Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για το καλύτερο και το χειρότερο. Μπορεί να κάνει θαύματα και καταστροφές, να μεγαλουργεί και να διαλύει, να γεννά και να σκοτώνει. Ο άνθρωπος είναι παντοδύναμος, μέσα στην άγνοιά του. Κι εγώ έτσι ένιωσα σα σε κατάκτησα Μίρα. παντοδύναμος! Παντοδύναμος επειδή πίστεψα πως για πρώτη φορά βρήκα στη ζωή μου ό,τι ζητούσα, ό,τι ποθούσα. Ήσουνα μια αστραπή και σαν τέτοια έριξες στο σκοτάδι της αντίληψής μου ένα εκτυφλωτικό φως που ήταν όμως διαβατικό. Μου πρόσφερες φως κι έφυγες, σ’ έδιωξα, μ’ εγκατέλειψες, σ’ έστειλα αλλού. Όλα, όλα μέσα από σένα τα έμαθα, όλα μέσα από σένα τα κατάλαβα, και μετά σκότωσα τη μάνα και την αδελφή και τη σύντροφο που υπήρξες για μένα. Ποιος να καταλάβει; Ποιος να καταλάβει πόσο απόλυτα σε είχα αγαπήσει; Ποιος να καταλάβει πόσο απόλυτα σε είχα νιώσει; Όσο ήμουνα μαζί σου ήθελα να πεθάνω, να πεθάνω από ευτυχία! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα κάποιος άλλος: πιο σοφός, πιο μεγάλος, πιο μικρός. Το κορμί σου υπήρξε θεία αποκάλυψη για μένα, η ψυχή σου ζωοδότρα πηγή, τα λόγια σου, ένα ποτάμι από της αγάπης και του πόνου το χρυσό, έρεαν ορμητικά στη διψασμένη μου ύπαρξη ξυπνώντας την απ’ τον προαιώνιο λήθαργο. Είναι, λένε κάποιοι, αμαρτία ν’ αγαπάς το σώμα! Τι ξέρουν αυτοί; Αμαρτία να αγαπάς το ναό που κλείνει μέσα την ψυχή σου; που κλείνει μέσα την ψυχή της αγαπημένης; Άνθρωποι μικροί, πλούσιοι μέσα στην άγνοια τους που… Προσπαθούν να βλέπουν την αγάπη μέσα από κανόνες. Κι όταν τους λες ότι η αγάπη δε χωράει μέσα σε κανόνες και πλαίσια, σε βλέπουν σαν τρελή. Λες και η καρδιά είναι ένα πουλί που θέλει να μένει κλεισμένη στο κλουβί και δεν ονειρεύεται, δεν σκιρτάει, δεν επιθυμεί. Είπα στους φίλους το μυστικό μου: τους είπα πόσο αγάπησα, πόσο αγαπώ το Δημήτρη, και έμειναν να με κοιτάνε λες και τους μιλούσε κάποια τρελή. Και μετά αρχίσαν τις αναλύσεις: είναι που μπήκε φυλακή, είναι που σου λείπει, είναι που δε λες να καταλάβεις ότι έχει κάνει έγκλημα, είναι… Ο κακός σας ο καιρός είναι! Δε θα μου πείτε εμένα ποιο να αγαπώ. Δε θα μου πείτε τι να κάνω. Δε θα μου πείτε τι να νιώσω. Μια φορά είπα να ακολουθήσω τη λογική και όχι την καρδιά μου κι ακόμη το πληρώνω. Ε, όχι βρε, χεσμένες έχω τις συμβουλές και τη φιλία σας. Στο κάτω κάτω της γραφής τι να κάνω τη φιλία σας αν δε με δέχεστε όπως είμαι; Έχω ανοικτούς λογαριασμούς με τη ζωή, κι αυτή τη φορά είμαι αποφασισμένη να αγωνιστώ. Δε θα αφήσω να με πάρει πάλι από κάτω η δόλια. Ίσως ο αγώνας μου να αποδειχτεί μάταιος, αλλά θα είναι ο δικός μου αγώνας. ίσως να πέσω, να ματώσω, να πονέσω, αλλά επιτέλους θα κάνω αυτό που πιστεύω. Βαρέθηκα. Τα βαρέθηκα όλα, σας βαρέθηκα όλους. Ο Δημήτρης υπήρξε ο πιο αληθινός. έκανε αυτό που του’ λεγε η καρδιά του, κι ας σκότωσε. Ποτέ δε θα τον δω σα φονιά. Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που τον οδήγησε στη μοιραία πράξη, αλλά ξέρω ότι γι’ αυτή την πράξη πόνεσε πολύ. ξέρω ότι δε θα συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό του, και ξέρω, ότι εγώ ετούτη την ώρα που τον έχουν εγκαταλείψει όλοι, πρέπει να σταθώ στο πλευρό του. Πρέπει να του χαρίσω τη φιλία μου και την αγάπη μου. Και θα του πω την αλήθεια. Θα του πω πόσο τον αγάπησα. Θα του πω πως η ψυχή μου φτερουγίζει όταν τον σκέφτομαι. Θα του πω ότι θα είμαι πάντα εδώ για κείνον. Όχι, εγώ δε θα τον προδώσω άθλιοί μας φίλοι. Εκείνο που δε θα του πω ποτέ είναι πόσες φορές ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουνα στην αγκαλιά του, ότι με γέμιζε με φιλιά, ότι αφηνόμουν στα χάδια του, ότι… Μαζί του ένιωσα για πρώτη φορά πως έκανα έρωτα με κάποιο που με αγαπά. Ήταν ζεστά τα φιλιά του, απαλά τα χάδια του, αρμονικό το δέσιμο των κορμιών. Η ένωσή μας ήταν σα μια ιεροτελεστία, σαν απότιση φόρου τιμής στον έκπτωτο θεό του έρωτα. Με μάγεψε με την καυτή του ανάσα, με τα παθιασμένα του λόγια, με τη φλόγα που έβλεπα να καίει στα μάτια αντανάκλαση της φωτιάς που έκαιγε τα σωθικά. Πως να περιγράψω εκείνο το υπέροχο συναίσθημα; Πως να μιλήσω για πράγματα που οι λέξεις είναι πολύ φτωχές για να περιγράψουν; Με μέθυσε με τον έρωτά του. Κι ενώ λίγες μέρες πριν δεν ήταν παρά ένας άγνωστος, ένα απρόσωπο πρόσωπο, σιγά σιγά αλλά πολύ γρήγορα κατάφερε να με παρασύρει, και του παραδόθηκα. Άφησα τις άμυνές μου να γκρεμιστούν χωρίς δεύτερη σκέψη. Λες και όλα τα άσχημα που πέρασα στη ζωή μου τα πέρασα απλά και μόνο για να μπορέσω μια μέρα να βρεθώ σε τούτο το νησί, σε τούτη την πόλη, σ’ αυτό το κρεβάτι μαζί του. “Είναι η μοίρα, Μίρα” μου λέει και χαμογελά. Και χαμογελώ κι εγώ μαζί του. Ναι, έχω μάθει και πάλι να χαμογελώ. χαμογελώ κάθε πρωί όταν ξυπνώ και τον βλέπω δίπλα μου, χαμογελώ όταν δεν είναι μαζί μου και τον σκέφτομαι, χαμογελώ όταν συμπεριφέρεται σα να είναι μωρό παιδί, και σα με φροντίζει σα να ’μαι εγώ μωρό παιδί. Και έτσι νιώθω όταν κρύβομαι στην αγκαλιά του: ένα παιδί που βρήκε το σπίτι του, ένα σπουργιτάκι που βρήκε τη φωλιά του. Όχι πως ξαφνικά η ζωή μου έχει γίνει ρόδινη. κάθε άλλο. απλά, τώρα πια δεν περιμένω κάθε στιγμή να συμβεί το χειρότερο. Τα προβλήματα πίσω στην πατρίδα δεν έχουν τελειωμό, αλλά ο Δημήτρης καταφέρνει και με κάνει να τα ξεχνάω. προσπαθεί να με πείσει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, ότι η ζωή θα γίνει λίγο πιο λαμπερή. “Always look at the bright side of life” μου τραγουδά, και το τραγούδι του μου δίνει δύναμη. Κι ο έρωτάς του μου δίνει λαχτάρα, λαχτάρα για ζωή. Όσα κι αν μου δίνει όμως η αγάπη του, όσο κι αν ρουφάω λαίμαργα τους χυμούς της χαράς που μου προσφέρει, είναι στιγμές που ξυπνά πάλι και μέσα μου ο φόβος. ο φόβος ότι η κακοτυχία θα μου κτυπήσει και πάλι την πόρτα. Αγαπώ και φοβάμαι...