Άκου με προσεκτικά,
γιε μου: βόμβες έπεφταν
πάνω από την πόλη
του Μεξικού
αλλά κανείς δεν το
είχε καν προσέξει.
Ο αέρας μετέφερε
δηλητήριο ανάμεσα
στους δρόμους και
τα ανοικτά παράθυρα.
Είχες μόλις τελειώσει
το φαγητό σου κι έβλεπες
κινούμενα σχέδια
στην τηλεόραση.
Διάβαζα κάτι στο
διπλανό δωμάτιο
όταν αντιλήφθηκα
ότι θα πεθαίναμε.
Παρά τη ζαλάδα και
τις αναγούλες έσυρα τον εαυτό μου
μέχρι την κουζίνα
όπου σε βρήκα στο πάτωμα.
Αγκαλιαστήκαμε.
Ρώτησες τι συνέβαινε
και δε σου είπα ότι
ήμασταν στο καλεντάρι του θανάτου
αλλά ότι θα πηγαίναμε
σ' ένα ταξίδι,
μαζί, σ' ένα ακόμη,
και δε θα έπρεπε να φοβάσαι.
Όταν έφυγε, ο θάνατος
δεν μπήκε καν στον κόπο
να μας κλείσει τα
μάτια.
Τι είμαστε; ρώτησες
μια βδομάδα ή ένα χρόνο μετά,
μυρμήγκια, μέλισσες,
λάθος νούμερα
στη μεγάλη σάπια
σούπα του πεπρωμένου;
Είμαστε άνθρωποι,
γιε μου, σχεδόν πουλιά,
περίφημοι ήρωες και
μυστικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου