Κοιμάται με θυμό, ξυπνά με λύπη και όλο αναρωτιέται τα γιατί.
Γιατί την άφησε; Γιατί τώρα; Γιατί μετά από τόσα χρόνια;
Κλείνει τα μάτια, όλο και πιο συχνά, και θυμάται:
Αυτά που έζησαν μαζί,
Τις μικρές μαγικές τους στιγμές,
Τα νεύρα, τις χαρές και τις λαχτάρες που μοιράστηκαν.
«Αν δεν υπήρχε τότε θα έπαυα να υπάρχω κι εγώ», σκεφτόταν κάποτε,
Κι έτσι ακριβώς νιώθει τώρα: σαν να μην υπάρχει.
Αυτά παθαίνει κανείς όταν αφιερώνεται ψυχή και σώμα σ’ ένα και μόνο πράγμα;
Αυτά;
Ή μήπως κάποιοι τη βγάζουν καθαρή και γίνονται ευτυχισμένοι;
Η ευτυχία!
Το μεγάλο Αχ και το μεγάλο Χα.
Την πόθησε άραγε ποτέ στ’ αλήθεια;
Όταν κάποτε κάποιος θέλησε να ρωτήσει αν είναι καλά,
Μετά από μια ξαφνική αρρώστια που πέρασε, απάντησε:
«Άρχισε να με πιάνει και πάλι η κατάθλιψη,
Άρα είμαι καλύτερα», και γέλασε.
Γέλασε βλέποντας την απορία στο πρόσωπο του άλλου.
Γέλασε επειδή είπε την αλήθεια και δεν είχε αμφιβολία ότι σαν τέτοια
Ποτέ δεν θα γίνονταν πιστευτή.
Και τώρα περπατά σαν μια ψυχή αόρατη ανάμεσα στο πλήθος.
Δεν είναι καλά μα δεν το δείχνει,
Δεν είναι καλά μα το φωνάζει,
Το φωνάζει μέσα από ακατάλυτες σιωπές.
Δεν έχει όνομα και δεν έχει φύλο,
Έχει μονάχα εκείνο το κάτι που γεμίζει με πόνο τις ψυχές,
Εκείνο που αποκαλούνε θλίψη,
Μ’ ένα κατά να το συνοδεύει και να το ορίζει.
Η εικόνα κλεμμένη από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου