Κάθε μέρα, όλη μέρα, του ’λεγαν οι γονείς να κάνει υπομονή και όλα μια μέρα θα συμβαίναν, ότι ήταν ακόμη μικρό πολύ για ν’ απολαύσει τη δική τους την ελευθερία, μα εκείνο που ν’ ακούσει. Ακατανόητα, τρελά, δίχως καμιά ουσία, θεωρούσε τα λόγια τους και ναι, μες στης νιότης του την άγνοια βαθιά τους περιφρονούσε. Δεν καταλάβαινε τι εννοούσαν οι μεγάλοι, ή, ίσως και ν’ αρνιότανε να καταλάβει. Και έτσι, δώστου κλάμα κι άλλο κλάμα, και προσπάθειες μεγάλες, αλλά μάταιες, για ν’ απελευθερωθεί απ’ της αδυναμίας τα δεσμά, για να ξεφύγει απ’ της σκλαβιάς -όπως μες στη μεγάλη αθωότητά του σκέφτονταν- το σπίτι.
Ωστόσο, όλοι οι κόποι, τα δάκρυα και τα παράπονά του, σε τίποτα δεν τον ωφελήσαν. Οι προσπάθειές του όλες πήγαν του βρόντου. Πολλές φορές σ’ ετούτη τη ζωή είναι πράγματα που φαντάζουν πέρα απ’ τις δυνάμεις σου, μα κάποτε τα πετυχαίνεις. Αλλά είναι και κάποια άλλα που δε γίνοντ’ εύκολα, κι ας σου περισσεύει ο θάρρος και ο τσαμπουκάς, αφού εκείνα ακολουθούν δικούς τους νόμους, ξέχωρους, και στην πολιτεία τους -αν δεν έρθει ο καιρός- δύσκολα πολύ θα σε υποδεχθούνε.
Μαράζωνε, λοιπόν, κάθε μέρα το παιδί, μαράζωναν άλλο τόσο κι οι κακόμοιροι γονιοί του – τόσο πεισματάρικο που ήταν. Του έλεγαν να είναι φρόνιμο και να τους υπακούει, να μη βιάζεται καθόλου, το φαΐ του να τρώει με χαρά, για να μεγαλώσει και να γίνει δυνατό, και να κάνει ό,τι ονειρεύεται αληθινό. Αλλά, εκείνο πάντα εκεί, να ψάλλει το ίδιο τροπάρι, να πεισμώνει, να δακρύζει και ν’ ανυπομονεί. Και να ’λεγε κανείς πως δεν το αγαπούσαν; Κάθε άλλο. Στα όπα όπα το ’χαν οι δικοί, ποτέ τους δεν του χάλαγαν χατίρι μα, μαθές, πώς να κάνουν να συμβεί τ’ αδύνατο που τους ζητούσε;
Κάποια μέρα απ’ τις πολλές που έζησε, μα στο βουνό του χρόνου τις λειψές και λίγες, αποφάσισε πως ήταν πια έτοιμο το δρόμο των γονιών του και των άλλων των μεγάλων, εκείνον που νόμιζε της λευτεριάς, ν’ ακολουθήσει. Έτσι όταν φύγανε αυτοί, ξεκίνησε κι εκείνο το μικρό με δύναμη και σιγουριά πολλή να ξεπορτίσει. Αλλά...
Μπρος στην πόρτα μου το βρήκα να κείτεται νεκρό εκείνο το ελαφρύ σαν τίποτα, το όμορφο σαν παραμυθιού εικόνα πλασματάκι. Σα βγήκε απ’ τη φωλιά, στάθηκ’ αδύνατο -καταπώς φαίνεται- να το κρατήσουν τα φτερά και τη μεγάλη βουτιά από ψηλά έκανε του θανάτου. Δεν ήξερε το χελιδόνι το μικρό, ότι το τίμημα της λευτεριάς είν’ ακριβό και δύσκολο πολύ να τ’ αποχτήσεις.
υ.γ. Το δεύτερο ξαναγραμμένο "παραμύθι"
10 σχόλια:
Αυτο συμβαινει σε ολα τα πλάσματα..
Αλλα ζουν αλλα οχι..
Ομορφες οι ιστοριες σου Λακη.
Άλλη μια υπέροχη ιστορία...που είναι πραγματική.
Αχ, βρε Λάκη...
..τι να πω βρε Λακη...συγκλονιζεις με τις ιστοριες σου και τα νοηματα τους..να εισαι καλα..την αγαπη μου
Μου άρεσε πολύ το τέλος.
λακη φοβονται να μας επελευθεροσουνε.φοβοντε το μυαλο μας,φοβοντε τα γονιδια μας γιατι εμεις συλογαμε ελευθερα.δεν μποκητε να μας κατακτησουν ομως...εμεις θα τους κατακτησουμε...ο ελληνισμος ειναι κοσμοθεωρια...αυτην δεν θελουν...
Υπέροχο! Ό,τι παραπάνω και να πω δεν πρόκειται να αποδώσει τη γεύση που αφήνει. Υπέροχο!
ακομα ενα υπεροχο αναγνωσμα με νοημα πισω απο τις λεξεις...
πανεμορφο Λακη!!!
Μένω στο τέλος και επαναλαμβάνω...
Το τίμημα της λευτεριάς είναι ακριβό...
Το έμαθα νωρίς στη ζωή μου!
Καλώς σε βρήκα!
Φιλιά
Σκέτη γλύκα!!
Δημοσίευση σχολίου