Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας

Με λένε Σάντρα και είμαι τυφλή. Δεν ήμουνα πάντα, αλλά τώρα είμαι. Εδώ και δέκα χρόνια. Από τα δύο μου δηλαδή. Είμαι τυφλή, αλλά όχι δυστυχισμένη, αφού έχω τη μάνα μου που πάντα στέκεται δίπλα μου και με ενθαρρύνει, τον μπαμπά που όλο δουλεύει από δω κι από κει και σπάνια μένει στο σπίτι, και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου που είναι μεγαλύτερα από μένα και βλέπουν. Τι ακριβώς βλέπουν; Δεν ξέρω. Υποθέτω αυτά που μου περιγράφει από τότε που έχασα το φως μου η μαμά. Δηλαδή το νερό, τα σπίτια, τον ουρανό, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους.
Ό,τι όμως δεν μπορώ να δω το ζωγραφίζω μέσα μου. Το ξέρω ότι οι περισσότερες από τις ζωγραφιές μου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά δε με νοιάζει, αφού έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τις βλέπει. Εξάλλου, όπως λέει κι ο μπαμπάς, όλη η ομορφιά του κόσμου κρύβεται στην ψυχή μου και να υμνώ τον Κύριο γι’ αυτό. Ναι, τον υμνώ, παρά το κακό που με βρήκε. «Ευλογία είναι, κόρη μου, αυτό που σου συνέβηκε», επιμένει η μαμά, «ευλογία, αφού δεν μπορείς πια να δεις την ασχήμια αυτού του κόσμου». Κι όμως εγώ πιστεύω ότι ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά να, οι άνθρωποι τον χαλάνε, και τον κάνουν να μοιάζει πολύ λυπημένος.
Ακόμη και η μαμά λυπημένη είναι, κι ας μην το λέει. Από τότε που ήρθε εκείνος ο τυφώνας, η Κατρίνα, και βύθισε το σπίτι μας -ή ίσως και να το παρέσυρε, δεν ξέρω- έχει αλλάξει η φωνή της, έχει γίνει πιο σιγανή, πιο αδύναμη. Ωστόσο, «φανήκαμε τυχεροί», υποστηρίζει, «αφού τουλάχιστον εμείς σωθήκαμε». Ναι, τυχεροί, και γι’ αυτό υμνούμε τον Κύριο αλλά, όπως και να το κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι πια η ίδια. Φτωχοί ήμασταν πριν, φτωχοί είμαστε και τώρα, αλλά τουλάχιστον πριν είχαμε το σπίτι μας, ενώ τώρα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα – πέρα από ο ένας τον άλλο δηλαδή.
Κάθε τόσο, καθώς τριγυρνώ με τη μαμά και τα αδέλφια μου από δω κι από κει, σ’ αυτό το άγνωστο μέρος που μας φιλοξενεί, κρυφακούω κουβέντες από φωνές δίχως πρόσωπο, που πιότερο μου ματώνουν την καρδιά. Όλοι μιλάνε γι’ αυτά που έχασαν, γι’ αυτούς που πέθαναν, για την προηγούμενή τους ζωή και προβλέπουν μεγαλύτερα δεινά για το μέλλον. «Μην ακούς τις Κασσάνδρες», μου ψιθύρισε κάποια φορά ο μεγαλύτερός μου αδελφός, κι εγώ αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν σ’ ετούτο τον τόπο να έχουν όλοι, άντρες και γυναίκες, το ίδιο όνομα. Τον ρώτησα λοιπόν και άρχισε να γελά και δεν σταμάτησε μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι – αν μπορεί να αποκαλέσει δηλαδή κανείς σπίτι ετούτη τη μικρή κάμαρα όπου μας έχουν στοιβάξει όλους.
Ώρες-ώρες νιώθω να πνίγομαι, νιώθω κάτι να μου λείπει, εκτός από την όρασή μου φυσικά, αλλά δεν ξέρω τι. Και τότε, αν δεν έχω καμία άλλη επιλογή, αρχίζω να γράφω μέσα μου στίχους και να τους ψιθυρίζω σαν τραγούδια.
Πολύ λυπημένα είναι τα τραγούδια μου. Μιλάνε για μια ομορφιά που χάθηκε χωρίς ποτέ ν’ αντικρίσω, για την πόλη μου που βούλιαξε κάτω από τα νερά του ωκεανού, για τις ψυχές που σβήσανε.
Κάποια φορά, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, πήρα να τραγουδώ με δυνατή φωνή, ένα κομμάτι που έμοιαζε με γκόσπελ, και σαν το τέλειωσα, άκουσα μια γυναίκα να μου λέει μ’ ένα κόμπο στο λαιμό ότι πολύ την συγκίνησα. Κι ύστερα άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα από πριν ότι ήταν εκεί και όταν το έμαθα δεν ήξερα που ακριβώς ήταν. Έτσι ακολούθησα τους λυγμούς της. Πήγα και στάθηκα λοιπόν μπροστά της και την παρακάλεσα να σταματήσει να κλαίει, της είπα να υμνεί τον Κύριο, και όλα θα πάνε καλά. «Είσαι ένας άγγελος», μου αποκρίθηκε. «Το ξέρεις;» «Πώς είναι οι άγγελοι;» τη ρώτησα και άκουσα ένα γελάκι να ξεφεύγει απ’ τα χείλη της, κι αμέσως μετά ένα επιφώνημα, έκπληξης ίσως. Ή ξέχασε ή δεν ήξερε ότι ήμουν τυφλή. Μετά από μια στιγμή, που μου φάνηκε πώς κράτησε πολύ, μου είπε: «Όμορφοι είναι, σαν και σένα. Και τραγουδάνε όμορφα, ακριβώς όπως κι εσύ. Αλλά όχι τόσο μελαγχολικά. Ωστόσο…» Σώπασε. Άφησε την πρότασή της στη μέση. Ωστόσο, «αυτοί δεν τραβούν τα ζόρια που τραβάμε εμείς», είμαι σίγουρη ότι αυτό θα μου έλεγε. Την άκουσα να σηκώνεται από εκεί που καθόταν, κάπου στο κοινόβιό μας σαλόνι, και την ένιωσα να με αγκαλιάζει. «Συνέχισε να τραγουδάς μικρή», μου ψιθύρισε, «είναι μεγάλο το χάρισμα που έχεις». Αλήθεια; Ήθελα να τη ρωτήσω, αλλά δεν το έκανα, παρέμεινα μονάχα σιωπηλή κι απορημένη. Ήταν όντως ωραία η φωνή μου, όμορφο το λυπημένο μου τραγούδι; Με απελευθέρωσε από τη μεγάλη αγκαλιά της και άκουσα τα βήματά της να κατευθύνονται βαριά προς την πόρτα. Κάθισα επιτόπου, στο πάτωμα, και βυθίστηκα στις σκέψεις μου.
Το ίδιο βράδυ, καθώς τρώγαμε το λιτό μας δείπνο, περιέγραψα στους δικούς μου το πιο πάνω περιστατικό, και με κάποια έκπληξη άκουσα τον συνήθως αμίλητο μπαμπά μου να με παροτρύνει: «Άντε λοιπόν τραγούδα, να σε ακούσουμε κι εμείς». Υπάκουσα. Τους είπα το λυπημένο μου τραγούδι, και μετά, αφού μου ζήτησαν κι άλλο, συνέχισα να τους τραγουδώ. Όλοι οι στίχοι που έγραφα μέσα μου, έμοιαζαν μεμιάς να παίρνουν ζωή, να αποκτούν υφή και μια αλλιώτικη ουσία. Όσο πιο πολύ τραγουδούσα, όσο μεγάλωνε το πάθος και δυνάμωνε η φωνή μου, τόσο περισσότερο ένιωθα ν’ απλώνεται γύρω μου η σιγή, αλλά και κάτι να αλλάζει στην ατμόσφαιρα, που σιγά-σιγά γινόταν πιο ζεστή, σαν μια μεγάλη αγκαλιά και μια ανάσα. Σαν πέρασε η ώρα και κουράστηκα σταμάτησα και τους ρώτησα πως τους φανήκαν τα τραγούδια μου. Στην αρχή μου απάντησε η σιωπή κι αμέσως μετά ένιωσα πολλά ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω μου, να με τρυπάνε λες με την επιμονή τους, προτού χέρια γνωστά και άγνωστα αρχίσουν να με χειροκροτούν. Ένα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί, παρασυρμένο απ’ τη φωνή μου.
Από τότε η τύχη μας άλλαξε, ή μάλλον η δική μου τύχη, αφού απέκτησα επιτέλους ένα σκοπό στη ζωή, μια και μπορούσα πια να προσφέρω στους άλλους κάτι. Ναι, τώρα το νιώθω επιτέλους κι εγώ και, υμνώντας τον Κύριο, μπορώ να το πω, ότι είμαι στ’ αλήθεια ευλογημένη. Η φωνή μου είναι η ευλογία μου, τα τραγούδια που γράφω μέσα μου και ποτέ δεν ξεχνώ η περιουσία μου, η παρηγοριά που χαρίζουν στους άλλους της φτωχής μου ζωής η δικαίωση.
Όλα ξεκίνησαν την ημέρα εκείνη, που το φως μου πήρε να τρεμοσβήνει, τότε που άρχισε στης μικρής μου ψυχής το τετράδιο να γράφεται, το μελαγχολικό τραγούδι της Σάντρας.
«Τραγούδα, κόρη μου», μού λέει η μαμά. «Τραγούδα να κάνεις πιο όμορφο τον κόσμο!»

Πρώτη γραφή

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

4 σχόλια:

Ελένη Μπέη είπε...

Πολύ όμορφο και άκρως συγκινητικό.

Meropi είπε...

Όμορφο το διήγημα σου Λάκη μου! Μόνο θα μου επιτρέψεις μια παρατήρηση. Η εικόνα που παρουσιάζει κορίτσι από Αφρική δεν ταιριάζει με το περιεχόμενο του αφηγήματος που αναφέρεται σε αφροαμερικανίδα, αν δεν κάνω λάθος.
Μου άρεσε πολύ πάντως το διήγημα.

Νίκος Νικολάου είπε...

Λάκη σήμερα σε ανακάλυψα. Κάθε πρόταση του κειμένου μου ζωγράφιζε και μια εικόνα στο μυαλό ενώ ταυτόχρονα η ιστορία μου προκαλούσε συγκίνηση και θαυμασμό.
Γράφεις πολύ ωραία

lakis είπε...

Νερένια: Σ' ευχαριστώ πολύ.

Μερόπη: Δίκιο έχεις για τη φωτογραφία, αλλά απλά δε βρήκα αυτή που έψαχνα. Συνήθως χρησιμοποιώ πίνακες στην "εικονογράφηση" των ιστοριών μου και για τη συγκεκριμένη δεν ανακάλυψα κάποια που να ταιριάζει. Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Μπούσουλα: Σ' ευχαριστώ πολύ. Το συγκεκριμένο διήγημα θέλει πολλή δουλειά ακόμη, αλλά όσο να'ναι μου δίνει ευχαρίστηση το γεγονός ότι ήδη αρέσει σε κάποιους.