Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Η σύντροφος

Ακόμη και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, δεν μπορεί να το πιστέψει πόσο γενναιόδωρη στάθηκε απέναντί του η ζωή. Όχι πώς είναι πλούσιος, κάθε άλλο, όμως είναι ευτυχισμένος. Ίσως όχι όπως παλιά, αλλά και πάλι αρκετά. Για τίποτα δεν έχει να παραπονιέται. Για τίποτα!
Θυμάται τον εαυτό του πρώτα παιδί και μετά νέο, ο Χαράλαμπος. Ένα τίποτα ήταν. Έτσι σκέφτεται κι αυτό λέει στη σύντροφο της ζωής του, την Μαριάνα, που παρά τα χρόνια που πέρασαν εξακολουθεί να την αποκαλεί Μαρί και να την αγαπά με το ίδιο πάθος που την αγαπούσε από τότε που την πρωτογνώρισε.
Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, τι θα καταντούσα, της λέει ξανά και ξανά, αλλά αυτή δεν απαντά. Ωστόσο δεν τον πτοεί η σιωπή της. Τη συνήθισε πια. Φτάνει που εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ και να με ακούει, σκέφτεται. Μα πού αλλού να ήτανε; Αφού εκείνη είναι η ζωή του η ίδια. Το αστέρι του.
Μαύρη ζωή, γεμάτη δυστυχία, προέβλεπαν γι’ αυτόν οι παντογνώστες του χωριού του όταν ήταν μικρός. Τα ίδια έλεγαν κι αργότερα, όταν μεγάλωσε. Και ίσως και να δικαιώνονταν αν δεν συναντούσε στο δρόμο του εκείνη. Η Μαρί ήταν η πρώτη γυναίκα που αντίκρισε, ή μάλλον που γνώρισε, με το που κατέβηκε στην πόλη για δουλειά. Και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Αυτό βέβαια οφειλόταν στο ότι ήταν ουσιαστικά αθώος, άμαθος απ’ τη ζωή, ένα απλοϊκό πλάσμα που μέχρι τότε περιπλανιόταν σ’ αυτήν. Ενώ εκείνη… Εκείνη ήταν γνωστική. Ένα ελεύθερο πνεύμα. Δυνατή. Και δέκα χρόνια μεγαλύτερη από κείνον.
Σ’ ερωτεύτηκα για την αθωότητα που διέκρινα στο βλέμμα σου, για τη δειλία σου που δεν ήταν ακριβώς τέτοια, επειδή μ’ αγάπησες χωρίς να με ξέρεις, θα του ομολογούσε κάποτε, χρόνια μετά, κι ας μη θέλησε αυτός ποτέ να μάθει τα γιατί της. Στο τέλος της ημέρας άλλωστε, εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι τον ερωτεύτηκε και την ερωτεύτηκε και σμίξαν τις ζωές τους.
Η Μαρί ήταν πάντα το αφεντικό στη σχέση τους, είχε το πάνω χέρι, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να του επιβληθεί. Απλά τον άκουγε και του μιλούσε, και τον καθοδηγούσε. Λες κι έγινε αυτός το παιδί που ποτέ της δεν απέκτησε, αφού το κορμί της αδυνατούσε να φέρει εις πέρας αυτό το έργο. Προσπαθούσε να μείνει έγκυος ξανά και ξανά, προτού τον γνωρίσει, αλλά έμοιαζε άγονη χώρα η μήτρα της. Προσπάθησε και μαζί του πολύ, για χρόνια και χρόνια, μα και πάλι απέτυχε. Ήθελε τόσο ένα παιδί – δικό της, όχι υιοθετημένο.
Τα πενήντα χρόνια του γάμου τους κύλησαν ουσιαστικά ακύμαντα. Εκείνη κάθε τόσο λυπόταν βαθιά για την αδυναμία της να γίνει μάνα, κι εκείνος λυπόταν για τη λύπη της. Κάθε που την έβλεπε να πέφτει ψυχολογικά, έμοιαζε ν’ αποκτάει μια παράξενη δύναμη που ανάβλυζε λες από το πουθενά. Για λίγο καιρό έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του, γινόταν δυνατός, ένας τρυφερός αφέντης, ένας ακούραστος παρηγορητής. Τη φρόντιζε δίχως παράπονο, την άκουγε ξανά και ξανά να λέει τα ίδια πράγματα δίχως να βαρυγκωμεί, δεχόταν το κάθε καπρίτσιο της αδιαμαρτύρητα. Την αγαπούσε και δε δίσταζε καθόλου να το δείχνει, τόσο πολύ που κάποια μέρα εκείνη έφτασε ακόμη και να του πει ότι ο ίδιος ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν έκανε στη ζωή της λάθος.
Ναι, δεν ήταν λάθος της ο Χαράλαμπος, κι ας την τον παρουσίαζαν σαν τέτοιο οι γνωστές κι οι φίλες της όταν τους τον σύστησε. Προτού τους κόψει ακόμη και την καλημέρα δηλαδή. Αυτή έβλεπε σ’ εκείνον το πράγμα ακριβώς που έλειπε απ’ τη ζωή της: μια ψυχή αγνή, με βαθιά, ανυπόκριτη καλοσύνη. Ο τρόπος που έβλεπε τον κόσμο, η άγνοιά του, οι αδυναμίες του, όλα αυτά για κείνην ήταν ατού. Δε σας μοιάζει, γι’ αυτό δεν τον καταλαβαίνετε, κακομοίρηδες, ήθελε να φωνάξει στους άλλους, μα δεν το έκανε. Αν δεν τους άρεσε, πρόβλημά τους. Αλλά αυτή δε θα τον παρατούσε απλά και μόνο επειδή δε γέμιζε το μάτι στον κύκλο της, που άρχισε να γίνεται όλο και πιο στενός, μέχρι που έκλεισε. Μέχρι που έκλεισε κι ησύχασε. Μέχρι που έκλεισε κι εκείνος ανησύχησε. Δεν ήθελε να χάσει τους φίλους της εξαιτίας του. Έτσι κι αλλιώς δίκιο είχαν: δεν ανήκε στον κόσμο τους. Σε κανένα κόσμο δεν ανήκε αυτός. Περαστικός ήταν. Από παντού.
Όλοι περαστικοί είμαστε, του έλεγε εκείνη, αλλά εσύ τουλάχιστον υπάρχεις, ενώ οι άλλοι -αυτοί που μου λες να μην εγκαταλείψω- είναι απλά φαντάσματα. Τι νομίζεις ότι μου χάρισαν όλα αυτά τα χρόνια, προτού σε γνωρίσω; Απολύτως τίποτα. Τι τους χάρισα εγώ; Το ίδιο τίποτα. Ποτέ δεν ήμουνα χαρούμενη μαζί τους. Ποτέ ευχαριστημένη. Εκείνοι νόμιζαν ότι τα λεφτά θα τους χάριζαν την ευτυχία, εγώ την έψαχνα στους ανθρώπους. Και κάλλιο αργά, όχι και πολύ αργά εδώ που τα λέμε, δικαιώθηκα. Αν ανήκες κι εσύ στον τότε κύκλο μου, ίσως να μη σε αγαπούσα ποτέ.
Γεννήθηκε πλούσια η Μαρί. Από μεγάλο τζάκι η καταγωγή της. Κι αυτό το τζάκι το μίσησε όσο οτιδήποτε άλλο. Ήταν η φυλακή της. Όταν γνώρισε τον Χαράλαμπο, ένιωσε για πρώτη φορά να της χαρίζεται η ελευθερία και έσπευσε να πιαστεί από πάνω της με νύχια και με δόντια, μην τύχει και της ξεφύγει. Δεν την ένοιαζε που εκείνος ήταν φτωχός. Ήταν δουλευταράς και το ήξερε, το έβλεπε, αποκλείεται να πεινούσαν ποτέ. Όσο για τις πολυτέλειες αυτές ήταν περιττές.
Όντως ποτέ δεν πείνασαν. Οι σπουδές της τής αγόρασαν ουσιαστικά μια θέση στο δημόσιο κι η δική του όρεξη για δουλειά τον οδηγούσε για πολλή καιρό από τον ένα εργοδότη στον επόμενο, μέχρι που καταστάλαξε σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, πάνω που τα τετράτροχα είχαν αρχίσει να παίρνουν και στα μέρη μας τα πάνω τους. Έμαθε εύκολα τη δουλειά, αφού τα χέρια του πάντα έπιαναν, και σιγά σιγά άρχισε να γίνεται ένας νέος πρωτομάστορας. Του άρεσε να μαθαίνει συνεχώς καινούρια πράγματα, να δουλεύει σκληρά, να μην το βάζει κάτω – προτερήματα που κάποτε θα τον ανέβαζαν ψηλά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το επάγγελμά του.
Τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων, ακολούθησαν οι μικρές χαρές των υπολοίπων. Χωρίς καμία στήριξη νοίκιασαν στην αρχή μια καμαρούλα, μετά ένα λειψό υπόγειο διαμέρισμα, κι ύστερα έβαλαν μπρος τα σχέδια για ν’ αποκτήσουν το δικό τους σπιτικό. Και το κατόρθωσαν.
Σπάνια διαφωνούσαν, σχεδόν ποτέ δε μάλωναν, και όταν το έκαναν, έσπευδαν να τα ξαναβρούνε. Ήξεραν να μιλάνε και να ακούνε, κι έτσι όλες οι παρεξηγήσεις λύνονταν, όλα τα εμπόδια υπερπηδούνταν και η ζωή κυλούσε αρμονικά. Όσο για τη διαφορά που είχαν στην ηλικία, αυτή δεν τους προβλημάτισε ποτέ. Εγώ έχω την εμπειρία, κι εσύ τον ενθουσιασμό και τα νιάτα, του έλεγε η Μαρί και γελούσε. Είμαι η γριά κότα και είσαι το νιο πετεινάρι μου.
Ωραία χρόνια, σκέφτεται ο Χαράλαμπος και στο πρόσωπό του παίρνει μορφή ένα σχεδόν παιδιάστικο χαμόγελο. Αγγίζει το χέρι της αγαπημένης. Εκείνη δεν αντιδρά. Νιώθει το κρύο του κορμιού της να τον διαπερνά, αλλά δεν αποτραβιέται. Συνήθισε πια. Και παρά το παράδοξο σκηνικό δεν ανατριχιάζει καν, αφού από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε πάντα ένιωθε ασφαλής όταν ήταν δίπλα της. Η παρουσία της ήταν αρκετή για να τον κάνει να νιώσει ότι όλα θα πήγαιναν καλά – όποια κι αν ήταν αυτά τα όλα. Ακόμη και τώρα, που είναι νεκρή, μια μούμια κατεψυγμένη στο υπόγειο του σπιτιού τους, μοιάζει με ακίνητα χείλη να του μιλά, άηχα να του λέει: Μη φοβάσαι, για τίποτα, Χαράλαμπέ μου. Μη φοβάσαι, αγάπη μου, εγώ είμαι εδώ…
Του λέει να μη φοβάται και αυτός, πιστός στα λόγια της, δε φοβάται. Τι να φοβηθεί πια; Πάνε πέντε χρόνια από τότε που έχει φύγει και όμως να, που δεν τον έχει εγκαταλείψει, όπως ακριβώς του υποσχέθηκε μια μεθυσμένη νύχτα του χειμώνα. Εγώ δε θα σε παρατήσω ποτέ, του είχε πει.
Θα έπρεπε να ενημερώσει κάποιο για το θάνατό της; Θα έπρεπε να της κάνει την κηδεία και να τη θάψει; Μα γιατί; Αφού αυτοί πάντοτε ζούσαν έξω από τους κανόνες και τις νόρμες της κοινωνίας, γιατί ν’ αλλάξουν τώρα; Θα το ήθελε η Μαρί; Α, μπα! Αποκλείεται. Θέλω να μείνω μαζί σου ακόμη και μετά το θάνατο, του είπε λίγο προτού ξεψυχήσει, αδύναμη καθώς ήταν, χτυπημένη άγρια από τον καρκίνο, στην αγκαλιά του. Και, δε θα πας πουθενά, εδώ θα μείνεις, τη διαβεβαίωσε εκείνος. Κράτησε την υπόσχεσή του. Τι κι αν αυτό που κάνει είναι παράνομο; Ο δικός του προσωπικός νόμος ήταν εκείνη. Τι κι αν τον ανακαλύψουν και τον τιμωρήσουν κάποτε; Φτάνει που εξασφάλισε περισσότερο χρόνο μαζί της. Ή έστω με την εικόνα της και μόνο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι και θα παραμείνει, για όσο περισσότερο μπορεί, του ατελεύτητου έρωτα ο πιο ταπεινός εγκληματίας.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: