Ακολουθεί η δεύτερη γραφή της ιστορίας "Η θυσία", την πρωτότυπη μορφή της οποίας μπορείτε να διαβάσετε δίπλα, στη στήλη με τα διηγήματά:
Του αρέσουν πολύ τα ταξίδια με τη μοτοσικλέτα, περισσότερο απ’ το καθετί. Αν δεν ήταν κι αυτά σίγουρα θα τρελαινόμουν, σκέφτεται, καθώς στέκεται στην κορυφή ενός βουνού και αγναντεύει με βλέμμα ανήσυχο και γαλήνιο ταυτόχρονα την πεδιάδα που απλώνεται σαν καρτ ποστάλ κάτω απ’ τα πόδια του, καθώς θαυμάζει με μάτια υγρά, βουρκωμένα, το ξεβαμμένο λες στο χρόνο γαλάζιο μιας απόμακρης θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα. Ναι, αυτά τα ταξίδια εδώ και χρόνια πολλά ήταν η ζωή του, από τότε που συνέβηκε το μοιραίο, από τότε που… Τώρα πια όμως κι αυτά θα λάβουν τέλος, ένα τέλος οριστικό και αμετάκλητο…
«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλη λύση».
«Ναι, ρε συ. Το έψαξα. Τόσο καιρό το ψάχνω, αλλά τίποτα. Μόνο λόγια. Μόνο υποσχέσεις…».
«Καλά. Δε μου λες και κάτι καινούριο, αλλά έλπιζα…»
«Εγώ δεν ελπίζω τίποτα πια».
«Έλα τώρα, όλο και κάτι μπορεί να γίνει. Θα βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ».
«Σ’ ευχαριστώ, Μελίνα, σ’ ευχαριστώ καλή μου, αλλά ούτε κι εσύ μπορείς να κάνεις κάτι αυτή τη φορά. Τα λεφτά που απαιτούνται είναι πολλά. Δεν έχουμε και κάνα σπίτι να βάλουμε υποθήκη βλέπεις. Όπου φτωχός κι η μοίρα του, που λένε».
Χαμογελά. Πικρά. Κι εκείνη απλά κάθεται εκεί και τον κοιτάει. Δεν ξέρει με τι λόγια, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο, πώς να σηκώσει το βάρος απ’ τους ώμους του. Είναι δυνατός, πάντα ήταν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται αυτό το τελευταίο χτύπημα της μοίρας του έκοψε τα πόδια, τον έκανε να χάσει οριστικά πια τη θέλησή του για ζωή. Αν… Αν του έλεγε τότε πόσο τον αγαπούσε; Αν δεν τον άφηνε να της φύγει; Αν… Θα ήταν αλλιώς τότε τα πράγματα; Μάλλον όχι. Ίσως να τον έσωζε την πρώτη φορά, αφού η ιστορία θα γραφόταν σίγουρα αλλιώς, αλλά αυτή τη δεύτερη... Τώρα θέλει να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει γλυκά στο στόμα, όπως πάντα ονειρευόταν, όμως γι’ αυτό είναι πια αργά. Βρήκε κάποιον άλλον άντρα, τον αγάπησε, τον παντρεύτηκε, έχει και δύο μικρά παιδιά μαζί του, δεν μπορεί, δε θα μπορούσε ποτέ να τον απατήσει. Έτσι κι αλλιώς το σεξ τίποτα δε θ’ άλλαζε, θα ξεδιψούσε μοναχά τους δικούς της πόθους, αλλά σ’ εκείνον δε θα προσέφερε ποτέ αυτό που ζητούσε. Τελικά…
«Πάμε να πιούμε. Κερνάω εγώ», του λέει χαμογελώντας λυπημένα.
«Πάμε», απαντάει εκείνος.
Είναι καλοκαίρι. Η νύχτα υγρή και ζεστή, αλλά πού και πού ένα αεράκι φυσάει τη δροσιά του, χαρίζοντάς τους το δικό του χάδι. Κάθονται στην ταρατσούλα ενός παλιού μπαρ και παρατηρούν σχεδόν αμίλητοι τον κόσμο να περνάει κάτω απ’ τα πόδια τους και τους άλλους θαμώνες. Κι όμως, η ζωή συνεχίζεται, σκέφτεται εκείνος, και δεν προλαβαίνει να συγκρατήσει το δάκρυ προτού γλιστρήσει απ’ τα μάτια του. Το σκουπίζει αβίαστα. Φέρνει τα δάχτυλα στο στόμα και το γεύεται. Αυτή είναι η γεύση του θανάτου, αναρωτιέται. Νιώθει ένα χέρι να παίρνει απαλά το δικό του, ακούει τη φωνή της να του ψιθυρίζει στ’ αυτί, εγώ είμαι εδώ, και τα δάκρυα τρέχουν και πάλι. Λύγισε. Λύγισε πια για τα καλά.
Η Μελίνα του, η μελένια του, αφουγκράζεται τις μέσα του κραυγές, τις νιώθει να της διαπερνούν σώμα και ψυχή, να την κατακλύζουν και θυμάται. Θυμάται τότε που ήταν παιδιά. Τότε που τον πρωτογνώρισε. Η ευαισθησία του, εκείνο ήταν εκείνο το κάτι που την έκανε να τον προσέξει, κι η αγάπη του για τους άλλους. Ήτανε σκληρός στο σώμα, αλλά στα λόγια, στην πράξη όχι. Ποτέ του δε χαλούσε χατίρι σε κανένα. Ποτέ δεν μπλέχτηκε σε καυγάδες. Ποτέ δεν είπε λόγο κακό για κανένα. Με άγιο έμοιαζε. Μ’ ένα άγιο έφηβο, μα ποτέ οργισμένο. Μ’ ένα άγιο…
«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Θυμόμουνα τα παλιά. Τότε που γνωριστήκαμε. Ο ίδιος είσαι, όπως και τότε. Εσύ δεν έχεις αλλάξει καθόλου».
«Άλλαξα, Μελίνα. Πώς δεν άλλαξα! Όλοι αλλάξαμε. Γίναμε λίγο πιο σοφοί, κάναμε περισσότερα λάθη, πάθαμε, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι μάθαμε».
«Για την ψυχή σου μιλώ».
«Μαύρη είναι τώρα, ενώ τότε…»
«Η ίδια είναι, μοναχά ρούχα άλλαξε. Και τότε ήσουνα πρόθυμος να κάνεις θυσίες για τους άλλους, το ίδιο και τώρα. Εσένα η ζωή δε σ’ έκανε σκληρό, κυνικό σαν κι εμάς».
«Η ζωή με σκότωσε…»
«Κι όμως είσαι ακόμη εδώ!»
«Όχι για πολύ…»
Είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι αμέσως μετάνιωσε για τις τρεις αυτές λέξεις. Γιατί; Γιατί της το έκανε αυτό; Γιατί της φόρτωνε τον πόνο του;
«Συγγνώμη. Δεν ήθελα…»
Έβαλε το δείχτη του δεξιού της χεριού στα χείλη του, δεν τον άφησε να συνεχίσει. Δεν έπρεπε να απολογείται για τίποτα, δεν έκανε κάτι κακό. Άφησε τα δάκρυά της να κυλούν ελεύθερα στα μάγουλα, να της ποτίζουν με αλμύρα το μπλουζάκι, και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Έμεινε για λίγη ώρα εκεί ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του να τυμπανίζουν μέσα της.
«Είσαι τρελή, το ξέρεις;» τη ρώτησε με το που σήκωσε το κεφάλι της.
«Όχι όσο θα ήθελα», απάντησε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. «Όχι όσο θα ήθελα. Και τώρα μετανιώνω…»
«Για τι;»
«Για όλ’ αυτά που δεν έκανα!»
«Μα νόμιζα ότι ήσουν ευτυχισμένη».
«Είμαι. Αλλά όπως σου είπα και πιο πριν, όχι όσο θα ήθελα. Αν ήμουνα πιο τρελή, σε εισαγωγικά, θα ήμουνα και πιο ευτυχισμένη. Αλλά…»
«Ο Κώστας;»
«Μια χαρά είναι ο Κώστας. Καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος, καλός πατέρας. Αλλά… Αλλά… Κάτι του λείπει, ή ίσως και κάτι να λείπει σε μένα. Κάτι που δεν μπορώ να ορίσω. Ίσως να φταίει το ότι είναι άνθρωπος της συνήθειας. Ίσως να φταίει και το ότι εγώ δεν έζησα αρκετά προτού τρέξω να παντρευτώ και ν’ αποκτήσω οικογένεια».
«Μετάνιωσες;»
«Και ναι και όχι. Από τη μια είμαι μ’ αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, με τον οποίο έχω αποκτήσει δυο πανέμορφα παιδιά, αλλά από την άλλη…»
«Ίσως θα μπορούσαν να περιμένουν;»
«Ναι!»
«Είναι παράξενη η ζωή, Μελίνα, ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Ίσως, στην τελική, το σωστό και το λάθος να μην υπάρχουν. Ίσως τα πράγματα να είναι όπως είναι, απλά επειδή έτσι πρέπει να είναι».
«Εσύ δε μετανιώνεις για κάτι;»
«Περισσότερο γι’ αυτά που μου πήρε η ζωή και γι’ αυτό που δε θα προλάβει να μου πάρει, παρά γι’ αυτά που δεν έζησα ή που δεν έκανα».
Τον κοιτάει για λίγο αμίλητη. Παρατηρεί το ραγισμένο καστανό των ματιών του. Βλέπει τη φλόγα να καίει ακόμη μέσα εκεί, αλλά πιο αδύναμη παρά ποτέ. Μοιάζει έτοιμη από στιγμή σε στιγμή να σβήσει. Θα της φύγει, της το λέει, τον πιστεύει, θα της φύγει κι ας μην ήτανε δικός της ποτέ. Πώς θα είναι η ζωή μετά από αυτόν; Πώς; Η εικόνα του και μόνο κάποτε την έκανε να χαμογελά, η απουσία του πόσα δάκρυα θα της χαρίσει; Μείνε, θέλει να του φωνάξει. Μείνε. Αλλά, ο χρόνος κυλά αμείλικτος και ξέρει ότι δε θα την ακούσει. Πρέπει να φύγει. Πρέπει. Αλλά, γιατί διάολε, γιατί;
Εικόνες από το χθες παρελαύνουν μέσα του, κάνουν στην ψυχή του κατάληψη και του κλείνουν ερμητικά τα μάτια σ’ ετούτο τον κόσμο τον απτό, τον σκληρό, του θυμίζουν χαμόγελα πλατιά και παλιά, εμπειρίες υπέροχα μοναδικές. Ναι, ήταν τυχερός, όμορφη πολύ υπήρξε η ζωή του, όχι σαν παραμύθι, αλλά όμορφη. Έζησε πολλά, πολλά έκανε, πήγε σε πολλά μέρη και γνώρισε ανθρώπους πολλούς. Ανάμεσά τους ήταν κι Εκείνη. Εκείνη! Ο μεγάλος του έρωτας, ο ονειρικός, που του χάρισε στιγμές ευτυχίας αφάνταστης, ο οποίος όμως δεν κράτησε για πολύ – ήταν μια νύχτα της Άνοιξης, μια από τις πιο όμορφες, που μύριζαν νέα ζωή, όταν ένας μεθυσμένος οδηγός τον παρέσυρε βιαστικά στο διάβα του, στέλνοντας Εκείνη στον άλλο κόσμο, κι αυτόν στης ψυχής τα τάρταρα. Ωστόσο, επιβίωσε…
«Μην το κάνεις, και στο υπόσχομαι, θα βρω εγώ τη λύση».
«Δε με παίρνει ο χρόνος, Μελίνα».
«Πόσο καιρό έχεις;»
«Το πολύ ένα μήνα, μετά δε γίνεται τίποτα. Θα είναι πια πολύ αργά».
«Ένα μήνα;»
Παρέμεινε να τον κοιτάει με απορία. Ένα μήνα; Πώς να βρει τόσα λεφτά σ’ ένα μήνα; Ίσως αν… Αλλά όχι. Όχι! Αυτό δεν είναι σωστό. Αλλά, πώς άλλως; Είναι μεγάλη ανάγκη. Θα τα ζητήσει απ’ τον Κώστα. Σίγουρα δε θα της πει όχι. Αν της πει όμως; Αν της πει; Τότε… Ω, δε θέλει να σκέφτεται το τότε. Φοβάται. Τώρα φοβάται όχι μόνο για κείνον, αλλά και γι’ αυτή την ίδια. Θα τον σκοτώσω αν μ’ αρνηθεί, σκέφτεται, θα τον σκοτώσω. Ναι, μέχρι και στο φόνο θα έφτανα για σένα φίλε μου. Αγάπη μου. Φίλε μου…
«Θα ζητήσω τα λεφτά απ’ τον Κώστα. Δε νομίζω να μου αρνηθεί».
«Δε θέλω να φορτώνομαι στους άλλους, Μελίνα. Γιατί να τον φέρεις σε δύσκολη θέση; Και γιατί να μπεις σε τέτοια θέση εσύ; Δικό μου είναι το πρόβλημα. Δε θέλησα να σε συναντήσω για να μου το λύσεις, αλλά απλά για να πω ό,τι έχω πω, για να εξηγήσω τα γιατί μου προτού…»
«Σκάσε, βλάκα. Να σε βοηθήσω θέλω, όχι να σε ακούσω. Τις δικαιολογίες σου τις ξέρω και είναι, δυστυχώς, σοβαρές, απλά δεν μπορώ να σε αφήσω να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι. Δε θα συγχωρούσα τον εαυτό μου μετά».
«Έκανα λάθος που σε κάλεσα, καλή μου. Δεν έπρεπε. Τώρα το βλέπω. Είναι που είσαι η καλύτερή μου φίλη, πάντα ήσουνα. Περίμενα να με καταλάβεις».
«Μα σε κατάλαβα. Σε καταλαβαίνω. Απλά σου λέω ότι το πρόβλημά σου θα μπορούσε ίσως να λυθεί διαφορετικά. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσεις στα άκρα».
«Λόγος υπάρχει. Αν υπάρχει ωστόσο μια εναλλακτική επιλογή ευχαρίστως να την επιλέξω αυτή. Ξέρεις ποιο είναι το αστείο της υπόθεσης;»
«Το αστείο; Ποιο αστείο;» Παρέμεινε για μια στιγμή να τον κοιτά απορημένη, κι είδε για μια στιγμή να εμφανίζεται στα χείλη του ένα αχνό, φευγαλέο χαμόγελο.
«Ότι είτε έτσι είτε αλλιώς εσύ είσαι αυτή που θα σώσει την κατάσταση. Αν δε με έπειθες τότε να…»
«Μη μου το θυμίζεις. Μη! Με κάνεις να νιώθω χειρότερα τώρα. Αν ήξερα…»
«Κανείς δεν ήξερε. Να όμως που τόσα χρόνια μετά μπορεί να οδηγήσει σε κάτι καλό».
«Καλό το αποκαλείς αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις».
«Ναι, καλό. Και μην ξεχνάς ότι σκέφτομαι να το κάνω, δεν το έκανα ακόμη. Θα ήθελα να μου υποσχεθείς κάτι όμως».
«Τι;»
«Υποσχέσου μου πρώτα».
«Μα πώς να σου υποσχεθώ αν δεν ξέρω τι είναι αυτό που ζητάς;»
«Υποσχέσου…»
«Όχι!»
«Υποσχέσου, Μελίνα μου. Υποσχέσου. Σε παρακαλώ…» Οι λέξεις του μοιάζουν να στάζουν ικεσία κι αυτή δεν μπορεί πια να του κάνει τη δύσκολη. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος θα έβρισκε τρόπο να την πείσει.
«Καλά. Υπόσχομαι. Τι, όμως;»
«Ότι αν τελικά δε βρεθεί άλλη λύση, αν δε βρεθούν τα χρήματα, θα βάλεις αμέσως, με το που θα μάθεις τα νέα, μπροστά τις διαδικασίες. Αλλιώς θα πάνε όλα χαμένα…»
Την παγίδεψε! Την παγίδεψε ο μπαγάσας, την παγίδεψε. Και τώρα τι; Και τώρα πώς; Πώς να πάρει το λόγο της πίσω; Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί. Αδύνατον. Θέλει να του βάλει τις φωνές, να τον βρίσει, να σηκωθεί απ’ την καρέκλα και με οργή και δύναμη πολλή να τον χτυπήσει. Αλλά, δε θα το κάνει. Τον αγαπάει τόσο. Και τον ξέρει τόσο καλά. Δεν υπάρχει λόγος να του εναντιώνεται. Ο Κώστας, μόνο αυτός μπορεί να σώσει την κατάσταση. Μα τώρα, ας του πει αυτό που θέλει ν’ ακούσει.
«Μου την έφερες, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ. Στο υπόσχομαι. Θέλω κι εγώ να μου υποσχεθείς όμως ότι δε θα κάνεις κάτι βιαστικά. Περίμενε, αν μπορείς, μέχρι την τελευταία στιγμή. Ίσως γίνω η από μηχανής θεά σου…» Του χαμογέλασε λυπημένα.
«Μα είσαι ήδη η θεά μου, ή η μάγισσα με τα δώρα. Το φωτεινό αστέρι μου…»
«Πάψε. Μη μιλάς άλλο…»
«Ό,τι θέλει η κυρία», της είπε εκείνος πειραχτικά, για να σκάσουν και οι δύο μεμιάς στα γέλια, ανασηκώνοντας για μια στιγμή το σκοτεινό πέπλο της θλίψης τους.
Πέρασε η ώρα. Πέρασε βαρύθυμα και γοργά. Πήραν το δρόμο για το σταθμό του μετρό. Για να πάρει εκείνη το δρόμο για το σπίτι της, για την οικογένειά της, κι εκείνος, ποιος ξέρει για πού. Πάντως στο σπίτι δε θέλει να πάει. Νιώθει να πνίγεται εκεί, λες και είναι μικρό και αποπνιχτικό σαν μπουντρούμι. Μάλλον θα πάρει τους δρόμους. Κι όπου τον βγάλει.
«Τι σκέφτεσαι;» τον βγάζει εκείνη απ’ το μέσα του.
«Ω, τίποτα. Απλά, το που θα πάω μετά».
«Πού;»
«Δεν ξέρω. Θα πάρω το δρόμο και…»
«Γιατί δεν πας…»
«Όχι, δεν μπορώ να πάω στο σπίτι. Είναι…»
«Καλά. Κατάλαβα. Όπου σε βγάλει λοιπόν».
«Τον Κώστα δεν τον πειράζει που ήρθες νυχτιάτικα να με συναντήσεις;»
«Όχι. Με εμπιστεύεται. Και σ’ εμπιστεύεται και σένα. Μού το είπε από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισε. Είναι καθαρό το βλέμμα σου, είπε. Αν το έβλεπε τώρα…»
«Και τώρα στο βάθος καθαρό είναι, Μελίνα. Απλά το περίβλημά του είναι κάπως υγρό, λίγο θολό».
«Η ομίχλη της ζωής;»
«Ποιητικό!»
Τον κρατάει απ’ το χέρι καθώς περπατάνε με το ίδια αργόσυρτα βήματα για το σταθμό. Γύρω τους ακούγονται χαρούμενες φωνές, μουσικές, ψίθυροι, ενώ ένα χλωμό φεγγάρι προσπαθεί απεγνωσμένα να προβάλει ανάμεσα απ’ τα κτήρια που όλο και πληθαίνουν. Το χέρι του είναι ιδρωμένο, αλλά το άγγιγμα του απαλό, εφαρμόζει λες τέλεια στην παλάμη της. Του ρίχνει κλεφτές ματιές. Τα μακριά μαύρα κυματιστά μαλλιά του, το μουσάκι του που πήρε να μεγαλώνει, τα μάτια που μοιάζουν να κοιτάνε στο πουθενά. Είναι δικός μου, σκέφτεται, αλλά δεν είναι, και το ξέρει. Δε μοιάζει πια να ανήκει εκεί, δε φαίνεται να περπατά σ’ αυτό τον κόσμο. Εκείνος σταματά απότομα να περπατά, φρενάροντας κι αυτή και τις σκέψεις της, και της δείχνει κάτι.
«Για δες», της λέει μ’ ένα βλέμμα ξάφνου φωτεινό, θαυμαστικό. Ένα ζευγάρι γερόντων κάθεται εκεί, ανάμεσα στο πλήθος των νέων, κι ο άντρας αγκαλιάζει τη γυναίκα προστατευτικά καθώς απολαμβάνουν το παγωτό τους. «Θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι έτσι ακριβώς με φανταζόμουνα να είμαι κάποια μέρα; Να γεράσω δηλαδή μ’ αυτήν που αγαπώ και να κάνω ό,τι ακριβώς κάνουν τώρα αυτοί οι δύο!»
Δάκρυσε η Μελίνα και τα μελένια μάτια της πήραν φωτιά. Τόση αγάπη! Γυρνά προς το μέρος του και τον αγκαλιάζει σφικτά, αποφασιστικά. Τον κλείνει στην αγκαλιά της, χάνεται στη δική του και από μέσα της παρακαλεί η γη να σταματήσει στη στιγμή να γυρίζει. Αλλά, η προσευχή της δεν εισακούεται. Το πάντα της δεν παίρνει σάρκα και οστά. Σε λίγο βρίσκεται σ’ ένα βαγόνι με προορισμό τις γλυκές της συνήθειες. Όσο για κείνον, καβαλά τη μοτοσικλέτα του και χάνεται μέσα στη βουή των δρόμων. Αποφάσισε που θέλει να πάει. Στην ακροθαλασσιά. Να ξοδέψει όλη τη νύχτα συντροφιά με τον ήχο και την ηχώ τον κυμάτων. Ν’ αντικρίσει τον ήλιο να βγαίνει πυρακτωμένος μέσα από τη θάλασσα, σα φλεγόμενη ελπίδα.
Συνέχισε να ζει όπως-όπως, κάπως λειψά, λίγο φτωχικά, κατά βάθος λυπημένα. Κι ύστερα έμαθε και πάλι να χαμογελά απ’ την αρχή – αλλά όχι πλατιά όπως παλιά, μισά, σαν της ζήσης του το ημιτελές. Μέχρι που σα δώρο θεού, σαν ένα πραγματικό θαύμα, έκανε την εμφάνισή της στη ζωή του η Μάγια. Η Μάγια! Αυτός της χάρισε το όνομά της, αφού πίστευε ότι της ταίριαζε, μαγική καθώς ήταν κι η ίδια. Εκείνη τον έφερε πίσω στο φως πεισματικά, με χαμόγελα και φωνές πολλές και με το έτσι θέλω, αλλά δίχως καθόλου να προσπαθήσει. Πώς να προσπαθούσε άλλωστε; Αφού δεν ήταν παρά ένα νεογέννητο παιδί – η μικρή του αδελφή. Από την ημέρα που γεννήθηκε, ένιωσε να ξαναγεννιέται και κείνος. Κι από τότε, από την πρώτη κιόλας στιγμή της δόθηκε, αφοσιώθηκε σ’ αυτή με την ψυχή του όλη. Έγινε της για πολύ καιρό θεοσκότεινης ζωής του ο φάρος. Λες και στο λευκό απαλό της προσωπάκι, λες και πίσω απ’ τα γέλια και τα παιδικά της δάκρυα αναγνώρισε κάποια άλλη, εκείνη που έφυγε. Και τα χρόνια πέρασαν…
«Δεν είναι ότι δε θέλω να βοηθήσω, Μελίνα, θέλω και το ξέρεις, το πρόβλημα είναι ότι το ποσό που μου ζητάς είναι πολύ μεγάλο. Δεν έχουμε μόνο λεφτά, χρωστάμε κιόλας. Και όπως είναι σήμερα τα πράγματα δεν κάνει να παίρνουμε τέτοια ρίσκα».
«Αλλά…» Τι να του πει τώρα; Έχει δίκιο και το ξέρει. Και στο κάτω-κάτω της γραφής γιατί να ξηλωθεί εκείνος για το φίλο της. Αλλά…
«Τι αλλά; Πες μου τι σκέφτεσαι».
«Ε, να, ξέρεις ποιο είναι το τίμημα εδώ. Και ξέρεις ότι αν δεν ήσουν εσύ η τελευταία λύση δε θα σου ζητούσα βοήθεια. Είναι κρίμα να πάει χαμένη μια ζωή για τα άτιμα τα λεφτά. Αυτό ήθελα να πω».
«Τη ζωή τη δική μας την σκέφτηκες; Τις ζωές των παιδιών μας; Πες και βρήκα τα λεφτά. Πες και του τα δώσαμε. Λες να μπορέσει μετά να μας εξοφλήσει; Δεν είναι ότι δεν τον εμπιστεύομαι, απλά είναι τόσο μεγάλο το ποσό που απλά δε θα μπορέσει ποτέ να το επιστρέψει όσο κι αν προσπαθήσει. Είναι σαν να υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας, το καταλαβαίνεις αυτό;»
Το καταλαβαίνει, πώς δεν το καταλαβαίνει. Αλλά υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί και το κάνει. Ωστόσο ο χρόνος περνά αμείλικτα, παίρνοντας μαζί του τις όποιες λύσεις. Λες να προσπαθήσει να πάρει δάνειο απ’ τη δουλειά; Θα της το δώσουν όμως; Ίσως και ναι. Πάνε τόσα χρόνια που δουλεύει εκεί, έχει καλό μισθό, τους πήγε πολλούς πελάτες, ανάμεσά τους και κείνον. Ναι, αυτό θα κάνει.
«Συγγνώμη, Κώστα. Συγγνώμη που σε αναστάτωσα. Μιλάς σωστά. Θα προσπαθήσω να βρω κάποιο άλλο τρόπο να τον βοηθήσω».
«Το κράτος; Κάποια οργάνωση; Η εκκλησία; Δεν μπορεί να βάλει το χεράκι του κάποιος απ’ τους φορείς, ή όπως αλλιώς τους λένε τέλος πάντων;»
«Προσπάθησαν και προσπαθούν να βρουν βοήθεια εδώ και μήνες, αλλά μάταια. Ο ένας τον στέλνει στον άλλο και πάει λέγοντας. Και τώρα έφτασαν στο αμήν. Αν δε βρεθεί κάτι πολύ σύντομα…»
Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Καθόλου δεν προσπάθησε να τα κρύψει. Τα άφησε να κυλούν έτσι γοργά, άηχα, οδυνηρά. Ο Κώστας έσπευσε να την αγκαλιάσει, να την καθησυχάσει, να την πείσει με λόγια που και στα δικά του αυτιά ακούγονταν ψεύτικα ότι όλα θα πάνε στο τέλος καλά. Στο τέλος, Κώστα, θέλει να τον ρωτήσει. Στο τέλος; Τελικά στο τέλος, είτε έτσι είτε αλλιώς, το μόνο που είναι σίγουρο είναι το τέλος.
«Γιατί κλαις, μαμά;» Μια φωνούλα παιδική τη βγάζει απ’ τις σκέψεις, σκοτώνει με τρεις λέξεις προτού καλά-καλά γεννηθεί την οργή της. Σκουπίζει τα μάτια της και συνέρχεται λες αυτόματα. Ξεφεύγει απ’ την αγκαλιά του άντρα της και πηγαίνει σχεδόν τρέχοντας και σηκώνει στην αγκαλιά της την κόρη της, την ανεβάζει ψηλά και με μάτια υγρά της λέει ότι κλαίει από χαρά, απ’ τη χαρά της που τη βλέπει. Κι η μικρή παίρνει να γελά. Κι η θλίψη κρύβεται βιαστικά σ’ ένα ντουλάπι του μυαλού. Θα έρθει να την επισκεφθεί ξανά αργά το βράδυ, όταν θα ξαπλώνει άγρυπνη στο συζυγικό κρεβάτι, όταν θα έχει πια το χρόνο να σκεφθεί ελεύθερα όλ’ αυτά που την απασχολούν, να καταστρώσει τα σχέδια και να πάρει τις αποφάσεις της.
Η μικρή άρχισε αμετάκλητα να μεγαλώνει. Πήρε να περπατά, να μιλά, συνεχώς να ρωτά, χαριτωμένα να απαιτεί και πολλές φορές απ’ τη χαρά της να χορεύει. Κι ύστερα πήγε και σχολείο, όπως όλα τα παιδιά. Αλλά για κείνον τίποτα δεν άλλαξε. Πάντα θα ήταν η μικρή, πάντα θα ήταν η αγαπημένη του, όσος καιρός κι αν περνούσε, όσο κι αν η ζωή τον άλλαζε. Και δε θα ξεχνούσε ούτε και για μια στιγμή την υπόσχεση που της είχε δώσει στα πέντε της χρόνια, μια νύχτα καλοκαιρινή που εκείνη ψήνονταν στον πυρετό: θα θυσίαζα τα πάντα για σένα, της είπε, ακόμη και τη ζωή μου την ίδια. Κι εκείνη μέσα στον πόνο και το οδυνηρό παραμιλητό της, απλά αρκέστηκε να ψιθυρίσει αδύναμα το όνομά του, Φώτη, προτού παραδοθεί και πάλι ολοκληρωτικά στη δίνη της αρρώστιας. Και τώρα… Και τώρα είναι δώδεκα χρονών η Μάγια του και πεθαίνει. Εκείνη δώδεκα χρονών και πεθαίνει, αυτός τριάντα χρονών και ζει. Και θα ζει. Άδικη ζωή, άδικη. Ωστόσο, δε θα την αφήσει να περάσει το δικό της αυτή τη φορά, θα της τη φέρει πισώπλατα, ακριβώς όπως του την έφερε κι εκείνη, θα επιβάλει το δικό του δίκαιο νόμο. Εσύ έζησες πολλά Φώτη, ψιθυρίζει στον εαυτό του, λες και μιλά σε κάποιο ξένο. Εσύ έζησες πολλά, του ξαναλέει λες και προσπαθεί να τον πείσει, κι ας μην πολυπιστεύει ούτε κι ο ίδιος τα λόγια του. Εσύ έζησες πολλά, πεισμώνει, τώρα είναι η σειρά της…
«Δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο, Φώτη, και θα δεις. Θα δεις που θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρουμε. Είναι πολύ μεγάλο το ποσό που χρειάζεσαι κι όπως καταλαβαίνεις…»
Μιλάνε στο τηλέφωνο. Τον πήρε για να του πει τα ευχάριστα νέα. Συζήτησε με το αφεντικό της και μάλλον θα της εγκρίνουν το δάνειο που ζήτησε. Και μόλις γίνει αυτό θα του μεταβιβάσει αμέσως το ποσό. Κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους.
«Σε μεγάλους μπελάδες σε έβαλα Μελίνα. Δεν έπρεπε να το κάνω. Κι εσύ δεν έπρεπε… Δεν έπρεπε…» Κομπιάζει. Οι λέξεις προσπαθούν μα δεν μπορούν να βγουν απ’ τα χείλη του. Δείχνει, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό, έτοιμος να κλάψει. Ακούει την ανάσα του στο ακουστικό, την ακούει βαριά και της πλακώνει το στήθος. Αλλά, δεν του μιλά. Τον αφήνει να ηρεμήσει, να ’ρθει στα συγκαλά του. Προσπαθεί να μιλήσει και πάλι. Και προσπαθεί μάταια. «Δεν έπρεπε…» ψιθυρίζει και μένει ξανά σιωπηλός. Μα από μέσα του βράζει. Είναι οργισμένος πολύ με τις μοίρες, θέλει να τα βάλει με τους θεούς και τους δαίμονες που τον έφεραν ως εδώ, να ξεσπάσει, να βρίσει, να χτυπήσει, να χτυπηθεί. Ωστόσο, καταπίνει την οργή του. Σκέφτεται τα πυρετικά μάτια της Μάγιας του, τα φωτεινά της Μελίνας που πάντοτε τον τύλιγαν με τόση ζεστασιά και λίγο γαληνεύει. «Είσαι ο άγγελός μου», της ψιθυρίζει τελικά. «Είσαι ο άγγελός μου», της λέει, κι από τα βάθη της ψυχής του το εννοεί.
«Κι εσύ ο δικός μου, Φώτη. Κι εσύ ο δικός μου. Κι ας μην το κατάλαβες ποτέ. Πάντα σε αγαπούσα, αλλά όχι πάντα φιλικά», απαντά εκείνη σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, για να συνέλθει αμέσως και ν’ αφήσει ένα εκκωφαντικό, ωχ όχι, να ξεφύγει απ’ τα στήθια της. Ξεχάστηκε! Και καθώς ξεχάστηκε του είπε εκείνο που δεν τόλμησε, τουλάχιστον στον ίδιο, να παραδεχτεί ποτέ. Και τώρα. Τώρα τους πνίγουν οι σιωπές. Εκείνος κοιτάει αμήχανα τα χέρια του, εκείνη τον απέναντι τοίχο με το στερεότυπο καδραρισμένο λευκό οικοτοπίο κάποιου νησιού. Τους χωρίζουν τα χιλιόμετρα, τα σύρματα, τα γεγονότα. Τους ενώνουν η κοινή ζωή τους του χθες και τα κενά του χρόνου.
«Από πότε;» Μίλησε πρώτος εκείνος.
«Όπως σου είπα: από πάντα. Κι εσύ τίποτα δεν κατάλαβες…»
«Γιατί μήπως κατάλαβες εσύ;»
«Τότε…»
«Για τα γέλια είμαστε, Μελίνα, και για τα κλάματα. Όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Αλλά εμείς οι βλάκες κοιτούσαμε δίχως να βλέπουμε. Κι έπρεπε να… Ω, διάολε, θέλω να χτυπήσω κάποιον, να σπάσω κάτι. Είμαι τόσο οργισμένος, ψυχή μου. Τόσο οργισμένος…»
«Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ οργισμένη είμαι, αλλά όχι με τους άλλους. Με μένα την ίδια. Αν ήξερα… Ωστόσο τώρα είναι αργά. Μακάρι να ήτανε τα πράγματα αλλιώς, αλλά δεν είναι. Κάποια απ’ αυτά δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Ας αλλάξουμε λοιπόν αυτά που μπορούμε. Τουλάχιστον…» Άφησε την πρότασή της στη μέση, αλλά εκείνος δεν την άφησε να πέσει κάτω. Την άρπαξε στον αέρα και της την επέστρεψε.
«Τουλάχιστον τι;»
«Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε. Θα μας μείνει όμως αιώνιος βραχνάς, το πώς θα ήταν αν… Αλήθεια, πώς θα ήταν; Δε σε ρωτώ, απλά αναρωτιέμαι».
«Ποιος μπορεί να πει; Κανείς! Κανείς δεν ξέρει. Έχω δει όλα τα δεδομένα στη ζωή μου να ανατρέπονται, όλες τις σιγουριές να συντρίβονται, τα όμορφα όλα να χάνονται. Δεν μπορώ να σου πω πώς θα ήταν, Μελίνα. Θα προσπαθούσα όμως, κι αυτό μπορώ να στο πω με σιγουριά, να κάνω το καλύτερο, να σου χαρίσω όλη την αγάπη που σου αξίζει».
«Γιατί δεν τόλμησα τότε;»
«Για τον ίδιο λόγο που δεν τόλμησα ούτε κι εγώ. Φοβήθηκες. Κι οι δυο φοβηθήκαμε. Φοβηθήκαμε ότι το όνειρο θα έβγαινε αληθινό και δε θα ξέραμε τι να κάνουμε μετά».
«Ξέρεις, όταν σε σκεφτόμουνα τότε, ή όταν ήμουνα κοντά σου μα δεν με παρατηρούσες, πού και πού έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να σε φανταστώ σαν τον πατέρα των παιδιών μου. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Ήσουνα πολύ ελεύθερος εσύ, έδειχνες ατίθασος πολύ, δεν μπορούσα να σε φανταστώ οικογενειάρχη».
«Έτσι ήμουνα. Κι ίσως να είμαι τουλάχιστον λίγο έτσι ακόμη. Αλλά ο ερχομός της Μάγιας στη ζωή μου με άλλαξε, μ’ έκανε ν’ αγαπήσω όλα τα παιδιά στο πρόσωπό της και πήρα κι εγώ κάθε τόσο να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα κάποια μέρα να γίνω πατέρας. Ο χρόνος, βλέπεις…»
«Ο χρόνος! Μπορεί να μη γιατρεύει τις πληγές, αλλά τουλάχιστον τις βγάζει στο φως, σου επιτρέπει να τις δεις καθαρά, να τις ξύσεις απαλύνοντας τον πόνο».
«Έτσι είναι. Ποιος να μου το έλεγε ότι κάποια μέρα θα είχα αυτή τη συζήτηση μαζί σου. Το υποψιαζόμουνα, αλλά ανίδεος ήμουν, όπως κι εσύ».
«Όπως κι εγώ. Ίσως ν’ ακουστεί παράδοξο κάτω από τις παρούσες συνθήκες αυτό που θα σου πω, Φώτη, αλλά θα στο πω: χαίρομαι. Χαίρομαι που βγήκε το μυστικό στη φόρα. Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου».
«Σε καταλαβαίνω. Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ. Αν δεν ήταν αυτή η καταραμένη η μοίρα…»
«Μη λες τίποτ’ άλλο. Ας τ’ αφήσουμε εδώ. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πάρω τα λεφτά στα χέρια μου σύντομα και όταν περάσει η μπόρα είμαι σίγουρη ότι θα έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεσή μας να μιλήσουμε».
«Αν περάσει η μπόρα. Αν…»
«Θα περάσει, αγάπη μου. Θα περάσει…»
«Μακάρι».
Βγάζει μια φωτογραφία της μικρής απ’ την τσέπη του και την κοιτάει για ώρα πολλή έντονα, επίμονα, με ένα βλέμμα που στάζει οδύνη και αγάπη απέραντη. Θα μπορούσες να είσαι κόρη μου, ψιθυρίζει στο μοναχικό άνεμο του βουνού, που τώρα μοιάζει βουβός, ξεψυχισμένος, συνένοχος στη θλίψη του. Ναι, θα μπορούσε να είναι κόρη του, κόρη τους, αλλά δεν είναι. Αδελφούλα του είναι, το πιο γλυκό ατύχημα, όπως έλεγαν οι γονιοί τους, και εδώ και καιρό κόβει βόλτες στο κατώφλι του θανάτου. Χαϊδεύει με δάχτυλα που τρέμουν απ’ το παράπονο και τη συγκίνηση το προσωπάκι που του χαμογελά απ’ τη φωτογραφία, φιλά με τρυφερότητα περισσή το αποτυπωμένο στο χαρτί μέτωπο, ανασαίνει πάνω σ’ αυτό την αγάπη του, το αποχαιρετά, αποχαιρετά εκείνη: αντίο, Μαγιούλα μου. Αντίο και σ’ ευχαριστώ απ’ της ψυχής μου τα βάθη που υπάρχεις. Στην τσέπη του πουκαμίσου του, στο μέρος της καρδιάς, τοποθετεί προσεκτικά εκείνο το πλάνο, το αλάνθαστο ντοκουμέντο μιας αλλοτινής ευτυχισμένης ζωής, και σηκώνει αποφασιστικά το βλέμμα για ν’ αντικρίσει τον ήλιο, που ετοιμάζεται να βασιλέψει πάνω από ένα θλιμμένο για τον ίδιο, αλλά ελπιδοφόρο για την αδελφή του τοπίο. Τι όμορφο, σκέφτεται καθώς το κοιτά με θαυμασμό. Τι όμορφο, σκέφτεται και χαμογελά. Όπως κι εκείνη. Εκείνη. Η Μελίνα. Πρέπει να την πάρει τηλέφωνο. Θέλει ν’ ακούσει τη φωνή της για τελευταία φορά. Όχι, δε θα της πει την αλήθεια. Όχι. Απλά θα της μιλήσει και θα την ακούσει. Βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη και για μια στιγμή μένει ακίνητος, σα μαρμαρωμένος. Δεν πιάνει σήμα. Αλλά πώς να πιάσει κιόλας στην ερημιά που βρίσκεται; Ένα χαμόγελο πικρό, σαν γκριμάτσα, του παραμορφώνει το πρόσωπο. Ακόμη και τώρα, ψιθυρίζει, μη μπορώντας κι ο ίδιος να το πιστέψει. Ακόμη και τώρα, οι μοίρες γελάνε στην πλάτη του…
Επιτέλους εγκρίθηκε το δάνειο. Εγκρίθηκε. Έχει την επιταγή στα χέρια της. Θέλει να πετάξει απ’ τη χαρά της, στ’ αλήθεια να πετάξει. Τώρα όλα θα πάνε καλά. Όλα! Πρέπει να πει τα νέα στον Φώτη, τώρα αμέσως. Πρέπει να τρέξει να τον συναντήσει και να του δώσει τα λεφτά. Τον παίρνει τηλέφωνο. Δε χτυπά. Τον ξαναπαίρνει. Τον ίδιο. Πού να είναι άραγε, αναρωτιέται. Α, ναι, στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο. Θα έχει το κινητό του κλειστό. Αναστενάζει με ανακούφιση. Θα πάρει άδεια το απόγευμα και θα σπεύσει να τον συναντήσει εκεί. Ω, νιώθει τόσο χαρούμενη τώρα. Είναι τόσο ευτυχισμένη που θέλει ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο όλο.
Σκέφτεται. Τον σκέφτεται. Σκέφτεται τους δυο τους μαζί. Ελκυστική η εικόνα, αλλά… Αλλά δεν έχει σκοπό να διαλύσει την οικογένειά της. Τον αγαπούσε, τον αγαπά και θα τον αγαπά, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κώστας… Ο Κώστας είναι ο άντρας της. Τα παιδιά της είναι και δικά του παιδιά. Δε λέει…
Ω, δεν αντέχει πια εκεί, νιώθει να πνίγεται. Πρέπει να φύγει αμέσως, να πάει στο νοσοκομείο και να τον συναντήσει στη στιγμή. Πετάγεται απ’ τη θέση της, σαν ελατήριο, και φεύγει τρέχοντας σχεδόν απ’ το γραφείο δίχως να πει τίποτα σε κανένα. Είναι ώρα αιχμής, δε θα πάρει το αμάξι της, καλύτερα με το μετρό. Κατεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά στο σταθμό του Συντάγματος και διασχίζει σα σίφουνας το χώρο. Δεν προσέχει τον κόσμο γύρω της, δε δίνει σημασία καμιά στα επιτιμητικά βλέμματα. Βιάζεται, και σ’ όποιον αρέσει.
Βγαίνει έξω σ’ έναν ήλιο εκκωφαντικό και μια ζέστη αφόρητη. Έχει πολύ περπάτημα ακόμη. Τα βήματά της γοργά, τη φέρνουν όλο και πιο κοντά σ’ εκείνον, στης αδελφής του τη σωτηρία.
Φτάνει επιτέλους στον προορισμό της. Την κατευθύνουν στο δωμάτιο που ψάχνει, όπου μπαίνει σιγοπατώντας. Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνη πια. Κοιτάει γύρω της. Η μικρή, ένας άγγελος που κοιμάται αδύναμα στο κρεβάτι, η μάνα της κι ο πατέρας. Ο Φώτης πουθενά. Τους πλησιάζει.
«Γεια σας, η Μελίνα είμαι, αν με θυμάστε».
«Σε θυμόμαστε, κόρη μου. Σε θυμόμαστε», της απαντά ψιθυριστά η γυναίκα.
«Ο Φώτης;»
«Δεν ξέρουμε που είναι. Έχουμε να τον δούμε από χθες το βράδυ».
Δεν ξέρει τι άλλο να τους πει και τι να τους ρωτήσει. Έτσι, τους παραδίδει απλά το φάκελο με την επιταγή και κάνει να φύγει.
«Τι είν’ αυτό, Μελίνα μου», τη ρωτάει η μάνα.
«Τα λεφτά για την εγχείρηση της μικρής», απαντά μ’ ένα μικρό χαμόγελο, τους γυρνά αβίαστα την πλάτη και παίρνει γρήγορα να απομακρύνεται. Επιφωνήματα χαράς μεγάλης ακολουθούν για λίγη ώρα το κάθε της βήμα.
Φοράει το κράνος, καβαλά τη μοτοσικλέτα του, την ξεκινά και παίρνει να κατεβαίνει το βουνό σαν οργισμένος βοριάς, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σε μια στροφή του δρόμου, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει, χάνει τον έλεγχό της κι εκτοξεύεται απ’ τη σέλα, για να καταλήξει μια στιγμή μόλις μετά νεκρός σ’ ένα γκρεμό. Στα χείλη του μοιάζει να έχει πάρει μορφή ένα αχνό χαμόγελο. Λες και δεν έχει ήδη αφήσει πίσω του το μάταιο ετούτο κόσμο. Λες και έχει ακόμη τις αισθήσεις του κι αναλογίζεται με ικανοποίηση ότι: όλα πήγαν καλά. εγώ πεθαίνω, αλλά η Μάγια θα ζήσει! Ναι, η Μάγια θα ζήσει, αφού τα λεφτά που θα εισπράξουν οι γονείς του από την ασφάλεια ζωής που του έκανε χρόνια πριν η Μελίνα, θα είναι αρκετά για να τη μεταφέρουν στο εξωτερικό και να κάνει την εγχείρηση που έχει ανάγκη. Αρκετά για ν’ αναρρώσει, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να ζήσει κι αυτή κάποιες ονειρικές στιγμές, μερικές μεγάλες συγκινήσεις. Έκανε εκείνο που έπρεπε, το καθήκον του. Κράτησε την υπόσχεσή του. Χρειάστηκε να πληρώσει ένα τίμημα ακριβό για να πετύχει το στόχο του, αλλά τι μ’ αυτό! Η θυσία του δε θα πάει χαμένη.
Η εικόνα κλεμμένη από εδώ
«Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει άλλη λύση».
«Ναι, ρε συ. Το έψαξα. Τόσο καιρό το ψάχνω, αλλά τίποτα. Μόνο λόγια. Μόνο υποσχέσεις…».
«Καλά. Δε μου λες και κάτι καινούριο, αλλά έλπιζα…»
«Εγώ δεν ελπίζω τίποτα πια».
«Έλα τώρα, όλο και κάτι μπορεί να γίνει. Θα βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ».
«Σ’ ευχαριστώ, Μελίνα, σ’ ευχαριστώ καλή μου, αλλά ούτε κι εσύ μπορείς να κάνεις κάτι αυτή τη φορά. Τα λεφτά που απαιτούνται είναι πολλά. Δεν έχουμε και κάνα σπίτι να βάλουμε υποθήκη βλέπεις. Όπου φτωχός κι η μοίρα του, που λένε».
Χαμογελά. Πικρά. Κι εκείνη απλά κάθεται εκεί και τον κοιτάει. Δεν ξέρει με τι λόγια, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο, πώς να σηκώσει το βάρος απ’ τους ώμους του. Είναι δυνατός, πάντα ήταν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται αυτό το τελευταίο χτύπημα της μοίρας του έκοψε τα πόδια, τον έκανε να χάσει οριστικά πια τη θέλησή του για ζωή. Αν… Αν του έλεγε τότε πόσο τον αγαπούσε; Αν δεν τον άφηνε να της φύγει; Αν… Θα ήταν αλλιώς τότε τα πράγματα; Μάλλον όχι. Ίσως να τον έσωζε την πρώτη φορά, αφού η ιστορία θα γραφόταν σίγουρα αλλιώς, αλλά αυτή τη δεύτερη... Τώρα θέλει να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει γλυκά στο στόμα, όπως πάντα ονειρευόταν, όμως γι’ αυτό είναι πια αργά. Βρήκε κάποιον άλλον άντρα, τον αγάπησε, τον παντρεύτηκε, έχει και δύο μικρά παιδιά μαζί του, δεν μπορεί, δε θα μπορούσε ποτέ να τον απατήσει. Έτσι κι αλλιώς το σεξ τίποτα δε θ’ άλλαζε, θα ξεδιψούσε μοναχά τους δικούς της πόθους, αλλά σ’ εκείνον δε θα προσέφερε ποτέ αυτό που ζητούσε. Τελικά…
«Πάμε να πιούμε. Κερνάω εγώ», του λέει χαμογελώντας λυπημένα.
«Πάμε», απαντάει εκείνος.
Είναι καλοκαίρι. Η νύχτα υγρή και ζεστή, αλλά πού και πού ένα αεράκι φυσάει τη δροσιά του, χαρίζοντάς τους το δικό του χάδι. Κάθονται στην ταρατσούλα ενός παλιού μπαρ και παρατηρούν σχεδόν αμίλητοι τον κόσμο να περνάει κάτω απ’ τα πόδια τους και τους άλλους θαμώνες. Κι όμως, η ζωή συνεχίζεται, σκέφτεται εκείνος, και δεν προλαβαίνει να συγκρατήσει το δάκρυ προτού γλιστρήσει απ’ τα μάτια του. Το σκουπίζει αβίαστα. Φέρνει τα δάχτυλα στο στόμα και το γεύεται. Αυτή είναι η γεύση του θανάτου, αναρωτιέται. Νιώθει ένα χέρι να παίρνει απαλά το δικό του, ακούει τη φωνή της να του ψιθυρίζει στ’ αυτί, εγώ είμαι εδώ, και τα δάκρυα τρέχουν και πάλι. Λύγισε. Λύγισε πια για τα καλά.
Η Μελίνα του, η μελένια του, αφουγκράζεται τις μέσα του κραυγές, τις νιώθει να της διαπερνούν σώμα και ψυχή, να την κατακλύζουν και θυμάται. Θυμάται τότε που ήταν παιδιά. Τότε που τον πρωτογνώρισε. Η ευαισθησία του, εκείνο ήταν εκείνο το κάτι που την έκανε να τον προσέξει, κι η αγάπη του για τους άλλους. Ήτανε σκληρός στο σώμα, αλλά στα λόγια, στην πράξη όχι. Ποτέ του δε χαλούσε χατίρι σε κανένα. Ποτέ δεν μπλέχτηκε σε καυγάδες. Ποτέ δεν είπε λόγο κακό για κανένα. Με άγιο έμοιαζε. Μ’ ένα άγιο έφηβο, μα ποτέ οργισμένο. Μ’ ένα άγιο…
«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Θυμόμουνα τα παλιά. Τότε που γνωριστήκαμε. Ο ίδιος είσαι, όπως και τότε. Εσύ δεν έχεις αλλάξει καθόλου».
«Άλλαξα, Μελίνα. Πώς δεν άλλαξα! Όλοι αλλάξαμε. Γίναμε λίγο πιο σοφοί, κάναμε περισσότερα λάθη, πάθαμε, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι μάθαμε».
«Για την ψυχή σου μιλώ».
«Μαύρη είναι τώρα, ενώ τότε…»
«Η ίδια είναι, μοναχά ρούχα άλλαξε. Και τότε ήσουνα πρόθυμος να κάνεις θυσίες για τους άλλους, το ίδιο και τώρα. Εσένα η ζωή δε σ’ έκανε σκληρό, κυνικό σαν κι εμάς».
«Η ζωή με σκότωσε…»
«Κι όμως είσαι ακόμη εδώ!»
«Όχι για πολύ…»
Είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι αμέσως μετάνιωσε για τις τρεις αυτές λέξεις. Γιατί; Γιατί της το έκανε αυτό; Γιατί της φόρτωνε τον πόνο του;
«Συγγνώμη. Δεν ήθελα…»
Έβαλε το δείχτη του δεξιού της χεριού στα χείλη του, δεν τον άφησε να συνεχίσει. Δεν έπρεπε να απολογείται για τίποτα, δεν έκανε κάτι κακό. Άφησε τα δάκρυά της να κυλούν ελεύθερα στα μάγουλα, να της ποτίζουν με αλμύρα το μπλουζάκι, και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Έμεινε για λίγη ώρα εκεί ακούγοντας τους χτύπους της καρδιάς του να τυμπανίζουν μέσα της.
«Είσαι τρελή, το ξέρεις;» τη ρώτησε με το που σήκωσε το κεφάλι της.
«Όχι όσο θα ήθελα», απάντησε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. «Όχι όσο θα ήθελα. Και τώρα μετανιώνω…»
«Για τι;»
«Για όλ’ αυτά που δεν έκανα!»
«Μα νόμιζα ότι ήσουν ευτυχισμένη».
«Είμαι. Αλλά όπως σου είπα και πιο πριν, όχι όσο θα ήθελα. Αν ήμουνα πιο τρελή, σε εισαγωγικά, θα ήμουνα και πιο ευτυχισμένη. Αλλά…»
«Ο Κώστας;»
«Μια χαρά είναι ο Κώστας. Καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος, καλός πατέρας. Αλλά… Αλλά… Κάτι του λείπει, ή ίσως και κάτι να λείπει σε μένα. Κάτι που δεν μπορώ να ορίσω. Ίσως να φταίει το ότι είναι άνθρωπος της συνήθειας. Ίσως να φταίει και το ότι εγώ δεν έζησα αρκετά προτού τρέξω να παντρευτώ και ν’ αποκτήσω οικογένεια».
«Μετάνιωσες;»
«Και ναι και όχι. Από τη μια είμαι μ’ αυτό τον υπέροχο άνθρωπο, με τον οποίο έχω αποκτήσει δυο πανέμορφα παιδιά, αλλά από την άλλη…»
«Ίσως θα μπορούσαν να περιμένουν;»
«Ναι!»
«Είναι παράξενη η ζωή, Μελίνα, ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει. Ίσως, στην τελική, το σωστό και το λάθος να μην υπάρχουν. Ίσως τα πράγματα να είναι όπως είναι, απλά επειδή έτσι πρέπει να είναι».
«Εσύ δε μετανιώνεις για κάτι;»
«Περισσότερο γι’ αυτά που μου πήρε η ζωή και γι’ αυτό που δε θα προλάβει να μου πάρει, παρά γι’ αυτά που δεν έζησα ή που δεν έκανα».
Τον κοιτάει για λίγο αμίλητη. Παρατηρεί το ραγισμένο καστανό των ματιών του. Βλέπει τη φλόγα να καίει ακόμη μέσα εκεί, αλλά πιο αδύναμη παρά ποτέ. Μοιάζει έτοιμη από στιγμή σε στιγμή να σβήσει. Θα της φύγει, της το λέει, τον πιστεύει, θα της φύγει κι ας μην ήτανε δικός της ποτέ. Πώς θα είναι η ζωή μετά από αυτόν; Πώς; Η εικόνα του και μόνο κάποτε την έκανε να χαμογελά, η απουσία του πόσα δάκρυα θα της χαρίσει; Μείνε, θέλει να του φωνάξει. Μείνε. Αλλά, ο χρόνος κυλά αμείλικτος και ξέρει ότι δε θα την ακούσει. Πρέπει να φύγει. Πρέπει. Αλλά, γιατί διάολε, γιατί;
Εικόνες από το χθες παρελαύνουν μέσα του, κάνουν στην ψυχή του κατάληψη και του κλείνουν ερμητικά τα μάτια σ’ ετούτο τον κόσμο τον απτό, τον σκληρό, του θυμίζουν χαμόγελα πλατιά και παλιά, εμπειρίες υπέροχα μοναδικές. Ναι, ήταν τυχερός, όμορφη πολύ υπήρξε η ζωή του, όχι σαν παραμύθι, αλλά όμορφη. Έζησε πολλά, πολλά έκανε, πήγε σε πολλά μέρη και γνώρισε ανθρώπους πολλούς. Ανάμεσά τους ήταν κι Εκείνη. Εκείνη! Ο μεγάλος του έρωτας, ο ονειρικός, που του χάρισε στιγμές ευτυχίας αφάνταστης, ο οποίος όμως δεν κράτησε για πολύ – ήταν μια νύχτα της Άνοιξης, μια από τις πιο όμορφες, που μύριζαν νέα ζωή, όταν ένας μεθυσμένος οδηγός τον παρέσυρε βιαστικά στο διάβα του, στέλνοντας Εκείνη στον άλλο κόσμο, κι αυτόν στης ψυχής τα τάρταρα. Ωστόσο, επιβίωσε…
«Μην το κάνεις, και στο υπόσχομαι, θα βρω εγώ τη λύση».
«Δε με παίρνει ο χρόνος, Μελίνα».
«Πόσο καιρό έχεις;»
«Το πολύ ένα μήνα, μετά δε γίνεται τίποτα. Θα είναι πια πολύ αργά».
«Ένα μήνα;»
Παρέμεινε να τον κοιτάει με απορία. Ένα μήνα; Πώς να βρει τόσα λεφτά σ’ ένα μήνα; Ίσως αν… Αλλά όχι. Όχι! Αυτό δεν είναι σωστό. Αλλά, πώς άλλως; Είναι μεγάλη ανάγκη. Θα τα ζητήσει απ’ τον Κώστα. Σίγουρα δε θα της πει όχι. Αν της πει όμως; Αν της πει; Τότε… Ω, δε θέλει να σκέφτεται το τότε. Φοβάται. Τώρα φοβάται όχι μόνο για κείνον, αλλά και γι’ αυτή την ίδια. Θα τον σκοτώσω αν μ’ αρνηθεί, σκέφτεται, θα τον σκοτώσω. Ναι, μέχρι και στο φόνο θα έφτανα για σένα φίλε μου. Αγάπη μου. Φίλε μου…
«Θα ζητήσω τα λεφτά απ’ τον Κώστα. Δε νομίζω να μου αρνηθεί».
«Δε θέλω να φορτώνομαι στους άλλους, Μελίνα. Γιατί να τον φέρεις σε δύσκολη θέση; Και γιατί να μπεις σε τέτοια θέση εσύ; Δικό μου είναι το πρόβλημα. Δε θέλησα να σε συναντήσω για να μου το λύσεις, αλλά απλά για να πω ό,τι έχω πω, για να εξηγήσω τα γιατί μου προτού…»
«Σκάσε, βλάκα. Να σε βοηθήσω θέλω, όχι να σε ακούσω. Τις δικαιολογίες σου τις ξέρω και είναι, δυστυχώς, σοβαρές, απλά δεν μπορώ να σε αφήσω να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι. Δε θα συγχωρούσα τον εαυτό μου μετά».
«Έκανα λάθος που σε κάλεσα, καλή μου. Δεν έπρεπε. Τώρα το βλέπω. Είναι που είσαι η καλύτερή μου φίλη, πάντα ήσουνα. Περίμενα να με καταλάβεις».
«Μα σε κατάλαβα. Σε καταλαβαίνω. Απλά σου λέω ότι το πρόβλημά σου θα μπορούσε ίσως να λυθεί διαφορετικά. Δεν υπάρχει λόγος να φτάσεις στα άκρα».
«Λόγος υπάρχει. Αν υπάρχει ωστόσο μια εναλλακτική επιλογή ευχαρίστως να την επιλέξω αυτή. Ξέρεις ποιο είναι το αστείο της υπόθεσης;»
«Το αστείο; Ποιο αστείο;» Παρέμεινε για μια στιγμή να τον κοιτά απορημένη, κι είδε για μια στιγμή να εμφανίζεται στα χείλη του ένα αχνό, φευγαλέο χαμόγελο.
«Ότι είτε έτσι είτε αλλιώς εσύ είσαι αυτή που θα σώσει την κατάσταση. Αν δε με έπειθες τότε να…»
«Μη μου το θυμίζεις. Μη! Με κάνεις να νιώθω χειρότερα τώρα. Αν ήξερα…»
«Κανείς δεν ήξερε. Να όμως που τόσα χρόνια μετά μπορεί να οδηγήσει σε κάτι καλό».
«Καλό το αποκαλείς αυτό που σκέφτεσαι να κάνεις».
«Ναι, καλό. Και μην ξεχνάς ότι σκέφτομαι να το κάνω, δεν το έκανα ακόμη. Θα ήθελα να μου υποσχεθείς κάτι όμως».
«Τι;»
«Υποσχέσου μου πρώτα».
«Μα πώς να σου υποσχεθώ αν δεν ξέρω τι είναι αυτό που ζητάς;»
«Υποσχέσου…»
«Όχι!»
«Υποσχέσου, Μελίνα μου. Υποσχέσου. Σε παρακαλώ…» Οι λέξεις του μοιάζουν να στάζουν ικεσία κι αυτή δεν μπορεί πια να του κάνει τη δύσκολη. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος θα έβρισκε τρόπο να την πείσει.
«Καλά. Υπόσχομαι. Τι, όμως;»
«Ότι αν τελικά δε βρεθεί άλλη λύση, αν δε βρεθούν τα χρήματα, θα βάλεις αμέσως, με το που θα μάθεις τα νέα, μπροστά τις διαδικασίες. Αλλιώς θα πάνε όλα χαμένα…»
Την παγίδεψε! Την παγίδεψε ο μπαγάσας, την παγίδεψε. Και τώρα τι; Και τώρα πώς; Πώς να πάρει το λόγο της πίσω; Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί. Αδύνατον. Θέλει να του βάλει τις φωνές, να τον βρίσει, να σηκωθεί απ’ την καρέκλα και με οργή και δύναμη πολλή να τον χτυπήσει. Αλλά, δε θα το κάνει. Τον αγαπάει τόσο. Και τον ξέρει τόσο καλά. Δεν υπάρχει λόγος να του εναντιώνεται. Ο Κώστας, μόνο αυτός μπορεί να σώσει την κατάσταση. Μα τώρα, ας του πει αυτό που θέλει ν’ ακούσει.
«Μου την έφερες, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ. Στο υπόσχομαι. Θέλω κι εγώ να μου υποσχεθείς όμως ότι δε θα κάνεις κάτι βιαστικά. Περίμενε, αν μπορείς, μέχρι την τελευταία στιγμή. Ίσως γίνω η από μηχανής θεά σου…» Του χαμογέλασε λυπημένα.
«Μα είσαι ήδη η θεά μου, ή η μάγισσα με τα δώρα. Το φωτεινό αστέρι μου…»
«Πάψε. Μη μιλάς άλλο…»
«Ό,τι θέλει η κυρία», της είπε εκείνος πειραχτικά, για να σκάσουν και οι δύο μεμιάς στα γέλια, ανασηκώνοντας για μια στιγμή το σκοτεινό πέπλο της θλίψης τους.
Πέρασε η ώρα. Πέρασε βαρύθυμα και γοργά. Πήραν το δρόμο για το σταθμό του μετρό. Για να πάρει εκείνη το δρόμο για το σπίτι της, για την οικογένειά της, κι εκείνος, ποιος ξέρει για πού. Πάντως στο σπίτι δε θέλει να πάει. Νιώθει να πνίγεται εκεί, λες και είναι μικρό και αποπνιχτικό σαν μπουντρούμι. Μάλλον θα πάρει τους δρόμους. Κι όπου τον βγάλει.
«Τι σκέφτεσαι;» τον βγάζει εκείνη απ’ το μέσα του.
«Ω, τίποτα. Απλά, το που θα πάω μετά».
«Πού;»
«Δεν ξέρω. Θα πάρω το δρόμο και…»
«Γιατί δεν πας…»
«Όχι, δεν μπορώ να πάω στο σπίτι. Είναι…»
«Καλά. Κατάλαβα. Όπου σε βγάλει λοιπόν».
«Τον Κώστα δεν τον πειράζει που ήρθες νυχτιάτικα να με συναντήσεις;»
«Όχι. Με εμπιστεύεται. Και σ’ εμπιστεύεται και σένα. Μού το είπε από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισε. Είναι καθαρό το βλέμμα σου, είπε. Αν το έβλεπε τώρα…»
«Και τώρα στο βάθος καθαρό είναι, Μελίνα. Απλά το περίβλημά του είναι κάπως υγρό, λίγο θολό».
«Η ομίχλη της ζωής;»
«Ποιητικό!»
Τον κρατάει απ’ το χέρι καθώς περπατάνε με το ίδια αργόσυρτα βήματα για το σταθμό. Γύρω τους ακούγονται χαρούμενες φωνές, μουσικές, ψίθυροι, ενώ ένα χλωμό φεγγάρι προσπαθεί απεγνωσμένα να προβάλει ανάμεσα απ’ τα κτήρια που όλο και πληθαίνουν. Το χέρι του είναι ιδρωμένο, αλλά το άγγιγμα του απαλό, εφαρμόζει λες τέλεια στην παλάμη της. Του ρίχνει κλεφτές ματιές. Τα μακριά μαύρα κυματιστά μαλλιά του, το μουσάκι του που πήρε να μεγαλώνει, τα μάτια που μοιάζουν να κοιτάνε στο πουθενά. Είναι δικός μου, σκέφτεται, αλλά δεν είναι, και το ξέρει. Δε μοιάζει πια να ανήκει εκεί, δε φαίνεται να περπατά σ’ αυτό τον κόσμο. Εκείνος σταματά απότομα να περπατά, φρενάροντας κι αυτή και τις σκέψεις της, και της δείχνει κάτι.
«Για δες», της λέει μ’ ένα βλέμμα ξάφνου φωτεινό, θαυμαστικό. Ένα ζευγάρι γερόντων κάθεται εκεί, ανάμεσα στο πλήθος των νέων, κι ο άντρας αγκαλιάζει τη γυναίκα προστατευτικά καθώς απολαμβάνουν το παγωτό τους. «Θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι έτσι ακριβώς με φανταζόμουνα να είμαι κάποια μέρα; Να γεράσω δηλαδή μ’ αυτήν που αγαπώ και να κάνω ό,τι ακριβώς κάνουν τώρα αυτοί οι δύο!»
Δάκρυσε η Μελίνα και τα μελένια μάτια της πήραν φωτιά. Τόση αγάπη! Γυρνά προς το μέρος του και τον αγκαλιάζει σφικτά, αποφασιστικά. Τον κλείνει στην αγκαλιά της, χάνεται στη δική του και από μέσα της παρακαλεί η γη να σταματήσει στη στιγμή να γυρίζει. Αλλά, η προσευχή της δεν εισακούεται. Το πάντα της δεν παίρνει σάρκα και οστά. Σε λίγο βρίσκεται σ’ ένα βαγόνι με προορισμό τις γλυκές της συνήθειες. Όσο για κείνον, καβαλά τη μοτοσικλέτα του και χάνεται μέσα στη βουή των δρόμων. Αποφάσισε που θέλει να πάει. Στην ακροθαλασσιά. Να ξοδέψει όλη τη νύχτα συντροφιά με τον ήχο και την ηχώ τον κυμάτων. Ν’ αντικρίσει τον ήλιο να βγαίνει πυρακτωμένος μέσα από τη θάλασσα, σα φλεγόμενη ελπίδα.
Συνέχισε να ζει όπως-όπως, κάπως λειψά, λίγο φτωχικά, κατά βάθος λυπημένα. Κι ύστερα έμαθε και πάλι να χαμογελά απ’ την αρχή – αλλά όχι πλατιά όπως παλιά, μισά, σαν της ζήσης του το ημιτελές. Μέχρι που σα δώρο θεού, σαν ένα πραγματικό θαύμα, έκανε την εμφάνισή της στη ζωή του η Μάγια. Η Μάγια! Αυτός της χάρισε το όνομά της, αφού πίστευε ότι της ταίριαζε, μαγική καθώς ήταν κι η ίδια. Εκείνη τον έφερε πίσω στο φως πεισματικά, με χαμόγελα και φωνές πολλές και με το έτσι θέλω, αλλά δίχως καθόλου να προσπαθήσει. Πώς να προσπαθούσε άλλωστε; Αφού δεν ήταν παρά ένα νεογέννητο παιδί – η μικρή του αδελφή. Από την ημέρα που γεννήθηκε, ένιωσε να ξαναγεννιέται και κείνος. Κι από τότε, από την πρώτη κιόλας στιγμή της δόθηκε, αφοσιώθηκε σ’ αυτή με την ψυχή του όλη. Έγινε της για πολύ καιρό θεοσκότεινης ζωής του ο φάρος. Λες και στο λευκό απαλό της προσωπάκι, λες και πίσω απ’ τα γέλια και τα παιδικά της δάκρυα αναγνώρισε κάποια άλλη, εκείνη που έφυγε. Και τα χρόνια πέρασαν…
«Δεν είναι ότι δε θέλω να βοηθήσω, Μελίνα, θέλω και το ξέρεις, το πρόβλημα είναι ότι το ποσό που μου ζητάς είναι πολύ μεγάλο. Δεν έχουμε μόνο λεφτά, χρωστάμε κιόλας. Και όπως είναι σήμερα τα πράγματα δεν κάνει να παίρνουμε τέτοια ρίσκα».
«Αλλά…» Τι να του πει τώρα; Έχει δίκιο και το ξέρει. Και στο κάτω-κάτω της γραφής γιατί να ξηλωθεί εκείνος για το φίλο της. Αλλά…
«Τι αλλά; Πες μου τι σκέφτεσαι».
«Ε, να, ξέρεις ποιο είναι το τίμημα εδώ. Και ξέρεις ότι αν δεν ήσουν εσύ η τελευταία λύση δε θα σου ζητούσα βοήθεια. Είναι κρίμα να πάει χαμένη μια ζωή για τα άτιμα τα λεφτά. Αυτό ήθελα να πω».
«Τη ζωή τη δική μας την σκέφτηκες; Τις ζωές των παιδιών μας; Πες και βρήκα τα λεφτά. Πες και του τα δώσαμε. Λες να μπορέσει μετά να μας εξοφλήσει; Δεν είναι ότι δεν τον εμπιστεύομαι, απλά είναι τόσο μεγάλο το ποσό που απλά δε θα μπορέσει ποτέ να το επιστρέψει όσο κι αν προσπαθήσει. Είναι σαν να υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας, το καταλαβαίνεις αυτό;»
Το καταλαβαίνει, πώς δεν το καταλαβαίνει. Αλλά υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί και το κάνει. Ωστόσο ο χρόνος περνά αμείλικτα, παίρνοντας μαζί του τις όποιες λύσεις. Λες να προσπαθήσει να πάρει δάνειο απ’ τη δουλειά; Θα της το δώσουν όμως; Ίσως και ναι. Πάνε τόσα χρόνια που δουλεύει εκεί, έχει καλό μισθό, τους πήγε πολλούς πελάτες, ανάμεσά τους και κείνον. Ναι, αυτό θα κάνει.
«Συγγνώμη, Κώστα. Συγγνώμη που σε αναστάτωσα. Μιλάς σωστά. Θα προσπαθήσω να βρω κάποιο άλλο τρόπο να τον βοηθήσω».
«Το κράτος; Κάποια οργάνωση; Η εκκλησία; Δεν μπορεί να βάλει το χεράκι του κάποιος απ’ τους φορείς, ή όπως αλλιώς τους λένε τέλος πάντων;»
«Προσπάθησαν και προσπαθούν να βρουν βοήθεια εδώ και μήνες, αλλά μάταια. Ο ένας τον στέλνει στον άλλο και πάει λέγοντας. Και τώρα έφτασαν στο αμήν. Αν δε βρεθεί κάτι πολύ σύντομα…»
Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Καθόλου δεν προσπάθησε να τα κρύψει. Τα άφησε να κυλούν έτσι γοργά, άηχα, οδυνηρά. Ο Κώστας έσπευσε να την αγκαλιάσει, να την καθησυχάσει, να την πείσει με λόγια που και στα δικά του αυτιά ακούγονταν ψεύτικα ότι όλα θα πάνε στο τέλος καλά. Στο τέλος, Κώστα, θέλει να τον ρωτήσει. Στο τέλος; Τελικά στο τέλος, είτε έτσι είτε αλλιώς, το μόνο που είναι σίγουρο είναι το τέλος.
«Γιατί κλαις, μαμά;» Μια φωνούλα παιδική τη βγάζει απ’ τις σκέψεις, σκοτώνει με τρεις λέξεις προτού καλά-καλά γεννηθεί την οργή της. Σκουπίζει τα μάτια της και συνέρχεται λες αυτόματα. Ξεφεύγει απ’ την αγκαλιά του άντρα της και πηγαίνει σχεδόν τρέχοντας και σηκώνει στην αγκαλιά της την κόρη της, την ανεβάζει ψηλά και με μάτια υγρά της λέει ότι κλαίει από χαρά, απ’ τη χαρά της που τη βλέπει. Κι η μικρή παίρνει να γελά. Κι η θλίψη κρύβεται βιαστικά σ’ ένα ντουλάπι του μυαλού. Θα έρθει να την επισκεφθεί ξανά αργά το βράδυ, όταν θα ξαπλώνει άγρυπνη στο συζυγικό κρεβάτι, όταν θα έχει πια το χρόνο να σκεφθεί ελεύθερα όλ’ αυτά που την απασχολούν, να καταστρώσει τα σχέδια και να πάρει τις αποφάσεις της.
Η μικρή άρχισε αμετάκλητα να μεγαλώνει. Πήρε να περπατά, να μιλά, συνεχώς να ρωτά, χαριτωμένα να απαιτεί και πολλές φορές απ’ τη χαρά της να χορεύει. Κι ύστερα πήγε και σχολείο, όπως όλα τα παιδιά. Αλλά για κείνον τίποτα δεν άλλαξε. Πάντα θα ήταν η μικρή, πάντα θα ήταν η αγαπημένη του, όσος καιρός κι αν περνούσε, όσο κι αν η ζωή τον άλλαζε. Και δε θα ξεχνούσε ούτε και για μια στιγμή την υπόσχεση που της είχε δώσει στα πέντε της χρόνια, μια νύχτα καλοκαιρινή που εκείνη ψήνονταν στον πυρετό: θα θυσίαζα τα πάντα για σένα, της είπε, ακόμη και τη ζωή μου την ίδια. Κι εκείνη μέσα στον πόνο και το οδυνηρό παραμιλητό της, απλά αρκέστηκε να ψιθυρίσει αδύναμα το όνομά του, Φώτη, προτού παραδοθεί και πάλι ολοκληρωτικά στη δίνη της αρρώστιας. Και τώρα… Και τώρα είναι δώδεκα χρονών η Μάγια του και πεθαίνει. Εκείνη δώδεκα χρονών και πεθαίνει, αυτός τριάντα χρονών και ζει. Και θα ζει. Άδικη ζωή, άδικη. Ωστόσο, δε θα την αφήσει να περάσει το δικό της αυτή τη φορά, θα της τη φέρει πισώπλατα, ακριβώς όπως του την έφερε κι εκείνη, θα επιβάλει το δικό του δίκαιο νόμο. Εσύ έζησες πολλά Φώτη, ψιθυρίζει στον εαυτό του, λες και μιλά σε κάποιο ξένο. Εσύ έζησες πολλά, του ξαναλέει λες και προσπαθεί να τον πείσει, κι ας μην πολυπιστεύει ούτε κι ο ίδιος τα λόγια του. Εσύ έζησες πολλά, πεισμώνει, τώρα είναι η σειρά της…
«Δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο, Φώτη, και θα δεις. Θα δεις που θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρουμε. Είναι πολύ μεγάλο το ποσό που χρειάζεσαι κι όπως καταλαβαίνεις…»
Μιλάνε στο τηλέφωνο. Τον πήρε για να του πει τα ευχάριστα νέα. Συζήτησε με το αφεντικό της και μάλλον θα της εγκρίνουν το δάνειο που ζήτησε. Και μόλις γίνει αυτό θα του μεταβιβάσει αμέσως το ποσό. Κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους.
«Σε μεγάλους μπελάδες σε έβαλα Μελίνα. Δεν έπρεπε να το κάνω. Κι εσύ δεν έπρεπε… Δεν έπρεπε…» Κομπιάζει. Οι λέξεις προσπαθούν μα δεν μπορούν να βγουν απ’ τα χείλη του. Δείχνει, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό, έτοιμος να κλάψει. Ακούει την ανάσα του στο ακουστικό, την ακούει βαριά και της πλακώνει το στήθος. Αλλά, δεν του μιλά. Τον αφήνει να ηρεμήσει, να ’ρθει στα συγκαλά του. Προσπαθεί να μιλήσει και πάλι. Και προσπαθεί μάταια. «Δεν έπρεπε…» ψιθυρίζει και μένει ξανά σιωπηλός. Μα από μέσα του βράζει. Είναι οργισμένος πολύ με τις μοίρες, θέλει να τα βάλει με τους θεούς και τους δαίμονες που τον έφεραν ως εδώ, να ξεσπάσει, να βρίσει, να χτυπήσει, να χτυπηθεί. Ωστόσο, καταπίνει την οργή του. Σκέφτεται τα πυρετικά μάτια της Μάγιας του, τα φωτεινά της Μελίνας που πάντοτε τον τύλιγαν με τόση ζεστασιά και λίγο γαληνεύει. «Είσαι ο άγγελός μου», της ψιθυρίζει τελικά. «Είσαι ο άγγελός μου», της λέει, κι από τα βάθη της ψυχής του το εννοεί.
«Κι εσύ ο δικός μου, Φώτη. Κι εσύ ο δικός μου. Κι ας μην το κατάλαβες ποτέ. Πάντα σε αγαπούσα, αλλά όχι πάντα φιλικά», απαντά εκείνη σαν μέσα σ’ ένα όνειρο, για να συνέλθει αμέσως και ν’ αφήσει ένα εκκωφαντικό, ωχ όχι, να ξεφύγει απ’ τα στήθια της. Ξεχάστηκε! Και καθώς ξεχάστηκε του είπε εκείνο που δεν τόλμησε, τουλάχιστον στον ίδιο, να παραδεχτεί ποτέ. Και τώρα. Τώρα τους πνίγουν οι σιωπές. Εκείνος κοιτάει αμήχανα τα χέρια του, εκείνη τον απέναντι τοίχο με το στερεότυπο καδραρισμένο λευκό οικοτοπίο κάποιου νησιού. Τους χωρίζουν τα χιλιόμετρα, τα σύρματα, τα γεγονότα. Τους ενώνουν η κοινή ζωή τους του χθες και τα κενά του χρόνου.
«Από πότε;» Μίλησε πρώτος εκείνος.
«Όπως σου είπα: από πάντα. Κι εσύ τίποτα δεν κατάλαβες…»
«Γιατί μήπως κατάλαβες εσύ;»
«Τότε…»
«Για τα γέλια είμαστε, Μελίνα, και για τα κλάματα. Όλα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Αλλά εμείς οι βλάκες κοιτούσαμε δίχως να βλέπουμε. Κι έπρεπε να… Ω, διάολε, θέλω να χτυπήσω κάποιον, να σπάσω κάτι. Είμαι τόσο οργισμένος, ψυχή μου. Τόσο οργισμένος…»
«Σε καταλαβαίνω. Κι εγώ οργισμένη είμαι, αλλά όχι με τους άλλους. Με μένα την ίδια. Αν ήξερα… Ωστόσο τώρα είναι αργά. Μακάρι να ήτανε τα πράγματα αλλιώς, αλλά δεν είναι. Κάποια απ’ αυτά δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Ας αλλάξουμε λοιπόν αυτά που μπορούμε. Τουλάχιστον…» Άφησε την πρότασή της στη μέση, αλλά εκείνος δεν την άφησε να πέσει κάτω. Την άρπαξε στον αέρα και της την επέστρεψε.
«Τουλάχιστον τι;»
«Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε. Θα μας μείνει όμως αιώνιος βραχνάς, το πώς θα ήταν αν… Αλήθεια, πώς θα ήταν; Δε σε ρωτώ, απλά αναρωτιέμαι».
«Ποιος μπορεί να πει; Κανείς! Κανείς δεν ξέρει. Έχω δει όλα τα δεδομένα στη ζωή μου να ανατρέπονται, όλες τις σιγουριές να συντρίβονται, τα όμορφα όλα να χάνονται. Δεν μπορώ να σου πω πώς θα ήταν, Μελίνα. Θα προσπαθούσα όμως, κι αυτό μπορώ να στο πω με σιγουριά, να κάνω το καλύτερο, να σου χαρίσω όλη την αγάπη που σου αξίζει».
«Γιατί δεν τόλμησα τότε;»
«Για τον ίδιο λόγο που δεν τόλμησα ούτε κι εγώ. Φοβήθηκες. Κι οι δυο φοβηθήκαμε. Φοβηθήκαμε ότι το όνειρο θα έβγαινε αληθινό και δε θα ξέραμε τι να κάνουμε μετά».
«Ξέρεις, όταν σε σκεφτόμουνα τότε, ή όταν ήμουνα κοντά σου μα δεν με παρατηρούσες, πού και πού έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να σε φανταστώ σαν τον πατέρα των παιδιών μου. Ποτέ δεν τα κατάφερα. Ήσουνα πολύ ελεύθερος εσύ, έδειχνες ατίθασος πολύ, δεν μπορούσα να σε φανταστώ οικογενειάρχη».
«Έτσι ήμουνα. Κι ίσως να είμαι τουλάχιστον λίγο έτσι ακόμη. Αλλά ο ερχομός της Μάγιας στη ζωή μου με άλλαξε, μ’ έκανε ν’ αγαπήσω όλα τα παιδιά στο πρόσωπό της και πήρα κι εγώ κάθε τόσο να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα κάποια μέρα να γίνω πατέρας. Ο χρόνος, βλέπεις…»
«Ο χρόνος! Μπορεί να μη γιατρεύει τις πληγές, αλλά τουλάχιστον τις βγάζει στο φως, σου επιτρέπει να τις δεις καθαρά, να τις ξύσεις απαλύνοντας τον πόνο».
«Έτσι είναι. Ποιος να μου το έλεγε ότι κάποια μέρα θα είχα αυτή τη συζήτηση μαζί σου. Το υποψιαζόμουνα, αλλά ανίδεος ήμουν, όπως κι εσύ».
«Όπως κι εγώ. Ίσως ν’ ακουστεί παράδοξο κάτω από τις παρούσες συνθήκες αυτό που θα σου πω, Φώτη, αλλά θα στο πω: χαίρομαι. Χαίρομαι που βγήκε το μυστικό στη φόρα. Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου».
«Σε καταλαβαίνω. Κάπως έτσι νιώθω κι εγώ. Αν δεν ήταν αυτή η καταραμένη η μοίρα…»
«Μη λες τίποτ’ άλλο. Ας τ’ αφήσουμε εδώ. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πάρω τα λεφτά στα χέρια μου σύντομα και όταν περάσει η μπόρα είμαι σίγουρη ότι θα έχουμε όλο το χρόνο στη διάθεσή μας να μιλήσουμε».
«Αν περάσει η μπόρα. Αν…»
«Θα περάσει, αγάπη μου. Θα περάσει…»
«Μακάρι».
Βγάζει μια φωτογραφία της μικρής απ’ την τσέπη του και την κοιτάει για ώρα πολλή έντονα, επίμονα, με ένα βλέμμα που στάζει οδύνη και αγάπη απέραντη. Θα μπορούσες να είσαι κόρη μου, ψιθυρίζει στο μοναχικό άνεμο του βουνού, που τώρα μοιάζει βουβός, ξεψυχισμένος, συνένοχος στη θλίψη του. Ναι, θα μπορούσε να είναι κόρη του, κόρη τους, αλλά δεν είναι. Αδελφούλα του είναι, το πιο γλυκό ατύχημα, όπως έλεγαν οι γονιοί τους, και εδώ και καιρό κόβει βόλτες στο κατώφλι του θανάτου. Χαϊδεύει με δάχτυλα που τρέμουν απ’ το παράπονο και τη συγκίνηση το προσωπάκι που του χαμογελά απ’ τη φωτογραφία, φιλά με τρυφερότητα περισσή το αποτυπωμένο στο χαρτί μέτωπο, ανασαίνει πάνω σ’ αυτό την αγάπη του, το αποχαιρετά, αποχαιρετά εκείνη: αντίο, Μαγιούλα μου. Αντίο και σ’ ευχαριστώ απ’ της ψυχής μου τα βάθη που υπάρχεις. Στην τσέπη του πουκαμίσου του, στο μέρος της καρδιάς, τοποθετεί προσεκτικά εκείνο το πλάνο, το αλάνθαστο ντοκουμέντο μιας αλλοτινής ευτυχισμένης ζωής, και σηκώνει αποφασιστικά το βλέμμα για ν’ αντικρίσει τον ήλιο, που ετοιμάζεται να βασιλέψει πάνω από ένα θλιμμένο για τον ίδιο, αλλά ελπιδοφόρο για την αδελφή του τοπίο. Τι όμορφο, σκέφτεται καθώς το κοιτά με θαυμασμό. Τι όμορφο, σκέφτεται και χαμογελά. Όπως κι εκείνη. Εκείνη. Η Μελίνα. Πρέπει να την πάρει τηλέφωνο. Θέλει ν’ ακούσει τη φωνή της για τελευταία φορά. Όχι, δε θα της πει την αλήθεια. Όχι. Απλά θα της μιλήσει και θα την ακούσει. Βγάζει το κινητό απ’ την τσέπη και για μια στιγμή μένει ακίνητος, σα μαρμαρωμένος. Δεν πιάνει σήμα. Αλλά πώς να πιάσει κιόλας στην ερημιά που βρίσκεται; Ένα χαμόγελο πικρό, σαν γκριμάτσα, του παραμορφώνει το πρόσωπο. Ακόμη και τώρα, ψιθυρίζει, μη μπορώντας κι ο ίδιος να το πιστέψει. Ακόμη και τώρα, οι μοίρες γελάνε στην πλάτη του…
Επιτέλους εγκρίθηκε το δάνειο. Εγκρίθηκε. Έχει την επιταγή στα χέρια της. Θέλει να πετάξει απ’ τη χαρά της, στ’ αλήθεια να πετάξει. Τώρα όλα θα πάνε καλά. Όλα! Πρέπει να πει τα νέα στον Φώτη, τώρα αμέσως. Πρέπει να τρέξει να τον συναντήσει και να του δώσει τα λεφτά. Τον παίρνει τηλέφωνο. Δε χτυπά. Τον ξαναπαίρνει. Τον ίδιο. Πού να είναι άραγε, αναρωτιέται. Α, ναι, στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο. Θα έχει το κινητό του κλειστό. Αναστενάζει με ανακούφιση. Θα πάρει άδεια το απόγευμα και θα σπεύσει να τον συναντήσει εκεί. Ω, νιώθει τόσο χαρούμενη τώρα. Είναι τόσο ευτυχισμένη που θέλει ν’ αγκαλιάσει τον κόσμο όλο.
Σκέφτεται. Τον σκέφτεται. Σκέφτεται τους δυο τους μαζί. Ελκυστική η εικόνα, αλλά… Αλλά δεν έχει σκοπό να διαλύσει την οικογένειά της. Τον αγαπούσε, τον αγαπά και θα τον αγαπά, αλλά μέχρι εκεί. Ο Κώστας… Ο Κώστας είναι ο άντρας της. Τα παιδιά της είναι και δικά του παιδιά. Δε λέει…
Ω, δεν αντέχει πια εκεί, νιώθει να πνίγεται. Πρέπει να φύγει αμέσως, να πάει στο νοσοκομείο και να τον συναντήσει στη στιγμή. Πετάγεται απ’ τη θέση της, σαν ελατήριο, και φεύγει τρέχοντας σχεδόν απ’ το γραφείο δίχως να πει τίποτα σε κανένα. Είναι ώρα αιχμής, δε θα πάρει το αμάξι της, καλύτερα με το μετρό. Κατεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά στο σταθμό του Συντάγματος και διασχίζει σα σίφουνας το χώρο. Δεν προσέχει τον κόσμο γύρω της, δε δίνει σημασία καμιά στα επιτιμητικά βλέμματα. Βιάζεται, και σ’ όποιον αρέσει.
Βγαίνει έξω σ’ έναν ήλιο εκκωφαντικό και μια ζέστη αφόρητη. Έχει πολύ περπάτημα ακόμη. Τα βήματά της γοργά, τη φέρνουν όλο και πιο κοντά σ’ εκείνον, στης αδελφής του τη σωτηρία.
Φτάνει επιτέλους στον προορισμό της. Την κατευθύνουν στο δωμάτιο που ψάχνει, όπου μπαίνει σιγοπατώντας. Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνη πια. Κοιτάει γύρω της. Η μικρή, ένας άγγελος που κοιμάται αδύναμα στο κρεβάτι, η μάνα της κι ο πατέρας. Ο Φώτης πουθενά. Τους πλησιάζει.
«Γεια σας, η Μελίνα είμαι, αν με θυμάστε».
«Σε θυμόμαστε, κόρη μου. Σε θυμόμαστε», της απαντά ψιθυριστά η γυναίκα.
«Ο Φώτης;»
«Δεν ξέρουμε που είναι. Έχουμε να τον δούμε από χθες το βράδυ».
Δεν ξέρει τι άλλο να τους πει και τι να τους ρωτήσει. Έτσι, τους παραδίδει απλά το φάκελο με την επιταγή και κάνει να φύγει.
«Τι είν’ αυτό, Μελίνα μου», τη ρωτάει η μάνα.
«Τα λεφτά για την εγχείρηση της μικρής», απαντά μ’ ένα μικρό χαμόγελο, τους γυρνά αβίαστα την πλάτη και παίρνει γρήγορα να απομακρύνεται. Επιφωνήματα χαράς μεγάλης ακολουθούν για λίγη ώρα το κάθε της βήμα.
Φοράει το κράνος, καβαλά τη μοτοσικλέτα του, την ξεκινά και παίρνει να κατεβαίνει το βουνό σαν οργισμένος βοριάς, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σε μια στροφή του δρόμου, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει, χάνει τον έλεγχό της κι εκτοξεύεται απ’ τη σέλα, για να καταλήξει μια στιγμή μόλις μετά νεκρός σ’ ένα γκρεμό. Στα χείλη του μοιάζει να έχει πάρει μορφή ένα αχνό χαμόγελο. Λες και δεν έχει ήδη αφήσει πίσω του το μάταιο ετούτο κόσμο. Λες και έχει ακόμη τις αισθήσεις του κι αναλογίζεται με ικανοποίηση ότι: όλα πήγαν καλά. εγώ πεθαίνω, αλλά η Μάγια θα ζήσει! Ναι, η Μάγια θα ζήσει, αφού τα λεφτά που θα εισπράξουν οι γονείς του από την ασφάλεια ζωής που του έκανε χρόνια πριν η Μελίνα, θα είναι αρκετά για να τη μεταφέρουν στο εξωτερικό και να κάνει την εγχείρηση που έχει ανάγκη. Αρκετά για ν’ αναρρώσει, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να ζήσει κι αυτή κάποιες ονειρικές στιγμές, μερικές μεγάλες συγκινήσεις. Έκανε εκείνο που έπρεπε, το καθήκον του. Κράτησε την υπόσχεσή του. Χρειάστηκε να πληρώσει ένα τίμημα ακριβό για να πετύχει το στόχο του, αλλά τι μ’ αυτό! Η θυσία του δε θα πάει χαμένη.
Η εικόνα κλεμμένη από εδώ
6 σχόλια:
Οι σιωπές μιλάνε πιο πολύ από τους διαλόγους σε αυτό το διήγημα. Η θυσία κυριολεκτική και αναπάντεχη. Που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο και θολώνει το μυαλό...
τραγικό,
ειρωνικό,
άρα πραγματικό..
η αγάπη που δεν γνωρίζει όρια!
Ο θάνατος για τη ζωή...Κρίμα που έπρεπε να τελειώσει έτσι...Τραγική ειρωνία...
καλημέρα...
H διήγηση ξεχωριστή, πολύ ενδιαφέρων τρόπος γραφής..Χάρηκα που σας ανακάλυψα - έστω και τυχαία- κύριε Φουρουκλά! Ηδη διαβάζω τις γυναίκες της συγνώμης..και πρόσθεσα το blog σας στο δικό μου.
Θα σας παρ-ακολουθώ!
Λεμεσία: Μακάρι να μπορούσα να δώσω ακόμη περισσότερο βάρος στις σιωπές. Μιλάνε πολύ και μιλάνε σωστά συνήθως...
Δοκησίσοφη: Σαν τη ζωή...
Λόγια: Ακριβώς. Πόσοι αγαπάνε έτσι όμως;
Αρτάνις: Δε θα μπορούσε να τελειώσει αλλιώς. Μέρα καλή
Ανάσα: Σ' ευχαριστώ πολύ. Εύχομαι ό,τι το καλύτερο...
Δημοσίευση σχολίου