Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009

Εμμονές

Για τούτο το απόγευμα της Κυριακής σας δίνω μία ακόμη από τις... διεστραμμένες και Εγκληματικά Ασύστολες ιστορίες μου.

Του έχει γίνει έμμονη, παράφορη ιδέα. Δεν εγκαταλείπει ποτέ, ούτε ώρα και στιγμή, τις σκέψεις και τα όνειρά του. Είναι ο βραχνάς του – ο μόνιμός του, ο γλυκός βραχνάς. Είναι αυτή! Αυτή που πάντα μέσα του ζωγράφιζε. Αυτή που πάντα κυνηγούσε. Πρέπει να την αποκτήσει, να την κερδίσει, να καταβάλει τις άμυνές της και να την κάνει δική του για πάντα. Πρέπει να της δείξει ποιος είναι στ’ αλήθεια το αφεντικό, να της επιβάλει τη θέλησή του, να την κάνει να καταλάβει πόσα ο ίδιος αξίζει.
Το πάθος και ο πόθος του γι’ αυτή μοιάζουν να τον έχουν καταλάβει πλήρως, να τον τρελαίνουν. Όχι μόνο αυτόν, αλλά και τους φίλους του αφού, που και που, αμίλητα τον παρατηρούν να προσεγγίζει επικίνδυνα τα όρια της παράκρουσης. Συμφώνησαν, πρόθυμα πολύ είν’ η αλήθεια, να πάνε μαζί του για διακοπές, να τον ακολουθήσουν στο τρελό του ταξίδι, για ν’ απολαύσουν τη μαγεία της φύσης, αλλά και για να ζήσουν κάποιου είδους περιπέτεια. Όμως, αν ήξεραν απ’ την αρχή τι τους περίμενε, μάλλον θα έκαναν δεύτερες σκέψεις. Θα απέρριπταν την πρότασή του και θα κινούσανε γι’ αλλού χαρούμενοι και με μικρά πηδηματάκια.
Δε με νιώθετε. Δε με καταλαβαίνετε! τους κατηγορεί ξανά και ξανά αυτός. Κι εκείνοι σκύβουν τα κεφάλια λυπημένα καθώς, το ξέρουν δα πολύ καλά, πώς δεν υπάρχει τίποτα για να νιώσουν, τίποτα να καταλάβουν, όλα είναι ξεκάθαρα, ο καλός τους φίλους άρχισε να χάνει τα λογικά του. Τι να του πουν και τι να κάνουν; Πώς να τον βγάλουν από τη θολούρα των ψευδαισθήσεών του;
Πολλές φορές, αργά πολύ το βράδυ, κάθεται στις όχθες του ποταμού μοναχός, λες παραπεταμένος, και κλαίει. Μια αγωνία και μια δίψα, μια λαχτάρα κι ένας φόβος του καίνε τα σωθικά, του κλέβουν τις ανάσες και κάθε μικρή χαρά. Τη θέλω! λέει από μέσα του και ραγίζει. Τη θέλω, ψιθυρίζει στον άνεμο, που συνεχίζει παγερά αδιάφορα την καλά γραμμένη στα παλιά κιτάπια του χρόνου πορεία του.
Τη θέλει, κι ας μην την ξέρει! Η αλήθεια είναι ότι την είδε πολλές φορές, αλλά μόνο από μακριά. Δεν της μίλησε. Δεν την αγκάλιασε. Δεν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της. Αλλά, είναι τόσο όμορφη. Απίστευτα όμορφη. Αυτοκρατορικά ωραία. Βγαλμένη λες από κάποιο παλιό μύθο ή ένα ινδικό παραμύθι. Την ακολουθεί συχνά πυκνά, κάθε που την εντοπίζει. Την παρακολουθεί από απόσταση. Θέλει να μάθει όσα περισσότερα μπορεί γι’ αυτήν. που ζει, πως ζει, αν έχει οικογένεια. Πάντως γκόμενο έχει. Αυτό το ξέρει στα σίγουρα αφού τους πήρε το μάτι του τις προάλλες να τσιλημπουρδίζουν. Ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να τους πλησιάσει την ώρα εκείνη κρυφά, να κτυπήσει αλύπητα και να σκοτώσει τον άθλιο εραστή και με το έτσι θέλω να την κάνει δική του. Ωστόσο, δεν έκανε τίποτα, ούτε καν κινήθηκε, ήταν άοπλος, φοβόταν. Την άφησε μία ακόμη φορά να ξεγλιστρήσει σαν αερικό απ’ το οπτικό του πεδίο και να χαθεί.
Όσο περνά ο καιρός το δράμα του μεγαλώνει κι η ψυχολογική του κατάσταση όλο και χειροτερεύει. Δε μιλά πια σε κανένα και για τίποτα, με το ζόρι απαντά στις ερωτήσεις των φίλων του που πολύ ανησυχούν, τρώει λίγο, πίνει πολύ, σπάνια κοιμάται. Τα γένια πήραν να θεριεύουν στο χλωμό του πρόσωπο, το δέρμα του άρχισε να παίρνει ένα όλο και πιο κόκκινο της φωτιάς χρώμα, καθώς κάθε μέρα-όλη μέρα, με ήλιο και βροχή, περιπλανιέται σαν επαίτης της ζωής εδώ κι εκεί, αναζητώντας την και προκαλώντας την νοητικά σ’ ένα παιχνίδι ισχύος. Θα γίνεις δικιά μου! της φωνάζει άηχα, σιωπηλά. Θα γίνεις δικιά μου, όποιο κι αν είναι το τίμημα, όσο κι αν χρειαστεί να περιμένω.
Όσο για εκείνη μοιάζει να επιδίδεται σ’ ένα παιχνίδι εντυπώσεων, να υιοθετεί μια στάση αλαζονικής ανωτερότητας. Δείχνει να αγνοεί εντελώς την ύπαρξή του, αν και δεν είναι τόσο σίγουρος γι’ αυτό, αφού κάθε τόσο τη συλλαμβάνει να κοιτά με το διαπεραστικό της βλέμμα προς το μέρος που κρύβεται, λες και δε βλέπει αλλά διαισθάνεται την παρουσία του εκεί.
Υπομονή κι επιμονή! Αυτό είναι το μάντρα του. Αν επιμείνει και υπομείνει, δεν μπορεί, θα το κερδίσει το παιχνίδι.
Οι μέρες του καλοκαιριού σιγά σιγά θα σβήσουν και θα καταφθάσει σιγοπατώντας στο ξεραμένο χορτάρι το φθινόπωρο. Οι φίλοι του θα φύγουν -δεν μπορούν πια να τον περιμένουν, αλλά ούτε και καμία διάθεση έχουν να ανεχτούν άλλο τα σκέρτσα του- και θα τον αφήσουν μόνο. Η μοναξιά αυτή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά τον ενοχλεί – ίσα ίσα που του φουντώνει ακόμη περισσότερο την επιθυμία, του υποδαυλίζει τη φωτιά του πόθου, τον φιλοδωρεί με πείσμα.
Είναι μια βροχερή και άναστρη νύχτα, προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, όταν επιτέλους η τύχη αποφασίζει να του χαμογελάσει, δίνοντάς του την ευκαιρία που για τόσο πολύ καιρό και τόσο απεγνωσμένα αποζητούσε. Τη βλέπει να τριγυρνά μοναχή κι αγέρωχη στο δάσος, τυλιγμένη μέσα σ’ ένα λεπτό σύννεφο ψυχρής ομίχλης, πιο μεγαλοπρεπή και μαγευτική από κάθε άλλο πλάσμα που πάτησε ποτέ το πόδι του στον πανέμορφο ετούτο πλανήτη. Αρχίζει να την πλησιάζει αργά, αθόρυβα, σιγοπατώντας, προσπαθώντας ν’ αποσιωπήσει κι αυτόν ακόμη τον ήχο της ανάσας του. Απόψε θα σε κατακτήσω, καλή μου. Απόψε θα γίνεις δικιά μου! της ψιθυρίζει με τη φωνή της ψυχής του. Τα μάτια του λάμπουν από χαρά, από άκρατη και σιωπηλή ικανοποίηση. Οι κόρες τους μπάλες φλόγινες φωτίζουν τη μέσα του πλάση. Επιτέλους!
Πόσο όμορφη είσαι! Σαν οπτασία. Σαν όνειρο. Πόσο όμορφη...
Καθώς σηκώνει με αποφασιστικότητα το ντουφέκι κι ετοιμάζεται να την πυροβολήσει, ακούει με κάποια δυσπιστία στην αρχή και έκδηλο φόβο στη συνέχεια, τον καλπασμό κάποιου άγνωστου κι ακόμη αόρατου ζώου να τον πλησιάζει με φοβερή ταχύτητα. Προτού καν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη και να εντοπίσει την κατεύθυνση απ’ όπου τον προσεγγίζει ο πιθανός θανάσιμος εχθρός, νιώθει τα δόντια ενός άγριου και αιμοβόρου ζώου να χώνονται με πείνα, δύναμη κι οργή στα πόδια, κι αμέσως μετά στα χέρια και το κορμί του, να τον κατασπαράζουν. Ξαπλωμένος, ξεψυχισμένος, λουσμένος στο αίμα, καθώς βρίσκεται στη νοτισμένη γη, νιώθει να τον πλημμυρίζει ένα παράπονο πικρό, αφού δεν πρόλαβε να δει τι του επιτέθηκε, ποιος τον σκότωσε. Η τελευταία εικόνα που αντικρίζουν τα θολά από δάκρια και πόνο μάτια του, λίγο πριν αφήσει την πιο αδύναμη, τη στερνή του την πνοή, είναι αυτή της τίγρης, να τον κοιτά από κοντινή απόσταση, κάπως λυπημένα, λίγο θριαμβευτικά, σχεδόν ανθρώπινα, λες με συμπόνια, αλλά και με μια δόση περηφάνιας. Περηφάνιας; Κατάλαβε. Τώρα, κατάλαβε! Της χαρίζει ένα χαμόγελο απ’ το περίσσεμα των δυνάμεών του και ξεψυχά.Ο γκόμενος, ήταν οι λέξεις που δεν πρόλαβαν να γλιστρήσουν έξω απ’ τα χείλη του.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ


14 σχόλια:

Μαρια Νικολαου είπε...

Μηπως πρέπει να αρχισουμε να σε φοβόμαστε τελικα ?? :ρ
χιχι

Lady "Bounty" είπε...

Πήγα να διαβάσω τη δική σου "Μηδεια" αλλά τελικά σε αυτό κόλλησα...

Μάλλον πρέπει να επιστρέφεις σιγά-σιγά στα πάτρεια εδάφοι.

Όλο και ποιο εγληματικο-ψυχο-διαταραγμένες γίνονται οι ιστορίες σου!


Φιλί!

Φαίδρα Φις είπε...

εδώ είμαι εγώ!
στις εμμονές
στο σχεδόν ανθρώπινο

μου άρεσε πολύ το ύφος
δεν το διαπραγματεύομαι
είναι από τα καλύτερά σου

σε φιλώ
να προσέχεις

Μαρία Έλενα είπε...

Μοναδική και αυτή η ιστορία σου.
Φιλάκια ...

jacki είπε...

Ώπα ώπα.. λάκη πρέπει να κάνεις μια σειρά στην τηλεόραση.. θριλεράκια.. Αν κι εγώ δεν ξέρω αν θα μπορώ να τα βλέπω.. Άντε να τα διαβάζω πάει κι έρχεται.. Αλλά η εικόνα είναι πολύ δυνατή.. νομίζω.

Margo είπε...

Ομολογώ ότι δε μου αρέσουν τα θρίλερ. Αρκετά τρομαχτική είναι η ίδια η ζωή. Όμως αυτή, όπως και η προηγούμενη ιστορία σου είναι πολύυυυυ πειστική!

MARINOS είπε...

Καταπληκτικό!

Eleni Dafnidi είπε...

Καλά..., δεν είναι τυχαίο που κάθε φορά που έχω χρόνο να σερφάρω σκέφτομαι: "Ας πάω να δω σήμερα ποιον/ποιαν ξέκανε ο Λάκης"! Απορώ αν τα φαντάσματα των δολοφονημένων ηρώων σου δεν σε καταδιώκουν. Έγώ όλο κι όλο ένα πρόσωπο σκότωσα και με στοιχειώνει έκτοτε!
ΠΡΟΣΟΧΗ:(Σε περίπτωση που την σελίδα αυτή παρακολουθεί η μυστική αστυνομία να ενημερώσουμε ότι μιλάμε για φανταστικά πρόσωπα).

AERIKO είπε...

Πολυ καλό..!! Χθες βραδυ αργα βρεθηκα στη σιωπηλή γωνια του φεγγαριου και διαισθάνθηκα εντονα οτι κατι σε έχει στενοχωρήσει πολύ.θέλω όπως όλοι μας πρωτα απ' όλα να είσαι καλά και μετα να εμπνεεσαι και να γραφεις,ταξιδεύοντας μας σε γνωστα και αγνωστα τοπια ψυχης.!ΌΜΟΡΦΟ Ξημέρωμα απο καρδιάς.!:)

ΝΑΪΑΔΑ είπε...

λακη!!!!
εσυ εισαι πολυ καλος στο ειδος αυτο!
νομιζω θα συμφωνησω με την jacki...
μια σειρα στην τηλεοραση με αυτες τις ιστοριες θα ηταν σουπερ κι εγω θα την εβλεπα σιγουρα...
και να σου πω οτι ποτε δεν διαβασα τετοιου ειδους βιβλια αλλα οι ιστοριες σου με εχουν συνεπαρει...
κι αλλες please βαλε κι αλλες...

νεραιδενια φιλακια!!!

ναδα.- είπε...

Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ψαραντώνης

Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.

όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.

jacki είπε...

Τώρα μπήκα να πω ένα εύγε Νάδα!... Άσμα ασμάτων ;)

ναδα.- είπε...

:)

lakis είπε...

Μαρία Νικολάου: Λες; :)
Lady Bounty: Δεν είναι καινούρια η ιστορία. Η Ερωτοδίνη είναι αυτό που γράφω τώρα και θα μου βγει η ψυχή μέχρι να το τελειώσω.
Φαίδρα: Να'σαι καλά. Αλλά, να προσέχω από τι; Ναι, καλά, ξέρω: απ' τον εαυτό μου:)
Μαρία-Έλενα: Ταπεινές ευχαριστίες.
Τζάκι: Μπα! Δεν κάνω για τέτοια εγώ. Εκτός κι αν τα αναλάβει κάποιος άλλος.
Μάργκο: Μια χαρά είναι τα θρίλερ. Ίσως ν' αλλάξεις γνώμη με τον καιρό.
Μαρίνο: Σ' ευχαριστώ.
Ελένη Δαφνίδη: Δίχως φονικά δεν μπορώ. Και σ' αυτό που γράφω τώρα, το μυθιστόρημα, δεν αλλάζω το χρυσό μου κανόνα:)
Αερικό: Εκείνη η σιωπηλή πλευρά του φεγγαριού μιλάει πολύ. Και δυστυχώς λέει αλήθειες.
Ναϊάδα: Μόλις τελειώσω με το μυθιστόρημα θα γράψω λίγες ακόμη. Αν και έχω ένα μικρό απόθεμα...
Νάδα: Όμορφο το τραγούδι και πολύ-πολύ σχετικό.
Τζάκι: Ε, τα είπαμε:)