Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Κάστρα στον αέρα

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη Ινδία ένας βραχμάνος που δεν δούλευε καθόλου, και το μόνο που έκανε ήτανε να κτίζει κάστρα στον αέρα. Κάποια μέρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, η μάνα του πήρε ανάποδες μ’ αυτόν τον αχαΐρευτο κι αποφάσισε να τον βάλει σε μια τάξη. Δεν θα του επέτρεπε πια να ξοδεύει το χρόνο του έτσι, έπρεπε αμέσως να βρει μια δουλειά. Ευτυχώς, ένιωθε κι ο ίδιος αηδιασμένος με τον εαυτό του και την παροιμιώδη τεμπελιά του, κι έτσι δεν δίστασε ούτε στιγμή να ακολουθήσει τη συμβουλή της ή μάλλον να υπακούσει στη διαταγή της. Αλλά, εδώ σε θέλω μάγκα μου, ποιο επάγγελμα θα μπορούσε άραγε να εξασκήσει; Τις γνώσεις για να γίνει ιερέας δεν τις είχε και ήταν πολύ αργά για να τις αποκτήσει, ήταν πολύ αδύνατος σωματικά -απ’ την πολλή ακινησία- για να καταταχτεί στο στρατό, και σίγουρα δεν θα μπορούσε να πιάσει δουλειά σαν υπηρέτης αφού ήταν βραχμάνος. Έτσι αποφάσισε να πέσει κατ’ ευθείαν στα βαθιά και να γίνει επιχειρηματίας.
     «Τι θα ήθελες να πουλάς;» τον ρώτησε όλο ενθουσιασμό η μάνα του. Άρχισε να του εισηγείται διάφορα πράγματα: σπόρια, φρούτα, λαχανικά, ρούχα, φαγητά, παπούτσια κτλ, αλλά αυτός απέρριψε δίχως καλά καλά να το σκεφτεί όλες τις εισηγήσεις της. Ήθελε να πουλά λαμπερά κόκκινα βραχιόλια και όμορφα σχεδιασμένα πήλινα δοχεία, της είπε.
     Η μητέρα του τού έδωσε τα λεφτά που χρειαζόταν για να επενδύσει στην επιχείρηση. Πήγε λοιπόν αυτός και αγόρασε ένα μεγάλο καλάθι με γυαλικά, με πήλινα δοχεία και διάφορα μπιχλιμπίδια και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την πλατεία της αγοράς. Εκεί βρήκε μια γωνιά, κάθισε, και περίμενε όλο αγωνία τον ερχομό των πρώτων πελατών του.
     Τα εξαίσια χρώματα της πραμάτειας πλημμύριζαν με ομορφιά τον ορίζοντά του, ειδικά όταν ο ήλιος έπαιζε μαζί τους. Οι αχτίδες του, που αντανακλούνταν εκεί, κάποια στιγμή σαν να τον υπνώτισαν, και παρέσυραν τις σκέψεις του πέρα, μακριά, στον ουρανό εκεί ψηλά. «Θα πουλήσω αυτά τα πράγματα με κέρδος δέκα τοις εκατό σήμερα», σκέφτηκε. «Μ’ αυτά τα λεφτά θ’ αγοράσω όμορφα μα ψεύτικα μαργαριτάρια, τα οποία θα πουλήσω για αληθινά. Σίγουρα θα κερδίσω, έτσι στα γρήγορα, εκατό ρούπιες μ’ αυτό τον τρόπο. Με τα κέρδη που θα βγάλω θ’ αγοράσω μερικές κατσίκες, οι οποίες θα γεννούν κάθε έξη μήνες, και έτσι προτού περάσει και πολύς καιρός θα έχω ένα ολόκληρο κοπάδι. Πουλώντας τις κατσίκες σε μια καλή τιμή, με τα λεφτά που θα εισπράξω θα μπορέσω ν’ αγοράσω αγελάδες. Μετά, αφού σίγουρα θ’ αποκτήσω μοσχάρια, θα τα πουλήσω κι αυτά και τις αγελάδες και θα πάρω βουβάλια. Θα τα κρατήσω για λίγο καιρό και μετά θα τα μεταπωλήσω πιο ακριβά και με τις εισπράξεις μου, που σίγουρα δεν θα είναι ευκαταφρόνητες, θ’ αγοράσω φοράδες. Αυτές θα γεννήσουν σύντομα πουλάρια, κι έτσι θ’ αποκτήσω ένα σωρό άλογα. Θα τα πουλήσω κι αυτά με τη σειρά τους και θα πάρω άφθονο χρυσάφι. Με τόσο χρυσάφι στην κατοχή μου, θα μπορέσω να κτίσω ένα κάστρο στην κορυφή του βουνού, το οποίο θα είναι περιτριγυρισμένο από αμπελώνες. Θα είναι τόσο μεγαλοπρεπές που σίγουρα θα εξαπλωθεί η φήμη του παντού και θα φτάσει μέχρι και τα αυτιά του Μαχαραγιά της Χαστιναπούρα, ο οποίος θα μου προσφέρει το χέρι της κόρης του Καουσάλια σε γάμο, μαζί με μια μεγάλη προίκα φυσικά. Εγώ θα δεχτώ να την παντρευτώ και μετά θ’ αποκτήσω μαζί της ένα γιο. Όταν το αγόρι θα είναι πια αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να χοροπηδά πάνω στα πόδια μου, θα καθίσω μια μέρα στην αυλή του παλατιού μου και θα το προσκαλέσω να έρθει να παίξει μαζί μου. Σύντομα όμως θα αρχίσω να εκνευρίζομαι με τις ζαβολιές του, θα το επιπλήξω και θα του ρίξω και δυο-τρία χαστούκια ώστε να μάθει να συμπεριφέρεται σωστά. Θ’ αρχίσει λοιπόν να κλαψουρίζει σαν γυναικούλα και θα φωνάξω τη μάνα του να έρθει να το μαζέψει. Εκείνη όμως θα είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού κι έτσι, όλο νεύρα, θα πάω εγώ να τη βρω, και θα της δώσω μια τόσο δυνατή κλωτσιά, που τα κόκαλά της δεν θα γνωρίσουν ποτέ ξανά αναπαμό…»
     Η δύναμη και η βιαιότητα αυτού του συναισθήματος μετέτρεψε, χωρίς καν να το αντιληφθεί, το ονειροπόλημά του σε πράξη, και έτσι έδωσε μια τόσο οργισμένη κλωτσιά στο καλάθι του, που και αυτό και όλη η πραμάτεια του εκσφενδονίστηκαν για λίγο ψηλά στον αέρα, προτού πέσουν ξανά στη γη και γίνουν χίλια κομμάτια, μπρος στα ίδια του τα μάτια.

Ένα παραδοσιακό ινδικό παραμύθι μεταφρασμένο από τα αγγλικά

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

1 σχόλιο:

to alataki είπε...

Αχά! Πολύ καλό, μου θυμίζει λίγο το δικό μας που λέει, "άντε ...... κι εσύ και ο γρύλλος..."