Και ήρθαν μέρες γαλήνια δύσκολες, τρυφερά αμήχανες. Δύσκολες, καθώς ο Δημήτρης προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες, καθώς η Χριστίνα είχε κοντά της τον αγαπημένο και δεν ήξερε τι να κάνει μ’ αυτόν. Αμήχανες για τους ίδιους λόγους. Ζούσαν μαζί, αλλά σαν ένα ζευγάρι γερασμένο, που με τα χρόνια ανέπτυξε μια σχέση γλυκιάς συγκατάβασης, αδελφική.
Η Χριστίνα στεναχωριόταν και δεν το έδειχνε, πέθαινε μέσα της και δεν έβγαζε μια κραυγή για βοήθεια. Ήθελε να του δώσει χώρο και χρόνο. Χώρο για να προσαρμοστεί στη νέα ζωή, χρόνο για να παλέψει με τους δαίμονες του και να ξεκαθαρίσει το μέσα του αχούρι.
Ο Δημήτρης, την έβλεπε να υποφέρει, διάβαζε τον πόνο και τη λύπη και τη μοναξιά στα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να της προσφέρει γιατρειά, ανακούφιση. Όχι ακόμη. Ναι, την αγαπούσε, «την αγαπώ όπως την ίδια μου τη ζωή,» σκεφτόταν, αλλά ένιωθε πως τη συγκεκριμένη στιγμή δε θα μπορούσε να της χαρίσει παρά περισσότερο πόνο, πιότερη θλίψη.
Έτσι, κατέληξαν σ’ ένα αμίλητο συμβιβασμό. Ξόδευαν σχεδόν όλο το χρόνο τους μαζί, περπατώντας, πίνοντας, συζητώντας, σιωπώντας, αλλά ποτέ δεν έπιαναν στα χείλη τα θέματα που καίγαν: τον έρωτα της Χριστίνας για κείνον, το έγκλημα που πάντα τον ακολουθούσε, το αύριο που ίσως να μπορούσε να ήταν αλλιώς.
Η κοινή τους ζωή, η τόσο επίπεδη, η τόσο προβλεπτή, ήταν πόνος κι απόλαυση την ίδια ώρα. Πόνος για την πλήρη εγκατάλειψη απ’ τους φίλους, απόλαυση για το δέσιμο μεταξύ τους που έμοιαζε να γίνεται παρ’ όλες τις δυσκολίες όλο και πιο δυνατό. Τις πρώτες εκείνες μέρες ο Δημήτρης προσπάθησε να βρει και να ενώσει τα νήματα που τον ένωναν με τους αλλοτινούς φίλους, να βρει μια νέα ζωή κι ακέραιες ελπίδες στα γνώριμα μονοπάτια του χθες. Αλλά, σύντομα αντιλήφθηκε ότι έτρεφε αυταπάτες. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι ξανά όπως παλιά. Τα αστεία μπαγιάτεψαν, τα αισθήματα σκούριασαν, κανείς απ’ τους συντρόφους του χθες δεν ήθελε να είναι φίλος του και πάλι. Ήταν στιγματισμένος, τον ξέγραψαν. Έτσι, μοναδική φίλη και αδελφή παρέμεινε για κείνον η Χριστίνα. Κάθε βράδυ, πολύ αργά, όταν τα πολλά φώτα σβήναν κι οι θόρυβοι γαλήνευαν έβγαιναν έξω, στις ήσυχες γειτονιές της μικρής τους πόλης. Περπατούσαν αργά και τρυφερά αγκαλιασμένοι, ψιθυρίζοντας αναμνήσεις, χαμογελώντας μυστικά. Οι βόλτες αυτές μύριζαν οδύνη και σωτηρία για το Δημήτρη, σωτηρία κι οδύνη για τη Χριστίνα. Του θύμιζαν τους περίπατους με τη μεγάλη αγάπη της ζωής του, τη Μίρα, δάκρυζε σιωπηλά κι ανακουφιζόταν με τις αναμνήσεις του... Της θύμιζαν το αύριο που ονειρευόταν, χαμογελούσε και ξεγελούσε τη θλίψη της, πονούσε στην ιδέα ότι εκείνο το αύριο δεν ήταν τώρα...
Την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του, έστω αργά, στο κάστρο, εκείνο το κάστρο που χρόνια πριν έγινε το σκηνικό για μια τρυφερή στυγνή δολοφονία, ένιωσε τις ανάσες του να κόβονται, τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ένιωσε την παρουσία Της εκεί. Και κάθισε μόνος πάνω σ’ ένα βράχο κι έκλαψε. Έκλαψε πικρά, έκλαψε τελεσίδικα, έχωσε το μαχαίρι και πάλι βαθιά στη νοητή πληγή, αναζητώντας μια έξοδο απ’ τα αδιέξοδά του. Η Χριστίνα καθόταν λίγο πιο πέρα και τον παρατηρούσε σκεφτική, αθέατη, σκυφτή στον εαυτό της, στις θεές της τύχης παραδομένη. «Ό,τι είναι να γίνει, θε να γίνει», σκεφτόταν καθώς ο ήχος των κυμάτων σπούσε τη σιωπή, καθώς ο νοτιάς της χάιδευε το πρόσωπο, καθώς... εκείνος την κοιτούσε. «Μίρα», πήγε να φωνάξει αλλά συγκρατήθηκε. Βγήκε απ’ το ονειροπόλημά του. «Χριστίνα», ψιθύρισε, «Χριστίνα, έλα εδώ, σε παρακαλώ...» Σηκώθηκε, πήγε κοντά του. Της έκανε χώρο στο βράχο και κάθισε δίπλα του, την έκλεισε στην αγκαλιά του, φίλησε τα μαλλιά της που μύριζαν γιασεμί κι ονειροφαντασία.
Παρέμειναν εκεί, τυλιγμένοι μες στην πολύλογη σιωπή, ρουφώντας τους ήχους της φύσης, καταβροχθίζοντας το φως της ημισελήνου, παίρνοντας ζεστασιά ο ένας απ’ την ύπαρξη του άλλου.
Καθώς ο ήλιος πρόβαλλε κροκοκόκκινος μέσα από τη θάλασσα, η Χριστίνα ένιωθε πιο αισιόδοξη παρά ποτέ. Είχε μόλις ζήσει μια από εκείνες τις στιγμές μαγείας που πάντα ονειρευόταν. Είχε περάσει μια νύχτα στην αγκαλιά του, είχε κουρνιάσει στον κόρφο του, μυρίστηκε τους χυμούς του κορμιού του. Δεν μπορεί, το αύριο έπρεπε και θα ήταν καλύτερο. Όσο για το Δημήτρη, αυτός δεν ένιωσε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Απλά ένιωσε καλύτερα, ένιωσε για πρώτη φορά μετά από καιρό άνθρωπος και γι’ αυτό ευγνωμονούσε τη Χριστίνα, αλλά έως εκεί. Το αύριο θα έπρεπε να περιμένει.
Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν έφτασαν στο σπίτι της Χριστίνας. Ω, ήθελε τόσο πολύ, όσο τίποτα στον κόσμο να τον πάρει μαζί της στο δωμάτιό της, στο κρεβάτι της, να σβήσει επιτέλους τους πόθους της, αλλά δεν προσπάθησε να το κάνει. Μπορούσε να διαβάσει στα μάτια του την άρνηση. Έτσι, απλά τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο, χάιδεψε φευγαλέα τα μαλλιά του και του ευχήθηκε να δει όνειρα ταξιδιάρικα.
Κλείστηκε στο δωμάτιό της, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι, και αντί να αρχίσει να κλαίει όπως θα περίμενε κανείς, ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα διψασμένα της χείλη. Αν και η κατάληξη ετούτης της μέρας δεν ήταν ακριβώς αυτή που ευχόταν, ωστόσο, είχε γίνει το πρώτο βήμα. Κάτι ήταν κι αυτό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει και πάλι στο μυαλό της τις εικόνες που προηγήθησαν, να θυμηθεί τη μυρωδιά του κόρφου του, να νιώσει τη ζεστασιά της αγκάλης του. Ένιωθε καλά, τόσο καλά, σα γλυκιά νοσταλγία, σα χάδι ερωτικό. Όταν τελικά αποκοιμήθηκε το κορμί της είχε πάρει τη στάση του εμβρύου, κι ανάμεσα στα πόδια και στην αγκαλιά της, κρατούσε σφικτά ένα μαξιλάρι, που ίσως κάποια μέρα σύντομα, να έπαιρνε άλλη μορφή.
Απόσπασμα από τις Γυναίκες της συγνώμης
Η εικόνα κλεμμένη από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου