Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Γεννημένος νικητής

Ζω στη Λούανγκ Πραπάνγκ, την ομορφότερη πόλη στον κόσμο, τουλάχιστον για μένα. Είμαι σχεδόν πενήντα χρονών και τ’ όνομά μου είναι Σαϊσάνα, που σημαίνει «να νικάς». Καλό έτσι; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί αποφάσισαν να μου δώσουν αυτό το όνομα, όχι στα σίγουρα. Σύμφωνα με τον πατέρα μου ήταν ιδέα της γιαγιάς, την οποία δε θυμάμαι ποτέ να έχω συναντήσει, αφού πέθανε πολύ νέα. Ωστόσο η μητέρα μου λέει μια άλλη ιστορία. Τ’ όνομα της το υπέδειξε λέει ένας βουδιστής μοναχός, αφού διέβλεψε ότι ήμουνα γεννημένος νικητής.
Όπως και νάχει, το όνομα δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ζωή μου, ή μάλλον η ζωή μας, εδώ στο Λάος. Όχι, δε λέω ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολη ή κατά κάποιο τρόπο συναρπαστική. Εκείνο που λέω είναι ότι υπήρξε μια γεμάτη ζωή. Ποτέ δε με θυμάμαι να πλήττω, ποτέ να βαριέμαι, αφού πάντα είχα κάτι να κάνω. Μικρό παιδί βοηθούσα τη μάνα μου στο σπίτι και μετά τον πατέρα στα χωράφια, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να μάθω γράμματα. Δεν πήγα για πολύ στο σχολείο, αλλά ας είναι καλά οι μοναχοί που πάντα έβρισκαν λίγο χρόνο για να με βοηθήσουν, κι ας είναι καλά κι η επιμονή της μητέρας μου, που φορτωνόταν κάθε τόσο τις δουλειές μου για να μορφωθώ. Τα γράμματα είναι σημαντικά, μου έλεγε, κάποια μέρα μπορεί ακόμη και να σου σώσουν τη ζωή. Υπερβολές; Ίσως. Το θέμα είναι ότι δεν περνά μια μέρα που να μη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη αυτή την πίστη της στη μόρφωση.
Δεν έζησα μια ξέγνοιαστη παιδική ηλικία – όχι τουλάχιστον όπως τη βλέπω να φτάνει στα μάτια μου απ’ τα τηλεοπτικά κανάλια της Ταϊλάνδης. Πάντα με θυμάμαι να δουλεύω, πάντα να είμαι καταπονημένος, πάντα θυμάμαι τον μπαμπά να παραπονιέται, για τις δυσκολίες της ζωής. Εκείνος παραπονιότανε, εγώ όχι. Εγώ, για κάποιο λόγο, ήμουνα πάντα ευχαριστημένος, έψαχνα συνεχώς αφορμές για να χαρώ και να γελάσω, κι ας νιώθω ακόμη και σήμερα ότι γεννήθηκα κουρασμένος.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε; Δυο ζωές. Μια ζωή στο φτωχικό των γονιών, με τα τρία αδέλφια μου, στα ρυζοχώραφα και στη βοσκή των ζώων. Και μια ακόμη, στα χωράφια του ρυζιού και πάλι και στο μεγάλο μας ποτάμι, τον Μεκόνγκ, που μας χαρίζει ζωή με τα νερά του. Αγρότης και ψαράς, σύζυγος και πατέρας, φτωχός μα πλούσιος πολύ. Ναι, πλούσιος, γιατί η ζωή αποδείχτηκε καλή μαζί μου, οι μοίρες μου χαμογέλασαν και στον αγώνα που άρχισα από παιδί να δίνω αναδείχτηκα ο νικητής.
Η Αλίκα, η γυναίκα μου, λέει ότι είμαστε ευλογημένοι, κι ας μην άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς οι συμβίωσή μας. Όταν γνωριστήκαμε, όταν παντρευτήκαμε, δεν ήμασταν παρά δύο νέοι άνθρωποι που ένωναν τις φτώχειες τους κάτω από μια στέγη κοινή. Τα χρόνια που ακολούθησαν κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Η γυναίκα μου έχανε το ένα παιδί μετά το άλλο στη γέννα ή και πριν, τα λεφτά ήταν λιγοστά, η ζωή έμοιαζε στα μάτια μας ένας συνεχής πλην μάταιος αγώνας. Προσπαθούσαμε με νύχια και με δόντια να τα βγάλουμε πέρα καθώς οι κακοτυχίες η μια μετά την άλλη άρχισαν να μας χτυπούν την πόρτα. Μέσα σε τρία χρόνια χάσαμε κι οι δύο τους γονείς μας, μετά από τρία χρόνια -καθώς ήμουνα ο πρωτότοκος και έπρεπε να στηρίξω τα μικρά ακόμη αδέλφια μου- γίναμε πιο φτωχοί παρά ποτέ. Πού και πού ένιωθα το θάρρος μου να χάνεται, τον κόσμο γύρω μου να καταρρέει, κι αν δεν ήταν η καλή μου η Αλίκα, το στήριγμά μου, δεν ξέρω ούτε κι εγώ τι θα γινόταν. Είχα φτάσει πια στο αμήν, αλλά εκείνη όλο μου έδινε κουράγιο, όλο μου ψιθύριζε στο σκοτάδι του ασφυκτικά μικρού σπιτιού μας ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά, θα επιβιώσουμε.
Και επιβιώσαμε, δύσκολα, αλλά επιβιώσαμε. Και κάποτε οι οιωνοί άρχισαν ν’ αλλάζουν. Στον πέμπτο χρόνο του γάμου μας η Αλίκα έμεινε έγκυος, κι αυτή τη φορά το παιδί γεννήθηκε, ένα αγόρι. Από την πρώτη στιγμή ξέραμε ποιο θα ήταν το όνομά του, ποιο θα του πήγαινε πιο πολύ, έτσι τον αποκαλέσαμε Κεόνα, το Γεμάτο χάρι δώρο του θεού. Κι αυτό ακριβώς ήταν. Ένα δώρο του θεού, που αποφάσισε πολύ νωρίς να επιστρέψει σ’ αυτόν. Όχι, δεν πέθανε. Επέλεξε να γίνει μοναχός, από τα έξι του χρόνια. Και δε σταθήκαμε εμπόδιο στο δρόμο του. Εξάλλου την ευλογία του μας την είχε ήδη χαρίσει, αφού τη γέννηση του ακολούθησαν άλλες πέντε. Τέσσερα κορίτσια κι ένα ακόμη αγόρι.
Τώρα πια έχουν κι αυτά μεγαλώσει. Όλα μεγάλωσαν. Κι αύριο η πρώτη κόρη μου, η λεπτεπίλεπτή μου Άνι, η εύθραυστη σα γυαλί, θα παντρευτεί και θα μου φύγει. Θα φύγει, αλλά όχι για μακριά -ίσως και να τη βλέπω κάθε μέρα, μα θα μου φύγει- και, λίγο πικρά, λίγο γλυκά, χαμογελώ.
Κάθομαι σ’ ένα πεζούλι στην κορυφή του λόφου Φου Σι που υψώνεται στο κέντρο της πόλης και μιλώ με τον Κεόνα, θυμάμαι τα παλιά και σκέφτομαι γαλήνια το σήμερα. Τον θαυμάζω το γιο μου. Είναι τόσο νέος και μοιάζει τόσο σοφός, λες και όλα όσα εγώ ξόδεψα μια ζωή για να τα μάθω, αυτός τα ξέρει ήδη. Κάθε μέρα μαθαίνω κάτι καινούριο πατέρα, μου λέει με σεβασμό, και νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν. Κάθε μέρα μαθαίνει και κάτι καινούριο! Κάθεται με τις ώρες και μελετά τα βουδιστικά κείμενα, ένας ξένος που ξέμεινε για κάποιο λόγο στην πόλη του δείχνει πώς να ζωγραφίζει, συζητά με τους τουρίστες που ανεβαίνουν εδώ πάνω για να θαυμάσουν τους ναούς, την πόλη και τη φύση ολόγυρα, και μαθαίνει πράματα και θάματα για άλλες χώρες, για μακρινούς πολιτισμούς. Έτσι όπως τον κοιτώ, με φόντο τα μακρινά βουνά, τα δέντρα και τα ορμητικά καφέ νερά του ποταμού, νιώθω ότι δεν πρόκειται παρά για μια ψευδαίσθηση, μια ζωγραφιά.
Τον αφήνω. Περνώ όπως πάντα για λίγο από το Μαυσωλείο της Θεάς των Νερών και ύστερα κατηφορίζω προς την πόλη, ρίχνοντας μια θαυμαστική ματιά στον αρχαίο ναό Ουάτ Πρα Βουδαμπάτ. Φτάνοντας κάτω και προτού βγω στο δρόμο, συναντώ τη γυναίκα μου, που κάθεται στα σκαλιά με μια από τις αδελφές της, μιλούν μεταξύ τους και προσπαθούν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να πουλήσουν ενθύμια στους πάντα βιαστικούς τουρίστες. Τους χαμογελώ αμίλητα και συνεχίζω για το ποτάμι -τι κι αν αύριο παντρεύεται η κόρη μου;- σε λίγο νυχτώνει και πρέπει να ρίξω τα δίχτυα.
Δεν ξέρω ποιοι είστε, από πού είστε και τι κάνετε, αλλά εγώ είμαι ο Σαϊσάνα και είμαι ευτυχισμένος. Καθώς ο ήλιος δύει, τα νερά του Μεκόνγκ βάφονται στο χρώμα του πορτοκαλιού και η γαλήνη πλημμυρίζει όλη τη φύση -ενώ εσείς με τις φωτογραφικές σας μηχανές προσπαθείτε να κλέψετε τις εικόνες που αντικρίζω μια ζωή- νιώθω πια πιο σίγουρος παρά ποτέ ότι είμαι γεννημένος νικητής, κι ας μην αποκτήσω ποτέ τίποτα απ’ όλ’ αυτά που εσείς έχετε, κι ας μην επισκεφτώ τα μέρη που πήγατε. Έχω την οικογένειά μου, τα χωράφια του, τον Βούδα, το βουνό και το ποτάμι. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Πρώτη γραφή της ιστορίας, όπως πάντα. Εμπνευσμένη από την πιο πάνω φωτογραφία, αλλά κι από κάποιες άλλες που έβγαλα στη διάρκεια της επίσκεψής μου στο Λάος το 2004

2 σχόλια:

Artanis είπε...

Πανέμορφο κομάτι...Μέσα σε λίγες γραμμές, η ιστορία μιας ολόκληρης ζωής...
καλημέρα από ΝΖ...

rose είπε...

:-)