Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

Δυο φωνές και μια σιωπή - Απόσπασμα

Μακρύς, δύσκολος και ανηφορικός πολύ ήταν ο δρόμος που περπάτησε πεισματικά, βήμα το βήμα, λεπτό το λεπτό, λάθος το λάθος, μέχρι να φτάσει ως εδώ. ώσπου να φτάσει στο ευλογημένο κατώφλι της χαράς και να το προσπεράσει, για να κινήσει ολοταχώς και δίχως δισταγμό για το ξωπόρτι της απώλειας. Θα ζήσω για πάντα, φώναζε κάποτε, πολύ παλιά ο τρελός, μα, απ’ ό,τι φαίνεται ποτέ του δεν περίμενε πώς κάποια μέρα θα έβλεπε άλλους δίπλα του να πεθαίνουν.
Κάθεται στο πλευρό ενός παλιού σιδερένιου και σαρακοφαγωμένου κρεβατιού, σε κάποιον θάλαμο ενός παραμελημένου, και φαινομενικά ξεχασμένου απ’ το χρόνο, νοσοκομείου. Βλέπει σωλήνες και σωληνάκια να εισβάλλουν στο στόμα και τα χέρια ενός σώματος απ’ την πρώτη στιγμή αγαπημένου, κι ένα καρδιογράφο να καταγράφει τις κινήσεις του μέσα του και, ανατριχιάζει, ραγίζει. Θέλει ν’ αφήσει να ξεφύγει απ’ τα στήθια του μια σπαρακτική κραυγή, μια βλαστήμια, μια προσευχή -μισή παράκληση, μισή απειλή- για ν’ αδειάσει, να ξαλαφρώσει, μα δεν το κάνει. Βαστά γερά τα λουριά του εαυτού του. όσο είναι εκεί δεν τον αφήνει να ξεφύγει απ’ τον έλεγχο.
Σαν να κρατά συντροφιά στον γέρο άρχοντα, το θάνατο, έτσι νιώθει. Η σχεδόν απόλυτη σιγή του χώρου κάπου τον τρομάζει, αλλά τον καθησυχάζει κιόλας. τον αφυπνίζει και την αφηνιασμένη του ψυχή πολύ ταλαιπωρεί. Θέλει να το πιστέψει αυτό. Θέλει να πιστέψει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι τη μάχη αυτή θα την κερδίσει η χαρά, η ζωή, αλλά δεν μπορεί. όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να δει τον κόσμο φωτεινό, το μέλλον μ’ αισιοδοξία.
Στον τοίχο αντικρύ του βλέπει μια εικόνα του Χριστού, παλιά πολύ, από χαρτί λεπτό και ξεβαμμένο. Λες; Λες να προσευχηθεί σ’ Εκείνον για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Αλλά, όχι. Όχι, θέλει να φωνάξει. Αν ήταν όλα στον κόσμο Του σωστά και καθώς πρέπει καμωμένα, ποτέ δεν θα συνέβαινε αυτό που του συμβαίνει, ποτέ δεν θα έπεφτε τόσο απότομα στο βάραθρο, ποτέ του δε θα γνώριζε τέτοιο πόνο. Εκτός κι αν πληρώνει τις αμαρτίες του, που λένε κι οι παπάδες. Αλλά, αν είν’ έτσι, εκείνοι γιατί δεν πληρώνουν τις δικές τους; Χα. Θέλει να γελάσει, αλλά δεν το κάνει. δεν του βγαίνει.
Σηκώνεται απ’ την καρέκλα που υπόκωφα τρίζει. Περπατά όσο πιο αθόρυβα μπορεί πάνω κάτω μέσα στον ασφυκτικά γεμάτο, αλλά φαινομενικά έρημο θάλαμο. Με προσοχή αφουγκράζεται τις ανάσες των άλλων ασθενών, που μετά βίας, λες, βγαίνουν απ’ τα στήθια τους. Κατευθύνεται προς το παράθυρο, αλλά τι θέα ν’ απολαύσει; Γκρίζες πολυκατοικίες, αυτοκίνητα παρκαρισμένα -σχεδόν κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο- στα πεζοδρόμια, ένα χωράφι ξερό αφημένο στη μοίρα του, δυο-τρία δέντρα, που κατά τύχη μάλλον ξέφυγαν απ’ το τσεκούρι του πολιτισμού, και τα φώτα της νύχτας που βάφουν κίτρινη την πλάση. Με απεγνωσμένα μάτια ψάχνει τα βρει τον ουρανό, αλλά δεν τα καταφέρνει. Αλλά και να τον έβρισκε, τ’ αστέρια στα σίγουρα θ’ απουσίαζαν. θα ήταν αλλού, όπως και το φως που άλλοτε έλουζε τη ζωή του. Κάνει να πάει προς τα έξω για να βρει κάποια γωνιά ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, αλλά αμέσως μετανιώνει. Δεν τον αφήνει η ψυχή του να υποπέσει σ’ αυτό το ατόπημα. Δεν μπορεί να εγκαταλείψει το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του στο κρεβάτι του πόνου μοναχό, μόνο και μόνο επειδή θέλει να ρίξει στο πηγάδι του μέσα του λίγες ακόμη ανάσες θάνατο.
Ξεφυσάει άηχα, ενοχικά, και επιστρέφει στη θέση του. Κάθεται απαλά, όσο πιο αθόρυβα μπορεί, και παίρνει να χαϊδεύει νωχελικά, με στοργή ανείπωτη τα μαλλιά και το πρόσωπο, την αγγελική μορφή που έχει μπροστά του. Θα γίνεις καλά, ψιθυρίζει. Θα γίνεις καλά. Καλύτερα κι από πρώτα. Το μόνο που δεν ακούγεται τόσο σίγουρος, όχι και τόσο πειστικός. ούτε και στον εαυτό του ακόμη. Α, ρε Αντρέα, ποιος να στο ’λεγε! Τα βάζει με την απύθμενη άγνοιά του.
Αποτραβάει διστακτικά το χέρι και το αφήνει να πέσει στο πλάι της καρέκλας. Κλείνει τα μάτια. Αφήνει το κορμί του να χαλαρώσει για λίγο. Δε θα κοιμηθεί. αυτό αποκλείεται, το ξέρει. Αλλά να, και μια ψευδαίσθηση ύπνου του κάνει, είναι αρκετή. Για να μπορέσει για λίγο να ξεφύγει απ’ τους δαίμονές του, για να ξεχαστεί.

Απόσπασμα από το βιβλίο που πήρα να ξαναδουλεύω τις τελευταίες μέρες. Εκτός απ' αυτό, όμως, είπα ότι έφτασε ο καιρός να δημιουργήσω ένα χώρο όπου θα αναρτώ τις βιβλιοπαρουσιάσεις μου. Μέχρι τώρα ανέβαζα κείμενα αρχείου γι' αυτό και δεν ανέφερα τίποτα γι' αυτόν αν και έβαλα δίπλα ένα σύνδεσμο. Το επόμενο διήμερο μάλλον θα ξεφορτωθώ τα παλιά κείμενα κι από βδομάδας θ' αρχίσω να αναρτώ καινούρια. Πάντως οι αναρτήσεις έχουν ξεπεράσει ήδη τις 180. Όταν επιστρέψω στην Κύπρο θα ψάξω να βρω και τα κείμενα που έχω σε παλιούς υπολογιστές ώστε να δημιουργηθεί ένα αξιοπρεπές αρχείο. Όσοι από εσάς θα θέλατε να ρίξετε μια ματιά πατήστε εδώ...

1 σχόλιο:

Μαρια Νικολαου είπε...

Πολυ καλυτερο θα γινει να αναρτηθουν μονες καπου αλλου
Καλησπέρα Λάκη