Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Το τρίτο θύμα - Κεφάλαιο 6



Πλήττει αφόρητα η Μαργαρίτα από τότε που τέλειωσε τις σπουδές της. Δουλειά στον κλάδο της αποκλείεται να βρει σύντομα και οι υπόλοιπες είναι τόσο κακοπληρωμένες, αλλά και τόσο μακριά απ' το σπίτι, που δεν τη συμφέρει καν να δουλέψει.
Οι δικοί της δεν της λένε τίποτα, αφού δεν τους κοστίζει και πολλά μια και μένει ακόμη μαζί τους, αλλά η ίδια πιέζει τον εαυτό της να βρει μια λύση. Πού να τη βρει όμως από τη στιγμή που οι μισθοί μειώνονται και οι θέσεις εργασίας γίνονται είδος προς εξαφάνιση;
Ο πατέρας της λέει, δεν έχουμε κρίση, διόρθωση έχουμε, και το πιστεύει. Όπως και πιστεύει ότι τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμη. Για τουλάχιστον είκοσι χρόνια οι κύπριοι ζούσαν με περισσότερα απ' όσα είχαν, κι ακόμη και τώρα, το 2012, εξακολουθούν να το κάνουν. Θα μπορέσουν άραγε ν' αποφύγουν τη μοίρα των άλλων χωρών της Ευρώπης που πήραν την κάτω βόλτα; Αυτή κι ο πατέρας της πολύ το αμφιβάλλουν, αλλά η μάνα της, η αιώνια αισιόδοξη, πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά.
Ίσως να είναι άνεργη, αλλά αυτή τη στιγμή δε θα ήθελε να είναι στη θέση του πατέρα της, του οποίου ο καλύτερος φίλος έχει μόλις πεθάνει. Πώς να νιώθει άραγε ο γέρος μου; αναρωτιέται. Πάντα έτσι τον αποκαλούσε, γέρο.
Αυτή είναι νέα, στα είκοσι έξι της, με μέτριο ανάστημα, κοντά μαύρα μαλλιά, και μάτια σ' ένα ελαφρό πράσινο, αντίτυπο εκείνων του πατέρα της, αλλά ίσως και ενδεικτικό των διαφορών τους. Εκείνου είναι έντονο, αυτής άτονο. Αλλά δεν είναι ότι δεν έχει φωτιά μέσα της. Έχει και καίει πολύ έντονα. Απλά ίσως να γεννήθηκε λίγο πιο αργά απ' ό,τι έπρεπε.
Είναι κλινική ψυχολόγος σύμφωνα με το απολυτήριό της και το σχέδιό της μέχρι πέρυσι ήταν να πιάσει κι αυτή δουλειά στην αστυνομία αφού κόλλησε τη μύγα απ' εκείνον. Αλλά μέσα σ' ένα χρόνο όλα άλλαξαν. Κι εκεί που νόμιζε ότι θα είχε πολλές δουλειές για να διαλέξει, τώρα έχει μείνει ξεκρέμαστη.
Μόλις τον προηγούμενο μήνα σκέφτηκε να πιάσει δουλειά σ' ένα μαγαζί με ετοιματζίδικα φαγητά, αλλά εκείνος της είπε να μην το κάνει. Θα μαραζώσεις εκεί μέσα, επέμεινε. Και μάλλον είχε δίκιο. Αυτό όμως δεν την κάνει να νιώθει καλύτερα.
Χθες κάποια γνωστή της τής πρότεινε να δουλέψουν μαζί. Η Νάντια είναι κάτι σαν το κορίτσι του παντού και του πάντα. Κάνει δηλαδή ό,τι λάχει, όποτε να 'ναι, όπου και να 'ναι. Και όταν λέμε ό,τι λάχει, εννοούμε όλες τις δουλειές. Ζει στην παλιά Λευκωσία, την οποία διασχίζει περπατώντας κάθε μέρα απ' άκρη σ' άκρη κι έχει πιάσει φιλίες με όλες τις γριές και γέρους της περιοχής, που την εμπιστεύονται τυφλά. Πηγαίνει γι' αυτούς στις τράπεζες, τους εξοφλεί τους λογαριασμούς που δεν εξοφλούνται αυτόματα με εντολή, τους κανονίζει τα χαρτιά τους για νοσοκομεία, φορολογίες, κάνει τα ψώνια τους κτλ. Και πολλές φορές αναλαμβάνει να βρει κάποιους φίλους ή γνωστούς που έχουν εξαφανιστεί απ' τη ζωή των πελατών της εδώ και χρόνια. Είναι δηλαδή κάτι σαν εξωτερική συνεργάτης και ιδιωτική ντετέκτιβ για τους ηλικιωμένους.
"Και πόσα βγάζεις;" τη ρώτησε χθες η Μαργαρίτα, καθώς κάθονταν παρέα σε μια καφετέρια στην περιοχή της Φανερωμένης.
"Στη χειρότερη περίπτωση ένα χιλιάρικο. Στην καλύτερη πολύ περισσότερα".
Έμεινε να την κοιτά άφωνη, για ώρα πολλή. Δεν είχε μείνει μόνο έκπληκτη σε σχέση με τα λεφτά που έβγαζε, αλλά κι από το γεγονός ότι κατάφερε να γίνει η έμπιστη τόσων ανθρώπων. Η αλήθεια είναι ότι εκ πρώτης όψεως η Νάντια δεν είναι κάποια που θα γέμιζε το μάτι κάποιου ατόμου προχωρημένης ηλικίας. Είναι μετρίου αναστήματος, όπως κι η ίδια, κι έχει και κοντά ίσια μαλλιά, αλλά εκεί οι διαφορές τους τελειώνουν. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα στα χρώματα κάποιου τροπικού ψαριού, "ξωτικές ανταύγειες", της λέει και γελάει εκείνη, κι είναι ντυμένη πάντα στα μαύρα. Και σα να μην έφταναν αυτά μοιάζει να είναι δύσθυμη όλη την ώρα. Και τι μ' αυτό, όμως; Τα ρούχα και τα μαλλιά δεν κάνουν τον άνθρωπο.
"Κι εγώ τι θα έκανα, αν δουλεύαμε μαζί; Γιατί να στερηθείς κάτι για χάρη μου; Δε θα το ήθελα αυτό".
"Τίποτα δε θα στερηθώ. Σού είπα ότι μερικές φορές πρέπει να αναζητήσω κάποιους ανθρώπους. Κάποιες φορές αυτό είναι εύκολο και κάποιες δύσκολο. Τον τελευταίο καιρό μού έτυχαν δυο-τρεις δύσκολες περιπτώσεις, κι ετοιμάζομαι να πάω Ευρώπη για τις πρώτες μου διακοπές εδώ και τέσσερα χρόνια, οπότε κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη".
"Μα οι ηλικιωμένοι…"
"Ναι, μόνο εμένα εμπιστεύονται, αλλά είμαι σίγουρη ότι μπορώ να τους πείσω να εμπιστευτούν και σένα. Θα λείπω για ένα μήνα. Στη διάρκειά του θα μπορέσεις να βγάλεις αρκετά λεφτά, κι αν όλα πάνε καλά, όταν επιστρέψω θ' αρχίσουμε να δουλεύουμε μαζί. Μην τα αναλύεις τόσο τα πράγματα. Απλά σκέψου ότι αυτό είναι ένα test run. Αν πετύχει, προχωράμε. Αν όχι, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ελπίζω δηλαδή…"
Χαμογέλασε. Πράγμα ασυνήθιστο γι' αυτήν.
Της είπε ότι θα το σκεφτεί και τώρα όντως το σκέφτεται, πολύ. Πρέπει να της δώσει την απάντησή της μέχρι το βράδυ, αφού αν αποδεχθεί την πρόταση, από αύριο κιόλας θ' αρχίσει να της δείχνει τα κατατόπια η Νάντια.
Μάλλον θα συμφωνήσει. Δεν έχει και τίποτα να χάσει. Εξάλλου, ποιος ξέρει, ίσως και να βγει κάτι καλό, πέρα από τα λεφτά, απ' αυτή την υπόθεση. Η στενή γνωριμία με κάποιους άλλους ανθρώπους, κι ειδικά ηλικιωμένους, ίσως να τη βοηθήσει και στον επαγγελματικό τομέα. Ναι, σκέφτεται εγωιστικά και το ξέρει, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Στο κάτω-κάτω της γραφής δε θα εκμεταλλευτεί κάποιον. Μόνο τις περιστάσεις θα εκμεταλλευτεί για να εμπλουτίσει τις γνώσεις της. Καλό ακούγεται αυτό.
Όμως, όμως εκείνο που στ' αλήθεια την κάνει να σκέφτεται στα σοβαρά να αποδεχτεί αυτή την πρόταση είναι η προοπτική της έρευνας, της αναζήτησης των ατόμων που για τον ένα ή τον άλλο τρόπο αγνοούνται. Αυτό της θυμίζει τη δουλειά του ντετέκτιβ και κάνει τα πράσινά της μάτια να λάμπουν λίγο πιο έντονα. Αφού δεν μπορεί να μπει στην Αστυνομία, παρά το μέσο που της προσφέρει η παρουσία του πατέρα της εκεί, και το οποίο κανείς από τους δυο τους δεν είναι πρόθυμος να εκμεταλλευτεί, τότε το να είναι μια ιδιωτική ντετέκτιβ της κακιάς ώρας είναι η καλύτερη εναλλακτική επιλογή, σκέφτεται αυτοσαρκαζόμενη.
Η αλήθεια όμως είναι ότι θα μπορούσε να γίνει εξαιρετική ντετέκτιβ. Το μυαλό της κόβει πολύ, μπορεί και διαβάζει τους ανθρώπους (αναγνώστη ψεύδους, την αποκάλεσε μια φορά η Ντίνα) και είναι ακούραστη. Επίσης κοιμάται λίγο, όπως κι ο γέρος της, δεν μπορεί να μένει ανενεργή για πολύ και πάντα θέλει να κάνει κάτι το διαφορετικό, για να μην πιάσει σκουριά, όπως λέει.
"Μάνα, βρήκα δουλειά", φωνάζει στη Γεωργία, που ως συνήθως είναι κάπου στο σπίτι, απασχολημένη μόνιμα με το ένα και με το άλλο.
"Ωραία, απ' αύριο θ' αρχίσεις να πληρώνεις νοίκι", απαντά αυτή και της προκαλεί το γέλιο. Ωστόσο δεν τη χαλά η ιδέα. Αν κρατήσει τη δουλειά, υπόσχεται στον εαυτό της, θ' αρχίσει να πληρώνει νοίκι. Ο μισθός του πατέρας της, παρά την περσινή προαγωγή, δεν πρόκειται να αυξηθεί σύντομα, η μάνα της είναι νοικοκυρά και η μικρή της αδελφή του χρόνου θα φύγει για σπουδές, μάλλον στην Αγγλία, οπότε τα λεφτά δε θα τους περισσεύουν.
"Θα μπορούσες να περιμένεις μέχρι να πάρω τον πρώτο μου μισθό;" φωνάζει ξανά.
"Θα το αντέξω κι αυτό", λέει σιγανά η Γεωργία, που στέκεται στην εσωτερική πόρτα του σαλονιού και την παρακολουθεί, ποιος ξέρει από πόση ώρα. "Τι δουλειά;"
Της λέει τι προτίθεται να κάνει κι αυτή δεν το σκέφτεται και πολύ. "Αυτό θα αρέσει πολύ στον γέρο σου", δηλώνει κι επιστρέφει στην κουζίνα.
Εκείνη στέκεται μόνη μέσα εκεί για λίγη ώρα ακόμη και χαμογελά και μετά κάνει την κλήση - την κλήση που θα της ανοίξει ίσως την πόρτα σε μια νέα ζωή. Θέλει να τηλεφωνήσει και του πατέρα της για να του ανακοινώσει τα νέα, αλλά δεν το κάνει. Τα λόγια της ίσως να του δώσουν λίγη χαρά, αλλά το πάλεμα με τα νερά της φουρτούνας που αντιμετωπίζει είναι αυτό που πιότερο χρειάζεται τώρα. Θα του πει τα πάντα το βράδυ.
Η Νάντια της λέει ότι αφού πήρε κιόλας την απόφασή της, θα ήταν καλύτερα να συναντηθούν και να πουν σήμερα κιόλας. Κλείνουν ραντεβού για το μεσημέρι σ' ένα εστιατόριο κοντά στο παλιό δημαρχείο.

Συνεχίζεται.

Πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα για τα προηγούμενα κεφάλαια.

Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: