Στο
μεταξύ η Μαργαρίτα και η Νάντια κάθονται στο εστιατόριο, όπου κανόνισαν να
συναντηθούν και συζητούν.
Ο πρώτη παρήγγειλε μια μερίδα μπιζέλι και σαλάτα και η
δεύτερη, που ακόμη και στις γευστικές της επιλογές αποτελεί κάποιου είδους
υβρίδιο, φακές με μισή μερίδα κεφτέδες. Είναι πολλή το φαΐ.
"Χαίρομαι πολύ που αποφάσισες να δεχτείς την
πρότασή μου. Δε με ξέρεις καλά και δεν έχεις λόγο να με εμπιστεύεσαι, αλλά σου
υπόσχομαι ότι θα σου λέω πάντα την αλήθεια. Γι' αυτό εξάλλου βιάστηκα να
συναντηθούμε και πάλι. Για να σου εξηγήσω κάποια πράγματα, τα οποία ίσως δε θα
σου αρέσουν. Αν όντως δε σου αρέσουν, τότε δε βαριέσαι, η ζωή
συνεχίζεται".
Είναι μοναχές τους τώρα εκεί, μ' εξαίρεση το προσωπικό
του εστιατορίου. Η μοναδική γυναίκα του προσωπικού ήρθε, πήρε την παραγγελία
τους, και τους σέρβιρε τα φαγητά μαζί μ' ένα μπουκάλι νερό και μια μεγάλη
μπύρα. Η μπύρα είναι για την Νάντια, που βιάζεται λίγο να μπει στο ψητό αφού σε
είκοσι λεπτά-μισή ώρα το μαγαζί θα γεμίσει.
"Για πες", απαντά ατάραχη η Μαργαρίτα, ανάμεσα
σε δυο μπουκιές.
Εκείνη της εξηγεί τα πάντα σχετικά με το dark net, και
για τα ζόρια που τραβάει με τις τελευταίες υποθέσεις της και περιμένει να δει
την αντίδραση της άλλης γυναίκας, που μοιάζει σχεδόν αδιάφορη.
"Προφανώς δε γνωρίζεις τον πατέρα μου", της λέει.
"Ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες είναι χάκερ. Και δεν τον χαλάει
καθόλου να κινείται στα όρια του νόμου. Φτάνει να μην τον παραβιάζει. Αυτά που
λες κινούνται στα όρια, αλλά δεν είναι παράνομα. Δεν αποκαλύπτεις προσωπικά
δεδομένα κάποιων, δεν τα πουλάς για κέρδος, δεν προσπαθείς να κάνεις κανένα
κακό. Εξάλλου μπορώ πολύ καλά να κρίνω ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό.
Και σε εμπιστεύομαι, αφού όσες φορές συναντηθήκαμε δεν είπες ποτέ ψέματα, εκτός
σε μία περίπτωση που επιχείρησες να κάνεις κάποιον να νιώσει καλύτερα".
Έμεινε να την κοιτά άφωνη η Νάντια. Μα πού το
κατάλαβε; αναρωτιέται. Πώς; Μα ύστερα θυμάται, τις σπουδές της, την άτυπη
μαθητεία στο πλάι του πατέρα της, έστω και υπό την ασφάλεια του σπιτιού της.
Δίνουν τα χέρια και συνεχίζουν το φαγητό τους.
"Μετά τι έχεις να κάνεις;" τη ρωτά μετά από
μερικά λεπτά.
"Πρέπει να πάω να πάρω το αμάξι του γέρου μου απ'
τον μηχανικό κάποια στιγμή το απόγευμα. Πριν και μετά είμαι απόλυτα
ελεύθερη".
"Ωραία. Θα σε πάω στο άντρο μου".
Αποχωρούν με τα πόδια από το εστιατόριο στις δώδεκα
και μίση, καθώς οι τακτικοί πελάτες αρχίζουν να καταφθάνουν ο ένας πίσω από τον
άλλο. Καμία δεν πήγε με αυτοκίνητο εκεί, αφού της μιας ήταν καθηλωμένο στο
αστυνομικό τμήμα και η άλλη συνήθιζε να κινείται παντού με τα πόδια μέσα στην
πόλη.
Όχι και πολλή ώρα μετά η Μαργαρίτα, χωρίς να το ξέρει,
βρίσκει τον εαυτό της να βαδίζει στ' αχνάρια του πατέρα της, αφού το σπίτι που
επισκέπτεται απέχει λίγα μόλις μέτρα από το σημείο όπου εντοπίστηκε το κινητό
του Χριστάκη, πίσω από την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσαλινιώτισσας.
Νιώθει μεγάλη έκπληξη όταν μπαίνει στο άντρο της
Νάντιας, αφού δεν είναι καθόλου όπως το περιμένει. Ξέροντας το χαρακτήρα της
κοπέλας θεώρησε ότι θα έμενε σε κάποιο μικροσκοπικό σπίτι μ' ένα δωμάτιο κι ένα
μικρό σαλόνι, μια κουζινούλα τόση δα κι ένα μπάνιο μινιατούρα. Αντί αυτού
εισήλθε σ' ένα σπίτι παλιό κι ευρύχωρο, απ' αυτά που αν έβλεπε σε κάποια
φωτογραφία θα έπαιρνε για κάποιο αρχοντικό.
Ακούει το γέλιο της κοπέλας δίπλα της και συνέρχεται.
"Είσαι σαν απολιθωμένη", της λέει και
συνεχίζει να γελά για λίγο ακόμη. "Περίμενες να βρεις ένα αχούρι, έτσι; Να
όμως που τα φαινόμενα απατούν. Έλα να σε ξεναγήσω. Και ρώτα με ό,τι θες".
Όντως χρειάζεται την ξενάγηση, αφού αυτό το σπίτι
μοιάζει βγαλμένο από κάποιο παραμύθι. Και τι δε βλέπει εκεί μέσα! Μια παλιά
ραπτομηχανή, μάλλον κατασκευασμένη στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μια αρχαία
τηλεόραση-έπιπλο, σίγουρα ασπρόμαυρη. Κεντήματα στους τοίχους και στων διαφόρων
σχημάτων τραπέζια. Και πίνακες. Πολλοί πίνακες, νέοι και παλιοί. Ένα
ραδιόφωνο-κουτί. Ένα γραμμόφωνο -αν είναι δυνατόν!- κι αμέτρητοι δίσκοι. Πολλές
κατασκευές, ιδιόρρυθμες. Ένα τεράστιο σιδερένιο διπλό κρεβάτι, καλυμμένο με
τούλι από πάνω. Τρία μπαούλα. Τα δύο απλά φτιαγμένα με ξύλο και το τρίτο
εμπλουτισμένο με εικόνες χαραγμένες σε μπρούντζο κολλημένες πάνω του και μια
αρχαία κλειδαριά. Τα μάτια της πλημμυρίζουν με εικόνες. Τριγυρίζει από δω κι
από κει χωρίς να μιλά. Μπαίνει στο ένα δωμάτιο το μελετά και συνεχίζει με το
επόμενο. Εξερευνά τους δυο ορόφους απ' άκρη σ' άκρη. Και μετά φτάνει στη
σοφίτα.
"Αυτό εκεί πάνω είναι το άντρο μου", της
εξηγά η οικοδέσποινα.
Ανεβαίνουν τη φαινομενικά φρεσκοβερνικωμένη ξύλινη
σκάλα, που είναι κάπως απότομη, αλλά με πλατιά σκαλιά.
Η θέα από κει πάνω δεν είναι τόσο εντυπωσιακή όσο
περίμενε, αλλά ο ίδιος ο χώρος την αποζημιώνει. Στη μια γωνία είναι στημένοι
κάποιοι καμβάδες, πάνω στους οποίους προφανώς δουλεύει αυτή τη στιγμή η κοπέλα,
στην άλλη ένα πολύ μεγάλο γραφείο με δύο υπολογιστές και μια τηλεόραση είκοσι
τεσσάρων ιντσών να το γεμίζουν απ' άκρη σ' άκρη, την τρίτη απ' ό,τι βλέπει τη
διεκδικούν οι κατασκευές, ενώ η τέταρτη, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το
μεγάλο τριγωνικό παράθυρο φιλοξενεί ένα λιτό κρεβάτι.
"Μα πού βρίσκεις τα λεφτά για να συντηρείς τέτοιο
σπίτι;" είναι το μόνο που βρίσκει για να τη ρωτήσει. "Το ενοίκιο
μόνο…"
"Δεν πληρώνω ενοίκιο. Είναι δικό μου. Ανήκε στη
γιαγιά μου και μού το άφησε όταν πέθανε. Κράτησα όλα τα πράγματά της εκτός από
τα ρούχα. Βιβλία, δίσκοι, ακόμη και περιοδικά και εφημερίδες είναι όλα
εδώ".
"Οι δικοί σου δεν τα ήθελαν; Άλλοι
συγγενείς;"
"Είμαι μοναχοπαίδι και ήμουν το μοναδικό εγγόνι.
Ζούσα με τη γιαγιά μου απ' τα δεκαπέντε μου όταν έφυγα από το σπίτι. Βαρέθηκα
τους καυγάδες των γονιών μου και τους συνεχείς χωρισμούς τους. Σκότωναν ο ένας
τον άλλο χωρίς καλά-καλά να το καταλαβαίνουν και το κάνουν ακόμη, τόσα χρόνια
μετά".
"Και δεν είχαν αντίρρηση να μείνεις εδώ;"
"Τους το ξέκοψα: ή εδώ ή στο δρόμο. Δεν είχαν
επιλογή. Άλλες ερωτήσεις; Ό,τι θες".
"Προς το παρόν όχι. Τι με έφερες εδώ για να μου
δείξεις;"
Της κάνει νόημα να την ακολουθήσει στο γραφείο. Ανάβει
τον οθόνη ενός από τους δύο υπολογιστές κι αρχίζει να την ξεναγεί στον κόσμο
του άλλου ίντερνετ, ή μάλλον του πραγματικού, όπως αυτή λέει. Του πραγματικού
επειδή όλα από εκεί μέσα ξεκινάνε. Οι νέες ιδέες, οι νέες ανακαλύψεις. Και του
πραγματικού γιατί μέσα εκεί παραμονεύουν και οι νέοι κίνδυνοι, οι νέες απειλές.
Συνεχίζεται.
Για να διαβάσετε τα προηγούμενα κεφάλαια πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα του μπλογκ.
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου