Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Βδομάδα 30



Έχει πολλά πρόσωπα η ομορφιά. Είναι αυτά της φύσης: το λευκό, το καφέ, το πράσινο και το γκρίζο, κι είναι κι αυτά του ανθρώπου, με προεξέχοντα το κίτρινο και το κόκκινο. Όμορφες αντιθέσεις.

Βλέποντας κανείς αυτή την εικόνα δεν μπορεί παρά να σκεφτεί ότι φύση και άνθρωπος είναι ένα, ή τουλάχιστον ότι αλληλοσυμπληρώνονται, μα η αλήθεια είναι ότι δεν είναι ακριβώς έτσι – όχι στις μέρες μας.

Μα αυτό δε σημαίνει ότι θα πάψει κάποτε ο άνθρωπος ν’ απολαμβάνει τα δώρα που πλήθια απλώνονται γύρω του, αλλά ούτε και πως ο φύση θα εξακολουθήσει να τα δίνει. Το μήνυμα είναι απλό: η αρμονική συνύπαρξη θα μας σώσει και τους δυο, κι έτσι η ομορφιά δε θα πάψει να υπάρχει.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

Το τρίτο θύμα - Κεφάλαιο 16



Στις δώδεκα και τριάντα πέντε εκείνος και η Αγγέλα κάθονται στο γραφείο του με τη γυναίκα που ανακάλυψε το θύμα. Της δίνουν κι αυτηνής τη σιωπηλή μεταχείριση. Το μόνο που αυτή τη φορά δεν έχουν και πολλή χρόνο στη διάθεσή τους, αφού σε κάτι περισσότερο από μισή ώρα πρέπει να αναχωρήσουν για την Ακρόπολη, όπου θα συναντήσουν τη σύζυγο νούμερο ένα.
Το όνομα της κοπέλας είναι Νάστια Ναβίτσκι, τριάντα δύο χρόνων και σύμφωνα με τα χαρτιά της βρίσκεται στην Κύπρο εδώ και δέκα μόλις μήνες. Μάλλον δεν ξέρει και πολλά ελληνικά ακόμη, αφού επέλεξε να τους μιλήσει στα αγγλικά - αν συνομιλήσουν δηλαδή τελικά αφού από τη στιγμή που πήγε εκεί το μόνο που κάνουν είναι να κοιτούν ο ένας τον άλλο σιωπηλά. Τα βαθιά γαλάζια της μάτια είναι κάπως ανήσυχα, ενώ και τα χέρια και τα μακριά της πόδια μοιάζουν να μην μπορούν να κατασταλάξουν σε μια στάση.
Ο Ιωάννου την αφήνει να βράζει στα ζουμιά της για λίγα ακόμη λεπτά, και όταν βλέπει ότι έχει φτάσει στο απροχώρητο η κατάσταση για κείνην, τη ρωτά μέσω της Αγγέλας που κάνει το διερμηνέα τι του κρύβει.
"Τίποτα", απαντά εκείνη.
"Λες ψέματα".
"Όχι".
"Δε σε ρώτησα αν λες ψέματα, ξέρω ότι λες. Το γιατί θέλω να μάθω;"
"Πότε πρόλαβα να σου πω ψέματα; Αφού τώρα μιλάμε για πρώτη φορά".
"Μού είπες ψέματα όταν απάντησες την ερώτησή μου μ' εκείνο το τίποτα. Μιλά λοιπόν. Τι μού κρύβεις;"
Την κοιτά για λίγο ακόμη βαθιά μες στα μάτια. Η μάχη είναι άνιση και πολύ σύντομα εκείνη αποστρέφει το βλέμμα.
"Τι δεν είπες στους αστυνομικούς; Μίλα", την προστάζει.
Εκείνη είναι πολύ ταραγμένη. Ξέρει ότι πρέπει να μιλήσει, αλλά φοβάται ότι αν το κάνει θα 'χει να πληρώσει κάποιο βαρύ τίμημα, αφού ξέρει ότι σαν ξένη δεν έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με τους ντόπιους, κι ας οι νόμοι λένε το αντίθετο.
Εκείνος διαβάζει τους φόβους της και τους καταλαβαίνει. Κι από τη στιγμή που δεν σκότωσε τον Χριστάκη, αλλά απλά απέκρυψε κάποια στοιχεία, δε νιώθει και έντονη την ανάγκη να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Ο χρόνος όμως τρέχει, και χρειάζεται απαντήσεις τώρα.
"Μίλα και δε θα χρησιμοποιήσουμε ό,τι κι αν έχεις κάνει, εκτός βέβαια κι αν είναι ο φόνος, εναντίον σου", λέει στα ελληνικά κι η Αγγέλα επαναλαμβάνει στα αγγλικά.
Εκείνη τον παρατηρεί για μια στιγμή σιωπηλά. Ο Νίκος της είπε ότι είναι πολύ εντάξει ο Χοντρός. Και δε διακρίνει κανένα δόλο στο βλέμμα του.
"Οκέι. Θα σου πω τι έκανα. Αλλά υπόσχεσαι ότι δε θα μου συμβεί τίποτα;"
"Υπόσχομαι".
"Όταν βρήκα τον Χριστάκη νεκρό", αρχίζει εκείνη, "πανικοβλήθηκα. Και η πρώτη μου σκέψη ήταν να βρω το κινητό του τηλέφωνο, προτού κάνω οτιδήποτε άλλο, αφού άρχισα να τον βλέπω εδώ και δυο μήνες εκτός δουλειάς και είχε κάποιες φωτογραφίες μου εκεί, που δεν ήθελα να δει κανείς. Καταλαβαίνετε…"
Κόμπιασε για μια στιγμή. Αλλά εκείνος της έκανε νόημα με το κεφάλι να συνεχίσει κι αυτή υπάκουσε.
"Μόλις το βρήκα, το απενεργοποίησα και το έχωσα στην τσέπη μου. Και μετά… Μετά έβγαλα φωτογραφίες με το δικό μου κινητό κει μέσα, αφού…"
Δεν έμοιαζε να έχει τις δυνάμεις να συνεχίσει να μιλά. Ότι κι αν έκανε πριν, μάλλον αυτό που θα τους έλεγε ότι θα έκανε μετά θα ήταν και το χειρότερο. Ο Χοντρός όμως ήθελε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μαζί της έτσι δεν την άφησε να χρονοτριβήσει άλλο.
"Σού έχω δώσει το λόγο μου. Μίλα να τελειώνουμε".
"Θα ανέβαζα τις φωτογραφίες στο ίντερνετ για να πουληθούν, υπάρχει μεγάλη αγορά…"
"Για λήψεις από σκηνές εγκλήματος", ολοκλήρωσε εκείνος στα αγγλικά την πρόταση, προκαλώντας της μια κάποια έκπληξη που δεν έπρεπε, αφού εδώ και λίγη ώρα η Αγγέλα είχε πάψει να μεταφράζει τις απαντήσεις της στα αγγλικά, μια και το αφεντικό της ήταν άρτιος γνώστης της γλώσσας.
"Και τώρα;" ρώτησε εκείνη.
"Και τώρα θα μας παραδώσεις τα δύο τηλέφωνα και θα πας στο καλό".
"Έσβησα τις φωτογραφίες μου από το κινητό του Χριστάκη".
"Αν τις χρειαστούμε ξέρουμε που να τις βρούμε, αλλά δεν πιστεύω να υπάρχει λόγος".
Κάτι έμαθε απ' τον Τεκ και τους άλλους μέσα σ' αυτό τον ένα χρόνο ο Χοντρός. Ήξερε ότι ακόμη κι αν διέγραφε κάποιος τις φωτογραφίες του απ' το κινητό, υπήρχαν ακόμη στο Σύννεφο, όπως το λέγαν, και οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τις πάρει από κει. Όμως, έτσι κι αλλιώς δεν τον απασχολούσαν οι μάλλον γυμνές φωτογραφίες της κοπέλας, αλλά εκείνες που η ίδια έβγαλε στο διαμέρισμα, όπως και οι πιθανές κλήσεις του Χριστάκη προτού συμβεί το κακό.
"Αγγέλα, παράλαβε τα δύο κινητά αλλά κόψε απόδειξη μόνο γι' αυτό της κυρίας Ναβίτσκι, και μετά δώσ' τα στον Τεκ για να δούμε τι θα μπορέσει ν' ανακαλύψει εκεί. Και στείλε μου την Ντίνα".
Οι δύο γυναίκες υποχωρούν και σε λίγο εισέρχεται στο χώρο η τελευταία φέρνοντάς του κι ένα σάντουιτς απ' το πρώην γραφείο του, το οποίο ήταν ένα καφενεδάκι, στο οποίο συνήθιζε να πηγαίνει κάθε πρωί, προτού πάρει προαγωγή κι αρχίσουν τα ζόρια.
"Χα. Μπράβο ρε Ντίνα, όλα τα σκέφτεσαι. Τώρα που σε είδα θυμήθηκα ότι δεν έχω φάει τίποτα από χθες το βράδυ. Πώς πάει το πράμα εκεί έξω;"
"Λίγο αργά, αλλά όχι πιο αργά απ' ό,τι συνήθως. Ο Αντωνίου μού είπε ότι ανακάλυψε κάτι στη διάρκεια της ιατροδικαστικής εξέτασης, αλλά δε θα είναι σε θέση να μας πει κάτι με σιγουριά μέχρι αργότερα σήμερα το απόγευμα. Και πριν με ρωτήσεις, όχι, δεν του ξέφυγε κάτι που να με οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα. Τον ξέρεις τώρα. Παρεμπιπτόντως πήρα τηλέφωνο τον Σωτηρίου, εκ μέρους σου, αφού ξέρω ότι ξέχασες να το κάνεις. Του είπα τι ζόρια τραβάμε και είπε ότι δεν υπάρχει λόγος να βιαστείς να του τηλεφωνήσεις, μπορεί να περιμένει".
"Αν δεν είχα κι εσένα…"
"Ναι. Αν δεν είχες κι εμένα. Μάσα όμως τώρα. Σε πέντε λεπτά πρέπει να φύγουμε".
Τι μέρα κι αυτή. Από συνάντηση σε συνάντηση κι από ανάκριση σε ανάκριση το πάνε. Μέχρι να 'ρθει το βράδυ θα έχουν επισκεφθεί τα περισσότερα προάστια της Λευκωσίας και κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τι θα τους φέρει η νύχτα.
Καθώς ετοιμάζονται ν' αναχωρήσουν μπαίνει στο γραφείο ο Τεκ, μ' εκείνο το χαρακτηριστικό του χαμόγελο που θυμίζει γκριμάτσα κάποιου καρτουνιστικού ήρωα στα χείλη.
"Τον βρήκα", λέει.

Δε θα προδημοσιεύσω άλλα αποσπάσματα απ' αυτό το βιβλίο, αφού από δω και πέρα θα χρειαστεί να κάνω αρκετές διορθώσεις στο πρωτότυπο. Ωστόσο αυτά που ανέβηκαν ήδη αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του βιβλίου οπότε κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι δε σάς έδωσα αρκετή "ύλη" για ανάγνωση.

Τα προηγούμενα κεφάλαια μπορείτε να τα βρείτε στην κεντρική σελίδα του μπλογκ.

Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
 

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Το τρίτο θύμα - Κεφάλαιο 15



Στο μεταξύ η Μαργαρίτα και η Νάντια κάθονται στο εστιατόριο, όπου κανόνισαν να συναντηθούν και συζητούν.
Ο πρώτη παρήγγειλε μια μερίδα μπιζέλι και σαλάτα και η δεύτερη, που ακόμη και στις γευστικές της επιλογές αποτελεί κάποιου είδους υβρίδιο, φακές με μισή μερίδα κεφτέδες. Είναι πολλή το φαΐ.
"Χαίρομαι πολύ που αποφάσισες να δεχτείς την πρότασή μου. Δε με ξέρεις καλά και δεν έχεις λόγο να με εμπιστεύεσαι, αλλά σου υπόσχομαι ότι θα σου λέω πάντα την αλήθεια. Γι' αυτό εξάλλου βιάστηκα να συναντηθούμε και πάλι. Για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα, τα οποία ίσως δε θα σου αρέσουν. Αν όντως δε σου αρέσουν, τότε δε βαριέσαι, η ζωή συνεχίζεται".
Είναι μοναχές τους τώρα εκεί, μ' εξαίρεση το προσωπικό του εστιατορίου. Η μοναδική γυναίκα του προσωπικού ήρθε, πήρε την παραγγελία τους, και τους σέρβιρε τα φαγητά μαζί μ' ένα μπουκάλι νερό και μια μεγάλη μπύρα. Η μπύρα είναι για την Νάντια, που βιάζεται λίγο να μπει στο ψητό αφού σε είκοσι λεπτά-μισή ώρα το μαγαζί θα γεμίσει.
"Για πες", απαντά ατάραχη η Μαργαρίτα, ανάμεσα σε δυο μπουκιές.
Εκείνη της εξηγεί τα πάντα σχετικά με το dark net, και για τα ζόρια που τραβάει με τις τελευταίες υποθέσεις της και περιμένει να δει την αντίδραση της άλλης γυναίκας, που μοιάζει σχεδόν αδιάφορη.
"Προφανώς δε γνωρίζεις τον πατέρα μου", της λέει. "Ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες είναι χάκερ. Και δεν τον χαλάει καθόλου να κινείται στα όρια του νόμου. Φτάνει να μην τον παραβιάζει. Αυτά που λες κινούνται στα όρια, αλλά δεν είναι παράνομα. Δεν αποκαλύπτεις προσωπικά δεδομένα κάποιων, δεν τα πουλάς για κέρδος, δεν προσπαθείς να κάνεις κανένα κακό. Εξάλλου μπορώ πολύ καλά να κρίνω ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό. Και σε εμπιστεύομαι, αφού όσες φορές συναντηθήκαμε δεν είπες ποτέ ψέματα, εκτός σε μία περίπτωση που επιχείρησες να κάνεις κάποιον να νιώσει καλύτερα".
Έμεινε να την κοιτά άφωνη η Νάντια. Μα πού το κατάλαβε; αναρωτιέται. Πώς; Μα ύστερα θυμάται, τις σπουδές της, την άτυπη μαθητεία στο πλάι του πατέρα της, έστω και υπό την ασφάλεια του σπιτιού της.
Δίνουν τα χέρια και συνεχίζουν το φαγητό τους.
"Μετά τι έχεις να κάνεις;" τη ρωτά μετά από μερικά λεπτά.
"Πρέπει να πάω να πάρω το αμάξι του γέρου μου απ' τον μηχανικό κάποια στιγμή το απόγευμα. Πριν και μετά είμαι απόλυτα ελεύθερη".
"Ωραία. Θα σε πάω στο άντρο μου".
Αποχωρούν με τα πόδια από το εστιατόριο στις δώδεκα και μίση, καθώς οι τακτικοί πελάτες αρχίζουν να καταφθάνουν ο ένας πίσω από τον άλλο. Καμία δεν πήγε με αυτοκίνητο εκεί, αφού της μιας ήταν καθηλωμένο στο αστυνομικό τμήμα και η άλλη συνήθιζε να κινείται παντού με τα πόδια μέσα στην πόλη.
Όχι και πολλή ώρα μετά η Μαργαρίτα, χωρίς να το ξέρει, βρίσκει τον εαυτό της να βαδίζει στ' αχνάρια του πατέρα της, αφού το σπίτι που επισκέπτεται απέχει λίγα μόλις μέτρα από το σημείο όπου εντοπίστηκε το κινητό του Χριστάκη, πίσω από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας.
Νιώθει μεγάλη έκπληξη όταν μπαίνει στο άντρο της Νάντιας, αφού δεν είναι καθόλου όπως το περιμένει. Ξέροντας το χαρακτήρα της κοπέλας θεώρησε ότι θα έμενε σε κάποιο μικροσκοπικό σπίτι μ' ένα δωμάτιο κι ένα μικρό σαλόνι, μια κουζινούλα τόση δα κι ένα μπάνιο μινιατούρα. Αντί αυτού εισήλθε σ' ένα σπίτι παλιό κι ευρύχωρο, απ' αυτά που αν έβλεπε σε κάποια φωτογραφία θα έπαιρνε για κάποιο αρχοντικό.
Ακούει το γέλιο της κοπέλας δίπλα της και συνέρχεται.
"Είσαι σαν απολιθωμένη", της λέει και συνεχίζει να γελά για λίγο ακόμη. "Περίμενες να βρεις ένα αχούρι, έτσι; Να όμως που τα φαινόμενα απατούν. Έλα να σε ξεναγήσω. Και ρώτα με ό,τι θες".
Όντως χρειάζεται την ξενάγηση, αφού αυτό το σπίτι μοιάζει βγαλμένο από κάποιο παραμύθι. Και τι δε βλέπει εκεί μέσα! Μια παλιά ραπτομηχανή, μάλλον κατασκευασμένη στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μια αρχαία τηλεόραση-έπιπλο, σίγουρα ασπρόμαυρη. Κεντήματα στους τοίχους και στων διαφόρων σχημάτων τραπέζια. Και πίνακες. Πολλοί πίνακες, νέοι και παλιοί. Ένα ραδιόφωνο-κουτί. Ένα γραμμόφωνο -αν είναι δυνατόν!- κι αμέτρητοι δίσκοι. Πολλές κατασκευές, ιδιόρρυθμες. Ένα τεράστιο σιδερένιο διπλό κρεβάτι, καλυμμένο με τούλι από πάνω. Τρία μπαούλα. Τα δύο απλά φτιαγμένα με ξύλο και το τρίτο εμπλουτισμένο με εικόνες χαραγμένες σε μπρούντζο κολλημένες πάνω του και μια αρχαία κλειδαριά. Τα μάτια της πλημμυρίζουν με εικόνες. Τριγυρίζει από δω κι από κει χωρίς να μιλά. Μπαίνει στο ένα δωμάτιο το μελετά και συνεχίζει με το επόμενο. Εξερευνά τους δυο ορόφους απ' άκρη σ' άκρη. Και μετά φτάνει στη σοφίτα.
"Αυτό εκεί πάνω είναι το άντρο μου", της εξηγά η οικοδέσποινα.
Ανεβαίνουν τη φαινομενικά φρεσκοβερνικωμένη ξύλινη σκάλα, που είναι κάπως απότομη, αλλά με πλατιά σκαλιά.
Η θέα από κει πάνω δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο περίμενε, αλλά ο ίδιος ο χώρος την αποζημιώνει. Στη μια γωνία είναι στημένοι κάποιοι καμβάδες, πάνω στους οποίους προφανώς δουλεύει αυτή τη στιγμή η κοπέλα, στην άλλη ένα πολύ μεγάλο γραφείο με δύο υπολογιστές και μια τηλεόραση είκοσι τεσσάρων ιντσών να το γεμίζουν απ' άκρη σ' άκρη, την τρίτη απ' ό,τι βλέπει τη διεκδικούν οι κατασκευές, ενώ η τέταρτη, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το μεγάλο τριγωνικό παράθυρο φιλοξενεί ένα λιτό κρεβάτι.
"Μα πού βρίσκεις τα λεφτά για να συντηρείς τέτοιο σπίτι;" είναι το μόνο που βρίσκει για να τη ρωτήσει. "Το ενοίκιο μόνο…"
"Δεν πληρώνω ενοίκιο. Είναι δικό μου. Ανήκε στη γιαγιά μου και μού το άφησε όταν πέθανε. Κράτησα όλα τα πράγματά της εκτός από τα ρούχα. Βιβλία, δίσκοι, ακόμη και περιοδικά και εφημερίδες είναι όλα εδώ".
"Οι δικοί σου δεν τα ήθελαν; Άλλοι συγγενείς;"
"Είμαι μοναχοπαίδι και ήμουν το μοναδικό εγγόνι. Ζούσα με τη γιαγιά μου απ' τα δεκαπέντε μου όταν έφυγα από το σπίτι. Βαρέθηκα τους καυγάδες των γονιών μου και τους συνεχείς χωρισμούς τους. Σκότωναν ο ένας τον άλλο χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνουν και το κάνουν ακόμη, τόσα χρόνια μετά".
"Και δεν είχαν αντίρρηση να μείνεις εδώ;"
"Τους το ξέκοψα: ή εδώ ή στο δρόμο. Δεν είχαν επιλογή. Άλλες ερωτήσεις; Ό,τι θες".
"Προς το παρόν όχι. Τι με έφερες εδώ για να μου δείξεις;"
Της κάνει νόημα να την ακολουθήσει στο γραφείο. Ανάβει τον οθόνη ενός από τους δύο υπολογιστές κι αρχίζει να την ξεναγεί στον κόσμο του άλλου ίντερνετ, ή μάλλον του πραγματικού, όπως αυτή λέει. Του πραγματικού επειδή όλα από εκεί μέσα ξεκινάνε. Οι νέες ιδέες, οι νέες ανακαλύψεις. Και του πραγματικού γιατί μέσα εκεί παραμονεύουν και οι νέοι κίνδυνοι, οι νέες απειλές.

Συνεχίζεται.

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα κεφάλαια πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα του μπλογκ.

Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
 

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Το τρίτο θύμα - Κεφάλαιο 14



Μισή ώρα μόνο διήρκησε η συνάντηση του και της Ντίνας με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου δικαιοσύνης και τώρα καθώς εξέρχονται από το κτήριο στη Λεωφόρο Αθαλάσσης, η τελευταία ενεργοποιεί ξανά το κινητό της και βλέπει ότι έχει μια χαμένη κλήση από τον Τεκ. Τον καλεί.
"Πες μου".
"Είσαι με το αφεντικό;"
"Ναι".
"Βάλε το μεγάφωνο, αν είστε μόνοι".
"ΟΚ. Λέγε".
"Εντόπισα ένα από τα τηλέφωνα του Χριστάκη. Είναι ενεργοποιημένο σε μια γωνιά της Παλιάς Λευκωσίας, πολύ κοντά στην Οδό Αξιοθέας. Σού στέλνω οδηγίες στο κινητό αν θα πάτε εσείς εκεί. Πέστε μου αν θέλετε να στείλω κάποιον άλλο".
"Θα πάμε εμείς", απαντά εκείνος. "Έμαθες τίποτ' άλλο;"
"Έχω πάρει επιτέλους τα στοιχεία απ' τις τράπεζες. Χρωστούσε κοντά μισό εκατομμύριο ευρώ ο Χριστάκης, αλλά η ακίνητή του περιουσία τα κάλυπτε και με το παραπάνω, αν αποφάσιζε να πουλήσει…"
"Καλά. Καλά. Μού τα λες όλα όταν έρθω. Κάποιο νέο σχετικά με τον Πιγκουίνο;"
"Σχετικά μ' αυτόν όχι, τουλάχιστον όχι άμεσα. Αλλά για κάποιο λόγο το κινητό του Ιωσήφ πήγε ένα ταξιδάκι μέχρι το αεροδρόμιο της Λάρνακας και μόλις τώρα επέστρεψε στη Λευκωσία. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω μέσα από τις κάμερες τι έκανε εκεί".
"Χμ!"
"Όβερ;"
"Όβερ".
Τώρα περπατούν οι δυο τους σιωπηλοί προς το αυτοκίνητο της Ντίνας το οποίο στάθμευσε στην άκρη ενός δρόμου πίσω από το υπουργείο. Η ζέστη έχει γίνει πια αφόρητη κι ο Ιωάννου νιώθει τον ιδρώτα να τρέχει ρυάκι στην πλάτη του.
"Εσύ του είπες για τα κινητά;"
"Ναι", του απάντησε η κοπέλα.
"Αυτή είναι η δεύτερη φορά σήμερα που ξεχνώ να κάνω κάτι ή η τρίτη; Δε θυμάμαι".
"Φταίει η υπόθεση που είναι προσωπική και σου θολώνει το μυαλό. Στα χρόνια που σε ξέρω πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Θα περάσει".
"Αναρωτιέμαι τι σκαρώνει ο Πιγκουίνος. Αν όντως έχει στο μάτι την Παγίδα δε θα έχανε χρόνο του υποδεχόμενος επισκέπτες. Εκτός κι αν ο επισκέπτης είναι συνεργάτης. Τότε πρέπει να μάθουμε οπωσδήποτε ποιος είναι. Όπως ξέρεις, δεν πιστεύω στις συμπτώσεις".
"Θα μάθουμε. Ο Τεκ θα τον βρει όποιος κι αν είναι. Όμως… Ξέρεις τι; Θυμάσαι τον δικαστή; Εκείνον που σου χρωστά δυο-τρεις χάρες; Τι θα έλεγε αν του ζητούσαμε να εκδώσει κάποιο ένταλμα για παρακολούθηση του Πιγκουίνου και του Ιωσήφ; Έχουμε στοιχεία που τους εμπλέκουν με την υπόθεση. Δεν είναι και πολλά, αλλά στο παρελθόν καταφέραμε να βγάλουμε εντάλματα και με λιγότερα".
"Αξίζει τον κόπο όμως να χαραμίσουμε αυτή τη χάρη τώρα;"
Φτάνουν στο αυτοκίνητο της Ντίνας και μπαίνουν μέσα. Η τελευταία βάζει τον κλιματισμό στο φουλ για να δροσιστούν λίγο και μια στιγμή αργότερα το ξεκινά και βάζει πλώρη για την περιοχή του Τακτακαλά. Έχει ήδη στο κινητό της το χάρτη που θα την οδηγήσει στην σχεδόν ακριβή τοποθεσία όπου βρίσκεται το κινητό του Χριστάκη.
"Πώς και δε βρήκε πιο νωρίς το κινητό;" τη ρωτά, διακόπτοντας τη σιωπή.
"Μάλλον θα ήταν κλειστό. Όποιος και να το πήρε το άνοιξε τώρα και γι' αυτό μπόρεσε να το εντοπίσει".
"Καλώς".
Σκέφτεται και σκέφτεται εκείνος. Να ζητήσει τη χάρη ή όχι. Ο Χριστάκης ήταν φίλος του, αλλά - αλλά δεν του αρέσει να ζητά χάρες. Μα, ο Χριστάκης ήταν φίλος του. Το αποφασίζει. Παίρνει τηλέφωνο την Αγγέλα.
"Βρες το δικαστή και ζήτα του να βγάλει εντάλματα παρακολούθησης για τον Πιγκουίνο και τον Ιωσήφ", της λέει με το που απαντά. "Εσύ έχεις τίποτα να μού πεις;"
"Έχω τον Ιωσήφ στο βίντεο κοντά στον τόπο του εγκλήματος. Και μελετώ τα πάντα σχετικά με τον Χριστάκη μαζί με τον Τεκ. Έχω κάποιες ερωτήσεις να σου κάνω όταν βρεις το χρόνο. Καλά;"
"Καλά".
Ενημερώνει την Ντίνα για την τελευταία εξέλιξη. Εκείνη δεν απαντά. Αλλάζει θέμα.
"Με τον Τεκ τι θα κάνεις;"
Η κίνηση στο δρόμο είναι αραιή αυτή την ώρα, αλλά η Ντίνα τους οδηγεί στον προορισμό τους από διάφορα στενά και παράδρομους, που κάνουν τη διαδρομή μακρύτερη αλλά τη διάρκειά της συντομότερη αφού αποφεύγουν ένα σωρό φανάρια. Εκείνος το σκέφτεται πολύ προτού της απαντήσει, αφού η αλήθεια είναι ότι δεν είναι σίγουρος για το τι θα της πει. Μια λύση υπάρχει μόνο τελικά, σκέφτεται και της τη λέει.
"Θα τον αφήσω αυτόν ν' αποφασίσει".
"Κι εγώ αυτό σκεφτόμουνα".
Η συνάντηση με τον διευθυντή είχε λίγο-πολύ σα θέμα της αποκλειστικά και μόνο τον Τεκ. Ο πρώτος, κατόπιν εισήγησης του Σωτηρίου, ζήτησε από τον Ιωάννου να δανείσει τον χάκερ του τμήματός του σ' ολόκληρο το αστυνομικό σώμα. Ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο. Τον ήθελαν να εκσυγχρονίσει τα ηλεκτρονικά δίκτυα όλων των τμημάτων ανά την Κύπρο, κάτι που θα του έπαιρνε αρκετό καιρό. Εκείνος θα του έδινε το δικαίωμα ν' αποφασίσει κατά πόσο ήθελε να το κάνει ή όχι, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι εκτιμούσε πολύ τις δυνατότητές του και τον ήθελε στο τμήμα του συνεχώς, κι ο δεύτερος ότι από τον καιρό που τον προσέλαβε, δεκατρείς μήνες πριν, δεν του έδωσε ποτέ την ευκαιρία να πάρει ανάσα. Δούλευε ασταμάτητα, μερικές φορές μέχρι και δεκαέξι ώρες την ημέρα, πολλές φορές και τις Κυριακές. Έπρεπε να ξεκουραστεί. Όπως και νάχει, η απόφαση τώρα είναι δική του.
Φτάνουν στον προορισμό τους και η Ντίνα σταθμεύει το Χόντα της μπροστά από ένα από τα πιο γνωστά μεζεδοπωλεία της πόλης, που αυτή την ώρα είναι κλειστό. Η ώρα έχει πάει δώδεκα παρά είκοσι το μεσημέρι.
Βγαίνουν από το αμάξι και αρχίζουν να περπατούν προς την κατεύθυνση των κατεχομένων. Όταν φτάνουν στο αδιέξοδο στρίβουν αριστερά και εισέρχονται στο στενό λιθόστρωτο δρομάκι που θα τους οδηγήσει στην Οδό Αξιοθέας. Όταν φτάνουν εκεί στρίβουν και πάλι αριστερά και μια στιγμή μετά πράττουν ξανά το ίδιο. Τώρα στέκονται μπροστά από δύο εγκαταλειμμένα και παρατημένα εδώ και χρόνια στη μοίρα τους κτήρια.
"Σύμφωνα με τις οδηγίες του Τεκ το κινητό είναι κάπου εδώ".
Εκείνος ψάχνει, σιγά-σιγά, όπως πάντα, τους αριθμούς του Χριστάκη στις επαφές του κι αρχίζει να παίρνει τηλέφωνα. Την τρίτη φορά στέκονται τυχεροί. Ακούν το κινητό να χτυπά, κάπου εκεί κοντά. Μετά από ένα μόλις λεπτό, το ανακαλύπτουν κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι μπάζα. Και βρίσκουν και κάτι άλλο. Αποτυπώματα παπουτσιών στο χώμα, μάλλον από δύο ή τρία διαφορετικά άτομα. Η Ντίνα καλεί την ομάδα σήμανσης, προτού φορέσει ένα ζευγάρι γάντια και πάρει το κινητό στα χέρια της. Προσπαθεί να το ανοίξει αλλά έχει κωδικό προστασίας. Θα το πάει στον Τεκ.
Μια και είναι ήδη εκεί αποφασίζουν να ρίξουν μια ματιά τριγύρω. Ανακαλύπτουν στοίβες από χαρτιά, σκεπασμένα κάτω από στρώματα σκόνης, παλιά ξύλινα έπιπλα σκοροφαγωμένα, παμπάλαια διαφημιστικά φυλλάδια που διαφημίζουν το Γάλα Βλάχας, μπύρες κι αναψυκτικά. Τίποτα το χρήσιμο.
Μια και είναι αναγκασμένοι να περιμένουν εκεί μέχρι να φτάσουν οι της σήμανσης, οι οποίοι θα πρέπει να πάρουν και τα δικά τους αποτύπωμα παπουτσιών για ευνόητους λόγους, η Ντίνα αρχίζει να μελετά τα στοιχεία που έχουν μαζωχτεί στη διάρκεια αυτού του μεγάλου πρωινού στο κινητό της. Κοιτά τις φωτογραφίες, μελετά τα έγγραφα, περπατά στον τόπο του εγκλήματος για μια ακόμη φορά, έστω και νοητικά. Σκέφτεται κάτι.
Βγάζει το κινητό απ' το πλαστικό σακούλι, στο οποίο το είχε τοποθετήσει λίγες στιγμές πριν και ανοίγει το καπάκι του.
"Αχά", λέει ικανοποιημένη. "Πόσους αριθμούς του Χριστάκη είδες στο κινητό σου; Τρεις ή τέσσερις;"
"Τέσσερις. Ο ένας είναι αυτός της κάρτας που έχει λήξει".
"Άρα μας λείπει μία συσκευή. Αυτή εδώ παίρνει δυο κάρτες. Και για να χρειάζεται κωδικό πρόσβασης μάλλον αυτή ήταν που χρησιμοποιούσε για τη δουλειά του. Έχω μια υποψία".
"Μίλα".
"Η κοπέλα που ανακάλυψε το πτώμα…"
"Κατάλαβα. Αυτό μας έκρυβε".
Υπολόγιζε ν' αρχίσει να ανακρίνει το προσωπικό της Παγίδας, αργά το απόγευμα, μετά τις συναντήσεις του με τις πρώην συζύγους του θύματος, αλλά αποφάσισε να κάνει γι' αυτή την κοπέλα και μόνο την εξαίρεση. Θα την καλούσε αμέσως να τον επισκεφθεί στο τμήμα. Δε θα της έδινε την ευκαιρία να σκεφτεί με καθαρό μυαλό τι είχε κάνει και ν' αλλάξει γνώμη.
"Πάρ' την τηλέφωνο και πες της να έρθει στο τμήμα σε μισή ώρα".
Καθώς η Ντίνα κάνει την κλήση, καταφθάνει και η ομάδα σήμανσης. Τους εξηγά εκείνος τα καθέκαστα, δίνουν και οι δύο τα αποτυπώματά τους και αποχωρούν.
"Με ρώτησε αν είναι ανάγκη να 'ρθει με το δικηγόρο της και της είπα όχι".
"Καλά έκανες".

Συνεχίζεται.

Για να διαβάσετε τα προηγούμενα κεφάλαια πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα του μπλογκ.

Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.