Μισή
ώρα μόνο διήρκησε η συνάντηση του και της Ντίνας με τον γενικό διευθυντή του
υπουργείου δικαιοσύνης και τώρα καθώς εξέρχονται από το κτήριο στη Λεωφόρο
Αθαλάσσης, η τελευταία ενεργοποιεί ξανά το κινητό της και βλέπει ότι έχει μια
χαμένη κλήση από τον Τεκ. Τον καλεί.
"Πες μου".
"Είσαι με το αφεντικό;"
"Ναι".
"Βάλε το μεγάφωνο, αν είστε μόνοι".
"ΟΚ. Λέγε".
"Εντόπισα ένα από τα τηλέφωνα του Χριστάκη. Είναι
ενεργοποιημένο σε μια γωνιά της Παλιάς Λευκωσίας, πολύ κοντά στην Οδό Αξιοθέας.
Σού στέλνω οδηγίες στο κινητό αν θα πάτε εσείς εκεί. Πέστε μου αν θέλετε να
στείλω κάποιον άλλο".
"Θα πάμε εμείς", απαντά εκείνος.
"Έμαθες τίποτ' άλλο;"
"Έχω πάρει επιτέλους τα στοιχεία απ' τις
τράπεζες. Χρωστούσε κοντά μισό εκατομμύριο ευρώ ο Χριστάκης, αλλά η ακίνητή του
περιουσία τα κάλυπτε και με το παραπάνω, αν αποφάσιζε να πουλήσει…"
"Καλά. Καλά. Μού τα λες όλα όταν έρθω. Κάποιο νέο
σχετικά με τον Πιγκουίνο;"
"Σχετικά μ' αυτόν όχι, τουλάχιστον όχι άμεσα.
Αλλά για κάποιο λόγο το κινητό του Ιωσήφ πήγε ένα ταξιδάκι μέχρι το αεροδρόμιο
της Λάρνακας και μόλις τώρα επέστρεψε στη Λευκωσία. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω μέσα
από τις κάμερες τι έκανε εκεί".
"Χμ!"
"Όβερ;"
"Όβερ".
Τώρα περπατούν οι δυο τους σιωπηλοί προς το αυτοκίνητο
της Ντίνας το οποίο στάθμευσε στην άκρη ενός δρόμου πίσω από το υπουργείο. Η
ζέστη έχει γίνει πια αφόρητη κι ο Ιωάννου νιώθει τον ιδρώτα να τρέχει ρυάκι
στην πλάτη του.
"Εσύ του είπες για τα κινητά;"
"Ναι", του απάντησε η κοπέλα.
"Αυτή είναι η δεύτερη φορά σήμερα που ξεχνώ να
κάνω κάτι ή η τρίτη; Δε θυμάμαι".
"Φταίει η υπόθεση που είναι προσωπική και σου
θολώνει το μυαλό. Στα χρόνια που σε ξέρω πρώτη φορά συμβαίνει αυτό. Θα
περάσει".
"Αναρωτιέμαι τι σκαρώνει ο Πιγκουίνος. Αν όντως
έχει στο μάτι την Παγίδα δε θα έχανε χρόνο του υποδεχόμενος επισκέπτες. Εκτός
κι αν ο επισκέπτης είναι συνεργάτης. Τότε πρέπει να μάθουμε οπωσδήποτε ποιος
είναι. Όπως ξέρεις, δεν πιστεύω στις συμπτώσεις".
"Θα μάθουμε. Ο Τεκ θα τον βρει όποιος κι αν
είναι. Όμως… Ξέρεις τι; Θυμάσαι τον δικαστή; Εκείνον που σου χρωστά δυο-τρεις
χάρες; Τι θα έλεγε αν του ζητούσαμε να εκδώσει κάποιο ένταλμα για παρακολούθηση
του Πιγκουίνου και του Ιωσήφ; Έχουμε στοιχεία που τους εμπλέκουν με την
υπόθεση. Δεν είναι και πολλά, αλλά στο παρελθόν καταφέραμε να βγάλουμε
εντάλματα και με λιγότερα".
"Αξίζει τον κόπο όμως να χαραμίσουμε αυτή τη χάρη
τώρα;"
Φτάνουν στο αυτοκίνητο της Ντίνας και μπαίνουν μέσα. Η
τελευταία βάζει τον κλιματισμό στο φουλ για να δροσιστούν λίγο και μια στιγμή
αργότερα το ξεκινά και βάζει πλώρη για την περιοχή του Τακτακαλά. Έχει ήδη στο
κινητό της το χάρτη που θα την οδηγήσει στην σχεδόν ακριβή τοποθεσία όπου
βρίσκεται το κινητό του Χριστάκη.
"Πώς και δε βρήκε πιο νωρίς το κινητό;" τη
ρωτά, διακόπτοντας τη σιωπή.
"Μάλλον θα ήταν κλειστό. Όποιος και να το πήρε το
άνοιξε τώρα και γι' αυτό μπόρεσε να το εντοπίσει".
"Καλώς".
Σκέφτεται και σκέφτεται εκείνος. Να ζητήσει τη χάρη ή
όχι. Ο Χριστάκης ήταν φίλος του, αλλά - αλλά δεν του αρέσει να ζητά χάρες. Μα,
ο Χριστάκης ήταν φίλος του. Το αποφασίζει. Παίρνει τηλέφωνο την Αγγέλα.
"Βρες το δικαστή και ζήτα του να βγάλει εντάλματα
παρακολούθησης για τον Πιγκουίνο και τον Ιωσήφ", της λέει με το που
απαντά. "Εσύ έχεις τίποτα να μού πεις;"
"Έχω τον Ιωσήφ στο βίντεο κοντά στον τόπο του
εγκλήματος. Και μελετώ τα πάντα σχετικά με τον Χριστάκη μαζί με τον Τεκ. Έχω
κάποιες ερωτήσεις να σου κάνω όταν βρεις το χρόνο. Καλά;"
"Καλά".
Ενημερώνει την Ντίνα για την τελευταία εξέλιξη. Εκείνη
δεν απαντά. Αλλάζει θέμα.
"Με τον Τεκ τι θα κάνεις;"
Η κίνηση στο δρόμο είναι αραιή αυτή την ώρα, αλλά η
Ντίνα τους οδηγεί στον προορισμό τους από διάφορα στενά και παράδρομους, που κάνουν
τη διαδρομή μακρύτερη αλλά τη διάρκειά της συντομότερη αφού αποφεύγουν ένα σωρό
φανάρια. Εκείνος το σκέφτεται πολύ προτού της απαντήσει, αφού η αλήθεια είναι
ότι δεν είναι σίγουρος για το τι θα της πει. Μια λύση υπάρχει μόνο τελικά,
σκέφτεται και της τη λέει.
"Θα τον αφήσω αυτόν ν' αποφασίσει".
"Κι εγώ αυτό σκεφτόμουνα".
Η συνάντηση με τον διευθυντή είχε λίγο-πολύ σα θέμα
της αποκλειστικά και μόνο τον Τεκ. Ο πρώτος, κατόπιν εισήγησης του Σωτηρίου,
ζήτησε από τον Ιωάννου να δανείσει τον χάκερ του τμήματός του σ' ολόκληρο το
αστυνομικό σώμα. Ούτε κάτι λιγότερο, ούτε κάτι περισσότερο. Τον ήθελαν να
εκσυγχρονίσει τα ηλεκτρονικά δίκτυα όλων των τμημάτων ανά την Κύπρο, κάτι που
θα του έπαιρνε αρκετό καιρό. Εκείνος θα του έδινε το δικαίωμα ν' αποφασίσει
κατά πόσο ήθελε να το κάνει ή όχι, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι
εκτιμούσε πολύ τις δυνατότητές του και τον ήθελε στο τμήμα του συνεχώς, κι ο
δεύτερος ότι από τον καιρό που τον προσέλαβε, δεκατρείς μήνες πριν, δεν του
έδωσε ποτέ την ευκαιρία να πάρει ανάσα. Δούλευε ασταμάτητα, μερικές φορές μέχρι
και δεκαέξι ώρες την ημέρα, πολλές φορές και τις Κυριακές. Έπρεπε να
ξεκουραστεί. Όπως και νάχει, η απόφαση τώρα είναι δική του.
Φτάνουν στον προορισμό τους και η Ντίνα σταθμεύει το
Χόντα της μπροστά από ένα από τα πιο γνωστά μεζεδοπωλεία της πόλης, που αυτή
την ώρα είναι κλειστό. Η ώρα έχει πάει δώδεκα παρά είκοσι το μεσημέρι.
Βγαίνουν από το αμάξι και αρχίζουν να περπατούν προς
την κατεύθυνση των κατεχομένων. Όταν φτάνουν στο αδιέξοδο στρίβουν αριστερά και
εισέρχονται στο στενό λιθόστρωτο δρομάκι που θα τους οδηγήσει στην Οδό
Αξιοθέας. Όταν φτάνουν εκεί στρίβουν και πάλι αριστερά και μια στιγμή μετά
πράττουν ξανά το ίδιο. Τώρα στέκονται μπροστά από δύο εγκαταλειμμένα και
παρατημένα εδώ και χρόνια στη μοίρα τους κτήρια.
"Σύμφωνα με τις οδηγίες του Τεκ το κινητό είναι
κάπου εδώ".
Εκείνος ψάχνει, σιγά-σιγά, όπως πάντα, τους αριθμούς
του Χριστάκη στις επαφές του κι αρχίζει να παίρνει τηλέφωνα. Την τρίτη φορά
στέκονται τυχεροί. Ακούν το κινητό να χτυπά, κάπου εκεί κοντά. Μετά από ένα
μόλις λεπτό, το ανακαλύπτουν κρυμμένο ανάμεσα σε κάτι μπάζα. Και βρίσκουν και
κάτι άλλο. Αποτυπώματα παπουτσιών στο χώμα, μάλλον από δύο ή τρία διαφορετικά
άτομα. Η Ντίνα καλεί την ομάδα σήμανσης, προτού φορέσει ένα ζευγάρι γάντια και
πάρει το κινητό στα χέρια της. Προσπαθεί να το ανοίξει αλλά έχει κωδικό
προστασίας. Θα το πάει στον Τεκ.
Μια και είναι ήδη εκεί αποφασίζουν να ρίξουν μια ματιά
τριγύρω. Ανακαλύπτουν στοίβες από χαρτιά, σκεπασμένα κάτω από στρώματα σκόνης,
παλιά ξύλινα έπιπλα σκοροφαγωμένα, παμπάλαια διαφημιστικά φυλλάδια που
διαφημίζουν το Γάλα Βλάχας, μπύρες κι αναψυκτικά. Τίποτα το χρήσιμο.
Μια και είναι αναγκασμένοι να περιμένουν εκεί μέχρι να
φτάσουν οι της σήμανσης, οι οποίοι θα πρέπει να πάρουν και τα δικά τους
αποτύπωμα παπουτσιών για ευνόητους λόγους, η Ντίνα αρχίζει να μελετά τα
στοιχεία που έχουν μαζωχτεί στη διάρκεια αυτού του μεγάλου πρωινού στο κινητό
της. Κοιτά τις φωτογραφίες, μελετά τα έγγραφα, περπατά στον τόπο του εγκλήματος
για μια ακόμη φορά, έστω και νοητικά. Σκέφτεται κάτι.
Βγάζει το κινητό απ' το πλαστικό σακούλι, στο οποίο το
είχε τοποθετήσει λίγες στιγμές πριν και ανοίγει το καπάκι του.
"Αχά", λέει ικανοποιημένη. "Πόσους
αριθμούς του Χριστάκη είδες στο κινητό σου; Τρεις ή τέσσερις;"
"Τέσσερις. Ο ένας είναι αυτός της κάρτας που έχει
λήξει".
"Άρα μας λείπει μία συσκευή. Αυτή εδώ παίρνει δυο
κάρτες. Και για να χρειάζεται κωδικό πρόσβασης μάλλον αυτή ήταν που
χρησιμοποιούσε για τη δουλειά του. Έχω μια υποψία".
"Μίλα".
"Η κοπέλα που ανακάλυψε το πτώμα…"
"Κατάλαβα. Αυτό μας έκρυβε".
Υπολόγιζε ν' αρχίσει να ανακρίνει το προσωπικό της
Παγίδας, αργά το απόγευμα, μετά τις συναντήσεις του με τις πρώην συζύγους του
θύματος, αλλά αποφάσισε να κάνει γι' αυτή την κοπέλα και μόνο την εξαίρεση. Θα
την καλούσε αμέσως να τον επισκεφθεί στο τμήμα. Δε θα της έδινε την ευκαιρία να
σκεφτεί με καθαρό μυαλό τι είχε κάνει και ν' αλλάξει γνώμη.
"Πάρ' την τηλέφωνο και πες της να έρθει στο τμήμα
σε μισή ώρα".
Καθώς η Ντίνα κάνει την κλήση, καταφθάνει και η ομάδα
σήμανσης. Τους εξηγά εκείνος τα καθέκαστα, δίνουν και οι δύο τα αποτυπώματά
τους και αποχωρούν.
"Με ρώτησε αν είναι ανάγκη να 'ρθει με το
δικηγόρο της και της είπα όχι".
"Καλά έκανες".
Συνεχίζεται.
Για να διαβάσετε τα προηγούμενα κεφάλαια πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα του μπλογκ.
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου