Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Το Τέλος Μιας Ψευδαίσθησης

Είμαι παντρεμένος με μια γυναίκα που αγαπώ...
Έχω την κορούλα μου...
Η δουλειά μου είναι καλή...
Όλα μου πηγαίνουν δεξιά...
Είμαι πολύ ευτυχισμένος...
Τίποτα δε θ’ άλλαζα στη ζωή μου...


Με τα πιο πάνω λόγια παραμύθιαζε, άλλοτε, εμένα και τον εαυτό του κάποιος φίλος. Κάποιος που έλεγε πώς δε χρειαζόταν πολλά-πολλά για να ’ναι ευτυχισμένος, ο οποίος όμως, όπως τόσοι άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, δούλευε νύχτα μέρα για ν’ αποκτήσει περισσότερα.
Δήλωνε, επίσης, αθεράπευτα κι αιώνια ερωτευμένος με τη γυναίκα του, την πιο όμορφη στον κόσμο, την πιο καλή και συμπονετική. Χωρίς αυτήν θα ήμουν ένα τίποτα, μου έλεγε, κι εγώ χαμογελούσα. Πικρά χαμογελούσα, επειδή τον ήξερα, καλύτερα απ’ τον ίδιο του τον εαυτό. Ήξερα ότι ήταν πολύ πιο αδύναμος απ’ ό,τι έδειχνε, ήξερα ότι δεν έζησε όσα ήθελε στη ζωή του, ήξερα ότι αν δεν έμενε έγκυος εκείνη που κάποια μέρα θα γινόταν γυναίκα του, μάλλον δε θα παντρευόταν, θα εξακολουθούσε να κυνηγά τα παιδικά του όνειρα. Επίσης, έβλεπα. Έβλεπα πόσο αμήχανα ένιωθε απέναντί μου όταν μου έλεγε τα μικρά αθώα του ψέματα και πως έπαιζε το μάτι του όταν τύχαινε να περάσει απ’ το οπτικό του πεδίο μια όμορφη γυναίκα. Τα βλέμματα που έριχνε τότε δεν ήταν απλού θαυμασμού, όχι, ήταν πόθου, πόθου για τα κορμιά που η μοίρα δεν τον αξίωσε να λατρέψει. Ήμουνα σίγουρος ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα του παρουσιαζόταν θα χάριζε στη λατρευτή του γυναικούλα ένα κέρατο νααα, σαν και την αγάπη που της είχε.
Κι η ευκαιρία αυτή, διαβάζοντας προφανώς τις δόλιες σκέψεις μου, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Τη βρήκε στο πρόσωπο μιας νέας συναδέλφου, μιας παθητικής αλλά πολύ όμορφης γυναίκας, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά, κι ένα ζευγάρι τεράστια μάτια μελισσιά, εκφραστικά σαν αμαρτία. Αυτή ήταν ακριβώς ό,τι ζητούσε: ευγενική, υποτακτική, συνεχώς χαμογελαστή και με θητεία στη λαγνεία, και, το πιο σημαντικό, δεν ήξερε να του λέει Όχι, ποτέ. Το απόλυτο τονωτικό για την αυτοπεποίθησή του.
Δεν του πήρε και πολλή χρόνο μέχρι να την ερωτευτεί τρελά, τυφλά, με πάθος. Ήθελε να καεί από τη φλόγα του έρωτα που πυρπολούσε το μέσα του και να ξανανιώσει απ’ αυτή. Κι έτσι, πολύ σύντομα ξέχασε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα -το ευαγγέλιό του- τα τόσο εύκολο να ειπωθούν, κι ακόμη ευκολότερο να διαψευσθούν.
Σιγά-σιγά άρχισε να απομακρύνεται από τη γυναίκα και την κόρη του. Χρησιμοποιούσε σα δικαιολογία τη δουλειά, όλα τα έκανε για κείνες έλεγε, αλλά δεν ξεγελούσε κανένα, κι όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο χειροπόδαρα δενότανε πάνω στο λάγνο άρμα της ερωμένης. Μιας ερωμένης, όμως, που άρχισε ασυναίσθητα να καταπιέζει, να πνίγει, με την κτητικότητα και τις διάφορες παράλογες απαιτήσεις του.
Μ’ αυτά κι αυτά, κάποτε έφτασε η μέρα που η γυναίκα του θα του ζητούσε να χωρίσουν. Κι εκείνος θα δεχόταν με έκδηλη ευχαρίστηση αφού τώρα πια ήταν σίγουρος πώς είχε, όπως λέμε, δεμένο το γάιδαρό του, αλλά δεν. Καθόλου δεν τον είχε δεμένο, αφού η ερωμένη του, μη αντέχοντας πια την αλλοπρόσαλλη και πολλές φορές προσβλητική συμπεριφορά του, κάποια μέρα πολύ σύντομα, θα του έδινε τα παπούτσια στο χέρι. Όχι, ούτε κι εκείνης τελικά δεν της πήγαινε ο ρόλος της ζωντανής-νεκρής και άβουλης κούκλας, της υπάκουης και πειθαρχημένης σε κάθε απαίτηση του άντρα-αφέντη.
Όταν του ανακοίνωσε την απόφασή της να τον εγκαταλείψει, να χωρίσουν, ένιωσε τον κόσμο ξάφνου να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια του, όλες τις βεβαιότητές του να γίνονται σκόνη και θρύψαλα. Όχι, αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, ποτέ, δε θα το άφηνε να συμβεί. Θα το εμπόδιζε πάση θυσία και με οποιοδήποτε τρόπο. Έτσι, άρχισε να την απειλεί πως θα τη σακατέψει ή θα τη σκοτώσει, αλλά εκείνη που ήξερε πια πολύ καλά τι δειλό ανθρωπάκι στ’ αλήθεια ήταν, δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Γι’ αυτό και άλλαξε τροπάρι. Αν δεν έμενε μαζί του θα πήγαινε και θ’ αυτοκτονούσε έξω από την πόρτα της, της είπε. Αυτό ναι, θα μπορούσε να το κάνει. Ήταν σίγουρη. Τον λυπήθηκε. Έμεινε για λίγο καιρό ακόμη μαζί του, κι ας πνιγόταν πολύ.
Ωστόσο, κάποτε έφτασε, θέλοντας και μη, μέχρι το ως εδώ και μη παρέκει, ήρθε στο σημείο που δεν άντεχε άλλο. Κι έτσι, μια κρύα νύχτα του χειμώνα απλά εξερράγη, του τα είπε ένα χεράκι κι ύστερα έφυγε, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού.
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρήκαν νεκρό στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε εκείνη. Δίπλα του, παρατημένα στα σκαλοπάτια υπήρχαν δύο άδεια κουτιά υπνωτικών χαπιών κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε με δάχτυλα αδύναμα, κοκαλωμένα, ένα σημείωμα: Σου το ’πα... Και τόκανε!

Δεν υπάρχουν σχόλια: