Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Η περιπέτεια ενός ταξιδιού ή το ταξίδι μιας περιπέτειας - Μέρος Β'

Με μια μικρή έκπληξη ξεκίνησε η πτήση καθώς οι αεροσυνοδοί μας παρέδωσαν από ένα τσαντάκι που περιείχε κάλτσες, μια μικρή οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα, τα ακουστικά και μια μάσκα ύπνου. Αυτή η τελευταία ειδικά με χαροποίησε αφού ίσως να τη χρησιμοποιούσα ύστερα από είκοσι τέσσερις ώρες που θα πήγαινα για ύπνο (σιγά μην κοιμόμουνα καθισμένος καθώς ήμουν εκεί).
Απογειώνεται, λοιπόν, το αεροπλάνο και όλα πάνε πρίμα. Σε λίγο αρχίζουν να μας σερβίρουν δείπνο (κοτόπουλο ή ψάρι; Ψάρι) και ακολουθεί ο αναγκαίος καφές που... ήταν τσάι! Το θέμα είναι, αγαπητοί, ότι πρώτα πέρασε η μία αεροσυνοδός και πρόσφερε τσάι και σύντομα θα την ακολουθούσε εκείνη με τον καφέ. Έλα, όμως, που η δεύτερη συγχύστηκε και πήρε στα χέρια της την ίδια κούζα με την πρώτη, με αποτέλεσμα όλοι να πάρουνε από ένα πλαστικό φλιτζάνι με εύγευστο πικρό τσάι. «Ε, όχι!» είπα από μέσα μου δήθεν απελπισμένος και άρχισα να γελάω. «Καλά, να αντέξω χωρίς αλκοόλ, αλλά χωρίς καφεΐνη...» Ωστόσο, δεν είπα τίποτα. Απλά άραξα και πήρα να παρακολουθώ τις ταινίες. Πρώτα ήταν ένα ηλίθιο High School Musical και ύστερα η αποτυχημένη μεταφορά στο σινεμά των X-Files. Για επιδόρπιο μια ασπρόμαυρη αιγυπτιακή ταινία της δεκαετίας του 60, που μπορώ να πω ότι με εξέπληξε. Κι αυτό γιατί ήταν πολύ πιο τολμηρή απ’ αυτές που γυρίζουν σήμερα στη χώρα.
Λίγο πριν το χάραμα πήρα να καταβροχθίζω το πρώτο πρόγευμα της ημέρας. Καθώς ο ήλιος ανέτελλε το αεροπλάνο πήρε να κατεβαίνει προς το Κάιρο.
Εκεί μας υποδέχθηκε μία επιτροπή στολών η οποία αφού έλεγξε τα διαβατήριά μας και τις κάρτες επιβίβασης για την επόμενη πτήση μας στοίβαξε μέσα σε μια αίθουσα, κρατώντας, ωστόσο, τα πιο πάνω. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως για λόγους ασφαλείας, καθώς είναι σε όλους γνωστό ότι οι κύπριοι, οι κινέζοι κι οι αφρικανοί, είναι γεννημένοι τρομοκράτες.
Εκεί μέσα, μαζί με το φίλο που ανέφερα και πιο πάνω, πιάσαμε την κουβέντα με ένα κύπριο της Νοτίου Αφρικής (ευγενικότατο, παλιάς κοπής) και δύο κοπέλια. Μετά από την πρώτη ώρα αναμονής αρχίσαμε να βάζουμε στοιχήματα για το πότε τελικά θα μας πήγαιναν στο ξενοδοχείο. Εγώ το καταδιασκέδαζα, αφού αρχικά σκεφτόμουν να τη βγάλω στο αεροδρόμιο, αλλά οι υπόλοιποι (ακόμη κι οι κινέζοι) μετά από τις δύο ώρες άρχισαν να βράζουν μέσα στα ζουμιά τους. Τελικά, μετά από τρεις ώρες και δύο ελέγχους αποσκευών, μας οδήγησαν έξω, όπου θα μας περίμενε ένα λεωφορείο για να μας πάει στο ξενοδοχείο. Αν το είδατε εσείς, το είδαμε κι εμείς. Άλλη μισή ώρα χαμένη.
Μ’ αυτά κι αυτά φτάνουμε τελικά στο ξενοδοχείο, όπου η πλάκα συνεχίζεται, καθώς οι υπάλληλοι εκεί υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να μας δώσουν μονόκλινα δωμάτια. Προκαλείται και πάλι κάποια αναταραχή, ενώ εγώ ακόμη συνεχίζω να γελώ. Τελικά, τους έβαλαν όλους ανά ζευγάρια (μεταξύ τους ήταν και δύο κινέζοι που μάλλον θα το γλέντησαν καθώς πήραν δωμάτιο με διπλό κρεβάτι) και μείναμε εγώ, ο φίλος και τα δύο κοπέλια. Και δεν δεχόμασταν με τίποτα να μοιραστούμε ο ένας το δωμάτιο με τον άλλο. Τι να κάνουν, λοιπόν; Μας έδωσαν από ένα μονόκλινο και μας ξαπόστειλαν για το δεύτερο πρόγευμα της ημέρας. Πλούσιος ο μπουφές, καλά φάγαμε, όμορφα τα είπαμε, και λίγο πριν κινήσουμε για τα δωμάτιά μας αποφασίσαμε να πιούμε κι ένα τελευταίο καφέ. Καθώς ήταν με «αυτοεξυπηρέτηση» πήρα το φλιτζάνι μου και πήγα να το γεμίσω. Ωστόσο, η κούζα ήταν άφαντη. Τι να κάνω κι εγώ, το ανέφερα στο γκαρσόνι, κι εκείνο μου είπε να πάω να καθίσω και I will bring your coffee, sir. Σερ; Ακούς εκεί, σερ. Τέλος πάντων. Μια στιγμή μετά έρχεται και μου σερβίρει το... τσάι μου. Τότε μ’ έπιασε το νευρικό το γέλιο και δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα.
Στο δωμάτιο. Μεγάλο. Διπλό κρεβάτι. Μεγάλο μπάνιο. Τηλεόραση και γραφείο και... καφές. Χιπ χιπ χουρέι. Ένα ντουσάκι, μετά ο καφές, κι ύστερα γραμμή στον... υπολογιστή. Σιγά να μην ξάπλωνα. Ανάβω, λοιπόν, το μωρό μου, παίρνει μπρος, βρίσκω δυο τρία ελεύθερα δίχτυα και προσπαθώ να ενωθώ, αλλά δεν. Απαιτούσε προπληρωμένο χρόνο το σύστημα, φίλοι μου. Πού; Στο Novotel των πέντε αστέρων. Σ’ ένα από τα ξενοδοχεία καμάρια της Αιγύπτου. Αν δεν έφτανα εκεί από την Ταϊλάνδη, αλλά από κάπου αλλού ίσως ν’ άναβαν τα λαμπάκια μου, αλλά είπαμε, Βούδας ο δικός σας. Απλά χαμογέλασα και άραξα στο κρεβάτι. Όχι για να κοιμηθώ -ήμαρτον- αλλά για να δω τηλεόραση. Τελικά παρακολούθησα απανωτά τέσσερα ντοκιμαντέρ στον πλανήτη των ζώων και στις μιάμιση κατέβηκα κάτω για το γεύμα, αφού όπως μας είπαν στις δυόμισι θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για τσεκ άουτ, αφού το λεωφορείο θα περνούσε για να μας πάρει στο αεροδρόμιο γύρω στις τρεις. Φάγαμε, λοιπόν, χορτάσαμε, κι επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας για να πάρουμε τις αποσκευές.
Και τότε τα γλέντια άρχισαν και πάλι, καθώς χρειαστήκαμε σχεδόν μισή ώρα για να κάνουμε τσεκ άουτ από τα δωρεάν δωμάτια. Στο μεταξύ προλάβαμε κι αντιληφθήκαμε ότι κανείς απ’ τους συνταξιδιώτες μας δεν βρίσκονταν στο χώρο. Αυτό μας ξένισε λίγο, μέχρι που μάθαμε ότι σε όλους είπαν να είναι έτοιμοι για να πάρουν το λεωφορείο των δύο, εκτός από εμάς που μας... χάρισαν μία ακόμη ώρα. Μέχρι να συμβούν όλ’ αυτά πήγε τρεις και βγήκαμε έξω για να περιμένουμε το μεταφορικό μας μέσο, που δεν θα αργούσε να φανεί. Έλα, όμως, που άργησε. Η πτήση μας ήταν στις τέσσερις κι αυτό ήρθε να μας μαζέψει στις τρεισήμισι, για να φύγει τελικά δέκα λεπτά αργότερα. Πέντε λεπτά μετά ήμασταν στο αεροδρόμιο. Τιιιιιιιιιιιι; Σας ακούω ν’ αναρωτιέστε. Ακριβώς αυτό που είπα. Η απόσταση από το αεροδρόμιο μέχρι το ξενοδοχείο ήταν πέντε μόλις λεπτά και υπήρχε «γραμμή» κάθε μια ώρα. Κι όμως, το λεωφορείο ήρθε με μισή ώρα καθυστέρηση. Πώς τα κατάφεραν έτσι; Έλα ντε. Ας είναι. Πίσω στην ιστορία. Πρώτη φορά πέρασα με διαδικασίες εξπρές από τόσους ελέγχους. Μέσα σε δέκα λεπτά πήραμε τα διαβατήρια και τις κάρτες επιβίβασης πίσω, περάσαμε από δύο ελέγχους αποσκευών και ένα διαβατηρίου και βρεθήκαμε μέσα στο λεωφορείο.
Μπαίνοντας στο αεροπλάνο δύο μόλις λεπτά πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή του, περίμενα ν’ ακούσω τα συνήθη ειρωνικά χειροκροτήματα ή έστω λίγα σφυρίγματα βρε αδελφέ, αλλά τίποτα. Άκρα του τάφου σιωπή. Αράξαμε, λοιπόν, στις θέσεις μας, αφήνοντας ένα αναστεναγμό ανακούφισης να μας ξεφύγει απ’ τα στήθια αφού αν χάναμε την πτήση θα έπρεπε να παραμείνουμε στο Κάιρο για τρεις ακόμη μέρες. Και τότε ακριβώς ήταν που ο πιλότος ανακοίνωσε ότι η πτήση θα είχε 45 λεπτά καθυστέρηση. Και τότε ακριβώς ήταν που οι τέσσερίς μας πήραμε και πάλι να γελάμε.
Εγώ καθόμουνα δίπλα από μια μεγαλοκυρά κυπριά της Αιγύπτου, που ήρεμη και χαμογελαστή πήρε να μου μιλάει, να μου λέει τα δικά της, να ρωτά για μας. «Για την καθυστέρηση δεν σε ρωτώ, αφού πάντα έτσι συμβαίνει εδώ,» μου είπε.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν δέκα λεπτά και μια νέα ανακοίνωση έφερε τα χαρμόσυνα νέα: η καθυστέρηση τελικά θα ήταν μόλις 25 λεπτά. Τότε, ένας αεροσυνοδός, που καθόταν μπροστά μας στράφηκε και είπε κάτι στην κυρία, κι αυτή έσπευσε να μου το μεταβιβάσει. «25 λεπτά ήταν από την αρχή η καθυστέρηση, αλλά είπε κατά λάθος 45.» «Και στις δυο γλώσσες;» ρώτησα απορημένος εγώ. «Και στις δυο,» αποκρίθηκε εκείνη προσπαθώντας να με γελάσει.
Τελικά απογειωθήκαμε, ο πιλότος πάτησε γκάζι και φτάσαμε στον προορισμό μας, τη Λάρνακα δηλαδή, στην καθορισμένη ώρα. Παραδόξως οι αποσκευές μας βγήκαν γρήγορα και σύντομα πήραμε το δρόμο για την έξοδο. Κι εκεί παραδόξως οι τελωνειακοί αποφάσισαν να κάνουν πώς δουλεύουν. Έτσι σταμάτησαν κάποιους για έλεγχο αποσκευών. Και ποιος ήταν μπροστά μου, λέτε; Μα, ο τύπος με τα μπουκάλια το ουίσκι φυσικά. Ακολουθεί διάλογος:

Τελωνειακός: Πόθθεν ερκούμαστεν;
Τύπος: Βασικά είμαι που την Πάφο, αλλά μηνίσκω στη Λεμεσό.
Τελωνειακός: Εν τζιαι ρώτησά σε πόθθεν είσαι, αλλά πόθθεν έρκεσαι.
Τύπος: Α, καλάν. Που το Κάιρον.
Τελωνειακός: Εφέραμεν τίποτε;
Τύπος: Μα ήντα μπου ννα φέρουμε;
Τελωνειακός: Ξέρω γω; Τσιάρα έφερες;
Τύπος: Έφερα.
Τελωνειακός: Μιαν κούτα δικαιούσαι, φίλε μου.
Πάνω από το κεφάλι του τύπου εμφανίζεται ένα φωτοστέφανο καθώς απαντάει χαμηλόφωνα: Εν το ήξερα!
Κι ο τελωνειακός, που προφανώς θεώρησε ότι έκανε τη δουλειά του τού είπε:
Άτε, φίλε μου, πέρνα, μα άλλη φορά να φέρνεις μόνο τζιείνα που επιτρέπεται.

Πήρα εγώ σειρά. Με ρώτησε αν φέρνω τίποτα. Του είπα, μόνο βιβλία και μ’ έστειλε στο καλό.
Home, sweet home:)

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

12 σχόλια:

stalamatia είπε...

Όλοι δυο δυο οι κυπραίοι χώρια.
Ήταν δύσκολο η αεροσυνοδός να πάει να πιάσει τη κουζούδα με τον καφέ?
Μάνα μου τον ρε εν έξερε ο κυπραίος ότι μιαν κούτα τσιάρα επιτρέπετε. ΤΑ ΟΥΙΣΚΙΑ????????????

jacki είπε...

Χαχαχαχα Λάκη μου..
Καταρχάς θα διάλεγα κοτόπουλο.. Καταδεύτερον δε θα άντεχα χωρίς καφέ.. 24 ώρες?
Μου αρέσει που τα περιγράφεις διασκεδαστικά :))
Να είσαι καλά και ξανά καλώς όρισες.

ruth_less είπε...

Όλα τα αντιμετώπισες με χαμόγελο, γέλιο και καλή διάθεση Λάκη! Πιστοποίηση ότι αποκόμισες όμορφες εμπειρίες και εικόνες και ήρθες στο σωστό χρόνο πίσω...

Μα να μην ξέρει ο Κυπραίος για την κούτα με τα τσιγάρα... τσ τσ τσ. Όσο για τους τελωνειακούς - εκτελούν άψογα τα καθήκοντά τους. Ρωτούμε και ότι απαντήσετε πιστεύκουμε...! Μπράβο και εις ανώτερα!

faraona είπε...

Και ζεις ακομη?
Και γελάς κιόλας?
Μπραβο Λάκη εισαι φοβερός.
Εγω θα είχα καταρεύσει!

Eleni Dafnidi είπε...

χαχαχαχαχαχαχαχ
Απολαυστικό!!!!
Αυτή η πτήση στην σφαίρα του χαμένου καφέ με προκαλεί να φτιάξω αμέσως και δεύτερο φραπέ. Άθελα σου με έκανες να καταλάβω την αξία του.
Ξεκίνα τα ταξιδιωτικά διηγήματα και κάνε τις περιγραφές σου όπως και εδώ. Θα μείνεις στην ιστορία ως ο ταξιδιώτης σε κατάσταση Ζεν!

*Πάντως το καλύτερο στοιχείο του αθάνατου κύπριου ταξιδιώτη είναι οι σακούλες με τα ουίσκι και ο θόρυβος που προκαλούν όταν περπατούν στα αεροδρόμια. (ντιγκ-ντιγκ, κλίγκι-κλόγκο).

ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ είπε...

Νάσαικαλά που μοιράστηκες το ταξίδι μαζί μας.
Καλημέρα

Fatale είπε...

Λάκη μου ,

μάλλον θα χρησιμοποιούσα τη μάσκα ύπνου για να αποφύγω όλα τ'άλλα..δεν λειτουργώ χωρίς καφέ..χαχα

Καλή μέρα!!

lakis είπε...

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που επιλέξατε τις αερογραμμές μας για το ταξίδι σας. Για την επόμενη πτήση σας υποσχόμαστε άφθονη... καφεϊνη:)

Σοφία είπε...

Κι εγώ καφέ πίνω αυτή τη στιγμή, κοίτα σύμπτωση! Πάντως και το τσάι δεν με χαλάει, αρκεί να μου το σερβίρουν με γάλα και ζάχαρη.

Για την περιπέτεια τι να πω... τουλάχιστον έφτασες στην Κύπρο! Περασμένα ξεχασμένα πια :-)

phlou...flis είπε...

Κι εμένα, όταν κάποτε με ρώτησε ο έλληνας αστυνομικός, σαν γύριζα από την επίσκεψη-προσκύνημά μου στην Κερύνεια, αν έχω τίποτε στο πορτ παγκάζ, του απάντησα φορτισμένος "ναι, μια βαλίτσα αναμνήσεις". Αλληλοκοιταχτήκαμε στα μάτια και μου έγνεψε, ελαφρά συγκινημένος, να προχωρήσω.

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Επιτέλους...Home sweet home....

Τώρα σίγουρα θα χαμογελάς από ευχαρίστηση και όχι από τα ευτράπελα

Φιλί και Γλαρένιες γκαλιές

kiara είπε...

Θέλω κι εγώ να πάω σε αυτή την πόλη που δε θυμώνεις!:)