Η
Νάντια βγήκε εδώ και λίγη ώρα στη γύρα για να ενημερώσει τους ανθρώπους που
εξυπηρετεί για την προσωρινή αντικαταστάτριά της. Την εμπιστεύεται πολύ τη
Μαργαρίτα κι ας μην ξέρει καλά-καλά το γιατί. Δεν είναι καν φίλες. Απλά γνωστές
είναι, που βρέθηκαν τυχαία σε μια παρέα. Η μια κουβέντα οδήγησε στην άλλη, η
μια σιωπή στην επόμενη, και σιγά-σιγά άρχισαν να κάνουν παρέα, αλλά μέχρι εκεί.
Μα να που τώρα…
Εκείνο που κάπως την ανησυχεί είναι ότι ο πατέρας της
κοπέλας είναι μπάτσος, και μάλιστα από τους πιο γνωστούς, κι απ' ό,τι μαθαίνει κι
απ' τους πλέον αδιάφθορους. Εκείνη λέει ότι ο γέρος της είναι αστέρι, αλλά πώς
θα αντιδρούσε άραγε αν μάθαινε ότι τα μονοπάτια στα οποία θα περπατούσε η κόρη
του δε θα ήταν πάντοτε και τα πιο φωτεινά. Όχι πώς κάνει τίποτα παράνομο στη
δουλειά της, αλλά να, πού και πού αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει μη συμβατικά
μέσα για να αντεπεξέλθει.
Το πρόβλημα δεν είναι τα θελήματα που κάνει για τα
γερόντια, αλλά οι αναζητήσεις προσώπων που δεν είναι πάντα εύκολο να ανεβρεθούν.
Κάποιες φορές, αφού εξαντλήσει πρώτα τα συμβατικά μέσα, αναγκάζεται να
υιοθετήσει ανορθόδοξες μεθόδους, ψάχνοντας βοήθεια στον βαθύ ιστό, αγγλιστί dark net, όπου
δε συχνάζουν πάντα τα καλύτερα παιδιά. Εκεί, προσφέροντας κάποια αμοιβή,
προσπαθεί να βρει τα στοιχεία των ανθρώπων που αναζητεί. Όσες φορές το έκανε
μέχρι τώρα οι προσπάθειές της δικαιώθηκαν, αλλά οι τελευταίες της δύο απόπειρες
δεν απέφεραν καρπούς, και γι' αυτό νιώθει λυπημένη.
Βλέπει τον εαυτό της σαν κάποιου είδους Ρομπέν της
Πόλης η κοπέλα. Αν και χρεώνει για τις υπηρεσίες της, τα λεφτά που εισπράττει
ανά άτομο είναι ελάχιστα, και στο τέλος της ημέρας ίσως και να εξοικονομούν
χρήματα προσλαμβάνοντάς την για να κάνει τα ψώνια τους οι άνθρωποι, αφού πάντα
φροντίζει να βρίσκει τις χαμηλότερες τιμές για τα προϊόντα που αυτοί έχουν
ανάγκη. Οι αναζητήσεις προσώπων της αποφέρουν κάποιο κέρδος, αλλά και πάλι, οι
χρεώσεις της δεν ξεπερνούν το ένα τέταρτο αυτών που χρεώνουν ιδιωτικοί
ντετέκτιβ, δικηγόροι κτλ. Φρόντισε να μάθει τις τιμές προτού μπει στο παζάρι.
Δουλεύει δώδεκα με δεκαέξι ώρες την ημέρα από Δευτέρα
μέχρι Σάββατο και τις Κυριακές πηγαίνει εκδρομές, με παρέα ή χωρίς. Απλά
μπαίνει στο αυτοκίνητό της και οδηγεί. Κι όπου τη βγάλει ο δρόμος. Τώρα,
ετοιμάζεται να πάει για διακοπές, αλλά όταν επιστρέψει ελπίζει να μειώσει με τη
βοήθεια της Μαργαρίτας τις ώρες της -αν αντέξει δηλαδή η τελευταία την πίεση- όχι
επειδή θέλει να ξεκουραστεί, αλλά γιατί θέλει να ξαναπιάσει τις αγαπημένες
ασχολίες, τη ζωγραφική και τη δημιουργία κατασκευών.
Φτάνει σ' ένα σπίτι κοντά στην Πύλη Αμμοχώστου, σε μια
ήσυχη γειτονιά. Κτυπάει την πόρτα. Τέτοια ώρα η κυρία Κατερίνα θα πίνει τον
καφέ της κάτω από τα δέντρα στην εσωτερική αυλή.
Αργεί κάπως να έρθει να της ανοίξει, αλλά αυτό δεν την
ξενίζει, αφού η γυναίκα πλησιάζει τα ενενήντα της χρόνια και λόγω των
αρθριτικών δυσκολεύεται πολύ να περπατήσει. Ακούει τα ελαφρά της βήματα να
πλησιάζουν μαζί με το Πι, που τα συνοδεύει μόνιμα εδώ και λίγα χρόνια.
"Καλώστην κόρην μου", λέει εκείνη κι ανοίγει
πιο πλατιά την πόρτα για να την αφήσει να περάσει μέσα.
"Καλημέρα γιαγιά", απαντά και την προσπερνά
με κατεύθυνση την αυλούλα. Δεν την περιμένει, δεν τη βοηθά. Αυτό είναι το
τελετουργικό τους. Κάθεται ήδη σε μια παλιά καρέκλα και την περιμένει, όταν
σιγά-σιγά φτάνει εκείνη εκεί.
"Τι να σε κεράσω, κόρη μου;"
Δεν μπορεί να της πει Τίποτα, αφού για τις γυναίκες
τις γενιάς της αυτή η λέξη δεν υπάρχει, σε ό,τι έχει να κάνει με το
συγκεκριμένο θέμα.
"Μια παγωμένη λεμονάδα".
"Πάω να τη φτιάξω".
Μετά από λίγο θα επιστρέψει πίσω, με τη λεμονάδα
τοποθετημένη μαζί μ' ένα πιατάκι με μπισκότα πάνω σ' ένα δίσκο, κι αυτόν
τοποθετημένο σ' ένα τρόλεϊ, το οποίο θα σπρώχνει μαζί με το Πι.
Η κυρία Κατερίνα της ανέθεσε να ψάξει να βρει την
ανιψιά της, που μάλλον βρίσκεται στη Νότιο Αφρική. Δεν έχει άλλους στενούς
συγγενείς στον κόσμο αυτό, και αν και δεν τη γνώρισε ποτέ τη γυναίκα, θέλει ν'
αφήσει σ' αυτή την περιουσία της. Η δική της υπόθεση είναι μία από τις δύο, που
ζορίζουν τώρα τελευταία την Νάντια. Κι αντί να έρθει εδώ για να μεταφέρει
κάποια καλά νέα στην ηλικιωμένη γυναίκα, ήρθε για να της πει ότι θα πάει για
διακοπές και πώς κάποια άλλη θ' αρχίσει να δουλεύει για κείνην - τουλάχιστον
για την ώρα. Πώς θα το πάρει άραγε; Σε αντίθεση με τους νέους που είναι πολύ
προβλέψιμοι, τους ηλικιωμένους δεν μπορεί να τους ψυχολογήσει. Ίσως να το πάρει
καλά, ίσως στραβά. Μα, όσο άσκημα κι αν νιώθει τώρα η ίδια, οφείλει να της πει
την αλήθεια.
Συνεχίζεται.
Για να βρείτε τα προηγούμενα κεφάλαιο πηγαίνετε στην κεντρική σελίδα.
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου