Καθώς
βγαίνουν από την πολυκατοικία όπου στεγάζεται το διαμέρισμα του θύματος, η
Ντίνα απλώνει το χέρι και σταματά τον Ιωάννου, που βρίσκεται μπροστά της. Τού
κάνει νόημα με το κεφάλι για να πάνε λίγο πιο πέρα, αφού θέλει να του πει κάτι
εμπιστευτικά. Συμφωνεί σιωπηλά, μια και γνωρίζει πολύ καλά ότι η κοπέλα δε θα
έκανε μια τέτοια κίνηση δίχως κάποιο σοβαρό λόγο.
Σε λίγο επανέρχεται και πάλι στην προηγούμενή του
διαδρομή με προορισμό την Παγίδα με την Ντίνα να τον ακολουθεί και πάλι κατά
πόδας. Η Αγγέλα, αφού έλαβε νέες οδηγίες από την τελευταία παραμένει έξω, και
κινηματογραφεί με πολύ διακριτικό τρόπο τους περίεργους που δε λένε να φύγουν
με τίποτα.
Μέσα στο μαγαζί το μόνο που δεν επικρατεί είναι
νεκρική σιγή. Όλοι δείχνουν αναστατωμένοι, κάποιοι ίσως κι ενθουσιασμένοι.
Υποθέτω αυτό είναι το πιο συνταρακτικό γεγονός που συνέβηκε στη ζωή τους,
σκέφτεται εκείνος, καθώς κατευθύνεται προς το άτομο που γνωρίζει καλύτερα απ'
τους παρευρισκομένους.
"Νίκο", του νεύει να τον ακολουθήσει σ' ένα
απομονωμένο τραπεζάκι.
Ο φωτισμός είναι αδύναμος, αλλά αυτό δεν τον χαλά,
αφού προτιμά το μισοσκόταδο από το φως των προβολέων που είναι η μόνη άλλη
επιλογή.
Κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο. Ο Ιωάννου
ακολουθώντας την παλιά επιτυχημένη συνταγή, δε λέει τίποτα για αρκετή ώρα. Απλά
κοιτά τον άντρα, μελετά το βλέμμα και τα χέρια του. Ψάχνει για κάποιες
ενδείξεις που εύκολα διαφεύγουν από κάποιον που δεν ξέρει πώς να τις εντοπίσει.
Εκείνος, κρυφά τρέμει. Τον φοβάται τον Χοντρό όχι τόσο
επειδή είναι μπάτσος, αλλά επειδή είναι φίλος του αφεντικού του, που συνήθιζε
να λέει ότι μεγαλύτερη αλεπού απ' αυτόν δεν υπάρχει. Νιώθει τον ιδρώτα ν'
αρχίζει να κυλά στην πλάτη του, παρά το ότι ο κλιματισμός δουλεύει στο φουλ. Θα
μιλήσει επιτέλους; Θα πει κάτι; Θα τον ρωτήσει κάτι; Η αγωνία τον σκοτώνει. Κι
ο ιδρώτας αρχίζει να κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του στο
καλογυαλισμένο του μέτωπο. Τα λιγοστά μαλλιά που του έχουν απομείνει, καθώς
σχηματίζουν ένα γκρίζο ημικύκλιο στο κεφάλι του, δεν είναι ικανά για να τον
κρύψουν.
"Τι έκανες;" τον ρωτά επιτέλους εκείνος.
"Τι εννοείς;"
"Τι έκανες;"
"Τι έκανα; Τίποτα δεν έκανα. Εδώ ήμουν όταν τον
βρήκαν νεκρό. Κι ήμουν εδώ όλη νύχτα. Είναι όλοι μάρτυρες".
"Και είναι ο καθένας το άλλοθι του άλλου. Πολύ
βολικό. Αλλά δε λέω πώς τον σκότωσες. Εκείνο που λέω είναι ότι κάτι μου
κρύβεις".
"Τίποτα δεν κρύβω. Τι να κρύψω;"
"Δεν σου είπε κανείς ότι όταν απαντάς μια ερώτηση
με άλλη ερώτηση, αυτό πάει να πει ότι προσπαθείς να εξοικονομήσεις χρόνο, ώστε
να βρεις μια πειστική απάντηση;"
Ο άλλος έμεινε άφωνος. Τι να του πει τώρα; Την
αλήθεια; Και μετά τι; Πώς θα αντιδράσει; Θα βρει τον μπελά του απλά και μόνο
επειδή…
"Μίλα. Δεν έχω όλη τη μέρα στη διάθεσή μου".
"Τι θες να σου πω;"
"Ξέχασες κιόλας τι σου είπα πριν λίγο; Πες μου τι
έκανες".
Το σκέφτεται, το ξανασκέφτεται, δεν έχει άλλη επιλογή,
θα του πει την αλήθεια. Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έκανε και κάνα έγκλημα.
"Τηλεφώνησα στον Πιγκουίνο και του είπα τι
συνέβηκε".
Ο Χοντρός δε δείχνει να εκπλήσσεται απ' αυτή την
αποκάλυψη. Παραμένει ήρεμος, όπως πάντα, να τον κοιτά βαθιά στα μάτια. Η Ντίνα
στέκεται λίγο πιο πέρα, σαν παραπέτασμα που εμποδίζει τους άλλους να δουν τι
πραγματικά συμβαίνει, και παρακολουθεί την παράσταση, που είναι σίγουρη ότι δε
θ' αργήσει να φτάσει στο τέλος της.
"Και γιατί το έκανες αυτό;"
"Η αλήθεια είναι…" Κομπιάζει, αλλά
συνεχίζει, "ότι εδώ και καιρό δεν υπάρχει και πολλή δουλειά και περίμενα
ότι από μέρα σε μέρα θα έκλεινε το μαγαζί, οπότε άρχισα να ψάχνομαι κι
αλλού".
"Γι' αυτό, λοιπόν! Παρακάτω".
"Παρακάτω δεν έχει. Μόνο αυτό έκανα".
Μόνο αυτό; Αποφασίζει να μην τον πιέσει άλλο αυτή τη
στιγμή. Εξάλλου οι ανακρίσεις δεν άρχισαν ακόμη. Όχι στ' αλήθεια. Σηκώνεται, κι
εκείνος τον μιμείται. Το κοντόχοντρο κορμί του μοιάζει σα μινιατούρα του
πρώτου. Κατευθύνονται προς το πλήθος που είναι μαζεμένο εκεί και το οποίο
αποτελείται από το προσωπικό του μαγαζιού, κι αυτή τη φορά η Ντίνα κινείται
μαζί τους.
"Λοιπόν", τους λέει όταν φτάνει κοντά τους,
"το ξέρω ότι θεωρείτε πώς είστε ο ένας το άλλοθι του άλλου, όμως αυτό δεν
ισχύει απόλυτα, αφού με εξαίρεση τον Νίκο που είναι συνεχώς μέσα από το μπαρ,
όλοι οι υπόλοιποι θα μπορούσατε να εξαφανιστείτε για λίγα λεπτά και να
επανέλθετε χωρίς να γίνετε αντιληπτοί. Οπότε θα πάρουμε από όλους δαχτυλικά
αποτυπώματα. Καμία αντίρρηση;"
Δεν αντέδρασε κανείς, τουλάχιστον όχι στα φανερά, αλλά
δύο από τις γυναίκες και ο γιγαντόσωμος μπράβος, ο Άρης, με το στρατιωτικό
κούρεμα και τα χέρια σπάτουλες, φάνηκαν να μετακινούνται επί τόπου κάπως άβολα.
Μέχρι να κάνει την επόμενή του ερώτηση η Ντίνα είχε
ήδη επιστρέψει με δύο από τους τεχνικούς της σήμανσης, αφού τα δαχτυλικά
αποτυπώματα είχαν την ύψιστη προτεραιότητα.
"Ποια ήταν που βρήκε το πτώμα;"
Μια κοπέλα, ίσως γύρω στα τριάντα πέντε που φανερά
έκλαψε πολύ, νωρίτερα, σήκωσε σχεδόν ντροπαλά το χέρι και μετά τον πλησίασε. Το
πρόσωπό της έμοιαζε με κακοφτιαγμένη μάσκα, αφού μαύρα ρυάκια από σκιά χάραζαν
το πρόσωπό της. Καθώς άνοιγε πρώτη το χορό, ο Ιωάννου στράφηκε προς τους
υπόλοιπους.
"Ποιοι άλλοι από σας έχουν πάει, έστω και για μια
φορά, στο διαμέρισμά του. Ο Νίκος και δύο κοπέλες σήκωσαν το χέρι".
"Ωραία. Παίρνετε σειρά και μετά οι
υπόλοιποι".
Η Ντίνα τον πλησιάζει και πάλι και του θέτει ένα
ερώτημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του πέρασε απ' το μυαλό.
"Κι αν ο δολοφόνος χρησιμοποίησε γάντια;"
Αυτό ακριβώς κάνουν συνήθως οι δολοφόνοι.
"Θέλω και τα γάντια σας λέει", απευθυνόμενος
σε όλους.
Τελικά μόνο δυο ζευγάρια υπάρχουν κι αυτά είναι στην
κουζίνα. Ο Νίκος δεν μπορεί να συγκρατήσει την περιέργειά του.
"Και τι τα θέτε τα γάντια; Για να εξακριβώσετε
ότι ο φονιάς δεν άφησε δαχτυλικά αποτυπώματα;"
Ένιωθε πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του εκείνη τη
στιγμή, αλλά για μια ακόμη φορά ο άλλος του έκοψε τη φόρα.
"Τα γάντια δεν αφήνουν αποτυπώματα στη σκηνή,
αλλά αφήνουν μέσα στα ίδια τα γάντια, ειδικά όταν είναι λαστιχένια όπως αυτά
που χρησιμοποιούνται στην κουζίνα. Τώρα που το σκέφτομαι…" Στράφηκε προς
την Ντίνα και της ψιθύρισε κάτι στ' αυτί, κι εκείνη έφυγε τρέχοντας,
προκαλώντας νέα ερωτήματα στους δέκα τόσους παρευρισκομένους.
Σε λίγα λεπτά δεν είχαν πια τίποτα άλλο να κάνουν
εκεί, κι έτσι αφού φρόντισαν να είναι σίγουροι ότι είχαν πάρει τα στοιχεία και
τα αποτυπώματα όλων όσοι ήταν παρόντες αποχώρησαν, όπως ήρθαν, με τα πόδια.
Πενήντα μέτρα πιο κάτω, τους περίμενε μ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη η
Αγγέλα. Μέσα σ' ένα σακούλι που κρατούσε στο αριστερό της χέρι, διακρινόταν
καθαρά ένα ζευγάρι πλαστικά ροζ γάντια, τα οποία βρήκε σ' ένα κάλαθο αχρήστων
του Δήμου, δυο δρομάκια πιο κάτω.
"Τώρα κάτι κάνουμε;" είπε εκείνος και για
πρώτη φορά από την ώρα που ξύπνησε και άκουσε τα νέα, ένιωσε κάπως το βάρος στο
στήθος του ν' αλαφραίνει. Δέκα λεπτά αργότερα βρίσκονταν στον σταθμό, όπου τους
περίμενε, ανυπόμονα φυσικά, ο Τεκ.
Συνεχίζεται.
Για να διαβάσετε τα προηγούμενα κεφάλαια πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα.
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου