδιες μουσικές, κι η ζωή τότε γίνεται πολύ ωραία. Όχι πως δεν είναι πάντα. Είναι. Πάντα! Απλά πού και πού τη μαυρίζουν η θλίψη κι η πείνα. Υπάρχουν και χειρότερα. Αλλά…
Κλαίω τώρα. Κλαίω! Κάποιος μου έφερε παγωτό. Πρώτη φορά τρώω παγωτό στη ζωή μου. Τι καλά! Είμαι ευτυχισμένη. Τραγουδάω ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Τραγουδάω. Και τώρα γελάω. Το γέλιο μου μυρίζει βανίλια-σοκολάτα.
Με λένε Νούι και μ’ αρέσει να γελάω δυνατά.

*Ξένοι
**Ελέφαντας, αλλά και μάρκα μπύρας
***Η χειρότερη βρισιά στα ταϊλανδέζικα. Αμετάφραστη…
****Περίπου τρία ευρώ

υ.γ. Πρώτη γραφή μιας νέας ιστορίας και πάλι

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ο βασιλιάς του δρόμου

Το όνομά μου είναι Σάντζιου και είμαι ο βασιλιάς του δρόμου -τουλάχιστον σύμφωνα με τον μπαμπά μου- αλλά σίγουρα ξέρει καλύτερα αυτός. πάντα ξέρει καλύτερα αυτός. Αφού μου το λέει κιόλας: να με υπακούς. Εγώ ξέρω καλύτερα. Ε, για να το λέει κάτι θα ξέρει.
Είμαι οκτώ χρονών, αν και δείχνω πιο μικρός, ίσως έξι. Είμαι λεπτός πολύ, κοντός και πάντα φοράω βρώμικα ρούχα από δεύτερο ή τρίτο χέρι, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Η μαμά λέει ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτά που έχουμε, αλλά πού και πού την ακούω να λέει στον μπαμπά πως δεν έχουμε αρκετά. Κι εκείνος της λέει ότι προσπαθεί. Πάντα προσπαθεί. Δεν κατάλαβα για τι, αλλά δεν πειράζει.
Έχω πέντε ακόμη αδέλφια, αφού η μάνα μου, μου λένε οι γειτόνισσες, ότι γεννάει σαν κουνέλα. Πώς μπορεί μια γυναίκα να γεννάει σαν κουνέλα; Και τι είναι η κουνέλα; Έτσι αποκαλούν τις μαμάδες που γεννάνε πολύ; Τι έλεγα; Α, ναι, για τ’ αδέλφια μου. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Μετά είναι ο αδελφός μου, η αδελφή μου, η αδελφή μου, κι ο μικρός μου αδελφός, κι ύστερα το μωρό. Αυτό δεν κατάλαβα αν αδελφός ή αδελφή ακόμη, αφού το αποκαλούν μπέ-ι-μπι. Ή πέ-ι-πι. Δεν είμαι σίγουρος.
Ζούμε στην καλύτερη και την πιο σημαντική πόλη της Ινδίας και του κόσμου ολόκληρου, σύμφωνα και πάλι με τον μπαμπά, την Άγρα. Υπάρχουν κι άλλες πόλεις εκτός απ’ αυτήν; Κι αν ναι, πού είναι; Όλο ρωτώ και ρωτώ, το ξέρω, αλλά τι να κάνω αφού μου αρέσει;
Η μαμά μου λέει ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα και κάθε τόσο όταν συναντώ κάποια νεκρή γάτα στο δρόμο, αναρωτιέται ποια είναι αυτή η κυρία περιέργεια που σκοτώνει τις γάτες. Τι τις έφταιξαν οι κακομοίρες; Εγώ αγαπώ τις γάτες. Οι γάτες είναι φίλες μου. Κάνουμε πολλή παρέα, αφού κι εγώ, όπως κι αυτές, όλη μέρα στο δρόμο βρίσκομαι. Όχι πως δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω, έχω, αλλά δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό. Κάποιοι μου λένε ότι πρέπει να πάω στο σχολείο. Μα γιατί να φύγω από την Άγρα και να πάω στο σχολείο; Τέλος πάντων.
Όπως έλεγα, είμαι συνέχεια στο δρόμο και κάνω αυτό για το οποίο η μαμά κι ο μπαμπάς περηφανεύονται: κάθομαι και κλαίω. Αστείο δεν είναι; Αλλά σοβαρά μιλάω. Κάθομαι και κλαίω απ’ το πρωί ως τη νύχτα, κάθε μέρα σε κάποιο διαφορετικό σημείο της πόλης, όπου με πάει με το τρίκυκλο ο μπαμπάς. Τη μια είμαι στην είσοδο του Ταζ Μαχάλ, την άλλη στο Φρούριο ή το Κάστρο της πόλης -δεν είμαι σίγουρος πώς ακριβώς το λένε- και την άλλη στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πηγαίνω εκεί απ’ τα χαράματα και κάθομαι και κλαίω, και διάφοροι άνθρωποι έρχονται και μου δίνουν φαγητό ή λεφτά, κάποτε και ρούχα. Όχι δε ζητιανεύω. Μου εξήγησε ο μπαμπάς τι είναι αυτό και δεν το κάνω. Μου είπε ότι ο κόσμος αντιπαθεί τους ζητιάνους. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μάλλον επειδή είναι κακοί άνθρωποι. Ή όχι;
Πω πω, πόσα πράγματα δεν ξέρω! Δεν πειράζει όμως, κάποια μέρα θα τα μάθω. Εξάλλου κάθε μέρα και κάτι μαθαίνω. Δεν κλαίω μόνο. Τι νομίσατε; Όταν κάθομαι στη γωνιά μου ακούω τους ανθρώπους που μιλάνε και μαθαίνω διάφορα, ακόμη και ξένες λέξεις. Τις μαθαίνω από τους ξένους, όταν πολύ σπάνια έρχονται και μου μιλάνε, ή όταν περιμένουν το τρένο, ή όταν τους παίρνουν οι ξεναγοί -πολύ μου αρέσει αυτή η λέξη- από το ένα μέρος στο άλλο και τους μιλούν για το ένα και για το άλλο.
Μου αρέσουν οι ξένοι, αλλά όχι πολύ. Κάθε τόσο μου δίνουν λεφτά, ή κάτι να φάω, όμως τις περισσότερες φορές με αγνοούν. Αγ-νο-ούν! Ορίστε, το είπα. Κάνουν ό,τι δεν υπάρχω, κι ας μην τους ενοχλώ. Α, κι οι ξένοι δεν είναι σαν τον μπαμπά και τη μαμά μου. Δεν άκουσα ποτέ κανέναν απ’ αυτούς να λέει στο γιο του ότι είναι ο βασιλιάς του δρόμου και πολύ λίγες φορές είδα κάποιον να σηκώνει τα παιδιά του στις πλάτες του όπως κάνει ο μπαμπάς. Μάλλον δε θα είναι περήφανοι γι’ αυτά. Γιατί όμως; Αφού είναι καθαρά, καλοντυμένα και μιλούν και ξένες γλώσσες. Αγγλικά. Ισπανικά. Ιταλικά. Γιαπωνέζικα. Χίντου γιατί δε μιλάνε; Παράξενοι άνθρωποι. Δεν πειράζει.
Α, τώρα θα νομίζετε ότι ζω στο δρόμο, μα όχι δεν ζω. Στο δρόμο. Στο σπίτι μου ζω. Όχι πως είναι κανονικό σπίτι. Μια παράγκα είναι με πάτωμα από χώμα, σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες. Σ’ αυτές ζουν πολλοί κάτοικοι. Όπως και το σπίτι μας δηλαδή, οκτώ νοματαίοι. Αλλά μας χωράει μια χαρά. Κοιμόμαστε όλοι πάνω σε παλιές κουβέρτες που μας δίνουν κάθε χρόνο οι φιλανθρωπίες, όποιες κι αν είναι αυτές ενώ νερό κλέβουμε -ή παίρνουμε, δεν είμαι σίγουρος- από τις βρύσες της γειτονιάς. Η μαμά όλη μέρα μαγειρεύει αφού τα μωρά πεινούν συνεχώς, ενώ ο μπαμπάς, που δεν μπορεί να βρει μια α-ξι-ο-πρε-πή δουλειά, τριγυρνά από δω κι από κει με το τρίκυκλο για να βγάλει λίγες δεκάρες. Όταν τον ρωτώ από πού πρέπει να τις βγάλει γελάει δυνατά και μου λέει: Είσαι αστείος. Κι είσαι έξυπνος. Είσαι ο βασιλιάς του δρόμου.
Ναι, είμαι, αφού αν δεν ήμουνα δεν ξέρω που θα βρίσκαμε λεφτά για φαγητό. Όλο και κάτι φέρνω στο σπίτι, κι έτσι δεν πεινάμε -τουλάχιστον όχι πολύ- ποτέ.
Πού και πού, αργά τη νύχτα, ακούω τον μπαμπά και τη μαμά να τσακώνονται -όταν νομίζουν ότι κοιμάμαι- και θέλω ν’ αρχίσω να κλαίω, μα δεν το κάνω. Κλαίω όλη μέρα, δεν μπορώ να κλαίω και τη νύχτα.
«Είσαι άχρηστος. Δεν είσαι ικανός για τίποτα», του φωνάζει αυτή.
«Και τα παιδιά που σου έκανα; Δεν είναι κάτι;» ρωτάει μ’ απορία, χωρίς να φωνάζει αυτός.
Θέλω να τους μιλήσω, να τους κάνω να γελάσουν, αλλά και να τους ρωτήσω πώς ο μπαμπάς έκανε τα παιδιά, δηλαδή εμάς, αλλά σιωπώ. Αφήνω να περάσει η μπόρα, όπως λένε οι μεγάλοι. Και πάντα περνά. Ύστερα όμως επειδή εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ βγαίνω έξω στο δρόμο και κάθομαι και κοιτάω τους περαστικούς πολύ-πολύ λυπημένος. Πάντα κάποιος περνάει. Κάποιοι σταματούν και με ρωτάνε τι κάνω εδώ, γιατί δεν είμαι στο σπίτι μου, μα έχω κατεβασμένα τα μούτρα και δεν τους απαντάω κι έτσι φεύγουν.
Φίλους δεν έχω πέρα απ’ τα αδέλφια μου αφού δουλεύω συνεχώς και δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Μόνο τις Κυριακές λίγο ξεκουράζομαι όταν φοράμε όλοι τα καλά μας, που κι αυτά δε φαίνονται και τόσο καλά, και πηγαίνουμε όλοι μαζί, ένα τσούρμο, στο σινεμά. Εκεί ο μπαμπάς δίνει κάποια από τα νομίσματα που του φέρνω όλη τη βδομάδα, μπαίνουμε μέσα και βλέπουμε ταινίες, μασώντας στραγάλια, που μου αρέσουν πολύ-πολύ, αφού σ’ αυτές όλοι τραγουδάνε και χορεύουν. Στις ταινίες όχι στα στραγάλια.
Το αγαπημένο μου τραγούδι, εκείνο που μου κόλλησε, είναι το «Η ζωή είν’ ωραία… Η ζωή είν’ ωραία… Η ζωή είν’ ωραία…». Δεν ξέρω αν είναι αυτός ο τίτλος του, αλλά πρέπει να είναι, αφού κάθε φορά που το τραγουδάνε, κάτι πολύ όμορφες κύριες χορεύουν σαν χορεύτριες, φορώντας πολύχρωμα ρούχα και κάτι περίεργα πράγματα στα χέρια και στο λαιμό, που όλο στραφταλίζουν. Πρέπει να είναι χρυσαφικά.
Πάντα όλοι είναι χαρούμενοι όταν πηγαίνουμε στο σινεμά. Φωνάζουν, τραγουδούν, γελούν. Μακάρι όλη η ζωή να ήταν σαν το σινεμά. Να ζούσαμε όλοι μέσα στα παλάτια και να ερωτευόμαστε όμορφες λεπτές κυρίες, που κλαίνε και τραγουδάνε πολύ.
Η μαμά δεν είναι λεπτή, είναι χοντρή, αλλά εγώ και πάλι την αγαπώ. Παχαίνει λέει από τις μυρωδιές που ρουφάει όλη μέρα καθώς μαγειρεύει για μας – ευτυχώς που δεν τρώει κιόλας δηλαδή, αφού τότε δε θα τη χώραγε η πόρτα για να μπει στο σπίτι. Ο μπαμπάς είναι λεπτός πολύ. Αυτός λέει ότι τον έφαγαν οι στεναχώριες. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Γιατί τις άφησε; Πού είναι αυτές οι στεναχώριες; Ποιες είναι και γιατί τρώνε τον μπαμπά μου; Τον ρωτάω να μου πει για να πάω να τις δείρω, αλλά αυτός γελάει. Πάντα γελάει όταν του κάνω κάποια έξυπνη ερώτηση και ύστερα μού λέει ότι είμαι ο βασιλιάς του δρόμου. Λες και δεν το ξέρω. Αχ, αυτοί οι μεγάλοι!
Τέλος πάντων, η ώρα πέρασε, τα δάκρυα στέρεψαν. Έβγαλα αρκετά σήμερα κι έτσι απόψε θα φάμε όλοι πολύ και θα γίνουμε ακόμη πιο πολύ ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον για απόψε. Αύριο είναι μια άλλη μέρα.
Με λένε Σάντζιου και είμαι ο βασιλιάς του δρόμου!

Πρώτη γραφή μιας ιστορίας που εμπνεύστηκα από την πιο πάνω φωτογραφία, που έβγαλα στην Καλκούτα το 2004

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Το παράπονό της

Κι είναι το παράπονο που τώρα σε πνίγει.
Ποτέ δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου λες
Ποτέ!
Αλλά εσύ δεν ήσουνα που διάλεξες αυτή τη φυλακή;
Εσύ δεν ήσουνα που πήρες πεισματικά ετούτο το δρόμο;
Τότε, γιατί παραπονιέσαι;
Γιατί;
Ναι, ξέρω, σε καταλαβαίνω,
Δίνεις πολλά, θέλεις και κάτι να πάρεις, αλλά…
Αλλά παίρνεις και το ξέρεις καλά.
Το παράπονο ωστόσο…
Το παράπονο!
Τυχερή είσαι όμως, σκέφτομαι εγώ, τυχερή,
Επειδή μπορείς!
Η φυλακή σου είναι αυτή που σε κάνει να ξεχωρίζεις,
Αυτή που αναδεικνύει εκείνο που
Από τον κόσμο μας πια τόσο λείπει,
Την ανθρωπιά.
Δύσκολος ο δρόμος που διάλεξες και μοναχικός,
Αλλά εσύ τουλάχιστον φεύγοντας
Θ’ αφήσεις πίσω σου κάτι,
Ενώ οι άλλοι…

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ