Πειραματική και πειρατική συνέχεια...
“ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ;” αναρωτιούνται οι συμφοιτητές της, την πρώτη μέρα που τη βλέπουν. Ντυμένη στα μαύρα, με τα μαύρα μακριά κορακίσια μαλλιά της αφημένα ελεύθερα στην πλάτη, με το περίεργό της βλέμμα να διατρέχει το χώρο και τους ανθρώπους, τραβάει αμέσως πάνω της την προσοχή. Δεν είναι δύσκολο άλλωστε αφού δε μοιάζει καθόλου με τις άλλες κοπέλες. Αφτιασίδωτη, με τίποτα το περιττό στο παρουσιαστικό της φαντάζει αυθεντική.
Οι μέρες περνούν γρήγορα καθώς η Μαρία κάθε μέρα ανακαλύπτει και ένα νέο κομμάτι απ’ τον κόσμο που θα την περιβάλλει τα επόμενα χρόνια. Φίλες βρίσκει αμέσως. Δυο κοπέλες της συστίνονται αυτοβούλως και σύντομα θα γίνουν οι κολλητές της. Η Μαρία δε μοιάζει με καμιά άλλη και το μυστήριο που εκπέμπει τις προκαλεί. Τα αγόρια, προτού περάσει καιρός πολύς, θ’ αρχίσουν το ένα μετά το άλλο να την ερωτεύονται. Θα γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά αυτό δε φαίνεται να την πολυσκοτίζει. Δε δίνει μία. Οι συμφοιτητές της, αν και καλά παιδιά, την αφήνουν παντελώς αδιάφορη. Αυτή είναι αλλού. Αυτή ψάχνει να βρει τον πρίγκιπά της, τον ποιητή της. Έτσι, δεν υποκύπτει σε κανένα φλερτ. Μονάχα πού και πού βγαίνει με τις κολλητές της και όλα τα αγόρια, για να διασκεδάσει. “Χαζά παιδιά” τους αποκαλεί και κανείς δεν αντιλέγει σ’ αυτή την επαρχιωτοπούλα που τους τάραξε τα νερά.
Η σχολή δύσκολη, αλλά πάει καλά. Προσαρμόστηκε εύκολα στη νέα της ζωή, και μάλιστα κάθε τόσο κάνει και δουλειές του ποδαριού για να τα φέρνει βόλτα. Διανέμει φυλλάδια και δυο φορές τη βδομάδα δουλεύει σ’ ένα ιατρείο. Ο δάσκαλος, φτωχός καθώς είναι, δεν μπορεί να συντηρεί τη μάνα και τις δυο της αδελφές και να τής πληρώνει και το νοίκι, κι η Μαρία δε θέλει να μείνει στην Εστία. Είναι και σπάταλη. Ξοδεύει αλόγιστα. Μόλις πάρει κανά εικοσάρικο τηλεφωνά στις φίλες της και τους προτείνει να πάνε για καφέ ή για καμιά μπύρα. Κι αυτές δεν της αρνιούνται αφού ξέρουν ότι έτσι κι αλλιώς εκείνη θα πάει. Την έχουν σαν πρότυπο αλλά, και σαν παράδειγμα προς αποφυγήν. “Αν συνεχίσεις έτσι θα πεινάσεις Μαρία μου” της λένε. “Ας πεινάσω” απαντάει, “φτάνει που χαίρομαι τούτη τη στιγμή”.
Κι όμως, παρόλο το κέφι και τη ζωντάνια της πολλές φορές νιώθει μόνη. Νιώθει ότι της λείπει κάτι. Εκείνο το κάτι. Η αγάπη. Και δεν ζητά καν ν’ αγαπηθεί, μονάχα ν’ αγαπήσει. Να νιώσει εκείνο το έντονο συναίσθημα που σου καίει τα σωθικά, όπως διαβάζει και στα βιβλία. Θα το νιώσει; Πολύ το αμφιβάλλει. Κι η μοναξιά μεγαλώνει. Δε μιλά γι’ αυτό στις φίλες της, που συχνά πυκνά τής κάνουν τις προξενήτρες. Κάθεται μονάχα αργά κάθε βράδυ και, σαν ηρωίδα κλασικού μυθιστορήματος, εξομολογείται σ’ ένα τετράδιο, στο ημερολόγιό της. Σπαράγματα θλίψης γεμίζουν τις σελίδες, αλλά η σωτηρία είναι αλλού.
Είδε ένα παράξενο όνειρο τις προάλλες. Κοιμότανε, λέει, και σαν ξύπνησε και άνοιξε τα μάτια, είδε μπροστά της ένα καθρέφτη που δεν υπήρχε στο δωμάτιό της, και μέσα σ’ αυτόν ν’ αντικατοπτρίζεται το πρόσωπο μιας δακρυσμένης γυναίκας. Πήρε, λοιπόν, μολύβι και χαρτί και το ζωγράφισε από μνήμης, μέσα σ’ ένα κυκλικό πλαίσιο, πάνω απ’ το οποίο δέσποζε επιβλητικό το κεφάλι ενός αετού.
“Είναι φορές που νιώθω πως τρελαίνομαι, φιλενάδες”. Το έλεγε συχνά αυτό. Ανήσυχο πνεύμα, δεν μπορούσε στιγμή να ηρεμήσει. Ακόμη κι όταν πήγαινε για ύπνο, οι σκέψεις δεν έλεγαν ν’ αφήσουν ήσυχο το μυαλό της. Η κούραση πολλή, οι έγνοιες περισσότερες, μόνο στο πιοτό, πίστευε πως, έβρισκε έξοδο διαφυγής. Το μπουκάλι με το κόκκινο πάντα στο προσκεφάλι της. “Γλυκιά μου λησμονιά” το αποκαλούσε.
Ο πρώτος χρόνος κύλησε γοργά. Η Μαρία δεν επέστρεψε στην πόλη της για τις καλοκαιρινές διακοπές. Έμεινε στην Αθήνα για να δουλέψει. Για να βγάλει λεφτά. Για να τα ξοδέψει. Για να μείνει μόνη. Είναι παράξενο το πως μερικές φορές τη μοναξιά τη βλέπει σαν την καλύτερή της φίλη… “Αφού δε βρήκα τον άνθρωπό μου”.
Τριγυρνά στην Πλάκα, το Μοναστηράκι, το Θησείο και παρατηρεί τους ανθρώπους που βιώνουν την εικονική ζωή τους. “Τελικά τίποτα δεν έχει σημασία; Είναι όλα μάταια; Όχι, δεν είναι! Τι σ’ έπιασε, Μαρία;” μονολογεί σιωπηλά. Χαμογελά με τα παιχνίδια του μυαλού της.
Μπαίνει σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Δυο γυναίκες ψαχουλεύουν ανάμεσα στα βιβλία λες και πρόκειται για εσώρουχα στη λαϊκή, ένας νέος σοβαρός, σκυθρωπός περιεργάζεται έναν τόμο. Στέκεται στο πλάι και διαβάζει τον τίτλο του βιβλίου: Μια εποχή στην κόλαση. “Αυτό ζούμε” λέει, κι εκείνος έκπληκτος γυρνά και την κοιτάει μ’ ένα βλέμμα που στάζει θλίψη. “Το ξέρω”. Το ξέρει! “Μαρία”. “Κώστας”. “Θα το πάρεις το βιβλίο;”. “Το έχω”. “Θα το πάρω εγώ” λέει και τού το αρπάζει απ’ τα χέρια, κατευθύνεται προς την πωλήτρια, πληρώνει και σιγοπατώντας βγαίνει απ’ το μαγαζί κι απομακρύνεται. Εκείνος, σα μαρμαρωμένος, μένει σιωπηλός παρακολουθώντας τη φιγούρα της σιγά σιγά να θολώνει και να χάνεται. “Υπάρχει στ’ αλήθεια αυτή η γυναίκα ή ήταν απλά μια οπτασία;”. Βγαίνει κι αυτός στο δρόμο. Την ψάχνει με το βλέμμα. Πουθενά. “Μαρία…”.
Όμορφη φαντάζει η μεγάλη τούτη πόλη τις καυτές νύχτες τ’ Αυγούστου. Μισοάδεια καθώς είναι αποκτά μια ανθρώπινη διάσταση. Θερινό σινεμά με σουβλάκι και μπυρίτσα απολαμβάνει απόψε η Μαρία, αλλά, τα μάτια αν και κοιτούν την οθόνη δεν τη βλέπουν. Αλλού ταξιδεύει το μυαλό της. “Κι αν είναι εκείνος;” Αν είναι ο Κώστας, ο θλιμένος νέος που συνάντησε τυχαία, ο ποιητής της, ο πρίγκιπάς της; Δεν έπρεπε ν’ αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη, αλλά το έκανε. Τώρα, πρέπει να ψάξει να τον βρει. Κι αν δεν είναι εκείνος; Ε, τι είχαμε, τι χάσαμε!
Τελείωσε η ταινία. Για τι μιλούσε; Για Κείνον. Χαμογελά. Κάποιοι περαστικοί την παρατηρούν παραξενεμένοι. “Θα νομίζουν ότι είμαι μαστουρωμένη” σκέφτεται, κι αφήνει να ξεχυθεί από μέσα της ακράτητο το γέλιο. “Τώρα, θα είναι σίγουροι”. Δεν τη νοιάζει. Δεν τη νοιάζει τίποτα. Φτάνει να γίνει αυτό που θέλει. Φτάνει να τον βρει. Κάποιο πρεζόνι τη σταματά στη Θεμιστοκλέους και της ζητά ένα ευρώ. Του δίνει πέντε. Την κοιτά έκπληκτος. “Να ’χουμε να τρώμε όλοι, φίλε”. Να ’χουμε!
Φτάνει στο σπίτι της και κοιτώντας μες στο γραμματοκιβώτιο βλέπει έκπληκτη ένα γράμμα να την περιμένει. Από ένα της παλιό συμμαθητή, που την είχε ερωτευτεί και τώρα, λέει, του λείπει. “Για σένα είμαι πια νεκρή” μονολογεί και σκίζει το γράμμα, το πετάει. Σαν ανάμνηση. “Έπρεπε να μιλήσεις, τότε που έπρεπε”.
Ο Κώστας εδώ και λίγες μέρες έχει χάσει το μυαλό του, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε τίποτα. “Τι μ’ έχει πιάσει; Πως μπόρεσε και μου ’γινε έμμονη ιδέα εκείνο το παράξενο κορίτσι;”.
Είναι κι ο Σ. στη μέση. Ο σύντροφός του στην αιώνια κατήφεια, στη δίχως όρια απαισιοδοξία. Το άλλο ασχημόπαπο της παρέας. Γιατί κι ο Κώστας ασχημόπαπο είναι. Άσχημος και θλιμμένος. Κι όμως κάπου μέσα του ελπίζει. Ελπίζει ότι θα ερωτευτεί ξανά, ότι θα αγαπηθεί και πάλι. Ο τελευταίος του έρωτας τού άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή, τον μάτωσε. Αλλά, πως τον τάραξε έτσι η όμορφη, μεγάλη άγνωστη Μαρία; “Είναι δυνατόν αυτή να είναι Εκείνη; Κι αν είναι; Αλλά, εκείνη είναι μια νεράιδα, ένα ξωτικό, πως να γυρίσει να κοιτάξει εμένα;”.
Έχει τα κόμπλεξ του ο Κώστας. Κόμπλεξ κατωτερότητας. Κι ας είναι ένα από τα πιο φωτισμένα μυαλά της γενιάς του. Το πρόβλημά του είναι ότι αδυνατεί να δει τα πράγματα έστω και μια φορά απ’ τη φωτεινή τους όψη. Όλο για τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων μιλάει. Και φαίνεται να ζει μόνο εν αναμονή του θανάτου. Ανακαλύπτει το σκοτάδι μες στο φως, την ασχήμια μες στην ομορφιά, απεχθάνεται τον τρόπο που σκέφτονται και ενεργούν οι άλλοι, αλλά πού και πού βαθιά μέσα του εύχεται να ήταν σαν κι αυτούς. Είναι ένας ποιητής σε καιρούς πεζούς, και την ομορφιά που κρύβει μέσα του δεν ξέρει πως να τη φανερώσει, προς τα που να την κατευθύνει. “Μαρία… Μαρία…” μονολογεί με τη σκέψη, στο γραφείο, στο δρόμο, στο κρεβάτι. “Τ’ όνομά σου κρασί γλυκό και με μεθάει!”.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου