Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Ράντα και Κρίσνα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στις πεδιάδες του Ινδουστάν ένας νεαρός πρίγκιπας που κυβερνούσε μια φυλή αγελαδοτρόφων. Το όνομά του ήταν Κρίσνα και ήταν, όπως λένε οι μύθοι, υπερβολικά ωραίος. Το σώμα του είχε το χρώμα του λυκόφωτος, το πρόσωπό του ήταν λαμπερό σαν τη σελήνη, και ήταν και δεξιοτέχνης μουσικός: έπαιζε ένα μαγικό αυλό που αιχμαλώτιζε τις καρδιές των ανθρώπων και των ζώων, ακριβώς όπως οι ύμνοι των θηλυκών κενταύρων κατακτούν τη θάλασσα και τον ουρανό, ή οι δονήσεις της ετοιμοθάνατης βροντής υποδουλώνουν τις καρδιές των μεγάλων βουνών.
     Όλες οι νέες γυναίκες της ευλογημένης εκείνης γης παρακαλούσαν μέσα τους βαθιά να γίνουν οι αγαπημένες του. Όταν του κρατούσαν συντροφιά είχαν τα μαλλιά τους στεφανωμένα με ευωδιαστό γιασεμί, τους λαιμούς τους στολισμένους με τους κίτρινους ανθούς της κασίας, και στα χέρια τους κρατούσαν γλυκούς λωτούς, που μέσα στην απόλυτα λευκή τους άνθιση έμοιαζαν αθώοι, όπως κι οι ευγενικές τους οι καρδιές, οι οποίες ξεχείλιζαν από αγάπη.
     Τη Ράντα, μια χαριτωμένη υπηρέτρια, επέλεξε τελικά για νύφη του ο Κρίσνα. Η πίστη της σ’ αυτόν ήταν τόσο βαθιά λέει, που μπορούσε να τη δει, όπως κάποιος άλλος θα μπορούσε να νιώσει το άρωμα ενός λουλουδιού απλά κοιτώνας τη γύρη του. Την παντρεύτηκε λοιπόν και την πήρε να ζήσει μαζί του σ’ ένα όμορφο παλάτι, όπου οι ταράτσες ήταν στρωμένες με μαγευτικά κρύσταλλα και περικυκλωμένες από γαλήνιες λίμνες που αντανακλούσαν τα αστέρια.
     Κάποια μέρα μια γριά γυναίκα, ζαρωμένη και κατάκοπη, πήγε και χτύπησε την πόρτα του παλατιού του Κρίσνα. Με το που μπήκε μέσα ρώτησε κατά πόσο θα μπορούσε να πιάσει δουλειά εκεί, μια και ήταν πεινασμένη και φτωχή και δεν είχε που αλλού να πάει. Η καλόψυχη Ράντα τη λυπήθηκε. Της έδωσε λοιπόν ρούχα και φαγητό και την προσέλαβε για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Εκείνο που δεν ήξερε η καημένη η κοπέλα είναι ότι η γριά στην πραγματικότητα ήταν μια μάγισσα, που μπορούσε ν’ αλλάζει μορφή, κι η οποία καθηλώθηκε από την ομορφιά του Κρίσνα, κι αποφάσισε να πάρει τη θέση της σαν γυναίκα του.
     Πέρασαν λίγες μέρες, στη διάρκεια των οποίων η γριά απέκτησε πολύ καλή γνώση των τρόπων και των συνηθειών του παλατιού. Και έτσι σκέφτηκε ότι είχε φτάσει πια η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Είχε καταστρώσει ένα σατανικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο τη Ράντα θα τη σκότωνε ο ίδιος ο Κρίσνα. Πήγε λοιπόν και έσφαξε μια κατσίκα και τη νύχτα μπήκε κρυφά στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η κοπέλα και έβαψε το πρόσωπό της με το αίμα του ζώου. Μετά κάθισε και περίμενε μέχρι να ξημερώσει. Με το που βγήκε το πρώτο φως της μέρας πήγε και βρήκε τον Κρίσνα και τον προσκάλεσε να πάει μαζί της για να δει, ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν στην πραγματικότητα ένας δαίμονας, ο οποίος έτρωγε τους ανθρώπους και τα ζώα ενώ ήταν ακόμη ζωντανά. Ο Κρίσνα, βλέποντας το αίμα στο πρόσωπο της Ράντα, πίστεψε στ’ αλήθεια ότι είχε όντως παντρευτεί ένα δαίμονα και, τραβώντας το σπαθί του, τη σκότωσε και την έκοψε κομματάκια, τα οποία έθαψε στο πυκνό δάσος.
     Η ψυχή της κοπέλας όμως ήταν καθαρή και καθαγιασμένη σαν ένα ναό, έτσι, μετά το φονικό, μεταμορφώθηκε σ’ ένα μεγαλοπρεπές παλάτι (ναι, ακριβώς όπως στα παραμύθια). Τα χέρια και τα πόδια της έγιναν επιβλητικές κολώνες, σμιλεμένες από το καλύτερο μάρμαρο. Το κεφάλι της έγινε ένας εκπληκτικός τρούλος, πάνω στον οποίο οι μαύρες της κοτσίδες, οι στεφανωμένες με λουλούδια, χάραζαν την πορεία τους σαν όμορφα αναρριχητικά, ενώ το υπόλοιπο διαμελισμένο της κορμί μετατράπηκε σε μια λίμνη από καθάριο κρυστάλλινο νέκταρ, όπου ολάκερος ο ναός αναπαυόταν. Και τα μάτια της μεταμορφώθηκαν σ’ ένα ζευγάρι περιστέρια, τα οποία κάθονταν στη βεράντα εκείνου του φανταστικού κτηρίου μέσα στην ερημιά, γουργουρίζοντας απαλά όλη μέρα.
     Ο Κρίσνα, κάποια φορά, πήγε στο δάσος για κυνήγι, κι έχοντας απομακρυνθεί απ’ τους συντρόφους του, χάθηκε ανάμεσα στην πυκνή και μπερδεμένη βλάστηση που τον περιτριγύριζε. Καθώς έπεφτε το βράδυ συνέχισε την περιπλάνησή του μέχρι που, με μεγάλη του έκπληξη, είδε ένα πανέμορφο ναό να αναδύεται μέσα από την ομίχλη του κατά τα άλλα έρημου εκείνου τόπου. Του άρεσε τόσο πολύ ώστε σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αναπαυτεί εκεί μέχρι την επόμενη μέρα. Έδεσε λοιπόν το άλογό του σ’ ένα δέντρο, του έδωσε καμπόσο σανό για να φάει, και μάζεψε κι ο ίδιος αρκετά φρούτα με τα οποία δείπνησε. Μέτα πήγε και ξάπλωσε κάτω από τη βεράντα του ναού για να κοιμηθεί. Δεν πρόλαβε όμως καλά καλά να κλείσει τα μάτια του όταν ξαφνικά άκουσε φτερουγίσματα πάνω από το κεφάλι του. Ανοίγοντας τα μάτια είδε δύο ευγενικά περιστέρια να έρχονται και να κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο πολύ κοντά του, και να πιάνουν κουβέντα:
     «Αυτός είναι ο άκαρδος άντρας που έκοψε τη γυναίκα του κομματάκια», άκουσε το αρσενικό περιστέρι να λέει, «απλά και μόνο επειδή μια κακιά μάγισσα πήγε και του είπε ένα ψέμα».
     «Ναι, αλλά δεν μπορεί να βρει τη γυναίκα του ξανά;» ρώτησε το θηλυκό. «Απλά ήταν εύπιστος. Τον εξαπάτησαν, κι έτσι το φταίξιμο δεν είναι αποκλειστικά δικό του».
     «Δίκιο έχεις, δεν φταίει μόνο αυτός», απάντησε το αρσενικό. «Πράγματι εξαπατήθηκε. Και ίσως να μπορεί να βρει τη γυναίκα του, αλλά δεν ξέρει πως».
     «Πες μου λοιπόν. Πώς μπορεί να τη βρει;» ρώτησε απαιτητικά το θηλυκό, μ’ ένα ύφος που έσταζε ευσπλαχνία.
     «Καλά, θα σου πω», αποκρίθηκε το αρσενικό. «Η γυναίκα του και η συντροφιά της έρχονται για μπάνιο στη λίμνη με το νέκταρ τα μεσάνυχτα. Αυτή φοράει ένα κατακόκκινο σάρι, ενώ οι υπηρέτριές της φοράνε ρόμπες στο χρώμα του κρόκου. Αν πάει και κλέψει τα ρούχα τους και αρχίσει να τις πειράζει, η γυναίκα του θα καταλάβει από τα παιχνιδιάρικά του κόλπα ότι είναι ο άντρας της και θα επιστρέψει κοντά του ξανά».
     Ο Κρίσνα άκουσε προσεκτικά κάθε λέξη που είπε το αρσενικό. Έτσι παρέμεινε ξαπλωμένος εκεί, υπολογίζοντας ανήσυχα και ανυπόμονα το χρόνο, μέχρι που έφτασαν επιτέλους τα μεσάνυχτα. Τότε πήγε και κρύφτηκε πίσω από τις πύλες του ναού, και όντως πολύ σύντομα είδε τη Ράντα με τις υπηρέτριές της να έρχονται, γελώντας δυνατά και λέγοντας τραγούδια. Μόλις έφτασαν στη λίμνη με το νέκταρ, ξέδεσαν τις ζώνες τους, έβγαλαν τα σάρι τους και πετώντας τα ανέμελα στο έδαφος, βούτηξαν στα γαληνεμένα νερά. Ο έρωτας ξύπνησε τον πόθο στα σωθικά του Κρίσνα, ο οποίος πήγε σιγοπατώντας στις όχθες της λίμνης, μάζεψε βιαστικά τις ρόμπες και στη συνέχεια σκαρφάλωσε μαζί τους σ’ ένα δέντρο που βρισκόταν εκεί κοντά. Τότε έβγαλε τον αυλό του και άρχισε να παίζει και με τις μελωδίες του κατάφερε να γοητεύσει τις καρδιές των γυναικών που τον κοιτούσαν έκπληκτες, με θαυμασμό αλλά και με ντροπή. Δεν άργησαν ν’ αναγνωρίσουν τον Κρίσνα, τον αγαπημένο τους.
     Με ενωμένα τα χέρια σε μια ικεσία και τα μάτια χαμηλωμένα από τη ντροπή, με δειλά χαμόγελα στα χείλη, άρχισαν να τον εκλιπαρούν: «Ω, δώσε μας πίσω τα ρούχα μας, τα οποία κρέμασες στα κλαδιά του δέντρου, αγαπημένε!»
     Αυτός, αντί να τις εισακούσει, τους πέταξε τρυφερά κλαδάκια και συνέχισε να τις πειράζει, παίζοντας στον αυλό του ακατανόητους μικρούς σκοπούς.
     «Ω, δώσε μας πίσω τα ρούχα μας, αγαπημένε, και θα σου χαρίσουμε την αγάπη μας», ξεφώνισαν όταν κατάλαβαν ότι είχε όρεξη για παιχνίδια.
     «Ένα φιλί από κάθε υπηρέτρια είναι τα λύτρα που ζητώ, ενώ τη Ράντα τη θέλω για να την παντρευτώ και πάλι», τους απάντησε τραγουδιστά.
     Οι ζώνες των γυναικών κουδούνιζαν καθώς χόρευαν, και τα χέρια τους δεν κουράζονταν να επιδίδονται στα παιχνίδια της αγάπης, καθώς η μια μετά την άλλη στη διάρκεια της φεγγαρολουσμένης νύχτας, άρχισαν να πληρώνουν τα λύτρα του ενός φιλιού στον Κύριό τους, προτού τον δουν να παντρεύεται με τη Ράντα για μία ακόμη φορά.

Ένα ινδικό παραμύθι μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Έκλεισα τα μάτια και είδα

Έκλεισα τα μάτια και είδα,
ένα νεαρό να περπατά στο δάσος στάζοντας αίμα,
και γύρω του μιλιούνια ανθρώπους να αργοπεθαίνουν.
Ρώτησα το γέροντα ποιος ήτανε
«Ο έρωτας», μου αποκρίθηκε.
Έκλεισα τα μάτια και είδα,
ένα άγριο θεριό
να διαβαίνει βιαστικά μέσα
από το δάσος των ψυχών σκορπίζοντας
στάχτη,
και πίσω του μιλιούνια ανθρώπους με πάθος να το κυνηγάνε.
Ρώτησα το γέροντα τι ήταν.
«Το χρήμα», μου αποκρίθηκε.
Έκλεισα τα μάτια και είδα,
μια γυναίκα με πρόσωπο από μετάξι
να διασχίζει με αργόσυρτο βήμα
το δάσος του πόνου,
και να χύνει δάκρυα φτιαγμένα
απ’ όλου του κόσμου το αίμα.
Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν.
«Η ψυχή μας», μου αποκρίθηκε.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Ερνέστο Σάμπατο: Μετά θάνατον προφήτης...

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από το βιβλίο του Πριν το τέλος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη και, όπως θα αντιληφθείτε, παρ' ότι γραμμένα πριν από 13 χρόνια εξακολουθούν να παραμένουν τραγικά επίκαιρα.


«…Όταν με σταματάνε στο δρόμο, σε καμιά πλατεία ή στο τρένο για να με ρωτήσουν ποια βιβλία να διαβάσουν, πάντα τους λέω: Διαβάστε αυτό που θα σας κάνει να παθιαστείτε, είναι το μόνο που θα σας βοηθήσει να υπομείνετε το βάρος της ύπαρξης».

«Παρ’ ότι φαίνεται τρομερό, αν το καλοσκεφτείς, η ζωή γράφεται στο πόδι και δεν μας επιτρέπει να παρέμβουμε στο κείμενό της».

«Εκείνα τα ταπεινά πλάσματα, αυτοί οι αγράμματοι και γεμάτοι καλοσύνη, και οι νέοι με τις αθώες ελπίδες τους είναι αυτοί που θα με σώσουν».

«Ενώ οι πιο άτυχοι πνίγονται στα βαθιά νερά, σε κάποια γωνιά, κάνοντας τους εντελώς ανυποψίαστους για την καταστροφή, στο κέντρο ενός χορού μεταμφιεσμένων, οι άνθρωποι της εξουσίας εξακολουθούν να χορεύουν, σκασμένοι στα γέλια από τις ίδιες τους τις χοντράδες».

«Οφείλουμε ν’ αντισταθούμε στο άδειασμα της κουλτούρας μας, της ρημαγμένης από κείνους τους οικονομολόγους που το μόνο που καταλαβαίνουν είναι το Ακαθόριστο Εγχώριο Προϊόν».

«Η εκπαίδευση είναι ό,τι λιγότερο υλικό υπάρχει, αλλά και η πλέον καθοριστική για το μέλλον ενός λαού, δεδομένου ότι αποτελεί το πνευματικό του προπύργιο».

«Για τους απόκληρους δεν υπάρχει δικαιοσύνη να τους υπερασπιστεί».

«Και τότε αναρωτήθηκα τι είδους κοινωνία είναι αυτή, τι δημοκρατία έχουμε όταν οι διεφθαρμένοι ζούνε μέσα στην ατιμωρησία, ενώ η πείνα του λαού θεωρείται υπονομευτική».

«Η σοβαρότητα της κρίσης μας επηρεάζει κοινωνικά και οικονομικά. Και ακόμα χειρότερα: ο ουρανός και η γη έχουν αρρωστήσει. Η φύση, αυτό το αρχέτυπο ομορφιάς, διαταράχτηκε».

«Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί ένα μυστήριο και η μοναδικότητά του είναι ιερή. Τώρα ο άνθρωπος κινδυνεύει να μετατραπεί σε κλώνο κατά παραγγελία: συμπαθητικός, με γαλάζια μάτια, δραστήριος, αναίσθητος στον πόνο ή τραγικά έτοιμος να γίνει σκλάβος».

«Οι νέοι υποφέρουν: δεν θέλουν πλέον ν’ αποκτήσουν παιδιά. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερος σκεπτικισμός».

«Η αγιοποίηση της ευφυΐας μάς έσπρωξε στο χείλος του γκρεμού… Μέσω της λογικής καταλήξαμε στην απόλυτη άγνοια».

«Οποιαδήποτε εξιστόρηση των προσδοκιών και των συμφορών έστω κι ενός μόνο ανθρώπου, ενός απλού άγνωστου αγοριού, μπορεί να περιέχει ολόκληρη την ανθρωπότητα».

«Τούτο είναι που αγνοούν όλοι αυτοί οι εξουσιαστές μας. Δεν ξέρουν ότι και τα δικά τους παιδιά βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση».

«Πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουμε αποτύχει. Αλλιώς θα συντριβούμε από τους προφήτες της τηλεόρασης, από αυτούς που γυρεύουν τη σωτηρία στην πανάκεια της υπερανάπτυξης. Η κατανάλωση δεν αποτελεί υποκατάστατο του παραδείσου».

«Κατανοώ τη θλίψη σου, καθώς και την αβεβαιότητά σου να ζεις σε μια εποχή στη διάρκεια της οποίας έχουν πέσει μεν τα τείχη, αλλά ακόμα δεν διακρίνονται οι νέοι ορίζοντες. Ψεύτικες αντανακλάσεις προσπαθούν να αιχμαλωτίσουνε τη θέλησή σου μέσα από τις οθόνες».

«Μόνο αυτό που γίνεται παθιασμένα δικαιούται τον ενθουσιασμό μας, τα υπόλοιπα δεν αξίζουν τον κόπο».

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Άνεμος και ο Ουρανός

Μια φορά κι έναν καιρό, αιώνες κι αιώνες πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη νέος, ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Άνεμος, πήραν πρόσκληση για να πάνε να δειπνήσουν με τον θείο και τη θεία τους, την Βροντή και την Αστραπή (Τώρα θα μου πείτε: μα πώς μπορεί η Βροντή να είναι άντρας; Κι εγώ θα σας πω ότι αυτό είναι ένα ινδικό παραμύθι, και στην ινδική παράδοση όλα είναι διαφορετικά. Εντάξει;). Η μητέρα τους, η Ουρανός (έτσι ακριβώς), τους ευλόγησε προτού να φύγουν και τους ευχήθηκε να περάσουν καλά. Εκείνη θα παρέμενε εκεί για να τους περιμένει.
     Τώρα, ο Ήλιος και ο Άνεμος ήταν άπληστα πολύ αγόρια και εγωιστές, έτσι όταν κάθισαν στο τραπέζι, έφαγαν όλες τις λιχουδιές που τους προσέφεραν ο θείος και η θεία τους, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη φτωχή πεινασμένη τους μητέρα, που καθόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν ώστε αυτοί να είναι χαρούμενοι και περνούν καλά στο πάρτι. Μονάχα η μικρή ευγενική Σελήνη δεν την ξέχασε. Κι έτσι, από κάθε πιάτο που έβαζαν μπροστά της, κρατούσε και κάτι για να πάρει στη μανούλα της.
     «Λοιπόν, τι μου φέρατε;» ρώτησε με ανυπομονησία η μητέρα, όταν επέστρεψαν το βράδυ στο σπίτι.
     «Τι εννοείς, γυναίκα;», ρώτησε με θράσος ο Ήλιος, που ήταν το μεγαλύτερό της παιδί. «Τι περίμενες δηλαδή από μένα να σου δώσω; Πήγα στο δείπνο για να φάω και να περάσω καλά, και όχι σε αποστολή για να σου φέρω φαγητό; Εξάλλου, δεν θα μπορούσες ποτέ εσύ, με τους άξεστους τρόπους σου, να εκτιμήσεις τις λιχουδιές που μας κέρασαν».
     «Ακριβώς», πήρε αμέσως το λόγο ο Άνεμος. «Δεν ξέρεις πώς να τρως, αλλά πώς να φας κιόλας, αφού δεν έχεις καθόλου δόντια στο στόμα! Κι εξάλλου, με τι μυαλά μπορούσες να περιμένεις από μας να καταστρέψουμε τα σικάτα μας ρούχα, παραγεμίζοντας τις τσέπες τους με φαγητά για σένα; Αλλά, εκτός απ’ το πιο πάνω, θα ήταν αναίδεια κιόλας, αν γεμίζαμε τα μαντηλάκια μας με φαγητό. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ στους καλύτερους κύκλους της κοινωνίας. Βέβαια, δεν θα περίμενε κανείς από μια χωριάτα σαν κι εσένα, να γνωρίζει την αξία των καλών ρούχων και των κοσμημάτων! Και τι θα ήξερες εσύ από τρόπους, καλούς ή κακούς;»
     «Μην είστε τόσο αγενείς, χτήνη», δεν άντεξε και πετάχτηκε στη μέση η καλοσυνάτη και υπάκουη Σελήνη. «Μού φαίνεται ότι είστε εσείς που δεν έχετε τρόπους, αφού μιλάτε στη μάνα σας μ’ αυτό το ύφος». Μετά, στράφηκε προς την ηλικιωμένη γυναίκα θέλοντας να την παρηγορήσει. «Έλα μητέρα», της είπε, «δοκίμασε τα φαγητά που σου έφερα. Φύλαξα για σένα λίγο απ’ το καθετί που μας έδωσαν».
     «Μακάρι να μακροημερεύσεις φεγγαροπαίδι μου», ευχήθηκε η γριά και την ευλόγησε. Και μετά στράφηκε προς τους γιους της. «Οι κατάρες της Ουρανού θα πέσουν βαριές στα άδεια σας κεφάλια. Εσύ, μεγαλύτερε γιε μου, που πήγες για να δειπνήσεις, που το έριξες στη μάσα και δεν σκέφτηκες καθόλου τη γριά μητέρα σου, που βασανίζεται για σένα όλη μέρα, θα ψήνεσαι για πάντα μέσα στην αιώνια φωτιά. Οι αχτίδες σου θα είναι αφόρητα ζεστές και θα τσουρουφλίζουν όποιον τις αγγίζει. Και οι άνθρωποι θα σε μισούνε πιο πολύ ακριβώς όταν θα εμφανίζεσαι μέσα σε όλη τη μεγαλοπρέπειά σου. Άνεμε, μικρό μου κάθαρμα, εσύ που είσαι τόσο άπληστος κι εγωιστής, πάντα θα φυσάς όταν ο καιρός είναι ξηρός και θα μαραίνεις, θα καταστρέφεις ό,τι αγγίζεις, κι οι άνθρωποι θα σε απεχθάνονται κάθε φορά που θα δίνεις το παρόν σου. Όσο για σένα κόρη μου, γλυκιά μου κόρη, εσύ που σκέφτηκες τη μητέρα σου πάντοτε θ’ ανθίζεις, θα προκόβεις για πάντα. Θα είσαι δροσερή, γαλήνια, απαλή και όμορφη, κι οι ψυχές των ανθρώπων θα πλημμυρίζουν από αγάπη κάθε φορά που θα σε κοιτάνε. Και θα σου τραγουδούν και θα σε αποκαλούν ευλογημένη».
     Γι’ αυτό το λόγο ο Ήλιος γίνεται μισητός όταν καίει πολύ, κι ο Άνεμος απεχθής όταν φυσάει δυνατά, ενώ η Σελήνη είναι αγαπητή από όλους.

Ένα παραδοσιακό παραμύθι από την Ινδία, μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Διαγωνισμός Παραμυθιού από το eBooks4Greeks.gr

Το eBooks4Greeks.gr διοργανώνει διαδικτυακό διαγωνισμό παραδοσιακού παραμυθιού. Ο διαγωνισμός είναι ένα κάλεσμα προς όλους για να αναδειχτούν τα παραδοσιακά παραμύθια του τόπου μας, παραμύθια που αποτελούν σημαντικό μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, παραμύθια υπέροχα από όλα τα μέρη της Ελλάδας που πιθανόν ξεχνιούνται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.

Στον διαγωνισμό μπορούν ελεύθερα να συμμετάσχουν άτομα ανεξαρτήτου ηλικίας, κάτοικοι Ελλάδος, Κύπρου και εξωτερικού.

Μετά το τέλος της υποβολής των παραμυθιών θα δημοσιευθούν στο διαδίκτυο όλα τα παραμύθια και θα διεξαχθεί ανοιχτή διαδικτυακή ψηφοφορία, για την ανάδειξη των 5 νικητών.

Μετά το τέλος του διαγωνισμού θα δημιουργηθεί ένα ψηφιακό βιβλίο (e-book) με τα παραμύθια που θα επιλεγούν, το οποίο θα επιμεληθεί η ομάδα του eBooks4greeks. Η αναπαραγωγή και διανομή του ψηφιακού βιβλίου θα είναι ελεύθερη και εντελώς δωρεάν.

Χορηγοί του διαγωνισμού είναι οι: ΒΟΟΚΕΕΝ GREECE (www.bookeen.gr), Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ (www.minoas.gr), Βορειοδυτικές Εκδόσεις (www.voreiodytikes.blogspot.com), Susaeta Εκδοτική (www.susaeta.gr), Open Book - Ανοικτή Λογοτεχνία (www.openbook.gr), Δημιουργική ομάδα "Στη γιορτή" (www.stigiorti.gr).

Αναλυτικές πληροφορίες για τους όρους συμμετοχής στον Διαγωνισμό είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο www.ebooks4greeks.gr και στο e-mail, mail@ebooks4greeks.gr .

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ψηφίδα

Μόνο από πείσμα παραμένω ζωντανός
Ή μάλλον από τύψεις.
Απ’ τις τύψεις του τι και πόσα δεν θα ζήσω
Αν πεθάνω μια ανέφελη βραδιά,
Απ’ τις τύψεις γι’ αυτούς που θ’ αφήσω
Πίσω μου κι αλλά,
Για τα ανεκπλήρωτά μου θέλω.
Ο θάνατος κάθε τόσο με καλεί ερωτικά
Μια κάποια λύτρωση υπόσχεται
Απ’ όσα με βαραίνουν,
Τα λόγια του γίνονται όλο και πιο πειστικά
Καθώς το μέσα μου αργά το αναδεύουν.
Αλλά του αντιστέκομαι,
Κι από πείσμα παραμένω ζωντανός,
Διατηρώντας ίσως μια κρυφή ελπίδα και
Τηρώντας μιαν υπόσχεση
Που δεν έδωσα ποτέ μου.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Το λιοντάρι και η γίδα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αγέλη από γίδια που συνήθιζε να πηγαίνει για βοσκή σ’ ένα μεγάλο δάσος.
     Κάποια καλή μέρα, ή μάλλον σούρουπο ήταν, καθώς επέστρεφαν στα λημέρια τους, ένα μέλος του κοπαδιού, μια πολύ γριά γίδα, κουράστηκε και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Ωστόσο έμεινε πίσω πολύ και σε λίγο άρχισε να νυχτώνει. Μια και δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της στο σκοτάδι, αποφάσισε να ξοδέψει τη νύχτα σε μια σπηλιά που εντόπισε λίγο πιο κάτω. Φανταστείτε, όμως, την έκπληξή της όταν, μπαίνοντας μέσα, είδε να κάθεται πέρα στο βάθος της ένα λιοντάρι. Ένιωσε να τη ζώνει ο τρόμος, αν μπορούσε θα τα έκανε πάνω της, και στάθηκε για λίγο ακίνητη, παγωμένη. Αλλά ύστερα, επιστρατεύοντας όλο το θάρρος και τη λογική της, άρχισε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει για να σωθεί. Αν προσπαθήσω να τρέξω, σκέφτηκε, το λιοντάρι σίγουρα θα με πιάσει και θα με κατασπαράξει, αλλά αν δείξω γενναιότητα και τσαμπουκά απέναντί του, ίσως και να τη βγάλω καθαρή.
     Έτσι, άρχισε να περπατά με άνεση, με αναίδεια σχεδόν, προς το μέρος του λιονταριού, χωρίς να δείχνει το παραμικρό ίχνος φόβου. Το λιοντάρι βλέποντάς την δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του. Την κοιτούσε και την ξανακοιτούσε απορημένος, μέχρι που το πλησίασε πολύ. Δεν ήξερε τι να υποθέσει σχετικά με το θάρρος αυτής της συνηθισμένης γίδας, που δεν έμοιαζε σε τίποτα στη συμπεριφορά με τα άλλα μέλη της φυλής της. Οι άλλες όταν τον έβλεπαν γίνονταν καπνός αλλά αυτή… Τελικά σκέφτηκε ότι δεν ήταν γίδα, δεν θα μπορούσε να είναι, αλλά κάποιο άλλο παράξενο ζώο, που δεν είδε ποτέ ξανά.
     «Ποια είσαι γριά μου;» τη ρώτησε ευγενικά.
     «Είμαι η βασίλισσα των γιδιών», απάντησε. «Λατρεύω τον θεό Σίβα, και έχω πάρει όρκο να καταβροχθίσω εκατόν τίγρεις, εικοσιπέντε ελέφαντες και δέκα λιοντάρια προς τιμήν του. Έχω ήδη φάει τις εκατόν τίγρεις και τους εικοσιπέντε ελέφαντες και τώρα βγήκα στη γύρα για να βρω τα λιοντάρια».
     Το λιοντάρι αναστατώθηκε πολύ ακούγοντας αυτά τα λόγια, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Ωστόσο, πιστεύοντας απόλυτα ότι αυτή όντως πήγε εκεί για να το καταβροχθίσει, γλίστρησε αμέσως έξω από τη σπηλιά λέγοντας ότι ήθελε να πάει να νιφτεί στο ποτάμι.
     Καθώς έσπευδε να απομακρυνθεί συνάντησε ένα τσακάλι, που βλέποντας τον βασιλιά των ζώων πανικόβλητο, θέλησε να μάθει τι συμβαίνει.
     Το λιοντάρι του περιέγραψε με λίγα λόγια τα καθέκαστα, για τη συνάντησή του δηλαδή μ’ ένα παράξενο ζώο, που μοιάζει πολύ με γίδα, αλλά δεν φέρει κανένα απολύτως ίχνος απ’ τη δειλία της τελευταίας, αλλά αντίθετα είναι πολύ γενναία και, σχεδόν, τρομακτική.
     Το τσακάλι ήταν ατσίδας και κατάλαβε αμέσως ότι εκείνο που προκάλεσε όλη αυτή την αναστάτωση ήταν μια δυστυχής γριά γίδα. Προσπάθησε λοιπόν να πείσει το λιοντάρι γι’ αυτό, λέγοντάς του ότι όλη τούτη η ιστορία δεν ήτανε παρά ένα κόλπο που εμπνεύστηκε ένα αδύναμο γέρικο ζώο, για να σώσει το τομάρι του.
     «Άντε αδελφέ», είπε στο λιοντάρι, «πάρε κουράγιο απ’ τα λόγια μου, σκέψου την τιμή σου και γιγάντωσε το θάρρος σου, κι έλα μαζί μου πίσω στη σπηλιά. Θα δεις ότι έχω δίκιο και μετά θα απολαύσεις ένα εξαίσιο γεύμα, καταβροχθίζοντας αυτή την υποκρίτρια».
     Το λιοντάρι ακολούθησε τη συμβουλή του κι έτσι επέστρεψαν μαζί στη σπηλιά.
     Μόλις η γριά γίδα είδε το λιοντάρι να επιστρέφει, κατάλαβε ότι πίσω απ’ αυτή την απρόσμενη εξέλιξη κρυβόταν το τσακάλι που το συνόδευε. Ωστόσο δεν έχασε ούτε την πόζα, αλλά ούτε και το θάρρος της. Περπάτησε με ύφος σχεδόν βασιλικό προς το μέρος τους και υιοθετώντας μια αξιοπρεπή και αφ’ υψηλού στάση, είπε στο τσακάλι:
     «Μ’ αυτό τον τρόπο ακολουθείς τις διαταγές μου; Σε έστειλα να μου φέρεις δέκα λιοντάρια για να τα φάω όλα μαζί, κι εσύ μου έφερες μόνο ένα; Βρε τεμπέλη. Βρε αχαΐρευτε. Θα σε γδάρω ζωντανό γι’ αυτή σου την αμέλεια!»
     Ακούγοντας αυτά τα λόγια το λιοντάρι οργίστηκε πολύ, αφού σκέφτηκε ότι το τσακάλι που του το έπαιζε ντε και καλά φίλος, τον πρόδωσε, έτσι ρίχτηκε πάνω του και άρχισε να το κατασπαράζει. Ήταν μάλιστα τόσο εκνευρισμένος, αλλά και τόσο αφοσιωμένος την ίδια ώρα στο γεύμα του, που δεν πρόσεξε ότι η γίδα κατάφερε να ξεγλιστρήσει αθόρυβα έξω από τη σπηλιά και να εξαφανιστεί, γλιτώνοντας έτσι απ’ τα σαγόνια του.

Ένα παραδοσιακό ινδικό παραμύθι μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Κάστρα στον αέρα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη Ινδία ένας βραχμάνος που δεν δούλευε καθόλου, και το μόνο που έκανε ήτανε να κτίζει κάστρα στον αέρα. Κάποια μέρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, η μάνα του πήρε ανάποδες μ’ αυτόν τον αχαΐρευτο κι αποφάσισε να τον βάλει σε μια τάξη. Δεν θα του επέτρεπε πια να ξοδεύει το χρόνο του έτσι, έπρεπε αμέσως να βρει μια δουλειά. Ευτυχώς, ένιωθε κι ο ίδιος αηδιασμένος με τον εαυτό του και την παροιμιώδη τεμπελιά του, κι έτσι δεν δίστασε ούτε στιγμή να ακολουθήσει τη συμβουλή της ή μάλλον να υπακούσει στη διαταγή της. Αλλά, εδώ σε θέλω μάγκα μου, ποιο επάγγελμα θα μπορούσε άραγε να εξασκήσει; Τις γνώσεις για να γίνει ιερέας δεν τις είχε και ήταν πολύ αργά για να τις αποκτήσει, ήταν πολύ αδύνατος σωματικά -απ’ την πολλή ακινησία- για να καταταχτεί στο στρατό, και σίγουρα δεν θα μπορούσε να πιάσει δουλειά σαν υπηρέτης αφού ήταν βραχμάνος. Έτσι αποφάσισε να πέσει κατ’ ευθείαν στα βαθιά και να γίνει επιχειρηματίας.
     «Τι θα ήθελες να πουλάς;» τον ρώτησε όλο ενθουσιασμό η μάνα του. Άρχισε να του εισηγείται διάφορα πράγματα: σπόρια, φρούτα, λαχανικά, ρούχα, φαγητά, παπούτσια κτλ, αλλά αυτός απέρριψε δίχως καλά καλά να το σκεφτεί όλες τις εισηγήσεις της. Ήθελε να πουλά λαμπερά κόκκινα βραχιόλια και όμορφα σχεδιασμένα πήλινα δοχεία, της είπε.
     Η μητέρα του τού έδωσε τα λεφτά που χρειαζόταν για να επενδύσει στην επιχείρηση. Πήγε λοιπόν αυτός και αγόρασε ένα μεγάλο καλάθι με γυαλικά, με πήλινα δοχεία και διάφορα μπιχλιμπίδια και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την πλατεία της αγοράς. Εκεί βρήκε μια γωνιά, κάθισε, και περίμενε όλο αγωνία τον ερχομό των πρώτων πελατών του.
     Τα εξαίσια χρώματα της πραμάτειας πλημμύριζαν με ομορφιά τον ορίζοντά του, ειδικά όταν ο ήλιος έπαιζε μαζί τους. Οι αχτίδες του, που αντανακλούνταν εκεί, κάποια στιγμή σαν να τον υπνώτισαν, και παρέσυραν τις σκέψεις του πέρα, μακριά, στον ουρανό εκεί ψηλά. «Θα πουλήσω αυτά τα πράγματα με κέρδος δέκα τοις εκατό σήμερα», σκέφτηκε. «Μ’ αυτά τα λεφτά θ’ αγοράσω όμορφα μα ψεύτικα μαργαριτάρια, τα οποία θα πουλήσω για αληθινά. Σίγουρα θα κερδίσω, έτσι στα γρήγορα, εκατό ρούπιες μ’ αυτό τον τρόπο. Με τα κέρδη που θα βγάλω θ’ αγοράσω μερικές κατσίκες, οι οποίες θα γεννούν κάθε έξη μήνες, και έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός θα έχω ένα ολόκληρο κοπάδι. Πουλώντας τις κατσίκες σε μια καλή τιμή, με τα λεφτά που θα εισπράξω θα μπορέσω ν’ αγοράσω αγελάδες. Μετά, αφού σίγουρα θ’ αποκτήσω μοσχάρια, θα τα πουλήσω κι αυτά και τις αγελάδες και θα πάρω βουβάλια. Θα τα κρατήσω για λίγο καιρό και μετά θα τα μεταπωλήσω πιο ακριβά και με τις εισπράξεις μου, που σίγουρα δεν θα είναι ευκαταφρόνητες, θ’ αγοράσω φοράδες. Αυτές θα γεννήσουν σύντομα πουλάρια, κι έτσι θ’ αποκτήσω ένα σωρό άλογα. Θα τα πουλήσω κι αυτά με τη σειρά τους και θα πάρω άφθονο χρυσάφι. Με τόσο χρυσάφι στην κατοχή μου, θα μπορέσω να κτίσω ένα κάστρο στην κορυφή του βουνού, το οποίο θα είναι περιτριγυρισμένο από αμπελώνες. Θα είναι τόσο μεγαλοπρεπές που σίγουρα θα εξαπλωθεί η φήμη του παντού και θα φτάσει μέχρι και τα αυτιά του Μαχαραγιά της Χαστιναπούρα, ο οποίος θα μου προσφέρει το χέρι της κόρης του Καουσάλια σε γάμο, μαζί με μια μεγάλη προίκα φυσικά. Εγώ θα δεχτώ να την παντρευτώ και μετά θ’ αποκτήσω μαζί της ένα γιο. Όταν το αγόρι θα είναι πια αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να χοροπηδά πάνω στα πόδια μου, θα καθίσω μια μέρα στην αυλή του παλατιού μου και θα το προσκαλέσω να έρθει να παίξει μαζί μου. Σύντομα όμως θα αρχίσω να εκνευρίζομαι με τις ζαβολιές του, θα το επιπλήξω και θα του ρίξω και δυο-τρία χαστούκια ώστε να μάθει να συμπεριφέρεται σωστά. Θ’ αρχίσει λοιπόν να κλαψουρίζει σαν γυναικούλα και θα φωνάξω τη μάνα του να έρθει να το μαζέψει. Εκείνη όμως θα είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού κι έτσι, όλο νεύρα, θα πάω εγώ να τη βρω, και θα της δώσω μια τόσο δυνατή κλωτσιά, που τα κόκαλά της δεν θα γνωρίσουν ποτέ ξανά αναπαμό…»
     Η δύναμη και η βιαιότητα αυτού του συναισθήματος μετέτρεψε, χωρίς καν να το αντιληφθεί, το ονειροπόλημά του σε πράξη, και έτσι έδωσε μια τόσο οργισμένη κλωτσιά στο καλάθι του, που και αυτό και όλη η πραμάτεια του εκσφενδονίστηκαν για λίγο ψηλά στον αέρα, προτού πέσουν ξανά στη γη και γίνουν χίλια κομμάτια, μπρος στα ίδια του τα μάτια.

Ένα παραδοσιακό ινδικό παραμύθι μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Ο Άγιος Πότης - Διηγήματα

Ο Άγιος Πότης είναι μια συλλογή από ιστορίες. Ιστορίες σοβαρές ή και λίγο αστείες.
Ιστορίες για τον έρωτα, το ροκ, τον πόλεμο, τα λάθη και τα πάθη.
Το βιβλίο μάς ταξιδεύει στη Βενετία και στην Κρήτη, στην Αθήνα και στη Λευκωσία, στην Ινδία και την Ταϊλάνδη, όπου ανακαλύπτουμε θαυμαστούς καινούριους κόσμους. Παρέα με τη Μήδεια φτάνουμε μέχρι και την αρχαία Ελλάδα.
Οι άνθρωποι βρίσκονται στο επίκεντρο σ’ αυτές τις ιστορίες.  Κάποιοι απ’ αυτούς βρίσκουν διά μέσω τους τις απαντήσεις που ζητούν και κάποιοι όχι. Ορισμένοι αγγίζουν την ευτυχία και άλλοι την αφήνουν να ξεγλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά τους. Μερικοί ονειρεύονται. Κι ο τροχός της ζωής εξακολουθεί να γυρίζει… με κινητήρια δύναμη την αλήθεια του κάθε ήρωα, αλλά και του καθενός από μας.

Αυτά από το οπισθόφυλλο του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πάργα στη Λευκωσία και το οποίο σύντομα θ’ αρχίσει να διατίθεται και σε επίλεκτα βιβλιοπωλεία στην Ελλάδα.
Ο Άγιος Πότης θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί ένα «βιβλίο ζωής» για μένα. Κι αυτό γιατί οι ιστορίες του γράφτηκαν στη διάρκεια δεκαπέντε σχεδόν χρόνων, σε διαφορετικές πόλεις και χώρες, κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η πρώτη ήταν ο «Έρωτας στη Βενετία» και η τελευταία «Η θυσία». Και κατέχοντας τη θέση που κατέχουν σ’ αυτή τη μακρά διαδρομή θα έλεγα ότι είναι οι πιο ξεχωριστές για μένα. Η μια μιλά για ένα ματαιωμένο έρωτα που γνώρισε με μεγάλη καθυστέρηση την άνθισή του και η άλλη για την ύστατη θυσία που μπορεί να κάνει κάποιος για μια ψυχή που αγαπά. Η μια γραμμένη στο πρώτο πρόσωπο, η άλλη στο τρίτο. Η μια το 1995 η άλλη το 2009.
Ανάμεσά τους κόβουν βόλτες πολλές άλλες ιστορίες, που μοιάζουν να χαράζουν τα μονοπάτια τους στις αναμνήσεις μου. Λίγο αυτοβιογραφικές όπως πάντα, περισσότερο φανταστικές όπως σχεδόν πάντα. Ποιες ξεχωρίζω; Η απάντησή μου θα είναι υποκειμενική φυσικά αλλά η αιρετική «Απολογία της Μήδειας» και «Ο περιττός» είναι οι αγαπημένες μου.
Οι παλιοί επισκέπτες σ’ αυτό το μπλογκ θα έχουν διαβάσει τις περισσότερες από τις 29 ιστορίες που περιλαμβάνονται σ’ αυτή τη συλλογή. Όλες έχουν γραφτεί ξανά και ξανά και παρά το ό,τι έχουν πια εκδοθεί δεν αποκλείεται να τις επισκεφθώ και πάλι στο μέλλον. Ίσως κάποιες απ’ τις παλιές αγάπες να πηγαίνουν όντως στον παράδεισο, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές παραμένουν εδώ και ακολουθούν το κάθε μας βήμα.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω τις εκδόσεις Πάργα που αποφάσισαν να εκδώσουν μια συλλογή διηγημάτων σ’ αυτούς τους χαλεπούς, εκδοτικά, καιρούς, την Ντίνα Παμπαλλή για την επιμέλεια, τη Γιαννούλα Μπανάσιου, που μετά την «Αγγελική», μου χάρισε και πάλι ένα υπέροχο εξώφυλλο και για την Άνα Ρακέλ Ζουμάνη για το βίντεο που ακολουθεί.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Γαλανή & Λεύκιος. Δωρεάν eBook

Το βιβλίο αυτό φιλοξενεί μια συλλογή από ιστορίες. Από Αληθινές Μυθιστορίες. Ιστορίες για άντρες παράξενους και για γυναίκες ξωτικά. Ιστορίες για κόσμους μυστικούς και για της ζωής τη μεγάλη φάρσα. Ιστορίες για τη χαρά του τώρα και την πίκρα του χθες.

     Μύθος και πραγματικότητα γίνονται ένα μέσα απ’ αυτές τις αφηγήσεις, και ταξιδεύουν τον αναγνώστη προς όνειρα ανείπωτα και παραδείσιους τόπους. Του μιλάνε γι’ αυτά που ίσως κι ο ίδιος σκέφτηκε, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να ομολογήσει.

Από το οπισθόφυλλο.

Οι ιστορίες αυτές γράφτηκαν το πυρετικό καλοκαίρι του 2002 και κυκλοφόρησαν σε μια κακοτυπωμένη έκδοση το χειμώνα του 2003, στην οποία δε θέλησα να κάνω καμία διόρθωση ή αλλαγή. Σκέφτηκα πολλές φορές ότι έπρεπε να καθίσω να τις ξαναγράψω, να τους δώσω νέα πνοή, αλλά κάτι το ότι άρεσαν σε όσους τις διάβασαν όπως ακριβώς είναι, κάτι οι νέες ιστορίες που ζητούσαν την προσοχή μου, κάτι το ότι… βαριόμουνα, ποτέ δεν το έκανα. Αν και προσπάθησα. Κάθισα και ξανάγραψα τρεις από αυτές, αλλά δε θέλησα να τις βάλω στη θέση των πρωτότυπων σ’ αυτή την ηλεκτρονική έκδοση. Αντίθετα, αφαίρεσα μια ιστορία που ένιωσα ότι δε συμβάδιζε με το πνεύμα του βιβλίου.
     Τώρα, εννιά χρόνια μετά τη συγγραφή, αυτές οι ιστορίες που θυμίζουν πολύ παραμύθια, εξακολουθούν να είναι από τις αγαπημένες μου. Η τρελή του χωριού, Ο γέρος που σκέφτεται, Το στοιχειωμένο σπίτι, η Σάριτα, Το Τάμα, Ο αληθινός, Το αίμα της Ερατώς, Η Λουτσία και τα μάτια της (Για τα μάτια της Λουτσίας), Το τίμημα, Το μυστικό του παππού, Το χωριό φάντασμα και η Γαλανή και (ο) Λεύκιος, έχουν χαράξει βαθιά τους δρόμους τους μέσα μου. Κι οι ήρωές τους είναι από τους πλέον αγαπημένους μου. Επειδή δεν είναι σε τίποτα συνηθισμένοι. Γιατί τολμούν. Επειδή ερωτεύονται παράφορα. Και διότι κυνηγούν τα όνειρά τους.

Κατεβάστε το βιβλίο δωρεάν από εδώ

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Το λάθος πάθος, δωρεάν eBook

«Οι ώρες, οι μέρες και οι νύχτες, περνούν πολύ γρήγορα εδώ. Τις παρασύρει στο μηδέν και στο άπειρον το ποτάμι του χρόνου, που στο πέρασμά του δεν αφήνει τίποτα όρθιο, παρά μόνο κάποιες αναμνήσεις. Με τις αναμνήσεις ζούμε, με τις αναμνήσεις πεθαίνουμε. Μια ανάμνηση κι εμείς, που κάποτε θα σβήσει και θα χαθεί.
     Κάθομαι εδώ και μιλώ στην ψυχή σου Ελένη, όχι τόσο για να με ακούσεις εσύ, όσο για να με ακούσουν κάποιες άλλες ψυχές, για να γίνουν αυτές οι σιωπηλοί εξομολογητές και παρηγορητές μου.
     Σαν ένας γάμος του ουρανού και της κόλασης είναι οι στιγμές που ζω εδώ, όπως θα έλεγε και ο Ουίλιαμ. Ουρανός εσύ, κόλαση η απουσία σου».
   
     Η αγαπημένη πεθαίνει, κι ο νέος κάθεται πάνω από τον τάφο της και μιλά με το πνεύμα της…

     Μια ιστορία για την αιώνια αγάπη, για τον πόνο που συνοδεύει την απώλεια, για τον έρωτα που ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες, και για κείνους που δεν ξεχνούν ότι: ζωή, γυναίκα και αγάπη είναι ένα και το αυτό.

Αυτά διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000 από τις Εκδόσεις Γη στη Λευκωσία. Δεν μπήκα στον κόπο να το ξαναδιαβάσω και να κάνω διορθώσεις στα τυπογραφικά ή ορθογραφικά και συντακτικά λάθη. Το άφησα έτσι όπως ακριβώς είναι, επειδή απλά δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Οι γραφές της αθωότητας δεν κάνει ν’ αλλάζουν στο πέρασμα του χρόνου.
     Αναφέρω ότι σε δευτερεύοντες ρόλους σ’ αυτή τη νουβέλα συναντάμε τους ποιητές Ουίλιαμ Μπλέικ, Έμιλι Ντίκινσον, Κώστα Καρυωτάκη και Μαρία Πολυδούρη, απ’ την οποία δανείστηκα και αρκετές «ατάκες».

Κατεβάστε το δωρεάν από εδώ

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Σ' αγαπώ απελπισμένα eBook

Η Μάγια είναι ένα μοναχικό κορίτσι που ζει σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται αλλά είναι η Λευκωσία. Ο Νικόλας ζει στην ίδια πόλη. Η τύχη θα οδηγήσει τους δυο τους  μια βραδιά σ’ ένα κήπο ερημικό κι αμέσως θα συναντήσει ο ένας στον άλλο την αδελφή ψυχή του. Ο έρωτας ανάμεσά τους θα φουντώσει από τη μια στιγμή στην άλλη, και θα είναι ένας έρωτας σχεδόν ονειρικός, αλλά -το μεγάλο Αλλά- θα τον καταδικάσουν στον αφανισμό τα πείσματα και οι εμμονές τους.
     Τώρα ζουν κι οι δυο μοναχοί αναθυμούμενοι τα παλιά, σε διαφορετικές πλέον πόλεις, και προσπαθούν να μετρήσουν τα λάθη τους και τα σωστά, να ξεφύγουν από το παρελθόν και να χαράξουν πορεία για μια νέα ζωή. Ο ένας, στα Χανιά, ζει τον πρώτο ίσως της ψυχής του χειμώνα. Περιφέρεται στους δρόμους της νύχτας μοναχός, πίνει ρακή και κόκκινο κρασί σε μέρη ήσυχα, σκέφτεται την πτώση του και νιώθει σίγουρος ότι ο αγαπημένος τόπος θα τον αναστήσει ξανά. Η άλλη, στη Λευκωσία, για μήνες παραπαίει ανάμεσα στην απόγνωση και την αποθυμιά και νιώθει σίγουρη ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Αλλά δεν είναι. Και τώρα πρέπει να βρει τη δύναμη ν’ αλλάξει ζωή και να προχωρήσει προς το αύριο, έχοντας δίπλα της έναν αναπάντεχο συνοδοιπόρο και μέσα της μια μελλοντική υπόσχεση.
     Αυτή όμως δεν είναι μοναχά η ιστορία του Νικόλα και της Μάγιας. Ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο διαδραματίζουν σ’ αυτήν και δύο δευτερεύοντες αρχικά, αλλά πιο σημαντικοί όσο περνά η αφήγηση χαρακτήρες: Η Αριάδνη, φίλη του πρώτου, η γυναίκα που τον ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα, και η Νάζια, μια από τις «Γυναίκες της συγνώμης», που κάποιοι απ’ τους αναγνώστες θα θυμούνται απ’ το ομώνυμο βιβλίο. Για μια ακόμη φορά οι ήρωες περιπλανούνται από τόμο σε τόμο, από τόπο σε τόπο, κάνουν νέους φίλους και γνωρίζουν νέες συγκινήσεις, καθώς ο τροχός της μοίρας εξακολουθεί να γυρίζει.
     Το «Σ’ αγαπώ απελπισμένα» είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που κτίζουν κόσμους και γκρεμίζουν βεβαιότητες ή και αντίστροφα. Στο επίκεντρό της, όπως και στα άλλα βιβλία του συγγραφέα, είναι οι άνθρωποι. Αυτοί που μας περιτριγυρίζουν. Αυτοί που συναντάμε κάθε πρωί στο δρόμο μας ή και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Άνθρωποι που βρίσκουν την αγάπη και τη χάνουν, μα οι οποίοι δεν τα παρατάνε. Η ζωή, μοιάζουν να θέλουν να μας πουν, είναι ένας αγώνας. Κι αυτοί είναι αποφασισμένοι με κάθε μέσο να τον κερδίσουν.

Αποσπάσματα: Κεφάλαιο 1, Κεφάλαιο 2, Κεφάλαιο Β' 1, Κεφάλαιο Β' 2

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Τα μπλουζ της Μίρας eBook

Αυτή είναι η ιστορία του Δημήτρη και της Μίρας. Εκείνος, ένας φοιτητής που επιστρέφει στη γενέθλια πόλη του, τα Χανιά, και εξαιτίας ενός στοιχήματος γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του. Εκείνη, μια τυραννισμένη ψυχή που κουβαλά πολλά βάρη στην πλάτη της, μια νεαρή πρόσφυγας από την πρώην Γιουγκοσλαβία, που θα συναντήσει στο πρόσωπό του την πρώτη αληθινή ψυχή – κάποιον που είναι ικανός να την κάνει να αρχίσει να ονειρεύεται ξανά.
     Ο έρωτάς τους θα ανθίσει μέσα στο καταχείμωνο και θα είναι ένας έρωτας ρομαντικός, μοντέρνος και παλιομοδίτικος την ίδια ώρα. Θα γίνουν ο ένας για τον άλλο φίλος και παρηγορητής, δάσκαλος και μαθητής. Ο Δημήτρης, μέσα από τη σχέση αυτή θα αντιληφθεί πόσο τυχερός υπήρξε στ’ αλήθεια στη ζωή του, ενώ η Μίρα χάρη σ’ αυτή θα μάθει να χαμογελά και πάλι.
     Ο δρόμος τους ωστόσο δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Η Μίρα κρύβει πίσω της ένα σκληρό παρελθόν που δεν παύει ποτέ να την πληγώνει, αλλά και ένα γλυκό μυστικό που της δίνει ζωή. Χωρίς να το επιθυμεί αυτό το παρελθόν θα αναδυθεί απ’ τα σκοτάδια του για να στοιχειώσει τα όνειρά της. Ο νέος πόλεμος στην πατρίδα της, οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ, θα της μαυρίσουν την ψυχή και θα γεννήσουν μέσα της νέους φόβους. Και τότε θ’ αποφασίσει να επιστρέψει εκεί που άρχισαν όλα. Εκεί που έχασε κάτι ξεχωριστό κι απέκτησε κάτι πολύτιμο: στο Βελιγράδι. Συνοδοιπόρος της σ’ αυτό το ταξίδι θα είναι ο Δημήτρης, ο άνθρωπός της.
     «Τα μπλουζ της Μίρας» είναι μια ιστορία για την αγάπη, που ανθίζει κάτω κι από τις πλέον αντίξοες συνθήκες, αλλά και για την απώλεια. Για την ελπίδα και την απελπισία. Για τους ανθρώπους που ξέρουν ν’ αγαπούν αληθινά και να χαρίζουν της ζωής τους το περίσσευμα στο άλλο τους μισό. Για το σκοτάδι που πέφτει απειλητικό, αλλά και για το φως που αναβλύζει απροσδόκητα. Αλλά είναι και ένα οδοιπορικό. Στα Χανιά, στη Θεσσαλονίκη, στο Βελιγράδι και στο Σαράγεβο. Στους τόπους των ψυχών…

Μπορείτε να το αγοράσετε από εδώ

Διαβάστε αποσπάσματα:  Κεφάλαιο 1, Τρεις, Ημερολόγια VI, Το λάθος πάθος


Υ.Γ. Το βιβλίο αυτό πρωτοκυκλοφόρησε το 2003 από τις Εκδόσεις Διόπτρα. Το έγραψα από την αρχή κάνοντας αρκετές προσθήκες και αλλαγές. Ο πρωτότυπος τίτλος ήταν: Μίρα, το λουλούδι του πολέμου. Ήταν μια απ' αυτές τις ιστορίες που με "κυνηγούσαν' για χρόνια και έπρεπε να της αποδώσω δικαιοσύνη.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Όλα αυτά που χάσαμε eBook

Αυτή είναι η ιστορία της Χοπ και του Άντι. Της Χοπ, που παρά το όνομά της στη ζωή δεν έτρεφε καμία ελπίδα και του Άντι, που ήταν η προσωποποίησή της. Η Χοπ σ’ αυτόν θα συναντήσει έναν άντρα, αλλιώς κι αλλιώτικο, ένα χαμογελαστό ιδεαλιστή που θα της αλλάξει την οπτική. Ο Άντι θα βρει σ’ εκείνη μια ξεχωριστή ψυχή, που κρύβει, χωρίς καλά καλά κι η ίδια να το καταλαβαίνει, πολλή καλοσύνη μέσα της.
     Ο έρωτάς τους μοιάζει φτιαγμένος στ’ αστέρια, είναι σίγουροι ότι οι μοίρες οδήγησαν τον ένα στον άλλο. Το μόνο που η ζωή έχει διαφορετικά σχέδια γι’ αυτούς, θα τους χτυπήσει αμείλικτα. Η Χοπ θα περάσει αστραπιαία από τη λύπη και στη χαρά και αντίστροφα. Ο Άντι δε θα μπορέσει να δει τους κόπους μιας ζωής να δικαιώνονται, αλλά στο τέλος, χάρη στο πείσμα της αγαπημένης του, θ’ αναδειχθεί, έστω και έμμεσα, ο νικητής.
     Το «Όλα αυτά που χάσαμε» είναι μια ιστορία για τον έρωτα και την απογοήτευση, για τους νέους που αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο, κι εκείνους που αποδέχονται απλά ό,τι τους σερβίρουν έτοιμο στο πιάτο. Κι είναι μια ιστορία για τα ξυπνήματα, εκείνα που ανοίγουν τα μάτια σε μια ζωή σκληρή, πραγματική, που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή της γυάλας που μας περιβάλλει. Και, τέλος, είναι μια ιστορία για τους ανθρώπους και για τη δίχως όρους και όρια φιλία, αυτήν που ξεπερνά κάθε εμπόδιο που ξεπροβάλλει στο δρόμο της και μπορεί να κάνει θαύματα.
     Οι ήρωες κινούνται στους δρόμους της πόλης της Νέας Υόρκης και στα Απαλάχια. Μιλάνε, ακούνε, μαθαίνουν, συζητούνε, θυμούνται όλα αυτά που χάσανε και χαράζουν πορεία για ένα ξεχωριστό αύριο.

Αγορά από εδώ


Αποσπάσματα: Κεφάλαιο 1, Κεφάλαιο 2, Κεφάλαιο 6, Κεφάλαιο 10, Κεφάλαιο 14, Κεφάλαιο 25

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Εβδομάδα eBook

Εβδομάδα αφιερωμένη στα ηλεκτρονικά μου βιβλία θα είναι αυτή. Αρχίζοντας από αύριο και μέχρι την Παρασκευή θα παρουσιάσω τα βιβλία που διαθέτω προς πώληση ή και δωρεάν από το Lulu, τα οποία μπορείτε να δείτε δίπλα. Ήδη έχω κάνει αναφορά στο "Δυο φωνές και μια σιωπή". Τις επόμενες ημέρες θα σας δώσω τις περιλήψεις και θα κάνω παραπομπές σε συνδέσμους για πέντε ακόμη βιβλία, τα οποία έχω κατά καιρούς δημοσιεύσει εξ' ολοκλήρου εδώ. Τρία από αυτά, εκείνα τα οποία διατίθενται προς την εξωφρενική τιμή των 3.50 ευρώ, έχουν γραφτεί ξανά από την αρχή. Αυτά που διαθέτω δωρεάν δε θέλησα να τα "αγγίξω" πάλι, αφού έρχονται από άλλες εποχές, λίγο πιο αθώες, αλλά και πιο πλούσιες σε φαντασία και συναισθήματα. Καλό μήνα σας εύχομαι...