Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

Ο Αγαπητικός της Γης

Το πιο κάτω σύντομο διήγημα το έγραψα μόλις μισή ώρα πριν και είναι ήδη ένα από τα λίγα αγαπημένα μου. Θέλει δουλειά ακόμη, αλλά κι έτσι "φτωχό" μου αρέσει...


Παράξενος άνθρωπος έγινε ο Χαραλάμπης τώρα που γέρασε. Ή, μάλλον παράξενος πάντα ήτανε, αλλά να, τώρα κάπου το παρατραβά. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, από τότε που έπαψαν τα πόδια του να τον στηρίζουν με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλλιεργεί τη γη, άρχισε να γίνεται όλο και πιο δύσθυμος, όλο και πιο απόμακρος, να τα βάζει με όλους και με όλα.
Δεν είναι πώς έχασε τα χωράφια και τα δέντρα του -όχι, όλα τα έχει- είναι που δεν μπορεί πια να τα φροντίζει ο ίδιος, είναι που δεν έχει τις δυνάμεις να πιάσει την τσάπα και να δουλέψει, είναι που μιλά σ’ αυτιά κουφών, κοιτώντας σε μάτια τυφλών.
Τι λέει; Για τη γη μιλάει. Τη σκοτώνουμε τη γη μας, την εγκαταλείπουμε! μονολογεί στον καφενέ πρωί και νύχτα και πού και πού δακρύζει. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς που δεν την καλλιεργούμε πια. Εμείς που δε χαράζουμε με τ’ αλέτρια το χώμα για ν’ αναπνεύσει. Γι’ αυτό δεν βρέχει.
Αυτά λέει, κι άλλα πολλά, κι οι περισσότεροι τον κοιτούνε λυπημένα, κι οι λίγοι με αμίλητη συγκατάβαση. Πάει, τρελάθηκε ο Χαραλάμπης! σκέφτονται, μα δεν το λένε. Τον σέβονται ακόμα. Όπως τον σέβονταν από πάντα. Αφού από μικρός πολύ ήτανε δουλευταράς και ντόμπρος άνθρωπος ο δόλιος, καλός, κι ανοικτοχέρης, πέρα από τα συνηθισμένα.
Πολλοί έφαγαν φαΐ απ’ το πιάτο του, πολλοί δέχτηκαν τη βοήθεια του χωρίς ποτέ να τη ζητήσουν, πολλοί τον παράτησαν όταν δεν είχαν πια την ανάγκη του. Αλλά, αυτός ποτέ του δεν παραπονέθηκε για τίποτα, δεν είπε λόγο κακό για κανένα. Ακόμη κι όταν έχασε την κυρά του απ’ την αρρώστια δεν βαρυγκώμησε – ήρθε η ώρα της, είπε και την αποχαιρέτησε τρυφερά, με τα γέρικά του μάτια δακρυσμένα, όπως της έπρεπε.
Μόνο για τη γη, λοιπόν, θρηνεί, για τον καθημερινό της θάνατο δακρύζει. Αλλά, κανείς δεν ακούει το μοιρολόι του. Ή, ίσως, μονάχα τα πουλιά. Μονάχα αυτά τα θαυμαστά πλάσματα του θεού τον καταλαβαίνουν, καθώς κάθε απόγιομα που πηγαίνει κούτσα-κούτσα, σ’ ένα απ’ τα χωράφια του και κάθεται -κρύβεται σχεδόν- στην κουφάλα μιας ελιάς γριάς σαν την ιστορία, αυτά μαζεύονται στα κλαδιά από πάνω του για να του χαρίσουν ένα τραγούδι, για να του πούνε ότι συμφωνούν μαζί του, για να του δώσουν κουράγιο να συνεχίσει για λίγο ακόμη να ζει.
Τότε θυμάται τα παλιά –όπως και σήμερα, όπως και τώρα. Θυμάται τα ρυάκια που ολόχρονα διέτρεχαν τη γη του. θυμάται τους αγώνες εκείνου και της κυράς του μες στη βροχή, για να σώσουν τα ζα τους απ’ την ορμή του μεγάλου ποταμού, που κατέβαινε ορμητικός κάθε χειμώνα. θυμάται τη μυρωδιά του χώματος – την αληθινή του μυρωδιά. θυμάται τις πολλές μικρές του καλλιέργειες: τις ντοματιές, τις αγγουριές, τις πιπεριές και τις κολοκυθιές του, τα μποστάνια με τα καρπούζια και τα ολόφρεσκα λάχανά του. Όλα τα θυμάται. Όλα όσα έχασε. Όλα όσα δε θα ξαναρθούνε.
Νιώθει την ανάσα του πού και πού να βγαίνει βαριά, άλλοτε ξεθυμασμένα. Νιώθει οργή και αγαλλίαση. Χαμογελά στο χθες, δακρύζει στο αύριο, το οποίο προβλέπει μαύρο. Ευτυχώς, σκέφτεται, ευτυχώς που δε θα προλάβω να το ζήσω. Τα δάκρυά του πέφτουν καυτά, χαράζοντας τα μονοπάτια τους μέσα από ρυτίδες σοφίας, ποτίζοντας το εδώ και καιρό διψασμένο χώμα με την ουσία του.
Αγγίζει τη γη, τη νιώθει. Ξερή είναι. Και στην επιφάνεια, αλλά και πιο βαθιά. Σκύβει πιο χαμηλά. Γέρνει. Ξαπλώνει κατάχαμα και μοιάζει να προσπαθεί ν’ αφουγκραστεί τις αναπνοές της μάνας. Δεν ακούει τίποτα. Συγχώρεσέ μας! της ψιθυρίζει, μα δεν περιμένει απάντηση. Να τους συγχωρέσει, γιατί;
Είναι βλάκες, μονολογεί, είναι αχάριστοι. Δεν βλέπουν, δεν εκτιμούν, δεν καταλαβαίνουν. Κακίζει τους άλλους. Τους κακίζει από μέσα του. Ως πότε; αναρωτιέται. Ως πότε θα συνεχίσει η γη να μας επιτρέπει να την καταστρέφουμε; Ως πότε θα αντέξει τα άχρηστα ανθρωπάκια, που είμαστε, να τη διαφεντεύουν; Ας ήτανε να σκιζότανε τώρα στα δύο. ας ήτανε να μας καταπόντιζε όλους με δυο κατακλυσμούς κι ένα σεισμό. ας ήτανε... Ω, καταραμένοι να ’μαστε...
Η οργή του τον πνίγει. Θέλει να φωνάξει, να βγάλει μια άναρθρη κραυγή μπας και ξυπνήσει τον κόσμο, θέλει να τους πάρει όλους με τα χαστούκια, να ρίξει μπουνιές με τους άρχοντες αυτού του κόσμου, αλλά του λείπουν οι δυνάμεις. Η φωνή του μετά βίας ακούγεται, με το ζόρι μπορεί και κρατεί στο χέρι του το μπαστούνι. πώς να γίνει απειλητικός; Ξόφλησε!
Πάει, Χαραλάμπη, έφαγες τα ψωμιά σου, είναι πια καιρός να φύγεις και ν’ αφήσεις τους άλλους να ζήσουν μέσα στα σκατά που τους κληρονόμησες, σκέφτεται κάθε τόσο και πικρά χαμογελά.
Εδώ κι εκατό σχεδόν χρόνια περπατάει πάνω σε τούτη τη γη, ο γέρος αγαπητικός της. Για εκατό χρόνια τη λάτρεψε με περίσσιο πάθος, με ιερή μανία, και παλιά ήτανε σίγουρος ότι έτσι θα τη λάτρευαν κι οι επόμενες γενιές, αυτές που θα ’ρχονταν, αυτές που δε θα γνώριζε. Να, όμως, που τα πράγματα άλλαξαν. Να, που η αγαπημένη του με κάθε λειψή ανάσα πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τον αμετάκλητο προορισμό της, το θάνατο – όπως και κείνος.
Τουλάχιστον όταν πεθάνω θα με θάψουν μέσα σου! ψιθυρίζει στη μάνα και με πολύ δυσκολία σηκώνεται από χάμω, ακουμπάει στο μπαστούνι του με κόπο και με βήματα αργά σα μαρτύριο κινάει για τον καφενέ. Για να μιλήσει και πάλι στους κουφούς, για να προσπαθήσει να κάνει τους ασυγχώρητα τυφλούς να δούνε. Αυτό είναι το τάμα του, αυτή η αποστολή του. τού αγαπητικού της γης!

Δεν υπάρχουν σχόλια: