Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Για τα μάτια της Λουτσίας

Και σήμερα είμαστε για τα "παραμύθια:

Η Λουτσία! Τη θυμάμαι ακόμη, τόσα χρόνια μετά, και μου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο. Τι κορίτσι! Τι γυναίκα! Μας είχε ξετρελάνει όλους τότε η παρουσία της και μόνο. Ωραίες εποχές…
Ζούσα σε μια λαϊκή γειτονιά. Ξέρετε, σε μια από εκείνες που βλέπετε στις παλιές ελληνικές ταινίες. Φτώχεια, μιζέρια αλλά και χαμόγελο. Γλεντούσαμε τότε τη ζωή, κι ας μην είχαμε και πολλά. Ένα πιάτο φαΐ, λίγο πιοτό και πολύ καμάκι ήταν για μας η καθημερινότητα.
Είχα τέσσερα αδέρφια και δυο αδερφάδες. Μεγάλη οικογένεια. Ήμασταν και ορφανά, όπως τα περισσότερα θαρρώ παιδιά της γειτονιάς, αλλά δεν μπορώ να πω ότι στερήθηκα κάτι. Από μικρό μικρό η μάνα μου με προσέλαβε βοηθό της για να αναστήσουμε τα μικρότερα παιδιά. Ήμουν, βλέπετε, ο μεγαλύτερος κι έπρεπε να σηκώσω το δικό μου κομμάτι απ’ το οικογενειακό βάρος.
Δε δυσκολεύτηκα να τα βγάλω πέρα για να πω την αλήθεια. Η οικογένειά μου από πολλές γενιές, ίσως από πάντα, ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία που αποκαλούν πλάνητες. Μάθαμε να ζούμε στους δρόμους, να επιβιώνουμε κάτω από κάθε συνθήκη, να περνούμε ζόρια και να το διασκεδάζουμε.
Είχα πολλούς φίλους. Τα βράδια, όταν ήμασταν μικροί, ξεπορτίζαμε για Κανά παιγνίδι, αλλά όσο μεγαλώναμε μεγάλωναν μαζί μας και τα πάθη, και από το παιγνίδι το γυρίσαμε στο καμάκι. Μεγάλη ήτανε, σαν πολιτεία, η γειτονιά μας και πλήθος τα κορίτσια. Κορίτσια όμορφα και άσχημα, ατίθασα και καλομαθημένα, διαβολικά και αγγελικά. Να ’χεις τόσα κορίτσια γύρω σου και να μην κάνεις καμάκι; ε, αυτό είναι αμαρτία.
Ο καλύτερός μου φίλος ήταν ο Μπάμπης ο ομορφονιός. Έτσι τον αποκαλούσαν. Και έτσι ήταν. Όταν τριγυρνούσα μαζί του ήμουνα σίγουρος ότι θα μου πρόσφερε μια γκόμενα στο πιάτο, κι ας ήταν και δευτεροκλασάτη. Τις καλύτερες τις κρατούσε πάντα για τον εαυτό του. Οι υπόλοιπες; γίνονταν θυσία στο βωμό της αγάπης, ή της ανάγκης.
Με τα χρόνια η ζωή μας αποκτούσε όλο και περισσότερο χρώμα. Δε μας πείραζε η γύρω μας φτώχεια. Παίζαμε, κάναμε έρωτα, αποκτούσαμε εμπειρίες, στ’ αλήθεια το διασκεδάζαμε. Τίποτα δε φαινόταν ικανό να ταράξει τον τόσο ωραίο και γιομάτο πάθος μικρόκοσμό μας. Μέχρι…

Την είδαμε από μακριά και σκούντησε σιωπηλά ο ένας τον άλλο. Ποια είναι αυτή η θεογκόμενα; Που τη βρήκε ετούτη τη διαβολική ομορφιά; Άγγελος για δαίμονας είναι κι ήρθε να μας κολάσει; Τώρα, πως να την περιγράψω; Όμορφη σαν παιγνίδι, απαλή σα χάδι, μια οπτασία του δάσους… Έτσι φάνταζε στα μάτια μας. Μακριά ίσια κίτρινα μαλλιά, φονικό κορμί και, όπως εξακριβώσαμε μέρες μετά, τρομαχτικά πανέμορφα πράσινα μεγάλα μάτια. «Βρε μπας κι ονειρευόμαστε;» ρώτηξα τον Μπάμπη. Με γρατσούνισε, με τσίμπησε θέλω να πω, πόνεσα, ήμουνα ξύπνιος.
Τις επόμενες μέρες αφιερωθήκαμε ψυχή τε και σώματι στην επιχείρηση «όπου καράβι και καημός, όπου θεογκόμενα και πανικός». Δεν ξέραμε που ζούσε και προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να την εντοπίσουμε. Ρωτούσαμε φίλους, γνωστούς και άγνωστους, ακόμη και κυράτσες που τη ζωή τους όλη την ξόδεψαν στη γειτονιά. Οι περισσότεροι δεν την ήξεραν, κι οι κάποιοι λίγοι που την είδαν δεν είχαν κάτι να μας πουν γι’ αυτήν.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε κι η πεθυμιά μας να την αντικρίσουμε ξανά. Στης φαντασίας μας τα μάτια έμοιαζε σαν ένα θάμα, απ’ αυτά που συμβαίνουν μια φορά στα χίλια χρόνια, και σ’ αυτό το θάμα θέλαμε να βάλουμε τη δική μας σφραγίδα.
Κάποτε, λίγο πριν φτάσουμε στα όρια της απελπισίας, ένας νέος ξύπνιος που σε τίποτα δεν έμοιαζε με μας μάς άνοιξε τα μάτια: «Βρε τσογλάνια. Αυτή που ψάχνετε αποκλείεται να είναι απ’ τη δική μας γειτονιά. Έχει κάτι το αρχοντικό πάνω της. Μάλλον τυχαία πέρασ’ από δω. Αν θέλετε να τη βρείτε πηγαίνετε στον πάνω μαχαλά που ζουν οι καλοταϊσμένοι…».
Δίκιο είχε! Πως δεν το σκεφτήκαμε; Κινήσαμε, λοιπόν, στο λεπτό για το μακρινό εκείνο κόσμο των πλουσίων. Δεν είχαμε ξαναπάει εκεί, δεν είχαμε λόγο άλλωστε. Αλλά, για κείνο το κορίτσι θα πηγαίναμε ως την άκρη του γαλαξία.
Σαν ένας άλλος κόσμος μας φάνηκε αυτός που αντικρίζαμε. Δεν είχε καμιά σχέση με το δικό μας. Μεγάλοι ολόφωτοι δρόμοι, καινούρια αυτοκίνητα, όμορφες κυράδες και… καθαριότης! Εμείς ζούσαμε μες στη βρωμιά, κι αυτοί μες στον παράδεισο. Ετοιμαζόμασταν ν’ αρχίσουμε μια απ’ τις αιώνιες κοινωνικές μας συζητήσεις με τον Μπάμπη, αλλά ευτυχώς θυμηθήκαμε ότι άλλος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μας εκεί. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, να βρούμε την άγνωστη κούκλα.
Μη έχοντας άλλη επιλογή αποφασίσαμε να στήσουμε καρτέρι στην πλατεία. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα περνούσε από κει.
Περιμέναμε για ώρες και ώρες, κόντευε να νυχτώσει, όταν ξαφνικά την είδαμε να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνιά ενός δρόμου. Νιώσαμε τις καρδιές μας να χτυπάνε σαν τρελές και κρύο ιδρώτα να λούζει τις ραχοκοκαλιές μας. Ο Μπάμπης συνήλθε σχεδόν αμέσως και με σκούντηξε. «Ας την ακολουθήσουμε». Πήραμε, λοιπόν, το κατόπι της, ενώ εγώ ένιωθα να τρεκλίζω. Ήμουν τρελός από έρωτα, μα κι από ζήλια, αφού τόξερα πως αργά ή γρήγορα θάπεφτε στην αγκαλιά εκείνου του καταφερτζή του Μπάμπη. Τι να έκανα όμως;
Την παρακολουθούσαμε από μακριά, καθώς άφηνε τη λαμπερή πολιτεία με κατεύθυνση το κοντινό δασάκι. Σε λίγο την είδαμε να μπαίνει μέσα σε μια τεράστια αυλή που φιλοξενούσε ένα μεγάλο άσπρο σπίτι. Δεν προχωρήσαμε άλλο. Εξάλλου, για εκείνη την ημέρα είχαμε πετύχει πολλά. Το μόνο που θέλαμε να μάθουμε και το όνομά της. Ακόμη και οι οπτασίες χρειάζονται μια ταυτότητα, ακόμη και τα αντικείμενα του πόθου. Φεύγοντας βρήκαμε ένα μικρό να παίζει μες στις λάσπες, και το ρωτήσαμε αν ήξερε τον άγγελο. «Α, αυτή!» αναφώνησε και το πρόσωπό του έλαμψε πονηρά, «αυτή είναι η Λουτσία». Λουτσία! Αρχοντικό όνομα και όμορφο, σαν και κείνην.
Σαν επιστρέψαμε στη γειτονιά μας ο Μπάμπης έπεσε σε περισυλλογή. Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. «Αυτή δεν είναι για τα δόντια μας», σκεφτόμασταν. «Γιατί να κοιτάξει εμάς τα φτωχαδάκια, αυτή, που έχει τα πάντα;». «Δύσκολα τα πράγματα» ομολόγησε ο κολλητός μου και συμφώνησα. Εγώ, είχα ήδη αποφασίσει να παρατήσω το κυνήγι. Έτσι κι αλλιώς και επιτυχία να είχε, εκείνη θα κατέληγε στον Μπάμπη. Ήταν και πλούσια, κι αυτές είναι πολύ περήφανες, και θα με περιφρονούσε.
Πολύ παράξενη μού φάνηκε εκείνη η νυχτιά. Ο Μπάμπης που δε συνήθιζε να κάθεται λεπτό κι όλο κυνηγούσε «νέους στόχους», ήταν πολύ ήσυχος, σαν αγγελούδι. Κοιτούσε μοναχά τ’ αστέρια κι αναστέναζε και στο βλέμμα του υπήρχανε η προσμονή κι η νοσταλγία.
Την άλλη μέρα την αυγή, προτού καλά καλά να ξημερώσει, ήρθε και με ξύπνησε. «Πάμε στη Λουτσία» μου ανακοίνωσε και χωρίς σκέψη πολλή αποφάσισα να τον συνοδέψω. Σιωπηλός ήτανε σ’ όλη τη διαδρομή. Θα σκεφτόταν, φαίνεται, τρόπους για να την πλησιάσει.
Φτάσαμε έξω απ’ το σπίτι της και καθίσαμε κάτω απόνα δέντρο, περιμένοντας την ομορφάδα της να εμφανιστεί σα σωτηρία.
Ο ήλιος είχε ανέβει πια για τα καλά όταν την είδαμε αργά απ’ την καγκελόπορτα να βγαίνει. Νόμιζα πως θα την ακολουθούσαμε όπως και χθες, μα είχε άλλα σχέδια ο Μπάμπης. Σηκώθηκε και έτρεξε για να της μιλήσει, ενώ εγώ απόμεινα καθιστός να παρακολουθάω. Στην αρχή φαίνονταν να τον αγνοεί, αλλά μετά την είδα να νευριάζει και κάτι μ’ έντονο ύφος να του κοπανάει. Με την ουρά στα σκέλια, που λέει ο λόγος, γύρισε κοντά μου. Στα φλεγόμενα μάτια του διάβασα το πείσμα. «Θα την καταφέρω» μονολοούσε, «θα την καταφέρω». Τον πίστεψα. Αφού, ό,τι λέει ο Μπάμπης το κάνει!
Ρωτώντας δω και κει μάθαμε πολλά πράγματα για τη Λουτσία. Κι όσο κι αν φαντάζει απίθανο κάποιοι απ’ αυτούς τους πλούσιους ξέρανε τον Μπάμπη. Είχανε, βλέπετε, δουλικά απ’ τη φτωχογειτονιά μας και τα νέα ταξιδεύανε μ’ αυτά.
«Ενδιαφέρον μεγάλο έχει το παιγνίδι αυτό», μου είπε το βράδυ ο φίλος μου. «Αν η Λουτσία είναι όπως την περιγράφουνε, τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η επιθυμία μου να την καταχτήσω. Μ’ αρέσουνε πολύ όλες αυτές που παίζουνε τις δύσκολες, μα σα βρούνε κάποια αγκαλιά σαν πουλάκια μέσα εκεί φωλιάζουν». Μεγάλος ποιητής, ε;
Κάθε πρωί πήγαινε και στηνόταν έξω απ’ την πόρτα της. Κάθε πρωί του χάριζε την περιφρόνησή της. Εγώ, τον συνόδευα που και που, έτσι για παρέα. Εξάλλου, τώρα που έλειπε σχεδόν συνέχεια απ’ τη γειτονιά, αυξήθηκαν για μένανε οι ευκαιρίες. Ακόμη και οι πιο όμορφες, που πριν να με κοιτάξουν καν δε γύριζαν, μετά τη στέρηση του Μπάμπη, όλο και με πλησίαζαν και γω ευκαιρία δεν έχανα για να ερωτοτροπήσω. Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε… και άλλα άσματα.
Ο αγώνας για μια καλύτερη πατρίδα, βλέπε γκόμενα, του φίλου μου, κρατούσε πολύ και δε φαινόταν να οδηγεί πουθενά. Αλλά, όσο περνούσε ο καιρός, αντί να απογοητεύεται, τόσο πείσμωνε. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο αποφασισμένο και σίγουρο για την επιτυχία του. «Με θέλει, μα είναι πολύ πεισματάρα για να το παραδεχτεί», επέμενε.
Γνωστοί και φίλοι προσπαθούσαν να του ανοίξουν τα μάτια, να του δώσουνε να καταλάβει ότι έχασε το παιγνίδι, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια. Χαμογελούσε μόνο πονηρά κι έστριβε το μουστάκι του.
Μια μέρα, έπειτα από πολύ καιρό, αποφάσισα να πάω και πάλι μαζί του για παρέα. Πάμε, λοιπόν, καθόμαστε και περιμένουμε. Και νάσου που προβάλλει πανέμορφη η νύφη, συγγνώμη, η Λουτσία. Και με το που βλέπει τον Μπάμπη σκάει ένα χαμόγελο ναααααααα! Πάγωσα. «Τα κατάφερε πάλι το κάθαρμα».
Σε λίγο σηκώθηκε για να την ακολουθήσει. Εγώ, παρέμεινα εκεί να περιμένω. Σε δυο-τρεις ώρες τους είδα να επιστρέφουν. Μπροστά η Λουτσία και λίγο πιο πίσω ο Μπάμπης μ’ ένα ύφος λες και του χάρισαν ένα βασίλειο. «Τι τρέχει κολλητέ;» τον ρώτηξα. «Με προσκάλεσε στο σπίτι της. Θα πάω απόψε αργά…», αποκρίθηκε, καθώς εφεγγοβόλαέ του το βλέμμα. «Βρες δες το τσογλάνι που θα γίνει και του σαλονιού» σκέφτηκα με ζήλια.
Το βράδυ τον συνόδεψα για να σταθώ εγώ μάρτυρας στη δύσκολη κατάκτησή του. Έμεινα απ’ έξω να τον καρτερώ, καθώς εκείνος στις μύτες των ποδιών εκίναγε για να πάει να βρει την αγαπημένη. Δεν άντεξα όμως για πολύ, έτσι ακολούθησα τα χνάρια του φιλαράκου μου θέλοντας να κάνω μάτι. Και να τον εκεί που με χάδια γλυκά της Λουτσίας το κορμί στολίζει. Θε μου, πόσο όμορφη… Μα… Ξάφνου ανοίγει η πόρτα κι ο Μπάμπης αναπηδά σαν από εφιάλτη. Μπροστά του στέκεται μια τεράστια κυρά, εφιάλτης η ίδια. Τρέμοντας μη δω του φίλου μου το σκοτωμό, κινώ αργά αργά να φύγω. Μα πριν κάνω δυο βήματα, βλέπω απ’ το παράθυρο να εκσφενδονίζεται ο Μπάμπης σα σφαίρα κι ένα βάζο από κοντά να τον ακολουθεί, καθώς η μεγαλοκυρά τσιρίζει: «Ουστ από δω βρωμόγατε, που θα μ’ απαυτώσεις τη Λουτσία!»
Το κακό τόπαθε η Λουτσία τελικά, σ’ έναν απ’ τους περίπατούς τους. Όσο για τον Μπάμπη, έχει να λέει ότι μαζί της έκανε τα ομορφότερα γατιά, κι ας απ’ το δόλιο σπόρο του ξεφύτρωσαν εκατοντάδες!


7 σχόλια:

Μαρια Νικολαου είπε...

Aληθεια....πόσο "παραμύθι" μπορεί να ειναι κατι...; :)

Ομορφη κι αυτη η ιστορία σου..

ΝΑΪΑΔΑ είπε...

"...ηταν ενας γατος μαυρος πονηρος,καθε που εβραδιαζε ντυνονταν γαμπρος..."
ωραιος ο μπαμπης...ωραια και η λουτσια...πολυ μου αρεσαν!
νεραιδενια φιλια λακη!

Μαρια Νικολαου είπε...

Σου εστειλα δυο προσκλησεις
αν δεν τις εχεις λαβει ενημερωσε με

jacki είπε...

Κοίτα να δεις τι συμβαίνει σε αυτό το ριμάδι τον κόσμο...

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ Λάκη,
έχασα την μπάλα που λένε, είμαι και εκτός έδρας.. άστα να πάνε. Πρέπει να τα τυπώσω (ως συνήθως) και να τα διαβάσω γιατί χάνω πολλή ομορφάδα από την οθόνη στα βιαστικά.
Τότε θα επανέλθω:)
Καλημέρα

dyosmaraki είπε...

Ομορφη η ιστορία σου, παρμένη από μια εποχή που πίστευαν πως "αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα"και που οι αρσενικοί διατηρούσαν ακόμη τον φυσικό τους ρόλο, αυτόν του "κυνηγού"....

Μάλλον αυτό το ήξερε η Λουτσία και "προσποιήθηκε"τον ρόλο του θηράματος με επιτυχία....

Για αυτό και τον κατάφερε τον Μπάμπη....

Καλό φθινόπωρο εύχομαι, αποφάσισα να επιστρέψω πια....

lakis είπε...

Σας ευχαριστώ για τα ευγενικά σας σχόλια