Το καλοκαίρι με βρήκε έτοιμη και απροετοίμαστη. Έτοιμη για να κάνω τα πρώτα μεγάλα ανεξάρτητά μου βήματα στη ζωή, απροετοίμαστη για να το πράξω. Ευτυχώς με έσωσε ο Γιάννης, με μια απλή χειρονομία, μου εξασφάλισε προσωρινή εργασία εκεί που δούλευε. Δεν ήταν κι άσχημα. Ήταν ένα μεγάλο γραφείο, που λίγο θύμιζε πολυεθνική εταιρεία. Εκείνος ήταν κάτι σαν το παιδί για όλες τις δουλειές, ενώ εμένα μου ανέθεσαν να οργανώσω το αρχείο, να απαντώ τα τηλέφωνα, να οδηγώ τους επισκέπτες στον προορισμό τους. Ήμουνα κάτι σα γραμματέας, αλλά όχι ακριβώς. Δούλευα μονάχα τα πρωινά, αλλά λόγω του ότι είχα ελάχιστα έξοδα, ενώ πήγαινα για λίγες ώρες τη βδομάδα και στην άλλη δουλειά, τα λεφτά που έβγαζα ήταν αρκετά.
Σαν ένα σχολείο ήταν για μένα εκείνη η δουλειά, ένα σχολείο της ζωής. Με έμαθε να διαβάζω τους ανθρώπους, να επικοινωνώ μαζί τους, να χαμογελώ ψεύτικα πλην ευγενικά, μου άνοιξε τα μάτια στον κόσμο των ενήλικων. Μια-δυο φορές, ακριβώς όπως με είχε προειδοποιήσει ο Γιάννης, κάποιοι μου την έπεσαν, αλλά δε δυσκολεύτηκα να τους κόψω τη φόρα. Απλά φόρεσα το παλιό μου οργισμένο προσωπείο και μεμιάς χάθηκαν. Λες κι άνοιξε η γραφειούχα γη και τους κατάπιε.
Σαν ένα ζων φάντασμα πέρασα από εκεί, μια παρατηρήτρια. Άνοιγα τα μάτια κι έβλεπα τις λυκοφιλίες, άνοιγα τ’ αυτιά και άκουγα όλα όσα έλεγε ο ένας για τον άλλο πίσω απ’ την πλάτη του. Φίλε μου. Αγάπη μου. Καλή μου. Τα γλυκόλογα έδιναν κι έπαιρναν δημόσια, η χολή έσταζε ακράτητη στις μικρές ιδιωτικές στιγμές. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έμοιαζαν να με βλέπουν, ήμουνα απλά μια παραφωνία που σύντομα θα τέλειωνε, ένα παράσιτο που θα απομακρυνόταν, δεν είχαν χρόνο για μένα. Κάποια δροσερή και υγρή νύχτα, καθώς καθόμασταν με τον Γιάννη και πίναμε μπύρα στην αυλούλα του, τού είπα τι παρατήρησα, κι αυτός αντέδρασε με μια λακωνική δήλωση:
«Καλωσόρισες στον κόσμο μου», είπε.
«Μα πώς αντέχεις εκεί μέσα;»
«Αργά ή γρήγορα αντιλήφθηκα ότι κάπου έπρεπε να συμβιβαστώ. Κουράστηκα ν’ αλλάζω συνεχώς δουλειά, να κοιμάμαι εργάτης και να ξυπνώ άνεργος. Από τότε που το πήρα απόφαση ηρέμησα, τώρα βρίσκω χρόνο για όλα. Και για τη δουλειά, και για τον εαυτό μου. Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς, αλλά δεν είναι».
«Κι εγώ έτσι βλέπω τη δουλειά, σαν ένα συμβιβασμό, αλλά και σαν ανεξαρτησία. Δε θα ήθελα με τίποτα να ζητήσω τη βοήθεια της μάνας μου. Και δε θα τη δεχόμουνα ακόμη κι αν ερχότανε η ίδια προσωπικά να μου την προσφέρει. Δεν μπορώ να τη συγχωρέσω γι’ αυτό που έκανε, ή μάλλον που δεν έκανε…»
«Οι γυναίκες που αγαπούν πολύ… Σαν ασθένεια είναι», είπε αινιγματικά και χαμογέλασε. «Το πιστεύεις ότι η μοναδική γυναίκα που άντεξε μαζί μου για πολύ ήταν εκείνη που πιο πολύ βασάνισα, με τις απόψεις και τα πείσματά μου, με τις γκρίνιες και τον εγωισμό μου. Φυσικά έχω αλλάξει, αν τη γνώριζα σήμερα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αλλά…» Πάντα εκείνο το αλλά. Το ίδιο και αλλιώτικο. Των ενοχών και των παραδοχών, της μνήμης και της θλίψης.
«Από τα λάθη μας μαθαίνουμε, όπως μού λες ξανά και ξανά. Ίσως να ήταν ανάγκη να γίνει αυτό».
«Σκέφτεσαι πολύ για την ηλικία σου κι αυτό είναι κακό. Και, εδώ που τα λέμε, γιατί κάθεσαι τώρα και σπαταλάς το χρόνο σου μαζί μου; Θα έπρεπε να είσαι με τους άλλους, να μιλάς και να γελάς, να αλητεύεις φρόνιμα από δω κι από κει…»
«Τους βαριέμαι. Όλο τα ίδια και τα ίδια λένε. Κάθε νύχτα οργανώνουν μια επανάσταση, την οποία ξεχνάνε ως το άλλο πρωί. Δεν έχω όρεξη να δω και τη Νάντια απόψε. Μου σπάει τα νεύρα μ’ αυτή την επιμονή της να βλέπει τον Βαγγέλη, και μετά να κάθεται και να κλαίει».
«Αυτό που έλεγα πριν: οι γυναίκες που αγαπάνε πολύ. Ίσως και να τον αγαπά από συνήθεια. Μπορεί, αν κάποτε της ανταποδώσει την αγάπη, απλά να τον παρατήσει. Είστε μυστήρια πλάσματα εσείς οι γυναίκες. Όχι πώς εμείς πάμε πίσω, αλλά δεν τυραννάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας. Όλο αναζητάτε την ασφάλεια, αλλά δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς την ανασφάλεια. Καλό, ε;» Χαμογέλασε ειρωνικά, ως συνήθως, και τού έριξα μια αδύναμη καρπαζιά στο κεφάλι, όχι ως συνήθως.
«Δεν ξέρω τι να σου πω. Εγώ ακόμη μαθαίνω τον εαυτό μου. Βιολογικά έγινα γυναίκα πολύ νωρίς, ψυχολογικά είμαι ακόμη παιδί. Έχασα πολλά χρόνια».
«Κι αυτοί που δεν τα χάσανε τι κατάλαβαν; Είναι σε καλύτερη μοίρα από σένα; Και βέβαια όχι. Κανείς δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να γίνονται αρεστοί. Και είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα ώστε να το καταφέρουν αυτό. Δεν έχουν αρχές, μόνο τέλη έχουν… κυκλοφορίας!» Αυτή τη φορά δεν άντεξα και γέλασα. Όχι νευρικά, αλλά για πολύ. Το είχα ανάγκη.
«Εσύ και τα λογοπαίγνιά σου», του είπα τρυφερά όταν κατάφερα ν’ ανακτήσω και πάλι τις ανάσες μου. «Αλλά, δίκιο έχεις. Όλα ένα ψέμα είναι, όλοι φοράνε προσωπεία. Ίσως γι’ αυτό και υποφέρει τόσο πολύ η Νάντια. Αυτή ό,τι νιώθει το λέει, δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό της. Είναι τόσο ειλικρινής που τους τρομάζει. Εμένα, όπως σου είπα δε με τρομάζει, απλά με εκνευρίζει. Θυμάσαι; Θυμάσαι που λίγο έλειψε να μας χαλάσει ακόμη κι εκείνη την εκδρομή στον Πωμό με τη λύπη της. Θυμάσαι που έκλαιγε επειδή ο Βαγγέλης δεν ήταν εκεί, ενώ εκείνος γινόταν λιώμα με τους φίλους του κάπου αλλού; Ευτυχώς που ήσουνα κι εσύ μαζί, αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι δε θα άντεχα και θα τη χτυπούσα…»
«Δε θα το έκανες. Την αγαπάς πάρα πολύ για να το κάνεις. Κι ας παραπονιέσαι γι’ αυτή. Όπως είπες, είναι απλά ο εαυτός της -ένας τρελός, είν’ η αλήθεια, και παράλογος εαυτός- και πρέπει να την αποδεχτείς γι’ αυτό που είναι. Όπως αποδέχεσαι και μένα…»
«Κι εσύ εμένα…»
«Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα…»
«Κι εγώ δεν έχω για νοίκι…» Αλήθεια ήταν. Αρχίσαμε να γελάμε κι οι δυο, ταράζοντας τη σιωπή της νύχτας, προκαλώντας την περιέργεια των γατιών που μας παρατηρούσαν από ψηλά και σίγουρα σκέφτονταν ότι: Όντως τρελοί είναι τελικά όλοι οι άνθρωποι.
Και να που ξαφνικά ερωτεύτηκα – αν είναι έρωτας δηλαδή αυτό που νιώθω. Όχι τόσο ξαφνικά, όσο αναπάντεχα, και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω. Τον Αλέξη ερωτεύτηκα. Κι αυτό το κατάλαβα μονάχα όταν είδα τη Μαρίνα να τον φλερτάρει. Ζήλεψα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα αυτό το ξένο και παράξενο συναίσθημα. Άρχισε σαν ένας κόμπος στο λαιμό, συνέχισε σαν ένα παγωμένο φύσημα στην καρδιά, μέχρι που έκανε κατάληψη στο μυαλό και την ψυχή μου. Είναι δυνατόν; αναρωτιόμουνα. Είναι δυνατόν να είμαι ερωτευμένη; Έτσι είν’ ο έρωτας; Γεμάτος πόνο και απόγνωση; Και τώρα τι κάνω; Πώς να μιλήσω, σε ποιον να μιλήσω και τι να πω, αφού σ’ εκείνον δεν μπορώ; Σε κανέναν, ούτε ακόμη και στον Γιάννη. Θα γελούσε, κι ας μη με περιγελούσε. Θα θυμόταν που ορκίστηκα ότι δε θα ερωτευτώ ποτέ ξανά, η ηλίθια. Χα. Πώς την πάτησα έτσι; Η Μαρίνα δε θα τον αφήσει να της ξεφύγει. Σα φρέσκο κρέας είναι στα μάτια της. Σαν ένα ακόμη κορμί που πρέπει να εξερευνήσει. Αλλά αυτός δεν είναι σαν και τους άλλους, αυτός είναι ευαίσθητος, θα τον πληγώσει. Μα πώς να του το πω αυτό; Πώς να τον προστατέψω δίχως να προδοθώ;
Τώρα όταν δεν είναι μαζί μου ή την παρέα, όλο μαζί της τον βλέπω. Δεν ξέρω αν συνέβηκε κάτι ακόμη, αλλά και να μην έγινε είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα συμβεί. Δεν έχει υπομονή εκείνη. Όλα τα θέλει εδώ και τώρα. Κάπου-κάπου συλλαμβάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να τη μισήσει, αλλά μάταια. Ήταν ένα από τα λίγα άτομα που, έστω με το δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, μου στάθηκαν πολύ και δεν μπορώ να νιώσω παρά αγάπη και οργή γι’ αυτήν. Αγάπη για όσα μου έδωσε, οργή που δεν της μοιάζω. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι φταίει αυτή που εγώ δεν ξέρω πώς να εκφράσω τα συναισθήματά μου, που δεν έχω ιδέα πώς να φλερτάρω; Αν άνοιγα το στόμα μου σίγουρα θα πέταγα καμιά κουταμάρα, ή θα έλεγα μεμιάς ό,τι θα ήθελα να πω και μετά θα το έβαζα στα πόδια. Φαντάζομαι τη σκηνή. Εκείνον να κάθεται στην Καφετέρια του Πανεπιστημίου κι εγώ να τον πλησιάζω οργισμένη και βιαστική και να τον ρωτώ: Θες να είμαστε μαζί; Ναι ή όχι; Και μετά να σηκώνομαι και να φεύγω. Ναι, κάτι τέτοιο θα έκανα στα σίγουρα, αφού είμαι ντροπαλή. Ακόμη κι όταν τον αγγίζω κατά λάθος, αποτραβιέμαι αμήχανα, ακόμη κι όταν τον αγκαλιάζω φοβάμαι ότι δεν ανήκω εκεί, κι ας το ξέρω ότι εκεί ακριβώς ανήκω.
Θα ήταν ίσως καλό να μιλήσω στη Μαρίνα. Αν δεν έγινε κάτι… Αν δεν έγινε κάτι, τότε κάτι θα μπορούσε να γίνει. Θα με καταλάβει αυτή. Και δε θα θυμώσει. Το πολύ, αν τον θέλει όντως σαν το νέο παιχνίδι της, να μου πει ότι δεν έχω ελπίδα. Μα φοβάμαι, έστω κι αυτή τη μικρή λεκτική καταδίκη. Τι να κάνω άραγε;
Τώρα θέλω να βάλω τα γέλια, και τα κλάματα. Να γελάσω με τα χάλια μου, να κλάψω γι’ αυτά. Σαν τη Νάντια κατάντησα. Μάταια ερωτευμένη! Αλλά τουλάχιστον εκείνη μιλά, αδειάζει και ξαναγεμίζει το ντεπόζιτο με τα συναισθήματα, εκείνη ξέρει την καταδίκη της, εγώ απλά την αναζητώ.
Τι παράξενο! Τι παράξενο να κοιμάσαι με μια μορφή στη σκέψη σου το βράδυ και να ξυπνάς με την ίδια το πρωί. Τι παράξενο που είναι να χαμογελάς μόλις αντικρίζεις κάποιον. Τι παράξενο να νιώθεις μια τέτοια μεγάλη ταραχή, μια τόσο τρομερή ανατριχίλα όταν τον νιώθεις κοντά σου. Είναι σα να κοιμάσαι δαίμονας και να ξυπνάς άγγελος. Σα να κοιτάς γκρίζους ουρανούς και να ζωγραφίζεις γαλανούς και το φεγγάρι.
Μα δεν το βλέπει; Δεν βλέπει πόσο τον θέλω; Δεν βλέπει πόσο υποφέρω για κείνον; Εκτός… Εκτός κι αν είναι σαν κι εμένα. Που ίσως και να είναι, τώρα που το σκέφτομαι. Ντροπαλός, συνεσταλμένος. Ίσως να περιμένει από μένα να κάνω την πρώτη κίνηση. Πώς όμως; Πώς; Τα βιβλία που διαβάζω, οι ταινίες που βλέπω, οι συζητήσεις μου με τους άλλους δε μου προσφέρουν τις απαντήσεις. Ίσως να έχει δίκιο ο Γιάννης που λέει ότι, ο καθένας έχει τη δικιά του αλήθεια. Έτσι θα είναι. Δεν έχω τις συμβουλές τους ανάγκη, αλλά λίγο θάρρος, μια στάλα τόλμη. Κι αν φάω τα μούτρα μου, αυτή δε θα είναι η πρώτη φορά. Κι αν πληγωθώ, και πάλι τίποτα νέο. Πρέπει να σκοτώσω την αβεβαιότητα που με σκοτώνει.
Συνεχίζεται
Η εικόνα κλεμμένη από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου