Γεννήθηκα
εδώ, μεγάλωσα εδώ, και είμαι ξένος. Τι να φταίει; Εγώ; Η μάνα; Σίγουρα όχι ο
πατέρας αφού είναι νεκρός εδώ και χρόνια, προτού ακόμη γεννηθώ.
Σκέφτομαι
πολύ, αφού δεν έχω και πολλά να κάνω. Πηγαίνω στο σχολείο, γυρνώ στο σπίτι και
σκέφτομαι. Κάνω τα μαθήματά μου, πηγαίνω μια βόλτα και σκέφτομαι. Επιστρέφω το
βράδυ, τρώω, ξαπλώνω και σκέφτομαι. Οι μόνες ώρες που δεν σκέφτομαι είναι όταν
κοιμάμαι και όταν παίζω παιχνίδια στο Xbox.
Η
μάνα μου όλο μού λέει ότι πρέπει να προσπαθήσω να κάνω φίλους, αλλά δε μου
είναι εύκολο. Μόνο όταν παίζουμε μπάλα με δέχονται οι άλλοι στην παρέα τους. Κι
οι λίγοι απ' αυτούς, με τους οποίους θα μπορούσα να είμαι φίλος, ζουν μακριά
από εδώ.
Εμείς
μένουμε κοντά στο κέντρο, αφού είναι πιο βολικό για τη μάνα. Από δω μπορεί να
πηγαίνει περπατητή στη δουλειά. Δουλεύει πολλές ώρες και δε βγάζει αρκετά
λεφτά, λέει, αλλά δεν παραπονιέται, θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα.
Ξέρω
τα χειρότερα για τα οποία μιλά. Αυτά που τράβηξαν οι γονείς της, κι οι αδελφές
κι οι αδελφοί της. Πολλά ζόρια. Κανέναν τους δε γνώρισα.
Λίγο
έλειψε να μη γνωρίσω ούτε τη μάνα αφού από θαύμα λέει επέζησε της γέννας μου.
Εγώ δεν πιστεύω στα θαύματα, αλλά δεν της το λέω. Από πείσμα επέζησε. Για μένα.
Είμαι το τρίτο της παιδί. Το πρώτο πέθαινε στη γέννα. Το δεύτερο στα πέντε του
χρόνια. Εγώ γεννήθηκα σχεδόν δέκα χρόνια μετά. Δεν το περίμενα, μού είπε. Δε με
περίμενε.
Αλλά,
της έδωσα μεγάλη χαρά. Και τώρα τις δίνω μικρές λύπες. Καθημερινά.
Στεναχωριέται που με βλέπει μόνο. Εκείνη, που δουλεύει όλη μέρα και κάνει και
τις δουλειές του σπιτιού και φροντίζει και μένα, έχει πολλούς φίλους. Φίλες
δηλαδή. Ίσως και φίλους, δεν ξέρω. Σπάνια έρχεται κάποιος άντρας στο σπίτι μας.
Το
σπίτι μας μάλλον είναι φτωχικό. Δυο μικρές κρεβατοκάμαρες, ένα μικρό σαλόνι,
μια πολύ μικρότερη κουζίνα κι ένα μικροσκοπικό μπάνιο. Είναι σα να ζούμε μέσα
σε μια μινιατούρα σπιτιού. Βλέπω πού και πού κάποια σπίτια στην τηλεόραση και
πολύ ζηλεύω. Αλλά μετά μού περνάει. Αφού η μάνα κάνει ό,τι μπορεί.
Τουλάχιστον
είμαι καλός μαθητής, αλλά όχι ο καλύτερος. Αν και προσπαθώ πάρα πολύ. Είμαι
προσεκτικός μέσα στην τάξη και κάνω πάντα τα μαθήματά μου. Εξάλλου εκτός απ'
αυτά και τα βιντεοπαιχνίδια δεν έχω και τίποτ' άλλο να κάνω.
Θα
ήθελα να έχω ένα κορίτσι, αλλά είμαι πολύ ντροπαλός. Κάθε φορά που προσπαθώ να
μιλήσω σε κάποια νιώθω, δεν ξέρω τι, έναν κόμπο στο λαιμό; Ξεροκαταπίνω,
κοκκινίζω, δε βγάζω λέξη και φεύγω ντροπιασμένος. Αλλά αυτό το παθαίνω μόνο με
τα κορίτσια που μου αρέσουν. Μ' αυτά που δε μου αρέσουν και τόσο μια χαρά τα
καταφέρνω.
Οι
φίλες της μάνας μου με πειράζουν και μού λένε ότι τέτοιο ομορφόπαιδο που 'μαι
πρέπει να έχω πολλές φιλεναδίτσες και γελούν. Δε νομίζω ότι είμαι όμορφος, αλλά
δε με πειράζει κιόλας που λένε ότι είμαι.
Όταν
με ρωτάνε τι θα ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω κι άλλο, αφού είμαι ήδη μεγάλος,
λέω γκαρσόνι, όπως η μάνα μου. Δεν μπορώ να κάνω μεγάλα όνειρα. Όταν ήμουν
μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, μετά δημιουργός παιχνιδιών, μετά
σχεδιαστής ιστοσελίδων και για μια εποχή ηθοποιός. Νομίζω ότι θα γινόμουν καλός
ηθοποιός.
Δεν
ξέρω αν θα σπουδάσω όταν θα τελειώσω το σχολείο. Θέλω να σπουδάσω αλλά η μάνα
μου δε βγάζει αρκετά λεφτά, όπως είπα, οπότε… Έτσι κι αλλιώς ό,τι και να σπουδάσω
στο τέλος θα καταλήξω όπως ο περισσότερος κόσμος. Άνεργος.
Μια
καθηγήτρια στο σχολείο, μια από τις λίγες που συμπαθώ για να είμαι ειλικρινής,
κάθισε δίπλα μου μια φορά που με είδε λυπημένο και με ρώτησε τι έχω. Τα μαύρα
μου τα χάλια είχα, αλλά της είπα ψέματα όπως κάνουν όλοι, ότι δεν είχα τίποτα.
Ούτε καν πυρετό. Δε με πίστεψε φυσικά και μού είπε ότι αν θέλω να μην είμαι
λυπημένος πρέπει να διευρύνω τους ορίζοντές μου. Ναι, ξέρω, μάθε… μάθε… μάθε…
σκέφτηκα, μα δεν το είπα.
Υπάρχουν
πολλοί τρόποι για να διευρύνει κάποιος τους ορίζοντές του. Ακούγοντας μουσική,
παίζοντας, βλέποντας ταινίες, διαβάζοντας, ταξιδεύοντας κτλ. Ακούω μουσική, την
ίδια με τη μάνα μου, αφού την κάνει, όταν δεν τη βλέπω, να δακρύζει και
προσπαθώ ν' ανακαλύψω το γιατί. Παίζω παιχνίδια αλλά στη τιβί κι αυτό δε νομίζω
να με βοηθά. Τις περισσότερες ταινίες τις βαριέμαι, αλλά κάποιες σειρές μού
αρέσουν, όχι ελληνικές όμως - δεν ξέρω το γιατί. Τα μόνα βιβλία που διαβάζω
είναι τα σχολικά και πάλι δεν ξέρω το γιατί. Για ταξίδια δεν έχω λεφτά. Οπότε
οι επιλογές μου είναι λίγες.
Αλλά,
δεν ξέρω, ίσως και να λέω ψέματα στον εαυτό μου. Ίσως να μη θέλω να μάθω άλλα
πράγματα πέρα απ' αυτά που πρέπει, αφού οι περισσότερες από τις νέες ιστορίες
που βλέπω, ακούω, μαθαίνω με στεναχωρούν. Οι πιο λυπητερές είναι οι ιστορίες
της μάνας μου. Της λείπει αυτό κι εκείνο το μέρος, αυτός κι εκείνος ο άνθρωπος
και άλλα πολλά.
Εκείνη
είναι πιο τυχερή από μένα αφού τουλάχιστον ξέρει τι της λείπει, ενώ εγώ δεν έχω
ιδέα - πέρα από τους φίλους φυσικά.
Αν
με ρωτούσε κάποιος τι μου αρέσει πιο πολύ απ' όλα να κάνω, θα του έλεγα: να
περπατώ. Ειδικά το καλοκαίρι περπατώ με τις ώρες, κοντά στη θάλασσα, στο
κέντρο, στα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης. Και πάντα περνώ όσο πιο διακριτικά
μπορώ απ' την καφετερία όπου δουλεύει η μάνα μου, για να τη δω έστω κι από
μακριά, αλλά πάντα κάποιος με εντοπίζει και με χαιρετά. Οπότε αναγκαστικά
πλησιάζω, λέω ένα γεια, μιλώ λίγο με τη μάνα και φεύγω.
Το
παιδί είναι κολλημένο στη φούστα σου της είπε μια γυναίκα μια φορά, αλλά δεν είχε
δίκιο. Πρώτα απ' όλα επειδή η μάνα μου σχεδόν ποτέ δε φοράει φούστα και δεύτερο
απ' όλα επειδή ξοδεύω όσο περισσότερο καιρό μπορώ μαζί της απλά για να μη μένω
μόνος.
Για
να πω την αλήθεια όμως μάλλον δε θα έπρεπε να το κάνω αυτό. Και για να πω και
μια άλλη αλήθεια, το κάνω επειδή φοβάμαι, αφού μόνο αυτήν έχω στον κόσμο όλο.
Εντάξει έχω και κάποιους συγγενείς κάπου μακριά αλλά δεν τους γνώρισα ποτέ.
Μερικές
φορές που χρειάζεται να δουλέψει μέχρι αργά τη νύχτα, δεν κλείνω μάτι. Δεν
ξαπλώνω καν μέχρι ν' ακούσω την πόρτα ν' ανοίγει ό,τι ώρα και να 'ναι. Τότε
σβήνω το φως του δωματίου, πηδώ στο κρεβάτι και χώνομαι μες στα στρώματα και
κάνω ότι κοιμάμαι. Εκείνη περπατά μέχρι την πόρτα μου και με κοιτά για λίγα
λεπτά και κάνει πώς δεν ξέρει ότι δεν κοιμάμαι. Είναι ένα από τα παιχνίδια μας.
Τη φαντάζομαι να χαμογελά στο σκοτάδι.
Είναι
φωτεινό το χαμόγελό της, παρόλα τα βάσανά της. Πρέπει να χαμογελάμε από ευτυχία
μόνο και μόνο γιατί είμαστε ζωντανοί, λέει. Εγώ δε χαμογελώ σχεδόν ποτέ όταν
δεν είναι εκείνη μπροστά. Δεν ξέρω για τι να χαμογελάσω.
Τη
ρώτησα θυμάμαι μια φορά γιατί τα όνειρά μου είναι ασπρόμαυρα και μού είπε:
γιατί η ζωή είναι πολύχρωμη. Εγώ δεν τη βλέπω έτσι. Να, σαν κι αυτό το τετράδιο
μοιάζει στα μάτια μου. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι σελίδες της είναι μαύρες κι
οι γραμμές της λευκές κι όχι το αντίθετο.
Πλησιάζουν
μεσάνυχτα τώρα. Τρίτης. Σε λίγο θα ξεκινήσει να έρθει σπίτι. Σε πολύ λίγο θα
σβήσω το φως, θα ξαπλώσω και θα την περιμένω. Και όταν φτάσει στο πι και φι θα
κοιμηθώ. Κι αύριο… Αύριο θα κάνω ό,τι έκανα σήμερα.
Προδημοσίευση από ένα βιβλίο που ακόμη γράφεται...
Η εικόνα είναι παρμένη από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου