Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015

Το τρίτο θύμα - Κεφάλαιο 4



Πολλής κόσμος είναι μαζεμένος στο διαμέρισμα του Χριστάκη. Ο Θεοδούλου, που στέκεται στην είσοδο και μοιάζει να επιτηρεί την όλη επιχείρηση, ο Αντωνίου, ο οποίος εξετάζει το νεκρό κορμί, που ακόμη βρίσκεται μέσα στη μπανιέρα, και τέσσερα άτομα της σήμανσης, άντρες και γυναίκες.
Ο Ιωάννου συστήνεται στον πρώτο, ο οποίος ήδη τον γνωρίζει σαν όνομα, και στέκεται με τις δύο κοπέλες μέσα μόλις από την εξώπορτα περιεργαζόμενος το χώρο. Αν και φίλος με το θύμα, δεν έχει πάει ποτέ εκεί. Πρόκειται για ένα ευρύχωρο διαμέρισμα που θα μπορούσε άνετα να φιλοξενήσει μια μεγάλη οικογένεια. Τους τοίχους στολίζουν διάφοροι πίνακες, αλλά και κάποιες ερασιτεχνικές ζωγραφιές, μάλλον των παιδιών που απόκτησε με τις πρώην συζύγους του. Στο σαλόνι ένας τεράστιος καναπές σε σχήμα Γ, ένα τρίπατο τραπεζάκι μπροστά, τζάκι, μια τηλεόραση πενήντα ιντσών και μια τραπεζαρία, στην οποία θα μπορούσαν να καθίσουν μια ντουζίνα άτομα.
Προχωρά στα ενδότερα, ενώ η Ντίνα και η Αγγέλα, μένουν για λίγο πίσω, αφού θέλουν να του δώσουν το χώρο του. Περιφέρονται στο σαλόνι και παρατηρούν τα πάντα, ενώ η Αγγέλα τα καταγράφει κιόλας, ως συνήθως, με μια μικρή βιντεοκάμερα, σε περίπτωση που τους ξεφύγει κάτι. Φορούν από ένα ζευγάρι γάντια κι αρχίζουν να ψάχνουν σε συρτάρια και έπιπλα για οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Ωστόσο φροντίζουν να μείνουν έξω από τα πόδια της ομάδας σήμανσης αφού η δική τους δουλειά επείγει πιο πολύ.
Στο μεταξύ στο μπάνιο το αφεντικό τους παρακολουθεί τον ιατροδικαστή καθώς εξετάζει σιγά-σιγά και προσεκτικά το νεκρό του φίλο. Μοιάζει γαλήνιος τώρα ο Χριστάκης, σ' αντίθεση δηλαδή από τότε που ήταν ζωντανός. Έτσι θα είμαι κι εγώ όταν πεθάνω; αναρωτιέται. Τουλάχιστον τότε δε θα έχω ν' ανησυχώ για τις αϋπνίες μου, προσθέτει σιωπηλά και σχεδόν χαμογελά.
Μεγάλωσαν μαζί με τον Χριστάκη, αν και ο ίδιος ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος απ' αυτόν. Ήταν γείτονες στο χωριό τους, τη Γαλάτα, και ξόδεψαν αμέτρητα απογεύματα παίζοντας μπάλα, κάνοντας μικρές παρανομίες και καυγαδίζοντας όταν ήταν μικροί. Οι μανάδες τους ήταν φιλενάδες και όπου τις έχανες όπου τις έβρισκες η μια στο σπίτι της άλλης ήταν. Αλλά ακόμη και τότε ήταν διαφορετικοί οι δυο τους. Στον Χοντρό δεν άρεσε η πολυκοσμία, την απέφευγε, ενώ ο άλλος την επιδίωκε. Στις γιορτές και τα πανηγύρια ήταν πάντα πρώτος. Ίσως και γι' αυτό τελικά κατέληξε να κάνει τη δουλειά που έκανε. Και να που…
Δεν μπορεί να το χωνέψει ακόμη ότι ο φίλος του είναι νεκρός, κι ας το βλέπει. Νιώθει την ανάγκη να δακρύσει και πάλι, αλλά δε θα το κάνει, όχι μπροστά στους άλλους. Εξάλλου, είναι σίγουρος ότι αν ο Χριστάκης μπορούσε να προβλέψει το μέλλον, θα του έλεγε ότι με την ευκαιρία του θανάτου του θα ήθελε να στήσουν γιορτή, ένα μεγάλο φαγοπότι.
Καθώς παρατηρεί το χώρο νιώθει από πίσω την παρουσία των δύο γυναικών. Μετακινείται λίγο στο πλάι ώστε να μπορέσουν να δουν κι αυτές τη σκηνή. Ποιος ξέρει, ίσως να εντοπίσουν και κάτι το οποίο αυτή τη στιγμή του ξεφεύγει.
Ο Αντωνίου γυρνά προς το μέρος τους.
"Δεν μπορώ να σας πω τίποτα με σιγουριά για την ώρα. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Ο Θεοδούλου είχε δίκιο, κάποιος τον έπνιξε, αλλά δε φέρει εκδορές σε κάποια άλλα σημεία του σώματος, που να δείχνουν ότι πάλεψε με το δολοφόνο του, κι αυτό είναι λίγο περίεργο, αφού είναι πολύ δυνατός. Εκτός κι αν έχασε τις αισθήσεις του απ' το αλκοόλ, αλλά αν κρίνω απ' το σωματότυπό του αυτό δεν το νομίζω. Θα τον μεταφέρω στο νεκροτομείο και θα κάνω όλες τις αναγκαίες εξετάσεις και μόλις έχω νέα θα σας ειδοποιήσω".
Ανασηκώθηκε από το πάτωμα και πήρε τηλέφωνο κάποιον.
"Ελάτε να τον πάρετε", είπε.
Σε λίγο εμφανίστηκαν δύο τραυματιοφορείς και άρχισαν να τον ετοιμάζουν. Λίγο μετά αναχώρησαν μαζί του και τον ιατροδικαστή.
"Τι βλέπετε;" ρώτησε ο Ιωάννου μόλις έφυγαν.
"Μάλλον τον σκότωσαν στην μπανιέρα. Δεν τον τοποθέτησαν μετά εκεί αφού πολύ πιθανόν να άφηναν κάποια ίχνη στο χώρο. Φυσικά δεν ξέρω αν υπήρξε πάλη μεταξύ του θύματος και του θύτη. Σ' αυτή την περίπτωση όμως λίγο τουλάχιστον νερό θα είχε πεταχτεί έξω, αλλά και πάλι, λόγω της θερμοκρασίας θα είχε στεγνώσει μέχρι τώρα, οπότε…", άφησε την τελευταία λέξη να αιωρείται σα λαιμητόμος στον αέρα η Ντίνα.
"Οπότε δεν ξέρουμε τίποτα", συμπλήρωσε εκείνος.
"Ξέρουμε κάτι", δήλωσε η Αγγέλα. "Ότι, όποιος και να τον σκότωσε, πήρε κάτι από εδώ".
Το εδώ ήταν το ντουλαπάκι έξω από το μπάνιο. Απ' την αριστερή του πάνω πλευρά όντως έμοιαζε να λείπει κάτι, σε σχήμα ορθογώνιο, μεγέθους δέκα επί είκοσι εκατοστών περίπου.
Ο Ιωάννου φώναξε κάποιον από τη σήμανση για να έρθει να το φωτογραφήσει και να ψάξει για αποτυπώματα. Είχε φωτογραφηθεί και μετρηθεί ήδη, του είπαν, τα αποτυπώματα θα τα έπαιρναν σε λίγο. Το μέγεθος του αντικειμένου που έλειπε ήταν δώδεκα επί είκοσι εκατοστά.
"Ντίνα, Αγγέλα, αρχίστε να ψάχνετε τα δωμάτια ένα-ένα. Ξέρετε τι αναζητούμε: φωτογραφίες, λογαριασμούς, γράμματα -αν υπάρχει δηλαδή κανείς που γράφει ακόμη- κτλ. Α, ναι…", στράφηκε προς τη μεριά της ομάδας σήμανσης, "βρήκατε τα κινητά του;" ρώτησε.
"Κινητά; Βρήκαμε μόνο ένα. Και η κάρτα έχει ήδη λήξει. Πόσα είχε;"
"Τρία-τέσσερα, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως είχε τρεις-τέσσερις αριθμούς. Μπορείτε να μας παραδώσετε το κινητό που βρήκατε; Έχουμε ένα τεχνικό στο τμήμα που…"
"Έχουμε διαταγές να κάνουμε ό,τι μας ζητήσετε".
"Ντίνα".
Η κοπέλα παρέλαβε το συσκευασμένο σε μια πλαστική σακούλα κινητό, υπέγραψε μια απόδειξη, πήρε ένα αντίτυπό της, και τα τοποθέτησε και τα δυο σε ένα μεγάλο δερμάτινο τσαντάκι, που κουβαλούσε πάντα μαζί της γι' αυτόν ακριβώς το λόγο.
"Συνεχίστε", διέταξε το αφεντικό, και οι γυναίκες άρχισαν τις έρευνές τους στα υπνοδωμάτια, ενώ εκείνος τριγυρνούσε από δω κι από κει εντελώς σιωπηλός, επιτέλους απόλυτα συγκεντρωμένος, αναζητώντας κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του για τα καλά και καθώς η τζαμαρία του σαλονιού αντίκριζε την ανατολή, η θερμοκρασία πήρε την ανιούσα. Είχε δίκιο τελικά ο Χοντρός, η σημερινή θα αποδεικνυόταν μια πολύ ζεστή μέρα.

Συνεχίζεται.

Κεφάλαια: Ένα, δύο και τρία.

Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: