Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Στιλέτο - Κεφάλαιο 3

Κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του και κοιτάει τις φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος. Πήρε αντίγραφα προτού φύγει από το τμήμα. Ακούει τη γυναίκα του να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα ετοιμάζοντας το φαγητό και μιλώντας στο τηλέφωνο. Εκείνου δεν του μιλά. Τον έχει μάθει τόσα χρόνια τώρα. Όταν τον βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση τον αφήνει πάντα στην ησυχία του μέχρι την ώρα του γεύματος ή του δείπνου – ανάλογα. Η ζέστη δεν είναι και άσχημη. Ο ήλιος χτυπάει την αντίθετη πλευρά του σπιτιού κι ένα αεράκι απαλό που φυσάει κάθε τόσο της κλέβει κάτι από τη ορμή της. Κάτι δεν του αρέσει. Στημένο του μοιάζει το σκηνικό στις φωτογραφίες, σαν από αστυνομική σειρά ή κάποια ταινία. Δεν είναι έγκλημα πάθους αλλά τελετουργική εκτέλεση, σκέφτεται. Τον αιφνιδίασαν καθώς άνοιγε την πόρτα και τον χτύπησαν στο κεφάλι. Και μετά αντί να τον αποτελειώσουν αμέσως, τον έσυραν μέσα στο διαμέρισμα, γύρισαν το κορμί του ώστε να κοιτάει προς τα πάνω και του κάρφωσαν το στιλέτο μαζί με το σημείωμα στο στήθος. Κι η γυναίκα του δεν άκουσε τίποτα; Αλλά, τώρα που το σκέφτεται, είδε πεταμένες πάνω στο κρεβάτι δύο ωτοασπίδες, από εκείνες που χρησιμοποιεί κι η Γεωργία για να μην ξυπνά κάθε φορά που του τηλεφωνούν μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Όλα δείχνουν πώς επρόκειτο για ένα καλά προμελετημένο έγκλημα. Δεν πιστεύει ότι οι άνθρωποι της σήμανσης θα βρουν πολλά στοιχεία. Εντάξει, το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει, αλλά μερικές φορές και τα όχι και τόσο τέλεια δεν είναι εύκολο να διαλευκανθούν. Νιώθει κάποιον να στέκεται από πίσω του. Κρύβει βιαστικά τις φωτογραφίες. Η Μαργαρίτα, η μεγάλη του κόρη. Η μικρή θα είναι ακόμη στο σχολείο.
     «Εκτέλεση;»
     Στα εικοσιπέντε της χρόνια η Μαργαρίτα είναι μια πανέμορφη νέα γυναίκα. Κάθε φορά που τη βλέπει σκέφτεται: ευτυχώς που δεν πήρε από μένα. Έχει την ομορφιά της μάνας της, αλλά και κάτι ακόμη. Κάτι που δεν μπορεί να προσδιορίσει. Καστανά ολόισια μακριά μαλλιά, ξεβαμμένα πράσινα μάτια, συμμετρικό κορμί, ούτε κοντή, ούτε ψηλή. Φοράει ένα πολύχρωμο φουστάνι, από εκείνα που της αρέσουν και που αρέσουν και σε κείνον, αφού κάθε φορά που τη βλέπει με τέτοια ρούχα συνοδεία με το τεράστιο φωτεινό χαμόγελό της απλά ξεχνιέται.
     «Έτσι φαίνεται».
     Δε θέλει να της κρύψει την αλήθεια, αλλά θα το προτιμούσε αν δεν έβλεπε τις φωτογραφίες. Όχι πώς δεν τις έχει συνηθίσει πια -στην τηλεόραση και το σινεμά βλέπει πολύ χειρότερα- αλλά να, δε θέλει να της δείχνει ο ίδιος προσωπικά τις εικόνες της βίας. Κάνει το διδακτορικό της τώρα η κοπέλα, κλινική ψυχολόγος, και του είπε ότι αν της δινόταν η ευκαιρία θ’ ακολουθούσε τ’ αχνάρια του. Την πίστεψε. Εξάλλου πάντα τη συνάρπαζαν τα εγκλήματα, ή μάλλον οι εγκληματίες και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον βοήθησε να βγάλει άκρη σε κάποια υπόθεση. Κάθεται δίπλα του και παίρνει το φάκελο στα χέρια της. Τον ανοίγει κι αρχίζει να μελετά μία μία τις φωτογραφίες. Κι αυτός μελετά εκείνη. Την παρατηρεί και προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελό του. Θυμάται τις διακοπές που έκαναν μαζί λίγους μήνες πριν όταν κατάρρευσε από την αϋπνία και την υπερκόπωση και τον ανάγκασαν με το έτσι θέλω να πάρει αναρρωτική άδεια. Ήταν Φλεβάρης, η βροχή έπεφτε εδώ και μέρες ασταμάτητα και θα τον έπιανε η κατάθλιψη αν δεν του πρότεινε εκείνη ένα ταξίδι. Έτσι από τη μια μέρα στην άλλη οι δυο τους βρέθηκαν στην Ταϊλάνδη. Οι δυο τους αφού η Ελευθερία, η μικρή, είχε σχολείο κι έτσι αναγκαστικά κι η μάνα της έμεινε πίσω μαζί της. Ήταν οι καλύτερες διακοπές που έκανε ποτέ. Ξεκίνησαν από το νότο, τα νησιά. Πήγαν για πέντε μέρες στο Σαμούι και στο Φαγκάν για τα μπάνια τους και μετά συνέχισαν στην ενδοχώρα. Στη Χατ Ιάι, με το έντονο μουσουλμανικό στοιχείο, στο Κράμπι, που θυμίζει νησί κι ας μην είναι, στο Καντσιαναμπούρι με τη διάσημη γέφυρα του Ποταμού Κβάι και το ναό των τίγρεων. Ξαπόστασαν για τρεις μέρες στην Μπανγκόκ, την οποία βρήκαν χαοτική και άναρχη, αλλά και με τις χάρες της, και επισκέφθηκαν την αρχαία πόλη Αγιουτάγια με τα αμέτρητα αγάλματα του Βούδα. Μετά κίνησαν για το βορρά. Επισκέφθηκαν την πόλη Κον Κεν, την οποία βρήκαν μάλλον βαρετή, προτού συνεχίσουν για το Πιτσανουλόκ, όπου τα βράδια τα κουνούπια έκαναν πάρτι. Στη Σουκοτάι έριξαν μία ακόμη θαυμαστική ματιά στον αρχαίο βουδιστικό πολιτισμό και μετά έβαλαν πλώρη για την πόλη που θα αποδεικνυόταν το λιμάνι τους: την Τσιανγκ Μάι. Ενώ η προηγούμενη τους διαδρομή θύμιζε αγώνα δρόμου εκεί κόλλησαν για μια βδομάδα. Κάτι έχει αυτή η πόλη, έλεγε ο Ιωάννου, κάτι έχει που δεν μπορώ να το εξηγήσω και με κρατάει εδώ. Η Μαργαρίτα συμφωνούσε μαζί του. Έτσι ξόδεψαν τις μέρες τους τριγυρνώντας από ναό σε ναό, κάνοντας ράφτινγκ στο ποτάμι -τώρα στα γεράματα, σκεφτόταν εκείνος- πηγαίνοντας βόλτες με τους ελέφαντες και τρώγοντας του κόσμου, τα παράξενα, φαγιά – ακόμη και μεταξοσκώληκες, που κάπου θύμιζαν φασόλια. Τις νύχτες έκοβαν βόλτες στα μπαράκια και έτσι για πλάκα κάθονταν χώρια αρχικά και παρίσταναν ότι δεν ήξερε ο ένας τον άλλο. Διάφοροι την πλησίαζαν και της την έπεφταν και σαν περνούσε λίγο η ώρα πλησίαζε κι αυτός και συστηνόταν σαν μπαμπάς της κι άπου φύγει φύγει οι επίδοξοι εραστές. Κι εκείνοι έσκαγαν στα γέλια. Οι διακοπές εκείνες…
     «Τι σκέφτεσαι και χαμογελάς;»
     «Το ταξίδι».
     «Τους γκόμενους;»
     «Κι εκείνους. Ναι».
     Του χαρίζει ένα χαμόγελο και επιστρέφει στις φωτογραφίες. Κι εκείνος στις σκέψεις του. Δεν μπορεί να βγάλει άκρη μ’ αυτό το κορίτσι, μ’ αυτή τη γυναίκα μάλλον. Σκέφτεται και ενεργεί πάντα λογικά και με σύνεση, είναι όσο πάει ξύπνια, αλλά στην ερωτική της ζωή τα κάνει πάντα θάλασσα. Ερωτεύεται κατά συρροή, πληγώνεται κατ’ εξακολούθηση. Κι εδώ και ένα χρόνο δεν έχει κάνει έρωτα με κανένα. Τού το λέει και την πιστεύει. Επιμένει ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει. Ούτε καν οι φίλοι της. Ειδικά αυτοί. Για κάποιο λόγο πιστεύουν ότι τους ανήκει, και αν τύχει και δεν είναι εκεί όταν τη χρειαστούν αρχίζουν τις μπηχτές. Κάθε φορά που γνωρίζει κάποιον άλλο άνθρωπο της λένε ότι τους παρατά για χάρη του. Κι αυτή τους ανέχεται. Γιατί; Της είπε πολλές φορές ότι η υπερβολική καλοσύνη κάνει κακό στην υγεία, αλλά δε θέλει να τον ακούσει. Είμαι αυτή που είμαι, του λέει.
     «Βλέπεις αυτό που βλέπω κι εγώ». Τον βγάζει από τις σκέψεις του.
     «Υποθέτω ναι».
     «Έγκλημα πάθους προσχεδιασμένο;»
     «Ακριβώς. Αλλά είναι τόσο προφανές που δε μου γεμίζει το μάτι. Ίσως και να κάνω λάθος».
     «Η γυναίκα του;»
     «Όχι. Αλλά είμαι σίγουρος ότι κρύβει κάτι».
     «Το δολοφόνο ίσως…»
     «Δεν ξέρω, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας».
     «Κάποιος εραστής ίσως;»
     «Το σκέφτηκα. Έχω τις υποψίες μου…»
     «Αλλά δύσκολα θα βγάλεις άκρη».
     «Το φαγητό είναι έτοιμο», τους διακόπτει η φωνή της Γεωργίας. Το ξέρουν και οι δυο πολύ καλά ότι τα λόγια της δεν αποτελούν ενημέρωση αλλά διαταγή, έτσι σηκώνονται αμέσως και ανταλλάζοντας ένα συνωμοτικό χαμόγελο κατευθύνονται προς την κουζίνα. Από σύμπτωση λες την ίδια ώρα ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει μέσα η Ελευθερία. Στα δεκαέξι της αυτή, ήταν το δεύτερο παιδί που -μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες- δεν προσπάθησαν ποτέ να αποκτήσουν. Ήταν η αγαπημένη της μητέρας της, όπως η Μαργαρίτα ήταν η δική του αγαπημένη. Δεν έμοιαζαν πολύ οι δύο αδελφές. Κοντοκουρεμένη η μικρή, ψηλή, λίγο γεματούλα, αλλά με μάτια μεγάλα, αμύγδαλα εκφραστικά. Δε θα γίνει ποτέ κακός μπελάς, είναι σίγουρος γι’ αυτό, αν και τα νεύρα της πολλές φορές την παρασύρουν. Κάθονται όλοι μαζί στο τραπέζι και αρχίζουν να τρώνε ανταλλάζοντας ταυτόχρονα τα νέα τους. Όλοι, μ’ εξαίρεση εκείνον. Ποτέ δε μιλάει για τη δουλειά αν δεν τον ρωτήσουν, αλλά ακόμη και τότε το κάνει αόριστα. Σα να προσπαθεί να τις προστατεύσει από την κακία αυτού του κόσμου.
     Μετά το γεύμα ξαπλώνει λίγο για να κοιμηθεί, αλλά δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Η σκέψη του επιστρέφει ξανά και ξανά στις φωτογραφίες, στο σπίτι όπου έγινε το φονικό, στον Παναγίδη. Το ένστικτό του τού λέει ότι ο τελευταίος έχει παίξει ή πρόκειται να παίξει ένα σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την υπόθεση. Αυτός και η γυναίκα του Κωνσταντίνου; αναρωτιέται. Είναι άραγε εραστές; Αν ναι, τότε δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί. Ευτυχώς που καπάρωσε την Ντίνα και έτσι δε θα χρειαστεί να συνεργαστεί στενά μαζί του. Στριφογυρνά για λίγα ακόμη λεπτά στο κρεβάτι μα δεν μπορεί να ησυχάσει. Σηκώνεται. Ντύνεται. Παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και δανείζεται το κινητό της γυναίκας του καθώς, ως συνήθως, ξέχασε να φορτίσει το δικό του. Δεν το έχει και καιρό άλλωστε – ένα μόλις χρόνο. Πρέπει να είναι το τελευταίο μέλος του αστυνομικού σώματος που απόκτησε κινητό τηλέφωνο, παγκοσμίως. Κι αυτό επειδή του το επέβαλαν.
     «Πάω για καφέ», λέει στη Γεωργία καθώς βγαίνει έξω από την πόρτα της κουζίνας.
     «Πού;» Τον ρωτά όχι τόσο επειδή θέλει να ξέρει όσο από περιέργεια, αφού είναι σίγουρη ότι η απάντησή του δε θα είναι η αναμενόμενη.
     «Στην Κακοπετριά».
     Για την υπόθεση λοιπόν!
     Ευτυχώς που στάθμευσε τον σκαραβαίο κάτω από την κληματαριά, αφού αν τον άφηνε στον ήλιο θα γινόταν ψητός. Εντάξει, οι ζέστες δεν έσφιξαν πολύ ακόμη αλλά η αραιή σκόνη στην ατμόσφαιρα δυσκολεύει κάπως τα πράγματα. Είναι δυόμιση το απόγευμα, μέρα Τετάρτη, κι ευτυχώς οι κυβερνητικοί δουλεύουν σήμερα, γιατί αν είναι ένα πράγμα που μισεί στην πόλη είναι η κίνηση. Χαράζοντας πορεία για το Τρόοδος δε θα βρει παρά τρία φανάρια μπροστά του κι αυτά κίτρινα προς το κόκκινο. Ο σκαραβαίος δε μασάει και σύντομα βρίσκεται στον αυτοκινητόδρομο. Τα αυτοκίνητα και προς τη μία και προς την άλλη κατεύθυνση λιγοστά. Λίγο πριν την έξοδο προς Κοκκινοτριμιθιά γίνονται οδικά έργα, αλλά δε χρειάζεται να μειώσει και πολύ ταχύτητα. Φτιάχνουν για μια ακόμη φορά το οδόστρωμα. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Σταματά στο Ακάκι για να γεμίσει το ρεζερβουάρ με αμόλυβδη 95 και ακινητοποιείται για λίγα λεπτά στον Αστρομερίτη, όπου φτιάχνουν το αποχετευτικό και αναγκαστικά η κίνηση διεκπεραιώνεται από μία μόλις λωρίδα κυκλοφορίας. Πάει κι αυτός ο μπελάς. Εκτός κι αν πέσει πάνω σε κανένα φορτηγό από δω και πέρα δε θα συναντήσει εμπόδια. Ένα αεράκι ανεπίκαιρα δροσιστικό έρχεται να του τονώσει τις αισθήσεις από τον κόλπο της Μόρφου, που μόλις και διακρίνεται πίσω από τη σχεδόν μόνιμη πια υγρασία.
     Φτάνει στην Κακοπετριά στις τρεισήμισι. Αφήνει το καμάρι του στο χώρο στάθμευσης πάνω από την παλιά κωμόπολη και κατηφορίζει με τα πόδια τους πετρόκτιστους δρόμους. Ερημιά. Κάτοικοι κι επισκέπτες θ’ απολαμβάνουν τη σιέστα τους. Μονάχα η συνηθισμένη γριά, η κυρά-Ανδρονίκη με τ’ όνομα, κάθεται δίπλα απ’ το μαγαζάκι της και πλέκει κάτι. Τη χαιρετά. Της λέει ότι ψάχνει τον Χριστάκη. Στα χωράφια, απαντάει και του δείχνει από πού να πάει. Λίγο πιο κάτω και στα αριστερά είναι κάποια σκαλιά που οδηγούν στο ποτάμι. Πέρα από το ποτάμι θα τον βρει. Είναι θεία του Χριστάκη η κυρά-Ανδρονική και την ξέρει κι αυτή από παλιά, αφού εκείνος κατάγεται απ’ το διπλανό χωριό, τη Γαλάτα. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε. Την ευχαριστεί και καθώς απομακρύνεται της λέει ότι θ’ αγοράσει κάτι απ’ τα καλούδια της στην επιστροφή. Κάποιο γλυκό του κουταλιού ίσως, που ο ίδιος δεν μπορεί να φάει αλλά αρέσει πολύ στη Γεωργία, ή μάλλον σουτζιούκο, που αρέσκεται κάθε τόσο ν’ απολαμβάνει με το ποτό.
     Παρά το ότι μπήκε ήδη το καλοκαίρι τα νερά του ποταμού Κλαρίου κατεβαίνουν ακόμη ορμητικά, αφού έβρεξε πολύ φέτος. Κάθεται λίγο στις όχθες του, για να καθαρίσει λες ακούγοντας το βίαιο ήχο των νερών τις σκέψεις του. Τον γαληνεύει η φύση. Και του θυμίζει τα παλιά. Τότε που ήταν μικρό παιδί και οι μόνες διασκεδάσεις που υπήρχαν ήταν τα παιχνίδια στο δρόμο και τα καλοκαιριά, το κολύμπι στο ποτάμι και οι προβολές στα θερινά σινεμά της Κακοπετριάς, αυτά που έχουν πια ξεψυχήσει. Από παιδί αστυνομικός ήθελε να γίνει. Ίσως για να προστατεύσει τη μάνα του που έμεινε από νωρίς χήρα, θύμα του μικροπολέμου με τους εγγλέζους. Δεν τον θυμάται καθόλου τον πατέρα του. Προσπαθεί να αναπλάσει μέσα του τη μορφή του με οδηγό λίγες φωτογραφίες, αλλά δεν τα καταφέρνει. Το πρόσωπό του είναι πάντα θολό και του ξεφεύγει. Αντίθετα τη μάνα του τη θυμάται πολύ καλά, αφού πέθανε μόλις πέρυσι. Ευγενική, καρτερική γυναίκα. Γέρασε όμορφα και μάλλον θα ζούσε για χρόνια πολλά ακόμη, αν της έκανε τη χάρη η καρδιά. Αλλά τη γέλασε. Και πέθανε μόνη και έρημη στο κρεβάτι. Τη βρήκε μια γειτόνισσα που ανησύχησε όταν δεν εμφανίστηκε στο καθιερωμένο τους απογευματινό ραντεβού για καφέ. Όταν την έχασε, κι αφού δεν είχε άλλα αδέλφια, σκέφτηκε να πουλήσει το σπίτι, μα δεν το έκανε. Τον έπεισαν οι γυναίκες της ζωής του: είναι το σπίτι σου, τού είπαν κι εκεί έκλεισε η κουβέντα. Μα ποιος θα το φροντίζει; αναρωτιόταν. Φοβότανε ότι θα το άφηναν να ερημώσει, αλλά δεν έγινε αυτό. Το επισκέπτονταν κάθε τόσο τα σαββατοκύριακα, η Μαργαρίτα πήγαινε όταν είχε πολλά να διαβάσει ή για να σκεφτεί λέει, ακόμη κι η Γεωργία που πριν δεν πατούσε το πόδι της εκεί τώρα περνούσε συχνά για να φροντίζει τον κήπο. Όλα καλά, λοιπόν.
     «Σκεφτικό σε βλέπω μάστορα…»
     Δε σηκώνει το κεφάλι. Δε γυρνά προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Θα την αναγνώριζε οπουδήποτε.
     «Έλα ρε Χρήστο. Κάτσε…»
     «Για τον Κωνσταντίνου ήρθες;» τον ρωτά καθώς κάθεται δίπλα του κατάχαμα.
     «Ναι».
     «Το άκουσα στο ραδιόφωνο το πρωί…»
     Για λίγη ώρα δε μιλούν. Απλά βλέπουν και ακούουν το ποτάμι να κυλά. Κάποια κοράκια κρώζουν από πάνω τους αναζητώντας ψοφίμια. Τον συμπαθεί τον Χριστάκη ο Ιωάννου. Άνθρωπος της νύχτας αλλά όχι ακριβώς. Καλόκαρδος και γενναιόδωρος όσο πάει, έχει πολλούς φίλους. Κάποιοι απ’ αυτούς μάλλον τον φοβούνται, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στην εμφάνιση και τα λόγια του παρά στις πράξεις του. Ψηλός, δυνατός, με μπράτσα που έφτιαξε δουλεύοντας τη γη και όχι σε κάποιο γυμναστήριο, με μάτια καστανά διαπεραστικά και σχεδόν ξανθά μαλλιά, οικονομημένος στις κουβέντες του, αποτελεί για τους περισσότερους έναν άνθρωπο μυστήριο. Όχι για κείνον όμως.
     «Μήπως τον είδες ψες;»
     «Ναι. Όταν πέρασα από το μαγαζί ήταν εκεί, αλλά δεν ξέρω πόσο κάθισε. Μισή ώρα έμεινα μόνο. Έφυγα πριν τις δύο».
     «Είχε παρέα;»
     «Συνήθως έχει, αλλά όχι ψες, τουλάχιστον όσο ήμουν εκεί. Τον είδα μερικές φορές με τον Παναγίδη και κάποιους άλλους μπάτσους. Τα δωρεάν ποτά, βλέπεις…»
     Άρχισε να γελά, αλλά ο Ιωάννου δεν είχε καμία διάθεση να τον συνοδεύσει. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να μπαίνει σ’ εκείνη τη φάση που η Μαργαρίτα αποκαλούσε ψύχωση. Μέχρι να βγάλει άκρη με την υπόθεση όλα στη ζωή του θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Ο Χριστάκης μετά από λίγο σταμάτησε να γελά και έμεινε για λίγο να παρατηρεί τον όχι και πολύ στενό του φίλο.
     «Θα περάσω από κει το βράδυ. Ο Νίκος;»
     «Ναι. Αυτός σίγουρα θα ξέρει να σου πει περισσότερα. Θέλεις να του μιλήσω;»
     «Καλύτερα όχι. Δε θέλω να προετοιμάσει τις απαντήσεις του. Όχι πώς πιστεύω ότι έχει κάτι να κρύψει, αλλά πολλές φορές οι άνθρωποι γίνονται χωρίς λόγο και για τα λάθος άτομα προστατευτικοί».
     «Ναι, ξέρω. Καλά, δε θα αναφέρω τίποτα. Καλύτερα όμως να πας νωρίς γιατί όταν πλακώσει ο κόσμος θ’ αρχίσουν οι συζητήσεις και ξέρεις τι γίνεται…»
     «Πώς τα πάει η δουλειά;»
     «Καλά. Όπως πάντα. Τους πελάτες μου δεν τους επηρεάζει η κρίση. Χάσαμε λίγους από τους περιστασιακούς όμως. Ίσως να έγιναν λίγο επιφυλακτικοί…»
     «Η κρίση κρίση κι οι τιμές τιμές όμως. Τους σφάζετε όλους με το γάντι και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Εντάξει, εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους, κερνάς και κάνα ποτό, αλλά οι περισσότεροι…»
     «Δίκιο έχεις. Τώρα μας μείωσαν το ΦΠΑ αλλά και πάλι οι τιμές δε θα πέσουν. Δεν είμαστε γερμανοί εμείς. Εδώ δε διαμαρτύρονται για το ψωμί, το γάλα και τα λαχανικά, λες να διαμαρτυρηθούν για τα ποτά;»
     «Τέτοιοι που είμαστε…»
     «Έχεις ώρα ή βιάζεσαι να επιστρέψεις στην πόλη;»
     «Μέχρι απόψε είμαι ελεύθερος».
     «Είσαι για μια βόλτα μέχρι το Κοιλάνι;»
     «Στο οινοποιείο;»
     «Ναι. Θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς. Και στο δρόμο της επιστροφής θα μπορούσαμε να σταματήσουμε για κάνα μεζέ στου Αγγελή».
     «Άντε, πάμε».
     Μόλις ανέβηκαν στο χωριό ο Ιωάννου άκουσε το τηλέφωνο να χτυπά.
     «Ποιος;»
     «Η Ντίνα».
     «Έλα. Τι έγινε;»
     «Σε έπαιρνα εδώ και ώρα τηλέφωνο, αλλά δε χτυπούσε. Μου έδωσε η κυρία Γεωργία αυτό το νούμερο».
     «Ήμουνα κάτω, στο ποτάμι, μάλλον δε θα έπιανε σήμα. Τι θες;»
     «Με κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του νωρίς το απόγευμα και μού είπε ότι αποφάσισε να αναθέσει σε μας σχεδόν αποκλειστικά την έρευνα. Του άλλους, με εξαίρεση τον Παναγίδη, τους τοποθέτησε στα μετόπισθεν. Μάλλον σαν προσωπικό υποστήριξης».
     «Κάτι μυρίστηκε η γριά-Αλεπού. Ξαπόστειλε τους άλλους και μας άφησε να δουλεύουμε μ’ αυτόν που έπρεπε να αποκλείσει πρώτον. Έχουμε άλλα νέα;»
     «Όχι. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου προήλθε από τη μαχαιριά στο στήθος, όπως περιμέναμε δηλαδή, αλλά από κει και πέρα τίποτα. Είδες τις φωτογραφίες;»
     «Σκηνοθετημένο το σκηνικό».
     «Κι εγώ αυτό σκέφτηκα. Άρχισα να μαζεύω στοιχεία για τη γυναίκα του Κωνσταντίνου, αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή δεν βρήκα κάτι αξιοπρόσεκτο. Να φτιάξω πίνακα;»
     «Ναι. Κάτι μου λέει ότι θα τον χρειαστούμε. Τα λέμε απόψε. Αν θες μπορούμε να περάσουμε μαζί από την Παγίδα και να πιούμε ένα ποτάκι κερασμένο από τα χεράκια των συντροφισσών από την Ουκρανία…»
     «Να μου λείπει».
     «Τι γλυκό προτιμάς να σου φέρω όταν επιστρέψω;»
     «Γλυκά έχω πολλά φτιάχνει η θεία μου. Θα μείνεις στην Κακοπετριά ή θα πας κι αλλού;»
     «Στο Κοιλάνι».
     «Α, ωραία. Μπορείς να μου φέρεις ζιβανία για τον γέρο μου; Δεν του αρέσουν οι εμφιαλωμένες και όλο γκρινιάζει».
     «Όβερ».
     Συνήθιζε να κλείνει τις συνομιλίες του μ’ αυτό τον τρόπο. Από τη μια είχε πλάκα, ενώ απ’ την άλλη όσο κι αν το προσπαθούσε δεν μπορούσε να χαιρετήσει ή να αποχαιρετήσει κάποιον από το τηλέφωνο. Όσες φορές το επιχείρησε ένιωθε λες και έκανε χειραψία στον αέρα.
     Φεύγοντας πέρασαν από το μαγαζάκι της κυράς-Ανδρονίκης, που έτσι κι αλλιώς ήταν το δρόμο τους, κι αγόρασε σουτζιούκο και γλυκό καρυδάκι. Το χωριό έμοιαζε σιγά σιγά να ξυπνά απ’ το μεσημβρινό του λήθαργο. Αντίκρισαν τουρίστες με τις φωτογραφικές τους μηχανές, παιδιά που τάραζαν τον κόσμο με τις φωνές τους στα στενά δρομάκια, οικογένειες που έβγαιναν για την απογευματινή τους βόλτα. Μπήκαν στην Μπέμπα του Χριστάκη και ξεκίνησαν.

Συνεχίζεται


Τη φωτογραφία την οποία έβαλα για πλάκα μια και κάνει αναφορά στη ζιβανία την έκλεψα από δω

Δεν υπάρχουν σχόλια: