Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Το Λάθος Πάθος

Επιστροφή στο χθες μου.
Απόσπασμα από μια νουβέλα που έγραψα δέκα χρόνια πριν με τίτλο
Το Λάθος Πάθος:
Ίσως ποτέ να μην κατάλαβες, το πόσο πόνεσα για σένα, όταν το σώμα σου ήταν ακόμη εδώ. Τώρα, έχω απομείνει μοναχός με την ψυχή σου, και οι αναμνήσεις μου, σαν το νερό τρέχουν και χάνονται, και το μόνο που μένει είναι ο απόηχός τους. Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι;

Ο αττικός ήλιος άρχισε να ξεπροβάλλει μουδιασμένος, χλωμός, ρίχνοντας στη γη ένα ξεβαμμένο κίτρινο, της πίκρας χρώμα. Ψάχνει κι αυτός το πεπρωμένο του. σαν και μένα, που τώρα δα, κάθομαι χάμω και τον κοιτώ κατάματα, κι αναπολώ το αύριο, που δεν ήρθε ποτέ.

Τώρα, καθώς σού μιλώ ψυχή προς ψυχή, σκέφτομαι πως η ζωή σου μού χάρισε τη μεγαλύτερη χαρά, ο θάνατός σου την πιο αβάστακτη θλίψη. Ίσως για σένα ο θάνατος να ήταν η λύση που απεγνωσμένα ζητούσες, αλλά για μένα η φυγή σου είναι μια ελευθερία, που ποτέ δε θέλησα να κατακτήσω.

Ήσουνα ο μοναδικός στόχος που ήθελα στ’ αλήθεια να πετύχω, η μοναδική κορυφή που ήθελα μ’ όλη μου την ψυχή να φτάσω. Ανέβηκα ένα εκατομμύριο σκαλιά κι άπλωσα το χέρι για ν’ αγγίξω τον ουρανό, κι αυτός πήγε πιο πέρα. Εκείνος ο ουρανός ήσουνα εσύ, και τώρα έγινες ένα με το άπειρο. το άπειρο, στο οποίο δεν υπάρχει χώρος για σώματα, παρά μονάχα για ψυχές. Είναι οι χαρές μας φτερωτές.

Ποτέ δεν έχυσα δάκρυ για κάποιον που πέθανε, κι όμως έκλαιγα όλο το βράδυ για σένα. Αλλά, ο θάνατος είναι απλά το τέλος κάποιου ταξιδιού, κι όλα τα ταξίδια κάποτε τελειώνουν.

Η ψυχή μου, που πάντα έμοιαζε απάνεμο λιμάνι, τώρα φαντάζει σα μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και, να που προσπαθεί, να με ρίξει ναυαγό στην ακροθαλασσιά της θύμισής σου.

Η σκέψη μου γυρίζει συνέχεια στο χθες, στα πολλά ανείπωτα, στα λίγα ειπωμένα… Όλοι το ’ξεραν πως σ’ αγαπούσα. Όλοι το ’ξεραν πόσο σ’ αγαπούσα. Κι εσύ μαζί! Προτού σε γνωρίσω, ήμουνα σα μια χελώνα κλεισμένη στο καβούκι της. Ποτέ δεν έλεγα εκείνο που ένιωθα στους άλλους, και ειδικά στις γυναίκες που έλαχαν στο δρόμο μου. Αλλά, εσύ ήρθες για να με αλλάξεις. Να με αλλάξεις και να φύγεις, το ίδιο ξαφνικά.

Εσύ, με τα θλιμμένα σου μάτια, με τα ραγισμένα λόγια, με έκανες να σου εξομολογηθώ τον κρυφό έρωτά μου. Εσύ, προσπάθησες να με αποτρέψεις από αυτόν. Ένιωθα, πως κι εσύ μ’ αγαπούσες Ελένη, αλλά πάντα βρισκόταν κάτι ή κάποιος, που σε τραβούσε μακριά από μένα. Τι έφταιγε; Ποιος έφταιγε; Ίσως εγώ… που δεν είναι να χαρώ στον κόσμο τίποτα πια.

Ακούω τους ανθρώπους να μιλάνε για αγάπη, κι ασυναίσθητα, γελάω! Τι ξέρουν αυτοί για την αγάπη; που κάνουν προγραμματισμό για τα πάντα, που δίνουν φιλιά βιαστικά κάθε πρωί προτού πάνε στη δουλειά, που θέλουν να κάνουν μια τρέλα και σκέφτονται: “ναι μεν, αλλά…”, που κάνουν έρωτα Παρασκευή και Σάββατο βράδυ πριν το δελτίο ειδήσεων, που μετράνε τη ζωή με πιστωτικές κάρτες, καταθέσεις και μετοχές. Τι ξέρουν αυτοί για την αγάπη; Οι πιο πολλοί αν δεν είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξή της, θα αγνοούσαν κι αυτή ακόμα τη λέξη.

Αγάπη είναι να πονάς όταν πονά ο αγαπημένος σου, να δακρύζεις όταν δακρύζει, να χαίρεσαι όταν χαίρεται, να του μιλάς και να τον ακούς, να ξοδεύεις την κάθε σου ανάσα για πάρτη του.

Το φως της ημέρας είναι δόλιος σύντροφος για τις όποιες αναμνήσεις. Δεν σου επιτρέπει καν τη γλυκιά ανακούφιση, του να απελπιστείς και να δακρύσεις. Η νύχτα είναι η μεγάλη αδελφή των ψυχών, τα σύννεφα οι στεναχώριες τους, κι ο ξάστερος ουρανός, τα όνειρα που αφήνουν οι νεκροί σ’ αυτούς που μένουν πίσω, που δεν ξέρουν να ζήσουν.

Θα φύγω. Θα φύγω και θα σ’ αφήσω Ελένη, να αναπαυτείς, όπως λένε κι αυτοί οι ηλίθιοι παντογνώστες, που βάζουν την ψυχή στην ίδια μοίρα με το σώμα. Θα ’ρθουν άλλοι τώρα, ν’ ανάψουνε για σένα το καντήλι της λησμόνιας, να στολίσουνε το χώμα που σε σκεπάζει με χίλια νεκρολούλουδα και να το ποτίσουν με τα δάκρυα της άγνοιάς τους, αφού νομίζουν πως κλαίνε για σένα που έφυγες, κι όχι για τους εγωιστές εαυτούς τους που σ’ έχασαν. Και σίγουρα όλοι θα πουν πόσο καλή ήσουν, και τι κρίμα που έφυγες τόσο νέα. Κάθε μέρα τα ίδια - χθες, σήμερα, αύριο -, μέχρι που το σώμα θα γίνει χώμα, σκόνη, και σα σκόνη θα σκορπίσει στον άνεμο της μνήμης, και τότε θα σε ξεχάσουν όλοι, μία και μοναδική, και αιώνια αγαπημένη μου.

6 σχόλια:

jacki είπε...

Δε θα σχολιάσω. Ξέρω πόσος είναι ο πόνος όταν μια ψυχή χάνεται από ανάμεσά μας. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι η αγαπημένη...
Καλό κουράγιο.
Καλησπέρα.

Μαρια Νικολαου είπε...

Aνευ σχολίων..

ΝΑΪΑΔΑ είπε...

ουτε κι εγω θα σχολιασω...τα ειπες ολα

Ανώνυμος είπε...

...σιωπω..με σεβασμο συγκινηση ιερη,κατανυξη...καλο ξημερωμα καλε μου

fish eye είπε...

και το χειροτερο,ειναι πως νομιζεις,οχι οτι αυτη δε σ αγαπα,μα καποιος αλλος την εμποδιζει σ αυτο..

χεχε
ποσο εχεις γελαστει καλε μου
ποσο!

μα φανταζομαι πως τωρα πια θα εχεις καταλαβει..ειμαι σιγουρη γι αυτο..ο χρονος ειναι ο καλυτερος γιατρος..στις λαθος αγαπες..

lakis είπε...

Αν αναλογιστεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε τέσσερις δόσεις, δεν είναι και τόσο χάλια. Φυσικά εσείς δεν το διαβάσατε, αλλά ξέρω εγώ:)