Η
αλήθεια είναι ότι περίμενε αυτό το τηλεφώνημα, από πάντα. Δεν μπορούσε να γίνει
κι αλλιώς. Η ζωή που ζούσε ο φίλος του δεν ήταν συνηθισμένη. Ήταν άνθρωπος της
νύχτας, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Κι ας ήταν καλόψυχος και πολύ ανοιχτοχέρης.
Στο τέλος της ημέρας αυτά τα τελευταία σπάνια μετράνε. Το πιο σημαντικό είναι
να ξέρεις να παίζεις το παιχνίδι. Κι εκείνος ήξερε. Μέχρι που το παιχνίδι
άλλαξε ή οι καιροί τον προσπέρασαν. Ή το ένα ή το άλλο.
Πριν λίγο, στις πέντε σχεδόν το πρωί, όταν δέχθηκε
εκείνη την κλήση παράδερνε ακόμη μεταξύ ξύπνιου και ύπνου. Τα μάτια ήταν βαριά
και το βλέμμα θολό. Τώρα τα μάτια είναι ορθάνοικτα, αλλά το βλέμμα εξακολουθεί
να είναι θολό, αφού δακρύζει. Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε. Μάλλον
τότε που πέθανε η μάνα του. Πάνε χρόνια, πολλά.
Τώρα κλαίει για το μοναδικό του φίλο, αλλά σιωπηλά,
όσο πιο αθόρυβα μπορεί αφού δε θέλει να ξυπνήσει τη γυναίκα του, που κοιμάται
δίπλα του με τις ωτοασπίδες μόνιμα τοποθετημένες στ' αυτιά. Αυτή τη φορά είναι
πορτοκαλιές. Άλλες φορές είναι πράσινες. Μα, τι τον έπιασε κι ασχολείται με τις
ωτοασπίδες τώρα; Λες και δεν έχει τίποτα καλύτερο να κάνει.
Πρέπει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, να κάνει ένα ντους
και να ντυθεί και να πάει στη δουλειά, αλλά ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του δε
θέλει να το κάνει αυτό. Θέλει να μιλήσει με κάποιον, αυτός ο μεγάλος σιωπηλός.
Θέλει να ξυπνήσει τη γυναίκα του, που επεβίωσε ροχαλητών και αμέτρητων κλήσεων
εν τω μέσω της νυχτός για να της πει τα νέα του. Αλλά, τη λυπάται. Τη λυπάται επειδή
θα λυπηθεί πολύ για τη λύπη του. Και τη λυπάται επειδή είναι πάντα κουρασμένη.
Μ' εκείνον και με δύο κόρες στο σπίτι έχει τα χέρια της σχεδόν συνέχεια γεμάτα.
Δουλειές, δουλειές και δουλειές.
Καθώς προσπαθεί να στεγνώσει τα δάκρυα απ' τα μάγουλά
του νιώθει τα τραχιά του χέρια να γδέρνονται. Πάλι χρειάζεται ξύρισμα. Στο
διάολο.
Περιμένει λίγο ακόμη και μετά σκουντά αλαφρά στον ώμο
τη γυναίκα του. Την ξυπνά. Εκείνη ανοίγει τα μάτια αργά, βαριεστημένα, αλλά
όταν σιγά-σιγά συνέρχεται και τον κοιτά, ανασηκώνεται απότομα. Τα δάκρυά του
είναι ξένη χώρα για κείνη και μεμιάς ο νους της πάει προς το χειρότερο. Όχι το
κακό. Το χειρότερο.
"Γιατί κλαις; Συνέβηκε κάτι στα κορίτσια; Πέτρο,
μίλα μου. Μίλα μου".
"Ο Χριστάκης είναι νεκρός", της απαντά, με
σχεδόν κομμένη την ανάσα.
Εκείνη αφήνει σχεδόν ένα στεναγμό ανακούφισης να της
ξεφύγει απ' τα στήθια, αλλά την τελευταία στιγμή τον συγκρατεί. Ο Χριστάκης
είναι ο καλύτερος φίλος του άντρα της, ή μάλλον ήταν, ο καλύτερος κι ο
μοναδικός. Τα καφέ της μάτια αρχίζουν να τρέχουν από μόνα τους.
Μετά από είκοσι εφτά χρόνια γάμου, η Γεωργία δεν είναι
πια αυτή που ήταν παλιά, αλλά πέρα από το παρουσιαστικό και την ηλικία της λίγα
άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου. Στα πενήντα ένα της κλαίει και γελάει, εύκολα
και πολύ, όπως πάντα. Έχει τα παχάκια της, τις νευρώσεις της και πολλές χάρες.
Και είναι περήφανη όσο πάει για τον άντρα της και τις κόρες της.
"Τι έγινε;" τον ρωτά, αφού δεν μπορεί να
κάνει κι αλλιώς. Το ξέρει ότι τα λόγια δε θα παρηγορήσουν τον άντρα της, το
μεγάλο στωικό, που μια στο τόσο ραγίζει.
"Τον βρήκαν πνιγμένο στη μπανιέρα του σπιτιού
του. Αυτοκτονικός δεν ήταν, οπότε…" Αφήνει τη φωνή του να σβήσει.
Τον παρατηρεί. Μοιάζει να έχει γεράσει δέκα χρόνια από
χθες το βράδυ. Πήγε για ύπνο πενήντα έξη και ξύπνησε εξήντα έξη. Ακόμη και το
πλαδαρό του κορμί μοιάζει μαραμένο. Του χαϊδεύει το αξύριστο μάγουλο, τον φιλά.
Τα πράσινά του μάτια, υγρά, φλογισμένα, κοιτάνε ίσια μπροστά, μα δε μοιάζουν να
βλέπουν τίποτα.
Εκείνη καταριέται από μέσα της τις μοίρες που τον
έκαναν μπάτσο, κι ας ξέρει πολύ καλά ότι αυτό είναι το μοναδικό επάγγελμα που
του πάει και ότι το αγαπάει λιγότερο μόνο απ' την οικογένειά του. Αλλά, αν δεν
ήταν μπάτσος, πολύ πιθανόν να μην έπαιρνε αυτή την κλήση. Κι αν δεν την έπαιρνε
δε θα έκλαιγε τώρα. Αλλά, κακίζει τον εαυτό της για τις σκέψεις της, επειδή
αντιλαμβάνεται πόσο εγωιστικές είναι. Έτσι κι αλλιώς την κλήση θα την έπαιρνε.
Η ώρα μόνο θ' άλλαζε.
Το κακό είναι ότι τώρα θα θελήσει να διαλευκάνει την
υπόθεση μόνος του ή τουλάχιστον ν' αναμιχθεί με τη διερεύνησή της κι αυτό
καθόλου δεν της αρέσει. Πέρυσι, όταν πήρε επιτέλους εκείνη την προαγωγή, χάρηκε
πιότερο για το γεγονός ότι πια δε θα είχε πάρε-δώσε με εγκληματίες, παρά για
την αύξηση στο μισθό του. Ήταν πια επικεφαλής του τμήματος. Θα καθόταν στο
γραφείο και θα έδινε στους άλλους εντολές για το τι να κάνουν. Αλλά αυτή η
υπόθεση…
"Πρέπει να ετοιμαστώ και να φύγω". Διακόπτει
τον ειρμό της σκέψης της.
"Θα…"
"Φυσικά. Τι περίμενες;"
"Και μετά;"
"Μετά…" Μένει για λίγο σιωπηλός. Σκέφτεται.
"Μετά", ξαναρχίζει, "τα πράγματα θα επιστρέψουν στους φυσιολογικούς
τους ρυθμούς".
Τον αγκαλιάζει. Τον φιλά στο μάγουλο και πάλι. Πιέζει
τον εαυτό της για να μη χαμογελάσει.
Οι αχτίδες του ήλιου αρχίζουν να εισβάλλουν νωχελικά
στο υπνοδωμάτιό τους. Σηκώνεται απ' το κρεβάτι εκείνος. Τα μάτια του, βλέπει,
δεν είναι πια και τόσο υγρά. Κι αν τον ξέρει καλά δε θα κλάψει ξανά μέχρι να
λύσει το γρίφο που του τέθηκε. Αυτό δε θα είναι εύκολο, αφού ο φίλος του είχε
πολλούς φίλους, μα ακόμη περισσότερους εχθρούς. Ο κύκλος της ζωής.
Μπαίνει στο μπάνιο. Κάνει ένα γρήγορο ντους, που δεν
καταφέρνει να ξεπλύνει τις σκέψεις του και ξυρίζεται. Τα φουσκωμένα του μάγουλα
αναψοκοκκινισμένα. Το βλέμμα τώρα αποφασιστικό. Επιστρέφει στο υπνοδωμάτιο κι
αρχίζει να ντύνεται με τα ρούχα που του έχει ήδη τοποθετήσει πάνω στο κρεβάτι η
Γεωργία του. Σε δυο λεπτά είναι έτοιμος.
"Τα κορίτσια;", τη ρωτά.
"Θα τους το πω εγώ", απαντά.
Έτσι κι αλλιώς δε θα λυπηθούν αυτές, όχι στ' αλήθεια.
Μόνο η μεγάλη τους κόρη ξέρει τον Χριστάκη, αλλά πολύ λίγο. Θα λυπηθούν κι
αυτές για τη λύπη του και μετά θ' ασχοληθούν με ό,τι είναι να κάνουν.
Βγαίνει έξω σ' ένα υγρό χάραμα. Ο ορίζοντας γκρίζος μα
ένα θολό ροζ προσπαθεί να του χαρίσει λίγη ομορφιά. Ο πιστός του σκαραβαίος τον
περιμένει υπομονετικά κάτω απ' την κληματαριά.
Τ' όνομά του είναι Πέτρος Ιωάννου κι έχει ένα έγκλημα
να εξιχνιάσει.
Συνεχίζεται.
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου